Ασχολούμαι με την πολιτική αποκλειστικά γράφοντας άρθρα για έναν και μόνο λόγο· να έχω την συνείδηση μου καθαρή, ότι δεν κράτησα τις απόψεις μου για τον εαυτό μου, απορρίπτοντας εκ προοιμίου τους συμπολίτες μου. Βέβαια στην αρχή, που συνέπεσε με τις αρχές της κρίσης είχα την μάταιη ελπίδα, ότι οι συμπολίτες θα άκουγαν, αυτά που δεν ήθελαν καν να ακούσουν στα χρόνια της ψεύτικης ανάπτυξης και θα ξεκινούσε ένας σοβαρός πολιτικός διάλογος, ότι οι δυσκολίες θα παραμέριζαν τους εγωισμούς, τους ατομικισμούς, τις ματαιοδοξίες και θα αναδείκνυαν τις αρετές των Ελλήνων. Ότι η δοκιμασία θα έβαζε τέρμα στην παρακμή και θα κάναμε ένα νέο ξεκίνημα χτίζοντας την οικονομία και την κοινωνία μας στις στέρεες βάσεις μίας πραγματικής δημοκρατίας ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ.
Δυστυχώς· αποδεικνύεται για άλλη μια φορά, ότι ενώ η παρακμή ενός έθνους επέρχεται ραγδαία, η επανάκαμψη του είναι μία διαδικασία εξαιρετικά επώδυνη και εξαιρετικά αργή. Τα έξι χρόνια της κρίσης είναι ασήμαντος, σχεδόν μηδενικός χρόνος για την ιστορία. Χρειάστηκαν 400 χρόνια σκλαβιάς υπό τον πιο βάρβαρο δυνάστη, για να αναδειχτεί ένας στοιχειωδώς επαρκής αριθμός συνειδητοποιημένων αγωνιστών, οι οποίοι έχοντας να αντιπαλέψουν, όχι μόνο τους Οθωμανούς και τους πονηρούς Ευρωπαίους, όχι μόνο την ξενόδουλη και άπληστη άρχουσα τάξη, αλλά πάνω από όλα αυτά τον ραγιαδισμό του λαού, το μόνο που κατάφεραν τελικά, ήταν να βρεθούμε υπό τον λιγότερο βάρβαρο ζυγό των μεγάλων δυτικών δυνάμεων.
Εκτοτε υπήρξε πρόοδος του λαϊκού φρονήματος (αργή λόγω των πισωγυρισμάτων) με κορύφωση της ακμής και του παλλαϊκού φιλότιμου το έπος του `40. Οσοι νομίζουν, ότι τέτοια έγιναν πολλά, διαβάζουν την ιστορία επιφανειακά. Από τους Μηδικούς πολέμους και την κατοπινή εκστρατεία του Αλέξανδρου είχε να επιτευχθεί τέτοιος βαθμός εθνικής ομοψυχίας και υψηλού ήθους και μάλιστα η σύγκριση είναι συντριπτικά υπέρ του `40, καθώς και στους Μηδικούς πολέμους υπήρξαν Μηδίσαντες και πολύ περισσότερο ο Αλέξανδρος παντού μέχρι την Βακτριανή αντιμετώπιζε Ελληνες επίλεκτους μισθοφόρους, ενώ διαρκούσης της εκστρατείας του στην Ασία επαναστάτησαν κατά της «τυρρανίας» του οι περισσότεροι νοτιοέλληνες. Οσο για τις ενδιάμεσες λαμπρές στιγμές του έθνους, όπως το `21, ήταν αποτέλεσμα του αγώνα ολιγάριθμων μειοψηφειών.
Θα έλεγα, ότι αυτό που έγινε το `40 ήταν μοναδική περίπτωση στην ιστορία μας. Η τραγική σύμπτωση είναι ότι το `40 είχαμε έναν υπέροχο λαό, αλλά ανάξιους ηγέτες, ενώ το `21 είχαμε άξιους (στρατιωτικούς) ηγέτες, αλλά πολύ χαμηλής ποιότητας λαό (πορωμένο απ την μακραίωνη δουλεία). Αν το `40 είχαμε έναν Κολοκοτρώνη, ή το `21 είχε ο Κολοκοτρώνης τους στρατιώτες και τον λαό του `40, η Ελλάδα σήμερα θα ήταν μεγάλη δύναμη.
