Μετά από ένα διάλλειμα αγωνίας, επιστρέψαμε δριμύτεροι στο success story. Τώρα πιά απογειωθήκαμε ως άλλοι Ικαροι με τα μαστοριλίδικα φτερά του Δαιδαλαντώνη και τιμονιέρη τον τρελοβαγγέλη. Δεν ξέρω αδέλφια εσείς, αλλά εγώ νοιώθω κάθε μέρα, πώς να το πώ; Πιό ξαλαφρωμένος. Τι τα θέλουμε πιά σπίτια και χωράφια; Σκοτούρες είναι. Βρε καλά που βρέθηκαν αυτοί οι άγιοι άνθρωποι, να μας ξαλαφρώσουν από τα …βάσανα.
Συγχωρήστε μου τον ενθουσιασμό, αλλά δεν κρατιέμαι. Εδώ καταγοητεύτηκε ο Ευαγγελάτος από τον παρασημοφορημένο κάπταιν Ιγγλο, που όπως ξέρουμε είναι πολύ δύσκολος με τους καπιταλιστές και μάλιστα τους κομμουνιστές καπιταλιστές και αναφώνησε «ωραίος τυπάς ο κάπταιν. Φτου φτου μη τον ματιάσω». Τελικά τον μάτιασες βρε Νίκο μου τον ανθρωπάκο. Πάνω που του ανοίξαμε την όρεξη με λιμάνια και σιδηρόδρομους, τον καρατόμησαν. «Για να σε παρασημοφορεί ο ταξικός εχθρός, κάποιο λάθος θα έχεις κάνει σύντροφε» του είπαν και τον έστειλαν διακοπές στην εξωτερική Μογγολία. Τι να κάνουμε; Εχει και τις παράπλευρες απώλειες η ανάκαμψη. Εδώ μιλάμε για απογείωση στους ουρανούς και δεν θα καούν τα φτερά μερικών άπειρων Κινεζάκων;
Επιτέλους θα πάψουμε να είμαστε ψωροκώσταινα (θα φύγει το κώσταινα). Τι εμίρηδες, τι αταμάνοι, τι αγάδες, τι καπεταναίοι ερυθρομανδαρίνοι συνωστίζονται στην αυλή μας. Τι σμύρνα, τι λιβάνι, τι έλαιον αποθέτουν στα πόδια μας, για να μας καλοπιάσουν. Μεγαλεία που είχε χρόνια να ζήσει η Ελλάδα. Ο εμιράκος έσκασε 1.250 ευρώ το στρέμμα στον ιδιοκτήτη του νησιού και άλλα 125 ΟΛΟΚΛΗΡΑ ευρώ στο κράτος. Αφήστε τι πάθανε οι Καναδοί. Την πάτησαν σαν Αμερικανάκια από τα τσακάλια μας. Θα πάρουν καμιά εφτακοσαριά τόνους χρυσάφι όλους όλους, ενώ εμείς θα πάρουμε ολόκληρα βουνά και λίμνες με μοντέρνα υλικά, των οποίων κάποιοι αδαείς και άξεστοι χωριάτες δεν έχουν καταλάβει ακόμα την αξία.
