ΤΟ ΚΑΣΤΕΛΙ ΠΕΝΤΕΣΚΟΥΦΙ: Ο ΕΠΙΤΗΡΗΤΗΣ ΑΚΡΟΚΟΡΙΝΘΟΥ

0


Η αναζήτηση των ψηφίδων της ιστορίας του μικρού μεσαιωνικού οχυρού Πεντεσκούφι και της σχέσης του με το γειτονικό εμβληματικό φρούριο του Ακροκορίνθου.


Εικόνα 1: Το μικρό κάστρο Πεντεσκούφι ανεγέρθηκε στην κορυφή του κωνικού υψώματος περί το 1209 από τους Φράγκους Σταυροφόρους κατακτητές, προκειμένου να εποπτεύουν τις κινήσεις των πολιορκημένων Βυζαντινών υπερασπιστών του φρουρίου του Ακροκορίνθου.

Απέναντι από τον θεόρατο βραχώδη όγκο του διάσημου κάστρου του Ακροκορίνθου και προς τα νοτιοδυτικά, υψώνεται ένας άλλος πετρώδης λόφος με υψόμετρο 476 μέτρα, που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εκτός από τον κωνικό σχηματισμό του. Αν όμως κάποιος παρατηρήσει καλύτερα, θα διαπιστώσει ότι η αιχμηρή κορυφή του περιβάλλεται από μία οχύρωση, η οποία διακρίνεται με σχετική δυσκολία μοιάζοντας με φυσική συνέχεια της εδαφικής έξαρσης. Πρόκειται για το μικρό μεσαιωνικό καστέλι με την επωνυμία Πεντεσκούφι, που έχει καταδικαστεί στην ανυποληψία μπροστά στην μεγαλοπρέπεια του Ακροκορίνθου. Κι όμως αυτό το ταπεινό οχυρό μεταβλήθηκε σε ένα πολλαπλασιαστή ισχύος για τους Φράγκους Σταυροφόρους εισβολείς, στην ολοκλήρωση της Λατινικής κατάκτησης της Πελοποννήσου στις αρχές του 13ου αιώνα, όπως θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε στο παρόν άρθρο, ενώνοντας και εξετάζοντας τις λιγοστές ψηφίδες της ιστορίας του.

Η πρόσβαση στην τοποθεσία γίνεται από ένα χωματόδρομο με κατεύθυνση προς το ύψωμα(1), που ξεκινάει 300 μέτρα πριν από τον χώρο στάθμευσης του Ακροκορίνθου, χωρίς να υπάρχει καμία πληροφοριακή πινακίδα στην διασταύρωση. Έπειτα από πορεία περίπου 750 μέτρων ο χωματόδρομος σταματάει σε ένα κτίριο και από εκεί μετατρέπεται σε κακοτράχαλο μονοπάτι, το οποίο διατρέχει για άλλα 550 μέτρα τις βορειοδυτικές παρυφές, ανηφορίζοντας προς το καστέλι. Η ανάβαση είναι μέτριας δυσκολίας, όμως απαιτείται πολύ προσοχή, καθώς το μονοπάτι δεν είναι σηματοδοτημένο και το ίχνος του διακρίνεται αμυδρά, καταλήγοντας μερικά μέτρα κάτω από τα τείχη. Από αυτό το σημείο ο επίδοξος οδοιπόρος θα πρέπει να αναρριχηθεί στα βράχια με αρκετό βαθμό επικινδυνότητας, και κατόπιν να εντοπίσει το χαμηλότερο μέρος των οχυρώσεων για να μπορέσει να περάσει στο εσωτερικό, αφού δεν ανοίγεται κάποιο θύρωμα σε αυτή την πλευρά, ενώ καθίσταται σχεδόν ανέφικτη η περιμετρική προσπέλαση λόγω των απόκρημνων καταπτώσεων. Η άνοδος προς την κορυφή δύναται να πραγματοποιηθεί ακολουθώντας μια εναλλακτική διαδρομή, και ίσως πιο δόκιμη, μέσω των βόρειων υπωρειών του υψώματος, με την κλίση του εδάφους να είναι σχετικά ομαλότερη, αλλά δεν διαγράφεται κανένα ευκρινές μονοπάτι. Από εδώ προσεγγίζεται κάπως ευχερέστερα η βορειοανατολική πλευρά του καστελιού και σχηματίζεται μία δίοδος δίπλα από τον πύργο του, που πιθανώς να προσδιορίζει την μεσαιωνική πύλη εισόδου.


Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας του καστελιού Πεντεσκούφι, όπου εμφαίνονται τα δρομολόγια πρόσβασης. Κόκκινη διακεκομμένη γραμμή: διαγραφόμενο μονοπάτι, κίτρινη διακεκομμένη γραμμή: εναλλακτική διαδρομή (1): Καστέλι Πεντεσκούφι. (2): Χώρος στάθμευσης του Ακροκορίνθου.

Το καστέλι Πεντεσκούφι κατασκευάστηκε την πρώτη δεκαετία του 13ου αιώνα από τους Φράγκους Σταυροφόρους, κατά την διάρκεια του μακροχρόνιου αποκλεισμού και των πολιορκητικών επιχειρήσεων του φρουρίου του Ακροκορίνθου. Ωστόσο, έχουν διατυπωθεί διάφορες εκδοχές για την ακριβή χρονολόγηση της ανέγερσης του και την ταυτοποίηση της Φράγκικης επωνυμίας του, διχάζοντας τους ιστορικούς ερευνητές. Οι πρωτογενείς πληροφορίες για το οχυρό αντλούνται μέσα από την Ελληνική παραλλαγή του έμμετρου «Χρονικού του Μορέως», στο οποίο εξιστορούνται εκτενώς τα γεγονότα της κατάκτησης της Πελοποννήσου, ως επακόλουθη συνέπεια της αποκλίνουσας Δ’ Σταυροφορίας και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης τον Απρίλιο του 1204, όπως και τα πεπραγμένα των Λατίνων ηγεμόνων του ιδρυθέντος «Πριγκιπάτου της Αχαΐας». Αν και επισημαίνονται ορισμένες ιστορικές και χρονικές ανακρίβειες στο κείμενο, εντούτοις αποτελεί την μία από τις αυθεντικότερες πηγές δεδομένων για τα δρώμενα, την διοικητική οργάνωση και το δίκαιο της περιόδου της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα.


Εικόνα 3: Άποψη του καστελιού Πεντεσκούφι από τα νοτιοδυτικά. Το διαγραφόμενο μονοπάτι προς την κορυφή του υψώματος καταλήγει στην μερικά μέτρα κάτω από τα τείχη και από εκεί απαιτείται μία αρκετά τολμηρή αναρρίχηση στα απότομα βράχια.

Όσον αφορά το διαλαμβανόμενο καστέλι, ο ανώνυμος χρονικογράφος του 14ου αιώνα, όταν αφηγείται την τελευταία φάση της πολιορκίας του Ακροκορίνθου, παραθέτει τα εξής (στίχοι 2801 – 2815):

Λοιπόν, διατί ένι το βουνί του κάστρου της Κορίνθου,
πλατύ και μέγα, φοβερόν, κι απάνω ένι το κάστρον,
ευρίσκεται προς μεσημβρίαν του εκείνου του κάστρου,
οκάτι ένα βουνόπουλον, τραχώνι γαρ με σπήλαιον.
Κι ορίζει ενταύθα ο πρίγκιπας και απάνω έχτισε κάστρον,
Μουντ Εσκουβέ το ωνόμασαν, ούτως το κράζουν πάλε.
Κι από την άλλην γαρ μερέαν, το λέγουσιν προς άρκτον,
ο Μέγας Κύρης έποικεν κάστρο εδικό του εκείσε.
Εβάλασιν σωτάρχισιν, σκουταροτζαγρατόρους.
Και τόσα τους εστένεψαν τους Κορινθαίους ενταύθα,
τι ποσώς ουκ είχαν απάδειαν ξύλο κανέν να εμπάσουν,
ούτε σωτάρχιση καμμία να τους εμπή ποθόθεν.
Μόνι το ύδωρ το πολύ των βρυσών και πηγάδων,
όπου είναι απάνω στο βουνί απέσω εις το κάστρον,
αυτόνο είχασι πολύ, και ποιος να τους το επάρη.


