Μικρό δοκίμιο περί ανεντιμότητας
Ελάχιστα πράγματα είναι πιο ανέντιμα από την απόκρυψη ή και την ωραιοποίηση της ραγδαία επεκτεινόμενης διάλυσης ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας. Διάλυση που αφορά τόσο τις ατομικές όσο και τις συλλογικές εκφράσεις και όλα τα επίπεδα των κοινωνικών λειτουργιών. Διότι όταν τόσοι άνθρωποι αποχωρούν, παραιτούνται οριστικά ή παρουσιάζουν κρίσιμα συμπτώματα σωματικής-ψυχικής αποσύνθεσης και κατάρρευσης κανείς δεν έχει το δικαίωμα να φλυαρεί με πλαδαρότητα και να καλλωπίζει με ιδεολογήματα το μέλλον, μοιράζοντας δωρεάν «ελπιδόγραφα».
Είναι επίσης ανέντιμη αλλά και παραπλανητική η εξίσωση των χειροπιαστών θεμάτων, των αναγκών και των ουσιωδών προβλημάτων των ανθρώπων με τις ιδεολογικές και κομματικές εμμονές αυτών που τους κυβερνούν. Η αποτυχία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να ωφελήσει το δυνατό δίκαια και συνολικά την κοινωνία βασίζεται κυρίως στην αδιαφορία της να προωθήσει πολιτικές πραγματικής ιδεολογικής υπέρβασης που θα οδηγούσαν στη σύγκλιση των δύο παραπάνω περιεχόμενων, δηλαδή του κοινωνικού με το ιδεολογικό. Αυτό γιατί τόσο η φύση της όσο και το βασικό μέλημά της ήταν και παραμένει ο προσηλυτισμός, η κατανάλωση πολιτικού χρόνου και μια επικοινωνιακή αντιπαράθεση με τα καταστροφικά για την κοινωνία προβλήματα. Δηλαδή τη συνεχιζόμενη αδικία στην κατανομή των βαρών, την άγρια ανισότητα, την ανεργία, το προσφυγικό και την άνοδο του φανατισμού. Στην ουσία στόχος αυτής της «αριστεροδέξιας» στροφής δεν υπήρξε η αποκατάσταση και ενδυνάμωση της ήδη κλονισμένης κοινωνικής συνοχής αλλά η ευκαιριακή διαχείριση μιας πολιτικής περίστασης, ώστε να ριζώσουν και να εδραιωθούν – οι εκχωρημένες από τους ψηφοφόρους εξουσίες – σε όλο μεγαλύτερα βάθη και πλάτη.
Μάλιστα σε μια κοινωνία όπου οι πολίτες δεν έχουν καμία δυνατότητα ελέγχου και συμμετοχής στις πολιτικές αποφάσεις, η διαχείριση αυτή αποδεικνύεται τελικώς μια σχετικά εύκολη υπόθεση. Εύκολη διότι τα περισσότερα από εκείνα τα υγιή τμήματα της κοινωνίας που θα μπορούσαν να αντισταθούν και να αντιπροτείνουν ένα άλλο αύριο, δηλαδή τα κοινωνικά κινήματα και οι αυτόνομες πολιτικές ομάδες, βρίσκονται υπό διάλυση, υπό καπέλωμα και/ή αφομοίωση, υπό ύπνωση, υπό κομματικοποίηση και τελικώς υπό αποχαύνωση. Σε αυτό φυσικά έχει συμβάλει ο διαχρονικός, γενικευμένος και συστηματικά καλλιεργούμενος φόβος, το ισχυρό έλλειμμα εμπιστοσύνης και η μαζική αίσθηση αδιεξόδου. Παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί (κατά τα φαινόμενα με επιτυχία) την κοινωνία σε θέση αναμονής τόσο με την συστηματική σπορά ελπίδας κυρίως στους νέους ανθρώπους και νέους ψηφοφόρους του, όσο και με τα μεγαλόπνοα σχέδιά του για ριζική αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Αλλαγή που θα έρθει τη μια μέσω της πάταξης της μεγάλης διαφθοράς και του πελατειακού κράτους και με την απόδοση ευθυνών και την άλλη μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης και του μετασχηματισμού του πολιτικού συστήματος.
