Ο Δημήτρης Λιαντίνης με την κόρη του Διοτίμα στον Ταύγετο (αρχείο οικογ. Λαντίνη)
Σαν σήμερα το 1942 γεννιέται στην Πολοβίτσα ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης
φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι' αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης.
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές Σολωμού στη Ζάκυνθο κ' Λυκούργου στη Σπάρτη."
(Αποχαιρετιστήριο γράμμα που άφησε ο Δημήτρης Λιαντίνης στην κόρη του όταν εξαφανίσθηκε την 1η Ιουνίου 1998)
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΑΣΕΒΕΙΑΣ
«Στις 20 Αυγούστου 2005 τα οστά του Λιαντίνη μεταφέρθηκαν από το νεκροτομείο της Αθήνας στο νεκροταφείο του χωριού Κεχριές στην Κορινθία, από την ίδια τη σύζυγο του νεκρού. Την ταφή την κράτησε μυστική από τους συγγενείς του άνδρα της. Την αποκάλυψε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» (26-08-2005) και όλοι το έμαθαν από εκεί. Μάλιστα στη δημοσιογράφο της εφημερίδας έδωσε και ένα μικρό απόσπασμα από το «προσωπικό» γράμμα που της άφησε ο Λιαντίνης.
Ο «τάφος» του Λιαντίνη στο μικρό εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα σφράγισε την προσπάθεια μεταμόρφωσης του Λιαντίνη σε μια κατάσταση μπάσταρδη και θολή.
Ένας τάφος, χωρίς σταυρό, ανάμεσα σε δεκάδες άλλους.
Μια φράση «έζησα την αλήθεια», λίγα μέτρα πιο πέρα από το «εγώ ειμί η αλήθεια…».
Ένας «αιρετικός θάνατος» ανάμεσα σε μια μονότονη σιωπή «καλών θανάτων».
Μια χρονολογία θανάτου (2005) που φωνάζει το ψέμα της.
Και ένας τεράστιος βράχος για να θυμίζει σε όλους το «για πάντα εδώ» και «ποτέ στον Ταύγετο».
«Γιατί τόση προσβολή στη μνήμη του αδελφού μου; Η χρονολογία θανάτου που είναι γραμμένη στον τάφο του, τον προσβάλει. Ο Δημήτρης πέθανε το 1998 και όχι το 2005. Αυτό ακούγεται σαν φάρσα. Γιατί τον ξερίζωσαν από το αγαπημένο του βουνό και τον φύτεψαν σε τόπο ξένο;» αναρωτιέται με οργή ο δίδυμος αδελφός του, Στέφανος Νικολακάκος.
Τι και αν το είπε ξεκάθαρα, τόσο στον Παναγιώταρο (σ.σ. το συγγενή του που έφερε σε πέρας την αποστολή ανεύρεσής του), όσο και στο τελευταίο του βιβλίο:
"Απάνου στη στήλη του μαρμάρου διαβάζεις το επίγραμμα του τύμβου:
Ελλάδα και ήλιο,
Ο πρώτος να βλέπω.-" (Γκέμμα σελ. 167)
Η λέξη κλειδί είναι «πρώτος». Από πού μπορεί πρώτος να «βλέπει» Ελλάδα και ήλιο; Από το νεκροταφείο των Κεχριών που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την θάλασσα, ή από την κορφή σχεδόν του Ταϋγέτου;
Ο τάφος του Λιαντίνη στις Κεχριές, σύμφωνα με πολλούς ανθρώπους που τον αγάπησαν και που μίλησα μαζί τους, συνιστά ασέβεια στη μνήμη του νεκρού, καθώς έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με την επιθυμία του.
Ασέβεια όμως είναι και συνάμα προσβολή, για έναν επιπλέον λόγο. Γιατί μας λέει ότι ο Λιαντίνης πέθανε το 2005. Δηλαδή ζούσε για 7 χρόνια, έπαιζε κρυφτό με την κόρη του, την οικογένειά του και τους φοιτητές του και κάποια στιγμή, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, πέθανε σε μια τρύπα του Ταϋγέτου.
Φυσικά υπάρχει και η άποψη που λέει ότι το «2005» αφορά τον χρόνο της ανεύρεσης του νεκρού και όχι του θανάτου του. Φανταστείτε λοιπόν να περνούσαν όχι 7 αλλά 77 χρόνια από τότε που εξαφανίστηκε ο Λιαντίνης. Τι έπρεπε να γραφτεί στην πλάκα; 1942-2075; Αστεία πράγματα.
Έχοντας γνωρίσει από κοντά την μάνα του Λιαντίνη, τη γιαγιά Πολυτίμη, έρχονται στιγμές που το γεγονός του θανάτου της με ανακουφίζει. Φαντάζεστε τον πόνο και την πίκρα αυτής της γυναίκας αν κακοτυχούσε να δει να διασύρεται έτσι ο γιος της;
Έφυγε νωρίς. Καλύτερα.»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρης Αλικάκος «Λιαντίνης – Έζησα έρημος και ισχυρός».
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.