Μία συνοπτική περιγραφή του καταπληκτικού ταφικού συμπλέγματος της Ρωμαϊκής περιόδου, με τους υπόγειους θαλαμωτούς τύμβους και τους υπόσκαφους λακκοειδείς τάφους στην τοποθεσία «Ράχη Κουτσογκίλλα» Κεγχρεών.
Οι Κεγχρεές υπήρξαν το ανατολικό επίνειο της αρχαίας Κορίνθου στα παράλια του Σαρωνικού κόλπου, διατηρώντας αναλλοίωτη την επωνυμία τους στο πέρασμα των αιώνων. Η παράκτια πόλη φαίνεται ότι επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την παρακμή που επήλθε στην ευρύτερη περιοχή, μετά την ολοσχερή καταστροφή της Κορίνθου από το Ρωμαϊκό στράτευμα του ύπατου Λεύκιου Μόμμιου (Lucius Mummius) στα 146 π. Χ.. Τις επόμενες δεκαετίες το λιμάνι των Ελληνιστικών χρόνων εγκαταλείφθηκε πλήρως, ενώ η Κορινθία έδινε την εικόνα ενός ερημωμένου τόπου, όπως καταγράφει ο Λατίνος πολιτικός και λόγιος Κικέρων (Marcus Tullius Cicero) σε μία επιστολή του στα 45 π. Χ.(1). Ωστόσο, από αυτό το χρονικό σημείο και έπειτα, οι Κεγχρεές μετέρχονται σε μία περίοδο σταδιακής αναβίωσης, που μάλλον οφείλεται στην επανίδρυση της Κορίνθου ως Ρωμαϊκής αποικίας, με το όνομα «Calra Laus Iulia Corinthus» το 44 π. Χ. από τον δικτάτορα Ιούλιο Καίσαρα (Gaius Iulius Caesar), ο οποίος την εποίκισε με απελεύθερους και βετεράνους λεγεωνάριους. Η νέα πόλη άρχισε να αναπτύσσεται ταχύτατα, με συνέπεια να είναι επιτακτική η αναγκαιότητα της θαλάσσιας πρόσβασης από τον Σαρωνικό κόλπο και κατ’ επέκταση από το Αιγαίο Πέλαγος, για να εξυπηρετηθούν οι εμπορικοί σκοποί.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Κεγχρεές αναβαθμίστηκαν και ξεκίνησε να δημιουργείται ένας εντελώς καινούργιος λιμένας, πιθανότατα στα χρόνια του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αύγουστου (27 π. Χ. – 14 μ. Χ.), παραπλεύρως της απαξιωμένης πλέον Ελληνιστικής προκυμαίας. Σύντομα ο οικισμός γνώρισε ραγδαία άνθιση και κατέστη ένας δραστήριος διαμετακομιστικός σταθμός. Εκείνη την εποχή, ο περίφημος γεωγράφος Στράβων αναφέρει τις Κεγχρεές ως κώμη, λιμένα και ναύσταθμό της Κορίνθου(2), όπου κατέφθαναν όσοι έρχονταν από την Ασία, ενώ από εδώ απέπλευσε για την Έφεσο ο Απόστολος Παύλος το 51 μ. Χ.. Ένα αιώνα αργότερα, ο διάσημος περιηγητής Παυσανίας μνημονεύει τα θρησκευτικά αξιοθέατα τους(3), υποδηλώνοντας την ευημερία τους περί τα μέσα του 2ου αιώνα μ. Χ., η οποία συνεχίστηκε και στην πρώιμη Βυζαντινή εποχή.
Σύμφωνα με την αρχαιολογική έρευνα οι προηγμένες λιμενικές εγκαταστάσεις και τα λοιπά κτίρια της Ρωμαϊκής οικοδομικής φάσης, καταλάμβαναν μία έκταση περίπου 30 στρεμμάτων στον όρμο των Κεγχρεών και διαμορφώνονταν σε σχήμα πετάλου. Οι εργασίες απέβλεπαν κυρίως στην βελτίωση της αγκυροβολίας των πλοίων, με την κατασκευή κατάλληλων κρηπιδωμάτων στην παραλία και δύο τεχνητών μόλων στην βόρεια και νότια πλευρά, που το μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκεται σήμερα βυθισμένο στην θάλασσα και οι οποίοι αποτελούσαν προέκταση δύο προϋπαρχόντων φυσικών ακρωτηρίων. Η δε είσοδος του λιμένα είχε πλάτος γύρω στα 100 μέτρα. Οι διενεργηθείσες ανασκαφές στο νότιο τμήμα έφεραν στο φως τα κατάλοιπα της αποβάθρας, των αποθηκών, των ιχθυοδεξαμενών και του αρχαίου ιερού της Θεάς Ίσιδας με το αναβρυτήριο, το οποίο διασκευάστηκε σε παλαιοχριστιανική βασιλική με βαπτιστήριο μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού. Στην ανατολική παρυφή του έναντι λιμενοβραχίονα, αποκαλύφθηκαν μεταξύ άλλων τα ερείπια ενός μεγάλου τριμερούς κτιριακού συγκροτήματος, με λείψανα περίτεχνου ψηφιδωτού δαπέδου, διαδρόμους, δωμάτια και αυλές, που πιθανότατα ταυτίζεται με το ιερό της Θεάς Αφροδίτης, όπως προσδιορίζεται χωροταξικά από τον Παυσανία. Επίσης, στο τωρινό άκρο της υπόψη τοποθεσίας δεσπόζει η βάση ενός ορθογώνιου πύργου, διαστάσεων 6,5 Χ 7,5 μέτρων, της ύστερης Ρωμαϊκής περιόδου, χτισμένου από αρχαιότερους τετραγωνισμένους και ευμεγέθεις δόμους. Η ακριβής χρήση του τελευταίου παραμένει αδιευκρίνιστη, καθώς εκτιμάται ότι πρόκειται για ένα παρατηρητήριο ή πύργο ελέγχου και επικοινωνίας ή ακόμα και ένα είδος φάρου για την καθοδήγηση των πλοίων την νύκτα. Το αρχικό κατασκευαστικό στάδιο όλων των κτισμάτων του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών ανάγεται κατά την διάρκεια του 1ου αιώνα μ. Χ., ενώ δέχτηκαν επανειλημμένες επεμβάσεις και μετατροπές έως τον 5ο – 6ο αιώνα μ. Χ..