Εικόνα 4: Άποψη των οχυρώσεων της ανατολικής πλευράς του καστελιού. Σε πρώτο πλάνο διακρίνεται διατηρούμενο τμήμα του ευμεγέθους τετράγωνου πύργου του, που φέρει το άνοιγμα ενός παραθύρου.

Πριν όμως αναλύσουμε το παραπάνω απόσπασμα από το «Χρονικό του Μορέως», κρίνεται σκόπιμο να τεθούν συνοπτικά τα γεγονότα της Φράγκικης εξόρμησης στην Πελοπόννησο σε μία χρονολογική αλληλουχία. Αυτή η διευκρινιστική παρένθεση θεωρείται απολύτως απαραίτητη, προκειμένου γίνει κατανοητό ποια είναι τα αναφερόμενα πρόσωπα, που κατονομάζονται ως «πρίγκιπας» και «Μέγας Κύρης» και να προσδιοριστούν τα δύο ανεγερθέντα κάστρα εκατέρωθεν του φρουρίου του Ακροκορίνθου, εκ των οποίων το ένα αποκαλούνταν «Μουντ Εσκουβέ (Mont Escovee)».

Τους πρώτους μήνες του 1205, ο στρατιωτικός αρχηγός της Δ’ Σταυροφορίας Βονιφάτιος Μομφερρατικός, ηγεμόνας πλέον του νεοσύστατου «βασιλείου της Θεσσαλονίκης» διέρχεται από τον Ισθμό και εισβάλλει στην Πελοπόννησο, επικεφαλής ενός στρατεύματος κατάφρακτων Σταυροφόρων ιπποτών και βοηθητικών πεζών, συνοδευόμενος από υποτελείς Φράγκους ευπατρίδες. Ο μόνος αξιόλογος αντίπαλος, ο Βυζαντινός άρχοντας της Αργοναυπλίας Λέοντας Σγουρός, αποφασίζει να αμυνθεί μέχρις εσχάτων και οχυρώνεται στον απόρθητο Ακροκόρινθο, μεταφέροντας εντός των τειχών τις δυνάμεις του, τον άμαχο πληθυσμό και επαρκή εφόδια. Οι Λατίνοι δεν προσπάθησαν να επιτεθούν άμεσα εναντίον του κάστρου, αλλά προωθήθηκαν προς την Αργολίδα αφήνοντας ένα μικρό τμήμα πολεμιστών στην καταληφθείσα πόλη της Κορίνθου, έτσι ώστε να περιφρουρεί τον Σγουρό, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την περίσταση διενέργησε αιφνιδιαστική νυκτερινή έφοδο και το εξουδετέρωσε πλήρως. Σύντομα ο Μομφερρατικός αναχώρησε για την Θεσσαλονίκη για να αντιμετωπίσει την απειλή των Βουλγάρων στο βόρειο σύνορο του βασιλείου του, αλλά δεν είχε κατορθώσει να κυριεύσει τα τρία κραταιά φρούρια, του Άργους, του Ναυπλίου και του Ακροκορίνθου, που οι υπερασπιστές τους αντέτασσαν σθεναρή άμυνα. Προηγουμένως είχε δώσει την άδεια του στον έμπιστο του ιππότη Γουλιέλμο Σαμπλίτη και στον νεοφανέντα τυχοδιώκτη Σταυροφόρο Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, να προελάσουν προς την ενδοχώρα της Πελοποννήσου, που οι Έλληνες κάτοικοι της αποκαλούσαν «Μορέα», με σκοπό την κατάκτηση εδαφών για την συγκρότηση μίας Φράγκικης ηγεμονίας, υποτελούς στο «βασίλειο της Θεσσαλονίκης». Κατά την πιο διαδεδομένη εκδοχή, πριν να αποχωρήσει από το θέατρο των επιχειρήσεων, ο Μομφερρατικός διέταξε να κατασκευαστούν δύο οχυρά εκατέρωθεν του Ακροκορίνθου, ένα νότια (νοτιοδυτικά) στον οξύκορφο λόφο του Πεντεσκουφίου και άλλο ένα σε μία αόριστη τοποθεσία στα βόρεια, προκειμένου να προστατεύονται οι εναπομείναντες Λατίνοι πολιορκητές από τις ξαφνικές εξορμήσεις του Λέοντα Σγουρού.


Εικόνα 5: Άποψη από το εσωτερικό του καστελιού Πεντεσκούφι (βόρεια πλευρά). Διακρίνεται η είσοδος στον πύργο πάνω από την οροφή ενός άλλου προσκτίσματος, που πιθανώς να χρησιμοποιούνταν ως δεξαμενή ύδατος (κιστέρνα).

Ωστόσο, σύμφωνα με τους επίμαχους στίχους του «Χρονικού του Μορέως», όπου αναγράφονται συγκεκριμένοι κτήτορες, αλλά και από την ροή των πολιτικοστρατιωτικών εξελίξεων, εκτιμάται ότι τα δύο καστέλια μάλλον ανεγέρθηκαν μερικά χρόνια αργότερα. Άλλωστε, η διείσδυση των Φράγκων στην Πελοπόννησο, όπως και η κυριαρχία τους στον υπόλοιπο Ελληνικό χώρο βρίσκονταν ακόμα σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο στα 1205 και είναι πολύ αμφίβολο αν θα προέβαιναν στην κατασκευή φρουριακών εγκαταστάσεων, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει τις κτήσεις τους. Μετά την αναχώρηση του Μομφερρατικού, ο Ακροκόρινθος τελούσε μάλλον σε συνθήκες χαλαρής πολιορκίας και επίβλεψης, καθώς φαίνεται ότι ο Σγουρός διέθετε την δυνατότητα ανεφοδιασμού είτε από τοπικούς πόρους, είτε μέσω άλλων Βυζαντινών συμμάχων του, με αποτέλεσμα να αντισταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, στηριζόμενος στην ασφάλεια των ισχυρών οχυρώσεων του Κορινθιακού κάστρου και έχοντας να αντιμετωπίσει μία περιορισμένη εχθρική δύναμη περιφρούρησης.


Εικόνα 6: Άποψη του εσωτερικού του καστελιού από τον διατηρούμενο πύργο (νότια πλευρά). Σε πρώτο πλάνο φαίνεται η οροφή του προσκτίσματος με τις δύο καταπακτές, το οποίο ενδέχεται να ήταν δεξαμενή ύδατος (κιστέρνα).

