Αν ένας τυχαίος ιστοριοφίφης ρωτήσει αν διασώζεται κάποιο μνημείο της μεσαιωνικής περιόδου στο Κιάτο ή στα περίχωρα του, είναι απολύτως βέβαιο ότι θα λάβει αρνητική απάντηση. Κι όμως υπάρχουν τα πενιχρά οικοδομικά κατάλοιπα ενός σχεδόν τετράγωνου πύργου κρυμμένα από τα αγριόχορτα, σε απόσταση περίπου 1100 μέτρων νοτιοδυτικά από το κέντρο του Πασίου. Το ερειπωμένο κτίσμα βρίσκεται στο επίπεδο πλάτωμα με υψόμετρο 90 μέτρα, επί του άκρου της τριγωνικής εδαφικής έξαρσης με το τοπωνύμιο «Μαγούλα», η οποία σχηματίζεται από τις χαραδρώσεις του ρέματος Κυρίλλου και του ρέματος που εκπορεύεται και από την πηγή «Βρωμόβρυση»(1). Η πρόσβαση γίνεται ευκολότερα από την κατεύθυνση προς το κοιμητήριο του οικισμού και κατόπιν ακολουθώντας τον χωματόδρομο μέχρι τις υπώρειες του διαλαμβανόμενου υψώματος, από όπου θα απαιτηθεί μία ολιγόλεπτη ανάβαση για την κορυφή μέσα από την βλάστηση, καθώς δεν υφίσταται κάποιο εμφανές μονοπάτι, ενώ η βόρεια παρυφή κλείνεται από μία περιφραγμένη αγροτοκτηνοτροφική ιδιοκτησία. Στην συγκεκριμένη τοποθεσία έχουν ανακαλυφθεί κεραμικά όστρακα της Νεολιθικής εποχής (6.800 – 3200 π. Χ.), που υποδηλώνουν την παρουσία μίας μικρής οικιστικής εγκατάστασης κατά την απώτερη αρχαιότητα.
Από τον μοναχικό πύργο διατηρούνται ακόμα μόνο τα τοιχώματα της βασης του σε ύψος γύρω στα 1,4 μέτρα. Διέθετε οριζόντιες διαστάσεις 7 Χ 7,5 μέτρα και ήταν κατασκευασμένος από μερικώς κατεργασμένους λίθους και ευμεγέθεις γωνιόλιθους, αρμολογημένους με κονίαμα και σφηνοειδή κεραμικά θραύσματα στα ενδιάμεσα κενά. Το είδος της τοιχοποίας του παραπέμπει σε μία πιθανή χρονολόγηση της ανέγερσης του την περίοδο της Φραγκοκρατίας (13ος – 15ος αιώνας), αν και είναι δύσκολο να εξαχθεί ένα ασφαλές συμπέρασμα λόγω της κακής κατάστασης του μνημείου. Ο επιχειρησιακός σκοπός του μεσαιωνικού πύργου πρέπει να ήταν κυρίως εποπτικός παρά αμυντικός. Από την δεσπόζουσα θέση του επιτηρείται ο ευρύς πεδινός διάδρομος έως τα παράλια, από τον οποίο διέρχεται ο στρατηγικός οδικός άξονας που συνδέει την Κορινθία με την Αχαΐα και παράλληλα ελέγχεται άμεσα το εισερχόμενο δρομολόγιο από το Κιάτο προς την Αργολίδα και την Αρκαδία. Παραδόξως αυτή η μεμονωμένη οχύρωση δεν μνημονεύεται σε γραπτά ιστορικά κείμενα, με συνέπεια να αγνοείται από την συντριπτική πλειοψηφία των ερευνητών και να μην περιλαμβάνεται σε κανένα περιηγητικό βιβλίο ή φυλλάδιο, ενώ επισημάνθηκε μόλις πρόσφατα από τους αρχαιολόγους. Ωστόσο, θα προσπαθήσουμε να συσχετίσουμε την ύπαρξη της με ένα πολεμικό επεισόδιο, που έλαβε χώρα στην εγγύτερη περιοχή κατά τον δεύτερο χρόνο της Ελληνικής επανάστασης του 1821.