Στο παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθούμε περαιτέρω με την επισκόπηση των εμφανών καταλοίπων των αρχαίων λιμενικών εγκαταστάσεων και λοιπών οικοδομημάτων του Κορινθιακού επινείου, αλλά θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε ένα παρακείμενο μνημειακό χώρο, ο οποίος είναι άγνωστος στο ευρύ κοινό και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ακριβώς λοιπόν πάνω από τον βόρειο μόλο και σε απόσταση μόλις 70 μέτρων από τα ερείπια της Ρωμαϊκής εποχής, σχηματίζεται η πευκόφυτη εδαφική έξαρση της λεγόμενης «Ράχης Κουτσογκίλλα» με μέγιστο υψόμετρο 34 μέτρων. Στην ανατολική πλαγιά αυτής της τοποθεσίας εκτείνεται ένα πυκνό ιδιόμορφο νεκροταφείο, που συνδέεται άρρηκτα με τον αρχαίο λιμένα(4). Από την εξέταση των ευρημάτων αντλήθηκαν ουσιώδεις πληροφορίες για την πολιτισμική δομή της κοινότητας και τα ταφικά έθιμα των κατοίκων. Το συγκεκριμένο νεκροταφείο εντοπίστηκε κατά τις ανασκαφικές έρευνες του 1962, που διενεργήθηκαν στις Κεγχρεές από τον καθηγητή αρχαιολογίας Robert L. Scranton, του πανεπιστημίου του Chicago, υπό την επίβλεψη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών των Αθηνών και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Από τότε είχε κηρυχθεί ως αρχαιολογικός χώρος, χωρίς όμως να διερευνηθεί πιο διεξοδικά και να διαφυλαχτεί, με αποτέλεσμα να γίνει έρμαιο στις αρπακτικές διαθέσεις των αρχαιοκάπηλων. Ευτυχώς, την περίοδο 2002 – 2006 υλοποιήθηκε ένα πρόγραμμα επισταμένης ανασκαφικής μελέτης της τοποθεσίας με την επωνυμία «Kenchreai Cemetery Project (KCP)», με επικεφαλής τον καθηγητή κλασικής ιστορίας Joseph L. Rife, του πανεπιστημίου Vanderbilt, υπό την αιγίδα και την σύμπραξη του κολλεγίου Macalester, της ΛΖ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και της Αμερικάνικης Σχολής Κλασικών Σπουδών. Οι εργασίες αποκάλυψαν τα υπόγεια ταφικά μνημεία στην «Ράχη Κουτσογκίλλα και αποκομίστηκαν πολλά κινητά ευρήματα, που αντικατοπτρίζουν την ευδαιμονία του παραθαλάσσιου οικισμού στην Ρωμαϊκή εποχή και την αδιάλειπτη κατοίκηση του έως τα μέσα του 7ου αιώνα μ. Χ.. Ακολούθησε μία δεύτερη φάση συστηματικών ανασκαφών υπό την διεύθυνση της αρχαιολόγου Ελένης Κόρκα το χρονικό διάστημα 2007 – 2009 και εκπονήθηκαν εμπεριστατωμένες μελέτες για την ανάδειξη και προστασία του χώρου, οι οποίες όμως αναμένεται ακόμα να πραγματοποιηθούν.
Στα πλαίσια του «Kenchreai Cemetery Project» ερευνήθηκαν συνολικά 58 υπόσκαφα ταφικά μνημεία, λαξευμένα στο φυσικό υπόστρωμα, επί της «Ράχης Κουτσογκίλλα» και λίγο βορειοανατολικότερα. Από αυτά τα 30 πρόκειται για υπόγειους θαλαμωτούς τύμβους και τα 28 είναι λακκοειδείς τάφοι, κλιβανοειδούς ή κιβωτιόσχημου τύπου, ενώ έχει ανακαλυφθεί και μία συστάδα απλών λακκοειδών τάφων. Κατά πάσα πιθανότητα, το μέρος αποτελούσε το βασικό νεκροταφείο των αρχαίων Κεχρεών, το οποίο αναπτύχθηκε αρχικά από τα μέσα του 1ου αιώνα έως τα μέσα/τέλη του 3ου αιώνα μ. Χ. πολύ κοντά στην ακτογραμμή, έτσι ώστε τα ταφικά μνημεία να διακρίνονται καθαρά από τα πλοία που προσέγγιζαν το λιμάνι, με ανατολική – βορειοανατολική πορεία. Επίσης, σίγουρα θα προσέλκυαν την προσοχή των περιηγητών και επισκεπτών, οι οποίοι βάδιζαν πάνω στον δρόμο μεταξύ του βόρειου μόλου και του ακρωτηρίου, που διέρχονταν μέσα από την τοποθεσία του αρχαίου νεκροταφείου, όπως τεκμηριώνεται από τα ανασκαφικά δεδομένα. Σύμφωνα τους αρχαιολόγους, το σύμπλεγμα των ευρεθέντων υπόσκαφων τύμβων και τάφων στην «Ράχη Κουτσογκίλλα» συνέχισε να χρησιμοποιείται ως κοιμητήριο κατά την Παλαιοχριστιανική εποχή και υπολογίζεται περιέχει τους ενταφιασμούς τουλάχιστον 800 ατόμων (ενδεχομένως και παραπάνω), τα οποία έζησαν και πέθαναν στις Κεγχρεές περί τα μέσα του 1ου αιώνα έως τον 6ο ή 7ο αιώνα μ. Χ..
