Αναρωτιόμουν πόσο χρήσιμο είναι να μοιραστώ κάποιες σκέψεις για την επόμενη ημέρα των εκλογών της 6ης Μαΐου, ειδικά σε μια προεκλογική περίοδο που η πλειοψηφία του κομματικού συστήματος προσπαθεί ηθελημένα ή όχι να διαποτίσει την κοινή γνώμη – σε μεγάλο βαθμό επιτυχώς- με συναισθήματα φόβου, οργής, αγωνίας για το μέλλον. Σίγουρα, μετά τις εκλογές του 2009, τα παραπάνω συναισθήματα εναλλάσσονταν σχεδόν καθημερινά μετά από κάθε νέο μέτρο , νέα περικοπή μισθών ή συντάξεων, νέο χαράτσι και σε κάθε επίσκεψη ή δήλωση του προκλητικού κλιμάκιου της τρόικας.
Εντυπωσιακό ότι 2 χρόνια εντάσεων, συγκρούσεων και οργισμένων διαδηλώσεων, ακολουθεί μια ιδιαίτερα ήρεμη προεκλογική περίοδος ή ηρεμότερη του αναμενόμενου. Σαν την γαλήνη πριν την καταιγίδα ή μήπως η κοινωνία δεν προσδοκά από τις εκλογές καλυτέρευση της σκληρής καθημερινότητας; Αν δεν λαθεύω πρέπει γοργά να συζητήσουμε απαντώντας στα εξής :
1. Είναι η κρίση που βιώνουμε μόνο ή κυρίαρχα οικονομική;
2. Το μέλλον της πατρίδας μας είναι μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη;
3. Αν στο 2ο ερώτημα απαντάμε καταφατικά ποια είναι η Ευρώπη που θέλουμε;
Είμαι πεπεισμένος πλέον ότι η κρίση πρωταρχικώς είναι κρίση αξιών, κοινωνική, ηθική και δευτερευόντως οικονομική ή χρέους και δανεισμού, όπως επανειλημμένως έχουν προσπαθήσει να μας πείσουν οι διάφοροι «σοφοί» του πολιτικό-οικονομικού συστήματος. Είναι επίσης κρίση πολιτισμική, μοντέλου ανάπτυξης, όπως θα επιχειρήσω να καταδείξω παρακάτω.
Αίσθηση μου συχνά ότι όλοι αλλά κυρίως όσοι, είτε εκλεγμένοι σε δημόσια αξιώματα είτε μετέχοντας εντονότερα στην πολιτική, αριστοτελικώς εννοούμενη, έχουμε σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την σημερινή κατάσταση. Σχεδόν καθ΄ολη την μεταπολίτευση παρακολουθήσαμε ένα καλοστημένο party διασπάθισης των δημοσίων αγαθών από λίγους εκλεκτούς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα κωφεύοντας στις ελάχιστες ψύχραιμες αντίθετες φωνές, αποκηρύσσοντας τες ως γραφικές. Σίγουρα οι ευθύνες δεν είναι όλων μας οι ίδιες. Διαφορετική η ευθύνη του κρατικοδίαιτου επιχειρηματία ή του δημοσίου υπαλλήλου που αντάλλαξαν μη νόμιμες εξυπηρετήσεις και διαφορετική του Υπουργού ή βουλευτή που, νομοθετώντας, επέτρεπε και υπέθαλπε παράνομες διεργασίες. Αλλά μήπως ο καθένας μας επικρότησε τέτοια φαινόμενα με την ψήφο του; Δυστυχώς σημαντικό τμήμα της κοινωνίας υποστήριξε υποψηφίους βουλευτές που είχαν ως βασικό προσόν τους την συνεχή τους προβολή από τα Μ.Μ.Ε. Δυστυχώς, συχνά επικροτήσαμε ή και ανεχτήκαμε όλους εκείνους που παραμονές κάθε είδους εκλογών ήταν ικανοί να προχωρήσουν σε όλων των ειδών τις υποσχέσεις, εκμεταλλευόμενοι τον πόνο, την απελπισία, την οργή, τον φόβο της κοινωνίας, αρκεί να γίνουν αρεστοί.
Ταυτόχρονα το πολιτικό σύστημα αντί να λειτουργήσει παιδευτικά ως όφειλε εξέθρεψε ή ενθάρρυνε παρασιτικά φαινόμενα. Όσο ανεβαίνουμε στην ιεραρχία τα πράγματα αγριεύουν -χρηματιστήριο, υποβρύχια που γέρνουν, Siemens, δομημένα ομόλογα, κουμπάροι, Βατοπαίδιο. Αυτά είναι η κορυφή του παγόβουνου, αλλά χαρακτηρίζουν το κυρίαρχο σύστημα μετά το 1974. Κύριο καθήκον ενός πολιτικού συστήματος είναι να δημιουργήσει εκείνες τις ικανές και απαραίτητες συνθήκες, που θα διασφαλίσουν για το σύνολο της κοινωνίας, δυνατότητες αρμονικής ανάπτυξης. Και δεν εννοώ μόνο οικονομική ανάπτυξη. Εξίσου σημαντική είναι η πολιτική, πολιτισμική, κοινωνική ανάπτυξη. Κύριο καθήκον δηλαδή είναι να δημιουργήσει τις απαραίτητες δομές για την ύπαρξη ΠΟΛΙΤΩΝ σύμφωνα με την αριστοτελική παράδοση.
