Μία συλλογή θρύλων και δοξασιών από περιοχή της Κορινθίας μέσα από το έργο «Παραδόσεις» του πρωτοπόρου λαογράφου μας Νίκου Πολίτη.
Οι δημώδεις παραδόσεις αποτελούν την προέκταση της ιστορίας του κάθε τόπου, διανθίζοντας το αιωνόβιο δέντρο του. Δημιουργήθηκαν από την ανάγκη των απλοϊκών ανθρώπων να εκφράσουν τις προλήψεις και τις προκαταλήψεις τους, ίσως και τους μύχιους μεταφυσικούς φόβους τους. Οτιδήποτε κέντριζε την φαντασία τους ή δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το περιέβαλλαν με μία υπερβατική αύρα, προσδίδοντας του μία άδηλη ιδιοσυγκρασία, η οποία ουσιαστικά αντανακλούσε τις εκδηλώσεις του ψυχικού και κοινωνικού βίου τους. Οι θρύλοι και οι δοξασίες για βασιλόπουλα, νεράιδες, στοιχειά και παράξενα γεγονότα μεταφέρονταν προφορικά από τους γηραιότερους προς τους νεότερους ως ιερά παρακαταθήκη, μπροστά από τα τζάκια στα σπίτια των χωριών, ντύνοντας με ένα απόκοσμο πέπλο τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Όμως αυτές οι παραμυθένιες παραστάσεις ξεθώριασαν σταδιακά μέσα στον αδυσώπητο ορυμαγδό, που επιτάσσουν οι ξέφρενοι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής. Κάποιοι διέβλεπαν αυτή την εξέλιξη και κατάφεραν να διατηρήσουν διαχρονική την ανάμνηση τους, αποθησαυρίζοντας τις λαϊκές αφηγήσεις σε συγγράμματα σε μία προσπάθεια διάσωσης του συγκεκριμένου τομέα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Πρωτοπόρος αυτού του εγχειρήματος υπήρξε ο λόγιος Νικόλαος Πολίτης (1852 – 1921), ο εισηγητής της Λαογραφικής επιστήμης στην Ελλάδα. Επιδιώκοντας να δώσουμε ένα ερέθισμα για να αναζητήσουμε ξανά αυτές τις πατρογονικές ρίζες μας, σταχυολογήσαμε από το δίτομο έργο του «Παραδόσεις» τις διηγήσεις που αφορούν διάφορα μέρη της Κορινθίας και τις συνδυάσαμε με απεικονίσεις και φωτογραφίες περασμένων καιρών, προκειμένου να εγκλιματιστούμε στο πνεύμα της παράδοσης.
Τα τρία βασιλόπουλα της Κορίνθου και η βασιλοπούλα του Βασιλικού
(Αρχαία – Παλαιά Κόρινθος)
Ή στων Ελλήνων τον καιρό, ή στων Βενετσιάνων, έτσι όπως έχω ακούσει από τον δικό μου τον παππού, ήτανε στην Κόρινθο τρία βασιλόπουλα, και πιάστηκαν να σφαχτούνε για μία βασιλοπούλα από το Βασιλικό, γιατί το καθένα ήθελε να την πάρει για γυναίκα του. Η βασιλοπούλα αγαπούσε και τα τρία βασιλόπουλα και δεν ήθελε να σκοτωθούν γι’ αυτή. Όπως λέμε θα είχε καλή ψυχή, και για να μην τους αφήσει να σφαχτούνε τους λέει: «Με ακούτε εμένα;» – «Σε ακούμε» της λένε τα βασιλόπουλα – «Αφού με ακούτε ελάτε να ρίξετε κόμπο», τους λέει η βασιλοπούλα, «ο ένας να φτιάξει το Κάστρο, ο άλλος να φυτέψει τον Λόγγο και ο άλλος να φέρει το νερό στην Κόρινθο από τα Κιόνια, που είναι κοντά στην λίμνη του Ζαρακά. Όποιος πρωτοφτιάξει το Κάστρο ή φυτέψει τον Λόγγο ή φέρει το νερό από τα Κιόνια, εκείνον θα πάρω για άντρα».
Μόλις ακούσανε έτσι τα βασιλόπουλα τους άρεσε η κουβέντα της βασιλοπούλας. Συμφώνησαν και τους έριξε τον κόμπο, και σε έναν έπεσε ο κόμπος να φέρει το νερό από τα Κιόνια στον άλλο να φυτέψει τον Λόγγο και στον μικρότερο να φτιάξει το Κάστρο. Έτσι ομοφρόνησαν μεταξύ τους τα τρία βασιλόπουλα και το καθένα συλλογίζονταν από μέσα του πως θα τελειώσει την δουλειά πιο μπροστά από τον άλλο. Τότε το τρανύτερο βασιλόπουλο γυρίζει και λέει στα δύο μικρότερα αδέρφια του: «Μη χασομεράμε, πάμε να κοιτάξει ο καθένας την δουλειά του. Θέλουμε να βρούμε εργάτες και μαστόρους». Η βασιλοπούλα όταν είδε ότι ήθελαν να φύγουν τα βασιλόπουλα τους λέει: «Αυτό που λέτε δεν γίνεται, θα φάτε, θα πιείτε και ύστερα θα πάτε στο καλό». Τα βασιλόπουλα μόλις ακούσανε τα λόγια της βασιλοπούλας, άλλο που δεν ήθελαν. Κάθισαν και έφαγαν αντάμα με την βασιλοπούλα.
Την άλλη μέρα έφυγαν τα βασιλόπουλα και πήγε το καθένα να κάνει την δουλεία του, όπως του έπεσε ο κόμπος. Αφού πέρασε λίγος – πολύς καιρός, ο μάστορας που έχτιζε το Κάστρο κόντευε να το τελειώσει και του έμενε μόνο να βάλει ένα λιθάρι. Την ημέρα που θα τελείωνε ο μάστορας το Κάστρο, πήγανε και τα τρία βασιλόπουλα να δουν τι γίνεται στο Κάστρο. Πήρανε αντάμα και την βασιλοπούλα. Μόλις βλέπει το βασιλόπουλο, που του είχε πέσει ο κόμπος να χτίσει το κάστρο, να κάθεται ο μάστορας, γυρίζει και του λέει: «Γιατί κάθεσαι μάστορα;». Του λέει ο μάστορας: «απόστασα και ξανασαίνω. Άμα δω το νερό από τα Κιόνια να ζυγώνει στην Κλένια ή τον Λόγγο για φυτευτεί, χτίζω το λιθάρι σε μία στιγμή».
Μόλις τελείωσε τον λόγο του ο μάστορας, κάνει το νερό «βρου – βρου» και μπαίνει μέσα στο Κάστρο. Τότε το μικρότερο βασιλόπουλο που του είχε πέσει ο κόμπος να χτίσει το Κάστρο πήγε να σκάσει από το κακό του, και με τον μεσιανό αδερφό του, που του έπεσε ο κόμπος να φέρει το νερό από τα Κιόνια, πιαστήκανε να σφαχτούνε. Και πάνω που τραβήξανε τα σπαθιά τους, μπαίνει αναμεταξύ τους ο τρανύτερος και τους λέει: «Για σταθείτε. Ντροπή μας. Που να ακουστεί πως θα σφαχτούμε για μία γυναίκα! Αν θέλετε ακούστε με». – «Σε ακούμε», του λένε τα αδέρφια του. «Αφού με ακούτε», τους λέει:
«Η κόρη Κόρθο να γενεί και εμείς είμαστ’ αδέρφια»
Τότε τα βασιλόπουλα αφήσανε δυστυχισμένη την βασιλοπούλα και μείνανε αγαπημένα σαν καρδιακά αδέρφια που ήτανε».
Το στοιχειό της Κορίνθου
(Αρχαία – Παλαιά Κόρινθος)
Στο κάστρο της Κορίνθου είναι ένα σπίτι, που κάθε νύχτα βγαίνει σε αυτό ένα στοιχειό. Ένας χωροφύλακας κοιμήθηκε μία φορά εκεί μέσα, και το πρωί ξύπνησε με πρησμένο πρόσωπο, γιατί την νύχτα το στοιχειό του βούλωσε το πρόσωπο με την βούλα του και του ρούφηξε το αίμα του. Το στοιχείο αυτό έχει τρεις μούρες.
Οι νεράιδες και ο κλητήρας
(Αρχαία – Παλαιά Κόρινθος)
Ένας κλητήρας πήγαινε την νύχτα επάνω στα χωριά της Παλαιάς Κορίνθου. Στον δρόμο του παρουσιάστηκαν δώδεκα νεράιδες και τέσσερις άνδρες στα χρυσά ντυμένοι με σπαθιά. Του είπαν να σταθεί, κι αυτός, φοβισμένος, στάθηκε αμέσως. Του λένε να χορέψει με τις νεράιδες, αυτός προσποιήθηκε πως δεν μπορεί να χορέψει. Τότε οι άνδρες τραβάν τα σπαθιά και τον διέταξαν να χορέψει αμέσως, γιατί είναι καλός άνθρωπος και κάνει καλά πράγματα. Ο κλητήρας γύρευε να το αποφύγει και τους λέει πως έχει μία κατεπείγουσα κλήση να πάει σε ένα χωριό και δεν μπορεί! Τότε θύμωσαν και αυτοί, και άλλη νεράιδα τον έπιασε από το ένα χέρι, άλλη από το άλλο, άλλες από τα πόδια, άλλη από το σβέρκο, και οι άνδρες του έδωσαν από μία διπλαριά με τα σπαθιά τους. Τον άφησαν χάμου και έφυγαν. Αυτός άμα σηκώθηκε, αμέσως πιάστηκαν τα χέρια του, τα πόδια του και ο σβέρκος του. Με χίλια βάσανα πήγε στο χωριό, και τον διάβασε αμέσως ο παπάς και έγινε καλά, αλλιώς θα πέθαινε.