Αμ οι Τούρκοι; τι να πει κανείς για τα καημένα τα μεμετάκια. Που ακούστηκε να στρώνεις τραπέζι και στον γείτονα να πετάς κάτι κόκαλα, κάτι παλιομαρίνες. Αμ το πρώτο πράγμα που βλέπεις το πρωί πριν τον ήλιο, είναι ο γείτονας, που έλεγε και η γειτόνισσα, που σκυλόβριζε όλη την γειτονιά. [Εγώ όπως πάντα τυχεράκιας, είχα το ακαταδίωκτο από την τρελοαφροδίτη- Τι έχω και γοητεύω όλους τους τρελούς;] Φοβήθηκε ο Ταγίπ, ότι με την φόρα που έχουμε πάρει, θα πουλήσουμε και την Φατμαγκιούλ και εκλιπαρεί, να μοιραστούμε τουλάχιστον το αντίτιμο. «Καζάν καζάν βρε καρντάσια, στο κάτω κάτω δικό μας είναι το γκομενάκι». Νάναι καλά ο χαλδουπάκος· μας έκανε και γελάσαμε. Ρε άμα πάρει φόρα ο Ρωμηός, τον σταματάει τίποτα; Τίποτα τίποτα δεν μας σταματά, αέριο θα φέρουμε απ` τ` Αρτζεμπαϊτζά. Αλλά και ποιος προηγήθηκε του Σαμαρά, ως άλλος Διόνυσος του Αλέξανδρου, στην κατάκτηση της εξωτικής Ατροπατηνής; Ο Ογκόλιθος της πολιτικής, της οικονομίας και προ πάντων της ηθικής Νέλσον Μαντέλης, συγνώμη, Τάσος Μαντέλης. Αυτός ο (τόσο άδικα) εξοστρακισμένος Αριστείδης υπηρέτησε για άλλη μια φορά την πατρίδα (εντελώς ανιδιοτελώς φυσικά) από την πικρή ξενιτιά που τον εξόρισε η αχαριστία μας. Αυτός ο νέος Ιάσων διαπέρασε την Κολχίδα, για να ξαναβρεί το χρυσόμαλλον δέρας στις ακτές της Υρκανίας, που το είχε πάει για πλύσιμο η παραδουλεύτρα της Μήδειας. Πήγε να το πλύνει, γιατί είχανε πέσει κρασά και σάλτσες στο δέρας, που έστρωσαν για τραπεζομάντηλο οι Αργοναύτες στο τελευταίο τους τσιμπούσι πριν την επιστροφή στα πάτρια εδάφη. Την άλλη μέρα μπήκανε ζαβλακωμένοι στην Αργώ και φύγανε ξεχνώντας να πάρουν το τραπεζομάντηλο με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Η Μήδεια έξω φρενών για τους λεκέδες, έσφαξε τα παιδιά της και ολολύζουσα περιήλθε εις την νάρκην της αφρενούς αμνησίας, εξιλεωθείσα ούτως ειπείν από τας των Ερινύων διώξεις. Την επιούσαν το βρήκε ιθαγενής τις νεάνις θεραπαινίς της Μήδειας, η οποία ανεφώνισεν μεγαλοφώνως «Τ` ειν τούτο του γουμάρ; Πφφφ βρουμάει παστρουμά.» Ετσι η αγαθή χωριατοπούλα παρέλαβε το δέρας απ το εγκαταλειμμένο γιατάκι των κατσαπλιάδων και αναχώρησε για την Υρκανία, που χει τα γάργαρα νερά για να το ξεβρομίσει. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, δρόμο παίρν, δρομ αφήν… φτάνει σ ένα κεφαλόβρυσο. Σκύβει στην βρύση, να ξεκαρκανιάσει και τι βλέπει να καθρεφτίζεται στη γούρνα πίσω από την πλάτη της; Η Ζήνα. «Πως σε λένε κοπελιά;» «Γαβριέλλα» «θέλεις να γίνουμε φιλενάδες;» «Ναι αμέ, θα παίζουμ και τις κουμπάρς…» και συνέχισε με λάγνους βλεφαρισμούς γεμάτους σημασία «θα πηγαίνουμ κιέ στου νυφουπάζαρου, που `χ ουραία αγούρια» «τι τα θες τα αγόρια καημένη; Ξέρεις πόσα πράγματα μπορούν να κάνουν μόνες τους οι γυναίκες, όταν ξέρουν τι θέλουν;» «ουλουμόναχς; Χουρίς