Παράλληλα, εξαιτίας μερίδας επίορκων και διεφθαρμένων δημόσιων λειτουργών κατηγορήθηκε ο δημόσιος τομέας ως διεφθαρμένος, τεμπέλης, χαώδης, παρασιτικός, αντιπαραγωγικός, αντιαναπτυξιακός. Ωστόσο τα ερωτήματα γίνονται αμείλικτα. Ποιος ευθύνεται αληθινά;
Προσπαθώ να αποδείξω είναι ότι, ακόμα και αν η κοινωνία φταίει για τον λάθος δρόμο που πήραμε σε κάθε σχέση υπάρχει ο δυνατότερος, αυτός που ελέγχει. Και δεν είναι ο πολίτης. Είναι μια υπερκείμενη εξουσία. Και ο λόγος μου δεν είναι κρατικίστικος. Μόνη μου επιδίωξη ένας άλλος δημόσιος τομέας, παραγωγικός, αναπτυξιακός, καθόλου γραφειοκρατικός, όχι απαραίτητα με λιγότερους υπαλλήλους.
Το μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθήθηκε οδηγεί όλο και βαθύτερα στην κρίση και αφορά εξίσου δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Προσβλέπω σε έναν δημόσιο τομέα που θα δημιουργεί ευκαιρίες, ευέλικτο και δημιουργικό και έναν ιδιωτικό που δεν θα κατατρώει τον δημόσιο, καινοτόμο και εξωστρεφή. Είναι αυτό που κάποιοι χρόνια το φωνάζουν, αλλά η φωνή τους, χάνεται ανάμεσα στις δυο επικρατούσες λογικές. Του άκρατου λαϊκισμού και της παροχής επιδομάτων προς συγκεκριμένες συντεχνίες από τη μια πλευρά και της λογικής που επιτάσσει συνεχείς περικοπές δικαιωμάτων από τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες.
Για να επανέλθω στο μοντέλο ανάπτυξης των τελευταίων 60 ετών πιστεύω κάπου ενδιάμεσα χάσαμε εντελώς ως έθνος τον προσανατολισμό μας. Αποδoμήσαμε εντελώς την αγροτική παραγωγή, καταδικάσαμε πλήρως στην συνείδηση μας την χειρωνακτική εργασία, «ποινικοποιήσαμε» την έννοια του κέρδους και της επιχειρηματικότητας. Μπετοποιήσαμε τη φύση, που τώρα εκδικείται. Ευτυχώς που πλέον, μπροστά στο φάσμα της ολικής κοινωνικής καταστροφής, νέοι κυρίως άνθρωποι επιστρέφουν στην περιφέρεια για να αγωνιστούν στήνοντας νέα αγροτικά επιχειρηματικά σχέδια. Και κατευθύνονται μόνοι χωρίς την παραμικρή κρατική βοήθεια σε δράσεις εξωστρεφείς ή αναγκαίες για εσωτερική κατανάλωση.
Εξέλειψε κάθε είδους σχεδιασμός στο τι, πώς και πού επιχειρούμε. Στήσαμε διάσπαρτα πανεπιστημιακά ιδρύματα και στρατόπεδα χωρίς κανένα σχεδιασμό, μόνο για την εκπλήρωση των αιτημάτων τοπικών κοινωνιών. Και αφού στηθήκαν χωρίς τις ελάχιστα απαραίτητες δομές όταν έφτασε η παγκόσμια κρίση στην γειτονιά μας, αρνηθήκαμε να συνειδητοποιήσουμε ότι πέρα από ενιαίο σχεδιασμό χρειάζεται και θέληση να καταλάβουμε κάτι απλό. Ότι πρέπει επιτελούς να αντιμετωπίσουμε την παρουσία ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος και ενός στρατοπέδου ως αναπτυξιακά εργαλεία με έναν σύγχρονο τρόπο και όχι με τον παλιό που πλέον αργοπεθαίνει. Ξέρω ότι είναι δύσκολο να πείσω, όταν η απελπισία της ανεργίας είναι πανταχού παρούσα. Δυστυχώς όμως αν θέλουμε να ξεπεράσουμε τα προβλήματα μας θα πρέπει να οραματιστούμε, να θέσουμε μακροπρόθεσμους στόχους.
