Οι επιστήμονες τείνουν να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι είναι το κουτσομπολιό στους χώρους εργασίας, διότι γίνεται με ποικίλους τρόπους, με χτυπήματα κάτω από τη μέση, υπονοούμενα, ομαδικές επιθέσεις και συγκεκριμένους στόχους, προκειμένου να «δέσει» η ομάδα. Υπάρχουν όμως και τρόποι αποφυγής του.
Μπορούν ενήλικοι που κουτσομπολεύουν στο γραφείο καθηγητών ενός σχολείου να παρεκτρέπονται περισσότερο από τους έφηβους μαθητές τους; Εάν δεν το πιστεύετε αυτό, μάλλον θα έχετε χάσει το τελευταίο τεύχος της «Επιθεώρησης Σύγχρονης Εθνογραφίας». Οι επιστήμονες δίνουν αποδείξεις ότι αυτό συμβαίνει συχνά με τη μορφή ενός βίντεο όπου εμφανίζονται δάσκαλοι σε σχολείο των ΗΠΑ να βρίζουν τη διευθύντρια πίσω από την πλάτη της, με παρόμοιο αν όχι χειρότερο τρόπο από ό,τι οι μαθητές σχολιάζουν μια συμμαθήτριά τους.
Αυτές οι σπάνιες αποδείξεις «κουτσομπολιού» είναι το αντικείμενο έρευνας μεταξύ ανθρωπολόγων και κοινωνιολόγων. Από τη μία είναι εκείνοι που θεωρούν ότι το κουτσομπολιό μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο εφαρμογής κοινωνικών κανόνων και διατήρησης της ομαδικής αλληλεγγύης. Από την άλλη, όσοι βλέπουν το κουτσομπολιό ως εχθρική πράξη από άτομα που προσπαθούν να προωθήσουν μόνο τα δικά τους συμφέροντα.
Θεωρία και παρατήρηση. Οι πρώτες σχετικές έρευνες κατέδειξαν ότι από τη στιγμή που κάποιος κάνει ένα αρνητικό σχόλιο για έναν απόντα, η συζήτηση γίνεται όλο και πιο εχθρική, εκτός εάν κάποιος σπεύσει να υπερασπιστεί τον στόχο. Αλλιώς, τόσο στους ενηλίκους όσο και στους εφήβους οι προσβολές διογκώνονται επειδή φαίνεται ότι υπάρχει κοινωνική πίεση όλοι να συμφωνήσουν με όλους.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την ηχογράφηση που έγινε σε καφετέρια γυμνασίου της Ιντιάνα, όπου μια ομάδα μαθητριών της Β΄ Γυμνασίου κουτσομπόλευαν μια υπέρβαρη συμμαθήτριά τους: - Στη χορωδία αυτό το κορίτσι καθόταν μπροστά μας και εμείς κάναμε συνέχεια: «Μουοουουου».
- Της λέγαμε: «έλα εδώ αγελάδα, έλα εδώ αγελάδα».
- Πράγματι, μοιάζει με μεγάλη χοντρή αγελάδα.
