Ένα από τα εκθαμβωτικά μέρη της ορεινής Κορινθίας, που προκαλεί πρωτόγνωρο δέος σε κάθε περιηγητή, είναι η τοποθεσία των αποκαλούμενων «Κορινθιακών Μετεώρων» κοντά στον οικισμό της Κάτω Ταρσού Φενεού(1). Πρόκειται για ένα επιβλητικό βραχώδη σχηματισμό με εντελώς κάθετες και σχεδόν λείες πλευρές, μέσου ύψους γύρω στα 40 – 45 μέτρα και εκτεινόμενου σε συνολικό μήκος 800 μέτρων, στα ανατολικά κράσπεδα της κορυφής «Τούρλα» με υψόμετρο 1873 μέτρα, ανάμεσα στα Αροάνια όρη (Χελμός) και στο όρος Κυλλήνη (Ζήρεια), πλησίον της οριογραμμής των Νομών Αχαΐας και Κορινθίας. Δύο από τις πολλές ρηγματώσεις των απόκρημνων καταπτώσεων διαμορφώνονται σε σπηλαιώδεις κοιλότητες, η μία εκ των οποίων έχει αποκτήσει θρησκευτική ιδιοσυγκρασία, αφού διασκευάστηκε στην ιδιότυπη Ιερά Μόνη της «Παναγιάς του Βράχου», ουσιαστικά ένα μονύδριο(2) ιδρυμένο κατά την πρώιμη περίοδο της Τουρκοκρατίας, ενώ η άλλη συνδέεται με μία πτυχή της νεότερης ιστορίας. Αυτό το τοπίο άγριας φυσικής ομορφιάς συμπληρώνεται από αρκετά ρυάκια με τρεχούμενο νερό, έλατα και πεύκα, δημιουργώντας μία άκρως ειδυλλιακή εικόνα για τους φυσιολάτρες και τους περιηγητές. Επίσης, η ευρύτερη περιοχή παρουσιάζει ένα ξεχωριστό ιστοριοδιφικό ενδιαφέρον, με δεδομένο ότι στα περίχωρα της Κάτω Ταρσού υπήρχε η εξαφανισμένη πλέον, Βυζαντινή πολιτεία της Ταρσού, που η ακριβής θέση της δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί και αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ των διάφορων ερευνητών.
Τα «Κορινθιακά Μετέωρα» βρίσκονται 1,8 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Κάτω Ταρσού (υψόμετρο 1055 μέτρα). Η πρόσβαση στην τοποθεσία γίνεται μέσω ενός βατού χωματόδρομου, που ξεκινάει μέσα από τον σχεδόν ακατοίκητο οικισμό, ακολουθώντας τις κατευθυντήριες πινακίδες προς την Ιερά Μονή της «Παναγιάς του Βράχου». Πριν φτάσει κανείς στο μοναστικό κτίσμα αντικρίζει περίπου στο μέσο των απότομων καταπτώσεων, το ωοειδές άνοιγμα της έτερης σπηλαιώδους κοιλότητας σε μία ακανόνιστη σχισμή του βραχώδους όγκου. Αυτή φέρει την επωνυμία «Σπήλαιο των Άγγλων»(3), καθώς χρησιμοποιήθηκε ως κρησφύγετο και βάση Βρετανών αλεξιπτωτιστών κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής (1941 – 1944), οι οποίοι έδρασαν ως σύνδεσμοι και οργανωτές των Ελλήνων ανταρτών, μέχρι την σύλληψη τους από τους ξενόφερτους κατακτητές. Στην πραγματικότητα, το υπόψη σπήλαιο αποτελεί την κοίτη ενός υπόγειου ρέματος, που τους περισσότερους χειμερινούς μήνες είναι ενεργό, εκβάλλοντας ορμητικά τα νερά του στην επιφάνεια του εδάφους, ενώ τον υπόλοιπο καιρό η υδάτινη ροή είναι λιγοστή και εξέρχεται αρκετά χαμηλότερα, για να καταλήξει σε ένα κοντινό χείμαρρο. Έπειτα από το χάσμα της εισόδου του σχηματίζονται δύο αίθουσες και κατόπιν μετατρέπεται σε οχετό διαστάσεων περί τα 30 Χ 35 εκατοστά. Αφήνοντας πίσω το «Σπήλαιο των Άγγλων», το οποίο δεν συνίσταται να το επισκεφτεί κάποιος χωρίς την ανάλογη εμπειρία και τον κατάλληλο εξοπλισμό, μετά από σύντομη διαδρομή απαντάμε την αφετηρία του λιθόστρωτου με το πέτρινο εικονοστάσιο – περίπτερο, που οδηγεί στον σπηλαιώδη ναό της «Παναγιάς του Βράχου».