Παραμερίζοντας την πάταξη της διαφθοράς και του πελατειακού κράτους αλλά και τη μοίρα που επιφυλάχθηκε στο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος το 2015, σε ό,τι αφορά στην συνταγματική αναθεώρηση, μια επιφανειακή και εμμονικά καλόπιστη ανάγνωση των θέσεων που αναπτύχθηκαν στο προαύλιο της βουλής θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι – κατά κάποιο τρόπο – η κυβέρνηση επιδιώκει να περιορίσει το μονοπώλιο στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Μονοπώλιο που διαχρονικά κατέχουν μόνο οι ισχυροί και οργανωμένοι επαγγελματίες της πολιτικής και της οικονομίας. Έτσι ο πρωθυπουργός μίλησε για το ενδεχόμενο ενός ανοιχτού δημοκρατικού διαλόγου στον οποίο θα εμπλακούν οι πολίτες. Επομένως θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι η κυβέρνηση άκουσε τον παλμό εκείνου του τμήματος της κοινωνίας που θέλει να αποφασίζει για το μέλλον του και που θέλει να συμμετέχει και να ρυθμίζει τα ζητήματα που το αφορούν άμεσα. Στα πλαίσια αυτής της κυβερνητικής “αφύπνισης” βασίστηκε και ο δεύτερος άξονας της συνταγματικής αναθεώρησης που αφορά στην «ενίσχυση των θεσμών άμεσης δημοκρατίας». Άσχετα από το κατά πόσο αυτοί πρέπει να ονομάζονται θεσμοί «άμεσης» δημοκρατίας ή θεσμοί άμεσης συμμετοχής, ο άξονας αυτός, περιλαμβάνει:
1) Υποχρέωση κύρωσης με δημοψήφισμα, οποιασδήποτε συνθήκης μεταβιβάζει κυριαρχικές αρμοδιότητες του Κράτους.
2) Δυνατότητα διενέργειας Δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία και συλλογή άνω των 500.000 υπογραφών για εθνικά θέματα.
3) Δυνατότητα διενέργειας Δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία και συλλογή άνω του 1 εκατομμυρίου υπογραφών, για ψηφισμένο νόμο, με εξαίρεση νόμους που αφορούν τα δημοσιονομικά.
4) Δυνατότητα διενέργειας Δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία και συλλογή άνω του 1 εκατομμυρίου υπογραφών για νομοθετική πρωτοβουλία από τους ίδιους τους πολίτες.
Φυσικά μετά την παρουσίαση των παραπάνω αρκετοί φανατικοί και δογματικοί οπαδοί του άκαμπτου κοινοβουλευτισμού, πολιτικοί, συνταγματολόγοι, δημοσιογράφοι, δημοσιολόγοι έσπευσαν να δηλώσουν ότι οι προτάσεις αυτές στην ουσία θεοποιούν εργαλειακά το δημοψήφισμα και μετατρέπουν την Ελλάδα σε όψιμη καρικατούρα της Ελβετίας. Ότι υπονομεύουν το αντιπροσωπευτικό μας σύστημα, ότι όλα τα κρίσιμα θέματα κινδυνεύουν να μετατραπούν σε πεδία σύγκρουσης με έντονα ηθικιστικά ή εθνικιστικά χαρακτηριστικά, ότι η κοινωνία μετατρέπεται σε χώρο συλλογής υπογραφών και άλλα πολλά. Ασφαλώς αυτή η υποτιμητική προς τους πολίτες, αριστοκρατική και ολιγαρχικών αντιλήψεων, στάση τους ήταν αναμενόμενη. Ωστόσο ελάχιστοι από τους παραπάνω (από όλο το πολιτικό φάσμα) ενημέρωσαν την κοινωνία ότι στην πραγματικότητα (τουλάχιστον για τα δημοψηφίσματα) το τρέχον πολιτικό σύστημα δεν χρειάζεται να ανησυχεί και ούτε φυσικά ανησυχεί, καθώς οι προτάσεις της κυβέρνησης για θέσπιση δημοψηφισμάτων, υπήρξε απλά ένα επικοινωνιακό τέχνασμα, καθώς στην πράξη αυτά θα είναι ανεφάρμοστα.