Οι νεραϊδόκηποι
(Γελλήνη Τρικάλων Κορινθίας)
Σε μία ράχη στο Μακριόρος ψηλά, σε ένα απόκρημνο μέρος που δεν μπορούνε να πάνε ούτε άνθρωποι, ούτε ζώα, είναι δύο ζώνες από χορτάρι και άγρια χαμόκλαδα. Όλο το καλοκαίρι είναι εκείνα τα μέρη καταπράσινα. Τα λένε νεραϊδόκηπους. Εκεί κάθονται νεράιδες γλεντοκοπάνε με τα λαλούμενα και ντουφεκάνε. Τα έχω ακουσμένα εγώ πολλές φορές. Περνάει το δαιμονικό.
(Γελλήνη Τρικάλων Κορινθίας)
Σε μία ράχη στο Μακριόρος ψηλά, σε ένα απόκρημνο μέρος που δεν μπορούνε να πάνε ούτε άνθρωποι, ούτε ζώα, είναι δύο ζώνες από χορτάρι και άγρια χαμόκλαδα. Όλο το καλοκαίρι είναι εκείνα τα μέρη καταπράσινα. Τα λένε νεραϊδόκηπους. Εκεί κάθονται νεράιδες γλεντοκοπάνε με τα λαλούμενα και ντουφεκάνε. Τα έχω ακουσμένα εγώ πολλές φορές. Περνάει το δαιμονικό.
Οι Καλκαντζαραίοι στον μύλο
(Καστανιά Στυμφαλίας)
Μία γυναίκα πήγε στον μύλο να αλέσει. Δεν βρήκε τον μυλωνά, άνοιξε την πόρτα και κίνησε μόνη τον μύλο. Έριξε το ένα πλευρό (τσουβάλι) και άρχισε να αλέθει. Αλλά να σου και μπαίνουν οι Καλκαντζαραίοι από τα κεραμίδια. Ήσαν πολύ μικροί, από μία πήχη ο καθένας, και είχαν πόδι γαϊδουρινό, άλλοι ήσαν πάλι σαν ζαγάρια (σκυλιά). Εκείνη άμα τους είδε φοβήθηκε, αλλά της έκαμαν καρδιά και της είπαν: «Μην φοβάσαι, δεν σε πειράζουμε, μάλιστα σε χρειαζόμαστε να μας φτιάξεις καπότες (κάπες) και σκουτιά (ρούχα), γιατί τούτα που έχουμε σχίστηκαν». – «Ναι, αλλά θέλω να μου φέρετε γνέμα, αργαλειό, χτένι, ξυλόχτενο, μιτάρια (εξάρτημα αργαλειού), και ότι χρειάζεται, κι απέ σας τα φτιάχνω», λέει τότε εκείνη. Κίνησαν λοιπόν οι Καλκαντζαραίοι, επήραν μπάλα τα σπίτια του κόσμου, έμπαιναν από τα κεραμίδια την νύχτα, και ότι εύρισκαν τα έπαιρναν και της τα πήγαν. Βρήκαν από όλα, μονάχα μιτάρια δεν βρήκαν. Έπρεπε λοιπόν να τα φτιάξουν. Αλλά όσο να τα φτιάξουν άργησαν. Τότε εκείνη σκέφτηκε να φύγει, το αλεύρι της ήταν αλεσμένο, τι να κάμει; Οι Καλκαντζαραίοι ήξεραν πως είχε τρία πλευρά, όπως φορτώνουν όλοι. Κάνει το λοιπόν το αλεύρι δύο πλευρά, φορτώνει το ένα από την μια μεριά στο ζώο και το άλλο από την άλλη πλευρά και αυτή μπήκε μεσογόμι, και κουλουριάστηκε σαν πλευρό, και καθότανε λούφα, και με την βελόνα κένταγε το ζώο.
Οι Καλκαντζαραίοι τα έφτιαξαν τα μιτάρια, πήγαν στον μύλο και δεν την βρήκαν. Πήραν τον δρόμο, το φτάνουν το ζώο, κοιτάζουν πως ήταν φορτωμένο με τρία πλευρά, και εκείνη δεν την είδαν. Έψαξαν δεξιά και αριστερά, πουθενά! Τότε πήγαν πάλι στο ζώο και έλεγαν: «Να το ένα πλευρό, να και το άλλο. Να και το άλλο μεσογόμι, εκείνη πούθε πάει;. Πίσω στου χούρχουλου (αναταραγμένου) τον μύλο». Πήγαιναν στον μύλο, τηράγανε, πουθενά! Πάλι έρχονταν στο ζώο και το έφταναν, και έλεγαν τα ίδια. Εκείνοι πηγαινοερχόντουσαν, και αυτή κένταγε με την βελόνα το ζώο, όσο που έφτασε στο σπίτι. Τότε ξημέρωσε και γλύτωσε.
Ο δαίμονας ο σκανταλιάρης
(Καστανιά Στυμφαλίας)
Όσα μαλώματα και τσακωμοί γίνονται στον κόσμο, γίνονται γιατί βάζει σκάνταλα ο δαίμονας. Πάντα βρίσκεται στην μέση, αλλά μόνο οι σαββατογεννημένοι τον βλέπουν. Ένας σαββατογεννημένος μας έλεγε πως γλύτωσε τον γιό του από τον δαίμονα, που τον έκανε να γκρινιάζει πάντα. Μια μέρα, μας λέει, το παιδί μου, όπως πάντα, δυσαρεστήθηκε πάνω στο φαΐ. Τότε εγώ τηράω τριγύρω, βλέπω τον δαίμονα πάνω στο πάτερο (ξύλινο δοκάρι). Τον άφησα να δω τι θα κάμει. Κατέβηκε και καβαλίκεψε στο σβέρκο τον γιό μου. Βγάζω το κουμπούρι σιγά – σιγά, σκύβω στο σβέρκο του γιού μου και τραβάω μία κουμπουριά. Ο δαίμονας έφυγε από το παράθυρο, όπου βρήκαμε και τρεις στάλες αίμα. Και από τότε ο γιός μου δεν χολιάει (οργίζεται).
Εικόνα 6: Φωτογραφία της σημερινής οδού Σικυώνος στο Κιάτο στα 1934.
Το στοιχειωμένο σπίτι
(Κιάτο)
Σε ένα σπίτι του Κιάτου παλαιότερα φανερώνονταν ένας Αράπης, και ακούγονταν μία αντάρα, σαν να τραβούσαν την άγκυρα του καϊκιού. Και τώρα ακόμη στο ίδιο σπίτι γίνεται μία αντάρα, όμως από κάτω στο υπόγειο. Αλλά Αράπης δεν φαίνεται
Ο αγαπητικός της νεράιδας
(Κλεωνές)
Μερικοί έχουν αγαπητικιές νεράιδες και φεύγουν την νύχτα από τις γυναίκες τους και πάνε σε αυτές. Λένε μάλιστα για έναν από τον τόπο μας, δεν πάνε πολλά χρόνια, που είχε μία νεράιδα, και μία φορά που έπαιζε αυτή πολύ μαζί του και κουράστηκε, έμεινε ως την αυγή, και έτσι την είδαν πολλοί.
Η δεκοχτούρα
(Κορινθία γενικά)
Ήτανε μία φορά δύο συννυφάδες, είχανε και την πεθερά τους. Μία μέρα η μία συννυφάδα ζύμωσε είκοσι καρβέλια ψωμί, και όταν έγινε, άναψε τον φούρνο, τον έκαψε καλά, τον επάνισε και έριξε το ψωμί. Όταν ψήθηκε και το έβγαλε από τον φούρνο, πήρε κρυφά δύο καρβέλια και τα έδωσε στον αγαπητικό της. Μετά από λίγη ώρα τα αναζήτησε η πεθερά και η άλλη συννυφάδα, καθώς λείπανε. Την ρωτάνε: «Τι έγινε το ψωμί; Λείπουν δύο καρβέλια. Ήσαν είκοσι και τώρα είναι δεκοχτώ». – «Δεκοχτώ ήσανε, όχι είκοσι», έλεγε εκείνη.
Έτσι η πεθερά της θύμωσε και την καταράστηκε, και έγινε πουλί πετούμενο και φωνάζει ως τα σήμερα «δεκοχτώ, δεκοχτώ, δεκοχτώ». Εξαιτίας τούτου την λένε και δεκοχτούρα.