Βέβαια η ακμή ενός έθνους δεν φαίνεται μόνο στον πόλεμο. Οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες συνετρίβησαν στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αλλά στην συνέχεια λειτούργησαν σαν πολύβουα μελίσσια και ανέκτησαν όσα έχασαν από την ήττα και πολύ παραπάνω.
Και οι Ελληνες όμως, μετά τον πόλεμο (και πριν) παρά τις ξενόδουλες κυβερνήσεις τους, παρά την ασταμάτητη αλληλοφαγωμάρα, παρά των νταβατζηλίκι που υφίσταντο, έγραψαν μία πολύ ικανοποιητική σελίδα του ειρηνικού (εργασιακού) αγώνα μέχρι την είσοδο μας στην ΕΕ (τότε ΕΟΚ). Αγρότες, βιοτέχνες, τεχνίτες, οικοδόμοι, ναυτικοί, αλλά και επιστήμονες και επιχειρηματίες τα είχαν καταφέρει αρκετά καλά, μέχρι την αποφράδα ημέρα που άνοιξαν οι κρουνοί του χρήματος, που δεν διέφθειρε μόνο τους εξουσιαστές και την άρχουσα τάξη, αλλά σαν πανδημία δεν άφησε ηθικά αλώβητη καμία τάξη, καμία κοινωνική ομάδα, ή επαγγελματική κατηγορία.
Μέσα σε τρείς δεκαετίες γκρεμίστηκε, διαλύθηκε, κονιορτοποιήθηκε ο ηθικός πυλώνας της οικονομίας, η πρόοδος μέσα από την εργασία και αντικαταστάθηκε από την ιδεολογία του βολέματος, της εργασιακής και καταναλωτικής αφασίας.
Βέβαια παράσιτα υπήρχαν πάντα, που εξουσίαζαν και νέμονταν τον ιδρώτα του λαού και φυσικά η ανηθικότητα και ο ευδαιμονισμός ήταν ο τρόπος της ζωής τους, αλλά η πλειονότητα του απλού λαού ήταν έξω από αυτόν τον εκμαυλισμό. Για τους ανθρώπους του λαού ίσχυε ο κανόνας της προσωπικής προόδου μέσα από την δουλειά. Αν δούλευες δυνατά αμειβόσουν και αν δεν τα σκορπούσες σε ανοησίες (πάντα υπήρχαν οι σειρήνες) ανέβαινες οικονομικά και κοινωνικά, ανεξάρτητα από το πόσο ταπεινό ήταν το επάγγελμα σου. Για το δημόσιο, παρά το ότι αποτελούσε αποκλειστική ιδιοκτησία των κυβερνώντων, οι οποίοι διόριζαν όποιον γούσταραν, ίσχυε ο κανόνας «τρεις κι εξήντα, αλλά σίγουρες».
Ο κανόνας αυτός τώρα πλέον αποδεικνύεται σοφός, γιατί έδινε διέξοδο σε όλες τις κατηγορίες των πολιτών και εν τέλει οδηγούσε την οικονομία στην διαρκή ανάπτυξη. Ο εργατικός και ο δραστήριος απολάμβαναν τα προνόμια της δραστηριότητας τους, χωρίς να επιβαρύνονται από υπέρμετρη φορολογία και γραφειοκρατία. Οι λιγότερο δραστήριοι έβρισκαν απασχόληση είτε στο δημόσιο, είτε ως ιδιωτικοί υπάλληλοι σε μία οικονομία που αναπτυσσόταν, γιατί είχε κίνητρα ανάπτυξης.
Γραφειοκρατία φυσικά υπήρχε και σε αυτήν βολεύονταν οι ημέτεροι, αλλά η θέσπιση γραφειοκρατικών διαδικασιών και οργανικών θέσεων του δημοσίου εξυπηρετούσε τις ανάγκες του κράτους (και του συστήματος εξουσίας). Μετά το 1981 αυτοί οι δύο κανόνες καταργήθηκαν και ανατράπηκαν τα πάντα.