Και θα είναι ανεφάρμοστα διότι 500 χιλιάδες υπογραφές (πόσο μάλλον ένα εκατομμύριο) σε μια χώρα με τον πληθυσμό της Ελλάδας, νησιωτικού χαρακτήρα και με ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό ηλικιωμένων ανθρώπων, πολύ απλά δεν συγκεντρώνονται. Θα έπρεπε επομένως να εξηγηθεί στην κοινωνία από την κυβέρνηση για ποιο λόγο για παράδειγμα στην Ιταλία, με σχεδόν εξαπλάσιο πληθυσμιακό μέγεθος (περίπου 61 εκατομμύρια), το όριο υπογραφών για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος λαϊκής πρωτοβουλίας είναι το μισό (500.000 υπογραφές) από αυτό που πρότεινε ο πρωθυπουργός της Ελλάδας (δηλαδή 1.000.000 υπογραφές). Θα έπρεπε να απαντηθεί επίσης εάν για τη σύνταξη αυτών των προτάσεων επί των δημοψηφισμάτων μελετήθηκε η διεθνής εμπειρία και η σχετική πλούσια βιβλιογραφία που αφορά σε χώρες όπως η Ελβετία, η Ιταλία, το Λιχτενστάιν, η Ισλανδία, η Σλοβενία, η Λετονία, η Ιρλανδία, η Σλοβακία και άλλες. Διότι το περιεχόμενο των προτάσεων αυτών υποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή αυτή η εμπειρία δεν εξετάστηκε ούτε φυσικά λήφθηκε υπόψη. Σε αντίθεση με τη κυβέρνηση αξίζει να αναφερθεί η ομάδα πολιτών Δημοκρατία & Δημοψήφισμα η οποία με πραγματικά ελάχιστους πόρους στη διάθεσή της έχει εκπονήσει περισσότερες μελέτες επί του θέματος. Φαίνεται λοιπόν ότι με το απαγορευτικό αυτό όριο υπογραφών, οποιοδήποτε «από τα κάτω» δημοψήφισμα γίνεται για τους Έλληνες πολίτες μια προβολή ονείρου θερινής νυκτός και η σχετική συνταγματική πρόταση κενό γράμμα με στόχο την δημιουργία «ριζοσπαστικών» εντυπώσεων.
Και έτσι όσο η κοινωνία θα αναμένει την πολυπόθητη πάταξη της μεγάλης διαφθοράς και την κοσμογονική αλλαγή του πολιτικού συστήματος, τόσο οι δημοσκοπήσεις θα πληθαίνουν, τόσο ο πολιτικός χρόνος θα τελειώνει και η κυβέρνηση θα γίνεται όλο και πιο αναπτυξιακή, όλο και πιο κοινοβουλευτικά αυταρχική. Έτσι οι γνωστοί επόμενοι στην ανάληψη της εξουσίας θα στήσουν μια ακόμη παράσταση σωτηρίας, μια ακόμη πολιτική διαδοχή, και μια ακόμη παραλαβή χαμένου χρόνου και καμένης γης. Άλλωστε οι ιστορικά ανέντιμοι διαθέτουν μια κάποια δοκιμασμένη ευελιξία. Από την υπόσχεση για επιστροφή στην προηγούμενη επίπλαστη ευδαιμονία της ισχυρής ανάπτυξης μέχρι την δήθεν αποχή από την παροχολογία και την «επί-στροφή» αυτή τη φορά στον ρεαλισμό του πιο σκληρού νεοφιλελευθερισμού που δεν θα είναι κάτι διαφορετικό από τον αριστερό. Ακόμη και με αριστερό-κέντρο-σοσιαλδημοκρατικό πρόσημο και με όσο λαϊκισμό κι αν χρειαστεί. Η ζωή επομένως θα παραμείνει σε μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης, η πολιτική αμετάβλητη και το όποιο δημοκρατικό αντιπρόταγμα σε κατάσταση αναμονής.
