Όταν διαβάζω στα μπλογκς, ή βλέπω στην τηλεόραση τις αντικρουόμενες «απόψεις» περί ιστορίας, νοιώθω ότι βρίσκομαι πραγματικά ανάμεσα στις Συμπληγάδες της ανοησίας και της πονηριάς. Από την μία οι εθνοϋποκριτές και από την άλλη οι «προοδευτικοί» θυμιατίζουν την αλήθεια, που σφάζουν καθημερινά ως θυσίασμα στον βωμό της βλακείας και των συμφερόντων τους.
Το αξιοσημείωτο είναι, ότι και οι μεν και οι δε εξομοιώνουν τους που…δες με τα παλικάρια. Η «διαφορά» τους είναι, ότι οι εθνικιστές τους λένε όλους παλικάρια, ενώ οι «προοδευτικοί» τους λένε όλους που…δες. Ποιο μου φαίνεται πιο αισχρό; Αναμφισβήτητα το δεύτερο, αλλά κι αυτό δεν θα έβρισκε πάτημα, αν δεν προϋπήρχε το πρώτο. Τα άκρα έχουν απόλυτη ανάγκη το ένα από το άλλο, για να δικαιολογούν την ύπαρξη τους. Αλλωστε και η εθνικιστική ματιά της ιστορίας εκ του πονηρού δημιουργήθηκε και εμείς οι παλαιότεροι δικαίως βγάζουμε φλύκταινες από αυτά, γιατί θυμόμαστε τα μαθητικά μας χρόνια και το περίσσευμα της υποκρισίας αυτών που δήθεν τιμούν τους εθνικούς αγώνες.
Όμως και η «προοδευτική» «ανασκευή των εθνικών μύθων», που συντελείται αυτές τις ημέρες μέσα από εξαιρετικά ύποπτους φορείς [ΣΚΑΪ, ακαδημαϊκό κηφηναριό κ.λ.π.) είναι εξ ίσου εξοργιστική και σιχαμένη. Από τα λεγόμενα των «ιστορικών» καταλαβαίνω, ότι είναι πολύ καλά διαβασμένοι· αν δεν ήξεραν, θα έλεγα «λένε βλακείες, γιατί δεν ξέρουν». Μόνοι τους όμως αποκαλύπτουν τις πηγές, από τις οποίες ξεκόβουν, όσες φράσεις τους συμφέρουν, ή ακόμα και κομμάτια από φράσεις, κάνοντας γαργάρα τα υπόλοιπα και αναμειγνύοντας έντεχνα την αλήθεια με το ψέμα.
Αυτό που εντυπωσιάζει όμως, είναι η απέραντη ψυχική μιζέρια των «διανοούμενων» ακαδημαϊκών παράσιτων για τους ήρωες, που κοσμούν την ιστορία της πατρίδας μας και εμπνέουν τις ευγενείς ψυχές. Τόσος φθόνος για αυτούς, που πρόσφεραν στην πατρίδα ακόμα και την ζωή τους· ακόμα και την ζωή των αγαπημένων τους!!!!!!
Τα άρθρα μου είναι η μεγαλύτερη μαρτυρία, ότι δεν είμαι ούτε κατ ελάχιστο σωβινιστής. Σούρνω στο «περιούσιον έθνος», όσα δεν λένε ο Τόμσεν, ο Σόιμπλε και η Σάρα Πέιλιν μαζί. Αυτή η αυτογνωσία όμως δεν έχει καμία σχέση με την σκόπιμη κατασυκοφάντηση των ανιδιοτελών αθλητών της ελευθερίας και των αγώνων του έθνους για την αποτίναξη του βάρβαρου ζυγού. Και για να μιλήσω με τους δικούς τους δήθεν φιλοσοφημένους όρους, το μίσος τους και η συκοφαντική εκστρατεία τους αποδεικνύουν την ταξική θεώρηση της ιστορίας από τους ίδιους. Τι ήσαν οι κλεφταρματολοί στην συντριπτική τους πλειοψηφεία; Οι πλεον ακατάβλητοι των λαϊκών στρωμάτων· οι απροσκύνητοι αρνητές της ανόσιας εξουσίας ενός απάνθρωπου καθεστώτος. Τι είναι οι επικριτές τους; Μία ψευτοδιανοούμενη παρασιτική αριστοκρατία. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η αιτία του κομπλεξικού μίσους τους. Είναι καθαρά ταξικά τα αίτια.
Παριστάνουν, ότι αγαπάνε τον λαό, αλλά στην πραγματικότητα «αγαπάνε» τον προσκυνημένο λαό. Πότε βαρυγκώμησε ο λαός εξ αιτίας του Κατσαντώνη, του Ζαχαριά, του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη; Από αυτούς τους κοπρίτες, που μας έχουν κάτσει στον σβέρκο βαρυγκωμούμε. [Δεν είναι ένας και δύο, παναθεμάτους. Τελειωμό δεν έχουν τα παράσιτα.]