Οι θαλαμωτοί τύμβοι είναι πραγματικά επιβλητικοί και αποπνέουν έναν έντονο μυστικισμό(5). Διατάσσονται σχεδόν γραμμικά επί του εδάφους σε τέσσερις διαφαινόμενες παράλληλες σειρές. Η πρόσβαση στο υπόγειο εσωτερικό τους γίνονταν από το επίπεδο του εδάφους, μέσω ενός στενού διαδρόμου με καθοδική κλίμακα, που κατέληγε σε μία αψιδωτή θύρα. Οι δρομικές είσοδοι συνήθως καλύπτονταν από επιτύμβια ορθογώνια κτίσματα, συχνά με μνημειώδεις προσόψεις και βαριές θύρες, τα οποία έφεραν ενεπίγραφες αναθηματικές στήλες, όπου αναγράφονταν το όνομα του πρωταρχικού θανόντος ατόμου και αφιέρωναν την νεκρική κατασκευή στο πρόσωπο και στην οικογένεια του, τους απογόνους του και μερικές φορές στους απελεύθερους δούλους του. Σε αρκετές περιπτώσεις διασώζονται οι θεμελιώσεις των υπερκείμενων κτισμάτων, ενώ στα κλιμακοστάσια βρέθηκαν διάφορα αρχιτεκτονικά τους μέλη και άφθονα κεραμίδια από την οροφή τους. Σε άλλους τύμβους οι κατερχόμενοι διάδρομοι στεγάζονταν με χαμηλή καμάρα κατασκευασμένη από τούβλα. Κατά τις ανασκαφές ανακαλύφθηκαν επί τόπου μόνο τρεις επιτάφιες στήλες με Λατινικούς γραφικούς χαρακτήρες, αλλά και άλλες τρεις παρόμοιες που ανακτηθεί σε δεύτερη χρήση από γειτνιάζουσες θέσεις, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι προέρχονται από το νεκροταφείο της «Ράχης Κουτσογκίλλα».
Στις μαρμάρινες επιγραφές οι θανόντες αναφέρονται με Ρωμαϊκό όνομα και Ελληνικό επίθετο (π.χ. Tettia Eupraxia). Αυτός ο ονομαστικός συνδυασμός υποδηλώνει Έλληνες, οι οποίοι ήταν είτε απελεύθεροι, είτε απόγονοι απελεύθερων ή γηγενών ατόμων που τους είχε παραχωρηθεί παλαιότερα η Ρωμαϊκή υπηκοότητα. Μόλις σε μία από τις επιτύμβιες στήλες μνημονεύεται ένας έποικος βετεράνος στρατιώτης της ΙΙας Λεγεώνας (Legio II Adiutrix, 1ος – 4ος αιώνας μ. Χ.), χωρίς να διαθέτει κάποιο υψηλόβαθμο αξίωμα. Κανένα από τα αναγραφόμενα πρόσωπα δεν φαίνεται να συνδέεται καταφανώς με την αποικιακή αριστοκρατία, λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρουσία της στην περιοχή ήταν μάλλον μηδαμινή. Ίσως να συνιστά εξαίρεση ένα ανεξάρτητο μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο, γύρω στα 400 μέτρα βορειοανατολικά της «Ράχης Κουτσογκίλλα», για το οποίο έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ανήκε στον Ρωμαίο επαρχιακό διοικητή για μία πενταετία και αγωνοθέτη των Ισθμίων L. Castricius Regulus (α’ μισό 1ου αιώνα μ. Χ.). Σε δύο επιπλέον επιτύμβιες πλάκες κατονομάζονται δύο άνδρες από τις Σάρδεις και την Φώκαια της Μικράς Ασίας, αλλά αυτές βρέθηκαν εντός του σύγχρονου οικισμού, αλλά είναι άγνωστο από ποιο τοπικό νεκροταφείο προέρχονται. Ωστόσο, από την σύγκριση των επιγραφικών αποδείξεων των αρχαίων Κεγχρεών, εξυπονοείται μία ανάμιξη του διαμένοντος πληθυσμού από Ρωμαίους έποικους, αυτόχθονες Έλληνες και μέτοικους από την Ανατολή. Εκείνοι που ενταφίαζαν τους νεκρούς τους στα βόρεια του λιμανιού συγκαταλέγονταν τουλάχιστον στις δύο πρώτες κατηγορίες, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί απόλυτα η ταφική χρήση της «Ράχης Κουτσογκίλλα» και από Μικρασιάτες μετανάστες.