Το ΠΑΣΟΚ δεν απέλυσε τους προηγούμενους ημέτερους· απλά στην αρχή πρόσθεσε και τις δικές του στρατιές πρασινοφρουρών και στην συνέχεια κατέστησε το βόλεμα παλλαϊκό «όνειρο» και «δημοκρατικό δικαίωμα» κάθε «καλού» μαθητή. Στην συνέχεια βέβαια επέκτεινε αυτό το δικαίωμα και στον μέτριο και στον τελείως αγράμματο, που προσλαμβανόταν για σκουπιδιάρης και κατέληγε σε κάποιο γραφείο. Η κατρακύλα αυτή δεν αναχαιτίστηκε, ούτε μετριάστηκε στις ενδιάμεσες κυβερνήσεις της ΝΔ (Κ. Μητσοτάκη και Κ. Καραμανλή Β΄). Οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και οι οργανικές θέσεις πολλαπλασιάζονταν, όχι πλέον με κριτήριο τις πραγματικές ανάγκες, αλλά την εύρεση αντικειμένου εργασίας στις στρατιές των απόφοιτων ΑΕΙ και ΤΕΙ. Επιπλέον το «τρεις κι εξήντα, αλλά σίγουρες» μετατράπηκε σε «πολλά λεφτά και σίγουρα». Η νέα ιδεολογία ήταν «σήμερα δουλεύουν μόνο τα ρολόγια και οι ηλίθιοι». Υπό αυτές τις συνθήκες, κάθε παραγωγική εργασία σταδιακά γινόταν ασύμφορη, για να καταλήξει στις μέρες μας ζημιογόνα.
Πόσο «κόστισε» στους νταβατζήδες μας αυτή η αλλοτρίωση; Απολύτως τίποτα. Για την ακρίβεια, ακόμα κι αν τελείωνε σήμερα το νταβατζηλίκι, θα ήσαν κερδισμένοι με μυθικά ποσά. Η Ελλάδα δεν έγινε «αποικία χρέους» με τα μνημόνια· είναι αποικία χρέους αδιάλειπτα από το 1824. Μάλιστα, για να είμαστε δίκαιοι, οι όροι των δανείων της επανάστασης, της Βαυαρικής περιόδου, αλλά και κατοπινά, ήσαν ασύγκριτα πιο επαχθείς από τα σημερινά μνημόνια. Η Ελλάδα ποτέ δεν πήρε ανάσα (ούτε με τις επίσημες και ανεπίσημες χρεοκοπίες της) και ποτέ δεν της χαρίστηκε τίποτα. Τα ασύλληπτα για την εποχή τους βάρη μετακυλίονται από γενεάς εις γενεάν και διογκώνονται.
Ακόμα και η περίοδος της σπατάλης και της παρακμής (1981-2010) δεν πρόσθεσε τόσο μεγάλα έξοδα, όσο δείχνει η σημερινή εικόνα του χρέους. Τα περισσότερα από τα νέα χρέη πήγαιναν για την αποπληρωμή των παλαιών. Μόνο την περίοδο 1994-2010 δώσαμε για τοκοχρεολύσια 571 δις ευρώ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! Και βέβαια δεν μιλάμε για τα σημερινά μνημονιακά επιτόκια, αλλά για πραγματικά ληστρικά επιτόκια με τα οποία έχουμε επιστρέψει εκατοντάδες φορές* τα αρχικά κεφάλαια και πλέον «χρωστάμε» τόκους τόκων.
[* το «εκατοντάδες φορές» δεν αφορά βέβαια όλα τα δάνεια, αλλά τα πιο παλαιά, όπως της επαναστατικής περιόδου, που αποπληρώθηκαν πλήρως πρίν λίγες δεκαετίες.]
Φυσικά τα ληστρικά επιτόκια μικρό μόνο μέρος του συνολικού οφέλους των «δανειστών» αποτελούν, καθώς το αποικιακό δέσιμο της οικονομίας μας αποφέρει πολύ περισσότερα. Αλλωστε το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου των «πρωτογενών» δανείων δεν έφτασε ποτέ στην Ελλάδα και οι «πιστωτές» χρυσοπληρώθηκαν για αέρα κοπανιστό, που μας έδωσαν (επαναστατικά, Οθωνικά, το δάνειο της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσ/κης – Κων/πολης κ.λ.π.). Το κυριότερο βέβαια παραμένει η ντε φάκτο διαγραφή των δικών τους χρεών προς την Ελλάδα. Κατά την επιτροπή Καρακούση (την οποία σύστησε ο Σταϊκούρας, υπουργός του Σαμαρά) το χρέος αυτό (σε επικαιροποιημένες αξίες) είναι 330 δις. Επειδή όμως είναι ληξιπρόθεσμο και υπερήμερο κατά 70 χρόνια πρέπει να επιβαρυνθεί με την διαφορά του κανονικού επιτοκίου από το επιτόκιο υπερημερίας (3% ετησίως) και τους νόμιμους ανατοκισμούς, δηλαδή ξεπερνάει αρκετά το 1 τρις ευρώ.