Όπως είπα και στην αρχή, τα δεξιά παράσιτα δεν έχουν καμία διαφορά από τα αριστερά παράσιτα. Η προσπάθεια αποδόμησης των ηρωικών παραδόσεων των κλεφταρματολών και του Κολοκοτρώνη από την λαϊκή συνείδηση, που συνεχίζεται σήμερα από τους αριστερούς, ξεκίνησε από τους εθνοκάπηλους τον 19ο αιώνα και συγκεκριμένα από τον πατριάρχη της ιστορικής σχολής των πολιτικών σκοπιμοτήτων Παπαρρηγόπουλο. Τα ίδια ακριβώς μας λένε και οι αριστεροί και οι δεξιοί «ιστορικοί», αλλά με ετεροχρονισμένη σύμπτωση: Οι κλεφταρματολοί ήσαν κατσαπλιάδες και ο Κολοκοτρώνης ο ραδιούργος αρχικατσαπλιάς!!!!!!!!!!!! Ολοι την καρυδιά που κάνει τα καρύδια πετροβολάνε…
Αφού οι εθνικόφρονες ιστορικοί δεν κατάφεραν να στιγματίσουν και να υποβαθμίσουν την εικόνα του Κολοκοτρώνη και των γνήσιων λαϊκών αγωνιστών του `21 και αφού είχαν πεθάνει όλοι από καιρό, η εθνικόφρων παράταξη αποφάσισε να οικειοποιηθεί την δόξα εκείνων ακριβώς που καταδίωξε και σταύρωσε. Ετσι τους σταύρωσε και μετά θάνατον παρουσιάζοντας τους σχεδόν ως συνεργάτες και υποτακτικούς των σταυρωτών τους.
Στα σχολικά βιβλία, μέχρι τις ημέρες που ήμουν εγώ μαθητής τουλάχιστον, δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά στους εμφύλιους. Ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέττης, ο Παπαφλέσσας, ο Κουντουριώτης, ο Πετρόμπεης, ο Δεληγιάννης, ο Ζαΐμης, ο Γερμανός, «πλαισίωναν» στις σχολικές γιορτές τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Νικηταρά, τον Ανδρούτσο!!!!!!!!!!! Πως δεν έβαλαν και τον Χριστό «πλαισιωμένο» από τον Αννα, τον Καϊάφα, τον Ηρώδη και τον Ιούδα… [Στην πραγματικότητα το κάνουν και αυτό, αλλά αυτή είναι μία άλλη πικρή ιστορία ηθικού ξεπεσμού.]
Αφού λοιπόν οι εθνικόφρονες «υιοθέτησαν» μετά θάνατον τον Κολοκοτρώνη, οι «προοδευτικοί» τον θεώρησαν εχθρό τους (!!!) και παρέλαβαν την σκυτάλη της συκοφαντίας. Μάλιστα τα ύπουλα χτυπήματα τους ενισχύονται από τους εθνοϋποκριτές αυτόκλητους «υπερασπιστές» της τιμής των αγωνιστών. Οι μεν κατηγορούν τον Κολοκοτρώνη για τις σφαγές της Τριπολιτσάς και οι δε παριστάνουν, ότι τον υπερασπίζονται λέγοντας, ότι οι σφαγές είναι επινοήσεις των ανθελλήνων…
Φυσικά και οι μεν και οι δε είναι συνειδητοί ψευδολόγοι.
Αποκλείεται να είναι τόσο αδαείς. Η σφαγή ήταν τρομερή, αλλά ανάλογη των όσων είχε υποστεί η γενιά που επαναστάτησε και πάρα πολλές φορές μικρότερη από όσα είχαν αθροιστικά υποστεί οι Ελληνες στους αιώνες της σκλαβιάς. Παρ όλα αυτά, μια χούφτα ξυπόλυτοι και πεινασμένοι ιππότες με επικεφαλής τον αξεπέραστο Κολοκοτρώνη τίμησαν (για άλλη μια φορά) τις ιπποτικές παραδόσεις των κλεφταρματολών βάζοντας το κεφάλι τους στον ντορβά για να σώσουν τις ζωές εχθρών και ιδιαίτερα τους Αλβανούς.
Ανάμεσα σε αυτούς που διέσωσε η μεγάλη καρδιά του αγώνα, ήταν και ένας από τους φονιάδες του αδελφού του. Αυτό, παρότι το γνωρίζουν καλά, το προσπερνάνε με την γνωστή τους πονηριά οι φθονεροί συκοφάντες.
Δεν έχει σημασία να ανασκευάσω μία μία τις αθλιότητες των μεν και των δε. Δεν έχουν ανάγκη την συνηγορία μου οι άριστοι του γένους.
