Ένα από τα κυριότερα θέματα, τα οποία κυριάρχησαν και ακόμα κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα, είναι εκείνο των σχέσεων κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας και η συζήτηση περί χωρισμού τους μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος και της κατάργησης νόμων που δεν συνάδουν με μια σύγχρονη κοινωνία και ένα κοσμικό κράτος. Το πρώτο ζητούμενο, όταν συζητάμε το θέμα Εκκλησία και Μεταπολίτευση είναι εάν η Εκκλησία διήλθε από το στάδιο εκδημοκρατισμού και ανανέωσης που άλλοι θεσμοί, αργά ή γρήγορα, λιγότερο ή περισσότερο, πέρασαν ως συνέπεια της πτώσης της δικτατορίας.
Παρά τα όσα κατά καιρούς διάφοροι εκκλησιαστικοί φορείς έχουν ισχυριστεί, είναι ιδιαίτερα δύσκολο ο οποιοσδήποτε καλοπροαίρετος μελετητής να δεχτεί ότι η Εκκλησία απαλλάχθηκε κατά τη Μεταπολίτευση από το δικτατορικό της παρελθόν και άφησε πίσω της την αγαστή συνεργασία με το καθεστώς των Συνταγματαρχών. Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ διορίστηκε στη θέση του από τον δικτάτορα Ιωαννίδη, αλλά με την πτώση της δικτατορίας παρέμεινε ακλόνητος στη θέση του και έγινε ο μακροβιότερος Αρχιεπίσκοπος στην ιστορία της Εκκλησίας.
Εκτός αυτού λίγο πριν την πτώση της δικτατορίας εξελέγησαν αρκετοί νέοι Μητροπολίτες, μεταξύ αυτών και ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ως Μητροπολίτης Δημητριάδος, ο οποίος είχε διατελέσει και γραμματέας της Ιεράς Συνόδου κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Και ενώ αμέσως μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας άρχισε η λεγόμενη ‘αποϊερωνυμοποίηση’ της Εκκλησίας, δηλαδή η απομάκρυνση των Ιερωνυμικών Μητροπολιτών για λόγους ‘κανονικότητας’, όσοι διορίστηκαν επί Ιωαννίδη παρέμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους.
Υπό αυτά τα δεδομένα η Εκκλησία ουδέποτε πέρασε από το στάδιο της Μεταπολίτευσης και μάλιστα δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να δικαιολογηθεί γι’ αυτό ως κρατικός θεσμός.
Και εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο κρίσιμο σημείο της Μεταπολίτευσης. Εάν η Εκκλησία δεν ενδιαφέρθηκε για τη Μεταπολίτευση, το κράτος τι έπραξε προς αυτή την κατεύθυνση; Ας αποδεχτούμε ότι το Σύνταγμα του 1975 χαλάρωσε τους δεσμούς κράτους και Εκκλησίας συγκριτικά με εκείνο του 1952. Στην ουσία, όμως, τίποτα δεν άλλαξε. Στο νέο Σύνταγμα η επικρατούσα θρησκεία παρέμεινε, η επίκληση στην Αγία Τριάδα επίσης. Επιπλέον,προτάσσεται η καλλιέργεια της εθνικής και της θρησκευτικής (ποιου δόγματος άραγε;) συνείδησης, οι θρησκευτικοί όρκοι κυριαρχούν και πολλά άλλα. Ακόμα και το ΠΑ.ΣΟ.Κ., πάντως, το οποίο στη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη (σημείο 8) ανέφερε ότι «διαχωρίζεται οριστικά η Εκκλησία από το κράτος και κοινωνικοποιείται η μοναστηριακή περιουσία», συνεργάστηκε (βλέπε υποτάχθηκε), πλην εξαιρέσεων, αρμονικά με την Εκκλησία και ουδέποτε πραγματοποίησε τη διακήρυξή του.
Σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, εφόσον εκλάβουμε την εν λόγω περίοδο όχι μόνο ως μια στιγμιαία μεταβολή, η Εκκλησία συγκρούσθηκε αρκετά συχνά με το κράτος και κατά κανόνα επικρατούσε στις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις με την υπόθεση των ταυτοτήτων να αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα, αλλά και σε αυτή την περίπτωση υπήρξε εξωτερική πίεση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο πολιτικός γάμος το 1982 και η μοναστηριακή περιουσία το 1987 αποτελούν δύο ενδεικτικά παραδείγματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Εκκλησία στη διάρκεια της αντιπαράθεσης για τον λεγόμενο νόμο Τρίτση (1987), πνευματικός θεσμός κατά τα άλλα, έφτασε στο σημείο να μποϊκοτάρει την εθνική και θρησκευτική γιορτή της 25ης Μαρτίου με την παρουσία ενός μόνο ιερέα στην επίσημη δοξολογία στη Μητρόπολη ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος και τα μέλη της ιεραρχίας λειτούργησαν στον Αγ.Παντελεήμονα Αχαρνών, εκβιάζοντας με αυτόν τον τρόπο την κυβέρνηση.
