Το νέο βιβλίο του Μακριδάκη θα μπορούσε να προκαλέσει συζητήσεις βασισμένες σε δύο χαρακτηριστικά του, συζητήσεις από τις οποίες η μία θα ήταν αισθητική κι η άλλη ιδεολογική. Ή αλλιώς, ένα θέμα που σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας γράφει και ένα θέμα, εξωκειμενικό θα έλεγα, που σχετίζεται με το αν δικαιούμαστε να κρίνουμε ένα βιβλίο για τις θέσεις του.
Ας ξεκινήσουμε με τα εντός του κειμένου: Ο Στέφανος, κατόπιν παράκλησης και χρηματοδότησης του ελληνοαμερικάνου θείου του ορίζεται νεκροθάφτης στο νησί και προλαβαίνει να κηδεύσει μόνο τη μάνα του. Έκτοτε, οι ιδιαιτερότητες που φάνταζαν ιδιορρυθμίες στους συντοπίτες του, όπως ότι καλλιεργεί μόνος του οικολογικά και τρέφεται μόνο με φυτικά στοιχεία, χωρίς καθόλου κρέας, εντείνονται. Όχι μόνο διακηρύσσει ότι θα ήθελε να θάψει τη μάνα του στο περιβόλι του, ώστε το σώμα της να γίνει κοπριά για τα φυτά του, αλλά και αφοδεύει πάνω στο χώμα του τάφου της, φυτεύοντας πάνω ξυλαγγουριές που τρέφονται και μεγαλώνουν αισίως.
Αφηγητής, τουλάχιστον από τη μέση και μετά, είναι ο Μάνος Σιδέρης, ή Αμφίαρτος, ο νεαρός θεολόγος του νησιού, που ακούει τις κατηγορίες εναντίον του Στεφάνου, μέσα του τον υπερασπίζεται και παρά τρίχα να πάρει τη θέση του ως νεκροθάφτης. Το κείμενο ως αισθητικό γεγονός διέπεται από βαθιά γνώση της γλώσσας που φλερτάρει με τον προφορικό λόγο του λαού αλλά και τον δόκιμο λόγο του μορφωμένου, τηρεί έναν αξιοπρόσεκτο ρυθμό που δεν κάνει κοιλιά και συνδέει έντεχνα τα γεγονότα του σαρανταήμερου με το παρελθόν και τις επεξηγηματικές του πληροφορίες. Από την άλλη, η γλώσσα με την οποία γράφει ο Μακριδάκης (και εδώ, αλλά κυρίως εδώ) είναι μια εμφανής μεταφορά της παπαδιαμαντικής ιδιολέκτου, με την απλή καθαρεύουσα, με την κυριαρχία των μετοχών, με τις παρενθετικές προτάσεις που απλώνονται σε πολλές σειρές, με το ύφος που θυμίζει έντονα τον σκιαθίτη διηγηματογράφο.
Η πρώτη απορία αφορά το κατά πόσο μια τέτοια εμφανής και σκόπιμη μίμηση προσφέρει υπηρεσίες στη νουβέλα και γενικότερα στη λογοτεχνία μας. Σε τι αποσκοπεί πρώτα απ’ όλα ο συγγραφέας που φτιάχνει τα κείμενά του με τέτοια αναγνωρίσιμα υλικά; Θέλει να δείξει τη φυσιολατρική του ιδεολογία με μια ανάλογη φωνή; Ή αντίθετα, να δείξει πως και ο κόσμος του Παπαδιαμάντη περιείχε το κακό και το μισανθρωπικό; Να ξαναφέρει ηθογραφικά μονοπάτια στο δικό του νησί; Ή να αντιστρέψει την εξιδανίκευση της ηθογραφίας με νέες, αντισυμβατικές πράξεις;
Ως προς την ιδεολογία του Μακριδάκη βλέπουμε πάλι την οικολογική ευαισθησία, το κήρυγμα για υγιεινή διατροφή, την καταγγελία της υποκρισίας της κοινωνίας, την αποστασιοποίηση από τις κομφορμιστικές αντιλήψεις των Ελλήνων. Στο “Αντί Στεφάνου” προβάλλεται ωστόσο και μια καινούργια αιχμή, που βάλλει ανοικτά εναντίον του ιερού και της εξύψωσης των νεκρών ως κομματιού μιας παγιωμένης παράδοσης. Η αφόδευση πάνω στον τάφο και η χρήση του σώματος ενός προσφιλούς νεκρού σαν οποιοδήποτε άλλο σεσηπός οργανικό στοιχείο, που θα μπορούσε δυνητικά να γίνει κοπριά για την αναγέννηση της υπόλοιπης φύσης, έρχεται να υποβάλλει μια καρναβαλοποίηση της κατεστημένης τάξης.
