.Της Φιλιώς Π. Κοντραφούρη
Το Παρίσι είναι μια μελαγχολική πόλη το χειμώνα. Σκεπασμένη μ΄ένα γκρι, υγρό πέπλο απ΄άκρη σ΄άκρη, απολαμβάνει την απόλυτη αρμονία με τα σκοτεινά νερά του Σικουάνα. Επιμένω να περπατάω πολύ πιο γρήγορα απ' o,τι οι Γάλλοι μέσα στον παγωμένο καιρό, σχεδόν τρέχω. Και τρέμω. Επιμένω πεισματικά να αρνούμαι πως η βροχή και η συννεφιά είναι κάτι που πρέπει κι εγώ να συνηθίσω, χειμώνα-καλοκαίρι.
Κάποιες φορές το κάνω ακόμα πιο συνειδητά, περπατάω ακόμα πιο γρήγορα, τρέμω λίγο πιο πολύ, σα να προσπαθώ να ξεφύγω από ερωτήματα και ανθρώπους που πριν λίγο έκατσαν στραβά στο μυαλό μου. "Το ερώτημα δεν είναι αν θα χρεωκοπήσει η Ελλάδα, αλλά πότε," μου είπε αποφασιστικά ένας αρχισυντάκτης της International Herald Tribune στο Παρίσι. Στο άκουσμα πως είμαι Ελληνίδα, ένας μεσήλικας στο μετρό της Pigalle, έπιασε με τρόμο το πρόσωπο του και αναφώνησε "Il y a rien a Gréce!" (Στην Ελλάδα δεν υπάρχει τίποτα). Η γυναίκα που διάβαζε μια εφημερίδα δίπλα του μόλις άκουσε "Gréce" κούνησε το κεφάλι της απαξιωτικά και γέλασε. "Να βγείτε οι γυναίκες στο δρόμο να ζητιανέψετε για να φέρετε χρήματα στο σπίτι στους άνδρες σας," συνέχισε τον τρομακτικό του σχεδόν μονόλογο ο Γάλλος μεσήλικας. Κι εκείνη η γιατρός, όταν με σύστησαν ως Ελληνίδα, το πρώτο που ρώτησε ήταν "Μα πως κατάντησε η Ελλάδα έτσι?"
Η αλήθεια έιναι πως κι εγώ, η συνεχώς και πάντα συστηνόμενη στο εξωτερικό ως Ελληνίδα, ακόμα προσπαθώ να καταλάβω. Μια Ελλάδα τόσο απαξιωμένη, τσαλακωμένη, με το γυαλιστερό βερνίκι της αξιοπρέπειάς της να ξεφτίζει σα φτηνό, ληγμένο μανό, αγορασμένο από κάποιο καροτσάκι στο δρόμο.
Η υπογραφή του Μνημονίου το 2010 με βρήκε να βλέπω φωτογραφίες από τις μεγάλες διαδηλώσεις στην Αθήνα μόνη σ' ενα δωμάτιο ξενοδοχείου, στα σύνορα του Αφγανιστάν με το Πακιστάν, μέσα από την οθόνη του υπολογιστή μου. Μια σοκαριστική απόφαση που για λίγους έβγαζε νόημα. Και μετά, ταξίδια στην Ελλάδα που ήταν αρκετά για να ξεσκεπάσουν το πόσο σχιζοφρενική γινόταν η κατάσταση –τόσο σχιζοφρενική μερικές φορές, που και οι ίδιοι οι Γάλλοι, τη στιγμή που μας κατηγορούν επειδή δεν πληρώνουμε τους φόρους μας και φέρνουμε σε δύσκολη θέση την Ευρώπη, μας πετάνε κι ένα κομμάτι οίκτου και κατανόησης, στους νεοέλληνες των 700 ευρώ που το κράτος τους κόβει το ρεύμα αν δεν πληρώσουν τους φόρους που με τόση ευκολία μπορεί και τους επιβάλλει.
Τη στιγμή που όλοι σκέφτονται να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, εγώ αποφάσισα να επιστρέψω. Έχοντας γυρίσει από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη για χρόνια, αποφάσισα πως θέλω να βρω ένα όνειρο στην Ελλάδα του 2011. Εκεί που όλοι λένε πως και τα όνειρα έχουν χρεωκοπήσει. Ναι, οι πολιτικοί είναι σίγουρα χρεωκοπημένοι, όπως και η ίδια η πολιτική. Όπως (θέλω να πιστεύω) και το τερατώδες πελατειακό σύστημα βουτηγμένο στη λαμογιά, που δεκαετίες τώρα συνειδητά οι περισσότεροι εκτρέφαμε με τη μέθοδο του δούναι και λαβείν, από τα πιο χαμηλά μέχρι τα πιο ψηλά. Και τώρα γύρισε και ξερνάει πάνω μας όλα όσα εμείς το ταίσαμε. Μπούκωσε πια η χώρα. Κι έσκασε.