Οι υπόγειοι πολυτελείς τύμβοι εμφανίζουν μία τυπολογική κανονικότητα στην εσωτερική διαρρύθμιση τους, με ελάχιστες παραλλαγές. Διαθέτουν ευρύχωρους ορθογώνιους θαλάμους μέσων διαστάσεων 3,73 μέτρα μήκος, 3,27 μέτρα πλάτος και 2,53 μέτρα ύψος, έχοντας θολωτές ή επίπεδες οροφές. Στους περισσότερους από αυτούς, οι νεκροί ενταφιάζονταν ακέραιοι σε επιμήκεις υποδοχές (loculi) στην κατώτερη ζώνη των τοιχωμάτων, συνήθως δύο σε κάθε πλευρά πλην εκείνης της εισόδου, με τον με τον μέγιστο αριθμό τους να φτάνει τις δέκα θέσεις. Οι δε σοροί τους εναποθέτονταν εγκιβωτισμένοι σε παράλληλες λαξευτές εσοχές εντός των υποδοχών, που σκεπάζονταν με καλυπτήριες πλάκες ή κεραμίδια και κατόπιν σφραγίζονταν το έμπροσθεν άνοιγμα του επιμήκους διαμερίσματος. Η ανώτερη ζώνη των πλευρικών τοιχωμάτων σε κάθε τύμβο διατρέχεται από μία σειρά αβαθών τοξωτών κογχών, στις οποίες τοποθετούνταν τα αποτεφρωμένα λείψανα άλλων θανόντων εντός τεφροδόχων αγγείων. Από την υφιστάμενη διαμόρφωση τους καθίσταται φανερό ότι είχαν σχεδιαστεί για να εξυπηρετήσουν τόσο ενταφιασμούς, όσο και αποτεφρώσεις νεκρών. Εντούτοις, παρουσιάζονται δύο μικρές ομάδες που αποκλίνουν από αυτό το κατασκευαστικό πρότυπο, καθώς έχουν εντοπιστεί αρκοσόλια (arcosolia)(6) στα τοιχώματα δύο τύμβων και κιβωτιόσχημες ταφές στο δάπεδο άλλων τριών στο βόρειο τέλος της «Ράχης Κουτσογκίλλα», όμως ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν κόγχες αποτέφρωσης. Όπως διαπιστώθηκε από την επιστημονική ανάλυση των οστών και των καύσεων, ο καθένας από τους θαλαμωτούς τύμβους χρησιμοποιήθηκε για πολλαπλούς ενταφιασμούς έως και 50 – 100 ατόμων, όλων των ηλικιών και των δύο φύλων, κατά το χρονικό διάστημα της ενεργής λειτουργίας του νεκροταφείου. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι σε μία μόνο επιμήκη υποδοχή (loculi) ενός υπόγειου ταφικού μνημείου (Νο 14), ανακαλύφθηκαν τμήματα από οκτώ ανθρώπινούς σκελετούς.
Ένα από τα αξιόλογα χαρακτηριστικά των τύμβων είναι η επένδυση των τοιχωμάτων τους με κονίαμα. Ορισμένοι είχαν επίχρισμα λευκού χρώματος, το οποίο διακρίνεται τμηματικά σε δύο υπόγεια διαμερίσματα (Νο 13 και 14), ενώ σε άλλους οκτώ θαλάμους (Νο 1 έως 4, 9, 20, 22 και 23) εντοπίστηκαν ίχνη πένθιμων νωπογραφιών. Ωστόσο, στις περισσότερες των περιπτώσεων το κονίαμα έχει υποστεί εκτενείς φθορές, λόγω της φυσικής αποσάθρωσης, με συνέπεια να διασώζεται αποσπασματικά ο ζωγραφικός διάκοσμος σε τρεις μόλις τύμβους (Νο 4, 9 και 20), σε κάπως ικανοποιητική κατάσταση. Οι καλύτερα διατηρούμενες τοιχογραφίες εντοπίζονται στο ταφικό μνημείο Νο 4, στο νότιο σκέλος του Ρωμαϊκού νεκροταφείου, και διαχωρίζονται σε τρία επιμέρους διαζώματα πάνω σε λευκό φόντο. Στο κατώτερο διάζωμα διατάσσονταν ελικοειδείς μίσχοι φυτών και μαύρες οδοντώσεις επί της βάσης των τοιχωμάτων. Στο μεσαίο παριστάνονταν γιρλάντες από φυλλώματα και λουλούδια, που πάνω τους στέκονταν πουλιά, ενώνοντας τις ζωγραφιστές προσόψεις των επίμηκων υποδοχών (loculi), οι οποίες στον δυτικό τοίχο είναι ναόσχημες διαθέτοντας εκατέρωθεν κιονίσκους Ιωνικού ρυθμού. Στην δε επίστεψη των ναόσχημων πλαισίων αποτυπώνεται από ένα ζεύγος αντικριστών δελφινιών. Στην ανώτερη ζώνη οι κόγχες περιβάλλονταν από απομιμήσεις ορθομαρμαρώσεων και από μία ζωοφόρο, εκτεινόμενη κατά μήκος των τριών τοίχων έναντι της εισόδου, όπου απεικονίζονταν διάφορα ζώα, όπως πουλιά να ατενίζουν κίτρινους κρατήρες, καταδυόμενα δελφίνια γύρω από ένα κίτρινο δίσκο, λευκούς αντικριστούς κύκνους, ιππόκαμπους, ένα κίτρινο ψάρι να κοιτάζει ένα ευμέγεθες πουλί και άλλη φυτική διακόσμηση. Στον ανατολικό τοίχο αποτυπώνονταν σε κάθε ελεύθερη πλευρά της εισόδου δύο κυρτοί κλάδοι, από τους οποίους κρέμονταν δύο δίσκοι με κόκκινους χαλινάρια.