Ο Μπαχτίν, μιλώντας για τον Ραμπελαί, θέτει την ανατροπή του “πάνω” με το “κάτω” σε περίοπτη θέση μέσα στο νεοφανέν είδος του μυθιστορήματος. Όπως στο καρναβάλι, το ανίερο παίρνει τη θέση του ιερού, το τρελό του λογικού, το λαϊκό του αστικού, το χαμηλό του υψηλού, το μιαρό του καθαρού, το ανάποδο του ευθέος. Έτσι, και ο Στέφανος εισάγει καινά δαιμόνια, θεωρώντας την αφόδευση φυσιολογική λειτουργία της φύσης και τη σήψη των νεκρών ανάλογα φυσική διαδικασία σε μια συνεχώς ανανεούμενη οικολογική αλυσίδα.
Κι εδώ αναρωτιέμαι: Μπορούμε ως αναγνώστες να κρίνουμε και να κατακρίνουμε το όχημα με το οποίο διάλεξε ο συγγραφέας να αλώσει τα ως τώρα καθορισμένα κοινωνικά θέσφατα; Πώς μπορούμε να αποφύγουμε τις ιδεολογικές παρωπίδες του μεταπολεμικού διπολισμού, όταν έκριναν και στιγμάτιζαν το όποιο λογοτέχνημα με μόνο κριτήριο την κομματική του θέση; Ή πρέπει να μείνουμε στην άλλη άκρη και να αγνοήσουμε το ιδεολογικό φορτίο της νουβέλας και να μείνουμε μόνο στο κλειστό λογοτεχνικό σύμπαν της; Νομίζω ωστόσο ότι ο ίδιος ο νουβελογράφος δεν θέλει να αγνοηθεί το προκλητικό μήνυμά του, αλλά να συζητηθεί, ρητά ή άρρητα, υποδόρια ή ανοικτά.
Το μήνυμα λοιπόν του συγγραφέα είναι ότι ο άνθρωπος δεν ανήκει σε μια ανώτερη βαθμίδα σε σχέση με τα άλλα όντα της πανίδας και της χλωρίδας της γης και επομένως ως νεκρός δεν πρέπει να καλύπτεται από ιερές, παραδοσιακές, μυστηριακές αντιλήψεις, αλλά να θεωρηθεί το ίδιο σαπίσιμος, το ίδιο χρήσιμος ως οργανική ύλη. Κι εδώ αρχίζουμε τη συζήτηση. Η αντιμετώπιση του νεκρού σώματος είναι υλιστική, σύμφωνα με την οποία, είτε μιλάμε για ένα κουφάρι άψυχου ζώου είτε για τη σορό της μητέρας, είναι το ίδιο. Έτσι, αποδεχόμαστε πως η τροφική αλυσίδα, οι ντετερμινιστικοί νόμοι της φύσης, ο αέναος κύκλος της ζωής υποβιβάζουν και τον άνθρωπο στην ίδια μοίρα, καταργώντας έτσι κάθε αρχή του Διαφωτισμού και της ουμανιστικής θεωρίας. Με αυτή τη σκοπιά, ο άνθρωπος δεν είναι αξία, το άτομο δεν είναι αναντικατάστατη οντότητα αλλά άλλο ένα νούμερο, το ανθρώπινο είδος μετράει ως σύνολο και όχι η μεμονωμένη προσωπικότητα.
Από την άλλη, στέκεται ο καθιερωμένος τρόπος, με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την ανθρώπινη ζωή και τον θάνατο. Είναι ο τρόπος του Ανθρωπισμού που έχει ενθρονίσει την υλικοπνευματική οντότητα που ονομάζεται “άνθρωπος” σε τέτοια θέση ώστε να μην μπορεί να κινδυνεύσει είτε είναι ζωντανός, με δικαιώματα και ελευθερίες, είτε νεκρός με τον ανάλογο σεβασμό. Υπάρχουν δηλαδή στις ανθρώπινες κοινωνίες συνεκτικοί δεσμοί που μας συνδέουν με τον νεκρό, όχι ως ψυχρή ύλη αλλά ως ανάμνηση μιας ζωής που συνδέθηκε με τη δική μας; Προχωράω περισσότερο αυτή τη γραμμή λογικής. Αν ο νεκρός είναι μια ακόμα οργανική ύλη, τότε μήπως και ο ζωντανός δεν αποτελεί αυταξία ως άνθρωπος, αλλά άλλη μία αναλώσιμη μονάδα που μπορεί να θανατωθεί μπροστά σε μια ανώτερη έννοια όπως η φύση;
Το κείμενο του Μακριδάκη, τον οποίο έχω πολλές φορές εγκωμιάσει, έρχεται να κλονίσει το ουμανιστικό αυτό όραμα και να καρναβαλοποιήσει την κοινωνική τάξη. Και φυσικά ο συγγραφέας δεν μπορεί να κατηγορηθεί για την ανατρεπτική του δράση, αλλά μόνο να κριθεί για το πόσο αυτή η νέα αντίληψη είναι πιο προοδευτική, πιο ουσιαστική, πιο τελεσφόρα. Η γνώμη μου είναι ότι υποβαθμίζει τον άνθρωπο σε μια υλιστική νομοτέλεια και τον υποβιβάζει στην ίδια μοίρα με την υπόλοιπη έμβια ή άβια ύλη.
Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος
Γιάννης Μακριδάκης, “Αντί Στεφάνου”
εκδόσεις Εστία, 2015
Σελ. 140 — Τιμή: 12,00 €
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.