Αν και δεν παρατίθενται απτά ιστορικά στοιχεία για το μνημείο στις διάφορες πρωτογενείς πηγές, εντούτοις η καθιέρωση του ως μονυδρίου είναι συνυφασμένη με ένα πολεμικό γεγονός, που έλαβε χώρα στα μέσα του 15ου αιώνα και στάθηκε η αιτία για την ερήμωση της σημαντικής Βυζαντινής πόλης της Ταρσού, που ανήκε τότε στο Δεσποτάτο του Μυστρά. Στις 15 Μαϊου 1458, ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής επικεφαλής 80.000 ιππέων και μεγάλου αριθμού πεζών, εισβάλλει ανενόχλητος στην Πελοπόννησο, προκειμένου να τιμωρήσει τους υποτελείς του δεσπότες Θωμά και Δημήτριο Παλαιολόγο, για την απείθεια τους προς την Οθωμανική Υψηλή Πύλη. Αφού ανέθεσε στον Ελληνικής καταγωγής εξωμότη Μαχμούτ πασά, την πολιορκία του στιβαρού φρουρίου της Ακροκορίνθου, παρέλαβε το μισό στράτευμα και προέλασε δυτικά στην ενδοχώρα επί του εγκάρσιου δρομολογίου Κόρινθος – Νεμέα – Στυμφαλία – Φενεός, σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμα του. Αντικειμενικός σκοπός του τρομερού σουλτάνου ήταν η κατάληψη της φημισμένης Ταρσού, με τον επαρχιακό πληθυσμό της να ανέρχεται τότε περί τα 10.000 άτομα, που αποτελούνταν από γηγενείς κατοίκους αλλά και πάρα πολλούς Αρβανίτες μετανάστες.
Η μεσαιωνική πολίχνη είχε ιδρυθεί τον 8ο αιώνα και διέρχονταν περίοδο μεγάλης ακμής κατά την ύστερη Βυζαντινή εποχή, φέροντας το χαρακτηριστικό προσωνύμιο «Μεγάλοι Ταρσοί». Σε εκκλησιαστικό έγγραφο των χρόνων του αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού (1081 – 1118), μνημονεύεται η σύσταση της Επισκοπής Ταρσού και Ζήμαινας (Ζεμενού) με υπαγωγή στην μητρόπολη Κορίνθου, ενώ αναφέρεται και ως Ταρσοκορώνης(4), πιθανότατα από την προσάρτηση του ονόματος της αρχαίας πολίχνης «Κορώνεια», η οποία κείτονταν μεταξύ της Σικυώνας και της Κορίνθου, όπως αυτή καταγράφεται από τον συγγραφέα Στέφανο Βυζάντιο (τέλη 5ου αιώνα μ. Χ.) στο γεωγραφικό λεξικό του «Εθνικά», αλλά η θέση της παραμένει αταύτιστη. Ως έδρα επισκόπου, η Ταρσός διέθετε καθεδρικό ναό που ήταν αφιερωμένος στους Αγίους Ταξιάρχες(5) και τρεις ακόμα μικρότερες εκκλησίες. Το δε πλάτωμα πάνω από τον θεόρατο βραχώδη σχηματισμό της «Παναγιάς του Βράχου» ήταν τειχισμένο, τουλάχιστον στην σχετικά προσπελάσιμη δυτική πλευρά του και συνιστούσε το κάστρο της πόλης, το οποίο θα φάνταζε απόρθητο στα μάτια ενός επίδοξου εχθρού. Επιπλέον από εκεί επιτηρούνταν πλήρως η κοιλάδα του Όλβιου ποταμού και ο διάδρομος από το οροπέδιο του Φενεού προς την Ευρωστίνα και κατ’ επέκταση προς τα παράλια του Κορινθιακού κόλπου.