Η εκστρατεία του Σαμπλίτη και του Βιλλεαρδουίνου στον Μοριά στέφθηκε με απρόσμενη επιτυχία. Μέσα σε τρία χρόνια κατάφεραν να επιβάλλουν την Φράγκικη εξουσία στην Πελοπόννησο και ο πρώτος είχε αναγορευτεί σε «ηγεμόνα ολόκληρης της Αχαΐας»(2), ενώ ο δεύτερος έγινε υποτελής του λαμβάνοντας ως αντίκρισμα για τις υπηρεσίες του τα φέουδα της Καλαμάτας και της Αρκαδίας. Προς τα τέλη του 1208, ο Σαμπλίτης αναγκάστηκε να αναχωρήσει για την Γαλλία, προκειμένου να διεκδικήσει την οικογενειακή του κληρονομιά στην περιοχή της Βουργουνδίας, αλλά πέθανε κατά την διάρκεια του ταξιδιού. Περίπου την ίδια χρονική περίοδο αυτοκτόνησε και ο Λέοντας Σγουρός, πέφτοντας με το άλογο του από τον βράχο του Ακροκορίνθου και περνώντας έτσι στην σφαίρα του θρύλου. Η τραγική πράξη του Έλληνα άρχοντα ίσως να οφείλεται στην υπερβολική απογοήτευση του από την μη αναστρέψιμη κατάσταση στην επικράτεια της Πελοποννήσου, που τον έφερε στα πρόθυρα της κατάθλιψης και τελικά τον οδήγησε στο απονενοημένο διάβημα. Όμως, το φρούριο του Ακροκορίνθου δεν καταλήφθηκε από τους Φράγκους, καθώς το υπερασπίζονταν πλέον ο Θεόδωρος Δούκας, αδελφός του αυθέντη του δεσποτάτου της Ηπείρου Μιχαήλ Α’ Κομνηνού Δούκα (1205 – 1215). Ο δε Γοδεφρείδος Βιλλεαρδούινος ευκαιριακά πήρε την προσωρινή διακυβέρνηση της ηγεμονίας της Αχαΐας στις αρχές του 1209 και αποφάσισε να εξαλείψει τα κέντρα αντίστασης των Βυζαντινών σε Κορινθία και Αργολίδα. Με την συνδρομή του Γάλλου δυνάστη της Αττικής Όθωνα Δελαρός (1205 – 1225) άρχισε να πολιορκεί τον Ακροκόρινθο την άνοιξη εκείνου του έτους. Ο τελευταίος έφερε τον βαρύγδουπο τίτλο του «Μέγα Κύρη» των Αθηνών, ενώ είχε συμμετάσχει ενεργά και στην πρώτη φάση των πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον του φρουρίου στα 1205. Κατόπιν διάφορων μηχανογραφιών και δικανικών διαβουλεύσεων, ο Βιλλεαρδουίνος πέτυχε να αναγνωριστεί ως «Πρίγκιπας της Αχαΐας» στα τέλη του 1209 από το σύνολο των Φράγκων βαρώνων της Πελοποννήσου και έθεσε υπό ασφυκτικό κλοιό τον Ακροκόρινθο, επιζητώντας την καθοριστική κατάληψη του.


Εικόνα 7: Το διατηρούμενο τμήμα του πύργου στο Πεντεσκούφι. Από τις επάλξεις του καστελιού επιτηρούνταν με τον καλύτερο τρόπο το απέναντι φρούριο του Ακροκορίνθου σχεδόν σε όλο το εύρος του και γίνονταν άμεσα αντιληπτές οι κινήσεις των υπερασπιστών του.

Σε αυτό το χρονικό σημείο, δηλαδή λίγο πριν κλείσει το έτος 1209, δύναται να αναχθεί η έναρξη της ανέγερσης των δύο κάστρων που λειτούργησαν ως αντίβαρα στην άμυνα του Ακροκορίνθου, με βάση την ταυτοπροσωπία των κτητόρων τους, όπως καταγράφονται στο «Χρονικό του Μορέως». Ο αναφερόμενος «πρίγκιπας» είναι ο ηγεμόνας της Αχαΐας Γοδεφρείδος Α’ Βιλλεαρδουίνος (1209 – 1218), ο οποίος ανήλθε σε αυτό το αξίωμα εκείνο το έτος(3), ενώ για τον «Μέγα Κύρη» καθίσταται προφανές ότι πρόκειται για τον εξουσιαστή των Αθηνών, Όθωνα Δελαρός. Επίσης, αξίζει να τονιστεί πως οι δύο Γάλλοι ευγενείς συνέπραξαν από κοινού μόνο στην δεύτερη φάση των πολιορκητικών επιχειρήσεων, αφού ο Βιλλεαρδουίνος μαζί με τον αποθανόντα Γουλιέλμο Σαμπλίτη ξεκίνησαν την κατακτητική εκστρατεία τους στην Πελοπόννησο, από το Φράγκικο στρατόπεδο του Ναυπλίου πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, χωρίς ο ίδιος να έχει λάβει μέρος στον αρχικό αποκλεισμό του Κορινθιακού φρουρίου.


Εικόνα 8: Στο «Χρονικό του Μορέως» αναφέρεται ότι το κάστρο «Μουντ Εσκουβέ» ήταν κτισμένο σε ένα «βουνόπουλον τραχώνι», δηλαδή σε ένα βραχώδες και ξερό ύψωμα, μία περιγραφή που αντιστοιχεί απόλυτα με την τοποθεσία του καστελιού Πεντεσκούφι.

Ένα άλλο ακανθώδες πρόβλημα είναι ο τοπογραφικός προσδιορισμός των δύο οχυρών, καθώς στο «Χρονικό του Μορέως» παρουσιάζονται με αμφιλεγόμενη ασάφεια. Η συντριπτική πλειονότητα των ιστορικών ασπάζεται την άποψη ότι το «Μουντ Εσκουβέ» ταυτίζεται με το καστέλι Πεντεσκούφι και μάλιστα θεωρούν ότι η Ελληνική ονομασία προέρχεται από την παράφραση της Φράγκικης επωνυμίας ή το αντίστροφο. Αρκετά πρόσφατα έχουν εκφραστεί αντιρρήσεις από διάφορους φιλόδοξους ερευνητές, που εκτιμούν ότι το υπόψη οχυρό ταυτίζεται με το κυκλικό μεσαιωνικό φρούριο της Χόριζας, στην ευρύτερη περιοχή της κωμόπολης Αθίκια και περίπου δύο χιλιόμετρα βορειοανατολικά από τον οικισμό του Αγίου Ιωάννη. Αυτός ο ισχυρισμός εκμαιεύεται από τον στίχο του «Χρονικού», στον οποίο μνημονεύεται ότι το «Μουντ Εσκουβέ» ήταν κτισμένο σε «ένα βουνόπουλον τραχώνι», δηλαδή σε ένα βραχώδες και ξερό ύψωμα, και αφήνεται να εννοηθεί ότι υπήρχε εκεί και ένα «σπήλαιον».

Πράγματι, τα δύο ενδεικτικά εδαφικά γνωρίσματα εντοπίζονται στο μέρος του φρουρίου της Χόριζας, που βρίσκεται επάνω στην κορυφή ενός άγονου και πετρώδους κωνικού λόφου, ενώ στις παρυφές του και στην θέση «Φουρνιά» σχηματίζεται μία σπηλαιώδης κοιλότητα. Σύμφωνα λοιπόν με την καινοτόμα θεωρία, οι Φράγκοι κατασκεύασαν εδώ το «Μουντ Εσκουβέ» για να σταματήσουν τον ανεφοδιασμό του Λέοντος Σγουρού από την Πιάδα (Νέα Επίδαυρος), μέσω του υψιπέδου του «Φουρνιά» και των εκείθεν ορεινών διαβάσεων και το δεύτερο ανώνυμο κάστρο που μνημονεύεται στο «Χρονικό» ήταν το Πεντεσκούφι. Μολονότι ο γεωγραφικός προσανατολισμός «προς μεσημβρίαν (προς τον νότο)», ταιριάζει κάπως με τον εικαζόμενο λόφο στην περιοχή των Αθικίων, καθόσον κείτεται νοτιοανατολικά του Ακροκορίνθου, εντούτοις απέχει από αυτόν 14,5 χιλιόμετρα στην ευθεία και περίπου 23 χιλιόμετρα μέσω του συντομότερου δρομολογίου. Αυτές οι αποστάσεις εκτιμάται ότι είναι πολύ μακρινές για την τοποθεσία του «Μουντ Εσκουβέ», το οποίο κατά την στρατηγική αντίληψη θα έπρεπε να βρίσκονταν πλησίον του κέντρου αντίστασης των Βυζαντινών για να έχει μία πολιορκητική βαρύτητα, όπως εξυπονοείται από τον μεσαιωνικό χρονικογράφο. Επιπλέον το φρούριο της Χόριζας μπορούσε να παρακαμφθεί εύκολα από οποιαδήποτε κατεύθυνση, με δεδομένο ότι οι Φράγκοι δεν διέθεταν απεριόριστες δυνάμεις, έτσι ώστε να διαφυλάξουν όλες τις προσβάσεις σε μία τόσο εκτεταμένη εμβέλεια και σίγουρα θα αποσκοπούσαν στην περίσφιξη του Ακροκορίνθου εντός μιάς εγγύτερης ακτίνας δράσης, που θα τους έδινε ένα τακτικό προβάδισμα.