Έπειτα από την συντριπτική νίκη των Ελληνικών όπλων στις καθοριστικές μάχες στα Δερβενάκια και στο Αγιονόρι στις 26 και 28 Ιουλίου 1822 αντίστοιχα, ο Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης επικεφαλής του αποδιοργανωμένου στρατεύματος του αποχώρησε ταπεινωμένος στην Κόρινθο. Στις 30 Ιουλίου διενεργήθηκε συμβουλιο των οπλαρχηγών στα Δερεβνάκια, με πρωτοστάτη τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και αποφασίστηκε ο περιορισμός από την ξηρά της εναπομένουσας Τουρκικής δύναμης εντός των ορίων της Κορινθιακής επαρχίας. Στα πλαίσια υλοποίησης του επιχειρησιακού σχεδίου, ο Υψηλάντης, ο Νικηταράς και ο Παπαφλέσσας απέκλεισαν τις διόδους από τον Ισθμό, ενώ ο Κολοκοτρώνης έδωσε εντολή να εγκατασταθούν ικανοποιητικές φρουρές στις ορεινές διαβάσεις μεταξύ Κορίνθου και Άργους. Ο ίδιος μαζί με τους Π. Γιατράκο, Δ. Πλαπούτα, Δ. Δηληγιάννη, Ντ. Χρηστόπουλο, Απόστολο και Γενναίο (Ιωάννη) Κολοκοτρώνη, κινήθηκαν δυτικά και στρατοπέδευσαν στο Σούλι (Σικυώνος), πιθανότατα την 1 Αυγούστου, διαθέτοντας 3.000 με 3.500 αγωνιστές. Ταυτόχρονα, κατέφτασαν και οι Πετιμεζαίοι με άλλους 500 – 700 άνδρες στην περιοχή των σημερινών χωριών Μικρός και Μεγάλος Βάλτος (Βάλτσες). Την επόμενη ημέρα, ο Κολοκοτρώνης διέταξε τον νεαρό γιό του Γενναίο να προωθηθεί προς τα Βασιλικά και να οχυρωθεί στην θέση «Κιάκριζα (ή Τσάκριζα)» λειτουργώντας ως προφυλακές μάχης, όπου και τον συνάντησε ο Αγγελής Γάτσος με 90 Μακεδόνες, ανεβάζοντας την προωθημένη δύναμη του αποσπάσματος γύρω στους 1.300 πολεμιστές.
Σε αυτό το σημείο της διήγησης κρίνεται σκόπιμο να γίνει ορισμένες τοπογραφικές διευκρίνισεις, οι οποίες είναι ουσιώδεις για την εξέλιξη και τον προδιορισμό των επακόλουθων γεγονότων. Στις περισσότερες από τις πρωτογενείς και μεταγενέστερες πηγές, παρατίθεται ασαφώς ότι ο Γενναίος παρατάχτηκε ή κατέλαβε τα Βασιλικά για να τα προφυλάξει, ένα μέρος που από την πλειονότητα των ερευνητών ταυτίζεται με την ίδια την σύγχρονη κωμόπολη του Βασιλικού (Αρχαία Σικυώνα). Όμως αυτή η επικρατούσα αντίληψη θα πρέπει θα θεωρηθεί αρκούντως παραπλανητική, καθώς με την επωνυμία Βασιλικά φαίνεται ότι αποκαλούνταν γενικότερα τα υπερυψωμένα κράσπεδα εκατέρωθεν του ποταμού Ελισσώνα, στο βορειοτερο εκ των οποίων διέρχεται ο επαρχιακός δρόμος Κιάτου – Σουλίου. Ο αγωνιστής Νικόλαος Σπηλιάδης στα «απομνημονεύματα» του είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικός, καταγράφοντας ότι ο Γενναίος Κολοκοτρώνης οχυρώθηκε στην θέση «Κιάκριζα (ή Τσάκριζα)». Το υπόψη τοπωνύμιο εμφανίζεται στους λεπτομερείς τοπογραφικούς χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (ΓΥΣ), προδιορίζοντας την περιοχή κατά μήκος του προαναφερθέντος δρόμου, αμέσως μετά την ανηφορική όδευση του από την τοποθεσία «Αρκούδα», αφήνοντας μηδενικά περιθώρια αμφισβήτησης. Άλλωστε, αν οι Ελληνικές προφυλακές μάχης καταλάμβαναν όντως το σημερινό Βασιλικό, θα δυσχεραίνονταν εξαιρετικά η επικοινωνία με το κύριο σώμα και τον σταθμό διοικήσεως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο Σούλι, λόγω του δύσβατου και διακοπτόμενου εδάφους, ενώ δεν εξασφαλίζονταν κάποια καίρια πρόσβαση τακτικής σημασίας προς την ενδοχώρα της Πελοποννήσου. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τις τοπογραφικές ενδείξεις και την ροή των πολεμικών συμβάντων που διαδραματίστηκαν μετέπειτα, το απόσπασμα του Γενναίου αναπτύχθηκε στην υποδειχθήσα θέση «Κιάκριζα» και κατά την άποψη του γράφοντος ενδεχομένως να εξέπεμψε ορισμένες ομάδες επαναστατών σε επιλεγμένα σημεία ως προκεχωρημένα τμήματα προκαλύψεως και παρατήρησης, ένα εκ των οποίων ίσως να επάνδρωσε και το έξαρμα του μεσαιωνικού πύργου στην τοποθεσία «Μαγούλα» του Πασίου.
Την νύχτα στις 3 Αυγούστου 1822, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καθόρισε κάθε άνδρας να ανάψει από τρεις φωτιές επί των κορυφογραμμών και να τις διατηρήσει για δύο ώρες, προκειμένου να επιδείξει στους Τούρκους ότι είχε συγκεντρώσει μία πολυάριθμη δύναμη. Στις 7 Αυγούστου, ο Δράμαλης δοκίμασε για πρώτη φορά να δημιουργήσει ρήγμα και να διασπάσει τον ασφυκτικό κλοιό, με σκοπό να ανοίξει την διόδο προς την Πάτρα, αποστέλλοντας ένα στρατιωτικό σώμα από την Κόρινθο προς το Κιάτο και τα Βασιλικά. Αμέσως, ο Κολοκοτρώνης διέταξε τον Γιατράκο, τον Πλαπούτα και τους Πετιμεζαίους να κινηθούν για να ενισχύσουν τον Γενναίο, ο οποίος είχε ήδη εμπλακεί σε αψιμαχίες στους σταφιδαμπελώνες του Κιάτου. Οι Έλληνες επαναστάτες επέδραμαν σύσσωμοι και με ορμή πάνω στους εχθρούς, κατορθώνοντας να τους απωθήσουν και τελικά να τους εκδιώξουν, σκοτώντας εξήντα από αυτούς και έχοντας απώλειες μόλις τεσσάρων ανδρών.
Μετά την παρέλευση πέντε ημερών, στις 12 Αυγούστου 1822, οι Τούρκοι πραγματοποιήσαν νέα έξοδο προς την ίδια κατεύθυνση με σύσωμο το αναδιοργανωμένο στράτευμα τους. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης παραλαμβάνοντας μόνο ογδόντα επίλεκτους αγωνιστές κατέβηκε στην πεδιάδα του Κιάτου, κατά πάσα πιθανότητα στην τοποθεσία της «Αρκούδας», και άρχισε να μάχεται συγκρατώντας σθεναρά σχεδόν ολόκληρη την εχθρική δύναμη. Παρά την σφοδρότητα της επίθεσης τους, οι Τούρκοι δεν κατόρθωσαν να τον εκτοπίσουν από την θέση του, διότι είχε τα νώτα του ασφαλισμένα από το υπόλοιπο απόσπασμα του, το οποίο είχε καταλάβει έναν «οχυρό τινά λόφο πλησίον του», όπως αναφέρει ο Νικόλαος Σπηλιάδης. Εξετάζοντας την μορφολογία του πεδίου της μάχης, μπορούμε να προβούμε στην αληθοφανή υπόθεση ότι αυτός ο «οχυρός λόφος» είναι το ύψωμα του μεσαιωνικού πύργου στο Πάσιο, ο οποίος ίσως να διασώζονταν σε μεγαλύτερο ύψος ή ακόμα να ήταν και ακέραιος, αποτελώντας πρώτης τάξεως σημείο στηρίγματος, με δεδομένο ότι η απόσταση του στην ευθεία από το πλάτωμα της «Αρκούδας» είναι περί τα 200 – 230 μέτρα και το δρασικό βεληνεκές των καριοφιλιών έφτανε τα 300 με 400 μέτρα(2), ενώ ο Γενναίος με τους επίλεκτους άνδρες του ενδεχομένως να είχε ταχθεί κατά μήκος του νότιου χείλους της χαράδρωσης του ρέματος του Κυρίλλου.
