Άϊ λοιπόν θα σας πω κι ένα παραμύθι, για να ξεκουραστείτε! Μια φορά κι έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε το λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα, τους είπανε:
«Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας. Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια, τους κασμάδες, τα σκεπάρνια, τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας με το ψωμοτύρι, τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες και τις απάτωτες καλύβες σας, που κάνουνε νερά, σα βρέχει. Είσαστε λέφτεροι ! – ψηλά τα χέρια!
Λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας, να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα, να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε και να πεθαίνετε. Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις … αλήθειες! Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία κ’ αισθαντική καρδιά. Θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή. Κι όποιος από σας του γουστάρει, θα μπορεί να γράφει ποιήματα, να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται! Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε εσείς! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε.
Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας – μ’ ένα λόγο για τη λεφτεριά σας. Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε. Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας. Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε, θα πλερώνουμε κ’ εμείς το ίδιο δόσιμο στο Κράτος, – στον εαφτό μας!
Κ’ εσείς κ’ εμείς θα χουμε πάνου από τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς, που θα προστάζουν εσάς να δουλέβετε και να μην τρώτε κ’ εμάς να καθόμαστε και να τρώμε.
Κ’ εμείς κ’ εσείς θα χουμε πάνου από τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ’ εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαφτό σας.
Και για να μην πλακώνουν απ’ άλλες στεριές και θάλασσες κουρσάροι και κλέφτες ν’ αρπάζουνε το υστέρημά σας και να παίρνουνε σκλάβους κ’ εσάς και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε, για να μπορείτε να διαφεντέβετε τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ’ εμάς, δηλαδή την πατρίδα. Να σκοτώνεστε εσείς και να ζούμε εμείς.
Κι’ επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συφέρο σας και να φυλάξετε τον εαφτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!). Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορεί να κλέψετε κι εμάς».
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλευε λέφτερα και λέφτερα σκεφτότανε. Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). Κι’ οι σωτήρες τους ξαπλωνόντανε τ’ ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτου απ’ ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι – και σωρό γυναικούλες όμορφες τους ψειρίζανε το σβέρκο και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι (πολύ συντελεί!).
Κ’ η εφτυχία τους, είτανε δύναμη της πατρίδας κ’ η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τόνε κλέβουνε: δεν μπορούσε πια μήτε να ζήσει μήτε να σκεφτεί χωρίς “σωτήρες”.
Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι. Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε μήτε θα γίνει ποτές! Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ’ επιμύθιο! Που ναν το βρω;.. Μονάχα σας λέω: "Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς, παραδίνεται για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των κλεφτών".
Τούτο το «παραμύθι», που μιλάει για ένα «κυρίαρχο» λαό που τον κουμαντάρουν οι αφεντάδες. Για ένα λαό που δουλεύει (όταν βρίσκεται δουλειά) για να τρώνε οι αφεντάδες. Για ένα λαό που θυσιάζεται για τους νόμους και από τους νόμους του Κράτους (δηλαδή των αφεντάδων). Για ένα λαό που βιώνει ότι «δίκαιον ουκ άλλο τι ή του κρείττονος συμφέρον» (*). Το «παραμύθι» αυτό, που μιλάει για ένα λαό που «στα έσχατα της απελπισιάς, παραδίνεται για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των κλεφτών», είναι ένα απόσπασμα από την απολογία του Σωκράτη.
Εδώ, όμως, δεν πρόκειται για οποιονδήποτε Σωκράτη. Πρόκειται για τον βαρναλικό Σωκράτη. Και το «παραμύθι» για αυτόν το λαό που ανέχεται τους δημοπίθηκους (**) να παριστάνουν τους «σωτήρες» του, δεν περιέχεται στην απολογία που μας κληροδότησε ο Πλάτωνας. Εδώ πρόκειται για την «αληθινή απολογία του Σωκράτη».
Η «Αληθινή απολογία του Σωκράτη», το έργο του Βάρναλη, είναι ένα από τα λαμπρότερα διαμάντια της παγκόσμιας πεζογραφίας. Η «Αληθινή απολογία», όπως ο ίδιος ο Κώστας Βάρναλης έλεγε, «γράφτηκε στα 1931 σαν ένα είδος διαμαρτυρίας ενάντια στην τοτεσινή “δημοκρατία» του ιδιωνύμου, του Καλπακιού και των διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων, που είχανε κατακουρελιάσει τις συνταγματικές ελευθερίες του πολίτη κι είχανε διαφθείρει ολάκερο το δημόσιο βίο της χώρας…».
Η «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» είναι ένα έργο που, όπως σημειώνει ο -εκτός των άλλων και σπουδαίος μελετητής της ελληνικής γλώσσας- Νίκος Σαραντάκος, «ίσως πρόκειται για το τελειότερο δείγμα ανόθευτης δημοτικής γλώσσας στη λογοτεχνία μας». Κρίσιμη είναι και η επόμενη παρατήρησή του: «Η "Αληθινή απολογία του Σωκράτη" χρησιμοποιεί το ιστορικό γεγονός της δίκης του Αθηναίου φιλόσοφου για να ασκήσει καταλυτική κριτική στην εκμετάλλευση και την ανελευθερία, χωρίς όμως να αγιογραφεί τον εξαθλιωμένο λαό».
Όταν ο Παλαμάς πήρε στα χέρια του την «Αληθινή απολογία», έγραψε στον Βάρναλη: «Με τα γραμμένα σου μου φαίνεται πως δύο κλίκες ζεσταίνεις, εκείνους που θέλουνε να σε αφορίσουν κ' εκείνους που ζητάνε να σε φιλήσουν. Είναι και μια τρίτη, που αισθάνεται και τα δύο διαβάζοντάς σε, όσο κι αν τέτοιο αίσθημα μπερδεύει».
(*) Δίκαιον ουκ άλλο τι ή του κρείττονος συμφέρον: Απόσπασμα από την Πολιτεία του Πλάτωνα (338c). Το δίκαιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρότερου, άποψη που την υποστηρίζει ο Θρασύμαχος.
(**) Δημοπίθηκος: Αυτός που με κολακείες εξαπατά το λαό. Λέξη του Αριστοφάνη (Βάτραχοι).
Πηγή Cogito ergo sum
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.