Βγαίνουμε στις αγορές ή μπαίνουμε σε τέταρτο μνημόνιο;
Του Βασίλη Γεώργα
Με διαφορά μικρότερη των 20 ημερών από την προηγούμενη «διαρροή», η κυβέρνηση διοχετεύει και πάλι πληροφορίες στα διεθνή μέσα ενημέρωσης ότι το ελληνικό δημόσιο προετοιμάζεται για «έξοδο» στις αγορές το καλοκαίρι του 2017. Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης και η επικείμενη κρίσιμη φθινοπωρινή αξιολόγηση δημιουργούν το κατάλληλο υπόστρωμα για επικοινωνιακούς ακροβατισμούς, αλλά τελικά το αφήγημα της εξόδου στις αγορές δεν αποκλείεται τελικά να αποτελέσει τον πρόδρομο για την είσοδο της χώρας σε ένα τέταρτο μνημόνιο την περίοδο 2019-2021.
Χρειάζεται πολύ φαντασία και ακόμη μεγαλύτερη αισιοδοξία για να πιστέψει κανείς ότι υπό τις σημερινές, ή έστω και με λίγο καλύτερες, συνθήκες στο μέλλον η Ελλάδα θα καταφέρει να κλείσει μέχρι το τέλος του 2018 τον κύκλο της χρηματοδότησης των αναγκών της από τους διεθνείς πιστωτές μέσω νέων μνημονίων κάθε φορά και να ξεκινήσει να αναχρηματοδοτεί το χρέος μόνης της από τις αγορές.
Σε τι τιμή
Στις ανεπίσημες συζητήσεις που γίνονται τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Φρανκφούρτη και τις Βρυξέλλες, η προοπτική ενός τέταρτου πακέτου χρηματοδότησης είναι ένα σενάριο που δεν αποκλείεται καθόλου λόγω των αυξημένων αναγκών χρηματοδότησης που προκύπτουν μετά το 2018 και της εκκρεμότητας που θα υπάρχει μέχρι τότε αναφορικά με τις αποφάσεις αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Ένα από τα πολλά ερωτήματα είναι «σε τι τιμή» θα δέχονταν οι ξένοι πιστωτές να δανείσουν ξανά την Ελλάδα αν χρειαστεί. Και αυτό θα το απαντήσει πρώτα η ίδια η αγορά.
Εντούτοις όχι μόνο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αλλά και οι διεθνείς πιστωτές προσπαθούν να πείσουν ότι το θαύμα θα γίνει. Θυμίζουμε ότι πολύ πρόσφατα ο ίδιος ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Klaus Regling (ΦΩΤ.), σε συνέντευξή του (ΤΑ ΝΕΑ) προέβλεψε επίσης ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να βγει στις αγορές το 2017 για να δανειστεί χρήματα απευθείας από τους επενδυτές.
Αγωνία των Ευρωπαίων να πείσουν ότι το τρίτο μνημόνιο «θα βγει»...
Έναν χρόνο και κάτι μετά την υπογραφή του τρίτου προγράμματος και με τις διαφαινόμενες καθυστερήσεις και τις αστοχίες να εντείνουν την πίεση, γίνεται πλέον έκδηλα εμφανής η αγωνία όλων των πλευρών, και πρωτίστως των ευρωπαϊκών «θεσμών», να αντιστρέψουν την πραγματικότητα που βιώνουν επιχειρήσεις και φορολογούμενοι στην Ελλάδα και πείσουν ότι μετά από δύο αποτυχημένα μνημόνια, το τρίτο που υλοποιείται σήμερα «θα βγει».
Για «εσωτερική κατανάλωση»
Ειδικά οι δανειστές μας έχουν έναν λόγο παραπάνω να παίζουν το συγκεκριμένο παιχνίδι: αφενός επειδή έχουν διαμηνύσει πως το τρίτο μνημόνιο θα είναι το τελευταίο για την Ελλάδα και συνεπώς η χρηματοδότησης από τις αγορές είναι μονόδρομος και αφετέρου επειδή υπό το βάρος της πολιτικής πίεσης που δέχονται στο εσωτερικό τους, καίγονται να δείξουν ότι δεν χρειάζεται να γίνει καμιά σοβαρή διευθέτηση του χρέους στην Ελλάδα προκειμένου επιτέλους να αποδεσμευτεί η χώρα από τα μνημόνια το 2018.
Υπό το πρίσμα αυτό, ακόμη και αν τα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας (συνεχιζόμενη ύφεση και αποεπένδυση, μείωση εξαγωγών, αστοχία φορολογικών εσόδων κλπ) δεν επιβεβαιώνουν προς το παρόν αυτές τις υπεραισιόδοξες προσδοκίες, ζούμε την προσπάθεια γέννησης ενός νέου success story που έχει ως άξονα περιστροφής την ίδια ελπίδα με το 2014: Ότι η συνταγή του μνημονίου είναι επιτυχημένη, η χώρα απέχει ελάχιστα από το σημείο αντιστροφής, μπορεί να ανακτήσει γρήγορα την εμπιστοσύνη των επενδυτών και θα καταστεί και πάλι αυτοχρηματοδοτούμενη εκδίδοντας ομόλογα και πουλώντας τα στις διεθνείς αγορές αντί να περιμένει τα δάνεια των διεθνών πιστωτών της. Η κυβέρνηση Σαμαρά το δοκίμασε το 2014 με την έκδοση δύο ακριβών ομολόγων (3 δισ. ευρώ μέσω 5ετούς έκδοσης με απόδοση 4,95% τον Απρίλιο του 2014 και 1,5 δισ. ευρώ μέσω 3ετών ομολόγων με επιτόκιο 3,5% τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς), αλλά η εξέλιξη δεν ήταν αυτή που είχε σχεδιαστεί.