Οι Έλληνες ως λαός όμως δεν έχουμε χρεωκοπήσει και αρνούμαι να πιστέψω πως θα χρεωκοπήσουμε. Δεν επιστρέφω επειδή είδα τον πρώην πρωθυπουργό μας να ζητάει να μη φεύγουν οι νέοι άνθρωποι από τον τόπο. Ούτε εκείνος, ούτε και κανένας άλλος πολιτικός μπορούν να το ζητάνε γιατί, ειδικά εκείνοι, έχουν χάσει το δικαίωμα να κάνουν υποδείξεις στους πολίτες αυτής της χώρας εδώ και καιρό. Παράδειγμα προς αποφυγήν οι πολιτικοί μας, πιο απαξιωμένοι κι από την ίδια την απαξίωση, όπως τους αξίζει. Επιστρέφω όμως βλέποντας εκείνους που όσο κι αν το δάχτυλό τους πιέζεται να πατήσει pause στη ζωή, δεν το κάνουν, βλέποντας εκείνους που ερωτεύονται, συνεχίζουν να κάνουν παιδιά, να προβληματίζονται. Βλέποντας εκείνο το παιδί από την Κρήτη που ήρθε στην Αθήνα, μοιράζοντας βιογραφικά από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη με τα πόδια. Ακούγοντας εκείνον τον οδηγό μπλε λεωφορείου που μου είπε πως μόνο όλοι μαζί ενωμένοι μπορούμε να αλλάξουμε κάτι. Κι όταν τον ρώτησα γιατί δεν το κάνουμε, δε φοβήθηκε να παραδεχτεί –επιτέλους- πως δεν το κάνουμε "γιατί είμαστε ακόμα βολεμένοι." Το βόλεμα, το κάποτε όνειρο του Έλληνα.
Ίσως λοιπόν ήρθε ο καιρός να ξεβολευτούμε. Να ξαναβάλουμε τη στρώση βερνικιού αξιοπρέπειας, όπως την είχαμε και μας αξίζει να έχουμε ως λαός αλλά και ως άνθρωποι, που δεν θα την αφήσουμε να ξεφτίσει ξανά. Ίσως αυτό να είναι το όνειρο σήμερα, στην εποχή με τα ελάχιστα. Κάτι που ήδη έχουμε και κάποιοι βίαια το ξεφτίζουν. Γιατί το δύσκολο δεν είναι ν' αγοράσεις ένα όνειρο στην Ελλάδα της χρεωκοπίας αλλά να συντηρήσεις αυτό που ήδη έχεις.
Καθώς μαζεύω τα τελευταία, λιγοστά πράγματα από το διαμέρισμά μου των 23 τετραγωνικών στη νότια άκρη του Παρισιού, έξω βρέχει. Πάλι. Και κάνει κρύο. Ξέρω πως στην Αθήνα με περιμένουν τέσσερις εξίσου παγωμένοι τοίχοι γιατί ελάχιστοι στην πολυκατοικία έχουν καταφέρει να πληρώσουν τα κοινόχρηστα με το πετρέλαιο θέρμανσης. Έξω όμως ο ήλιος θα λάμπει. Και θυμάμαι μια συνέντευξη της Κικής Δημουλά. Η μελαγχολία που κρύβουν τα ποιήματα και ο λόγος της, απολαμβάνουν κι αυτά την απόλυτη αρμονία με τη χειμωνιάτικη μελαγχολία του Παρισιού.
"Γιατί γκρεμίζονται τα όνειρα κυρία Δημουλά;" την είχαν ρωτήσει κάποτε. «Ίσως επειδή δεν υπάρχουν ιδιοκτήτες ονείρων που να τα φροντίζουν και να τα συντηρούν. Περιφερόμενοι άστεγοι τα κατοικούν, συχνά πολλοί μαζί στο ίδιο όνειρο, ετοιμόρροπη κατάσταση. Αφήνω που τα περισσότερα όνειρα είναι χτισμένα επάνω σε μπαζωμένα ρέματα. Έναν μικρό σεισμό να κάνει ο ύπνος κι ένας ισχυρός να προκληθεί από το ρήγμα της αφύπνισης, σωριάστηκαν».
*Η Φιλιώ Π. Κοντραφούρη είναι δημοσιογράφος
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.