Ο Δημήτρης Λιαντίνης ήταν πανεπιστημιακός, φιλόσοφος και συγγραφέας. Την 1η Ιουνίου του 1998, ξύπνησε πολύ νωρίς το πρωί, μπήκε στο αμάξι του και πήγε στη Σπάρτη. Άφησε το αυτοκίνητο στην πόλη και πήρε ένα ταξί για να τον πάει στο καταφύγιο του Ταύγετου, 22 χιλιόμετρα μακριά.
Ο ταξιτζής, Κώστας Τσούνης τον είχε πάει εκεί και άλλες φορές. Τον άφηνε, και τον περίμενε στο καταφύγιο μέχρι να επιστρέψει. Αυτή τη φορά, όμως ο Δημήτρης Λιαντίνης δεν είχε σκοπό να επιστρέψει. Ο Κώστας Τσούνης ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που τον έβλεπε ζωντανό.
Δυο μέρες πριν φύγει ο Δημήτρης Λιαντίνης επισκέφτηκε τη μάνα του: «Μάνα εγώ τερματίζω, μην με κλαις εμένα, εγώ έζησα δύο ζωές» της είπε. Η μητέρα του κατάλαβε ότι το τέλος του είναι κοντά, και του είπε: «Βρε παιδάκι μου, δεν περιμένεις πρώτα να τελειώσω εγώ και έπειτα κάνε ότι καταλαβαίνεις». «Όχι μάνα», της απάντησε, «πάρτο πίσω, αυτό είναι κατάρα για μένα. Εγώ τα έχω κανονίσει τα πράγματα. Μέχρι εδώ ήταν».
Ο καθηγητής Λιαντίνης αποφάσισε να φύγει για το μεγάλο ταξίδι στο άγνωστο, πίνοντας κώνειο. Ο ιατροδικαστής που εξέτασε τη σορό του, όταν εντοπίστηκε απ’ τις αρχές δεν μπορούσε να πει με σιγουριά ποια ήταν η αιτία θανάτου, όμως όσοι γνώρισαν τον καθηγητή θεωρούν δεδομένο ότι αυτό το τέλος επέλεξε.
Ο καθηγητής άφησε την τελευταία του πνοή στον Ταύγετο, σε μια κοιλότητα του εδάφους που ήταν φραγμένη από πέτρες και ήταν δύσκολο να εντοπιστεί από τις αρχές. Στο σημείο βρέθηκαν ένα κασελάκι από ξύλο καρυδιάς που έφτιαξε μόνος του για να μπουν τα οστά του και αμπούλες καλίου.
Το μοναδικό άτομο που γνώριζε απ’ την πρώτη στιγμή την αλήθεια ήταν ο ξάδερφός του Παναγιώτης Νικολακάκος, απ’ τον οποίο ζήτησε να μην πει τίποτα και σε κανέναν μέχρι να συμπληρωθούν 7 χρόνια απ’ τον θάνατό του. Έτσι και έγινε.
Ο Παναγιώτης για αρκετό καιρό έψαχνε το μέρος (ο Λιαντίνης του το ‘χε δείξει από μακριά) και τελικά κατάφερε να το βρει. Δεν αποκάλυψε αμέσως το μυστικό του καθηγητή. Σεβόμενος την επιθυμία του περίμενε να περάσουν 7 χρόνια και μετά έκανε την αποκάλυψη.
Διάφορες θεωρίες ακούστηκαν και εξακολουθούν να ακούγονται για την τύχη του χαρισματικού καθηγητή που λάτρευαν οι μαθητές του. Κάποιοι είπαν ότι ο Λιαντίνης ζει στο εξωτερικό με μια γυναίκα, άλλοι μίλησαν για μεταφυσικές ανησυχίες και αναζητήσεις, που τον οδήγησαν στο μοιραίο.
Το σίγουρο είναι ότι ο Λιαντίνης είχε προ(σχεδιάσει) τον θάνατό του ως την τελευταία λεπτομέρεια. Ο άνθρωπος που αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του μελετώντας τον θάνατο, είχε αποφασίσει να μην τον αφήσει να επιλέξει αυτός την ημέρα που θα τον έπαιρνε μαζί του. Ήθελε αυτή η επιλογή να είναι δική του. Όπερ και εγένετο.
Το γράμμα που άφησε στην κόρη του Διοτίμα, ήταν ξεκάθαρο:
«Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο Γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι αυτο το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπουκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή*, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή*, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης
Έζησα έρημος και ισχυρός. Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου Στη Σπάρτη.
Δημοσίευση: Ιουνίου 01, 2016 - Κατηγορία: ΠΡΟΣΩΠΑ
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.