Το Οθωμανικό στράτευμα απέκλεισε την Ταρσό, αναγκάζοντας τους κατοίκους της σε εσπευσμένη συνθηκολόγηση έτσι ώστε να αποφύγουν τον αφανισμό, σε αντίθεση με τον θρύλο που τους θέλει να παραδόθηκαν με τον όρο να επιζήσουν, έπειτα από ηρωική αντίσταση για ικανό χρονικό διάστημα. Η πάγια τακτική των Τούρκων ήταν να μην ερημώνουν τις πόλεις, όταν καταλαμβάνονταν χωρίς να δοθεί μάχη, ούτε προέβαιναν σε περαιτέρω βιαιοπραγίες, προσφέροντας ένα δελεαστικό κίνητρο στον τοπικό πληθυσμό να υποταχθεί οικειοθελώς στον σουλτάνο. Ως αντάλλαγμα για την απαλλαγή τους από την διαφαινόμενη καταστροφή, οι Ταρσινοί υποχρεώθηκαν να προμηθεύσουν περίπου 300 εφήβους για τα γενιτσαρικά τάγματα. Ωστόσο, η κατάσταση μεταστράφηκε άρδην αφού ο Αρβανίτης οπλαρχηγός των περιχώρων ονόματι Δοξίης, αποφάσισε να οχυρωθεί στο κάστρο της πόλης στο πλάτωμα των «Κορινθιακών Μετεώρων», μαζί με ένα σώμα ντόπιων και Αρβανιτών πολεμιστών. Ο Μωάμεθ Β’ εξοργισμένος διέταξε να τεθούν υπό στενό πολιορκητικό κλοιό, αλλά οι σκληροτράχηλοι υπερασπιστές αμύνονταν σθεναρά για αρκετές ημέρες, παρά το γεγονός ότι οι εχθροί διέκοψαν άμεσα την παροχή νερού και είχαν εξαναγκαστεί να ζυμώνουν το ψωμί τους με το αίμα των ζώων που έσφαζαν. Τελικά, άρχισαν διαδικασίες διαπραγμάτευσης με τους Οθωμανούς, επιζητώντας έναν ειρηνευτικό συμβιβασμό. Όμως, κάποια μοιραία στιγμή, αυτοί οι θαρραλέοι πολιορκημένοι άφησαν αφύλαχτα τα οχυρώματα τους, δίνοντας την ευκαιρία στον σουλτάνο να κυριεύσει το κάστρο της Ταρσού με αιφνιδιαστική έφοδο(6).
Κατά την πιο διαδεδομένη εκδοχή, ακολούθησε η ανελέητη άλωση της Βυζαντινής πόλης και απηνής ανθρωποσφαγή του πληθυσμού, καθώς ο αδίστακτος Μωάμεθ Β’ δεν τήρησε την αρχική συμφωνία με τους Ταρσινούς, λόγω της απρόσμενης αντίδρασης του μαχητικού Αρβανίτη Δοξίη και των ανδρών του. Πάντως, δεν προκύπτει μέσα από την έγκριτη ιστορική βιβλιογραφία ότι διαπράχθηκαν ευρείας κλίμακας ωμότητες από το Οθωμανικό στράτευμα. Αναμφισβήτητα οι περισσότεροι κάτοικοι εξανδραποδίστηκαν κακοποιημένοι και διακομίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη ως σκλάβοι, εκτός από περίπου είκοσι Αρβανίτες αγωνιστές, από εκείνους που είχαν αντιταχθεί πεισματικά στο κάστρο της Ταρσού, στους οποίους επιβλήθηκε μία αποτρόπαια τιμωρία. Ο σουλτάνος διέταξε να τους συνθλίψουν με ξύλινα σφυριά, τους καρπούς και τα σφυρά των ποδιών(7) στο μέρος της οχύρωσης τους, σαν ένα εκφοβιστικό μήνυμα παραδειγματισμού προς οποιονδήποτε θα τολμούσε να εναντιωθεί στην βούληση του. Σε ανάμνηση αυτής της βάρβαρης πράξης, οι Τούρκοι αποκαλούσαν την τοποθεσία ως «Τοκμάκ Χισάρ (Tokmak Hisar)», που μεταφράζεται κυριολεκτικά ως «Φρούριο του Ξύλινου Σφυριού», με την Ελληνική παραλλαγή της επωνυμίας να είναι «Κάστρο των Σφυρών». Έκτοτε, η σημαίνουσα Ταρσός εγκαταλείφθηκε και μετατράπηκε σε ερειπιώνα, ενώ παραδόξως σταδιακά απαλείφθηκε κάθε πρόδηλο πολεοδομικό κατάλοιπο της, αναμένοντας πλέον την αρχαιολογική σκαπάνη να φέρει στην επιφάνεια κάποιο μεσαιωνικό ίχνος της. Οι ελάχιστοι διαφυγόντες κάτοικοι κατασκεύασαν τα πρώτα σπίτια στους οικισμούς Άνω και Κάτω Ταρσός, αλλά και στο σημερινό κεφαλοχώρι της Γκούρας.