Οι νωπογραφίες στους θαλάμους των άλλων δύο διαλαμβανόμενων τύμβων δεν διατηρούνται σε ανάλογη κατάσταση και έκταση, αλλά δείχνουν ότι ήταν λιγότερο επιτηδευμένες καλλιτεχνικά. Στο διατηρούμενο κονίαμα των τοιχωμάτων του τύμβου Νο 9 απεικονίζονται άχαρες φυτικές πλεξίδες με μεγάλα φρούτα, που συγκρατούνται με κορδέλες στην κορυφή και στην βάση από τις κόγχες, ενώ διακρίνονται αμυδρά οι όψεις ενός ατόμου, ενός καλαθιού και ενός δοχείου. Στον τύμβο 20 εμφανίζονται ένα λευκό επίχρισμα με απλές λωρίδες κίτρινης ή κόκκινης ώχρας, μαύρες ταινίες που επισημαίνουν τα περιθώρια των επίμηκων υποδοχών και των κογχών, καθώς και μία ανεπαίσθητη γιρλάντα σε μία μικρή τριγωνική κόγχη στον δυτικό τοίχο(7). Σύμφωνα με τους ειδικούς, το διακοσμητικό ύφος των ζωηρών τοιχογραφιών προσομοιάζει αρκετά με την αντίστοιχη παράδοση της Καμπανίας της νότιας Ιταλίας και γενικότερα με την δυτική Ρωμαϊκή ζωγραφική τεχνοτροπία στα τέλη 1ου/αρχές 2ου αιώνα π. Χ., υποδηλώνοντας την υιοθέτηση μίας εισαγόμενης καλλιτεχνικής τάσης. Από ορισμένα ιδιαίτερα θέματα, όπως τα ευμεγέθη δελφίνια στον τύμβο Νο 4, εικάζεται ότι ίσως να φιλοτεχνήθηκαν από κάποιους εντόπιους ζωγράφους, χωρίς αυτή η εκδοχή να μπορεί να πιστοποιηθεί πλήρως από επιπρόσθετα στοιχεία. Οι δε περίτεχνες γιρλάντες απαντώνται συχνά ως πένθιμη διακόσμηση τόσο στην Ελλάδα των Ελληνιστικών χρόνων, όσο και στην Ιταλία κατά την Ρωμαϊκή περίοδο. Πάντως, το έργο αυτών των έξοχων τοιχογραφιών σίγουρα προϋπόθετε μία προσεκτική σχεδίαση και την δημιουργία τους από επιδέξιους καλλιτέχνες.
Αν και οι θαλαμωτοί τύμβοι ήταν εμφανώς διαταραγμένοι από τις αλλεπάλληλες λαθρανασκαφές, εντούτοις βρέθηκε πληθώρα κινητών ευρημάτων, τα οποία παρείχαν πληροφορίες σχετικά με τις ταφικές πρακτικές και νεκρικά έθιμα των κατοίκων, αλλά και κατ’ επέκταση για την κοινότητα των Κεγχρεών. Οι σωροί των ατόμων στους ολόσωμους ενταφιασμούς των επίμηκων υποδοχών (loculi), πιθανότατα μεταφέρονταν με πομπή εκ της οικίας τους με μέριμνα των θρηνούτων συγγενών, μετά την παρέλευση ελάχιστων ημερών από τον θάνατο τους. Οι εκλιπόντες φορούσαν ρούχα και υποδήματα, ενώ ενίοτε καλλωπίζονταν με κοσμήματα. Στα αντικείμενα που ανακαλύφθηκαν κοντά στα κεφάλια και κορμούς από γυναίκες και παιδιά, συμπεριλαμβάνονται οστέινες και μπρούτζινες περόνες, χρυσά στρογγυλά ενώτια με κρεμαστές χάντρες, χρυσοκέντητα υφάσματα, χρυσά δακτυλίδια με ημιπολύτιμους λίθους και τρεις ασημένιες σπάτουλες κοσμητικής. Συχνά τοποθετούνταν νομίσματα στο στόμα και το στήθος του θανόντος, και μερικές φορές εναποθέτονταν παραπλεύρως του σώματος του πήλινα μυροδοχεία ή γυάλινες φιάλες διαφόρων σχημάτων. Επίσης, σε κάποιες επιμήκεις υποδοχές (loculi) εντοπίστηκαν ίχνη ξύλου και καρφιά, που υποδηλώνουν έμμεσα την χρήση φέρετρου.
Όπως προαναφέρθηκε, εκτός από τους άθικτους ενταφιασμούς στους υπόγειους τύμβους παρατηρείται και η διαφορετική πρακτική των αποτεφρώσεων. Από την εξέταση των συναφών οστέινων λειψάνων, τεκμαίρεται ότι οι σοροί των θανόντων εναποθέτονταν πάνω σε προετοιμασμένη πυρά και καίγονταν ολοσχερώς για αρκετή ώρα σε θερμοκρασίες άνω των 800ο C, σε έναν απροσδιόριστο χώρο αποτέφρωσης εντός ή πλησίον του νεκροταφείου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα». Έπειτα, οι αναμένοντες πενθούντες περισυνέλλεγαν μία μικρή ποσότητα αναγνωρίσιμων οστών μέσα σε ένα πήλινο τεφροδόχο αγγείο, το οποίο τοποθετούσαν σε μία από τις κόγχες του κατοχυρωμένου υπόγειου τύμβου. Τα υπόψη αγγεία φαίνεται ότι επαναχρησιμοποιούνταν περιστασιακά, καθώς σε κάποια βρέθηκαν τα υπολείμματα καύσης περισσότερων του ενός προσώπου.
Εκείνο που πραγματικά προκαλεί μία εύλογη απορία είναι αυτός ο διακριτός συγκερασμός ενταφιασμών ακέραιων σωρών και αποτεφρωμένων νεκρών. Στις επιμήκεις υποδοχές (loculi) και στις αβαθείς κόγχες αντίστοιχα. Ποιος λοιπόν είναι ο λόγος για την εμφάνιση αυτής της διττής ταφικής πρακτικής σε ένα κοινό επιτύμβιο μνημείο με οικογενειακό χαρακτήρα; Μία πιθανή εξήγηση ίσως να πηγάζει από τον διαχωρισμό της ιδιότητας των θανόντων προσώπων σε αντιπαραβολή με τα ερευνητικά δεδομένα. Κατά την εκτίμηση του Αμερικανού αρχαιολόγου Joseph Rife, οι επιμήκεις υποδοχές προορίζονταν για ταφική χρήση μόνο από τα μέλη της οικογένειας, καθόσον κυριαρχούν στο εσωτερικό των υπόγειων θαλάμων, με τον ζωγραφικό διάκοσμο να εστιάζεται γύρω από αυτές και λειτουργούσαν ως αποθέτες πολυάριθμων αντικειμένων πλησίον των σωμάτων των νεκρών, τα οποία εξάλλου ήταν επιμελώς καλλωπισμένα. Αντίθετα, οι αβαθείς κόγχες δεν διαθέτουν μία ιδιαίτερη διακοσμητική έμφαση, ούτε συνοδεύονταν από αναθήματα, φανερώνοντας ότι τα αποτεφρωμένα άτομα πρέπει να ήταν μάλλον χαμηλότερου κύρους, εντασσόμενα στις τάξεις των απελεύθερων ή των δούλων, που ενδεχομένως σχετίζονταν με την οικογένεια του ιδιόκτητου τύμβου.