Εικόνα 9: Άποψη του ημικυκλικού νοτιοανατολικού προμαχώνα του Πεντεσκουφίου. Από την δεσπόζουσα θέση του καστελιού, ήταν ευχερής ο οπτικός έλεγχος του κύριου οδικού άξονα από την Κορινθία προς την Αργολίδα κατά τον μεσαίωνα, που συμπίπτει με την παλαιά Εθνική Οδό, η οποία διέρχεται από το σύγχρονο χωριό του Σολομού (πάνω αριστερά μέρος της φωτογραφίας).

Σε αντιδιαστολή με την παραπάνω εκδοχή, το καστέλι Πεντεσκούφι είναι επίσης κατασκευασμένο στην κορυφή ενός βραχώδους και ξερού υψώματος, με δύσβατες και απόκρημνες υπώρειες, αλλά βρίσκεται σε απόσταση μόλις 1,5 χιλιομέτρου στην ευθεία και πεζοπορικώς από τον Ακροκόρινθο. Ο δε προσανατολισμός του είναι αρκετά νοτιοδυτικός, παραπέμποντας στον μεσημβρινό τοπογραφικό προσδιορισμό του «Χρονικού του Μορέως» για το «Μουντ Εσκουβέ». Από την δεσπόζουσα θέση του και ιδιαίτερα από τον πύργο του, επιτηρούνταν με τον καλύτερο τρόπο το απέναντι φρούριο σχεδόν σε όλο το εύρος των οχυρωματικών περιβόλων του και γίνονταν άμεσα αντιληπτές οι κινήσεις των Βυζαντινών υπερασπιστών του. Επιπρόσθετα, από τις επάλξεις του παρέχεται άριστη περιμετρική παρατήρηση του ορίζοντα και οι Φράγκοι πολιορκητές είχαν την δυνατότητα να ελέγχουν οπτικά, τόσο τον πεδινό παραλιακό διάδρομο και την ακτογραμμή του Κορινθιακού κόλπου, όσο και τον κύριο οδικό άξονα από την Κόρινθο προς το Άργος κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, που συμπίπτει με την παλαιά Εθνική Οδό, αλλά και τα εγκάρσια δρομολόγια. Διαθέτοντας πλέον ένα καίριο πλεονέκτημα επιτήρησης, μπορούσαν να επέμβουν ταχύτατα και ανά πάσα στιγμή στο πεδίο των επιχειρήσεων, σε περίπτωση επιθετικής εξόδου του αμυνόμενου Θεόδωρου Δούκα από τον Ακροκόρινθο, στερώντας του το στοιχείο του αιφνιδιασμού και να αναχαιτίσουν έγκαιρα τυχόν ενισχύσεις, ή να απαγορεύσουν μία απόπειρα ανεφοδιασμού των έγκλειστων Βυζαντινών, τουλάχιστον από την κατεύθυνση της Αργολίδας.


Εικόνα 10: Άποψη των παραλίων του Κορινθιακού κόλπου από το ύψωμα του καστελιού, πάνω από το οποίο οι Φράγκοι κατακτητές είχαν την δυνατότητα εξαιρετικής επιτήρησης της ακτογραμμής και του πεδινού παράλιου διαδρόμου. Διακρίνεται ο πολεοδομικός ιστός του Λεχαίου – Περιγιαλίου – Άσσου.

Η ταυτοποίηση του «Μουντ Εσκουβέ» με το καστέλι Πεντεσκούφι φαινομενικά εμποδίζεται από τον έτερο εδαφικό προσδιορισμό, δηλαδή την ύπαρξη ενός σπηλαίου στο ύψωμα. Σύμφωνα όμως με τον διαπρεπή λαογράφο και ιστορικό Πέτρο Καλονάρο (1894 – 1959), ο οποίος προέβη σε ένα εμπεριστατωμένο σχολιασμό της Ελληνικής παραλλαγής του «Χρονικού του Μορέως» σε συσχετισμό με το Γαλλικό κείμενο, ο μεσαιωνικός συγγραφέας χρησιμοποιεί ενίοτε τον όρο «σπήλαιον» για να δηλώσει μάλλον τον απότομο βράχο, αφού εμφανίζεται στις περιγραφές και άλλων δυσπρόσιτων οχυρωμένων τοποθεσιών, που δεν διαθέτουν μία τέτοια σπηλαίωση(4). Υπό αυτή την έννοια, καθίσταται πρακτικά αναμφίβολη η εξομοίωση του καστελιού Πεντεσκούφι με το «Μουντ Εσκουβέ», το οποίο ανέγειρε ο «πρίγκιπας της Αχαΐας» Γοδεφρείδος Α’ Βιλλεαρδουίνος. Η δε ετυμολογία της Φράγκικης ονομασίας ενδεχομένως να προέρχεται από την φραστικό προσωνύμιο «Mont Escarpee», που ερμηνεύεται ως βουνό με απόκρημνες πλαγιές ή κατά τον Γάλλο αρχαιολόγο Antoine Bon να πηγάζει από την έκφραση «Mont Chauve», που μεταφράζεται σε «φαλακρό βουνό». Πάντως, και τα δύο ονόματα ταιριάζουν επακριβώς με την διαμόρφωση του εδαφικού ανάγλυφου του συγκεκριμένου υψώματος απέναντι από τον Ακροκόρινθο. Κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας και μέσα σε ένα κυκεώνα γηγενών και ξένων γλωσσικών διαλέκτων, το όνομα του καστελιού μετατράπηκε αρχικά σε «Μουντ Εσκουβέ (Mont Escovee)» του «Χρονικού» και κατόπιν οι δύο λέξεις συνενώθηκαν στην παρήχηση «Μοντεσκιού (Montesquieu)», για να καταλήξει στην Ελληνική παραφθορά του ως «Πεντεσκούφι». Του αποδίδεται και μία δεύτερη Ιταλική επωνυμία ως «Malvicino», η οποία προέκυψε από την μεταγλώττιση της Γαλλικής διατύπωσης «mauve voisin», που στην κυριολεξία σημαίνει «κακός γείτονας» υποδηλώνοντας τον επιζήμιο ρόλο του στην τελική πολιορκία του Ακροκορίνθου(5).


Εικόνα 11: Άποψη των ανατολικών τειχών του Πεντεσκουφίου. Το μεσαιωνικό οχυρό ταυτίζεται με το κάστρο «Μουντ Εσκουβέ» του «Χρονικού του Μορέως», μία έκφραση που ερμηνεύεται από την Γαλλική γλώσσα ως βουνό με απόκρημνες και άγονες πλαγιές, όπως ακριβώς διαμορφώνονται οι απότομες καταπτώσεις του οξύκορφου λόφου του Πεντεσκουφίου.