Είναι καθήκον μου όμως να καταγγείλω τους χυδαίους ψευταράδες, που προσπαθούν να εκμηδενίσουν το κουράγιο από τον λαό, παρουσιάζοντας τους λαϊκούς ήρωες ως νταβατζήδες, πιο σκληρούς και ανηλεείς από την ίδια την εξουσία, που πολεμούσαν. Ξέρουν, ότι αυτές τις δύσκολες ώρες ο λαός αντλεί κουράγιο από εκείνους, που ξεπήδησαν από τα σπλάχνα του και εξαγόρασαν με το αίμα τους την αιωνιότητα. Φοβούνται μήπως οι νεκροί εχθροί τους γίνουν σημείο αναφοράς για νέες εξεγέρσεις· μήπως ακόμα και νεκρός ο Κολοκοτρώνης οδηγήσει τον λαό του στην ολοκλήρωση του αγώνα, που ξεκίνησε το `21 και που, όπως πολύ σωστά λένε και οι ίδιοι, δεν πέτυχε τους αρχικούς σκοπούς του· δηλαδή την πλήρη απαλλαγή του λαού από τα παράσιτα.
ΥΓ. Ως μία επιπλέον απάντηση στους μικρόψυχους ακαδημαϊκούς βολεψάκηδες και ως φόρο τιμής σε έναν από αυτούς, που αποκαλούν «μισθοφόρους», τον άσπιλο ήρωα Νικηταρά, αφιερώνω ετούτη την γλαφυρή αφήγηση ενός κωμικοτραγικού περιστατικού από τον Χ. Στασινόπουλο, για τα λάφυρα της νίλας του Δράμαλη:
« …Ολοι οι δικοί μας, άλλος λίγα άλλος πολλά, κάτι πήρανε σε εκείνες τις μάχες. Ενας μονάχα δεν καταδέχτηκε να πάρει τίποτα για τον εαυτό του. Ο Νικηταράς, ο πρωτεργάτης της νίκης. Ο μεγαλύτερος θησαυρός γι αυτόνε ήταν η λευτεριά της πατρίδας του.
Όταν μετά την μάχη τα παλικάρια θα μοίραζαν ένα σωρό από λάφυρα τον αναζήτησαν. Ντράπηκαν και ρωτιώντουσαν, που είναι ο στρατηγός. Ο Νικηταράς είχε αποτραβηχτεί παράμερα και δεν θέλησε να πάρει τίποτα.
Με το ζόρι του χάρισαν ένα μποϊλίτικο άλογο κολοβό, μια σέλλα κι ένα σπαθί. Το άλογο το χάρισε ο Νικηταράς στον Τσοπανάκο, τον λαϊκό ποιητή που τον ονόμασαν και Τυρταίο και Πίνδαρο της επανάστασης. Το όνομα του ήτανε Παναγιώτης Κάλας και πατρίδα του η Δημητσάνα. Πολύ κοντός, καμπούρης, στραβοπόδης και κακοφτιαγμένος ήτανε στο σώμα. Εκρυβε όμως φλογερή ψυχή και γύριζε στα στρατόπεδα και έψελνε τους στίχους του και ενθουσίαζε τα παλικάρια. Όπως λέει ο Φωτάκος «Αγαπούσε πολύ να βλέπει τον στρατηγόν Νικήτα Σταματελόπουλον και όπου κι αν επήγαινε και εστέκετο, τους στίχους τους οποίους έκαμνε, τους ανεγίγνωσκε πρώτον του Νικήτα και έπειτα επήγαινε στους άλλους και τους έψαλλεν».
Το θεριακωμένο άλογο που του έδωσε ο Νικηταράς, δεν μπορούσε να το θρέφει ο φτωχός Τσοπανάκος. Τραβάει λοιπόν μια αίτηση –όπως θα λέγαμε σήμερα- προς τον Νικηταρά, που την σύνταξε όμως με τον δικό του τρόπο, τον ποιητικό και σατυρικό
Το δώρο σου Νικηταρά
είν άλογο χωρίς νουρά
ή μου στέλνεις το κριθάρι
ή σου στέλνω το τομάρι.
Ανάλαβε η Πελοποννησιακή Γερουσία και του έδινε τα έξοδα νασυντηριέται εκείνος και το άλογο.
Πηγαίνοντας όμως στην πατρίδα του, την Δημητσάνα καβάλα στο ψηλό αυτό άλογο, στάθηκε κάτου από μια κορομηλιά και έφαγε πολλά κορόμηλα, όπως τον βοηθούσε το μπόι του αλόγου, να τα σώνει. Θες από την πείνα του ο φουκαράς, θες από το ότι ενθουσιάστηκε, που έφτανε μόνος του τα κορόμηλα και θέλησε να βγάλει το άχτι του, παράφαγε. Και όπως αναφέρει ο αγαθός Φωτάκος «…του έφεραν τον θάνατον. Τοιουτοτρόπως εχάθη ο πτωχός. Αφού η φύσις τον εστέρησεν το σώμα, του έδωκεν μεν πνεύμα πολύ, αλλά κοιλίαν μικρήν και αδύνατον και δια τούτο, μη δυνάμενος να χωνεύσει τα κορόμηλα απέθανεν».
Το σπαθί που τούδωσαν, ο Νικηταράς το πρόσφερε αργότερα στον έρανο της Πελοποννησιακής Γερουσίας, για να κινηθεί ο στόλος…»
Π. Ρέππας
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.