Rap Media – Αφιέρωμα
Ο Σοφικίτης Πλωτάρχης του «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» που «βύθισε» το ηθικό των Ιταλών !
Επιμέλεια κειμένου και φωτογραφικού υλικού: Χριστίνα Τσιορωτά
Βάση Υποβρυχίων, ώρα 16:00, της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Το Υποβρύχιο «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» αποπλέει βάζοντας ρότα για την Ιστορία! «Γράφει» τις πρώτες επιτυχίες στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, προσφέροντας στη χώρα ψήγματα ηθικής ανάτασης … πριν ο χρόνος τελειώσει, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1940 ,το θρυλικό πια Υποβρύχιο, υπό τις διαταγές του Πλωτάρχη Ιατρίδη επιτίθεται στα νερά της Αδριατικής σε μεγάλη ιταλική νηοπομπή και τη βυθίζει. Η νηοπομπή, 3 οπλιταγωγά συνολικού βάρους 25.000 τόνων μετέφεραν πολεμικό υλικό για ενίσχυση των Ιταλικών δυνάμεων που μάχονταν στα βουνά της Αλβανίας. Δεν κατόρθωσαν ποτέ να φτάσουν στον προορισμό τους, βυθίστηκαν στα στενά του Οτράντο! Ο Πλωτάρχης Μίλτωνας Ιατρίδης προβιβάζεται σε Αντιπλοίαρχο επ ανδραγαθία και λαμβάνει στις 30 Δεκεμβρίου 1940 το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας.
Ο Πλωτάρχης Μίλτωνας Ιατρίδης γεννήθηκε στο Σοφικό Κορινθίας το 1906. Η εισαγωγή του στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1921 ήταν η αρχή μιας ένδοξης πορείας στις κύριες γραμμές του Ιταλικού ανεφοδιασμού, τη θάλασσα της Αδριατικής. Τη θάλασσα που έδωσε το όνομά της στο μοναδικό του παιδί, την κόρη του, σε ανάμνηση όλων εκείνων των σπουδαίων που χάρισε στην πατρίδα και την γαλανόλευκη! Χρειάστηκαν 13 χρόνια υπηρεσίας σε υποβρύχια μετά την αποφοίτηση του από τη σχολή ναυτικών δοκίμων για να προαχθεί στο βαθμό του Πλωτάρχη και ν αναλάβει το τιμόνι του άγνωστου έως τότε Υποβρυχίου του Βασιλικού Πολεμικού Στόλου, του Υποβρύχιο «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ».
H πρώτη μεγάλη επιτυχία του Ιατρίδη είχε έρθει στη δεύτερη περιπολία του στην Αδριατική. Ήταν 22 Δεκεμβρίου 1940 όταν ο θαρραλέος θαλασσόλυκος επιτηρούσε τις ιταλοκρατούμενες αλβανικές ακτές. Στην διάρκεια αυτής, συλλαμβάνει ιταλικό ιστιοφόρο. Πάνω στο πλοίο θα ξετρυπώσει απόρρητα έγγραφα του ιταλικού Ναυτικού που φανέρωναν ότι στο λιμάνι του Αυλώνα στην Αλβανία (τον βασικό σταθμό ανεφοδιασμού των ιταλικών δυνάμεων που επιχειρούσαν στο μέτωπο) θα κατέφτανε εντός ολίγων ημερών μεγάλη εχθρική νηοπομπή. Ο Ιατρίδης στήνει καρτέρι θανάτου γύρω από το λιμάνι και περιμένει υπομονετικά τα ιταλικά πολεμικά που θα ανεφοδίαζαν τον στρατό. Δύο μέρες μετά, στις 24 Δεκεμβρίου, η νηοπομπή εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Ήταν η στιγμή που περίμενε το ελληνικό πλήρωμα.