Δηλαδή αλλοτριωθήκαμε με δικά μας λεφτά στην ουσία και τώρα δεν μπορούμε να αντισταθούμε στον αφανισμό, που ακολουθεί την παρακμή. Εχουμε συνειδητοποιήσει πλέον ότι είμαστε σφάγια στο μαντρί του χασάπη, αλλά δεν έχουμε το κουράγιο να δραπετεύσουμε· απλά ελπίζουμε στον οίκτο του και στην μαλαγανιά των πολιτικών, που επιλέγουμε!!!!!!!!!!!! Τα παιδιά και τα εγγόνια των ηρώων του `40 τρέμουν τον ίσκιο τους· βαδίζουν σαν αγέλη στα κρεματόρια χωρίς καμία αντίσταση. Οσοι «αντιδρούν» (αγρότες, γραβατάκηδες κ.λ.π.) ζητάνε απλά την εξαίρεση τους από την εκτέλεση, όχι την απομάκρυνση των εκτελεστών από την χώρα. Εξοργιζόμαστε, βρίζουμε, καταριόμαστε, όσους μόνοι μας επιλέγουμε να μας κυβερνούν, γιατί (όπως είναι φυσικό) δεν μπορούν να καταφέρουν το ακατόρθωτο (που υπόσχονται προεκλογικά): να μείνουμε στην παρέα των αρπακτικών, αλλά να μην μας κατασπαράξουν!!!!!!!!!!!!!!!!
Ακόμα ελπίζουμε, ότι σε κάποιες εκλογές θα επιλέξουμε τους «ικανούς» διαπραγματευτές, που όχι μόνο θα πείσουν τα αρπακτικά να μην μας φάνε, αλλά θα τους αποσπάσουν και κανένα μεζεκλίκι, δανεικό κι αγύριστο!!!!!!!!!!!!!!!!!
Κι αφού τους δοκιμάσαμε σχεδόν όλους τους «διαπραγματευτές» και προκοπή δεν είδαμε, εξακολουθούμε να επιμένουμε στην εξεύρεση μάγων, που θα τετραγωνίσουν τον κύκλο. Μην είναι ο Κυριάκος, που είναι κι από πολιτικό τζάκι και ξέρει από μαλαγανιές; Μην είναι η Φώφη μου η σοσιαλίστρια; Μην είναι ο κυρ Σταύρος ο Τσουτσουλομύτης; Μην είναι ο Βασίλης ο αυτοδημιούργητος λεβέντης; Ή μήπως η ελευθερόπλευστη Ζωή, ο μπουκαδόρος του νομισματοκοπείου Παναγιώτης κι ο ευρωγιάνης, που επιμένουν, ότι μπορούν να χορέψουν στο ταψί τους δανειστές;
Όχι ότι τώρα θα ακούσουν (οι πολλοί) αλλά επιμένω, ότι η λύση είναι απλή: Δουλειά. Πρώτα και κύρια στους αγρούς, στα εργοστάσια, στα εργοτάξια, στα καράβια, στα ξενοδοχεία. Βεβαίως και υπηρεσίες, αλλά υπηρεσίες που εξυπηρετούν τον πολίτη· όχι άσκοπη και επιζήμια γραφειοκρατία.
Αν το κάνουμε αυτό, δεν έχουμε καμία ανάγκη από δανεικά και από «επενδυτές» και μπορούμε να πούμε στους ψευτοδανειστές, να πάνε να κουρευτούν. Δεν θα τα οικονομήσουμε, αλλά θα ζήσουμε. Επίσης ενδέχεται να χρειαστεί να υπερασπιστούμε την πατρίδα, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια μας ακόμη και με τα όπλα, αλλά θα έχουμε όπλα, θα έχουμε δύναμη, θα έχουμε κουράγιο, γιατί θα έχουμε ξεφύγει από την δίνη της παρακμής.