Μια πιο πρόσφατη έρευνα βρήκε ότι το κουτσομπολιό στους χώρους εργασίας είναι συνήθως υπερβολικά αρνητικό, αλλά οι προσβολές είναι πιο ήπιες και οι συζητήσεις λιγότερο προβλέψιμες, λέει ο Τιμ Χάλετ, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. «Το κουτσομπολιό του γραφείου μπορεί να πάρει τη μορφή πολέμου με διακύβευμα την υπόληψη κάποιου», εξηγεί. «Υπάρχουν πιο πολλά επίπεδα επειδή οι άνθρωποι εκεί δεν είναι ευθείς στις δηλώσεις τους και είναι πιο προσεκτικοί επειδή γνωρίζουν ότι μπορεί να χάσουν όχι απλά μια φιλία αλλά τη δουλειά τους». Ο δρ Χάλετ πραγματοποίησε έρευνα επί δύο χρόνια σε δημοτικό σχολείο μεσοδυτικής πολιτείας των ΗΠΑ και βρήκε ότι οι δάσκαλοι αισθάνθηκαν σταδιακά τόσο άνετα με εκείνον και την κάμερά του ώστε δεν δίσταζαν να βρίζουν το αφεντικό τους όταν βρίσκονταν μόνοι. Στις περιπτώσεις που βρίσκονταν μαζί με άλλους έκαναν αρχικά κάποιες διακριτικές επικρίσεις ή σαρκαστικά σχόλια για να τους «δοκιμάσουν». Κάποιες φορές χρησιμοποιούσαν την τακτική επαίνου του προηγούμενου διευθυντή. «Ήταν τόσο ήρεμος και σε άφηνε να διδάξεις. Κανείς δεν κοιτούσε διαρκώς πάνω από τον ώμο σου», έλεγε κάποιος και οι υπόλοιποι έσπευδαν να συμφωνήσουν. Ο υπαινιγμός εναντίον της τωρινής διευθύντριας ήταν σαφέστατος.
Οι καθηγητές. Κάποιοι καθηγητές αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ικανοί στην αποφυγή του κουτσομπολιού. Σε μια συνάντηση, όταν κάποιος παραπονέθηκε ότι μια μαθήτρια κυκλοφορούσε με τα μαλλιά της πιασμένα σαν κέρατα, η ομάδα των καθηγητών άρχισε να κατηγορεί για έλλειψη πειθαρχίας τον υποδιευθυντή. Τότε, ένας καθηγητής διέκοψε την επίθεση ρωτώντας το όνομα του μαθητή, μετά αναφέρθηκε στις μαθησιακές του δυσκολίες και ολοκλήρωσε τη διάσωση του υποδιευθυντή αλλάζοντας εντελώς το θέμα και θυμίζοντας ότι η πειθαρχία είναι ζήτημα ενός ακόμα πιο αντιπαθητικού ανθρώπου- της διευθύντριας, η οποία αμέσως έγινε στόχος του θυμού των δασκάλων. Καθώς αυτή η τάση στοχοποίησης της διευθύντριας διήρκεσε και τους επόμενους μήνες, η ατμόσφαιρα έγινε δηλητηριώδης. Η διευθύντρια θεωρώντας ότι υπονομευόταν η εξουσία της άρχισε να εκδικείται καθηγητές διαδίδοντας φήμες, εκείνοι αναγκάστηκαν να φύγουν από το σχολείο και οι μαθητές έγραφαν όλο και πιο άσχημα στα διαγωνίσματα.
«Το κουτσομπολιό χρησίμευσε για να ενισχυθεί η αλληλεγγύη μεταξύ των δασκάλων, αλλά ταυτόχρονα μεταβλήθηκε σε έναν πόλεμο που προκάλεσε απώλειες σε όλους», λέει ο δρ Χάλετ.
«Μας θύμισε ότι το κουτσομπολιό είναι ένα μαχαίρι που κόβει και εκείνον που μιλάει και εκείνον που ακούει, αλλά και τον στόχο».
Τρία μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασης
Κάποιοι εργοδότες έχουν προσπαθήσει να μετατρέψουν το γραφείο σε «ζώνη απαλλαγμένη από κουτσομπολιό», αλλά ο δρ Χάλετ θεωρεί ότι είναι πιο ρεαλιστική μια προσπάθεια μετριασμού του.
Εάν ένας συνάδελφος αρχίσει να κακολογεί κάποιον απόντα, προτείνει ο δρ Χάλετ, χρήσιμη είναι μια «θετική γνώμη για τον στόχο», για να αποτραπεί η επίθεση, όπως η ερώτηση «Μα, δεν κάνει καλή δουλειά;».
Εάν ο συνάδελφος επιμείνει με έμμεσο σαρκασμό«Ουου, πολύ καλή δουλειά»- μπορεί να ρωτήσετε τι ακριβώς εννοεί. Αυτή η απλή ερώτηση, μια πρόκληση που διατυπώνεται με ευχάριστη φωνή, συχνά αφοπλίζει αυόν ποι κάνει τα σαρκαστικά κουτσομπολιά.