Η επιτυχία του υποβρυχίου ήταν μια εξαιρετικά στρατηγική νίκη για τους Έλληνες, αν και για τους ναύτες θα σήμαινε «μουγκά Χριστούγεννα»! Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι Ιταλοί κυνήγησαν τον «Παπανικολή» και εκτόξευσαν δεκάδες βόμβες θέλοντας να τον βυθίσουν. Συγκεκριμένα, έριξαν 85 βόμβες βυθού, αν και αστόχησαν σε όλες. Ήταν όμως 24 Δεκεμβρίου, παραμονές Χριστουγέννων του 1940, και οι άντρες του Ιατρίδη έπρεπε να κάνουν απόλυτη ησυχία. Έτσι πέρασαν την παραμονή και την ημέρα των Χριστουγέννων, σιωπηλοί στον βυθό της θάλασσας και κυνηγημένοι από το ιταλικό Ναυτικό. Ένας από τους ναύτες του Ιατρίδη, ο Νικόλαος Τασιάκος, διηγήθηκε αργότερα ότι ανήμερα των Χριστουγέννων οι άντρες έγνεφαν τα «χρόνια πολλά» μιας και κανείς δεν έπρεπε να βγάλει μιλιά. Το υποβρύχιο παρέμενε στον βυθό των κροατικών ακτών και η οικονομία στο οξυγόνο ήταν επιβεβλημένη. Ήταν τα «σιωπηλά Χριστούγεννα» του «Παπανικολή»...
Ο Μίλτων Ιατρίδης περιγράφει τις στιγμές με τρόπο συγκλονιστικό στις ιδιόχειρες σημειώσεις του:
«Μια τέτοια νύχτα σαν απόψε βρισκόμουν σε περιπολία με τον «Παπανικολή» 23 προς 24 Δεκεμβρίου του 1940. Η παράξενη ζωή του υποβρυχίου είχε γίνει ακόμα πιο αλλόκοτη στον πόλεμο, καθώς βρισκόμαστε σε περιπολία μέσα σε εχθροκρατούμενα νερά. Σχεδόν πάντα στο βυθό. Πάντα στο σκοτάδι. Τα όρια της ημέρας και της νύχτας εκεί κάτω είχαν καταργηθεί. Αναγκαζόμαστε να γυρίσουμε τα ρολόγια μας πότε 12 ώρες πριν, πότε δώδεκα ώρες μετά για να μπορέσουμε κατά κάποιο τρόπο να συνεχίσουμε το πρόγραμμα της εσωτερικής υπηρεσίας.
Έτσι η πρωινή έγερσις γινόταν στις 6 το απόγεμα. Και κανονίζαμε έτσι τις βάρδιες ώστε να μπορέσουν όλοι να πλυθούν, ν' αλλάξουν, να φάνε στις 9, όπως έλεγε το πρόγραμμα:
Γενική επιθεώρησις προσωπικού και πλοίου, γυμνάσια και γυμνάσιο, πες, το της καθημερινής προετοιμασίας για τη μάχη.
Ο υποβρύχιος πόλεμος, όπως κι' όλοι οι άλλοι πόλεμοι, χωριζόταν σε μάχες τακτικές τις περισσότερες, μερικές στρατηγικές, που και που, καμιά ρηκτική μάχη έτσι που να κάνουμε τον εχθρό να συλλογιστεί στ' αλήθεια πόσο καλύτερη θα ήταν η αποφυγή του πολέμου...
Όσο για τις τακτικές μάχες; ετούτες είταν οι καθημερινές με ό,τι χαλούσε τη γεύση μας και μας έκανε να; βρίσκουμε ανούσια τα προγονικά μας φαγητά με βάση την παστή σαρδέλα, το σκουράντζο, τη γαλέτα...
Ψυγεία δεν είχαμε και τα μαρινάτα ψάρια ή το σύγλινο απαγορεύοντο γιατί ο μπελντές και το ξύγκι κόβανε στη κατάδυση από τη μολυσμένη ατμόσφαιρα. Είχαμε, συνέχεια και άλλη μάχη προς υπεράσπιση της... μύτης μας από την ανθρωπίλα που αναδινόταν μέσα στο σκάφος που ζούσαμε στεγανά κλεισμένοι. Και άλλη μάχη είχαμε με την αφή που διαμαρτυρόταν για το γλίτσιασμα των χιτώνων και των λαδομπογιατισμένων τοίχων και των μπρούτζινων σωλήνων, - Θεέ μου, πόσοι σωλήνες! Λες κι' είταν μια κοιλιά γίγαντα που το κάθε της εντόσθιο έπρεπε να καλοκαθαριστεί να' ναι έτοιμο.
Άμα τέλειωναν, ας πούμε, ετούτες οι μάχες, άρχιζε η άλλη, η τακτική της ακροάσεως.