Αυτή είναι η αλήθεια και δεν θα προσπαθήσω να την ωραιοποιήσω, γιατί δεν είμαι πραματευτής της (μάταιης) ελπίδας. Οσοι πείθονται από αυτήν την αλήθεια, ας προσπαθήσουν να την μεταδώσουν και στους άλλους.
Π. Ρέππας
Δημοσίευση: Μαΐου 17, 2016
- Κατηγορία:
ΡΕΠΠΑΣ Π
Δυστυχώς· αποδεικνύεται για άλλη μια φορά, ότι ενώ η παρακμή ενός έθνους επέρχεται ραγδαία, η επανάκαμψη του είναι μία διαδικασία εξαιρετικά επώδυνη και εξαιρετικά αργή. Τα έξι χρόνια της κρίσης είναι ασήμαντος, σχεδόν μηδενικός χρόνος για την ιστορία. Χρειάστηκαν 400 χρόνια σκλαβιάς υπό τον πιο βάρβαρο δυνάστη, για να αναδειχτεί ένας στοιχειωδώς επαρκής αριθμός συνειδητοποιημένων αγωνιστών, οι οποίοι έχοντας να αντιπαλέψουν, όχι μόνο τους Οθωμανούς και τους πονηρούς Ευρωπαίους, όχι μόνο την ξενόδουλη και άπληστη άρχουσα τάξη, αλλά πάνω από όλα αυτά τον ραγιαδισμό του λαού, το μόνο που κατάφεραν τελικά, ήταν να βρεθούμε υπό τον λιγότερο βάρβαρο ζυγό των μεγάλων δυτικών δυνάμεων.
Εκτοτε υπήρξε πρόοδος του λαϊκού φρονήματος (αργή λόγω των πισωγυρισμάτων) με κορύφωση της ακμής και του παλλαϊκού φιλότιμου το έπος του `40. Οσοι νομίζουν, ότι τέτοια έγιναν πολλά, διαβάζουν την ιστορία επιφανειακά. Από τους Μηδικούς πολέμους και την κατοπινή εκστρατεία του Αλέξανδρου είχε να επιτευχθεί τέτοιος βαθμός εθνικής ομοψυχίας και υψηλού ήθους και μάλιστα η σύγκριση είναι συντριπτικά υπέρ του `40, καθώς και στους Μηδικούς πολέμους υπήρξαν Μηδίσαντες και πολύ περισσότερο ο Αλέξανδρος παντού μέχρι την Βακτριανή αντιμετώπιζε Ελληνες επίλεκτους μισθοφόρους, ενώ διαρκούσης της εκστρατείας του στην Ασία επαναστάτησαν κατά της «τυρρανίας» του οι περισσότεροι νοτιοέλληνες. Οσο για τις ενδιάμεσες λαμπρές στιγμές του έθνους, όπως το `21, ήταν αποτέλεσμα του αγώνα ολιγάριθμων μειοψηφειών.
Θα έλεγα, ότι αυτό που έγινε το `40 ήταν μοναδική περίπτωση στην ιστορία μας. Η τραγική σύμπτωση είναι ότι το `40 είχαμε έναν υπέροχο λαό, αλλά ανάξιους ηγέτες, ενώ το `21 είχαμε άξιους (στρατιωτικούς) ηγέτες, αλλά πολύ χαμηλής ποιότητας λαό (πορωμένο απ την μακραίωνη δουλεία). Αν το `40 είχαμε έναν Κολοκοτρώνη, ή το `21 είχε ο Κολοκοτρώνης τους στρατιώτες και τον λαό του `40, η Ελλάδα σήμερα θα ήταν μεγάλη δύναμη.
Βέβαια η ακμή ενός έθνους δεν φαίνεται μόνο στον πόλεμο. Οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες συνετρίβησαν στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αλλά στην συνέχεια λειτούργησαν σαν πολύβουα μελίσσια και ανέκτησαν όσα έχασαν από την ήττα και πολύ παραπάνω.