Μέσα από την τραγική εξέλιξη της δήωσης της Ταρσού στα τέλη της άνοιξης του 1458, προέρχεται και η θρησκευτική παράδοση της καθιέρωσης του ρηγματώδους σπηλαίου της «Παναγιάς του Βράχου» ως λατρευτικού χώρου. Εκείνες τις ύστατες ώρες, οι δύσμοιροι Ταρσινοί προσπαθούσαν απεγνωσμένα να ξεφύγουν από την σύλληψη και την βαναυσότητα των Οθωμανών εκπορθητών. Τα προσφορότερα θύματα ήταν τα γυναικόπαιδα, που αιχμαλωτίζονταν με ευκολία. Αρκετές γυναίκες έσπευσαν να προσφύγουν στον δυσπρόσιτο βραχώδη σχηματισμό των «Κορινθιακών Μετεώρων», ευελπιστώντας μάταια ότι θα διασώζονταν από την μανία των αλλόπιστων. Οι Οθωμανοί τις καταδίωξαν και τις εγκλώβισαν στο χείλος των απότομων καταπτώσεων, από όπου τις έσπρωχναν στο χαοτικό κενό για να βρουν φρικτό θάνατο πάνω στα κοφτερά βράχια. Σύμφωνα με μία άλλη λαογραφική εκδοχή ορισμένες γυναίκες προτίμησαν να θυσιαστούν και ρίχτηκαν μόνες τους στο γκρεμό, επιδεικνύοντας το γενναίο φρόνημα τους, όπως θα έκαναν κατοπινά οι Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο στις 18 Δεκεμβρίου 1803 μπροστά στις ορδές του Αλή Πασά. Καθώς διαδραματίζονταν αυτές οι σκηνές αλλοφροσύνης, μία νεαρή μητέρα μαζί με το βρέφος της ικέτευε τους διώκτες της να την λυπηθούν, αλλά οι αμείλικτοι Τούρκοι την καταβαράθρωσαν. Η κοπέλα πέφτοντας επικαλέστηκε την Παναγία για την βοηθήσει να σωθεί και τότε μεταφέρθηκε με θαυματουργικό τρόπο, σώα και αβλαβής βαστώντας το παιδί της, εντός της σπηλαιώδους σχισμής στην βάση του κάθετου βράχου. Μόλις αποχώρησε το εχθρικό στράτευμα από την περιοχή της Ταρσού, η ευλαβής γυναίκα απόθεσε στο σημείο της σωτηρίας της μερικές εικόνες, από ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, που ανταποκρίθηκε άμεσα στο απελπισμένο κάλεσμα της. Έτσι λοιπόν, από την εκπλήρωση ενός τάματος καθαγιάστηκε το σπήλαιο και έγινε τόπος λαϊκού προσκυνήματος, προλαμβάνοντας την ονομασία «Παναγιά του Βράχου».
Σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις, γύρω στον 17ο αιώνα, στην σπηλαιώδη κοιλότητα εγκαταστάθηκαν μοναχοί και διασκεύασαν το εσωτερικό της σε ασκητήριο(8), με την οικοδόμηση διαδοχικών κτισμάτων, θεμελιώνοντας πρακτικά το υφιστάμενο μονύδριο, που αφιερώθηκε στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η δε θρησκευτική πανήγυρη του καθορίστηκε κάθε 23 Αυγούστου, στην απόδοση της εκδημίας της Θεομήτορος (εννιάμερα). Σε αυτή την ημερομηνία συνήθως εορτάζουν τα εκκλησιαστικά ιδρύματα, τα οποία φέρουν την επωνυμία «Παναγία Φανερωμένη», εξαιτίας μίας θαυματουργικής εμφάνισης της ίδιας Παρθένου Μαρίας ή της θεόσταλτης ανακάλυψης κάποιας παλαιάς εικόνας της. Κατά συνέπεια, η «Παναγιά του Βράχου» στην Κάτω Ταρσό απέκτησε και την παράλληλη ονομασία της «Φανερωμένης», παραπέμποντας στην διάσωση της νεαρής Ταρσινής μητέρας από την πνευματική παρουσία της Θεοτόκου. Μάλιστα, αναφέρεται παραδοσιακά ότι στα μοναστικά διαμερίσματα του λειτούργησε «κρυφό σχολείο» στους ζοφερούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, αν και κάτι τέτοιο εντάσσεται μάλλον στο γενικότερο πλαίσιο μίας στοιχειώδους εκπαίδευσης, που παρέχονταν αυτοβούλως από εγγράμματους ιερωμένους στα παιδιά των αγροτικών κοινοτήτων. Περί το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το μονύδριο της «Παναγιάς του Βράχου» εγκαταλείφθηκε, αλλά μεταγενέστερα ανατέθηκε η μέριμνα του σε μία μικρή γυναικεία αδελφότητα μοναζουσών, η οποία διέμενε σε τρία κελιά στο παρακείμενο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, στα 200 μέτρα νοτιοανατολικά από το σπήλαιο, μέχρι την διάλυση της στα 1993 (9).