τους άντρηδες; Τι λές βρε Ζήνα; Τα θελς και τα λές, για σου ξεφεύγουν;» «δεν ξέρεις, δεν ξέρεις, θα σου δείξω την τέχνη της Έφινυ» «ουάου της θρυλικιάς βασίλισσας των Αμαζόνων; Θα με μάθς την τέχν του πουλέμου; Ιηυιιιιιιιιιι τι χαρά, τι χαρά» «Εμμμ ναι και αυτό βέβαια» «Άιντε λοιπούν κινάμ» «που πάμε;» «στην Υρκανία να πλυν του γουμάρ. Στουν δρόμου μας δεν είν κι οι Αμαζόνς;» «Και γιατί δεν το πλένεις εδώ που είναι τρεχούμενο νερό; Η Υρκανία είναι γεμάτη αλάτι» Η Γαβριέλλα την κοίταξε με αμφιβολία και συγκατάβαση «καημενούλαμ· λίμνη είναι, ας την λένε θάλασσα, γιατί είν μεγάλη». «κοίταξε Γαβριέλλα, καταλαβαίνω, ότι δεν τα ξέρεις…» «ώωωχ. Ούλα τα ξερς εσύ κιε τίποτις δεν ξέρς μου φαίνετ. Ιγού πααίνω κατά κεις κι άμα θελς, έρχεσαι» «την τύχη μου μέσα. Ένα γκομενάκι μου έτυχε τόσες μέρες κι αυτό είναι ζαβό. Αντε πάμε στην Υρκανία να πλύνεις το τομάρι σου». Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, δρόμο παίρνουν δρόμο αφήνουν, δρόμο παιρν, δρομ αφήν… φτάνουν σε μια βαλανιδιά. Δεν πρόκαναν να ξαποστάσουν «Τσα» πετάγεται πίσω απ την βαλανιδιά ο Τζόξερ, βέρος Αθηναίος που τον είχε κυνηγήσει ο Μιχαλολιάκος, γιατί το όνομα του φαινόταν βαρβαρίζον· «Ου να μου χαθείς ουρακοτάγκε» του είπε και με μια καλοζυγισμένη κλωτσιά τον ξαπόστειλε στις παρυφές του Καυκάσου φωνάζοντας προς τους ουρανούς «νενίκηκα σε νεφεληγερέτη. Το δικό σου σουτ φτάνει μόνο μέχρι τη Λήμνο». Ετσι ο Τζόξερ εξοβελισμένος, ανάμεσα σε άγνωστους λαούς κυνηγούσε την τύχη του και την εκδίκηση, μέχρι που είδε μπροστά του την Γαβριέλλα και τα ξέχασε όλα «χχχαι…χαίρω πολύ. Με λένε Τζο… Τζο..» «Τζουβάνι;» «Ο ο όχι. Τζζτζο…Τζο…» «Τζουρντανέλλι;» «Οχι όχι, Τζόξερ μ μ με λένε» «Α, ουραίου όνουμα. Κιέ τον παππούσς έτσι τουν έλεγαν;» «νν ναι κι αυτόν. Είσθε πολύ ευειδής δεσποινίς. Μπορώ να σας προσφέρω ένα άνθος;» Γεμάτη τσαχπινιά και νάζι η Γαβριέλλα απαντάει όλο μέλι στον ξελιγωμένο νεανία παίρνοντας το λουλούδι «ωραία που τα λες· σα μποιητής. Πούθεν έρχεσ;» «Από την Αθήνα». Αναπήδησε από την χαρά της η Γαβριέλλα «αχ τι καλά, τι καλά. Καλά του πα γω· όλοι οι Αθηναίοι είναι ποιητές. Θα με πας Αθενς μπάι νάιτ; Θα με πας στου τσίρκουλο Τζόξερ μου λεβέντη, στον αράπη, στην μαϊμού, στην σκουποβουλή;» Εν τω μεταξύ η Ζήνα μονολογούσε αναψοκοκκινισμένη από τον θυμό «σιγά μη σ αφήσω να μου φας το τεκνάκι ρε μαμούχαλε. Κάτσε να κοιμηθεί το παρλιακό και τα λέμε». Αφού ξαπόστασαν λοιπόν στον ίσκιο της βαλανιδιάς ξεκινάνε ξανά προς την ανατολή. Δρόμο παίρνουν… κου του λου, κου του λου. Στον δρόμο η Γαβριέλλα δεν έβαλε γλώσσα μέσα της «…κιε για πες μου ρε Τζό, που τραγουδάει φέτος ο Μαζουνάκης; Με τι φόρεμα πήγε η Βανδή στο σούπερ άιντολ; Η Ζέτα παντρεύτηκε; Ποιού ειν του νέου Φάσιον του καλοκαιριού; Ιένα κουντό