Και οι Ελληνες όμως, μετά τον πόλεμο (και πριν) παρά τις ξενόδουλες κυβερνήσεις τους, παρά την ασταμάτητη αλληλοφαγωμάρα, παρά των νταβατζηλίκι που υφίσταντο, έγραψαν μία πολύ ικανοποιητική σελίδα του ειρηνικού (εργασιακού) αγώνα μέχρι την είσοδο μας στην ΕΕ (τότε ΕΟΚ). Αγρότες, βιοτέχνες, τεχνίτες, οικοδόμοι, ναυτικοί, αλλά και επιστήμονες και επιχειρηματίες τα είχαν καταφέρει αρκετά καλά, μέχρι την αποφράδα ημέρα που άνοιξαν οι κρουνοί του χρήματος, που δεν διέφθειρε μόνο τους εξουσιαστές και την άρχουσα τάξη, αλλά σαν πανδημία δεν άφησε ηθικά αλώβητη καμία τάξη, καμία κοινωνική ομάδα, ή επαγγελματική κατηγορία.
Μέσα σε τρείς δεκαετίες γκρεμίστηκε, διαλύθηκε, κονιορτοποιήθηκε ο ηθικός πυλώνας της οικονομίας, η πρόοδος μέσα από την εργασία και αντικαταστάθηκε από την ιδεολογία του βολέματος, της εργασιακής και καταναλωτικής αφασίας.
Βέβαια παράσιτα υπήρχαν πάντα, που εξουσίαζαν και νέμονταν τον ιδρώτα του λαού και φυσικά η ανηθικότητα και ο ευδαιμονισμός ήταν ο τρόπος της ζωής τους, αλλά η πλειονότητα του απλού λαού ήταν έξω από αυτόν τον εκμαυλισμό. Για τους ανθρώπους του λαού ίσχυε ο κανόνας της προσωπικής προόδου μέσα από την δουλειά. Αν δούλευες δυνατά αμειβόσουν και αν δεν τα σκορπούσες σε ανοησίες (πάντα υπήρχαν οι σειρήνες) ανέβαινες οικονομικά και κοινωνικά, ανεξάρτητα από το πόσο ταπεινό ήταν το επάγγελμα σου. Για το δημόσιο, παρά το ότι αποτελούσε αποκλειστική ιδιοκτησία των κυβερνώντων, οι οποίοι διόριζαν όποιον γούσταραν, ίσχυε ο κανόνας «τρεις κι εξήντα, αλλά σίγουρες».
Ο κανόνας αυτός τώρα πλέον αποδεικνύεται σοφός, γιατί έδινε διέξοδο σε όλες τις κατηγορίες των πολιτών και εν τέλει οδηγούσε την οικονομία στην διαρκή ανάπτυξη. Ο εργατικός και ο δραστήριος απολάμβαναν τα προνόμια της δραστηριότητας τους, χωρίς να επιβαρύνονται από υπέρμετρη φορολογία και γραφειοκρατία. Οι λιγότερο δραστήριοι έβρισκαν απασχόληση είτε στο δημόσιο, είτε ως ιδιωτικοί υπάλληλοι σε μία οικονομία που αναπτυσσόταν, γιατί είχε κίνητρα ανάπτυξης.
Γραφειοκρατία φυσικά υπήρχε και σε αυτήν βολεύονταν οι ημέτεροι, αλλά η θέσπιση γραφειοκρατικών διαδικασιών και οργανικών θέσεων του δημοσίου εξυπηρετούσε τις ανάγκες του κράτους (και του συστήματος εξουσίας). Μετά το 1981 αυτοί οι δύο κανόνες καταργήθηκαν και ανατράπηκαν τα πάντα.