Το δε «αδελφό» κάστρο των Φράγκων πολιορκητών, που κτίστηκε από τον «Μέγα Κύρη» των Αθηνών Όθωνα Δελαρός «προς άρκτον (προς τα βόρεια)» του Ακροκορίνθου, δεν συνάγεται ότι βρίσκονταν σε κάποια ανάλογη εδαφική έξαρση. Ουσιαστικά, στο «Χρονικό του Μορέως» δεν παρατίθεται κανένα τοπογραφικό δεδομένο. Επειδή η περιοχή βόρεια του φρουρίου έως τα παράλια του Κορινθιακού κόλπου είναι πεδινή, οι νεότεροι ερευνητές δεν διέβλεπαν καμία επιχειρησιακή σκοπιμότητα στην κατασκευή ενός οχυρού σε ένα χαμηλότερο μέρος, πιστεύοντας ότι θα είχε μηδαμινή επίδραση στον περιορισμό των Βυζαντινών. Η δε πληροφορία θεωρήθηκε ως φανταστική και αγνοήθηκε. Ωστόσο, ο καθηγητής ιστορικής γεωγραφίας Μιχαήλ Κορδώσης, σε μία μελέτη του για την Κορινθία της μεσαιωνικής εποχής, δίνει μία αρκετά πειστική εξήγηση. Υποστηρίζει ότι πιθανότατα ο δεσπότης Μιχαήλ Α’ Κομνηνός Δούκας τροφοδοτούσε με τα πλοία του περιοδικά τον Λέοντα Σγουρό και μετά την αυτοκτονία του, τον αδελφό του Θεόδωρο Δούκα, τα οποία μετέφεραν προμήθειες από την Ναύπακτο και εκφορτώνονταν με λέμβους στην Κορινθιακή ακτή. Ενδεχομένως λοιπόν, οι Φράγκοι να ανέγειραν ένα πύργο κοντά στον αρχαίο λιμένα του Λεχαίου, προκειμένου να αποκλείσουν τον ανεφοδιασμό του Ακροκορίνθου από την θάλασσα. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από τον εντοπισμό οικοδομικών καταλοίπων περίπου στο 1 χιλιόμετρο δυτικά από την τοποθεσία του λιμένα, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τους αρχαιολόγους ως Βενετσιάνικές οχυρώσεις(6) και ίσως να κατασκευάστηκαν στο μέρος ενός προϋπάρχοντος παράκτιου οχυρού των αρχών του 13ου αιώνα, που να αντικατοπτρίζει το ανώνυμο καστέλι του «Χρονικού του Μορέως» με κτήτορα τον Όθωνα Δελαρός.


Εικόνα 12: Άποψη των νοτιοανατολικών οχυρώσεων με τον ημικυκλικό προμαχώνα. Η διαρκής επιτήρηση του Ακροκορίνθου από το καστέλι Πεντεσκούφι, συντέλεσε καίρια στην απαγόρευση του ανεφοδιασμού των Βυζαντινών υπερασπιστών και ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην παράδοση του φρουρίου στους Φράγκους πολιορκητές.

Η κατασκευή των δύο Φράγκικων οχυρών πρέπει να ολοκληρώθηκε μέσα μικρό χρονικό διάστημα και επανδρώθηκαν με πολεμιστές εξοπλισμένους με βαριά τόξα και ασπίδες («σκουταροτζαγρατόρους»)(7), ενώ σε αυτά αποθηκεύτηκαν επαρκείς προμήθειες («σωτάρχισιν»). Το «Μουντ Εσκουβέ» συνιστούσε το εποπτικό «αντίκαστρο» του Ακροκορίνθου, από όπου επιτηρούνταν διαρκώς η δραστηριότητα των αμυνόμενων από τους Λατίνους κατακτητές, έχοντας απευθείας οπτική επαφή με το πιθανό παράκτιο καστέλι στο Λέχαιο, εκ του οποίου ελέγχονταν η θαλάσσια επικοινωνία. Αυτός ο συνδυασμός συντέλεσε στην πλήρη διακοπή του ανεφοδιασμού σε τρόφιμα και άλλα απαραίτητα υλικά του Κορινθιακού φρουρίου και μοιραία οδήγησε στην κατάληψη του. Αν και οι πολιορκημένοι διέθεταν αφθονία σε νερό από τις βρύσες, τις δεξαμενές και τα πηγάδια του Ακροκορίνθου, σύντομα περιήλθαν σε δεινή θέση, λόγω της έλλειψης βασικών βρώσιμων ειδών. Έχοντας να αντιμετωπίσει μία αδιέξοδη κατάσταση και μπροστά στο φάσμα της λιμοκτονίας, ο αρχηγός των Βυζαντινών υπερασπιστών Θεόδωρος Δούκας είτε προχώρησε σε συμβιβασμό με τους σχισματικούς εχθρούς, είτε διέφυγε κρυφά στο Άργος, καταφέρνοντας να πάρει μαζί του τους θησαυρούς της Κορινθιακής εκκλησίας. Σε κάθε περίπτωση το αγέρωχο κάστρο παραδόθηκε στους Φράγκους μάλλον στις αρχές της άνοιξης του 1210 και πέρασε στην κατοχή του Γοδεφρείδου Α’ Βιλλεαρδουίνου, εντασσόμενο στην επικράτεια του νεοσύστατου «Πριγκιπάτου της Αχαΐας». Το οχυρό «Μουντ Εσκουβέ», το κατοπινό Πεντεσκούφι, μοιάζοντας με αετοφωλιά πάνω στον οξύκορφο λόφο, αποδείχτηκε πολύτιμος επιτηρητής του Ακροκορίνθου, συντελώντας καίρια στην πτώση του.


Εικόνα 13: Άποψη της βορειοδυτικής πλευράς του καστελιού. Η εμφανής διαφορά μεταξύ της τοιχοποιίας του πύργου (αριστερά) και του περιβόλου (δεξιά), καταδεικνύει μία μεταγενέστερη ανακαίνιση των οχυρώσεων, ενδεχομένως για πρώτη φορά από τον Φλωρεντίνο Νικολό Ατζαγιόλι, τον ηγεμόνα της καστελανίας της Κορίνθου την περίοδο 1358 – 1365 και αργότερα από τους Βενετσιάνους.

Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας το καστέλι Πεντεσκούφι διατηρήθηκε ενεργό, αλλά έπαψε να έχει μία βαρύνουσα σημασία. Πιθανότατα λειτουργούσε ως παρατηρητήριο και προκεχωρημένο φυλάκιο του Ακροκορίνθου, συμμεριζόμενο την τύχη του στα ιστορικά γεγονότα. Έπειτα από ενάμιση αιώνα, η Κορινθία αλλάζει διοικητικό καθεστώς. Το φέουδο, οργανωμένο σε καστελανία(8), παραχωρείται στα 1358 στον ανερχόμενο Φλωρεντίνο τραπεζίτη Νικολό Ατζαγιόλι, κάτω από την μάστιγα των Τούρκων και Καταλανών πειρατών που λυμαίνονταν τα παράλια. Ο νέος Ιταλός αυθέντης μέχρι τον θάνατο του στα 1365, δαπάνησε αρκετά χρήματα για να επισκευάσει τα τείχη του Ακροκορίνθου και μερίμνησε για την συντήρηση των υπόλοιπων κάστρων της δικαιοδοσίας του, για να προστατέψει τους κατοίκους από τις ληστρικές επιδρομές. Ίσως τότε να ανακαινίστηκε για πρώτη φορά και το καστέλι Πεντεσκούφι, καθώς διακρίνονται τεχνοτροπικές διαφορές στην λιθοδομή των οχυρώσεων του. Στα 1395, ο Βυζαντινός δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος Παλαιολόγος (1380 – 1407) επιτέθηκε και ανέκτησε τον Ακροκόρινθο, που επέστρεψε και πάλι σε Ελληνικά χέρια μαζί με τον αχώριστο πλέον γείτονα του(9).