Όλα κράτει. Νεκρική σιγή τάφου. Μέχρι που ν' ακούς το νερό να στενάζει γιατί το τρυπούσε τούτο το σιδερικό που εμείς επιμέναμε να το θεωρούμε υποβρύχιο. Όταν τίποτα δεν ακουγόταν από μέσα και τ' ακονισμένα αυτιά μας άκουγαν καθαρά πως άλλο τόσο τίποτα δεν ακουγόταν μήτε απ' έξω, τέλειωνε και τούτο το βουβό κακό για ν' αρχίσει η άλλη μάχη με τα μάτια μας:
- Εκ της ακροάσεως, ουδέν...
- Περισκοπικόν...
- Δώδεκα μοίρες...
- Αίρε περισκόπιον...
- Ορατότης μηδέν...
Και πως να μην είναι μηδέν αφού είχε γίνει νύχτα, πράμα που τόσο θέλαμε και με τόση λαχτάρα περιμέναμε για να μπορέσουμε να βγούμε στην επιφάνεια χωρίς να μας δει ο εχθρός και έτσι να πετύχει το καρτέρι του θανάτου που κάναμε.
- Επιφάνεια...
Επί τέλους. Να' μαστε στον καθαρό αέρα της Αδριατικής. Είναι κατάφωτη από προδοτικό φεγγάρι. Γυαλιστερή σαν ασημένιος δίσκος και ήσυχη σαν τοπίο ναπολιτάνικης βαρκαρόλας. Είμαστε λιγάκι πιο έξω από το Μπάρι. Τελευταία ελπίδα μας μονάχα μια φωτοθολούρα από υδρατμούς στην αρυτίδωτη επιφάνεια. Δίκοπο μαχαίρι: Γιατί ούτε εκείνοι θα μας έβλεπαν καλά αλλά ούτε βέβαια κι' εμείς. Και σα να μην έφτανε αυτό, να και το ρυθμικό μπαμ-μπουμ, μπαμ- μπαμ της Ντήζελ που για το χατίρι της βγήκαμε απάνω να κάνει φόρτωση. Κι' αν δεν μας δουν θα μας ακούσουν, μπαμ-μπου-μπαμ...
Συνέχεια «Πράσινο 10... --Ύποπτόν αντικείμενον. Κράτει η φόρτωσις. Κράτει που να πάρει ο διάβολος!... --Φόρτωσις έχει κρατηθεί! Πρόωσις δια των ηλεκτροκινητήρων
- Κράτει όλα.
- Κράτει όλα
- Και τίποτα: Πάλι το μπαμ-μπου – μπαμ –
- Κράτει που να πάρει ο διάβολος.
Ένα σκιάχτρο μαύρο με φτερούγες πελώριες σα νυχτερίδα μας ζυγώνει ξεφυσώντας κι' εκείνο το μπαμ-μπουμ το δικό του, που λέγαμε για δικό μας.
- Κράτει δυο μοίρες δεξιότερα...Πρόσω ένα και οι δύο.
Αμέριμνη, ναζιάρα, βαρυφορτωμένη παρουσιάζεται μια καϊκάρα. Ο πηδαλιούχος, τώρα στη γέφυρα κρατά πάνω στο πλευρό της το πυροβόλο έτοιμο. Όμως καθώς ζυγώνουμε άφησα κατά μέρος την ανώφελη τακτική του πολέμου και προτίμησα να χρησιμοποιήσω τα Ιταλικά που ήξερα από την Κέρκυρα, βοηθούμενος κι' από τον Κερκυραίο ναύτη που είχε βρεθεί μέσα στο υποβρύχιό μου.
--- Sei di barco...Controlo
- Εκ της ακροάσεως, ουδέν...
- Περισκοπικόν...
- Δώδεκα μοίρες...
- Αίρε περισκόπιον...
- Ορατότης μηδέν...
Και πως να μην είναι μηδέν αφού είχε γίνει νύχτα, πράμα που τόσο θέλαμε και με τόση λαχτάρα περιμέναμε για να μπορέσουμε να βγούμε στην επιφάνεια χωρίς να μας δει ο εχθρός και έτσι να πετύχει το καρτέρι του θανάτου που κάναμε.
- Επιφάνεια...