Στους υπόσκαφους τύμβους ανακαλύφθηκαν επιπλώσεις και άλλα τεχνουργήματα, που μαρτυρούν την πραγματοποίηση τελετών κατά την διάρκεια της εναπόθεσης των νεκρών, καθώς και μετά την εκφορά. Αρκετοί θάλαμοι περιείχαν πέτρινα έδρανα κατά μήκος του ανατολικού τοίχου, εκατέρωθεν της εισόδου, και τετράγωνους ή κιονοειδείς βωμούς στην δυτική πλευρά, που πρέπει να εξυπηρετούσαν σαν καθίσματα και τράπεζες προσφορών ή διάφορων ταφικών αντικειμένων. Στον τύμβο Νο 4 υπήρχε ένα υποτυπώδες μικρό ειδώλιο, παρεμφερές με ανάλογου τύπου επικήδεια γλυπτά που έχουν εντοπιστεί στην Ιορδανία και στην Παλαιστίνη και τα οποία πιστεύεται ότι πιθανότατα αναπαριστούσαν τους εκλιπόντες. Οι πενθούντες μετέφεραν μαζί τους λύχνους ελαίου για τον φωτισμό των θαλάμων και τους έβαζαν στο δάπεδο κοντά στις επιμήκεις υποδοχές (loculi), ενδεχομένως ως δώρα ή αναθήματα, κατά την διάρκεια της νεκρώσιμης τελετής ή σε κατοπινές επισκέψεις τους, ενώ στον τύμβο Νο 22 βρέθηκε ένα ιδιότυπο θυμιατήρι, με τεχνοτροπική προέλευση από την Κνίδο της Καρίας. Επιπλέον, αποκομίστηκαν πολλά αγγεία, όπως αμφορείς και οικιακά σκεύη, κύπελλα, φιάλες, λοπάδες και πινάκια(8), τα οποία σχετίζονται με την προετοιμασία και το σερβίρισμα φαγητού, πιστοποιώντας ότι οι οικείοι των θανόντων, είτε προσέφεραν σε αυτούς τροφές και σπονδές, είτε διενεργούσαν επιτόπου επιμνημόσυνα γεύματα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ευρεθέντες μολύβδινοι κατάδεσμοι (πινακίδες) με εγχάρακτες κατάρες ή ευχές, που άφηναν οι επισκέπτες των τύμβων πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο το γραπτό μήνυμα τους θα μεταφέρονταν άμεσα στις υπερβατικές δυνάμεις. Για παράδειγμα, σε μία τέτοια επιγραφή γίνεται επίκληση στις χθόνιες θεότητες της Βίας, της Μοίρας και της Ανάγκης, για να αναθεματίσουν από το κεφάλι μέχρι τα ακροδάκτυλα των ποδιών, τα μέλη του σώματος ενός άνδρα, ο οποίος είχε διαπράξει μία κλοπή.
Οι εντυπωσιακοί θαλαμωτοί τύμβοι με την θαυμαστή ζωγραφική διακόσμηση και την σχετική αρχιτεκτονική ομοιομορφία τους, μας οδηγούν αυθόρμητα στο συμπέρασμα ότι οι κύριοι ιδιοκτήτες τους ανήκαν στα ανώτερα στρώματα της κοινότητας των αρχαίων Κεγχρεών ή έστω ήθελαν να προσδιορίσουν τους εαυτούς τους ως μέλη μίας εξέχουσας κοινωνικής τάξης μέσα σε ένα Ρωμαϊκό πολιτειακό περιβάλλον. Η μεγαλεπήβολη κατασκευαστική διαρρύθμιση τους βρίσκει μερικά συγκλίνοντα παράλληλα στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο σε διάφορες περιοχές, όπως σε νησιά του ανατολικού Αιγαίου πελάγους, την Μικρά Ασία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο, ενώ έχει ανακαλυφθεί ένας παραπλήσιος υπόγειος τύμβος και στην γειτονική Κόρινθο. Ο δε παράδοξος συνδυασμός των επίμηκων υποδοχών (loculi) μαζί με τις άνωθεν αβαθείς κόγχες, είναι πολύ σπάνιος στον αρχαιοελληνικό κόσμο και θεωρείται ως τοπικό νεωτεριστικό στοιχείο, με έντονες επιρροές από τις ταφικές παραδόσεις των Ανατολικών χωρών. Από την μελέτη των ευρεθέντων αντικειμένων, διαπιστώνεται ότι τα υλικά αγαθά και προϊόντα είχαν βαρύνουσα σημασία στις νεκρώσιμες τελετές και συνεπώς στην πένθιμη έκφραση των κατοίκων, αλλά και στην διατήρηση των μεταξύ τους κοινωνικών δεσμών.