Εικόνα 14: Χαλκογραφία που απεικονίζει την πολιορκία του Τουρκοκρατούμενου Ακροκορίνθου από την Βενετσιάνικη εκστρατευτική δύναμη στα 1687. Το καστέλι Πεντεσκούφι (C) επισημαίνεται ως «Torre Ruinata», δηλαδή ως «ερειπωμένος πύργος», φανερώνοντας την εγκατάλειψη του από τους Τούρκους. Από το λεύκωμα του Ιταλού χαράκτη G. G. Rossi «Teatro de la Guerra contro il Turco», Rome, 1687.

Επόμενοι ξένοι κατακτητές ήταν οι Οθωμανοί. Ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής κατέκτησε τον Ακροκόρινθο στις 6 Αυγούστου 1458, έπειτα από τρίμηνη πολιορκία. Στην μακρά περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, το καστέλι Πεντεσκούφι φαίνεται ότι απαξιώθηκε στρατιωτικά και ερημώθηκε. Οι Τούρκοι παραμέλησαν εξίσου και το φρούριο του Ακροκορίνθου, εφησυχασμένοι με την ιδέα πως κανένας δεν μπορούσε να απειλήσει την κυριαρχία τους στην Πελοπόννησο. Αυτή η πεποίθηση τους έμελλε να διαψευστεί στα πλαίσια του ΣΤ’ Ενετοτουρκικού πολέμου (1684 – 1699), όταν ο αρχιστράτηγος του εκστρατευτικού σώματος της Βενετιάς Φραντζέσκο Μοροζίνι καταλαμβάνει την Κόρινθο το καλοκαίρι του 1687. Οι Βενετσιάνοι πραγματοποίησαν εκτεταμένες επισκευές και τροποποιήσεις στις οχυρώσεις του Ακροκορίνθου και κατά πάσα πιθανότητα ανακατασκεύασαν και τον περίβολο του Πεντεσκουφίου. Η Βενετσιάνικη κατοχή της Κορινθίας ήταν μία βραχύβια παρένθεση, διαρκώντας έως το 1715, οπότε εδραιώθηκε και πάλι η Οθωμανική εξουσία στον Μοριά. Έκτοτε το καστέλι πρέπει να παροπλίστηκε εντελώς και να περιέπεσε σε αχρηστία, καταδικασμένο στην εγκατάλειψη. Ωστόσο, το Πεντεσκούφι ξαναήρθε στο προσκήνιο της ιστορίας για τελευταία φορά στα χρόνια της επανάστασης του 1821, διαδραματίζοντας ξανά τον ρόλο του ως επιτηρητής του Τουρκοκρατούμενου Ακροκορίνθου, αφού φέρεται να χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες αγωνιστές ως οχύρωμα και παρατηρητήριο, κατά τις εκάστοτε πολιορκητικές επιχειρήσεις, μέχρι την παράδοση του κραταιού φρουρίου στα Ελληνικά στρατεύματα στις 26 Οκτωβρίου 1823.


Εικόνα 15: Η κυκλοτερής νότια πλευρά του καστελιού. Ο οχυρωματικός περίβολος πιθανότατα ανακατασκευάστηκε από τους Βενετσιάνους την περίοδο 1687 – 1715, όταν είχαν καταφέρει να αποκτήσουν μία πρόσκαιρή κυριαρχία στην Πελοπόννησο έναντι των Τούρκων.

Μετά την απελευθέρωση από τον Οθωμανικό ζυγό, Γάλλος ακαδημαϊκός Alexandre Buchon ταξίδεψε στην Ελλάδα στα έτη 1840 – 1841, σε μία προσπάθεια αναζήτησης των μνημείων της περιόδου της Φραγκοκρατίας και ανάδειξης του «ένδοξου» μεσαιωνικού παρελθόντος των κατακτητών συμπατριωτών του. Κατά την διέλευση του από την Κόρινθο δεν διαφεύγει της προσοχής του το καστράκι Πεντεσκούφι, το οποίο ταυτίζει με βεβαιότητα με το «Μουντ Εσκουβέ» και το περιγράφει πολύ επιγραμματικά ως ερειπωμένο. Στο οδοιπορικό του παραθέτει και ορισμένες ελεγχόμενες πληροφορίες, σχετικά με μία επισκευαστική διευθέτηση των οχυρώσεων στα 1826, από τον τοπικό άρχοντα της Κορινθίας Πανούτσο Νοταρά(10), που τους προσέδωσε την εικόνα που παρουσίαζαν τότε. Ο ίδιος αναφέρει πως σε ένα από τα παλαιά θυρώματα στο εσωτερικό υπήρχε το ανάγλυφο έμβλημα των Βιλλεαρδουίνων, δηλαδή το σύμβολο ενός σταυρού που τα τέσσερα σκέλη του κατέληγαν σε με οκτώ λογχοειδείς ακίδες. Από την αρκετά συγκεχυμένη αφήγηση του Buchon, συνάγεται ότι ο Γάλλος περιηγητής ενδεχομένως να μην επισκέφτηκε προσωπικά το καστέλι και να πήρε τις πληροφορίες από κάποιο ντόπιο συνοδό του, με αποτέλεσμα να τίθεται ένα ζήτημα ως προς την αξιοπιστία τους.


Εικόνα 16: Δορυφορική αποτύπωση του καστελιού Πεντεσκούφι. (1): Πύργος. (2): Δεξαμενή ύδατος (κιστέρνα). (3): Ημικυκλικός προμαχώνας. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η πιθανή πύλη εισόδου του.

Παρά την δεδομένη εγκατάλειψη του, το καστέλι Πεντεσκούφι διατηρείται αναλογικά σε μία ανέλπιστα ικανοποιητική κατάσταση. Η περίμετρος του ανέρχεται περίπου στα 100 μέτρα, καταλαμβάνοντας ένα εμβαδόν 534 τετραγωνικών μέτρων και έχει ένα ακανόνιστο ελλειψοειδές σχήμα. Ο οχυρωματικός περίβολος διασώζεται σε όλη την περιφέρεια της κορυφής του υψώματος, θεμελιωμένος επάνω στο βραχώδες έδαφος. Το μέσο ύψος των υφιστάμενων τειχών κυμαίνεται στα 3 με 4 μέτρα και το πάχος τους στο 1,5 μέτρο, ενώ πιθανότατα στους μεσαιωνικούς χρόνους διέθεταν επάλξεις με περίδρομο. Στην τοιχοποιία τους διακρίνονται τουλάχιστον δύο οικοδομικές φάσεις. Ο πύργος και το κατώτερο τμήμα των οχυρώσεων είναι κατασκευασμένα με την χρήση αργών λίθων, αρμολογημένων με κονίαμα διαθέτοντας σφηνοειδή κεραμικά τεμάχια στα ενδιάμεσα κενά και βάση αυτής της πρακτικής, η ανέγερση τους μπορεί να αναχθεί στον 13ο αιώνα. Η δε λιθοδομή του ανώτερου τμήματος εμφανίζεται πιο επιμελημένη και συνίσταται από κατεργασμένες τετράγωνες πέτρες μεσαίου μεγέθους, τοποθετημένες ομοιόμορφα κατά την τεχνική του ισοδομικού συστήματος. Αυτή η διαφορά δηλώνει σαφώς μία εκτεταμένη επισκευή των τειχών, αλλά είναι δύσκολο να προσδιοριστεί χρονικά αυτή η μεταγενέστερη οικοδομική φάση. Ίσως να φανερώνει την ανακαίνιση του οχυρού, που εικάζεται ότι πραγματοποίησαν οι Βενετσιάνοι μεταξύ των ετών 1687 και 1715 ή ακόμα και να πρόκειται για έργο των Τούρκων, αν και η τελευταία περίπτωση κρίνεται μάλλον ως επισφαλής, αν αναλογιστούμε ότι σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις το καστέλι είχε απαξιωθεί την περίοδο της Τουρκοκρατίας.