Εικόνα 7: Παζάρι στην Κόρινθο στις αρχές του 19ου αιώνα. Εικονογράφηση από την έκδοση «Trachten und Gebrauche der Neugriechen», G. Reimer, Berlin, 1831, του Εσθονού αρχαιολόγου και ιστορικού τέχνης κόμη Otto Magnus von Stackelberg,
Οι λύκοι
(Κορινθία γενικά)
Ένας βουκόλος έχασε μία αγελάδα του και βγήκε γυρεύοντας την. Στον δρόμο τον πλάκωσε η νύχτα και βρέθηκε σε ένα άγριο δάσος. Άκουσε από μακριά ουρλιαχτά λύκων, φοβήθηκε και ανέβηκε σε ένα δέντρο, που έτυχε να είναι κοντά σε ένα ξωκλήσι του Άη Βλάσση. Εκεί που ήταν στο δέντρο ακούει μία φωνή να φωνάζει τους λύκους, καθώς φωνάζει ο τσοπάνης τους σκύλους, και σε λίγο μαζεύτηκαν οι λύκοι. Άκουσε και την φωνή να τους διατάζει: «Εσύ να πάς στο Αγινόρι να φας το άλογο του Παύλου. Εσύ στο Στεφάνι να φας το πρόβατο του Πέτρου. Εσύ στην Κλένια να φας το βόδι του Βασίλη». Και άλλα τέτοια, και καθένας από τους λύκους, μόλις τ’ άκουγε έφευγε σαν αστραπή.
Στο τέλος έφτασε και ένας κουτσός λύκος, και ζήτησε και αυτός να τον διατάξει να πάει πουθενά. Μον’ η φωνή του είπε: «που ήσουνα όταν διέταζα τους άλλους; Τώρα εδόθησαν πλέον τα προστάγματα». – «Ήμουν κουτσός και δεν μπορούσα να έρθω με τους άλλους». – «Αι, θα σε οικονομήσω και σένα», είπε η φωνή. «Εσύ να φας αυτόν που είναι κρυμμένος στο δέντρο».
Εικόνα 8: Παλικάρια και οπλαρχηγοί μπροστά από τον ναό του Απόλλωνα στην Παλαιά Κόρινθό στα 1828 – 1829. Έργο του Γάλλου ζωγράφου και αξιωματούχου Theodore le Blanc («Croquis d’ après nature faits pendat trois ans de sejour en Grece et dans le Levant, Paris, Gihaut, 1833 – 1834).
Ο κακομοίρης αυτός να ακούσει τέτοια παραγγελιά τα έχασε από τον φόβο του. Κάθισε εκεί ζαρωμένος στο δέντρο, και ο λύκος από κάτω και τον περίμενε να κατέβει να τον φάει. Έτσι ως το πρωί, όσο που είδε μερικούς διαβάτες, έβαλε δυνατή φωνή, και αυτοί και τα σκυλιά τους έτρεξαν και έδιωξαν τον λύκο και τον γλύτωσαν. Ξεκίνησε το λοιπόν και αυτός και πήγαινε στο σπίτι του καταφοβισμένος για όσα άκουσε, και στον δρόμο ρωτούσε πότε τούτον, πότε εκείνον, τι γίνεται ο δείνα στο Αγινόρι, τι κάνει ο δείνα στο Στεφάνι, πως περνάει ο τάδε στην Κλένια. Και ο ένας του έλεγε: «Καλά, μα του έφαγε ο του δυστυχισμένου ο λύκος το άλογο», και για τον άλλο το ίδιο: «Καλά, μα του έφαγε ένα πρόβατο ο λύκος», και ο άλλος το ίδιο: «Μόνο το βόδι του φτωχού του έφαγε το χαλίνωμα».
Σαν άκουσε αυτά κατάλαβε πως όσα διέταξε η φωνή εκείνη την νύχτα έγιναν όλα, και άρχισε να φοβάται μην την πάθει και αυτός και γίνει η παραγγελιά που έλαβε γι’ αυτόν ο λύκος. Προφυλάγονταν λοιπόν και δεν πήγαινε πουθενά. Αλλά μία ημέρα αποφάσισε να πάει στην μάντρα που είχε τα ζωντανά του, κοντά στο σπίτι του, στο ανοιχτό μέρος. «Ας πάω εκεί», λέει, «δεν είναι φόβος να έρθει ο λύκος να με φάει. Το μέρος είναι ανοιχτό, είναι σκύλοι, φόβος κανένας δεν είναι». Πηγαίνει λοιπόν στην μάντρα, και εκεί ακούμπησε το κεφάλι του στο χέρι του και συλλογίζονταν: «Αν έρθει ο λύκος εδώ, θα φάει τα πρόβατα, θα φάει τα αρνιά και τόσα άλλα, εγώ φόβο δεν έχω». Άλλα ενώ συλλογίζονταν αυτά, μπήκε άξαφνα ο λύκος στην μάντρα και τον έπνιξε τον δυστυχισμένο.
Η φωνή εκείνη που άκουσε φαίνεται πως ήταν του Άη Βλάσση, που ήταν και η εκκλησία του εκεί κοντά. Γιατί ο Άη Βλάσσης διευθύνει τους λύκους και τους διατάζει να κάνουν τούτο και εκείνο. Και αυτό γιατί στην γιορτή του τρέχουν οι τσοπάνηδες και του πηγαίνουν άλλος λάδι, άλλος κερί, άλλος λιβάνι, γιατί αλλιώς αλίμονο τους! Και λένε πως ο Άγιος το κάνει αυτό για να τιμωρήσει κακούς ανθρώπους, γιατί αν δεν φοβόνταν και την τιμωρία αυτή θα χαλούσαν γη και ουρανό.
Εικόνα 9: Άποψη της Παλαιάς Κορίνθου από το σαράι του Οθωμανού μπέη στις αρχές του 19ου αιώνα. Συμπεριλαμβάνεται στο λεύκωμα του «Collection of 120 original sketches of Greek landscape made in 1810 – 1811» του Βρετανού ζωγράφου και ποιητή William Haygarth (1782 – 1825/1830. (Σχέδιο του Baron Haller).
Τα παιδιά της νεράιδας
(Κορινθία γενικά)
Ήταν ένας εργατικός άνθρωπος, που κάθε μέρα θα σηκώνονταν πολύ πρωί και θα πήγαινε στην δουλεία του. Μία φορά που σηκώθηκε πολύ νωρίς, προτού να φέξει, άκουσε στον δρόμο του τραγούδια και χορούς. Τράβηξε ίσια, εκεί που ακούγονταν οι φωνές και βλέπει τις νεράιδες και κολυμπούσαν στο νερό και τραγουδούσαν. Είχαν βγαλμένα τα πουκαμισάκια τους και τα είχαν πεταμένα στα χόρτα. Ορμά αυτός και αρπάζει ένα πουκαμισάκι. Οι νεράιδες καθώς είδαν τον άνθρωπο βγήκαν από το νερό και πήρε η καθεμία το πουκάμισο της, και πέταξαν και έφυγαν. Εκείνη που της το είχε παρμένο δεν μπορούσε να τις ακολουθήσει και έμεινε. Τον παρακαλούσε να της το δώσει, εκείνος τίποτα. Αναγκάστηκε και πήγε μαζί του, της έδωκε αυτός άλλα φορέματα, την πήρε στο σπίτι του, και την είχε γυναίκα του. Έκανε και τρία παιδιά με δαύτη.
Η νεράιδα κάθε τόσο τον στεναχωρούσε με τα παρακάλια να της δώσει την πουκαμίσα της, που από τα πολλά της έδωκε. Εκείνη τότε περίμενε μια μέρα που ήταν ο άντρας της στο χωράφι, φοράει την πουκαμίσα της, σφάζει τα παιδιά της, τα βάζει σε ένα ταψί, τα αποθέτει πάνω στο τραπέζι, κλείνει το σπίτι και γίνεται άφαντη. Καμιά φορά να σου έρχεται ο δόλιος ο άνδρας, βροντά την πόρτα, σκούζει, φωνάζει, αλλά κανείς δεν του μίλαγε. Σπάζει την πόρτα, ανεβαίνει επάνω και τι να δει! Τα παιδιά του σφαγμένα! Τότε χτυπούσε το κεφάλι του για την ανοησία που έκαμε και της έδωκε την πουκαμίσα, και όχι μόνο την γυναίκα του έχασε, αλλά και τα παιδιά του, και με τέτοιο τρόπο!
Άλλοι πάλι λένε πως άμα της έδωκε ο άνδρας το πουκάμισο, η νεράιδα το φόρεσε με ησυχία, και ύστερα γυρίζει και του λέει: «Έχε γεια, και να δεις τι θα σου κάμω». Και χάθηκε από μπροστά του. Αυτός λυπήθηκε κατάκαρδα που την έχασε, αλλά είχε και μία παρηγοριά πως του έμειναν τα παιδιά τους. Σε λίγο όμως παρατήρησε πως και τα τρία του παιδιά χάθηκαν μαζί με την μάνα τους. Και εκεί που ο δυστυχισμένος αυτός έκλαιγε και οδύρονταν, άκουσε άξαφνα μία φωνή και του λέει: «Μέσα είναι, πήγαινε δες τα». Τρέχει στην κάμαρη και τι να δει. Και τα τρία παιδιά του χάμω στο πάτωμα σκοτωμένα.