τι σέρτ, να φαίνετ και η κοιλίτσαμ` θα μου πάει; …τσιριτρί τσιριτρό…». Ενόσω η Γαβριέλλα κελαηδούσε, η Ζήνα έριχνε φιδίσιες ματιές στον έρμο τον Τζό, ενώ επεξεργαζόταν τρόπους για να το ξεκάνει το παλικάρι. «Που θα μου πας μωρή Νουχρίτσα…» σιγομουρμούραγε μέσα από τα δόντια της «…δεν θα πέσει η νύχτα, τότε θα σε κανονίσω μωρή οχιά Λεπενίτσα». Όταν έπεσε η νύχτα όμως η σατανική Ζήνα σκέφτηκε, ότι δεν ήταν η ώρα, γιατί καθώς ήτανε οι τρείς τους μόνοι στην ερημιά, οι υποψίες της Γαβριέλλας θα έπεφταν πάνω της. Είδατε τι πανούργα ήτανε; Ετσι η δόλια Ζήνα έμεινε όλο το βράδυ ξάγρυπνη και θώπευε το σπαθί της ακούγοντας τα αγκομαχητά της Γαβριέλλας και του έρμου του Τζό. Τον ρούφηξε η Γκάμπρι. Το πρωί ξεκινάνε με νέα όρεξη (εκτός απ τον έρμο τον Τζό και την έρμη την Ζήνα). Η Γαβριέλλα τα γνωστά «…κιέ που λες, η ξαδέρφη μ η Κούλα είχε πάει προύπερσι στην Αθήνα ταξίδ του μέλιτος και γύρισε ξετρελαμένη. Είδε απού κουντά τουν Σάκη τουν Ρουβά, τουν Λιόλιο τουν Λιάγκα μαζί με την Φαίη την Σκουρδά, τουν Λάκη τουν Λαζόπουλο, τουν Αλέξαντρου Πετρίδ, τουν Πέτρου τουν Τατσόπουλο…είδουλλα ζουντανά. Ου Τατσόπουλος τραγουδάει, για χορεύ;» «πηδάει» είπε κοφτά η Ζήνα, που ίσα που έκρυβε την τσαντίλα της. «Αααα αθλητής. Νάν καλά του παληκάρ, η Κούλα είν ενθουσιασμέν». Ετσι με κουβέντα (της Γαβριέλλας) και χαρές (επίσης μόνο της Γαβριέλλας) η παρέα έφτασε στο Amazon territory. «ουγκ» «γειά σου και σένα Αμαρίς, η Βαρία που είναι;» «ούγκ» «εντάξει κατάλαβα. Βαρίααα, τι μου κάνεις; Μάτς μούτς» «Τι χαμπάρια Ζήνα; Το τρυφερούδι, που το ψάρεψες;» «στην κρήνη των νυμφών· τη νυμφομανία μου μέσα. Τίποτα δεν έχω κάνει ρε Βαρία· μας έχει κολλήσει σα τσιμπούρι αυτός ο λιγούρης και το μωρό τον καλοβλέπει …την Αφροδίτη μου μέσα» «Μην βλαστημάς· απόψε θα τον απασχολήσουμε εμείς. Θα βάλουμε αφιόνι στο κρασί και των δυό τους καίεεεε καλή μας διασκέδαση» «Yeaaaa give me five». Αμα είσαι γκαντέμης όμως, καλύτερα να μην προκαλείς την τύχη σου. Οι Αμαζόνες πήραν διαδοχικά όλες τον έρμο τον Τζό, αλλά η Γαβριέλλα έγινε γκόλ κι αφού ξέρασε εφτά φορές πάνω στην Ζήνα, ξεράθηκε μέχρι το πρωί. Ετσι όλο το βράδυ στο φεγγαροφωτισμένο Amazon territory ακούγονταν τα αγκομαχητά των θρυλικών Αμαζόνων και του έρμου του Τζό, που συντρόφευαν την άγρυπνη Ζήνα, που έξυνε με μια πέτρα το σπαθί της. Για να μην σας τα πολυλογώ, την άλλη μέρα είχαμε πάλι το ίδιο σκηνικό. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, δρόμο παιρν, δρομ αφήνουν, δρομοπαίρν, δρομαφήν…κι ύστερα από μια βδομάδα, όπου ο έρμος ο Τζό έρεψε εντελώς, η δε Ζήνα έβγαζε αφρούς από το στόμα και καπνούς (με λίγη φλόγα) από την μύτη και τα αυτιά έφτασαν στις ακτές της Υρκανίας και η Γαβριέλλα πήγε να πλύνει το δέρας στην ακροθαλασσιά. Εκεί που το πλένε σιγοτραγουδόντας ένα παλιό μαγυάρικο τραγούδι «ούμφου γκίτο τραλαλά» (Ελληνιστί «μανιτάρια τραλαλά») η ύπουλη η Ζήνα βρήκε ευκαιρία και το ξέκανε το παλικάρι. Του μπήξε όλο το σπαθί στην κοιλιά (σουβλάκι τον έκανε) φωνάζοντας με άγρια μανία «λεπίδι κοφτερό· εκεί είναι το θηκάρι σου». Αιώνες αργότερα ένας ξενέρωτος Αγγλος διασκεύασε αυτήν την φράση σε ένα μελόδραμα της συμφοράς κι ακόμα περιμένω τα πνευματικά δικαιώματα. Μόλις η Γκάμπρι πήρε χαμπάρι το φονικό, αλάλαξε ολοφυρόμενη «Τι έκανες μωρή ζουρλή; Το φάες το παλικάρ και δεν προύλαβα να του ρουτήσ πότε δίν συναυλία η Μανουλίδ; Άι σιχτίρ γκαντεμουγομάρ» και πέταξε το δέρας στ άλικα (από το αίμα, τα άλατα και το πετρέλαιο) νερά…
Ετσι τα κύματα της Κασπίας κατάπιαν το δέρας, που τόσες συμφορές έφερε στους ανθρώπους, πλην όμως η απληστία δεν έφυγε απ τις ψυχές τους. Ετσι αφού έζησε η Γαβριέλλα καλά και η Ζήνα όπως όπως, πέρασαν χρόνια και καιροί και ο έρμος ο Τζό ξεχάστηκε εντελώς μαζί με την ευγενή γενεά των Τζοξερειδών. Δεν ξεχάστηκε όμως το δέρας, γιατί η Κούλα αφηγήθηκε την ιστορία στην δεύτερη ξαδέλφη, της θείας του μπατζανάκη, της κουνιάδας του κουρέα του Λιακόπουλου και όλοι γνωρίζουμε τι πολυλογάδες είναι αυτοί οι κουρείς. Ετσι ο Λιακόπουλος το σφύριξε του Μαντέλη «το χρυσόμαλλο δέρας είναι στον πάτο της Κασπίας» «Μα την Ζήμενς δε σε πιστεύω» «Κοίτα εδώ στο χάρτη υπάρχει ένα ισοσκελές ενεργειακό τρίγωνο με κορυφές το μαντείο των Δελφών, τη καφετέρια bella rivierra στο Νοβοσιμπίρσκ και την πίσω καμπούρα μιάς γκαμήλας στην έρημο της Γεδρωσίας. Ε στη μέση αυτού του τριγώνου είναι το δέρας» «Μα τις χίλιες συμβάσεις· τώρα πείστηκα».
Από εκείνη την ημέρα ο αγνός αυτός αγωνιστής παίδευε το μυαλό του, πως θα βάλλει στο χέρι το δέρας (για την πατρίδα φυσικά). Και μια μέρα βγήκε γυμνός από το γραφείο του και έτρεχε στους διαδρόμους του υπουργείου μεταφορών φωνάζοντας «Εύρηκα, εύρηκα». Τι σκαρφίστηκε λοιπόν ο αγαθός, αλλά πολυπράγμων πατριώτης; «θα παραπλανήσω τους Γερμαναράδες παριστάνοντας τον προδότη, όπως η υπολοχαγός Νατάσσα, και στην συνέχεια θα ζητήσω δήθεν καταφύγιο ως τσιράκι τους και πάλι στο Αζερμπαϊτζάν. Εκεί θα υπηρετήσω πιστά και πάλι την πατρίδα και την κυβέρνηση και ταυτόχρονα θα βουτάω μέχρι να βρώ το δέρας και να το φέρω με μία σεμνή τελετή στον Παρθενώνα». Μέχρι σήμερα, καθώς με πληροφορεί ο ρεπόρτερ μου από το Μπακού, ο Μαντέλης κατεβαίνει καθημερινά στην παραλία με μάσκα, αναπνευστήρα, βατραχοπέδιλα και σωσίβιο με παπάκι. Αν δεν είναι αυτά αποδείξεις της εθνικής του αποστολής, τι είναι; Από τι περιμένουμε εμείς να σωθούμε; Τα ομόλογα της τράπεζας της Ανατολής, τον θησαυρό του Αλή πασά και το χρυσόμαλλον δέρας. Και μέχρι να βρεί το δέρας όμως δεν μένει άπραγος ο Τάσος· όλο και κάνει τα δωράκια του στην πατρίδα.