Εικόνα 17: Άποψη από το εσωτερικό των ερειπίων του πύργου στο καστέλι. Όπως προκύπτει από την αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του διαχωρίζονταν σε δύο επιμέρους αίθουσες, πιθανόν σε κάθε όροφο. Στην φωτογραφία διακρίνεται η μεσοτοιχία και ένα άνοιγμα, που ενδεχομένως να καταδεικνύει την θέση ενός παραθύρου.

Στο εσωτερικό σχηματίζονται δύο επίπεδα. Το χαμηλότερο στην νοτιοανατολική πλευρά μοιάζει με προαύλιο χώρο και στην καμπή του οχυρωματικού περιβόλου, ο οποίος φέρει έξι τοξοθυρίδες, διαμορφώνεται ένας ημικυκλικός προμαχώνας. Το υπόλοιπο μέρος του καστελιού είναι υπερυψωμένο, δίνοντας την εντύπωση ενός επιμήκους αναβαθμού κατά μήκος των επάλξεων. Στην βόρεια πλευρά ορθώνονταν ένας ογκώδης ορθογώνιος πύργος, διαστάσεων περίπου 8 Χ 10 μέτρα, που διασώζεται ερειπωμένος μέχρι το ύψος του δεύτερου ορόφου του και μάλλον είχε και τρίτο όροφο, σύμφωνα και με τις απεικονίσεις των χαλκογραφιών. Η είσοδος σε αυτόν γίνονταν από το δεύτερο επίπεδο μέσω μίας θύρας στον δυτικό τοίχο και όπως διαπιστώνεται από την κάτοψη του, ήταν χωρισμένος σε δύο αίθουσες στο ισόγειο με μία μεσοτοιχία και ενδεχομένως αυτή η αρχιτεκτονική διαρρύθμιση να συνεχίζονταν και στους άλλους ορόφους. Από τα περιμετρικά του παράθυρα, διακρίνεται καθαρά το άνοιγμα μόνο ενός από αυτά, καθώς και κάποιες μικρές τοξοθυρίδες, κατά τα πρότυπα της μεσαιωνικής οχυρωματικής τέχνης. Στον πύργο στρατωνίζονταν η εκάστοτε δύναμη επάνδρωσης και εκτιμάται ότι ο ισόγειος όροφος του χρησιμοποιούνταν ως χώρος εναποθήκευσης εφοδίων και υλικών. Ακριβώς δίπλα του είναι προσκολλημένο ένα περίκλειστο κτίσμα, το οποίο φέρει δύο καταπακτές στην οροφή του και πρέπει να ήταν η δεξαμενή ύδατος (κιστέρνα) του καστελιού, αφού τα εσωτερικά τοιχώματα του είναι επενδυμένα με υδραυλικό κονίαμα. Ο δε οχυρωματικός περίβολος παρουσιάζεται συμπαγής και δεν εντοπίζεται κανένα άνοιγμα που να υποδηλώνει την θέση της πύλης εισόδου, συνιστώντας μία παραδοξότητα. Ίσως η πρόσβαση εντός του καστελιού να πραγματοποιούνταν μέσω μίας αποσπώμενης κλίμακας, τοποθετημένης πλευρικά του πύργου, όπου το ύψος των τειχών φαίνεται να είναι κάπως χαμηλότερο. Επίσης, το προαύλιο του κάτω επιπέδου καλύπτεται σήμερα από αδιαπέραστη βλάστηση, με συνέπεια να μην καθίσταται αντιληπτό εκ πρώτης όψεως αν υφίστανται και άλλα προκτίσματα εκτός από την προαναφερθείσα δεξαμενή ύδατος.


Εικόνα 18: Άποψη από το εσωτερικό του περίκλειστου προσκτίσματος στον πύργο, το οποίο μάλλον αποτελούσε την δεξαμενή ύδατος του καστελιού, αφού τα τοιχώματα είναι επενδυμένα με υδραυλικό κονίαμα.

Μολονότι το καστέλι Πεντεσκούφι, το «Μουντ Εσκουβέ» του «Χρονικού του Μορέως», επισκιάζεται από το επιβλητικό φρούριο του Ακροκορίνθου, εντούτοις αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της μακραίωνης ιστορίας του. Ανεγερμένο από τον «πρίγκιπα της Αχαΐας» Γοδεφρείδο Α’ Βιλλεαρδουίνο στις αρχές του 13ου αιώνα, είναι πιθανότατα ένα από τα πρωταρχικά οχυρωματικά έργα των Λατίνων κατακτητών στην Πελοπόννησο και γενικότερα στην Ελληνική επικράτεια. Διατέλεσε άγρυπνος επιτηρητής του Ακροκορίνθου στις πολιορκητικές επιχειρήσεις, που οδήγησαν στην καθοριστική κατάληψη του από τους Φράγκους Σταυροφόρους και το «προπύργιο» του στην καστελανία της Κορίνθου, αλλά και περιστασιακά στους μετέπειτα αιώνες. Ας ελπίσουμε ότι μία μελλοντική αρχαιολογική έρευνα θα αποκαλύψει τα κρυμμένα μυστικά του και το «Μουντ Εσκουβέ» να αναδειχθεί όπως αρμόζει σε ένα ιστορικό μνημείο, αποβάλλοντας περίβλημα της σύγχρονης καταφρόνησης.

Κείμενο – Φωτογραφίες:

Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
2 Οκτωβρίου 2016


Εικόνα 19: Το καστέλι Πεντεσκούφι, το «Μουντ Εσκουβέ» των Φράγκων Σταυροφόρων, παραμένει ακόμα άγρυπνος επιτηρητής του Ακροκορίνθου, στεφανώνοντας το οξύκορφο ύψωμα.

Επεξηγηματικές Σημειώσεις

1. Το ύψωμα στους τοπογραφικούς χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (ΓΥΣ) επισημαίνεται με το τοπωνύμιο «Καστράκι». Γεωγραφικές συντεταγμένες: 22ο 85’ 72.84’’ Ανατολικά και 37ο 88’ 37.23’’ Βόρεια.

2. Η Πελοπόννησος αποκαλούνταν αρχικά από τους Λατίνους ως «Αχαΐα», μία ονομασία στην οποία αργότερα συμπεριελάμβαναν και ένα μέρος της Στερεάς Ελλάδας.

3. Ο λαϊκός ιστοριογράφος του «Χρονικού του Μορέως» τοποθετεί ετεροχρονισμένα τα συμβάντα της Φράγκικης κατάληψης του Ακροκορίνθου, στην αρχή της κυριαρχίας του μεταγενέστερου «πρίγκιπα της Αχαΐας» Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου (1246 – 1278). Αυτή παρατυπία θεωρείται ως μάλλον εσκεμμένη, έτσι ώστε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο κύρος του συγκεκριμένου ηγεμόνα, ο οποίος υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους και πιο δραστήριους αυθέντες στην Λατινοκρατούμενη Ελλάδα.