Το μονύδριο της «Παναγιάς του Βράχου» είναι πάντοτε ανοιχτό και επισκέψιμο. Το έτος 2000 διενεργήθηκαν εργασίες ανάπλασης και αποκατάστασης, κυρίως του εξωτερικού χώρου του, οι οποίες περιλάμβαναν την ανακατασκευή του λιθόστρωτου με το υπαίθριο εικονοστάσιο – περίπτερο, της πέτρινης κλίμακας με τα 34 σκαλοπάτια και της πρόσοψης με το πρόπυλο της εισόδου και το καμπαναριό. Η σπηλαιώδης κοιλότητα έχει διαρρυθμιστεί σε επιμέρους χρηστικές ενότητες, προκειμένου να καλυφθούν οι ουσιώδεις ανάγκες ενός μοναστηριακού ιδρύματος. Μετά το πρόπυλο εισερχόμαστε στο πρώτο επίπεδο με τα τρία κτιστά διαμερίσματα, που διαθέτουν θολωτή οροφή και μία ακόμα αίθουσα. Στο δυτικό τοίχο του προθαλάμου και στο κάτω μέρος του, στα δεξιά από το παγκάρι, διακρίνεται η κόγχη με την υποδοχή του αγιάσματος, το οποίο ρέει διαρκώς μέσα από μία σχισμή στο Ιερό Βήμα του κυρίως ναού (καθολικού).
Μέσω μίας χαμηλής τοξωτής θύρας στην μεσοτοιχία, δίπλα από το προσκυνητάρι με την εικόνα της «Παναγίας Βρεφοκρατούσας», περνάμε στην αίθουσα του τυπικού πρόναου με την λιτή επίπλωση από λίγες καρέκλες και το τραπέζι με το βιβλίο των επισκεπτών. Περιμετρικά στα τοιχώματα είναι αναρτημένα φορητά εικονίσματα διαφόρων Αγίων, ενώ σε μία γωνία υπάρχει ένα ξύλινο προσκυνητάρι, επίσης με την παράσταση της «Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας», που όμως υποβαστάζει τον Χριστό και με τα δύο της χέρια μπροστά από το στήθος της και λαμπρύνεται από πέντε κανδήλες. Αυτή εικόνα είναι ζωγραφισμένη σε μονοκόμματο τεμάχιο ξύλου, έχοντας διαστάσεις 37 Χ 29 εκατοστά και πιστεύεται ότι είναι παλαιότατη, άνω των 200 ετών. Αξιοσημείωτα είναι και τα ποικίλα αναθηματικά αντικείμενα (τάματα), όπως ρουχισμός, κομποσχοίνια, φυλαχτά, μεταλλικές απεικονίσεις μελών του ανθρώπινου σώματος κ.α., τα οποία είναι κρεμασμένα σε σχοινιά στη ανατολική πλευρά. Το πλήθος των αφιερωμάτων φανερώνει την θαυματουργική ανταπόκριση της «Παναγιάς των Βράχων» στις συνειδήσεις των πιστών και την σεβάσμια υπόληψη της στις τοπικές κοινωνίες της ευρύτερης περιοχής. Είναι πολύ πιθανόν, ο πρόναος και ο προθάλαμος να χρησιμοποιούνταν ως κελιά εγκαταβίωσης από τους μοναχούς, στο διάστημα της λειτουργίας του μονυδρίου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, καθόσον είναι τα μόνα φυσικά φωτιζόμενα διαμερίσματα από τρία στενά παράθυρα στην πρόσοψη, που μοιάζουν με πολεμίστρες.
