Ο στρατηγικός ρόλος του εθνικού ενεργειακού πλούτου
Του Σπυρίδωνος Τσάλλα
Για 100 περίπου χρόνια η εισαγωγή ενεργειακών πόρων με δολλαριακή αποτίμηση συνέβαλε σε τήρηση ευρύτερων ισορροπιών, κυρίως τη διασφάλιση του κύκλου έκδοσης χρήματος και των αναμενόμενων αποσβέσεων δυτικών επενδύσεων στη Μέση Ανατολή. Δυστυχώς όμως, το πέρας αυτού τού χρονικού διαστήματος βρήκε την Ελλάδα όχι μόνο εντός συμβατικού πλαισίου εκχώρησης των κρατικών εσόδων από την εκμετάλλευση των υδρογοναθράκων στούς πιστωτές αλλά και χωρίς νομισματική κυριαρχία. Υπάρχει τρόπος απεμπλοκής από τη de jure εκχώρηση του εθνικού ενεργειακού πλούτου;
Μελετώντας τη μικροοικονομική της συγκεκριμένης αγοράς στην Ελλάδα και προσπερνώντας το δεδομένο της τιμωρίας της Ελλάδας για την προσπάθεια μετατροπής της δραχμής σε αποθεματικό νόμισμα το 1973, καθίσταται εύλογη η παρατήρηση σύνδεσης της απροθυμίας εκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων εντός της καθοριζομένης από το Δίκαιο της Θάλασσας (Ηνωμένα Έθνη, 1981) Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη με την εισαγωγή υδρογονανθράκων από ιδιώτες. Τυχόν δημιουργία υγιούς επενδυτικού πλαισίου για την εκμετάλλευση εγχώριων υδρογονανθράκων θα είχε, ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, αντίθετης κατεύθυνσης επιπτώσεις στην κερδοφορία των εταιριών εισαγωγής.
Πλέον όμως αυτής της αγοράς, η εξ' αντικειμένου άμεση σύνδεσή της με τη ναυτιλία καθώς και η διαχρονική συσσώρευση κεφαλαίων από αυτή τη δραστηριότητα, έχει δημιουργήσει, εν μέσω προτύπων αστυφιλίας, αποβιομηχανοποίησης και πολιτικά ελεγχόμενης προσφοράς υπηρεσιών, ένα πλέγμα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, η πορεία της οποίας ταυτίζεται αντιστρόφως ανάλογα με την μεταπολιτευτική οικονομική εξέλιξη της χώρας. Οι εξωτερικές οικονομίες κλίμακας έχουν επεκταθεί ποικιλόμορφα σε κάθε πτυχή της οικονομικής δραστηριότητας και, ως φυσικό απότοκο, και των κρατικών δομών. Σε τέτοιο πλαίσιο, υπάρχουν δύο δομικές θεσμικές επιπτώσεις.
Η επιβολή προγραμμάτων προσαρμογής χωρίς μεν ουσιαστικές κρατικές μεταρρυθμίσεις αλλά με την επιβολή μέτρων οικονομικής ατροφίας και εξαφάνισης προϋποθέσεων επιβίωσης αστικής τάξης δεν είναι πολιτική επιθυμητή μόνο από διεθνικά, σοσιαλιστικά κινήματα αλλά και από εγχώρια συμφέροντα υπέρ κρασπεδοποίησης χρηματοοικονομικών αξιών κάθε είδους κινητής και ακίνητης περιουσίας. Η συρρίκνωση του ΑΕΠ λειτουργεί ως εργαλείο συγκριτικής μεγέθυνσης του μεταπολιτευτικώς συσσωρευόμενου ολιγαρχικού πλούτου.
