(σπονδυλωτό αφήγημα)
Αφήγημα πρώτο
Ο επιδέξιος γάτος
Είναι λυπηρό το θέαμα του προπηλακισμού και μάλιστα ανθρώπων, που δεν βρίσκονται πλέον στην νιότη τους, αλλά ομολογώ, ότι αντιμετωπίζω τα τελευταία γεγονότα με ανάμικτα συναισθήματα χαιρεκακίας και δέους. Χαιρεκακία για το τσαλάκωμα των επαγγελματιών της πολιτικής (εφόσον βέβαια τα περιστατικά παραμένουν στο επίπεδο απλού τσαλακώματος) και δέος γιατί βλέπω, ότι ξεκινήσανε τα όργανα (και συγκεκριμένα τα Αραβικά τουμπερλέκια).
Από εικοσαετίας είδα, ότι το τρελό καταναλωτικό ξεφάντωμα, θα κατέληγε σε θρήνους και κοπετούς, όμως τότε δεν τολμούσα να αρθρώσω δεύτερη λέξη. Που να τολμήσεις εκείνη την εποχή να πείς, ότι ο πλούτος, για τον οποίο όλοι τσακώνονται, είναι δανεικά (και όχι μόνο δανεικό χρήμα, αλλά και «δανεισμός» φυσικών πόρων από μελλοντικές γενεές, στις οποίες αποδίδεται κατεστραμμένο περιβάλλον). Μήπως πριν είκοσι χρόνια το εξωτερικό χρέος ήταν σε λογικά επίπεδα για μία χώρα με την δική μας παραγωγική βάση και τον δικό μας πληθυσμό; Μήπως πριν είκοσι χρόνια η οικονομία μας δούλευε με διαφάνεια και ορθολογισμό; Μήπως και τότε (και πριν) το κράτος δεν ήταν εχθρός του παραγωγικού επαγγελματία; (αλλά ο καλύτερος σύμμαχος των γραφειοκρατικοδίαιτων ειδικοτήτων). Μήπως από τότε δεν ήταν καταφανές, ότι η υψηλή παραγωγικότητα (σε σχέση με το παρελθόν) στην αγροτική οικονομία και την βιομηχανία- μεταφορές κ.λ.π. και μάλιστα από τόσο λίγο προσωπικό σε αυτούς τους τομείς, οφειλόταν στον άμετρο βιασμό της φύσης; Βέβαια τα πράγματα χειροτέρεψαν περαιτέρω σε αυτό το διάστημα, αλλά υπήρχε περίπτωση να μην γίνει τελικά έτσι; Δεν χρειαζόταν να είναι κανείς μάντης, ή σοφός, ή κορυφαίος οικονομολόγος για να το δεί· κι όμως ο καυγάς ήταν για το κομμάτι της δανεικής πίτας, που ήθελε ο καθένας να οικειοποιηθεί. Ολοι πίστευαν (ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν), ότι ο πλούτος αυτός ήταν αποτέλεσμα σκληρής εργασίας και μάλιστα η κάθε συντεχνία προέβαλε την δική της «καταλυτική» συμβολή στην «δημιουργία» αυτού του «πλούτου» και απαιτούσε ανάλογο μερίδιο.
Η συντεχνία των (μεγαλο)επιχειρηματιών και των γιάπηδων μας έλεγε, ότι ο πλούτος οφείλεται στα δικά τους μαγικά κόλπα, που δημιουργούν (!!!) υπεραξίες. Τι είναι υπεραξία; Δεν είναι να το να φουσκώνεις την αξία του εμπορεύματος σου; Μα τότε δεν κλέβεις (την υπεραξία) από το κορόιδο, που το αγοράζει; Το ότι και αυτός με την σειρά του πιθανόν να έχει καρπωθεί ανάλογες υπεραξίες μειώνει το βάρος της κλοπής; Κάποιοι δεν πληρώνουν τελικά αυτό το βάρος; Προφανώς αυτοί, που δεν μπορούν να «δημιουργήσουν» υπεραξίες.