Όσον αφορά τους 28 λακκοειδείς τάφους που ερευνήθηκαν στο Ρωμαϊκό νεκροταφείο των Κεγχρεών, τα βασικά γνωρίσματα τους είναι η ανεπιτήδευτη διαμόρφωση τους, οι συμβατικές παραλλαγές στην τυπολογία τους και τα λιγοστά κτερίσματα τους. Ο παλαιότερος από αυτούς χρονολογείται στα μέσα/τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. και ο υστερότερος στον 6ο αιώνα ή λίγο μεταγενέστερα. Οι περισσότεροι διατάσσονται περιφερειακά των θαλαμωτών τύμβων, σε αξιοσημείωτη απόσταση από την ακτογραμμή και ουσιαστικά ήταν αθέατοι από μακριά. Ο νεκροθάλαμος τους είναι στενός, λαξευμένος στο βραχώδες υπόστρωμα, έχοντας κλιβανοειδές ή κιβωτιόσχημο σχήμα, μέσων διαστάσεων 1,98 μέτρα μήκος, 0,66 μέτρα πλάτος και 0,93 μέτρα βάθος. Το άνοιγμα της καταπακτής τους καλύπτονταν από λίθινες πλάκες ή κεραμίδια, ενώ δεν πρέπει να έφεραν κάποια ιδιαίτερη μνημειακή σήμανση επί του εδάφους, ούτε κατανέμονταν σαφώς κατά ομάδες. Οι λακκοειδείς τάφοι συνήθως περιείχαν ένα ή δύο ενταφιασμένα σώματα, διαθέτοντας περιστασιακά κάποια αναθηματικά τεχνουργήματα, όπως μυροδοχεία, αγγεία, λύχνους και κανάτες. Ο δε περιορισμένος υπόγειος και επιφανειακός χώρος τους σίγουρα δεν θα επέτρεπε την διενέργεια εξεζητημένων νεκρώσιμων τελετών, στις οποίες θα συμμετείχε μεγάλος αριθμός πενθούντων. Σύμφωνα λοιπόν με τις αποχρώσεις ενδείξεις, οι συγκεκριμένοι λιτοί τάφοι, καθώς και πολλοί άλλοι με την μορφή απλού ορύγματος, αντιστοιχούν σε άτομα του τοπικού πληθυσμού, τα οποία δεν κατάγονταν σε εύπορες και ισχυρές οικογένειες, ανήκοντας ενδεχομένως στην δευτερεύουσα κοινωνική στάθμη των αρχαίων Κεγχρεών.
Το νεκροταφείο στην «Ράχη Κουτσογκίλλα» μάλλον υπολειτουργούσε προς τα τέλη του 3ου αιώνα μ. Χ., αφού φαίνεται ότι οι θαλαμωτοί τύμβοι περιήλθαν σε αχρηστία και τα υπερκείμενα επιτάφια κτίσματα είχαν καταρρεύσει ή είχαν υποστεί σοβαρές φθορές. Μετά την σταδιακή επικράτηση του Χριστιανισμού και ιδίως κατά την διάρκεια του 5ου αιώνα μ. Χ., στα υπόσκαφα διαμερίσματα πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω ενταφιασμοί, συχνά μέσα στις επιμήκεις υποδοχές (loculi) και επί του καλύμματος της εσοχής τους. Άλλωστε η διαρρύθμιση των υπόγειων τύμβων, προσεγγίζει τα αρχιτεκτονικά πρότυπα των Χριστιανικών κατακομβών και από αυτή την οπτική φαντάζουν κάλλιστα ως πρόδρομες σχεδιαστικές κατασκευές. Μάλιστα, στον τύμβο Νο 6 διακρίνονται εγχάρακτοι σταυροί στα εσωτερικά τοιχώματα, μαρτυρώντας την μετάβαση στην νέα θρησκεία, η οποία αντανακλάται με την ανέγερση μίας παλαιοχριστιανικής βασιλικής στην αρχή του νότιου λιμενοβραχίονα και πιθανότατα ακόμα μίας στην νοτιοανατολική γωνία της «Ράχης Κουτσογκίλλα», πάνω από το υποθαλάσσιο πια τεχνητό μόλο. Αυτή η μεταγενέστερη φάση συνεχίστηκε για αρκετό καιρό στην πρώιμη Βυζαντινή περίοδο έως τα μέσα του 7ου αιώνα μ. Χ., όταν πλέον παρακμάζει και εγκαταλείπεται ο αρχαίος λιμένας των Κεγχρεών, εξαιτίας διαφόρων γεωπολιτικών παραγόντων. Αν και η πόλη θα γνωρίσει νέα άνθηση περί τον 10 αιώνα, οπότε και επαναχρησιμοποιείται ο λιμένας σε όλη το χρονικό διάστημα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και στα χρόνια της Οθωμανικής κατοχής, εντούτοις το Ρωμαϊκό νεκροταφείο έμελλε να περάσει στο παραπέτασμα της ιστορίας.
Δυστυχώς, ο σημαντικότατος αρχαιολογικός χώρος της Κορινθίας στην τοποθεσία της «Ράχης Κουτσογκίλλα», παραμένει αναξιοποίητος, αφύλακτος, μη επισκέψιμος και συνεπώς άγνωστος στο ευρύ κοινό. Παρά τις εγκεκριμένες μελέτες για την προστασία και αποκατάσταση των ταφικών μνημείων και των διατηρούμενων τοιχογραφιών(9), το μόνο που έχει επιτελεστεί είναι η τοποθέτηση ακαλαίσθητων χαμηλών ξύλινων σκέπαστρων, σε μερικούς από τους ανακαλυφθέντες θαλαμωτούς τύμβους, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις δυσχεραίνουν την ευχερή πρόσβαση στο υπόγειο εσωτερικό τους. Ας ελπίσουμε ότι μελλοντικά οι αρμόδιοι πολιτειακοί φορείς να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες για την επιβαλλόμενη ανάδειξη του Ρωμαϊκού νεκροταφείου των Κεγχρεών, όπως και των όμορων αρχαίων κτιριακών καταλοίπων στους δύο μόλους, με γνώμονα την μοναδικότητα της πολιτισμικής και θρησκευτικής ποικιλομορφίας του πολυσύχναστου εμπορικού λιμένα, από την ύστερη Ρωμαϊκή έως και την Πρωτοβυζαντινή εποχή. Με τις κατάλληλες εργασίες διευθέτησης και αναστήλωσης, στο ελάχιστο δυνατό κόστος, όπως με την δημιουργία περιηγητικών διαδρομών, την κατασκευή περίφραξης, καλύτερων στεγάστρων και εμφανών πληροφοριακών πινακίδων, την συντήρηση των περίτεχνων νωπογραφιών και τον διακριτικό εσωτερικό φωτισμό των θαλάμων, ο αρχαιολογικός χώρος της «Ράχης Κουτσογκίλλα» θα μπορούσε να καταστεί πανελλήνιας εμβέλειας και πόλος έλξης επισκεπτών. Πραγματικά δεν είναι υπερβολή να τον συγκρίνουμε ακόμα και με τις διάσημες κατακόμβες της Μήλου, αν αναλογιστούμε ότι στο συγκεκριμένο μνημειακό σύνολο των υπόσκαφων τύμβων αντανακλάται η πολιτιστική ταυτότητα μίας ιδιάζουσας και ακμαίας τοπικής κοινότητας στις Κεγχρεές των Ρωμαϊκών χρόνων, που διέθετε μία διαφαινόμενη κοινωνική διαστρωμάτωση, καθώς και η βαθμιαία μετάβαση από την αρχαία Εθνική θρησκεία στον Χριστιανισμό.