Εάν ούτε αυτό έχει αποτέλεσμα, ο δρ Χάλετ προτείνει μια ακόμα πιο απλή τακτική που είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί σε οποιονδήποτε χώρο εργασίας ανά πάσα στιγμή.
Όταν η συζήτηση και τα σχόλια βγουν εκτός ελέγχου, μια υπενθύμιση αρκεί: «Δεν έχουμε δουλειά να κάνουμε;».
ΤΑ ΝΕΑΑυτές οι σπάνιες αποδείξεις «κουτσομπολιού» είναι το αντικείμενο έρευνας μεταξύ ανθρωπολόγων και κοινωνιολόγων. Από τη μία είναι εκείνοι που θεωρούν ότι το κουτσομπολιό μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο εφαρμογής κοινωνικών κανόνων και διατήρησης της ομαδικής αλληλεγγύης. Από την άλλη, όσοι βλέπουν το κουτσομπολιό ως εχθρική πράξη από άτομα που προσπαθούν να προωθήσουν μόνο τα δικά τους συμφέροντα.
Θεωρία και παρατήρηση. Οι πρώτες σχετικές έρευνες κατέδειξαν ότι από τη στιγμή που κάποιος κάνει ένα αρνητικό σχόλιο για έναν απόντα, η συζήτηση γίνεται όλο και πιο εχθρική, εκτός εάν κάποιος σπεύσει να υπερασπιστεί τον στόχο. Αλλιώς, τόσο στους ενηλίκους όσο και στους εφήβους οι προσβολές διογκώνονται επειδή φαίνεται ότι υπάρχει κοινωνική πίεση όλοι να συμφωνήσουν με όλους.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την ηχογράφηση που έγινε σε καφετέρια γυμνασίου της Ιντιάνα, όπου μια ομάδα μαθητριών της Β΄ Γυμνασίου κουτσομπόλευαν μια υπέρβαρη συμμαθήτριά τους: - Στη χορωδία αυτό το κορίτσι καθόταν μπροστά μας και εμείς κάναμε συνέχεια: «Μουοουουου».
- Της λέγαμε: «έλα εδώ αγελάδα, έλα εδώ αγελάδα».
- Πράγματι, μοιάζει με μεγάλη χοντρή αγελάδα.
Μια πιο πρόσφατη έρευνα βρήκε ότι το κουτσομπολιό στους χώρους εργασίας είναι συνήθως υπερβολικά αρνητικό, αλλά οι προσβολές είναι πιο ήπιες και οι συζητήσεις λιγότερο προβλέψιμες, λέει ο Τιμ Χάλετ, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. «Το κουτσομπολιό του γραφείου μπορεί να πάρει τη μορφή πολέμου με διακύβευμα την υπόληψη κάποιου», εξηγεί. «Υπάρχουν πιο πολλά επίπεδα επειδή οι άνθρωποι εκεί δεν είναι ευθείς στις δηλώσεις τους και είναι πιο προσεκτικοί επειδή γνωρίζουν ότι μπορεί να χάσουν όχι απλά μια φιλία αλλά τη δουλειά τους». Ο δρ Χάλετ πραγματοποίησε έρευνα επί δύο χρόνια σε δημοτικό σχολείο μεσοδυτικής πολιτείας των ΗΠΑ και βρήκε ότι οι δάσκαλοι αισθάνθηκαν σταδιακά τόσο άνετα με εκείνον και την κάμερά του ώστε δεν δίσταζαν να βρίζουν το αφεντικό τους όταν βρίσκονταν μόνοι. Στις περιπτώσεις που βρίσκονταν μαζί με άλλους έκαναν αρχικά κάποιες διακριτικές επικρίσεις ή σαρκαστικά σχόλια για να τους «δοκιμάσουν». Κάποιες φορές χρησιμοποιούσαν την τακτική επαίνου του προηγούμενου διευθυντή. «Ήταν τόσο ήρεμος και σε άφηνε να διδάξεις. Κανείς δεν κοιτούσε διαρκώς πάνω από τον ώμο σου», έλεγε κάποιος και οι υπόλοιποι έσπευδαν να συμφωνήσουν. Ο υπαινιγμός εναντίον της τωρινής διευθύντριας ήταν σαφέστατος.