Επί τέλους. Να' μαστε στον καθαρό αέρα της Αδριατικής. Είναι κατάφωτη από προδοτικό φεγγάρι. Γυαλιστερή σαν ασημένιος δίσκος και ήσυχη σαν τοπίο ναπολιτάνικης βαρκαρόλας. Είμαστε λιγάκι πιο έξω από το Μπάρι. Τελευταία ελπίδα μας μονάχα μια φωτοθολούρα από υδρατμούς στην αρυτίδωτη επιφάνεια. Δίκοπο μαχαίρι: Γιατί ούτε εκείνοι θα μας έβλεπαν καλά αλλά ούτε βέβαια κι' εμείς. Και σα να μην έφτανε αυτό, να και το ρυθμικό μπαμ-μπουμ, μπαμ- μπαμ της Ντήζελ που για το χατίρι της βγήκαμε απάνω να κάνει φόρτωση. Κι' αν δεν μας δουν θα μας ακούσουν, μπαμ-μπου-μπαμ...
Συνέχεια «Πράσινο 10... --Ύποπτόν αντικείμενον. Κράτει η φόρτωσις. Κράτει που να πάρει ο διάβολος!... --Φόρτωσις έχει κρατηθεί! Πρόωσις δια των ηλεκτροκινητήρων
- Κράτει όλα.
- Κράτει όλα
- Και τίποτα: Πάλι το μπαμ-μπου – μπαμ –
- Κράτει που να πάρει ο διάβολος.
Ένα σκιάχτρο μαύρο με φτερούγες πελώριες σα νυχτερίδα μας ζυγώνει ξεφυσώντας κι' εκείνο το μπαμ-μπουμ το δικό του, που λέγαμε για δικό μας.
- Κράτει δυο μοίρες δεξιότερα...Πρόσω ένα και οι δύο.
Αμέριμνη, ναζιάρα, βαρυφορτωμένη παρουσιάζεται μια καϊκάρα. Ο πηδαλιούχος, τώρα στη γέφυρα κρατά πάνω στο πλευρό της το πυροβόλο έτοιμο. Όμως καθώς ζυγώνουμε άφησα κατά μέρος την ανώφελη τακτική του πολέμου και προτίμησα να χρησιμοποιήσω τα Ιταλικά που ήξερα από την Κέρκυρα, βοηθούμενος κι' από τον Κερκυραίο ναύτη που είχε βρεθεί μέσα στο υποβρύχιό μου.
--- Sei di barco...Controlo
Μας πήραν για δικούς τους. Μπήκανε στη βάρκα τους πήρανε τα χαρτιά τους και ήρθανε στο υποβρύχιο, όπου προς μεγάλη τους κατάπληξη βρέθηκαν αιχμάλωτοι.
Η «Αντονιέττα» 250 τόνων, επίτακτο πετρελαιοκίνητο, κουβαλούσε χόρτο για τ' άλογα, πετρελαιοαντλίες για τα πλημμυρίζοντα χαρακώματα και κάτι άλλο που μετά από καιρό έμαθα τί είταν. Πολεμικό υλικό, εχθρικό είταν το καράβι και ω της δικής μας καταπλήξεως και αγνοίας με πλήρωμα φιλειρηνικώτατο, που εν ονόματι του πολέμου επετηρείτο από δυο μελανοχίτωνες. Με το καλό και με την πονηριά, με την πειθώ και κατεργαριά πήραμε ότι τότε μας αρκούσε: Πληροφορίες: «Μια μεραρχία ετοιμάζεται να μπει σε νηοπομπή από το Μπρίντιζι για την Αυλώνα. Πήραμε μια πυξίδα της «Αντονιέττα» που χαρίστηκε στο καταδρομικό «Έλλη» και που κατόπιν ξαναδωρήθηκε σε ανάξια χέρια να την κατέχουν ακόμα τώρα.
Δοκιμάσαμε να βουλιάξουμε την «Αντονιέττα» με εμβολισμό. Μα, μονάχα μπατάρισε. Τότε κι' εμείς βάλαμε φωτιά αφού ποτίσαμε το χόρτο με όσο περισσότερο πετρέλαιο μπορέσαμε. Και όπου φύγει – φύγει ρυμουλκώντας τη βαρκούλα που πιο κάτω την ανοίξαμε να κάνει νερά και που την μπατάραμε να δείχνει στους ανακριτάς του δυστυχήματος το πως ακριβώς πνίγηκε η «Αντονιέττα» και έτσι δεν έφτασε στον προορισμό της.
