ΚΑΘΙΔΡΟΙ, ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ σταγόνες της βροχής που θα σκότωναν το καλοκαίρι.
Σε λίγες μέρες θα άνοιγαν τα σχολεία, ενάμιση μήνα πριν τις εκλογές, πλησίαζε ο Οκτώβρης, ας ήταν ο καιρός ζεστός· κι είχα τα μούτρα κατεβασμένα.
Έτσι, γεμάτο γεγονότα, κύλησε το καλοκαίρι του ’74.
Τα βράδια τώρα άκουγα πολύ ραδιόφωνο. Είχα εκεί ένα σαράβαλο δίπλα στο μαξιλάρι, δεν θυμάμαι την μάρκα, κάτι έγραφε στο πλάϊ με λατινικά στοιχεία μισοσβησμένα, μα ήταν ένα μπλε με χρυσαφί χερούλι και λευκά στρογγυλά κουμπιά σαν καπάκια οδοντόπαστας. Η βελόνα είχε κοπεί πια απ’ το αδιάκοπο πέρα-δώθε και παρέμενε ακίνητη στους 8,90 μεγάκυκλους, μα οι σταθμοί άλλαζαν κανονικά. Επέμενε να παίζει παρά τις τούμπες που έφαγε κατ’ επανάληψιν απ’ τη σκάλα, σαν ήθελε ο πατέρας να τιμωρήσει τον υπεύθυνο, κάθε τέλος διμήνου πού έδινε το Γυμνάσιο τη βαθμολογία και ποτέ δεν γύριζε ευχαριστημένος.
Επίσης διάβαζα εφημερίδες με μανία, κρατώντας πάντα σ’ έναν χαρτοφάκελλο ό,τι μου φαινόταν σημαντικό. Για τη λαβωμένη Κύπρο, για τον Μακάριο και την όλο αγωνία περιπλάνησή του στα κέντρα των αποφάσεων για τις τύχες του κόσμου, μπας και αποσπάσει εκτός των δηλώσεων συμπαθείας και καμμιά καταδικαστική απόφαση για την βάρβαρη κατοχή εδαφών κράτους ανεξαρτήτου. Πλην φευ. Δηλώσεις συμπαραστάσεως κατάφερε ν’ αποσπάσει αρκετές, αλλά μόνο δηλώσεις.
Κι ύστερα διάβαζα για τον Καραμανλή και τους κινδύνους που διέτρεχε τις νύχτες να τον δολοφονήσουν αμετανόητοι χουντικοί, γι’ αυτό κοιμόταν, λέει, σε σπίτια φίλων, ξενοδοχεία και κότερα.
Τις εκλογές και τα κόμματα, τα έβλεπα λίγο σαν πανηγύρι.
Τα κορίτσια που είχαν κατέβει απ’ την Αθήνα για τις διακοπές, φύγανε άρον-άρον λόγω των γεγονότων, χωρίς να μας χαιρετίσουν.
Κι οι παλιές μας συμμαθήτριες του Δημοτικού –τώρα αυτές πήγαιναν στο Γυμνάσιο Θηλέων– έτσι σοβαρές, δασκαλεμένες από μανάδες και γιαγιάδες να μην μας δίνουν κουβέντες ούτε πολλά θάρρητα, μας φαίνονταν πια εντελώς χωριάτισσες.
Τέτοια λέγαμε στη βόλτα μας τα βράδια κατά μήκος του κεντρικού δρόμου μέχρι την αερογέφυρα, εκεί που διασταυρώνονταν η εθνική οδός με τις γραμμές του τραίνου, για να συνεχίσουν σε πορεία παράλληλη, κι είμαστε λυπημένοι.
Εκεί περιμέναμε να περάσει η νυχτερινή αμαξοστοιχία των δώδεκα παρά δέκα για την Αθήνα. Κι όταν πια έφτανε, πάντα με καθυστέρηση, στεκόμαστε παρατεταγμένοι μπροστά στα χοντρά κάγκελα της γέφυρας και, μετά από ένα παράγγελμα στα πρότυπα του μαθήματος της γυμναστικής, κατουράγαμε όλοι στη σειρά ακριβώς πάνω στα βαγόνια που έσερνε η αργοκίνητη μηχανή σφυρίζοντας δυνατά κι αγκομαχώντας κάτω απ’ τα πόδια μας. Ένας συγχρονισμός απίστευτος.
Μόλις η αμαξοστοιχία χανόταν πέρα στη στροφή της γραμμής κι έσβηνε το πνιχτό της σφύριγμα μέσα στη νύχτα, μια παράξενη σιωπή βάραινε τους αδύναμους ώμους μας και παίρναμε το δρόμο της επιστροφής περίλυποι, κανείς δεν ήξερε γιατί.
Δημοσίευση: Σεπτεμβρίου 20, 2010
- Κατηγορία:
ΧΙΛΙΟΣ Δ


Της Μαλλιαρής

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Χάρτι...

Βγήκαν οι πομπές στις στράτες...

Επίσης όσοι βρίσκονται στην χώνεψη,...

Ο Απρίλης με τα λέλουδα κι ο Μάης μ...

Ή αντιπολιτευόμεθα ή...(μπιπ)...

Οδηγίες προς ναυτιλομένους!

Διότι δεν συνεμμορφώθησαν προς τα υ...

Permaganant

Τάξις και ηθική!

Απόσπασμα από τα "Χάρτινα φιλιά", (...

Η Απωλεσθείσα Παρθενία της πολιτική...

Κατάρα στο Λαδέμπορα! Και βουρ στα ...

Λίγο tv, λίγο θάλασσα & οι περικοπέ...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.