Ναι· αποκαλύπτω σήμερα σε παγκόσμια αποκλειστικότητα και δημοσιογραφική πρωτιά στους πολυαγαπημένους μου (σλλρπ) αναγνώστες την αλήθεια για τον ΗΡΩΑ αυτής της αξεπέραστης διαπραγματευτικής επιτυχίας. Αλλουνού τις δάφνες έδρεψε ο Σαμαράς και να τα πουλήσει αλλού αυτά ο Αντώνης. Θα τα κατάφερνε μόνος του να εξασφαλίσει, ότι δεν θα πάρουμε ούτε ένα ευρώ από τους χαζοσκύθες; Μην γελιόμαστε παιδιά, εμείς είμαστε σοβαροί και ψαγμένοι άνθρωποι· γίνονται τέτοιες επιτυχίες με μια στάση από το ταξιδάκι στην Κίνα; Εδώ είναι φως φανάρι, ότι έχει πέσει πολύυυ δούλεμα…εεεε συγνώμη δουλειά ήθελα να πώ. Αλλά όπως πάντα άλλοι καρπώνονται τις θυσίες των αφανών ηρώων. Και του τόλεγα «ρε Τάσο μην είσαι τόσο σεμνός. Όπως πας στην Ψάθα (Αττικής) θα πεθάνης ρε κακομοίρηηη».
Κι έχω κι άλλη μια αποκάλυψη για τους (σλλλλλρπ) λατρεμένους μου αναγνώστες (πολύ γλιστράει το μωσαϊκό). Αφορά τον αταμάν Ριμπολόβλεφ. Ο κακομοίρης ήταν αξιοθρήνητος όταν είδε πως του την έφερε η διαπραγματευτική dream teem «Ρε παιδιά, δεν είπαμε θα έχω χωρικά ύδατα στα εικοσιτέσσερα ναυτικά μίλια;» Εδώ η Ελληνική διπλωματία έκανε πάλι το θαύμα της. Πεντακόσα μέτρα ΑΟΖ όλο κι όλο του αφήσαμε. «Τέλος πάντων…» είπε ο αρκουδιάρης «…αλλά άμα έρχονται πιο κοντά θα πυροβολώ». Νόμισε ότι θα τον φοβηθούμε ο κοζάκος. Η απάντηση ήταν διπλωματικά ευγενής μεν, αλλά αποστομωτική: «Δεν τίθεται θέμα αγαπητέ. Αλλωστε έτσι συμβάλλετε και στην μείωση της ανεργίας. Εξ άλλου γι αυτόν τον λόγο σας εξαιρούμε και από το χαράτσι των ακινήτων. Στα κουτομόγια λέμε, επειδή το νησί δεν έχει σύνδεση με την ΔΕΗ και δεν τρέχει κάστανο. Ρε ρίχτους να πάνε στο δ… τα ζώα». Ετσι γίνονται οι διαπραγματεύσεις· όχι σαν κάτι γκαγκά του ΣΥΡΙΖΑ «θα σας διώξουμε, θα σας κάνουμε, θα σας ράνουμε».
Ηρθε κι ο κουτομελισσανίδης με κάτι τσεχάκια και την ξανάφαγε το χανουμάκι από τον θρύλο. Θα τα σκάσει ένα ένα, εκατό εκατομμυριάκια. Το κράτος πουλάει, ο Κόκκαλης εισπράττει· μαγκιάαα…
Π. Ρέππας
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.