Το ΠΑΣΟΚ δεν απέλυσε τους προηγούμενους ημέτερους· απλά στην αρχή πρόσθεσε και τις δικές του στρατιές πρασινοφρουρών και στην συνέχεια κατέστησε το βόλεμα παλλαϊκό «όνειρο» και «δημοκρατικό δικαίωμα» κάθε «καλού» μαθητή. Στην συνέχεια βέβαια επέκτεινε αυτό το δικαίωμα και στον μέτριο και στον τελείως αγράμματο, που προσλαμβανόταν για σκουπιδιάρης και κατέληγε σε κάποιο γραφείο. Η κατρακύλα αυτή δεν αναχαιτίστηκε, ούτε μετριάστηκε στις ενδιάμεσες κυβερνήσεις της ΝΔ (Κ. Μητσοτάκη και Κ. Καραμανλή Β΄). Οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και οι οργανικές θέσεις πολλαπλασιάζονταν, όχι πλέον με κριτήριο τις πραγματικές ανάγκες, αλλά την εύρεση αντικειμένου εργασίας στις στρατιές των απόφοιτων ΑΕΙ και ΤΕΙ. Επιπλέον το «τρεις κι εξήντα, αλλά σίγουρες» μετατράπηκε σε «πολλά λεφτά και σίγουρα». Η νέα ιδεολογία ήταν «σήμερα δουλεύουν μόνο τα ρολόγια και οι ηλίθιοι». Υπό αυτές τις συνθήκες, κάθε παραγωγική εργασία σταδιακά γινόταν ασύμφορη, για να καταλήξει στις μέρες μας ζημιογόνα.
Πόσο «κόστισε» στους νταβατζήδες μας αυτή η αλλοτρίωση; Απολύτως τίποτα. Για την ακρίβεια, ακόμα κι αν τελείωνε σήμερα το νταβατζηλίκι, θα ήσαν κερδισμένοι με μυθικά ποσά. Η Ελλάδα δεν έγινε «αποικία χρέους» με τα μνημόνια· είναι αποικία χρέους αδιάλειπτα από το 1824. Μάλιστα, για να είμαστε δίκαιοι, οι όροι των δανείων της επανάστασης, της Βαυαρικής περιόδου, αλλά και κατοπινά, ήσαν ασύγκριτα πιο επαχθείς από τα σημερινά μνημόνια. Η Ελλάδα ποτέ δεν πήρε ανάσα (ούτε με τις επίσημες και ανεπίσημες χρεοκοπίες της) και ποτέ δεν της χαρίστηκε τίποτα. Τα ασύλληπτα για την εποχή τους βάρη μετακυλίονται από γενεάς εις γενεάν και διογκώνονται.
Ακόμα και η περίοδος της σπατάλης και της παρακμής (1981-2010) δεν πρόσθεσε τόσο μεγάλα έξοδα, όσο δείχνει η σημερινή εικόνα του χρέους. Τα περισσότερα από τα νέα χρέη πήγαιναν για την αποπληρωμή των παλαιών. Μόνο την περίοδο 1994-2010 δώσαμε για τοκοχρεολύσια 571 δις ευρώ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! Και βέβαια δεν μιλάμε για τα σημερινά μνημονιακά επιτόκια, αλλά για πραγματικά ληστρικά επιτόκια με τα οποία έχουμε επιστρέψει εκατοντάδες φορές* τα αρχικά κεφάλαια και πλέον «χρωστάμε» τόκους τόκων.
[* το «εκατοντάδες φορές» δεν αφορά βέβαια όλα τα δάνεια, αλλά τα πιο παλαιά, όπως της επαναστατικής περιόδου, που αποπληρώθηκαν πλήρως πρίν λίγες δεκαετίες.]
Φυσικά τα ληστρικά επιτόκια μικρό μόνο μέρος του συνολικού οφέλους των «δανειστών» αποτελούν, καθώς το αποικιακό δέσιμο της οικονομίας μας αποφέρει πολύ περισσότερα. Αλλωστε το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου των «πρωτογενών» δανείων δεν έφτασε ποτέ στην Ελλάδα και οι «πιστωτές» χρυσοπληρώθηκαν για αέρα κοπανιστό, που μας έδωσαν (επαναστατικά, Οθωνικά, το δάνειο της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσ/κης – Κων/πολης κ.λ.π.). Το κυριότερο βέβαια παραμένει η ντε φάκτο διαγραφή των δικών τους χρεών προς την Ελλάδα. Κατά την επιτροπή Καρακούση (την οποία σύστησε ο Σταϊκούρας, υπουργός του Σαμαρά) το χρέος αυτό (σε επικαιροποιημένες αξίες) είναι 330 δις. Επειδή όμως είναι ληξιπρόθεσμο και υπερήμερο κατά 70 χρόνια πρέπει να επιβαρυνθεί με την διαφορά του κανονικού επιτοκίου από το επιτόκιο υπερημερίας (3% ετησίως) και τους νόμιμους ανατοκισμούς, δηλαδή ξεπερνάει αρκετά το 1 τρις ευρώ.