Τούτη την ώρα γεννήθηκε ο «Παπανικολής»
Κι' ήταν μάρτυρες σ' αυτό γιατί βρίσκονταν στη θαλάσσια εκείνη περιοχή δυο Ιταλικά τορπιλλοβόλα και δυο περιπολούντα Ελληνικά υποβρύχια που άρχισαν να κόβουν βόλτες ολοτρίγυρα στη μεγάλη εκείνη φωτιά, παίζοντας το κρυφτούλι κι' απορώντας για το τι ακόμα θα τους παρουσίαζε ο πόλεμος, μετά από τούτη την παράξενη μάχη με τα στοιχεία της φύσεως: Τη φωτιά και το νερό.
Μα κι' εμείς απορούσαμε για το πόσο εύκολα κάναμε κάτι: Σαν άντρες γεννήσαμε ένα παιδί, ένα θρύλο, ένα πυροτέχνημα...»
Ο Πλωτάρχης Μίλτων Ιατρίδης στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας αμέσως μετά την επιστροφή του από το κυνήγι των Ιταλικών πλοίων στην Αδριατική. Έγινε δεκτός μέσα σ' ένα παραλήρημα ενθουσιασμού
Θρύλοι πια της Μεσογείου, τόσο το σκάφος όσο και ο κυβερνήτης του, Ιατρίδης και «Παπανικολής» απέδειξαν εμπράκτως ότι οι Έλληνες μπορούσαν να αποκρούσουν τους παντοδύναμους Ιταλούς, τροφοδοτώντας με δύναμη και ελπίδα το αμυνόμενο γένος.
H συνέχεια υπήρξε ανάλογη της μεγάλης επιτυχίας. Πλήθος εμπορικών και πολεμικών πλοίων βρέθηκαν στον βυθό εξαιτίας του , εκείνο ωστόσο που ουσιαστικά είχε πληγεί και βυθιστεί δεν ήταν άλλο από το ιταλικό ηθικό! Για τους επόμενους 6 μήνες ο Ιατρίδης με τον ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ δραστηριοποιούνται κυρίως στην θάλασσα του Σαρωνικού. Από τις ακτές του, κυρίως στην περιοχή του Σοφικού απ' όπου κατάγεται, παραλαμβάνει Άγγλους και Νεοζηλανδούς σαμποτέρ, οι οποίοι είχαν φθάσει στην περιοχή για να προκαλέσουν δολιοφθορές στις πρώτες δυνάμεις Κατοχής που κατέφθαναν στην Κορινθία. Οι σαμποτέρ μεταφέρονταν με τον «Παπανικολή» στην Κρήτη, απ' όπου συνέχιζαν τον αγώνα κατά των Γερμανών.
Ο «Παπανικολής» ήταν παλιός ακόμα και για τα πρότυπα της εποχής. Είχε παραγγελθεί στα γαλλικά ναυπηγεία της Νάντης το 1925 και αποπερατωθεί στις 3 Νοεμβρίου 1927. Η ελληνική σημαία υψώθηκε στο υποβρύχιο στις 21 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, σε μια σεμνή τελετή στη γαλλική Τουλώνη, και μαζί με τον «Κατσώνη» ο «Παπανικολής» αποτέλεσε τον πρώτο υποβρύχιο στολίσκο της Ελλάδας. Οι κωδικοί τους ήταν «Υ-2» για τον «Παπανικολή» και «Υ-1» για τον «Κατσώνη». Μέχρι τον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο, ο «Παπανικολής» είχε πια παλιώσει και παρουσίαζε επιπλέον και πάμπολλα μηχανικά προβλήματα. Ό,τι του έλειπε όμως σε τεχνολογία και μηχανικό σφρίγος, το αναπλήρωναν και με το παραπάνω ο κυβερνήτης και οι 30 άντρες του πληρώματός του, έμπειροι όλοι στον υποβρυχιακό πόλεμο και ναυτικοί με τα όλα τους. Η αντρειοσύνη και η καπατσοσύνη των αντρών του θα αντιστάθμιζαν όλες τις λειτουργικές και κατασκευαστικές αναποδιές και θα έγραφαν ένα μεγάλο κεφάλαιο στις μάχες του νερού.
