28 Οκτωμβρίου 2014 ....
..... μπροστά στα εφημερεύοντα νοσοκομεία συνωστίζονται από τα ξημερώματα χιλιάδες δυστυχισμένοι, όπως σε κάθε αργία. Πίσω από κάθε «έκτακτο» περιστατικό κρύβονται ανθρώπινες σκιές με τον πόθο να βρουν τη ζεστασιά της ελπίδας, μαζί με την ιατρική συμβουλή, το φάρμακο ή το πιάτο φαϊ. Την ίδια ώρα στα δημόσια ψυχιατρεία, δύο-δύο κουρνιάζουν στα ράντζα των διαδρόμων, νέοι και γέροι, άντρες και γυναίκες, απομεινάρια όλων εκείνων που απέτυχαν να τερματίσουν τη ζωή και φονιά των ονείρων τους. Πιο πέρα, κάτω από μια πρόχειρη στέγη που προσφέρουν δυό-τρία χαρτόνια, προσπαθεί ο άστεγος να ξεχάσει την πείνα του και να βρει προστασία από το κρύο.
Ο νοικοκύρης υψώνει πιθανόν για τελευταία φορά την Ελληνική σημαία στο μπαλκόνι του σπιτιού που έκτισε με τους κόπους μιας ζωής, μη γνωρίζοντας ακόμη ποιός από τους πιστωτές του, (τράπεζα, εφορία και ΙΚΑ) θα προλάβει να το κατάσχει πρώτος για ένα κομμάτι ψωμί.
Στο ραδιόφωνο ακούγεται η φωνή της Βέμπο που καλεί .... « τα παιδιά της Ελλάδος παιδιά» .... να τιμήσουν, μέρα που είναι, τον λαό του ’40, τους αγώνες του για λευτεριά και τους άνω του ενός εκατομμυρίου νεκρούς του. Στις κατάμεστες εκκλησίες ακούγονται οι «τάξεις των αγγέλων» να ψάλλουν στην Αγία Τριάδα, «Δόξα Σοι τω δείξαντι το φως» και να δοξολογούν τον τρισάγιο ύμνο, «Παράτεινων το Έλεός Σου τοις γινώσκουσί Σε».
«Έλεος», λέξη άγνωστη σε όσους στριμώχνονται, προς χάρην των εντυπώσεων, στην πρώτη σειρά του εκκλησιάσματος, όλοι αυτοί οι «προστάτες» της δημόσιας ζωής και συνάμα«νονοί» των κόπων και του υστερήματός μας, συνηθισμένοι να συνδυάζουν το ψεύτικο χαμόγελο, με την μπλε γραβάτα και τα παπούτσια με το φρέσκο λούστρο. Οι άθεοι που τώρα στέκονται ανάμεσα στους ευσεβείς πιστούς θα κατακλύσουν σε λίγο τις εξέδρες των επισήμων, όπου, ως κατ’ επάγγελμα φιλοπάτριδες, θα τιμήσουν την μαθητιώσα και τη στρατευμένη νεολαία που παρελαύνει και εφέτος μπροστά μόνο από τους εκλεκτούς των δυνάμεων κατοχής. Πρόκειται για τα ίδια νιάτα που από αύριο θα αναγκαστούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε ετοιμόροπα σχολεία δίχως δασκάλους και βιβλία ώστε να αποκτήσουν το δικαίωμα να στήνονται αργότερα στις ουρές των ανέργων και των συσσιτίων ή να μεταναστεύουν σε χώρες που ακόμη επιτρέπονται τα όνειρα.
Ζούμε στα πέτρινα χρόνια του ξύλινου και του άνευ περιεχομένου λόγου. Λυσσασμένα στόματα ωρύονται και αφρίζουν μπροστά στα μκρόφωνα, θέλοντας να πείσουν ότι μόνο η δική τους παράταξή πολεμά για το καλό της πατρίδος, που φυσικά προδίδεται από τον«αντίπαλο», αυτόν δηλαδή που κάθεται τώρα δίπλα του στο πάνελ, όπως και αργότερα στην ταβέρνα, μετά την εκπομπή, όπου θα τα πίνουν μαζί εις υγείαν των «κορόϊδων».Εμείς τα ανθρωπάκια είμαστε αυτά τα κορόϊδα, που προσπαθούμε να απολογηθούμε στη συνείδησή μας για το αδιανόητο. Μνημονεύουμε τον Λεωνίδα και τους 300, τον Κολοκοτρώνη και την Μπουμπουλίνα, τον Παύλο Μελά, τους ιερολοχίτες ή τον Δαβάκη και ταξιδεύουμε σε μέρες μακρινές και σε τόπους σαν τις Θερμοπύλες, τον Μαραθώνα, την μονή της Αγίας Λαύρας και τα βουνά της Πίνδου όπου οι ήρωες έγραψαν με το αίμα τους την ιστορία της φυλής, για να νοιώσουμε έστω και για λίγο ότι είμαστε Έλληνες, νόμιμοι απόγονοι των ηρώων.