Στην περίοδο της Μεταπολίτευσης η Εκκλησία συνέχισε να πολιτεύεται και συνεχίζει να το πράττει μέχρι σήμερα, με κυρίαρχη περίοδο εκείνη του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου (1998-2008), άλλοτε διοργανώνοντας συλλαλητήρια για την περιουσία της (1987), για τις ταυτότητες (2000) και άλλοτε για το Μακεδονικό (1992) εμπλεκόμενη με αυτόν τον τρόπο και στην εξωτερική πολιτική. Η Εκκλησία είναι σαφέστατα ένας πολιτικός θεσμός και ειδικότερα κρατικός, και η συνέχιση της θεσμικής/ νομικής συμπόρευσής της με το κράτος προκαλεί σοβαρά προσκόμματα στην εκκοσμίκευση του κράτους και της κοινωνίας, η οποία θα έπρεπε να είναι ένα από τα κύρια διακυβεύματα της Μεταπολίτευσης. Ζητήματα, όπως η θρησκευτική ελευθερία ή η ελευθερία της έκφρασης και ειδικότερα η κατασκευή Ισλαμικού τεμένους, η ελευθερία της τέχνης, το ζήτημα της ‘βλασφημίας’, η εφαρμογή της ευθανασίας και της αποτέφρωσης, η κατάργηση της σχολικής προσευχής και η κατάργηση ή ουσιαστική αλλαγή του μαθήματος των θρησκευτικών αποτελούν ορισμένα μόνο κρίσιμα σημεία. Η Εκκλησία θεωρεί ότι πρέπει να έχει λόγο για όλα τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα και τα τοποθετεί στο προσκήνιο της πολιτικής της θέτοντας συχνά σε δεύτερο επίπεδο τα πνευματικά ζητήματα. Η αναθεώρηση του Συντάγματος, λοιπόν, και η κατάργηση ορισμένων νόμων αποτελούν θεμελιώδη κίνηση για τη δημιουργία ενός κοσμικού κράτους. Το βήμα αυτό της Μεταπολίτευσης έχει μείνει μετέωρο.
Εκείνο, όμως, το οποίο χρήζει προσοχής είναι ότι εκτός του νομικού πεδίου, όπως αυτό εκδηλώνεται στις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας, υπάρχει και μια ιδιαίτερα βαθιά σχέση πολιτικής και θρησκείας στην Ελλάδα, η οποία δεν αντιμετωπίζεται μόνο με συνταγματικές αναθεωρήσεις. Μια χαρακτηριστική εικόνασε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης είναι εκείνη υποψήφιων βουλευτών και δημάρχων που επισκέπτονται παρουσία τηλεοπτικών σταθμών και δημοσιογράφων Αρχιεπισκόπους και Μητροπολίτες για να δηλώσουν υποταγή στα κελεύσματα της εκκλησιαστικής εξουσίας, η οποία είναι ισχυρότατη. Εξάλλου ας μην λησμονούμε ότι οι Μητροπολίτες είναι ισόβιοι, ενώ οι βουλευτές και οι δήμαρχοι, όχι. Προφανώς και δεν πρόκειται στην προκειμένη περίπτωση για εκδήλωση θρησκευτικών πεποιθήσεων, διότι ένας πραγματικά πιστός δεν έχει ανάγκη τη δημοσιότητα, εάν θέλει να πάρει την ευχή ενός ιερέα.
Για τις υπόγειες ή λιγότερο υπόγειες συναλλαγές μεταξύ πολιτικών και ιερέων, όπως η πρόσφατη απόφαση (Ιούνιος 2014), με χαρακτηρισμό ‘εξαιρετικά επείγουσα’, διορισμού 123 ιερέων, εν μέσω περικοπών στο δημόσιο, μπορούν να ειπωθούν πολλά, αλλά δεν είναι της παρούσης. Αυτού του τύπου οι σχέσεις είναι εκείνες, οι οποίες πρέπει να διαρραγούν για να μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι έστω και αργά συνέβη κάποιας μορφής Μεταπολίτευση, δηλαδή εκκοσμίκευση στην ελληνική κοινωνία. Ο νομικός διαχωρισμός είναι απαραίτητος, αλλά δεν είναι το μόνο προαπαιτούμενο. Απαιτείται η καλλιέργεια της αντίληψης ότι η πολιτική δεν μπορεί να ελέγχεται από τη θρησκεία ούτε και να επηρεάζεται από αυτήν και ότι ο κάθε άνθρωπος οφείλει να είναι πρώτα πολίτης και ακολούθως πιστός, όποιας θρησκείας επιθυμεί ή και καμίας.
*Αλέξανδρος Σακελλαρίου, Δρ. Κοινωνιολογίας, μετα-διδακτορικός ερευνητής Παντείου Πανεπιστημίου
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.