Εικόνα 10: Χάνι στην Παλαιά Κόρινθο. Εικονογράφηση από την έκδοση «Trachten und Gebrauche der Neugriechen», G. Reimer, Berlin, 1831, του Εσθονού αρχαιολόγου και ιστορικού τέχνης κόμη Otto Magnus von Stackelberg,
Ο αγαπημένος των νεράιδων
(Κορινθία γενικά)
Ήταν μία φορά ένας που από φτωχό, οι νεράιδες τον έκαμαν πλούσιο, γιατί τον συμπαθούσαν. Εκεί που μία μέρα κάθονταν παρουσιάστηκαν άξαφνα μπροστά του πολλές νεράιδες και του λένε να τους πει ποια είναι η πιο ομορφότερη από όλες. Αυτός πονηρός, τους είπε πως έτσι όταν τις βλέπει όλες μαζί δεν μπορεί να καταλάβει την ομορφότερη, και πως πρέπει να έρχεται από μία κάθε μέρα για την παρατηρεί και ύστερα να τους πει. Το δέχτηκαν οι νεράιδες και συμφώνησαν να πηγαίνει από μία κάθε μέρα σε αυτόν, και αφού τα κανόνισαν όλα, έφυγαν.
Από την άλλη ημέρα το λοιπόν, έρχονταν μία – μία οι νεράιδες σε αυτόν και τις εξέταζε γυμνές ο φίλος μας με όλη την ελευθερία, αλλά άμα τελείωσε αυτό, ήρθαν ύστερα όλες μαζί και τον ανάγκασαν να τους πει ποια από όλες έχει τα περισσότερα κάλλη. Αυτός ζητούσε να τους ξεφύγει, τις παρακάλεσε να περάσουν άλλη μία φορά, γιατί τις έβρισκε όλες καλές και δεν ήξερε ποια να ξεχωρίσει. Οι νεράιδες όμως θύμωσαν, γιατί κατάλαβαν τον σκοπό του, και έπεσαν καταπάνω του και τον κομμάτιασαν.
Εικόνα 11: Άποψη της Ιεράς Μονής Παναγίας Φανερωμένης στο Χιλιομόδι Κορινθίας στα 1843. Έγχρωμη απεικόνιση από τον Γάλλο ζωγράφο Etienne Rey (1789 – 1867). («Voyage pittoresque en Grece et dans le Levant fait en 1843 – 1844», ed. Louis Perrin, Lyon, 1867).
Ο επιτάφιος των νεκρών
(Κορινθία γενικά)
Ο παπάς ενός χωριού της Κορινθίας άκουσε την νύχτα του Επιταφίου να σημαίνει η καμπάνα της εκκλησίας. Ντράπηκε πολύ γιατί τον πήρε ο ύπνος και δεν πρόφτασε να πάει στην ώρα του για να ψάλει την ακολουθία του Επιταφίου. Σηκώθηκε λοιπόν από το κρεβάτι του και έτρεξε να φτάσει γρήγορα. Πίσω από το Άγιο Βήμα της εκκλησίας ήταν το κοιμητήριο του χωριού μανδρογυρισμένο. Εκεί μέσα είδε ένα πλήθος ανθρώπων, και είπε μέσα του: «πάρα πολύ άργησα». Αλλά τα πρόσωπα όλων αυτών του ήταν άγνωστα. Μπήκε στην εκκλησία, άλλα ήταν έρημη, δεν βρήκε κανένα. Του ήρθε απορία πως αφού ήταν τόσος κόσμος έξω, δεν ήταν μέσα κανείς, και φώναξε: «Ελάτε Χριστιανοί!». Αλλά κανείς δεν μπήκε. Τότε βγήκε από την εκκλησία για να τους καλέσει, αλλά μόλις τον είδε όλο εκείνο το πλήθος, του γύρισε τις πλάτες. Τότε πλέον κατάλαβε ότι ήταν διαβολική συνέργεια και άρχισε να σταυροκοπιέται και να διαβάζει ευχές και εξορκισμούς. Και αφανίστηκαν από μπροστά του όλα εκείνα τα φαντάσματα.
Εικόνα 12: Σπίτι στην Παλαιά Κόρινθο στα 1832 – 1833. Χαρακτικό από το έργο «Greece pictorial, descriptive & historical……», ed. John Muray, p. 443, London, 1882, του Άγγλου ιερωμένου και περιηγητή Christopher Wordsworth.
Το βαγένι των δώδεκα μηνών
(Κορινθία γενικά)
Μία φορά και έναν καιρό αποφάσισαν οι δώδεκα μήνες να βάλουνε κρασί σε ένα βαγένι ( ξύλινο βαρέλι), για να πίνουνε όποτε τους έκανε όρεξη. «Έτσι λοιπόν», είπε ο Μάρτης, «εγώ θα ρίξω πρώτα στο βαγένι και ύστερα ρίχνετε και εσείς». – «Καλά εσύ ρίξε», είπαν οι άλλοι. Και έτσι έγινε. Έριξε εκείνος στο βαγένι μούστο πρώτος και ύστερα οι άλλοι. Όταν λοιπόν ψήθηκε το κρασί, είπε πάλι ο Μάρτης: «Εγώ έριξα πρώτα, πρώτος θα αρχίσω και να πίνω». – «Βέβαια», είπαν οι άλλοι. Έτσι λοιπόν τρύπησε το βαρέλι στο κάτω μέρος, και άρχισε και έπινε, ως που το ήπιε όλο και δεν άφησε στάλα.
Κατόπιν ήρθε η σειρά του Απρίλη να πάει στο βαγένι να πιάσει κρασί. Πηγαίνει, το βρίσκει άδειο. Θυμώνει, το λέει στους άλλους συντρόφους του. Το ακούνε εκείνοι, θυμώνουνε, σκέφτονται τι να κάνουνε. Τέλος μένουν σύμφωνοι μεταξύ τους, να τον τιμωρήσει ο Γενάρης για την κατεργαριά που τους έκανε. Τον πιάνει λοιπόν ο Γενάρης, και του τραβάει ένα ξύλο, που είπε αμάν. Του παίρνει και το υπούργημα. Δηλαδή άρχιζε πρώτα το νέο έτος από τον Μάρτη και τώρα αρχίζει από τον Γενάρη. Αυτό είναι το υπούργημα που του πήρε.
Όταν λοιπόν θυμάται το παιχνίδι που τους έφτιαξε, δηλαδή που τους ήπιε το κρασί, γελάει, και ο καιρός ξαστερώνει. Όταν πάλι θυμάται το ξύλο που έφαγε, κλαίει και βρέχει.
Εικόνα 13: Άποψη του Κορινθιακού κόλπου από τον Ακροκόρινθο στα 1832 – 1833. Χαρακτικό από το έργο «Greece pictorial, descriptive & historical……», ed. John Muray, p. 443, London, 1882), του Άγγλου ιερωμένου και περιηγητή Christopher Wordsworth.
Το στοιχειωμένο σπίτι
[Κόρινθος (Νέα)]
Στο σπίτι του Δημητρούλια όσοι πήγαν και κάθισαν, έβλεπαν την νύχτα σε μία κάμαρα να βγαίνουν πότε δύο γυναίκες στα άσπρα φορεμένες και πότε μία μεγάλη χήνα. Και όταν κοιμόντουσαν άκουγαν να γίνεται μέσα σε αυτή την κάμαρα μία αντάρα, και συχνά να χτυπάνε οι καρέκλες. Κλείδωναν και έφευγαν, και όταν πήγαιναν πίσω εύρισκαν στυλωμένη την πόρτα από μέσα. Τα απογδυσίμια που τα είχαν χωριστά, τα εύρισκαν μέσα στην σάλα. Έκαναν ευχέλαια, αγιασμούς, μα το κακό δεν μπορούσε να εξαλειφθεί. Για τούτο δεν κατοικεί κανείς σε αυτό το σπίτι. Λένε πως όταν το χτίζανε βρήκαν μερικά πράγματα εκκλησίας, γιατί φαίνεται πως ήταν παλαιά εκεί εκκλησία, που χάλασε.
Το στοιχειό της Γκούρας
[Μάννα (Μάρκασι)]
Στο Γυμνοβούνι, κοντά στο χωριό Μάρκασι του Δήμου Πελλήνης, είναι μία βρύση με άφθονο νερό. Την λένε Γκούρα, που θα πει αρβανίτικα «κρύα». Αυτή η βρύση έχει τούτο το περίεργο, ότι κάθε ημέρα το δειλινό, την ίδια ώρα πάντα, το νερό της λιγοστεύει πολύ. Γιατί αυτή την ώρα το στοιχειό της βρύσης βάζει το πόδι του μπροστά στην τρύπα και φράζει το νερό.
Εικόνα 14: Η λίμνη Στυμφαλία στα 1805. Έγχρωμη απεικόνιση από τον Βρετανό αρχαιολόγο και ζωγράφο Edward Dodwell (1767 – 1832). («Views in Greece from Drawings by Edward Dodwell», Esq. F. S. A. & c., Rodwell and Martin, London, 1819).