Σύντομα τον μαχόμενο Γενναίο συνέδραμαν τα αγήματα του Γιατράκου, του Πλαπούτα και των Πετιμεζαίων. Συνενωμένοι οι επαναστάτες εφόρμησαν εναντίον των Τούρκων και τους εξεβίασαν σε αποχώρηση. Η έκβαση την μάχης διαγράφονταν και πάλι νικηφόρα για τα Ελληνικά όπλα. Ωστόσο, μερικοί απερίσκεπτοι άνδρες από το σώμα του Καλαβρυτινού οπλαρχηγού Αναγνώστη Πετιμεζά (ή Πετμεζά)(3), ο οποίος μέχρι τότε πολεμούσε με επιτυχία, επέδειξαν απείθαρχη συμπεριφορά, σπέυδοντας να λαφυραγωγήσουν ένα άλογο που είχαν αφήσει επίτηδες ελεύθερο οι εχθροί μέσα σε ένα σταφιδαμπελώνα για δόλωμα(4). Ξαφνικά τους επιτέθηκαν περίπου εξήντα ενεδρεύοντες Τούρκοι σκοτώνοντας έναν από αυτούς και καταδιώκοντας τους. Η ασύστολη φυγή των λίγων απρόσεκτων Ελλήνων έφερε πανικό και γενική αναστάτωση. Οι μόνοι που δεν εγακτέλειψαν τις θέσεις τους ήταν ο αρχηγός του σώματος Αναγνώστης Πετιμεζάς και ο δεκαεπτάχρονος γιός του Σωτήρης. Μάλιστα, προσπάθησαν να εμποδίσουν τους διαφέυγοντες και τους παρότρυναν να τους μιμηθούν, αλλά δεν εισακούστηκε το κάλεσμα τους και μοιραία φονεύθηκαν και οι δύο επιτόπου.
Οι Τούρκοι αναθάρρησαν από τον διασκορπισμό του σώματος του Πετιμεζά και επιτέθηκαν πλέον μαζικά και κατάφεραν να διασπάσουν τις Ελληνικές θέσεις, εξαναγκάζοντας τα τμήματα του Γιατράκου και του Πλαπούτα σε άτακτη υποχώρηση προς την κατεύθυνση του Σουλίου. Σε αυτή την φάση της σύγκρουσης θανατώθηκαν δύο γενναίοι υπαρχηγοί, ο Γιαννέτας Μιστριώτης (Γιαννετάκης Παναγιώτης) και ο Οικονόμου Παπα – Καλομοίρης από τον Μυστρά, καθώς και αρκετοί άλλοι στρατιώτες. Παρά την επικρατούσα αναταραχή, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης κατάφερε να διατηρήσει την συνοχή του αποσπάσματος του στην τοποθεσία της «Αρκούδας» και να αναχαιτίσει την επέλαση του εθρικού ιππικού, το οποίο δεν μπορούσε να περάσει από άλλο μέρος για να κυνηγήσει τους οπισθοχωρούνες αγωνιστές. Το αξιέπαινο παράδειγμα του Γενναίου λειτούγησε ανασταλτικά και οι άνδρες των Γιατράκου και Πλαπούτα επανήλθαν στους σταφιδαμπελώνες του Κιάτου, παρακινούμενοι και από τις φωνές των οπλαρχηγών τους, μαζί και με τους Πετιμεζαίους. Οι Τούρκοι αντιμετωπίζοντας την δυναμική επιστροφή των επαναστατών, αποχώρησαν βεβιασμένα προς την Κόρινθο αφήνοντας στο πεδίο της μάχης περίπου 250 νεκρούς και έχοντας πολλούς τραυματίες(5). Κατά την συμπλοκή σκοτώθηκαν συνολικά 57 Έλληνες αγωνιστές, κυρίως από τα Καλάβρυτα και τον Μυστρά, οι οποίοι φέρεται να ενταφιάστηκαν λίγο βορειότερα από το ρέμα του «Κυρίλλου», ανάμεσα στον οικισμό «Βαλτσαίικα» και στο Πάσιο, και κοντά την πηγή της Βρωμόβρυσης, εκτός από τον Αναγνωστη Πετιμεζά που κηδεύτηκε στον Μεγάλο Βάλτο. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Κασκαρέλη(6), πάνω σε ένα λοφίσκο στα αριστερά της πηγής «Βρωμόβρυση», διασώζονταν» έως τα τέλη του 19ου αιώνα, ο τύμβος των πεσόντων διαθέτοντας κωνοειδές σχήμα με περίμετρο 54 βημάτων και διάμετρο 19 βηματών.