Η πολιτικάντικη συντεχνία είχε διπλό ρόλο. Το εκάστοτε κυβερνών κόμμα και τα συν αυτώ γκόλντεν λαμόγια έλεγαν, ότι αυτοί πρωτίστως είναι οι μάγοι, που έφερναν χρήμα με το τσουβάλι από την Ε.Ε.. Ετσι στον συνένοχο λαό (που ήξερε τις αρπαχτές τους και τις ενέκρινε σε όλες τις εκλογές) διαμορφωνόταν η αντίληψη, ότι δικαιούνται τις «χορηγίες» τους. Αν αυτοί που κατάφεραν να καθίσουν σε ένα γραφείο του δημόσιου, ή του ιδιωτικού τομέα, το μισό ενεργό πληθυσμό δεν είναι μάγοι και άξιοι βασιλικής αμοιβής, τότε ποιος είναι; Αμα το γιάπικο γατάκι* καθίζει μία γκομενάρα στο αυτοκίνητο του και μετατρέπει τις λαμαρίνες σε περιπόθητο θησαυρό, μας λέει ότι είναι μάγος, τότε ο γάτος ο αλάνης, το κυβερνητικό τζιμάνι, που παίρνει ένα κωλόχαρτο, το γυρνάει σε πενήντα γραφεία, μαζεύει πενήντα υπογραφές και στο κάνει να αξίζει πενήντα σακιά στάρι τι είναι; Υπάρχει κανένα γατάκι παγκοσμίως, που μπορεί να δημιουργήσει τις υπεραξίες του Ελληνικού δημοσίου;
Ηταν πολύ βολικό για όλους να παίζουν τις γραφειοκρατικές κουμπάρες και να βαυκαλίζονται, ότι συνδημιουργούν πλούτο …Ετσι το να κάνεις τα στραβά μάτια για τα λαμόγια, που άρμεγαν από τα χρωστούμενα, δεν ήταν και έγκλημα. Εκλεβαν ασύστολα τα φράγκα των κουτόφραγκων …αλλά πάλι μοιράζονταν αρκετά στο καταναλωτικό πάρτι, που μετείχαμε σχεδόν όλοι. Η μαγκιά ήταν, ότι ο Ελληνικός καπιταλισμός δεν εγκλωβίστηκε στα παρακατιανά παραγωγικά μοντέλα της Ιαπωνίας, της Γερμανίας και άλλων κρυόκωλων. Αφήσαμε τους φτηνούς υλιστές στην παραγωγική μιζέρια τους και στήσαμε (με την σοφή καθοδήγηση των κυβερνητικών πολιτικών και των «ειδικών επιστημονικών» συμβούλων τους) την πιο κερδοφόρα επιχείρηση: παραγωγή χαρτούρας και αέρα κοπανιστού. Η μηχανή δούλευε τόσο καλά, που κάθε παραγωγική εργασία έγινε ασύμφορη σε αυτόν τον τόπο. Αυτό μας έλειψε το περιούσιον έθνος να ασχολείται με ποταπά έργα. Οποιος αχρείος επέμενε να ασχολείται με αυτά, ήταν προφανώς από φύση του κατώτερος και δεν είχε θέση ανάμεσα σε αυτόν τον εκλεπτυσμένο κόσμο. Δεν υπήρχε λόγος να φτιάχνουμε στάρι (αφού παράγουν οι Καναδοί). Δεν υπήρχε λόγος να φτιάχνουμε αυτοκίνητα, μηχανήματα (αφού φτιάχνουν οι Γερμανοί, οι Ιταλοί, οι Γιαπωνέζοι). Δεν υπήρχε λόγος να φτιάχνουμε υπολογιστές, αφού φτιάχνουν οι Αμερικάνοι. Δεν υπήρχε λόγος να φτιάχνουμε υφάσματα, αφού φτιάχνουν οι Ινδοί, οι Αιγύπτιοι, οι Τούρκοι. Δεν υπήρχε λόγος να φτιάχνουμε πλοία, αφού φτιάχνουν οι Κορεάτες. Δεν υπήρχε λόγος να φτιάχνουμε τσολιαδάκια, αφού φτιάχνουν οι Ταϊβανέζοι. Και αφού μάλιστα μπήκαν και νέα κορόϊδα στην αγορά (Κινέζοι, πρώην ανατολικές χώρες κ.λ.π.) και αφού ξαφνικά πλημμυρίσαμε και από δουλικά, φυσικό ήταν το έθνος το εκλεκτό (καθοδηγούμενο από τους πολιτικούς γάτους, που μόνο από τους κόλπους του θα μπορούσαν να προέλθουν) να αφιερωθεί σε πιο ευγενή επαγγέλματα, όπως πραγματικά του αξίζει.
Ετσι γεμίσαμε από συντεχνίες «σκληρά» εργαζόμενων (πνευματικά και σωματικά) που κάθε μία από αυτές, με τις πλάτες αφενός των μόνιμων επαναστατών, αφετέρου της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης (δηλαδή της προηγούμενης και επόμενης κυβέρνησης) που στην αντιπολιτευτική της θητεία συναγωνιζόταν σε επαναστατικότητα τους επαγγελματίες επαναστάτες και με την καθοδήγηση των επαγγελματιών συνδικαλιστών, απαιτούσε (και κατάφερνε) μέσω των κλαδικών «αγώνων» την διαρκώς μεγαλύτερη ανισότητα από τους «απλούς» εργάτες του ιδιωτικού τομέα. Και ως κερασάκι στην τούρτα της πολιτικής και συνδικαλιστικής υποκρισίας είχαμε τις ετήσιες μονοήμερες και διήμερες απεργίες για τον κατώτατο μισθό- μεροκάματο ! Η «εργατική αλληλεγγύη» περιοριζόταν στην ετήσια φιέστα, που στην ουσία ήταν μία ακόμη αργία με αγωνιστικό περίβλημα για τους υποκριτές. Γιατί για το κατώτατο μεροκάματο δεν έκλειναν δρόμοι και αεροδρόμια, δεν κατέβαιναν διακόπτες του ηλεκτρικού, δεν είχαμε ούτε μία απεργία μέχρι τελικής δικαίωσης; Δεν είναι μόνο οι πολιτικοί πονηροί και υποκριτές λοιπόν· είναι και ο λαός· αλλιώς δεν θα μπορούσαν να τον καβαλήσουν.
Δεν βγάζω τον εαυτό μου απέξω. Αντίθετα· όταν συνειδητοποίησα τα πάμπολλα δικά μου ελαττώματα, κατάλαβα γιατί πάμε τόσο στραβά. Γιατί είναι η ασημαντότητα μας, που κάνει τα στραβά μας να μην φαίνονται. Δυστυχώς όμως δεν φαίνονται ως μεμονωμένες περιπτώσεις· η μοιραία άθροιση από την ίδια την ζωή των σφαλμάτων όλων ημών των ασήμαντων φέρνει τα καταστροφικά αποτελέσματα, που δεν κρύβονται με τίποτα.
*copyright: Αντώνης Κανάκης (μη με περιλάβει και μένα κανάς Θέμος για αντιγραφέα)
Παναγιώτης Θ. Ρέππας
(συνεχίζεται)
Παναγιώτης Θ. Ρέππας
(συνεχίζεται)
ΟΛΑ ΤΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ ΕΔΩ
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.