Η Ιστορία φαίνεται ότι κλείνει οριστικά τους κύκλους που διέτρεξε μέσα στις χιλιετίες, ήταν δε ορισμός της μοίρας, να θαφτεί από εμάς κάτω από μιά ταφόπετρα. Τραγική ειρωνεία σε μια ζωή χωρίς ελπίδα και χαμόγελο που συνεχίζει να κυλά ακόμη και στο σούρουπο, όταν ζωντανεύουν πάλι τα φαντάσματα των δρόμων, υπάρξεις που σέρνονται από κάδο σε κάδο σκουπιδιών για κάτι τις φαγώσιμο ή πολύτιμο που μπορεί να εξαργυρωθεί για μερικές δεκάρες.
Συνηθίσαμε πλέον να ζούμε αδιαμαρτύρητα δίπλα στην εξαθλίωση. Σκεπάσαμε ψυχή και σκέψη και κλείσαμε αυτιά και μάτια με ένα πέπλο αδιαφορίας, κτίσαμε τείχη γύρω μας με την ελπίδα ότι έτσι θα γίνουμε άτρωτοι μπροστά στον πόνο και στον φόβο. Λησμονήσαμε τις ρίζες μας και αποξενωθήκαμε από τους ανθρώπους μας, τον εαυτόν μας και τις αξίες που κάποτε διαφεντεύαμε. Δώσαμε σε αλήτες τα κλειδιά του σπιτικού μας, επιτρέψαμε στους κλέφτες να βάλουν χέρι στην τσέπη και στο βιός μας και παραδώσαμε τελικά τα παιδιά μας και το μέλλον τους στους βιαστές τους. Τους αφήσαμε να διαλύσουν τις οικογένειές μας και να εξαφανίσουν τους κόπους μιας ζωής. Σκύβουμε το κεφάλι και εισπράττουμε το ένα χαστούκι μετά το άλλο χωρίς να βγάλουμε «κιχ». Καταντήσαμε τα τσουτσέκια του κάθε αλήτη που μας κυβερνά, καθ’ ορισμόν των ξένων και αφού παραποιήθηκε η ψήφος μας, έως ότου εμφανιστεί το επόμενο ρεμάλι για να τον κληρονομήσει στην εξουσία.
Καταπνίγουμε με φθόνο και μίσος την κάθε προσπάθεια του «άλλου» να αντιδράσει, μόνο και μόνο επειδή δεν θέλουμε να παραδεχτούμε ότι είμαστε θρασύδειλα ανδρείκελα, δούλοι και υπηρέτες του καθεστώτος, οι νέοι Νενέκοι και Εφιάλτες της πατρίδος. Μάθαμε να λέμε «ναι» εκεί που θα έπρεπε να πούμε «ΟΧΙ».
Η ώρα είναι προχωρημένη και η μέρα της εθνικής επετείου πλησιάζει στο τέλος της. Μπροστά στα εφημερεύοντα νοσοκομεία σχηματίζονται πάλι οι ουρές των δυστυχισμένων και γύρω από τα παγκάκια των πάρκων στήνονται ξανά τα καλυβάκια των αστέγων. Η Βέμπο αποχαιρετά την μέρα τραγουδώντας το .... «κάνε κουράγιο Ελλάδα μου και όσο μπορείς κρατήσου ....», στερνό βάλσαμο, στήριγμα και ύστατη ελπίδα για κάθε ψυχή που τολμά να πει τώρα «ΟΧΙ» και να το υπερασπιστεί με τη ζωή της! Προσοχή μόνο στο ρουφιάνο, που παραμονεύει στη γωνία. «Έλληνας» είναι ο ανθέλληνας!
Πάνος Γιαννακουλόπουλος, Φιλικός
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.