Θα μπορούσε να είναι αντικείμενο φιλοσοφικής αντιπαράθεσης, ωστόσο αυτοί που χειρίζονται ένα συλλογικό δεινοπάθημα και βάσανο για ίδιον όφελος είναι τουλάχιστον το ίδιο ανέντιμοι με εκείνους που με τις πράξεις και τις αποφάσεις τους οδήγησαν σε αυτό. Η εξίσωση των ευθυνών και οι ίσες αποστάσεις θα μπορούσαν επίσης να είναι μια ανέντιμη στάση εάν ο μόνος «εξισωτικός» παράγοντας ήταν ο χρόνος ως συγκριτικό μέσο. Όμως στην πολιτική ο χρόνος δεν είναι ούτε ο μόνος, ούτε ο κυριότερος παράγοντας. Αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζει καλά ακόμη και ο πιο έντιμος, ίσως αφελής και αυταπατώμενος κόσμος της αριστεράς. Ασφαλώς το γνωρίζει πολύ καλά εκείνος ο κόσμος της αριστεράς που διαχρονικά ποδηγετεί τα κινήματα, εξυμνεί τον κοσμοπολιτισμό και τον ελιτισμό προκειμένου να καθοδηγήσει τις μάζες, παραμένει προσκολλημένος με μανία σε ιδέες που έχουν παρέλθει εδώ και δεκαετίες και αντιμάχεται με πείσμα καθετί διαφορετικό και νέο.
Στον κοινοβουλευτισμό η ψηφοθηρική δυναμική και ο παραπλανητικός πολιτικός προσεταιρισμός στρωμάτων του πληθυσμού είναι αυτοσκοπός και αποτελεί το θεμελιώδες (αν όχι το μοναδικό) κίνητρο σε ένα πολιτικό σύστημα που έτσι λειτουργεί και δεν θέλει να αλλάξει.
Σε μια κοινωνία δικαιωμάτων, έχουμε ακόμη το δικαίωμα και αξίζει να θυμηθούμε ότι για τον R. Vaneigem η ηλιθιότητα των χειρότερων αρχηγών κρατών και των συνδαιτυμόνων τους παρουσιάζεται ως πρότυπο για την πιθανή ανοησία των ψηφοφόρων τους. Εντούτοις ο χρόνος κυλάει και η μεταμοντέρνα φιλοσοφία των ηγετικών ομάδων του κόμματος – ως δυσοίωνο καθήκον ανεντιμότητας – γίνεται πλέον ξεκάθαρη: Με τη «σοβαρότητά» μας συντηρούμε τους έξω ικανοποιημένους και με την φιλολαϊκή ρητορεία μας τους μέσα υπνωτισμένους. Αυτά ασφαλώς ισχύουν μέχρι τη στιγμή όπου έρχεται το ξύπνημα (εάν αυτό επέλθει φυσικά) και η αντίδραση στον κίνδυνο ο οποίος όταν έχει γίνει πλέον μαζικά αντιληπτός, οι έξω, οι τωρινοί αλλά και οι αυριανοί παύουν να έχουν σημασία…
George Koutsantonis
Ο Γιώργος Κουτσαντώνης γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Μετά από επτά χρόνια σπουδών σε μια σχολή ιατρικής της Ιταλίας, εγκαταλείπει την ιατρική και ακολουθεί τη σπουδή της μετάφρασης. Σήμερα ασκεί, ως ελεύθερος επαγγελματίας, το επάγγελμα του μεταφραστή και διερμηνέα. Η ζωγραφική και η συγγραφή παραμένουν δύο μεγάλα πάθη του μαζί με τη συστηματική μελέτη της πολιτικής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας. Δημοσίευση: Σεπτεμβρίου 21, 2016 - Κατηγορία: ΑΠΟΨΕΙΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.