Στο σημείο που πιστεύεται ότι φονεύθηκε ο Αναγνώστης Πετιμεζάς στην τοποθεσία της «Αρκούδας», διαμορφώθηκε στην νεότερη εποχή σε ένα μικρό πευκόφυτο αλσύλλιο και κατασκευάστηκε ένα μνημείο με την προτομή του οπλαρχηγού, φιλοτεχνημένο από τον σπουδαίο γλύπτη Φάνη Σακελλαρίου (1916 – 2000) με καταγωγή από την Λαύκα Στυμφαλίας. Πριν από μερικά χρόνια, το χάλκινο γλυπτό μεταφέρθηκε στην πλατεία Ελευθερίας του Κιάτου και τοποθετήθηκε μροστά από το Δημαρχείο Σικυωνιών, με αιτιολογία τον κίνδυνο μίας ενδεχόμενης κλοπής της προς εκποίηση του χαλκού από αδίστακτους επιτήδειους. Όμως, ο χώρος του αλσυλλίου καταδικάστηκε στην αφάνεια και σήμερα παρουσιάζει αλγεινή εικόνα, έχοντας απομείνει μόνο το υπόβαθρο του πρώην μνημείου και ένας σιδερένιος ιστός σημαίας δίπλα του. Κατά την γνώμη του συντάκτη, είναι απολύτως επιβεβλημένη η προσαρμογή μίας μαρμάρινης πινακίδας επ’ αυτού, στην οποία να αναγράφονται συνοπτικά τα συμβάντα στην αποκαλούμενη «μάχη του Βασιλικού» στις 12 Αυγούστου 1822, που στην πραγματικότητα έλαβε χώρα στους σταφιδαμπελώνες της πεδιάδας του Κιάτου. Επίσης, ως ελάχιστος φόρος τιμής στους νεκρούς Έλληνες αγωνιστές, θα επρεπε να καθιερωθεί μία εκδήλωση μνήμης στα πλαίσια του θεσμού των ετήσιων «Σικυωνίων» στην συγκεκριμένη ημερομηνία, έτσι ώστε η θυσία τους για την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τον Τουρκικό ζυγό να αποκτήσει την δέουσα προβολή. Ο δε ερειπωμένος μεσαιωνικός πύργος στην θέση «Μαγούλα» Πασίου με τις φυτεμένες ελιές στο εσωτερικό του, αντιπροσωπεύει περίτρανα τους τόπους που εξακολουθούν πεισματικά να διαφυλάττουν κρυμμένη την ιστορική μνήμη τους, κάτω από το πέπλο της σύγχρονης αδιαφορίας για την πολιτιστική μας κληρονομιά.
Κείμενο – Φωτογραφίες:
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
03 Αυγούστου 2016
Επεξηγηματικές Σημειώσεις
1. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες της θέσης είναι: πλάτος 38.006596 Β και μήκος: 22.723387 Α.