Οι καθηγητές. Κάποιοι καθηγητές αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ικανοί στην αποφυγή του κουτσομπολιού. Σε μια συνάντηση, όταν κάποιος παραπονέθηκε ότι μια μαθήτρια κυκλοφορούσε με τα μαλλιά της πιασμένα σαν κέρατα, η ομάδα των καθηγητών άρχισε να κατηγορεί για έλλειψη πειθαρχίας τον υποδιευθυντή. Τότε, ένας καθηγητής διέκοψε την επίθεση ρωτώντας το όνομα του μαθητή, μετά αναφέρθηκε στις μαθησιακές του δυσκολίες και ολοκλήρωσε τη διάσωση του υποδιευθυντή αλλάζοντας εντελώς το θέμα και θυμίζοντας ότι η πειθαρχία είναι ζήτημα ενός ακόμα πιο αντιπαθητικού ανθρώπου- της διευθύντριας, η οποία αμέσως έγινε στόχος του θυμού των δασκάλων. Καθώς αυτή η τάση στοχοποίησης της διευθύντριας διήρκεσε και τους επόμενους μήνες, η ατμόσφαιρα έγινε δηλητηριώδης. Η διευθύντρια θεωρώντας ότι υπονομευόταν η εξουσία της άρχισε να εκδικείται καθηγητές διαδίδοντας φήμες, εκείνοι αναγκάστηκαν να φύγουν από το σχολείο και οι μαθητές έγραφαν όλο και πιο άσχημα στα διαγωνίσματα.
«Το κουτσομπολιό χρησίμευσε για να ενισχυθεί η αλληλεγγύη μεταξύ των δασκάλων, αλλά ταυτόχρονα μεταβλήθηκε σε έναν πόλεμο που προκάλεσε απώλειες σε όλους», λέει ο δρ Χάλετ.
«Μας θύμισε ότι το κουτσομπολιό είναι ένα μαχαίρι που κόβει και εκείνον που μιλάει και εκείνον που ακούει, αλλά και τον στόχο».
Τρία μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασης
Κάποιοι εργοδότες έχουν προσπαθήσει να μετατρέψουν το γραφείο σε «ζώνη απαλλαγμένη από κουτσομπολιό», αλλά ο δρ Χάλετ θεωρεί ότι είναι πιο ρεαλιστική μια προσπάθεια μετριασμού του.
Εάν ένας συνάδελφος αρχίσει να κακολογεί κάποιον απόντα, προτείνει ο δρ Χάλετ, χρήσιμη είναι μια «θετική γνώμη για τον στόχο», για να αποτραπεί η επίθεση, όπως η ερώτηση «Μα, δεν κάνει καλή δουλειά;».
Εάν ο συνάδελφος επιμείνει με έμμεσο σαρκασμό«Ουου, πολύ καλή δουλειά»- μπορεί να ρωτήσετε τι ακριβώς εννοεί. Αυτή η απλή ερώτηση, μια πρόκληση που διατυπώνεται με ευχάριστη φωνή, συχνά αφοπλίζει αυόν ποι κάνει τα σαρκαστικά κουτσομπολιά.
Εάν ούτε αυτό έχει αποτέλεσμα, ο δρ Χάλετ προτείνει μια ακόμα πιο απλή τακτική που είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί σε οποιονδήποτε χώρο εργασίας ανά πάσα στιγμή.
Όταν η συζήτηση και τα σχόλια βγουν εκτός ελέγχου, μια υπενθύμιση αρκεί: «Δεν έχουμε δουλειά να κάνουμε;».
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.