Τα στοιχειά του Μάρκασι
[Μάννα (Μάρκασι)]
Μία φορά και έναν καιρό ήταν δύο στοιχεία στου Μάρκασι, στην θέση Γκούρα, όπου βγαίνει το πολύ νερό, και μάλωναν που να βγάλουν το νερό. Και το ένα ήταν μεγαλύτερο και ήθελε να το βγάλει το νερό από κάτω από τον βράχο, το άλλο ήταν μικρότερο και ήθελε να το βγάλει από πάνω από τον βράχο στον κάμπο, αλλά δεν μπορούσε να νικήσει το μεγάλο. Και σηκώνεται και πηγαίνει σε ένα τσοπάνη και του λέει να το πάρει να φυλάει τα πρόβατα και μισθό να μην του δίνει, αλλά μόνο να βυζαίνει όλα τα πρόβατα να χορταίνει γάλα. Και κάθισε στον τσοπάνη έξι χρόνια, και ύστερα πήγε στον κάμπο και έγινε φίδι και κουλουριάστηκε και έλειπαν δύο γύροι να γεμίσει τον κάμπο. Και σηκώνεται και πηγαίνει πάλι στον τσοπάνη και κάθεται άλλα δύο χρόνια. Και πήγε πάλι και κουλουριάστηκε και έπεσαν δύο κουλούρες κάτω στον βράχο. Και πάει και του γυρεύει του τσοπάνη μία μαρμάρα (στείρα) αγελάδα και βγάζει το ξύγκι και το κάνει τόπια – τόπια.
Και άμα ήλθε το άλλο στοιχειό να παλέψουν, πετούσε το ξύγκι ο τσοπάνης και έκαιγε το μεγάλο και αυτόν τον τρόπο έβγαλε το νερό στον κάμπο.
Εκεί είναι και ένα μοναστήρι, ο Άγιος Ηλίας, και μέχρι σήμερα φανερώνεται σαν άλογο και έρχεται πέντε λεπτά έξω από την τρύπα και πολλές φορές κρατάει το νερό έως τώρα.
Εικόνα 15: Ο ναός του Δία στην Νεμέα στις αρχές του 19ου αιώνα. Εικονογράφηση από την έκδοση «La Grece Vues pittoresques et topographiques», Paris (London), Chez l’ Editeur, H. Rittner et Chaillou-Potrelle (Engelmann, Graff et Coindet), 1830, του Εσθονού αρχαιολόγου και ιστορικού τέχνης κόμη Otto Magnus von Stackelberg.
Τα Βασιλικά
(Νεμέα)
Κοντά στο Κουτσοπόδι είναι πολλές μαρμάρινες κολώνες γκρεμισμένες από το παλάτι ενός βασιλιά των παλαιών Ελλήνων. Γι’ αυτό τα χαλάσματα εκείνα τα λένε Βασιλικά.
Το ψηλό λιθάρι
(Ξυλόκαστρο)
Στων Ελλήνων τον καιρό τρεις αντρειωμένοι βάδιζαν αργά για το λιθάρι στο Καμάρι. Λέει ο ένας προς τους άλλους: «Θέλετε να ρίξουμε το λιθάρι; Ελάτε να πετάξουμε το λιθάρι να δούμε ποιος θα προσπεράσει τον άλλον». Δέχτηκαν οι άλλοι αντρειωμένοι. Πιάνει ο πρώτος το Ψηλό Λιθάρι και το ρίχνει, και με την πρώτη το πέταξε ως την Ζούγρα. Ο δεύτερος το πέταξε ως την Τσούκα, και ο άλλος ως εκεί που είναι τώρα. Ήθελαν να το πάνε ως την κορφή του Γέρου. Μα οι αντρειωμένοι απόκαμαν και δεν είχαν αντοχή για να το ξαναρίξουν. Και έτσι το άφησαν εκεί που είναι τώρα.
Το Ψηλό Λιθάρι βρίσκεται βόρεια από τα Τρίκαλα, δεξιά στον δρόμο καθώς πάμε από τα Τρίκαλα στην Καρυά. Είναι ένας βράχος θεόρατος, πάνω από είκοσι μέτρα ψηλός και καμιά δεκαπενταριά μέτρα χοντρός, και φαίνεται από τρεις ώρες μακριά. Από το Καμάρι που το έριχναν έως εκεί που βρίσκεται τώρα είναι ωρών δρόμος.
Τα σαγανάκια
(Ξυλόκαστρο)
Όταν περνάν τα σαγανάκια είναι συρμοί και ακούγονται φωνές και ταραχή, που κάνουν οι διάβολοι που είναι μέσα. Και αν τύχει κανείς εκείνη την στιγμή και καταραστεί άλλον, η κατάρα πιάνει. Έτσι μία φορά μία μητέρα καταριότανε το παιδί της. Και μία κακή γειτόνισσα, ύστερα από λίγο που ήταν σαγανάκια και περνούσαν μέσα τα ξωτικά, της φώναξε αμέσως: «Γειτόνισσα, γειτόνισσα, αν θέλεις, τώρα να καταραστείς το παιδί σου, που είναι συρμοί, και θα πιάσει η κατάρα σου!» – « Μπα, που να πέσουν τα μάτια σου καλύτερα, όχι να καταραστώ εγώ το παιδί μου», της λέει η μητέρα, και τα μάτια της κακής γειτόνισσας εχύθηκαν αμέσως εκείνη την στιγμή.
Εικόνα 16: Τοπίο κοντά στην Πελλήνη στα 1818 με φόντο το όρος Κυλλήνη (Ζήρεια). Σχέδιο του Ουαλού ζωγράφου και περιηγητή Hugh William Williams (1773 – 1829). («Select Views in Creece with Classical Illustrations», Vol. I, ed. Adam Black. Edinburgh, 1829).
Το βαγένι με τα τάλαρα
[Πελλήνη (Ζούγρα)]
Κοντά στο χωριό Ζούγρα, όπου ήτανε μία παλαιά πολιτεία, είναι μία θέση που την λένε Βαγένι, γιατί ένας Αράπης έχει εκεί σε ένα βαγένι (ξύλινο βαρέλι) πολλά τάλαρα. Κάθε νύχτα τα βγάζει από το βαγένι και τα βόσκει σαν πρόβατα. Πολλοί έχουν δει τον Αράπη και τον έχουν ακουσμένα να σαλαγάει τα τάλαρα που ξεκοπούν από τα άλλα. Όντας πηγαίνει ο Αράπης τα τάλαρα στην βοσκή και όταν τα γυρίζει πίσω στο βαγένι, φωνάζει σαν τους τσοπάνηδες: «χο!, χο! ε!, ε!».
Τα τηγανισμένα ψάρια
(Τρίκαλα Κορινθίας)
Άλλοτες πριν το πάρουν οι Τούρκοι ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο το βασίλειο μας, και είχε βασιλιά τον Άη Κωνσταντίνο. Ήταν δική μας η Πόλη, και θα την πάρουμε πάλι.
Την ημέρα που πάρθηκε, ο βασιλιάς ετηγάνιζε ψάρια. Κάποιος του λέει: «Βασιλιά μου οι Τούρκοι θα πάρουνε την Πόλη». Γυρίζει ο βασιλιάς και του λέει: «Τότε θα πάρει ο Τούρκος την Πόλη, σαν ζωντανέψουνε τα ψάρια στο τηγάνι». Όσο να τελειώσει τον λόγο του ο βασιλιάς, τα ψάρια που ήτανε τηγανισμένα από την μια μεριά ένα – ένα εζωντανέψανε. Επηδήξανε από το τηγάνι στην στέρνα, και κάθονται ακόμη ζωντανά ως τα σήμερα, και πολλοί τα έχουν δει με τα μάτια τους, έτσι μισοτηγανισμένα και ζωντανά.
Εικόνα 17: Το όρος Κυλλήνη (Ζήρεια) και η λίμνη Στυμφαλία στα 1832 – 1833. Χαρακτικό από το έργο «Greece pictorial, descriptive & historical……», ed. John Muray, p. 120, London, 1882, του Άγγλου ιερωμένου και περιηγητή Christopher Wordsworth.
Δημοσίευση: Νοεμβρίου 13, 2016
- Κατηγορία:
ΛΟΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
(Καστανιά Στυμφαλίας)
Μία γυναίκα πήγε στον μύλο να αλέσει. Δεν βρήκε τον μυλωνά, άνοιξε την πόρτα και κίνησε μόνη τον μύλο. Έριξε το ένα πλευρό (τσουβάλι) και άρχισε να αλέθει. Αλλά να σου και μπαίνουν οι Καλκαντζαραίοι από τα κεραμίδια. Ήσαν πολύ μικροί, από μία πήχη ο καθένας, και είχαν πόδι γαϊδουρινό, άλλοι ήσαν πάλι σαν ζαγάρια (σκυλιά). Εκείνη άμα τους είδε φοβήθηκε, αλλά της έκαμαν καρδιά και της είπαν: «Μην φοβάσαι, δεν σε πειράζουμε, μάλιστα σε χρειαζόμαστε να μας φτιάξεις καπότες (κάπες) και σκουτιά (ρούχα), γιατί τούτα που έχουμε σχίστηκαν». – «Ναι, αλλά θέλω να μου φέρετε γνέμα, αργαλειό, χτένι, ξυλόχτενο, μιτάρια (εξάρτημα αργαλειού), και ότι χρειάζεται, κι απέ σας τα φτιάχνω», λέει τότε εκείνη. Κίνησαν λοιπόν οι Καλκαντζαραίοι, επήραν μπάλα τα σπίτια του κόσμου, έμπαιναν από τα κεραμίδια την νύχτα, και ότι εύρισκαν τα έπαιρναν και της τα πήγαν. Βρήκαν από όλα, μονάχα μιτάρια δεν βρήκαν. Έπρεπε λοιπόν να τα φτιάξουν. Αλλά όσο να τα φτιάξουν άργησαν. Τότε εκείνη σκέφτηκε να φύγει, το αλεύρι της ήταν αλεσμένο, τι να κάμει; Οι Καλκαντζαραίοι ήξεραν πως είχε τρία πλευρά, όπως φορτώνουν όλοι. Κάνει το λοιπόν το αλεύρι δύο πλευρά, φορτώνει το ένα από την μια μεριά στο ζώο και το άλλο από την άλλη πλευρά και αυτή μπήκε μεσογόμι, και κουλουριάστηκε σαν πλευρό, και καθότανε λούφα, και με την βελόνα κένταγε το ζώο.
