Ένα Σαββατόβραδο, μετά από μεσημεριανό καυγά στα όρια του ξυλο-κοπήματος, στο υπαίθριο αναψυκτήριο-ρεστωράν πολυτελείας που βρέθη-καν αμίλητοι, καθισμένοι μπροστά σε πιάτα και ποτήρια, η τραγουδίστρια, παλιά γνώριμη και ευνοούμενή της άλλοτε, της πρόσφερε το μικρόφωνο και κείνη δεν αντιστάθηκε στην πρόκληση· έτσι, να μπει στο μάτι του Κα-ραματσούκα.
Αρχικά αρνήθηκε μ’ ένα θερμό φιλί στην παλιά συνάδελφο κι ένα πα-νέρι λουλούδια που έγνεψε να ρίξουν πλάϊ της, μην την πουν και νούμερο που άρπαξε την ευκαιρία¨ δεν είχε πετύχει και το μαλλί απόλυτα, ά πα πα.
Όταν όμως η βραδιά τέλειωνε κι έκλεινε το πρόγραμμα της ορχήστρας, η τραγουδίστρια επέμενε, το κρασί είχε λιγάκι χαλαρώσει τις αντιστάσεις της Μεταξίας –είχε και τη μουράκλα του απέναντι να της ενοχλεί την αι-σθητική– τότε μόνο έδειξε να το σκέφτεται.
Φωνές ενθαρρυντικές ακούστηκαν, το χειροκρότημα του σερβιτόρου παρέσυρε την αυλή, ο Καραματσούκας έγνεφε καταφατικά όμως η Μετα-ξία παράσταινε τάχα πως δεν τον βλέπει. Μόλις το χειροκρότημα έγινε θερμότερο, τότε πια, υποκύπτοντας στην επιμονή του κοινού και της πα-λιάς της φιλενάδας, σηκώθηκε με κείνο το κράμα άνεσης και δισταγμού που είχε τόσες φορές προβάρει στο σαλόνι για μια μελλοντική επανεμφά-νιση στη σκηνή.
Υποκλίθηκε ελαφρά προς το μέρος της συντροφιάς του κυρίου Νομάρ-χου –ξάδερφος του Πατακού, αλλά στην έξαρση της στιγμής τον είδε ως την εξουσία, γενικώς– ήταν και βραδινά ντυμένη μ’ ένα μαύρο μακρύ τα-φταδένιο του οίκου Τσούχλου, υπέροχο, έδωσε τον τόνο στους μουσικούς, ακούμπησε τον αγκώνα στο πιάνο κι είπε ένα ποτ-πουρί από τραγούδια με τα οποία άλλοτε έκλεινε το μουσικό μέρος των παραστάσεων, κουπλέ-ρεφραίν.
Χάρτινο το φεγγαράκι, έρημη η ακρογιαλιά... Έκλαψα χθες σαν μέτρησα τις πίκρες της ψυχής μου... Απόψε φίλα με να με χορτάσεις, αύριο φεύγω και θα με χάσεις... Κι ύστερα όσο πιο παθητικά μπορούσε.
Αδύνατον να κοιμηθώ κι η ώρα είναι τρεισίμιση,
μπερδεύτηκα κι αρπάχτηκα με τη δική σου θύμηση,
με τη δική σου θύμηση
κι η ώρα είναι τρεισίμιση.
Κάτι ψιθύρισε στον πιανίστα, ένας χοντρούλης όλο γυαλιά κι ένα παπιγιόν τεράστιο, το πιάνο παραδοσιακό ευρωπαϊκό, Steinway έγραφε στο πλάϊ, κι ύστερα ήπιε δυό μικρές γουλιές σαμπάνια Cair που άνοιξαν στα πόδια της εκ μέρους του κυρίου Νομάρχου, αφού ευχαρίστησε και με το ελεύθερο χέρι έριξε προς το μέρος του κλεφτά δυο μούντζες.
Για τους ανθρώπους της εξουσίας είχε από τα μικράτα της μια απο-στροφή, του Καραματσούκα μη εξαιρουμένου μόλις τον έβλεπε να συνα-γελάζεται με δαύτους, για τούτους τους αχυράνθρωπους του καθεστώτος σκέτη αηδία, αλλά στις παραστάσεις της τους ήθελε κομπάρσους¨ έτσι, να νοιώθει λιγάκι σαν την ιστορία που μοιράζει ρόλους κατά τα μούτρα που έχει απέναντί της.
Πλάϊ της μια στοίβα γαρδένιες σταλμένες από εκείνον που τη μέτραγε πίσω από ένα σύννεφο καπνού με μάτια γλαρωμένα. Ο απογευματινός καυγάς ήταν παρελθόν. Εκείνη υποκρινόταν τάχα πως δεν τον πρόσεχε, τράβηξε κοντά της την τραγουδίστρια και θέλησε να κλείσει με το αγαπημένο της Moνοπάτι, τραγουδώντας το ακριβώς όπως η Καίτη Μπελίντα στο Ακροπόλ. Ψιθύριζε τον στίχο, δεύτερη φωνή πάνω στης άλλης, κι ύστερα με τη σειρά της τον επαναλάμβανε παθητικά.
Δημοσίευση: Απριλίου 03, 2011
- Κατηγορία:
ΧΙΛΙΟΣ Δ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.