Στην τρίτη περιπολία του, τα μεσάνυχτα της 29ης Ιανουαρίου 1941, εντόπισε ένα φορτηγό πλοίο πλέοντας στην επιφάνεια της θάλασσας. Το βύθισε με μια τορπίλη, καταδιώχθηκε από τρία αντιτορπιλικά και διέφυγε για άλλη μια φορά. Ο Ιατρίδης εκτέλεσε πολλές ακόμη πολεμικές περιπολίες και αντιμετώπισε όπως ήταν φυσικό πλήθος κινδύνων. Μετά τη συνθηκολόγηση της χώρας μας, δεν κατέθεσε φυσικά τα όπλα, αλλά κατέφυγε στη Μέση Ανατολή για να συνεχίσει τη μάχη στις διαταγές της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Ο Ιατρίδης αντικαταστάθηκε από τον υποπλοίαρχο Ρουσσέν στα ηνία του «Παπανικολή» κατά τη δεύτερη αυτή φάση του πολέμου και το υποβρύχιο έμελλε να ζήσει νέες δόξες και με τον νέο κυβερνήτη του.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο, ο θρύλος των θαλασσών και εφιάλτης των Ιταλών τοποθετήθηκε στη Βάση Υποβρυχίων και αργότερα σε άλλες στεριανές υπηρεσίες του Πολεμικού Ναυτικού. Ο ίδιος πρωτοστάτησε και επίβλεψε τις επισκευές του ιταλικού καταδρομικού «Ευγένιος της Σαβοΐας» το 1950-1951, το οποίο παραδόθηκε στην Ελλάδα στο πλαίσιο των πολεμικών αποζημιώσεων για τον τορπιλισμό της «Έλλης» και μετονομάστηκε τελικά σε «Έλλη». Η νέα «Έλλη» ύψωσε τη γαλανόλευκη τον Ιούνιο του 1951 και έγινε η έδρα του αρχηγού στόλου (παροπλίστηκε το 1965). Ο Μ. Ιατρίδης αποστρατεύτηκε αυτεπάγγελτα στις 29 Δεκεμβρίου 1952, με σύγχρονη προαγωγή στον βαθμό του Πλοιάρχου. Οκτώ χρόνια αργότερα, στις18 Φεβρουαρίου 1960, ο μεγάλος αυτός άνδρας του Πολεμικού μας Ναυτικού, σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας, σε ηλικία μόλις 54 ετών.
Ο θρυλικός «Παπανικολής» του Ιατρίδη δεν ήταν απλά άλλο ένα υποβρύχιο του Β' Παγκοσμίου που επιχειρούσε στις αιματοβαμμένες θάλασσες σε σχηματισμό. Ήταν ένας μοναχικός λύκος, ένας αδέσποτος σκοπευτής της Αδριατικής, που έσπερνε πανικό και όλεθρο στις ιταλικές νηοπομπές . Ήταν ένα φάντασμα που πλανιόταν πάνω από τους Ιταλούς, την ίδια ώρα που αποδείκνυε περίτρανα τη ναυτοσύνη του ελληνικού έθνους και τη μαχητικότητα του πνεύματός του.
Ο Ιατρίδης διετέλεσε διοικητής Αρχιπελάγους (1944-1945), διοικητής Στολίσκου Βορείου Αιγαίου (1947) και διοικητής της Ναυτικής Ακαδημίας (1948).
Η «Αντονιέττα» 250 τόνων, επίτακτο πετρελαιοκίνητο, κουβαλούσε χόρτο για τ' άλογα, πετρελαιοαντλίες για τα πλημμυρίζοντα χαρακώματα και κάτι άλλο που μετά από καιρό έμαθα τί είταν. Πολεμικό υλικό, εχθρικό είταν το καράβι και ω της δικής μας καταπλήξεως και αγνοίας με πλήρωμα φιλειρηνικώτατο, που εν ονόματι του πολέμου επετηρείτο από δυο μελανοχίτωνες. Με το καλό και με την πονηριά, με την πειθώ και κατεργαριά πήραμε ότι τότε μας αρκούσε: Πληροφορίες: «Μια μεραρχία ετοιμάζεται να μπει σε νηοπομπή από το Μπρίντιζι για την Αυλώνα. Πήραμε μια πυξίδα της «Αντονιέττα» που χαρίστηκε στο καταδρομικό «Έλλη» και που κατόπιν ξαναδωρήθηκε σε ανάξια χέρια να την κατέχουν ακόμα τώρα.
Δοκιμάσαμε να βουλιάξουμε την «Αντονιέττα» με εμβολισμό. Μα, μονάχα μπατάρισε. Τότε κι' εμείς βάλαμε φωτιά αφού ποτίσαμε το χόρτο με όσο περισσότερο πετρέλαιο μπορέσαμε. Και όπου φύγει – φύγει ρυμουλκώντας τη βαρκούλα που πιο κάτω την ανοίξαμε να κάνει νερά και που την μπατάραμε να δείχνει στους ανακριτάς του δυστυχήματος το πως ακριβώς πνίγηκε η «Αντονιέττα» και έτσι δεν έφτασε στον προορισμό της.