Οι Καλκαντζαραίοι τα έφτιαξαν τα μιτάρια, πήγαν στον μύλο και δεν την βρήκαν. Πήραν τον δρόμο, το φτάνουν το ζώο, κοιτάζουν πως ήταν φορτωμένο με τρία πλευρά, και εκείνη δεν την είδαν. Έψαξαν δεξιά και αριστερά, πουθενά! Τότε πήγαν πάλι στο ζώο και έλεγαν: «Να το ένα πλευρό, να και το άλλο. Να και το άλλο μεσογόμι, εκείνη πούθε πάει;. Πίσω στου χούρχουλου (αναταραγμένου) τον μύλο». Πήγαιναν στον μύλο, τηράγανε, πουθενά! Πάλι έρχονταν στο ζώο και το έφταναν, και έλεγαν τα ίδια. Εκείνοι πηγαινοερχόντουσαν, και αυτή κένταγε με την βελόνα το ζώο, όσο που έφτασε στο σπίτι. Τότε ξημέρωσε και γλύτωσε.
Ο δαίμονας ο σκανταλιάρης
(Καστανιά Στυμφαλίας)
Όσα μαλώματα και τσακωμοί γίνονται στον κόσμο, γίνονται γιατί βάζει σκάνταλα ο δαίμονας. Πάντα βρίσκεται στην μέση, αλλά μόνο οι σαββατογεννημένοι τον βλέπουν. Ένας σαββατογεννημένος μας έλεγε πως γλύτωσε τον γιό του από τον δαίμονα, που τον έκανε να γκρινιάζει πάντα. Μια μέρα, μας λέει, το παιδί μου, όπως πάντα, δυσαρεστήθηκε πάνω στο φαΐ. Τότε εγώ τηράω τριγύρω, βλέπω τον δαίμονα πάνω στο πάτερο (ξύλινο δοκάρι). Τον άφησα να δω τι θα κάμει. Κατέβηκε και καβαλίκεψε στο σβέρκο τον γιό μου. Βγάζω το κουμπούρι σιγά – σιγά, σκύβω στο σβέρκο του γιού μου και τραβάω μία κουμπουριά. Ο δαίμονας έφυγε από το παράθυρο, όπου βρήκαμε και τρεις στάλες αίμα. Και από τότε ο γιός μου δεν χολιάει (οργίζεται).
Το στοιχειωμένο σπίτι
(Κιάτο)
Σε ένα σπίτι του Κιάτου παλαιότερα φανερώνονταν ένας Αράπης, και ακούγονταν μία αντάρα, σαν να τραβούσαν την άγκυρα του καϊκιού. Και τώρα ακόμη στο ίδιο σπίτι γίνεται μία αντάρα, όμως από κάτω στο υπόγειο. Αλλά Αράπης δεν φαίνεται
Ο αγαπητικός της νεράιδας
(Κλεωνές)
Μερικοί έχουν αγαπητικιές νεράιδες και φεύγουν την νύχτα από τις γυναίκες τους και πάνε σε αυτές. Λένε μάλιστα για έναν από τον τόπο μας, δεν πάνε πολλά χρόνια, που είχε μία νεράιδα, και μία φορά που έπαιζε αυτή πολύ μαζί του και κουράστηκε, έμεινε ως την αυγή, και έτσι την είδαν πολλοί.
Η δεκοχτούρα
(Κορινθία γενικά)
Ήτανε μία φορά δύο συννυφάδες, είχανε και την πεθερά τους. Μία μέρα η μία συννυφάδα ζύμωσε είκοσι καρβέλια ψωμί, και όταν έγινε, άναψε τον φούρνο, τον έκαψε καλά, τον επάνισε και έριξε το ψωμί. Όταν ψήθηκε και το έβγαλε από τον φούρνο, πήρε κρυφά δύο καρβέλια και τα έδωσε στον αγαπητικό της. Μετά από λίγη ώρα τα αναζήτησε η πεθερά και η άλλη συννυφάδα, καθώς λείπανε. Την ρωτάνε: «Τι έγινε το ψωμί; Λείπουν δύο καρβέλια. Ήσαν είκοσι και τώρα είναι δεκοχτώ». – «Δεκοχτώ ήσανε, όχι είκοσι», έλεγε εκείνη.
Έτσι η πεθερά της θύμωσε και την καταράστηκε, και έγινε πουλί πετούμενο και φωνάζει ως τα σήμερα «δεκοχτώ, δεκοχτώ, δεκοχτώ». Εξαιτίας τούτου την λένε και δεκοχτούρα.
Οι λύκοι
(Κορινθία γενικά)
Ένας βουκόλος έχασε μία αγελάδα του και βγήκε γυρεύοντας την. Στον δρόμο τον πλάκωσε η νύχτα και βρέθηκε σε ένα άγριο δάσος. Άκουσε από μακριά ουρλιαχτά λύκων, φοβήθηκε και ανέβηκε σε ένα δέντρο, που έτυχε να είναι κοντά σε ένα ξωκλήσι του Άη Βλάσση. Εκεί που ήταν στο δέντρο ακούει μία φωνή να φωνάζει τους λύκους, καθώς φωνάζει ο τσοπάνης τους σκύλους, και σε λίγο μαζεύτηκαν οι λύκοι. Άκουσε και την φωνή να τους διατάζει: «Εσύ να πάς στο Αγινόρι να φας το άλογο του Παύλου. Εσύ στο Στεφάνι να φας το πρόβατο του Πέτρου. Εσύ στην Κλένια να φας το βόδι του Βασίλη». Και άλλα τέτοια, και καθένας από τους λύκους, μόλις τ’ άκουγε έφευγε σαν αστραπή.
Στο τέλος έφτασε και ένας κουτσός λύκος, και ζήτησε και αυτός να τον διατάξει να πάει πουθενά. Μον’ η φωνή του είπε: «που ήσουνα όταν διέταζα τους άλλους; Τώρα εδόθησαν πλέον τα προστάγματα». – «Ήμουν κουτσός και δεν μπορούσα να έρθω με τους άλλους». – «Αι, θα σε οικονομήσω και σένα», είπε η φωνή. «Εσύ να φας αυτόν που είναι κρυμμένος στο δέντρο».
Ο κακομοίρης αυτός να ακούσει τέτοια παραγγελιά τα έχασε από τον φόβο του. Κάθισε εκεί ζαρωμένος στο δέντρο, και ο λύκος από κάτω και τον περίμενε να κατέβει να τον φάει. Έτσι ως το πρωί, όσο που είδε μερικούς διαβάτες, έβαλε δυνατή φωνή, και αυτοί και τα σκυλιά τους έτρεξαν και έδιωξαν τον λύκο και τον γλύτωσαν. Ξεκίνησε το λοιπόν και αυτός και πήγαινε στο σπίτι του καταφοβισμένος για όσα άκουσε, και στον δρόμο ρωτούσε πότε τούτον, πότε εκείνον, τι γίνεται ο δείνα στο Αγινόρι, τι κάνει ο δείνα στο Στεφάνι, πως περνάει ο τάδε στην Κλένια. Και ο ένας του έλεγε: «Καλά, μα του έφαγε ο του δυστυχισμένου ο λύκος το άλογο», και για τον άλλο το ίδιο: «Καλά, μα του έφαγε ένα πρόβατο ο λύκος», και ο άλλος το ίδιο: «Μόνο το βόδι του φτωχού του έφαγε το χαλίνωμα».
Σαν άκουσε αυτά κατάλαβε πως όσα διέταξε η φωνή εκείνη την νύχτα έγιναν όλα, και άρχισε να φοβάται μην την πάθει και αυτός και γίνει η παραγγελιά που έλαβε γι’ αυτόν ο λύκος. Προφυλάγονταν λοιπόν και δεν πήγαινε πουθενά. Αλλά μία ημέρα αποφάσισε να πάει στην μάντρα που είχε τα ζωντανά του, κοντά στο σπίτι του, στο ανοιχτό μέρος. «Ας πάω εκεί», λέει, «δεν είναι φόβος να έρθει ο λύκος να με φάει. Το μέρος είναι ανοιχτό, είναι σκύλοι, φόβος κανένας δεν είναι». Πηγαίνει λοιπόν στην μάντρα, και εκεί ακούμπησε το κεφάλι του στο χέρι του και συλλογίζονταν: «Αν έρθει ο λύκος εδώ, θα φάει τα πρόβατα, θα φάει τα αρνιά και τόσα άλλα, εγώ φόβο δεν έχω». Άλλα ενώ συλλογίζονταν αυτά, μπήκε άξαφνα ο λύκος στην μάντρα και τον έπνιξε τον δυστυχισμένο.