Επιπροσθέτως, η μεταβολή του ελληνικού χρέους από ιδιωτικό (ελληνικών και αλλοδαπών τραπεζών) σε αλλοδαπών χωρών (EΕ και ΔΝΤ), σε συνδυασμό με την πτώση σε δανειακό Καιάδα (διαρκής πτώση του ΑΕΠ και ανατροφοδότηση κύκλου ελλειμμάτων και χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ), προκαλούν μηδενισμό των a posteriori εσόδων του κράτους από την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων. Οι πιστωτές βέβαια θα έχουν κερδίσει την κατοχύρωση του εκδιδόμενου χρήματος σε προϊόν, ακόμα και αν δεν παραχθεί ούτε βαρέλι ισοδύναμου πετρελαίου. Μήπως όμως σκοπός είναι ακριβώς αυτός;
Η χρονική ταύτιση της θεωρητικής εξόδου της Ελλάδας από τα προγράμματα προσαρμογής με την ενεργειακή απεξάρτηση της ΕΕ από ανατολικής προέλευσης υδρογονάνθρακες ενδεχομένως να οφείλεται στην ολοκλήρωση έργων υποδομής για τη μεταφορά φυσικού αερίου από τρίτες χώρες στην ΕΕ. Το χειρότερο εθνικά σενάριο είναι η οριοθέτηση της Ελληνικής ΑΟΖ με βάση αμοιβαία μη γκρίζες ζώνες, ήτοι τη de facto αναγνώριση όσων περιοχών η Τουρκία (έχει συμφέρον να) θεωρεί ως γκρίζες ζώνες. Θα είχε όμως ποτέ η διεκδίκηση μιας χώρας εκτός ΕΕ (Τουρκία) την υποστήριξη της ΕΕ εις βάρος ενός κράτους-μέλους της; Ναι, αν η δημιουργία κοινής εταιρίας εκμετάλλευσης για τις γκρίζες ζώνες προέβλεπε (α) 50% ιδιοκτησία στα εφαπτόμενα σε αυτές κοιτάσματα, και (β) 50%-50% συνιδιοκτησία Ελλάδας (πραγματικής ιδιοκτήτριας με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας) και Τουρκίας (διεκδικήτριας) αν το μερίδιο της πραγματικής ιδιοκτήτριας πήγαινε κατευθείαν στα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ (όπως ήδη προβλέπεται με βάση τη δανειακή σύμβαση) και της διεκδικήτριας μοιραζόταν με την dominant player του παιγνίου εντός ΕΕ (Γερμανία).
Τοιουτοτρόπως, τα συμφέροντα της Ελλάδας θα ταυτίζονταν με τα συμφέροντα της εκδότριας του νυν αποθεματικού νομίσματος χώρας (ΗΠΑ) και θα ήταν αντιστρόφως ανάλογα με τα συμφέροντα της Γερμανίας και της εγχώριας ολιγαρχίας. Σε πολιτειακό επίπεδο, η προσπάθεια μετατροπής της Ελληνικής Δημοκρατίας σε αποτυχημένο κράτος προς απορρόφηση από υπερεθνική οντότητα δεν εμπίπτει στις αλλαγές που υποστηρίζονται από το αγγλοσαξωνικό κατεστημένο, το οποίο δεν έχει την πολυτέλεια να μην παρατηρήσει στωϊκά τον εναγκαλισμό του κράτους-εταιρία της Γερμανικής Ομοσπονδίας από μία εκ των μεταπολεμικών ιδρυτών της, τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Ως εκ τούτου, ο ρόλος των Βρεταννών, νομοτελειακά, δεν μπορεί να είναι άλλος από αυτόν που είχαν μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Τουρκίας. Αντίστοιχα, μια εικόνα των Προέδρων ΗΠΑ και Ελλάδος που να μοιάζει με αυτή του Προέδρου Ρούσβελτ και του Βασιλέως Ιμπν Σαούντ μετά το Συνέδριο της Γιάλτας (1945) δεν μπορεί να αποκλειστεί.
* Ο Σπυρίδωνας Τσάλλας είναι Πρόεδρος του Ιδρύματος Κοινωνικής Μηχανικής & Ανάπτυξης
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Εστία" Δημοσίευση: Ιουνίου 21, 2016 - Κατηγορία: ΑΠΟΨΕΙΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.