Δηλαδή αλλοτριωθήκαμε με δικά μας λεφτά στην ουσία και τώρα δεν μπορούμε να αντισταθούμε στον αφανισμό, που ακολουθεί την παρακμή. Εχουμε συνειδητοποιήσει πλέον ότι είμαστε σφάγια στο μαντρί του χασάπη, αλλά δεν έχουμε το κουράγιο να δραπετεύσουμε· απλά ελπίζουμε στον οίκτο του και στην μαλαγανιά των πολιτικών, που επιλέγουμε!!!!!!!!!!!! Τα παιδιά και τα εγγόνια των ηρώων του `40 τρέμουν τον ίσκιο τους· βαδίζουν σαν αγέλη στα κρεματόρια χωρίς καμία αντίσταση. Οσοι «αντιδρούν» (αγρότες, γραβατάκηδες κ.λ.π.) ζητάνε απλά την εξαίρεση τους από την εκτέλεση, όχι την απομάκρυνση των εκτελεστών από την χώρα. Εξοργιζόμαστε, βρίζουμε, καταριόμαστε, όσους μόνοι μας επιλέγουμε να μας κυβερνούν, γιατί (όπως είναι φυσικό) δεν μπορούν να καταφέρουν το ακατόρθωτο (που υπόσχονται προεκλογικά): να μείνουμε στην παρέα των αρπακτικών, αλλά να μην μας κατασπαράξουν!!!!!!!!!!!!!!!!
Ακόμα ελπίζουμε, ότι σε κάποιες εκλογές θα επιλέξουμε τους «ικανούς» διαπραγματευτές, που όχι μόνο θα πείσουν τα αρπακτικά να μην μας φάνε, αλλά θα τους αποσπάσουν και κανένα μεζεκλίκι, δανεικό κι αγύριστο!!!!!!!!!!!!!!!!!
Κι αφού τους δοκιμάσαμε σχεδόν όλους τους «διαπραγματευτές» και προκοπή δεν είδαμε, εξακολουθούμε να επιμένουμε στην εξεύρεση μάγων, που θα τετραγωνίσουν τον κύκλο. Μην είναι ο Κυριάκος, που είναι κι από πολιτικό τζάκι και ξέρει από μαλαγανιές; Μην είναι η Φώφη μου η σοσιαλίστρια; Μην είναι ο κυρ Σταύρος ο Τσουτσουλομύτης; Μην είναι ο Βασίλης ο αυτοδημιούργητος λεβέντης; Ή μήπως η ελευθερόπλευστη Ζωή, ο μπουκαδόρος του νομισματοκοπείου Παναγιώτης κι ο ευρωγιάνης, που επιμένουν, ότι μπορούν να χορέψουν στο ταψί τους δανειστές;
Όχι ότι τώρα θα ακούσουν (οι πολλοί) αλλά επιμένω, ότι η λύση είναι απλή: Δουλειά. Πρώτα και κύρια στους αγρούς, στα εργοστάσια, στα εργοτάξια, στα καράβια, στα ξενοδοχεία. Βεβαίως και υπηρεσίες, αλλά υπηρεσίες που εξυπηρετούν τον πολίτη· όχι άσκοπη και επιζήμια γραφειοκρατία.
Αν το κάνουμε αυτό, δεν έχουμε καμία ανάγκη από δανεικά και από «επενδυτές» και μπορούμε να πούμε στους ψευτοδανειστές, να πάνε να κουρευτούν. Δεν θα τα οικονομήσουμε, αλλά θα ζήσουμε. Επίσης ενδέχεται να χρειαστεί να υπερασπιστούμε την πατρίδα, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια μας ακόμη και με τα όπλα, αλλά θα έχουμε όπλα, θα έχουμε δύναμη, θα έχουμε κουράγιο, γιατί θα έχουμε ξεφύγει από την δίνη της παρακμής.
Αυτή είναι η αλήθεια και δεν θα προσπαθήσω να την ωραιοποιήσω, γιατί δεν είμαι πραματευτής της (μάταιης) ελπίδας. Οσοι πείθονται από αυτήν την αλήθεια, ας προσπαθήσουν να την μεταδώσουν και στους άλλους.
Π. Ρέππας
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.