Η φωνή εκείνη που άκουσε φαίνεται πως ήταν του Άη Βλάσση, που ήταν και η εκκλησία του εκεί κοντά. Γιατί ο Άη Βλάσσης διευθύνει τους λύκους και τους διατάζει να κάνουν τούτο και εκείνο. Και αυτό γιατί στην γιορτή του τρέχουν οι τσοπάνηδες και του πηγαίνουν άλλος λάδι, άλλος κερί, άλλος λιβάνι, γιατί αλλιώς αλίμονο τους! Και λένε πως ο Άγιος το κάνει αυτό για να τιμωρήσει κακούς ανθρώπους, γιατί αν δεν φοβόνταν και την τιμωρία αυτή θα χαλούσαν γη και ουρανό.
Τα παιδιά της νεράιδας
(Κορινθία γενικά)
Ήταν ένας εργατικός άνθρωπος, που κάθε μέρα θα σηκώνονταν πολύ πρωί και θα πήγαινε στην δουλεία του. Μία φορά που σηκώθηκε πολύ νωρίς, προτού να φέξει, άκουσε στον δρόμο του τραγούδια και χορούς. Τράβηξε ίσια, εκεί που ακούγονταν οι φωνές και βλέπει τις νεράιδες και κολυμπούσαν στο νερό και τραγουδούσαν. Είχαν βγαλμένα τα πουκαμισάκια τους και τα είχαν πεταμένα στα χόρτα. Ορμά αυτός και αρπάζει ένα πουκαμισάκι. Οι νεράιδες καθώς είδαν τον άνθρωπο βγήκαν από το νερό και πήρε η καθεμία το πουκάμισο της, και πέταξαν και έφυγαν. Εκείνη που της το είχε παρμένο δεν μπορούσε να τις ακολουθήσει και έμεινε. Τον παρακαλούσε να της το δώσει, εκείνος τίποτα. Αναγκάστηκε και πήγε μαζί του, της έδωκε αυτός άλλα φορέματα, την πήρε στο σπίτι του, και την είχε γυναίκα του. Έκανε και τρία παιδιά με δαύτη.
Η νεράιδα κάθε τόσο τον στεναχωρούσε με τα παρακάλια να της δώσει την πουκαμίσα της, που από τα πολλά της έδωκε. Εκείνη τότε περίμενε μια μέρα που ήταν ο άντρας της στο χωράφι, φοράει την πουκαμίσα της, σφάζει τα παιδιά της, τα βάζει σε ένα ταψί, τα αποθέτει πάνω στο τραπέζι, κλείνει το σπίτι και γίνεται άφαντη. Καμιά φορά να σου έρχεται ο δόλιος ο άνδρας, βροντά την πόρτα, σκούζει, φωνάζει, αλλά κανείς δεν του μίλαγε. Σπάζει την πόρτα, ανεβαίνει επάνω και τι να δει! Τα παιδιά του σφαγμένα! Τότε χτυπούσε το κεφάλι του για την ανοησία που έκαμε και της έδωκε την πουκαμίσα, και όχι μόνο την γυναίκα του έχασε, αλλά και τα παιδιά του, και με τέτοιο τρόπο!
Άλλοι πάλι λένε πως άμα της έδωκε ο άνδρας το πουκάμισο, η νεράιδα το φόρεσε με ησυχία, και ύστερα γυρίζει και του λέει: «Έχε γεια, και να δεις τι θα σου κάμω». Και χάθηκε από μπροστά του. Αυτός λυπήθηκε κατάκαρδα που την έχασε, αλλά είχε και μία παρηγοριά πως του έμειναν τα παιδιά τους. Σε λίγο όμως παρατήρησε πως και τα τρία του παιδιά χάθηκαν μαζί με την μάνα τους. Και εκεί που ο δυστυχισμένος αυτός έκλαιγε και οδύρονταν, άκουσε άξαφνα μία φωνή και του λέει: «Μέσα είναι, πήγαινε δες τα». Τρέχει στην κάμαρη και τι να δει. Και τα τρία παιδιά του χάμω στο πάτωμα σκοτωμένα.
Ο αγαπημένος των νεράιδων
(Κορινθία γενικά)
Ήταν μία φορά ένας που από φτωχό, οι νεράιδες τον έκαμαν πλούσιο, γιατί τον συμπαθούσαν. Εκεί που μία μέρα κάθονταν παρουσιάστηκαν άξαφνα μπροστά του πολλές νεράιδες και του λένε να τους πει ποια είναι η πιο ομορφότερη από όλες. Αυτός πονηρός, τους είπε πως έτσι όταν τις βλέπει όλες μαζί δεν μπορεί να καταλάβει την ομορφότερη, και πως πρέπει να έρχεται από μία κάθε μέρα για την παρατηρεί και ύστερα να τους πει. Το δέχτηκαν οι νεράιδες και συμφώνησαν να πηγαίνει από μία κάθε μέρα σε αυτόν, και αφού τα κανόνισαν όλα, έφυγαν.
Από την άλλη ημέρα το λοιπόν, έρχονταν μία – μία οι νεράιδες σε αυτόν και τις εξέταζε γυμνές ο φίλος μας με όλη την ελευθερία, αλλά άμα τελείωσε αυτό, ήρθαν ύστερα όλες μαζί και τον ανάγκασαν να τους πει ποια από όλες έχει τα περισσότερα κάλλη. Αυτός ζητούσε να τους ξεφύγει, τις παρακάλεσε να περάσουν άλλη μία φορά, γιατί τις έβρισκε όλες καλές και δεν ήξερε ποια να ξεχωρίσει. Οι νεράιδες όμως θύμωσαν, γιατί κατάλαβαν τον σκοπό του, και έπεσαν καταπάνω του και τον κομμάτιασαν.
Ο επιτάφιος των νεκρών
(Κορινθία γενικά)
Ο παπάς ενός χωριού της Κορινθίας άκουσε την νύχτα του Επιταφίου να σημαίνει η καμπάνα της εκκλησίας. Ντράπηκε πολύ γιατί τον πήρε ο ύπνος και δεν πρόφτασε να πάει στην ώρα του για να ψάλει την ακολουθία του Επιταφίου. Σηκώθηκε λοιπόν από το κρεβάτι του και έτρεξε να φτάσει γρήγορα. Πίσω από το Άγιο Βήμα της εκκλησίας ήταν το κοιμητήριο του χωριού μανδρογυρισμένο. Εκεί μέσα είδε ένα πλήθος ανθρώπων, και είπε μέσα του: «πάρα πολύ άργησα». Αλλά τα πρόσωπα όλων αυτών του ήταν άγνωστα. Μπήκε στην εκκλησία, άλλα ήταν έρημη, δεν βρήκε κανένα. Του ήρθε απορία πως αφού ήταν τόσος κόσμος έξω, δεν ήταν μέσα κανείς, και φώναξε: «Ελάτε Χριστιανοί!». Αλλά κανείς δεν μπήκε. Τότε βγήκε από την εκκλησία για να τους καλέσει, αλλά μόλις τον είδε όλο εκείνο το πλήθος, του γύρισε τις πλάτες. Τότε πλέον κατάλαβε ότι ήταν διαβολική συνέργεια και άρχισε να σταυροκοπιέται και να διαβάζει ευχές και εξορκισμούς. Και αφανίστηκαν από μπροστά του όλα εκείνα τα φαντάσματα.
Το βαγένι των δώδεκα μηνών
(Κορινθία γενικά)
Μία φορά και έναν καιρό αποφάσισαν οι δώδεκα μήνες να βάλουνε κρασί σε ένα βαγένι ( ξύλινο βαρέλι), για να πίνουνε όποτε τους έκανε όρεξη. «Έτσι λοιπόν», είπε ο Μάρτης, «εγώ θα ρίξω πρώτα στο βαγένι και ύστερα ρίχνετε και εσείς». – «Καλά εσύ ρίξε», είπαν οι άλλοι. Και έτσι έγινε. Έριξε εκείνος στο βαγένι μούστο πρώτος και ύστερα οι άλλοι. Όταν λοιπόν ψήθηκε το κρασί, είπε πάλι ο Μάρτης: «Εγώ έριξα πρώτα, πρώτος θα αρχίσω και να πίνω». – «Βέβαια», είπαν οι άλλοι. Έτσι λοιπόν τρύπησε το βαρέλι στο κάτω μέρος, και άρχισε και έπινε, ως που το ήπιε όλο και δεν άφησε στάλα.
Κατόπιν ήρθε η σειρά του Απρίλη να πάει στο βαγένι να πιάσει κρασί. Πηγαίνει, το βρίσκει άδειο. Θυμώνει, το λέει στους άλλους συντρόφους του. Το ακούνε εκείνοι, θυμώνουνε, σκέφτονται τι να κάνουνε. Τέλος μένουν σύμφωνοι μεταξύ τους, να τον τιμωρήσει ο Γενάρης για την κατεργαριά που τους έκανε. Τον πιάνει λοιπόν ο Γενάρης, και του τραβάει ένα ξύλο, που είπε αμάν. Του παίρνει και το υπούργημα. Δηλαδή άρχιζε πρώτα το νέο έτος από τον Μάρτη και τώρα αρχίζει από τον Γενάρη. Αυτό είναι το υπούργημα που του πήρε.