Κείμενο – Φωτογραφίες:
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
25 Ιουλίου 2016
Επεξηγηματικές Σημειώσεις
1. Cicero, Epistulae ad Familiares, 4.5.4.
2. Στράβωνος, «Γεωγραφικά», βιβλίο Η’, κεφάλαιο 6, εδάφια 4 και 22.
3. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο Β’ «Κορινθιακά», κεφάλαιο 2, εδάφιο 3.
4. Στην ευρύτερη περιφέρεια των Κεγχρεών έχουν ανακαλυφθεί συνολικά δώδεκα ξεχωριστές θέσεις αρχαίων νεκροταφείων, από την πρώιμη Ρωμαϊκή (1ος αιώνας μ. Χ.) έως και την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (5ος – 7ος αιώνας μ. Χ.).
5. Οι 2 από τους 30 ευρεθέντες θαλαμωτούς τύμβους είναι μεμονωμένοι και εντοπίζονται σε απόσταση περίπου 200 και 250 μέτρων βόρεια και βορειοανατολικά έκαστος, από το νεκροταφείο της «Ράχης Κουτσογκίλλα».
6. Ως αρκοσόλιο χαρακτηρίζεται ένα ταφικό μνημείο, που σχηματίζεται από ένα επιτοίχιο έδρανο και άνωθεν αψίδα. Η ονομασία αυτή ετυμολογείται από τις Λατινικές λέξεις arcus (αψίδα) και solium (θρόνος βασιλικός και κατόπιν νεκρική κλίνη, μεγαλοπρεπής μαρμάρινη ή λίθινη σαρκοφάγος).
7. Μεταξύ των υπόλοιπων πέντε υπόσκαφων τύμβων που βρέθηκαν ίχνη ζωγραφικής διακόσμησης, οι τέσσερις (Νο 1 έως 3 και 23) διατηρούν ελάχιστα κατάλοιπα από το ερυθρού επιχρίσματος με ανθολογικά θέματα και τα τοιχώματα του ενός (Νο 22) επενδύονταν απλώς με λευκό κονίαμα, όμως το δάπεδο του ήταν βαμμένο με ερυθρή ώχρα σε ολόκληρη την επιφάνεια του.
8. Ένα μικρό μέρος από τα συνολικά κινητά ευρήματα του Ρωμαϊκού νεκροταφείου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα» εκτίθεται σε ιδιαίτερη προθήκη του Αρχαιολογικού Μουσείου Ισθμίων.
9. Οι μελέτες έχουν εκπονηθεί από την Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων και την Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Life and Death at a Port in Roman Greece. The Kenchreai Cemetery Project, 2002 – 2006», Joseph Rife, Melissa Moore Morison, Alix Barbet, Richard K. Dunn, Douglas H. Ubelaker, Florence Monier, article in Hesperia, vol. 76 (1), pages 143 – 181, April 2007.
2. «Ανασκαφική Έρευνα για την Ανάδειξη Ρωμαϊκού Νεκροταφείου στις Κεγχρεές», Ελένη Κόρκα, εφημερίδα «Πολίτης της Κορινθίας», αριθμός φύλλου: 305, σελίδα 11, 8 Μαΐου 2009 (ανάκτηση σε μορφή pdf από τον ιστότοπο: www.kornthia.net).
3. «Η Μετάβαση από την Ειδωλολατρική – Παγανιστική Λατρεία του Ελληνορωμαϊκού Κόσμου στη Χριστιανική Λατρεία στην Ευρύτερη Περιοχή της Πόλης της Αρχαίας Κορίνθου. Τόποι Λατρείας με Βάση τα Μέχρι Σήμερα Ευρήματα των Ανασκαφών», Νεκτάριος Μ. Μετζάκης, Διπλωματική Εργασία, σελίδες 85 – 88, ΕΑΠ, Πάτρα, 2011 (ανάκτηση σε μορφή pdf από τον ιστότοπο eclass.uoa.gr).
4. «Κεγχρεές», Παρασκευή Ευαγγελοπούλου, «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 35 – 37, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
5. www.yppo.gr/ΛΖ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων/ Κεγχρεές/Ράχη Κουτσογκίλλα.
6. www.greece.org/Hellenic Electronic Center - The Hellenism Resource/Ράχη Κουτσογκίλλα.
Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 21: Η κατασκευή των χαμηλών ξύλινων στεγάστρων πάνω από μερικούς υπόγειους τύμβους για προστασία από τις καιρικές συνθήκες είναι μάλλον πρόχειρη και δεν διευκολύνει την πρόσβαση στο εσωτερικό τους.
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.