Χωρίς να είμαι από τους λάτρεις των Μνημονίων, ούτε ανήκω σε εκείνους που βλέπουν μόνο αδιέξοδα, λυπάμαι που από τις αλλαγές που προέβλεπε το Μνημόνιο I, οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις και οι αλλαγές που θα μπορούσαν να απογειώσουν τις ανεξάντλητες αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, έχουν αγνοηθεί. Είναι αλλαγές που μόνοι μας θα πρέπει να είχαμε επιδιώξει εδώ χρόνια. Αλλά σε μια προεκλογική περίοδο με κραυγές για αδιέξοδα, χρεωκοπία, ακυβερνησία αλλά και οργισμένες ιαχές που επιζητούν τυφλή τιμωρία επί δίκαιων και αδικών, όλα τα παραπάνω χάνονται. Λίγες φωνές προσπαθούν ακόμα να αφυπνίσουν θέτοντας αυτά ψύχραιμα προς δημόσια συζήτηση.
Καταλήγοντας, επανερχόμενος στον τίτλο του άρθρου, Αρνούμαι να ψηφίσω στις εκλογές της 6ης Μαΐου, με συμβούλους την οργή ή τον φόβο. Απαντάω με λογική, σύνεση, ψυχραιμία, επιλέγοντας όσους διαλέγουν να είναι περισσότερο χρήσιμοι παρά αρεστοί και εκείνους που είναι διατεθειμένοι να χάσουν μέρος εξουσίας για να φέρουν θετικές ανατροπές στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία.
Απαντώντας στα ερωτήματα που έθεσα περί Ευρώπης δηλώνω: ΝΑΙ, στην ευρωπαϊκή πορεία της πατρίδας. Αλλά σε μια Ευρώπη με ισότιμα μέλη, των βασικών αξίων του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, σφυρηλατημένες στους αιώνες με αφετηρία τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, συνεχίζοντας με τον χριστιανισμό, τον Διαφωτισμό, την Γαλλική Επανάσταση. ΝΑΙ, αν συνεχίσει να ασπάζεται τις αρχές του κοινωνικού φιλελευθερισμού, με την κλασική έννοια του όρου, που μετουσίωσαν την σύγχρονη αντιπροσωπευτική φιλελεύθερη δημοκρατία. ΝΑΙ σε μια Ευρώπη με κοινωνική δικαιοσύνη.
Λέω ΟΧΙ στην Ευρώπη των ιδεών του Φρίντριχ Α. Χάγιεκ και της Μάργκαρετ Θάτσερ. Ή, ακόμα χειρότερα σε μια Ευρώπη που επικρατούν οι ιδέες του Μίλτον Φρίντμαν και της Σχολής του Σικάγου, που διέλυσαν κοινωνίες και ιστορικές δομές, κατά τα ’70ς, ’80ς, ’90ς σε Χιλή, Βολιβία, Βραζιλία, Μεγάλη Βρετανία, Ρωσία. Στον Φρίντμαν αποδίδεται η θεωρία της θεραπείας σοκ ή της λευκής σελίδας, βασιζόμενη στην ιδέα ότι μια οικονομική κρίση ή ένα γεγονός καταστροφικό ή ένας πόλεμος είναι ευκαιρία μεγάλων αλλαγών σε ένα κράτος. Η επικράτηση της πολιτικής αυτής βασίζεται στο φόβο και στις ενοχές για τα αποτελέσματα της κρίσης κάνοντας τους πολίτες ανεκτικούς και απαθείς σε συνεχείς αλλαγές, επειδή νομίζουν ότι κάτι άλλο χειρότερο έρχεται.
Και αναρωτιέμαι αν και όταν το σύνολο των λαών της Ενωμένης Ευρώπης συνειδητοποιήσει τα λάθη του Σύμφωνου για την δημοσιονομική σταθερότητα, που προβλέπει μόνο λιτότητα, ότι η πατρίδα μας θα έχει δεθεί χειροπόδαρα σε μια λογική ύφεσης που ολοένα θα βαθαίνει, διαλύοντας τον κοινωνικό ιστό και δυναμώνοντας τις ανισότητες.
Αναρωτιέμαι αν η ανάπτυξη που συνεχώς εξαγγέλλει το υπερεθνικό ιερατείο των Βρυξελλών, προβλέπουν ανάπτυξη όπως συμβαίνει σε χώρες της Ν.Α Ασίας ή της Λατινικής Αμερικής, με 75% ανέχεια και την πλειοψηφία του πληθυσμού κάτω από τα όρια της απόλυτης φτώχειας.
Κλείνοντας επανερχόμενος στον τίτλο του άρθρου, Αρνούμαι να ψηφίσω στις εκλογές της 6ης Μαΐου με συμβούλους οργή και φόβο. Αρνούμαι τις λογικές της λευκής σελίδας.
Συστρατεύομαι με όσους συνεχίζουν να οραματίζονται μια δικαιότερη ευημερούσα Ενωμένη Ευρώπη.
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΝΔΡΕΟΥ
Ηλεκτρολόγος Μηχανικός Τ.Ε – Πολιτικός Επιστήμων
Πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου Δημοτικής Κοινότητας Κορίνθου
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.