4. «Το Χρονικόν του Μορέως: Το Ελληνικόν κείμενον κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης (Codex Havniensis 57), μετά συμπληρώσεων και παραλλαγών του Παρισινού (Parisinus 2898), σημείωση 76», Πέτρου Π. Καλονάρου, αρχαίος εκδοτικός οίκος Δημ. Δημητράκου Α.Ε., Αθήναι, 1940. Ο Καλονάρος αποφαίνεται ότι η λέξη «σπήλαιον» που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας της Ελληνικής παραλλαγής του «Χρονικού», προέρχεται από ατυχή ερμηνεία της έκφρασης «Pierre bise (ανεμοδαρμένος βράχος)», όπως χαρακτηρίζεται καθεμία από τις αντίστοιχες οχυρωμένες τοποθεσίες στο Γαλλικό κείμενο, συμπεριλαμβανομένου και του «Μουντ Εσκουβέ», ενώ αυτές δεν περιγράφονται με τον κανονικό όρο «caverne (σπήλαιο)». Κατά την εκτίμηση του Έλληνα διανοούμενου, οι υπόψη παραπλανητική απόδοση είναι μία ένδειξη ότι το Ελληνικό «Χρονικό» αποτελεί μετάφραση ενός εξαφανισμένου Φράγκικου πρωτοτύπου, του οποίου η περίληψη διασώθηκε στο Γαλλικό σύγγραμμα.

5. Όσον αφορά την επωνυμία «Montesquieu», ο Antoine Bon επισημαίνει ότι το δεύτερο συνθετικό, δηλαδή η λέξη «-esquieu», απαντάται στις Γαλλικές διαλέκτους του μεσαίωνα, σημαίνοντας κάτι το απογυμνωμένο, ενώ τονίζει ότι υπάρχουν διάφορα τοπωνύμια «Montecouve» σε περιοχές της βορειοανατολικής Γαλλίας. Η δε τελευταία Ιταλική ονομασία προκύπτει από έναν κατάλογο μεσαιωνικών φέουδων στα 1377, όπου καταχωρείται ένα «castello de Malvicino presso a la Corendo (καστέλι του Malvicino στην Κόρινθο)», το οποίο αναγνωρίζεται σαν το Πεντεσκούφι, ένα φυσιολογικό προσωνύμιο για ένα «αντίκαστρο», κατά την γνώμη του Γάλλου αρχαιολόγου.

6. Οι αποκαλούμενες Βενετσιάνικες οχυρώσεις εντοπίστηκαν σε παραλιακή έκταση παραπλεύρως του νέου εμπορικού κέντρου και προς την κατεύθυνση του Λεχαίου.

7. Ως τζάγγρα αποκαλούνταν ένα τόξο βαρέως τύπου, που χρησιμοποιούνταν στην Δυτική Ευρώπη κυρίως για την άμυνα φρουρίων και πλοίων, εξαιτίας του όγκου και του βάρους της. Στην αυτοκρατορία του Βυζαντίου εισάχθηκε περί τον 12ο αιώνα από τους Σταυροφόρους. Το βέλος ήταν κοντό με σιδερένια αιχμή και τοποθετούνταν σε ένα σωλήνα στην μέση του τόξου. Εκτοξεύονταν με τέτοια σφοδρότητα, ώστε διαπερνούσε τις ασπίδες και τους θώρακες. Ο χειριστής της τζάγγρας (τζαγγράτορας) έπαιρνε ύπτια θέση στο έδαφος και την στήριζε στα πόδια, τραβώντας με τα χέρια του τον εκτοξευτήρα. Το σκουτάρι είναι η ασπίδα.

8. Η καστελανία ορίζονταν ως μία εδαφική περιοχή που περιλάμβανε μία ομάδα κάστρων και ο διοικητής της έφερε το αξίωμα του καστελάνου.

9. Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος πούλησε τον Ακροκόρινθο στους Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου στα 1400, αδυνατώντας να αναχαιτίσει τις Τουρκικές επιδρομές και έχοντας μεγάλη ανάγκη χρημάτων για την επιδιόρθωση του Εξαμιλίου τείχους στον Ισθμό. Όμως, τον απόκτησε ξανά στα 1404, αποζημιώνοντας τους αγοραστές του.

10. Το συγκεκριμένο άτομο σημειώνεται ως «Papas Notaras» στο Γαλλικό κείμενο και λόγω ελλείψεως άλλων στοιχείων, εκτιμάται ότι πρόκειται για τον ελλόγιμο πρόκριτο και αγωνιστή Πανούτσο Νοταρά (1752 – 1849) με καταγωγή από τα Τρίκαλα Κορινθίας, ο οποίος μετέπειτα σταδιοδρόμησε ως καταξιωμένος πολιτικός του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Σε πηγές του διαδικτύου αναπαράγεται εσφαλμένα ότι το καστέλι ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας των Νοταράδων εκείνη την εποχή, εξαιτίας της εσφαλμένης ερμηνείας της πληροφορίας του Buchon.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

1. «La Grece Continentale et la Moree: Voyage, Sejour et Etudes Historiques en 1840 – 1841», Jean Alexandre Buchon, Librairie de Charles Gosselin, Paris, 1843.

2. «la Moree Franque: Recherchers Historiques, Topographiques et Archeologiques sur la Principaute d’ Achaie (1205 – 1430), (p.p. 476 – 478)», Antoine Bon, editions E. de Boccard, Paris, 1969.

3. «Συμβολή στην ιστορία και τοπογραφία της περιοχής Κορίνθου κατά τους μέσους χρόνους», Μιχάλης Σ. Κορδώσης, εκδόσεις Καραβίας, Αθήνα, 1981.

4. «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, 1204 – 1566 (σελίδες 75 έως 105)», Ουίλλιαμ Μίλλερ, μετάφραση: Άγγελος Φουριώτης, εκδόσεις «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ», Αθήνα, 1990.

5. «Οι Φράγκοι κατακτούν την Πελοπόννησο», άρθρο του Λάμπρου Αν. Ψωμά, στο θεματική συλλογή «Το λυκόφως του Βυζαντίου», σελίδες 58 έως 69, εκδόσεις «ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ», Αθήνα, 2009.

6. www.kastra.eu/Καστέλι του Πεντεσκούφι.

7. www.korinthiakos.info/Πεντεσκούφι.

8. users.uoa.gr/Το Χρονικόν του Μορέως (ηλεκτρονική έκδοση της Ελληνικής παραλλαγής).

Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό


Εικόνα 20: Άποψη των δυτικών οχυρώσεων του καστελιού, που το μεγαλύτερο μέρος του είναι κατασκευασμένο κατά τα πρότυπα του ισοδομικού συστήματος τοιχοποίας.


Εικόνα 21 Άποψη από το εσωτερικό του ορθογώνιου πύργου του καστελιού. Διακρίνεται το περίγραμμα ενός θυρώματος στην διαχωριστική μεσοτοιχία.


Εικόνα 22: Άποψη των νοτιοανατολικών οχυρώσεων του καστελιού με τον ημικυκλικό προμαχώνα.


Εικόνα 23: «Κι ορίζει ενταύθα ο πρίγκιπας και απάνω έχτισε κάστρον, Μουντ Εσκουβέ το ωνόμασαν, ούτως το κράζουν πάλε».
Δημοσίευση: Οκτωβρίου 02, 2016

0 Σχόλια για την ανάρτηση: "ΤΟ ΚΑΣΤΕΛΙ ΠΕΝΤΕΣΚΟΥΦΙ: Ο ΕΠΙΤΗΡΗΤΗΣ ΑΚΡΟΚΟΡΙΝΘΟΥ"

Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.

Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.

Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.

 
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ Copyright © 2010 | ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | Converted by: Parakato administrator