Τούτη την ώρα γεννήθηκε ο «Παπανικολής»
Κι' ήταν μάρτυρες σ' αυτό γιατί βρίσκονταν στη θαλάσσια εκείνη περιοχή δυο Ιταλικά τορπιλλοβόλα και δυο περιπολούντα Ελληνικά υποβρύχια που άρχισαν να κόβουν βόλτες ολοτρίγυρα στη μεγάλη εκείνη φωτιά, παίζοντας το κρυφτούλι κι' απορώντας για το τι ακόμα θα τους παρουσίαζε ο πόλεμος, μετά από τούτη την παράξενη μάχη με τα στοιχεία της φύσεως: Τη φωτιά και το νερό.
Μα κι' εμείς απορούσαμε για το πόσο εύκολα κάναμε κάτι: Σαν άντρες γεννήσαμε ένα παιδί, ένα θρύλο, ένα πυροτέχνημα...»
Ο Πλωτάρχης Μίλτων Ιατρίδης στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας αμέσως μετά την επιστροφή του από το κυνήγι των Ιταλικών πλοίων στην Αδριατική. Έγινε δεκτός μέσα σ' ένα παραλήρημα ενθουσιασμού
Θρύλοι πια της Μεσογείου, τόσο το σκάφος όσο και ο κυβερνήτης του, Ιατρίδης και «Παπανικολής» απέδειξαν εμπράκτως ότι οι Έλληνες μπορούσαν να αποκρούσουν τους παντοδύναμους Ιταλούς, τροφοδοτώντας με δύναμη και ελπίδα το αμυνόμενο γένος.
H συνέχεια υπήρξε ανάλογη της μεγάλης επιτυχίας. Πλήθος εμπορικών και πολεμικών πλοίων βρέθηκαν στον βυθό εξαιτίας του , εκείνο ωστόσο που ουσιαστικά είχε πληγεί και βυθιστεί δεν ήταν άλλο από το ιταλικό ηθικό! Για τους επόμενους 6 μήνες ο Ιατρίδης με τον ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ δραστηριοποιούνται κυρίως στην θάλασσα του Σαρωνικού. Από τις ακτές του, κυρίως στην περιοχή του Σοφικού απ' όπου κατάγεται, παραλαμβάνει Άγγλους και Νεοζηλανδούς σαμποτέρ, οι οποίοι είχαν φθάσει στην περιοχή για να προκαλέσουν δολιοφθορές στις πρώτες δυνάμεις Κατοχής που κατέφθαναν στην Κορινθία. Οι σαμποτέρ μεταφέρονταν με τον «Παπανικολή» στην Κρήτη, απ' όπου συνέχιζαν τον αγώνα κατά των Γερμανών.
Ο «Παπανικολής» ήταν παλιός ακόμα και για τα πρότυπα της εποχής. Είχε παραγγελθεί στα γαλλικά ναυπηγεία της Νάντης το 1925 και αποπερατωθεί στις 3 Νοεμβρίου 1927. Η ελληνική σημαία υψώθηκε στο υποβρύχιο στις 21 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, σε μια σεμνή τελετή στη γαλλική Τουλώνη, και μαζί με τον «Κατσώνη» ο «Παπανικολής» αποτέλεσε τον πρώτο υποβρύχιο στολίσκο της Ελλάδας. Οι κωδικοί τους ήταν «Υ-2» για τον «Παπανικολή» και «Υ-1» για τον «Κατσώνη». Μέχρι τον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο, ο «Παπανικολής» είχε πια παλιώσει και παρουσίαζε επιπλέον και πάμπολλα μηχανικά προβλήματα. Ό,τι του έλειπε όμως σε τεχνολογία και μηχανικό σφρίγος, το αναπλήρωναν και με το παραπάνω ο κυβερνήτης και οι 30 άντρες του πληρώματός του, έμπειροι όλοι στον υποβρυχιακό πόλεμο και ναυτικοί με τα όλα τους. Η αντρειοσύνη και η καπατσοσύνη των αντρών του θα αντιστάθμιζαν όλες τις λειτουργικές και κατασκευαστικές αναποδιές και θα έγραφαν ένα μεγάλο κεφάλαιο στις μάχες του νερού.