Η είσοδος στον κυρίως ναό, δηλαδή στο μοναστηριακό καθολικό, γίνεται μέσω ενός άλλου χαμηλού τοξωτού περάσματος στην μεσοτοιχία με τον πρόναο. Ο εξοπλισμός του εσωτερικού είναι και πάλι απέριττος και απαρτίζεται από μερικά ξύλινα καθίσματα, ποικίλες φορητές εικόνες στους τοίχους, ένα κρεμαστό πολυέλαιο, ένα μανουάλι και ένα ξύλινο αναλόγιο. Ωστόσο, το τέμπλο του ναού προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση και τονίζει την ήδη διάχυτη κατανυκτική ατμόσφαιρα. Από καλλιτεχνικής άποψης χαρακτηρίζεται ως έργο λαϊκής τεχνοτροπίας και διαθέτει δύο πύλες προς το Ιερό Βήμα, αντί για τρεις, λόγω του περιορισμένου χώρου. Οι δεσποτικές εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, είναι εξαιρετικά αξιόλογες και θεωρούνται ότι φιλοτεχνήθηκαν στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, από τον διακεκριμένο αγιογράφο Ασημάκη Σκαλτσά(10) από τα Σουδενά Καλαβρύτων. Επίσης, ξεχωρίζει και η σχεδόν ολόσωμη απεικόνιση του «Χριστού ευλογούντος» ως αρχιερέας, επί του παραπετάσματος της Ωραίας Πύλης. Ο δε προσανατολισμός του Ιερού Βήματος είναι προς τον βορρά και όχι προς την ανατολή, εξαιτίας της διαμόρφωσης της σπηλαιώδους κοιλότητας, ενώ στα τοιχώματα δημιουργήθηκαν κόγχες, εκ των οποίων στην κεντρική προσαρμόστηκε η Αγία Τράπεζα και οι εκατέρωθεν προορίζονταν για την Ιερά Πρόθεση, το Διακονικό και την εναπόθεση των εκκλησιαστικών σκευών.
Από ένα ακόμα πολύ χαμηλό θύρωμα στον δυτικό τοίχο του καθολικού, μπαίνουμε στην τελευταία αίθουσα του πρώτου επιπέδου της σπηλαιώδους κοιλότητας, στην οποία οι πλευρικές επιφάνειες έχουν παραμείνει βραχώδεις. Εδώ εκτιμάται ότι ήταν το μέρος αποθήκευσης τροφίμων και υλικών του μονυδρίου. Σήμερα υπάρχει ένα προσκυνητάρι με την εικονογραφική σκηνή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και μία ξύλινη λειψανοθήκη με οστά ιερομόναχων και απλών μοναχών, που ασκήτεψαν στην «Παναγιά του Βράχου», τοποθετημένη σε λαξευμένη εσοχή στο νότιο τοίχωμα, αμέσως μετά το θύρωμα. Δίπλα από την οστεοθήκη ξεκινάει ένα ξύλινο κλιμακοστάσιο, μέσω του οποίου γίνεται η άνοδος στον εξώστη, ενδεχομένως ανακατασκευασμένου το 1929, όπως υποδηλώνεται από την χαραγμένη χρονολογία στο ακραίο γείσωμα του. Από εκεί η θέα προς τις βορειοδυτικές παρυφές του όρους Κυλλήνη (Ζήρεια) είναι απολαυστική και καθηλώνει τον εκάστοτε επισκέπτη. Αν τώρα κοιτάξει κανείς ακριβώς πάνω από τον εξώστη, θα παρατηρήσει ένα υπερκείμενο λιθόκτιστο πατάρι με μία τετράγωνη καταπακτή στο μέσο του, που παλαιότερα πρέπει να ήταν ξύλινο. Πρόκειται για το δεύτερο επίπεδο του σπηλαίου, το οποίο μάλλον αποτελούσε μέρος απομόνωσης και πνευματικής ασκήσεως και η πρόσβαση πραγματοποιούνταν με ανεμόσκαλα. Εικάζεται δε πως σε αυτό το συμβατικό υπερώο, ενίοτε κατέφευγαν οι κυνηγημένοι κάτοικοι των περιχώρων από τους Τούρκους, με τους μοναχούς να το παρουσιάζουν παραπλανητικά σαν την ψευδοροφή του εξώστη.