Το νέο εγχείρημα της εξόδου στις αγορές είναι υπαρκτό και επικεντρώνεται στην διενέργεια μιας ή δύο μικρών «δοκιμαστικών» εκδόσεων συνολικού ύψους 1 δισ. ευρώ το ερχόμενο καλοκαίρι. Ο στόχος, όμως, δεν είναι το Δημόσιο να αρχίσει να αντλεί συστηματικά χρήματα για να αποπληρώνει τα χρέη του. Όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει σε ανεκτό κόστος, αν δεν έρθουν τα κάτω πάνω στην ελληνική οικονομία, ενώ στην καλύτερη περίπτωση θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε πως θα είναι τα πράγματα το 2018 πριν μιλήσουμε για συστηματικές εκδόσεις ομολόγων με τις οποίες το Δημόσιο θα καλύπτει τις αποπληρωμές χρέους.
Δοκιμαστική βολή
Στόχος της συγκεκριμένης έκδοσης, όποτε και αν γίνει, θα είναι να λειτουργήσει σαν «τροχιοδεικτική βολή» στις αγορές για να μάθουμε πόσο μας τιμολογούν τότε και αν τα επιτόκια που θα μας προσφέρουν είναι βιώσιμα για να εξυπηρετείται το χρέος ή θα χρειαστεί να αναλάβουν δράση ξανά οι μηχανισμοί διάσωσης και με τι κόστος για αυτούς. Στην ουσία οι πρώτες δοκιμαστικές εκδόσεις δεν θα εξυπηρετήσουν τις ανάγκες για χρήματα, αλλά για τη δημιουργία της περιβόητης «καμπύλης επιτοκίων». Σκοπός είναι επίσης να δημιουργηθεί ένα επιτόκιο αναφοράς με βάση το οποίο οι ελληνικές επιχειρήσεις και οι τράπεζες θα προσπαθήσουν να εκδώσουν οι ίδιες εταιρικά ομόλογα στο εξωτερικό για να χρηματοδοτήσουν τις υποχρεώσεις τους με χαμηλότερο κόστος χρήματος.
Πρόωρη αισιοδοξία - ύποπτη αισιοδοξία
Η «ανακοίνωσή όμως των καλών προθέσεων για έξοδο στις αγορές σε περίπου ένα χρόνο από σήμερα είναι τόσο πρόωρη που προκαλεί εντύπωση. Τα επιτόκια δανεισμού της χώρας παραμένουν ακόμη πάνω από το 8% και είναι απολύτως αποτρεπτικά. Θα πρέπει να υποχωρήσουν σε επίπεδα κοντά στο 4 - 5% για να αντληθούν χρήματα, που και πάλι θα είναι πανάκριβα σε σύγκριση με τα μηδενικά επιτόκια δανεισμού πολλών ευρωπαϊκών χωρών και το επιτόκιο 1,5% με το οποίο μας δανείζει ο ESM. Οι αξιολογήσεις των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης επίσης είναι απαγορευτικές για τους διεθνείς επενδυτές και αντικατοπτρίζουν το μεγάλο έλλειμμα εμπιστοσύνης που εξακολουθεί να υφίσταται απέναντι στο ελληνικό αξιόχρεο.
Για να ανατραπεί αυτή η εικόνα, θα πρέπει να συμβούν πολλές θετικές εξελίξεις σε πολύ μικρό διάστημα, κάτι που αυτήν τη στιγμή δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα.
Η συνταγή του μνημονίου αποδεικνύεται μέχρι σήμερα αναποτελεσματική για να ανακάμψει η Οικονομία και να επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η δεύτερη αξιολόγηση δεν έχει ξεκινήσει καν. Είναι συνεπώς πολύ νωρίς για να μιλά κανείς για επαναφορά της εμπιστοσύνης των αγορών, πολύ δε περισσότερο, όταν δεν υφίσταται ακόμη μεταξύ των θεσμών και της Ελλάδας συμφωνία για τον τρόπο και τον χρόνο που θα υλοποιηθεί η αναδιάρθρωση του χρέους.
Ο δρόμος για να βγούμε ακόμα στις αγορές είναι μακρύς και το φως στην άκρη του τούνελ προς το παρών δεν φαίνεται. Όσο και να θέλουν οι Ευρωπαίοι να πείσουν περί του αντιθέτου, με τα επιτόκια δανεισμού της χώρας αυτήν τη στιγμή να βρίσκονται πάνω από το 8% μια τέτοια συζήτηση αναμένεται να αργήσει, καθώς απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεκινήσει είναι η διευθέτηση του χρέους ώστε αυτό να είναι βιώσιμο
Για να μιλήσουμε για ουσιαστική μείωση του κόστους δανεισμού στις αγορές ομολόγων, η διευθέτηση του χρέους ώστε αυτό να χαρακτηριστεί βιώσιμο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση. Θα είναι και το κλειδί ώστε να ενταχθούν ξανά μετά από μια 5ετία συζητήσεων τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Όμως οι συζητήσεις για το χρέος δεν αναμένεται να ολοκληρωθούν στην καλύτερη περίπτωση πριν από το τέλος του έτους ή το πρώτο τρίμηνο του επόμενου. Μέχρι τότε θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα.
Πηγή Liberal Δημοσίευση: Σεπτεμβρίου 28, 2016 - Κατηγορία: ΑΠΟΨΕΙΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.