Στην τρίτη περιπολία του, τα μεσάνυχτα της 29ης Ιανουαρίου 1941, εντόπισε ένα φορτηγό πλοίο πλέοντας στην επιφάνεια της θάλασσας. Το βύθισε με μια τορπίλη, καταδιώχθηκε από τρία αντιτορπιλικά και διέφυγε για άλλη μια φορά. Ο Ιατρίδης εκτέλεσε πολλές ακόμη πολεμικές περιπολίες και αντιμετώπισε όπως ήταν φυσικό πλήθος κινδύνων. Μετά τη συνθηκολόγηση της χώρας μας, δεν κατέθεσε φυσικά τα όπλα, αλλά κατέφυγε στη Μέση Ανατολή για να συνεχίσει τη μάχη στις διαταγές της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Ο Ιατρίδης αντικαταστάθηκε από τον υποπλοίαρχο Ρουσσέν στα ηνία του «Παπανικολή» κατά τη δεύτερη αυτή φάση του πολέμου και το υποβρύχιο έμελλε να ζήσει νέες δόξες και με τον νέο κυβερνήτη του.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο, ο θρύλος των θαλασσών και εφιάλτης των Ιταλών τοποθετήθηκε στη Βάση Υποβρυχίων και αργότερα σε άλλες στεριανές υπηρεσίες του Πολεμικού Ναυτικού. Ο ίδιος πρωτοστάτησε και επίβλεψε τις επισκευές του ιταλικού καταδρομικού «Ευγένιος της Σαβοΐας» το 1950-1951, το οποίο παραδόθηκε στην Ελλάδα στο πλαίσιο των πολεμικών αποζημιώσεων για τον τορπιλισμό της «Έλλης» και μετονομάστηκε τελικά σε «Έλλη». Η νέα «Έλλη» ύψωσε τη γαλανόλευκη τον Ιούνιο του 1951 και έγινε η έδρα του αρχηγού στόλου (παροπλίστηκε το 1965). Ο Μ. Ιατρίδης αποστρατεύτηκε αυτεπάγγελτα στις 29 Δεκεμβρίου 1952, με σύγχρονη προαγωγή στον βαθμό του Πλοιάρχου. Οκτώ χρόνια αργότερα, στις18 Φεβρουαρίου 1960, ο μεγάλος αυτός άνδρας του Πολεμικού μας Ναυτικού, σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας, σε ηλικία μόλις 54 ετών.
Ο θρυλικός «Παπανικολής» του Ιατρίδη δεν ήταν απλά άλλο ένα υποβρύχιο του Β' Παγκοσμίου που επιχειρούσε στις αιματοβαμμένες θάλασσες σε σχηματισμό. Ήταν ένας μοναχικός λύκος, ένας αδέσποτος σκοπευτής της Αδριατικής, που έσπερνε πανικό και όλεθρο στις ιταλικές νηοπομπές . Ήταν ένα φάντασμα που πλανιόταν πάνω από τους Ιταλούς, την ίδια ώρα που αποδείκνυε περίτρανα τη ναυτοσύνη του ελληνικού έθνους και τη μαχητικότητα του πνεύματός του.
Ο Ιατρίδης διετέλεσε διοικητής Αρχιπελάγους (1944-1945), διοικητής Στολίσκου Βορείου Αιγαίου (1947) και διοικητής της Ναυτικής Ακαδημίας (1948).
Ο Πλωτάρχης Ιατρίδης ποτέ δεν λησμόνησε τον τόπο του. Επισκεπτόταν συχνά το χωριό του, το Σοφικό. Όταν αυτό συνέβαινε, ο όρμος της Σελόντα αποτελούσε το καταφύγιο του ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ
Ο «Παπανικολής» μετά την απελευθέρωση, επέστρεψε στην Ελλάδα και παροπλίστηκε το 1945. Ο ιστορικός πυργίσκος του εκτέθηκε στη Βάση Υποβρυχίων και τοποθετήθηκε μετά έξω από το Ναυτικό Μουσείο στον Πειραιά.
Η προτομή του Ιατρίδη στον Πύργο Ηλείας, τόπο καταγωγής του πατέρα του. Το όνομά του έχει δοθεί και στην κεντρική πλατεία της πόλης.
ΤΗΛ: 27416 00888 E-MAIL: info@rapmedia.gr WEB: www.rapmedia.gr
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.