Το μονύδριο της «Παναγίας του Βράχου» είναι μυσταγωγικό μνημείο της μεταβυζαντινής περιόδου, θεμελιωμένο στην καρδιά του μεγαλοπρεπούς βραχώδους σχηματισμού των «Κορινθιακών Μετεώρων». Εκτός από την θρησκευτική φυσιογνωμία του, αντικατοπτρίζει και την ιστορία της χαμένης μεσαιωνικής πολίχνης της Ταρσού, έχοντας κηρυχθεί ως αρχαιολογικός χώρος με το ΦΕΚ 473/Β/17-12-1962 (ΥΑ 15904/24-11-1962). Βρίσκεται σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον ανεπανάληπτου φυσικού κάλλους, ιδανικό τόπο προορισμού για φυσιολάτρες, και προσφέρεται για μία περιηγητική απόδραση από την καθημερινότητα στην ορεινή Κορινθία, σε συνδυασμό με τα κοντινά αξιοθέατα του αρχαίου Φενεού και της τεχνητής λίμνης Δόξας ή με εναλλακτικές πεζοπορικές διαδρομές στην εγγύτερη περιοχή. Σε κάθε περίπτωση το ιδιόρρυθμο μοναστηριακό κτίσμα της Κάτω Ταρσού, δύναται να συμπεριληφθεί δικαιωματικά ανάμεσα στα πιο εξέχοντα σπηλαιώδη εκκλησιαστικά μνημεία της Πελοποννήσου.
Ως επιμύθιο του παρόντος άρθρου παραθέτονται τα Μεγαλυνάρια της «Παναγίας του Βράχου», τα οποία είναι ποιήματα του σύγχρονου υμνογράφου της Ορθόδοξης Εκκλησίας Χαράλαμπου Μπούσια(11), που σύνθεσε τον οικείο Παρακλητικό Κανόνα της το 2004:
«Χαίροις αντιλήπτωρ θερμή Ταρσού, χαίροις Κορινθίας φύλαξ, πρόμαχε και φρουρέ, χαίροις χριστωνύμων προστάτις, Θεοτόκε, του Βράχου Παναγία, χαρίτων χείμαρρε».
«Στήριζε τη ράβδω Σων προσευχών, εν τη πίστει πάντας προσιόντας τω Σω ναώ, Κεχαριτωμένη, του Βράχου Παναγία, και κατασπαζομένους Σου το εκτύπωμα».
«Ως πότε διέσωσας θαυμαστώς βρέφος και μητέρα την πεσούσαν, Μήτερ Θεού, εκ του Σου σπηλαίου εις τον κρημνόν, Παρθένε, του Βράχου Παναγία, σώζε τους πρόσφυγας».
«Εν τη πέτρα στήριξον εντολών του σεπτού Υιού Σου, εγκαλλώπισμα του Ταρσού, τους προσερχομένους, του Βράχου Παναγία, ως εις την πηγήν χαρίτων τω θείω οίκω Σου».
«Ήμαρ σωτηρίας χρυσοφαές, Βράχου Παναγία, εξανάτειλον εν σκιά, των παθών κειμένοις και φώτισον τα σκότη των Σοί καταφευγόντων, Θεογεννήτρια».
«Λύτρωσαι τους δούλους Σου, Αγαθή, χαλεπών κινδύνων και εχθίστου επιβουλής, χάριτί Σου θεία, του Βράχου Παναγία Ταρσού, η τας χορείας πάντοτε σκέπουσα».
Κείμενο – Φωτογραφίες:
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
25 Αυγούστου 2016
Επεξηγηματικές Σημειώσεις
1. Η Κάτω Ταρσός ανήκει στο Δημοτικό Διαμέρισμα Φενεού του Δήμου Σικυωνιών και έχει 11 καταγραμμένους κατοίκους (απογραφή 2011). Ο οικισμός απέχει από το Κιάτο 58 χιλιόμετρα μέσω της επαρχιακής οδού προς Ξυλόκαστρο – Τρίκαλα – Φενεός.
2. Ως μονύδριο χαρακτηρίζεται ένα μικρό μοναστήρι.
3. Η ονομασία δόθηκε από τον σπηλαιολόγο Νίκο Λελούδα, ο οποίος εξερεύνησε διεξοδικά μαζί με τους συνεργάτες του και το σπήλαιο της «Παναγίας του Βράχου».
4. Η επωνυμία «Ταρσοκορώνη» προκάλεσε την εντελώς εσφαλμένη αντίληψη, ότι τα όρια της συγκεκριμένης εκκλησιαστικής περιφέρειας εκτείνονταν μέχρι την απομακρυσμένη Κορώνη της Μεσσηνίας.
5. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου στην ευθεία νοτιοδυτικά από την τοποθεσία της «Παναγιάς του Βράχου», βρίσκεται μία αναπαλαιωμένη εκκλησία που τιμάται στο όνομα των Αγίων Ταξιαρχών. Σύμφωνα με μία ελκυστική εκδοχή, ανεγέρθηκε μεταγενέστερα στο σημείο του ομώνυμου κατεστραμμένου καθεδρικού ναού της Βυζαντινής Ταρσού, η οποία θεωρείται από πολλούς μεσαιωνολόγους ότι απλώνονταν σε αυτή την περιοχή.
6. Τα συμβάντα της κατάληψης της Ταρσού από τους Οθωμανούς, περιγράφονται από τον διαπρεπή Άγγλο ιστορικό Ουίλλιαμ Μίλλερ (William Miller, 1864 – 1945) στο έργο του «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, 1204 – 1566», σελίδες 500 – 501, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 1990.
7. Τα σφυρά είναι τμήματα της ποδοκνημικής άρθρωσης, δηλαδή στο σημείο που συναντιέται η περόνη, η κνήμη και ο αστράγαλος του ποδιού.
8. Σε ορισμένες διαδικτυακές πηγές σημειώνεται ότι η οικοδόμηση του ναού της «Παναγίας του Βράχου» έγινε κατά τον 14ο αιώνα, την ίδια εποχή με την ανέγερση της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Φενεού (παλαιομονάστηρο) Η εκδοχή αυτή δεν ευσταθεί με βάση την χρονική αλληλουχία των γεγονότων.
9. Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας παραμένει κλειστό, μολονότι στο πρόσφατο παρελθόν πραγματοποιήθηκαν κάποιες ενέργειες ανασύστασης του και πάλι ως γυναικείο ησυχαστήριο, που όμως δεν ευοδώθηκαν.
10. Ο αναφερόμενος Καλαβρυτινός καλλιτέχνης ήταν συντοπίτης με τον ομώνυμο του, επιφανή αγωνιστή της επανάστασης του 1821, Ασημάκη Σκαλτσά και η πιθανή συγγένεια μεταξύ τους ίσως να βοήθησε στην εξάπλωση της φήμης του ζωγράφου.
11. Τα Μεγαλυνάρια καταχωρήθηκαν με την αρχαΐζουσα σύνταξη και την ορθογραφία του υμνογράφου, αλλά σε μονοτονικό σύστημα, λόγω μη διαθέσιμης πολυτονικής εφαρμογής στον Η/Υ του γράφοντος.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Εξερευνώντας την υπόγεια Ελλάδα: Τα σπήλαια, μύθοι και πραγματικότητα», Νίκος Λελούδας, σπηλαιολόγος, τόμος Β’ (σελίδες 25 – 26), εκδόσεις «Ελεύθερη Σκέψις», Αθήνα, 2005.
2. «Η Φενεός ανά τους αιώνες», Τάκης Αθ. Μπουγιούκος., εκδόσεις «Παρισιάνος», Αθήνα, 1973 – 1976 (Όσον αφορά ιστορικά στοιχεία σχετικά με την Ταρσό Κορινθίας).
3. «Φενεός: Οδοιπορικό», Άγγελος Ν. Μπουβής, ιδιοέκδοση, Αθήνα, 1977 (Όσον αφορά ιστορικά στοιχεία σχετικά με την Ταρσό Κορινθίας).
4. «Το μοναστικό κτίσμα “Η Παναγιά του Βράχου”», άρθρο του Άγγελου Ν. Μπουβή στην διμηνιαία έκδοση «Πολιτιστικό Βήμα Μεσινού», αρ. φύλλου 27, σελίδα 16, Ιαν – Φεβ 2010.
5. «Ορθόδοξα Ελληνικά Μοναστήρια – Προσκυνηματικός Οδηγός» Δημήτριος Θ. Κόκορης, τρίτη έκδοσις, σελίδα 255, ιδιοέκδοση, Αθήνα, 2002.
6. villagesoffeneos.pblogs.gr/Η Παναγιά του Βράχου στον Κάτω Ταρσό Κορινθίας.
7. www.feneos.gr/info/Παναγιά του Βράχου.
8. www.diakonima.gr/Μοναστικό κτίσμα «Η Παναγιά του Βράχου Ταρσού».
9. https://el.wikipedia.org/Ταρσός Κορινθίας.
10. www.saint.gr/Μεγαλυνάρια της Παναγίας.
Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.