2. Το ωφέλιμο βεληνεκές του καριοφιλιού ανέρχονταν στα 500 μέτρα.
3. Ο Αναγνώστης Πετιμεζάς (ή Πετμεζάς) κατάγονταν από τα Σουδενά Καλαβρύτων και ανήκε στην ιστορική οικογένεια των Πετιμεζαίων. Μετείχε στην πανηγυρική κήρυξη της επανάστασης στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας και έλαβε μέρος σε διάφορες μάχες, κατά τα δύο πρώτα έτη του εθνικοαπελευθερωτικού ενάντια στους Τούρκους δυνάστες.
4. Το τέχνασμα των Τούρκων με το άλογο συχνά αγνοείται ή υποβαθμίζεται από τους νεότερους ιστορικούς ερευνητές, προκειμένου να δοθεί μία περισσότερο ηρωική απόχρωση στα γεγονότα.
5. Κατά την επάνοδο τους στην Κόρινθο, οι Τούρκοι συνάντησαν στον δρόμο το σώμα του Αντώνη Κολοκοτρώνη και του Γεώργιου Δημητρακόπουλου (ή Αλωνιστινιώτη), αλλά ήταν τόσο καταπονημένοι που απέφυγαν να εμπλακούν σε νέα αψιμαχία, αν και υπερείχαν σε ιππικό και το μέρος το μέρος ήταν ομαλό ευνοώντας την έφιππη εφόρμηση.
6. Ο Γεώργιος Κασκαρέλης γεννήθηκε στο Κιάτο το 1949. Διατέλεσε στέλεχος σε διάφορους Τραπεζικούς οργανισμούς. Ασχολήθηκε την έρευνα της τοπικής ιστορίας και της λαογραφίας της Σικυώνας και της ευρύτερης περιοχής, γράφοντας πολλά σχετικά βιβλία, με την εκχώρηση των συγγραφικών του δικαιωμάτων και χωρίς καμία αμοιβή.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Land of Sikyon. Archaeology and History of a Greek City State», Lolos Y. A., Hesperia Supplement v. 39, (pages 266, 483, 543), The American School of Classical Studies at Athens, Princeton, New Jersey, 2011.
2. «Απομνημονεύματα συνταχθέντα υπό του Ν. Σπηλιάδου, δια να χρησιμεύσωσιν εις την νέαν ιστορίαν της Ελλάδος», Νικόλαος Σπηλιάδης, τόμος Α’ (σελίδες 423 έως 425), εκ του τυπογραφείου Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, Αθηνήσιν, 1851.
3. «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», υπό Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θεόδωρου Κολοκοτρώνου, (σελίδες 233 έως 237), Τύποις Π. Α. Σακελλαρίου, Αθηνήσι, 1858.
4. «Επίτομη και Χρονολογική «Η Ιστορία της Σικυωνίας, από το 5.000 π. Χ. έως το 2010 μ. Χ.», Γεώργιος Κασκαρέλης, εκδόσεις «ΕΥΡΩΠΡΙΝΤ», Αθήνα, 2010.
5. «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Σπυρίδων Τρικούπης, τόμος δεύτερος (σελίδες 289 έως 290), εκδόσεις: «Cube Selena ΑΕ», Αθήνα, 2013.
6. «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Απομνημονεύματα 1770 – 1836», Γεώργιος Τερτσέτης, (σελίδα 124), εκδόσεις: «Cube Selena ΑΕ», Αθήνα, 2013.
7. ecastles.culture.gr/pasio-magoulas.
8. https://averoph.wordpress.com/H μάχη στο Βασιλικό Κορινθίας (12 Αυγούστου 1822).
Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 13: Άποψη του λόφου με τα κυπαρίσσια πάνω από την πηγή «Βρωμόβρυση». Εδώ φέρεται ότι ενταφιάστηκαν οι πεσόντες Έλληνες αγωνιστές κατά την «μάχη του Βασιλικού» στις 12 Αυγούστου 1822 και όπου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα επιδεικνύονταν ο κωνοειδής τύμβος τους.
Δημοσίευση: Αυγούστου 03, 2016 - Κατηγορία: ΛΟΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.