Όταν λοιπόν θυμάται το παιχνίδι που τους έφτιαξε, δηλαδή που τους ήπιε το κρασί, γελάει, και ο καιρός ξαστερώνει. Όταν πάλι θυμάται το ξύλο που έφαγε, κλαίει και βρέχει.
Το στοιχειωμένο σπίτι
[Κόρινθος (Νέα)]
Στο σπίτι του Δημητρούλια όσοι πήγαν και κάθισαν, έβλεπαν την νύχτα σε μία κάμαρα να βγαίνουν πότε δύο γυναίκες στα άσπρα φορεμένες και πότε μία μεγάλη χήνα. Και όταν κοιμόντουσαν άκουγαν να γίνεται μέσα σε αυτή την κάμαρα μία αντάρα, και συχνά να χτυπάνε οι καρέκλες. Κλείδωναν και έφευγαν, και όταν πήγαιναν πίσω εύρισκαν στυλωμένη την πόρτα από μέσα. Τα απογδυσίμια που τα είχαν χωριστά, τα εύρισκαν μέσα στην σάλα. Έκαναν ευχέλαια, αγιασμούς, μα το κακό δεν μπορούσε να εξαλειφθεί. Για τούτο δεν κατοικεί κανείς σε αυτό το σπίτι. Λένε πως όταν το χτίζανε βρήκαν μερικά πράγματα εκκλησίας, γιατί φαίνεται πως ήταν παλαιά εκεί εκκλησία, που χάλασε.
Το στοιχειό της Γκούρας
[Μάννα (Μάρκασι)]
Στο Γυμνοβούνι, κοντά στο χωριό Μάρκασι του Δήμου Πελλήνης, είναι μία βρύση με άφθονο νερό. Την λένε Γκούρα, που θα πει αρβανίτικα «κρύα». Αυτή η βρύση έχει τούτο το περίεργο, ότι κάθε ημέρα το δειλινό, την ίδια ώρα πάντα, το νερό της λιγοστεύει πολύ. Γιατί αυτή την ώρα το στοιχειό της βρύσης βάζει το πόδι του μπροστά στην τρύπα και φράζει το νερό.
Τα στοιχειά του Μάρκασι
[Μάννα (Μάρκασι)]
Μία φορά και έναν καιρό ήταν δύο στοιχεία στου Μάρκασι, στην θέση Γκούρα, όπου βγαίνει το πολύ νερό, και μάλωναν που να βγάλουν το νερό. Και το ένα ήταν μεγαλύτερο και ήθελε να το βγάλει το νερό από κάτω από τον βράχο, το άλλο ήταν μικρότερο και ήθελε να το βγάλει από πάνω από τον βράχο στον κάμπο, αλλά δεν μπορούσε να νικήσει το μεγάλο. Και σηκώνεται και πηγαίνει σε ένα τσοπάνη και του λέει να το πάρει να φυλάει τα πρόβατα και μισθό να μην του δίνει, αλλά μόνο να βυζαίνει όλα τα πρόβατα να χορταίνει γάλα. Και κάθισε στον τσοπάνη έξι χρόνια, και ύστερα πήγε στον κάμπο και έγινε φίδι και κουλουριάστηκε και έλειπαν δύο γύροι να γεμίσει τον κάμπο. Και σηκώνεται και πηγαίνει πάλι στον τσοπάνη και κάθεται άλλα δύο χρόνια. Και πήγε πάλι και κουλουριάστηκε και έπεσαν δύο κουλούρες κάτω στον βράχο. Και πάει και του γυρεύει του τσοπάνη μία μαρμάρα (στείρα) αγελάδα και βγάζει το ξύγκι και το κάνει τόπια – τόπια.
Και άμα ήλθε το άλλο στοιχειό να παλέψουν, πετούσε το ξύγκι ο τσοπάνης και έκαιγε το μεγάλο και αυτόν τον τρόπο έβγαλε το νερό στον κάμπο.
Εκεί είναι και ένα μοναστήρι, ο Άγιος Ηλίας, και μέχρι σήμερα φανερώνεται σαν άλογο και έρχεται πέντε λεπτά έξω από την τρύπα και πολλές φορές κρατάει το νερό έως τώρα.
Τα Βασιλικά
(Νεμέα)
Κοντά στο Κουτσοπόδι είναι πολλές μαρμάρινες κολώνες γκρεμισμένες από το παλάτι ενός βασιλιά των παλαιών Ελλήνων. Γι’ αυτό τα χαλάσματα εκείνα τα λένε Βασιλικά.
Το ψηλό λιθάρι
(Ξυλόκαστρο)
Στων Ελλήνων τον καιρό τρεις αντρειωμένοι βάδιζαν αργά για το λιθάρι στο Καμάρι. Λέει ο ένας προς τους άλλους: «Θέλετε να ρίξουμε το λιθάρι; Ελάτε να πετάξουμε το λιθάρι να δούμε ποιος θα προσπεράσει τον άλλον». Δέχτηκαν οι άλλοι αντρειωμένοι. Πιάνει ο πρώτος το Ψηλό Λιθάρι και το ρίχνει, και με την πρώτη το πέταξε ως την Ζούγρα. Ο δεύτερος το πέταξε ως την Τσούκα, και ο άλλος ως εκεί που είναι τώρα. Ήθελαν να το πάνε ως την κορφή του Γέρου. Μα οι αντρειωμένοι απόκαμαν και δεν είχαν αντοχή για να το ξαναρίξουν. Και έτσι το άφησαν εκεί που είναι τώρα.
Το Ψηλό Λιθάρι βρίσκεται βόρεια από τα Τρίκαλα, δεξιά στον δρόμο καθώς πάμε από τα Τρίκαλα στην Καρυά. Είναι ένας βράχος θεόρατος, πάνω από είκοσι μέτρα ψηλός και καμιά δεκαπενταριά μέτρα χοντρός, και φαίνεται από τρεις ώρες μακριά. Από το Καμάρι που το έριχναν έως εκεί που βρίσκεται τώρα είναι ωρών δρόμος.
Τα σαγανάκια
(Ξυλόκαστρο)
Όταν περνάν τα σαγανάκια είναι συρμοί και ακούγονται φωνές και ταραχή, που κάνουν οι διάβολοι που είναι μέσα. Και αν τύχει κανείς εκείνη την στιγμή και καταραστεί άλλον, η κατάρα πιάνει. Έτσι μία φορά μία μητέρα καταριότανε το παιδί της. Και μία κακή γειτόνισσα, ύστερα από λίγο που ήταν σαγανάκια και περνούσαν μέσα τα ξωτικά, της φώναξε αμέσως: «Γειτόνισσα, γειτόνισσα, αν θέλεις, τώρα να καταραστείς το παιδί σου, που είναι συρμοί, και θα πιάσει η κατάρα σου!» – « Μπα, που να πέσουν τα μάτια σου καλύτερα, όχι να καταραστώ εγώ το παιδί μου», της λέει η μητέρα, και τα μάτια της κακής γειτόνισσας εχύθηκαν αμέσως εκείνη την στιγμή.
Το βαγένι με τα τάλαρα
[Πελλήνη (Ζούγρα)]
Κοντά στο χωριό Ζούγρα, όπου ήτανε μία παλαιά πολιτεία, είναι μία θέση που την λένε Βαγένι, γιατί ένας Αράπης έχει εκεί σε ένα βαγένι (ξύλινο βαρέλι) πολλά τάλαρα. Κάθε νύχτα τα βγάζει από το βαγένι και τα βόσκει σαν πρόβατα. Πολλοί έχουν δει τον Αράπη και τον έχουν ακουσμένα να σαλαγάει τα τάλαρα που ξεκοπούν από τα άλλα. Όντας πηγαίνει ο Αράπης τα τάλαρα στην βοσκή και όταν τα γυρίζει πίσω στο βαγένι, φωνάζει σαν τους τσοπάνηδες: «χο!, χο! ε!, ε!».
Τα τηγανισμένα ψάρια
(Τρίκαλα Κορινθίας)
Άλλοτες πριν το πάρουν οι Τούρκοι ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο το βασίλειο μας, και είχε βασιλιά τον Άη Κωνσταντίνο. Ήταν δική μας η Πόλη, και θα την πάρουμε πάλι.
Την ημέρα που πάρθηκε, ο βασιλιάς ετηγάνιζε ψάρια. Κάποιος του λέει: «Βασιλιά μου οι Τούρκοι θα πάρουνε την Πόλη». Γυρίζει ο βασιλιάς και του λέει: «Τότε θα πάρει ο Τούρκος την Πόλη, σαν ζωντανέψουνε τα ψάρια στο τηγάνι». Όσο να τελειώσει τον λόγο του ο βασιλιάς, τα ψάρια που ήτανε τηγανισμένα από την μια μεριά ένα – ένα εζωντανέψανε. Επηδήξανε από το τηγάνι στην στέρνα, και κάθονται ακόμη ζωντανά ως τα σήμερα, και πολλοί τα έχουν δει με τα μάτια τους, έτσι μισοτηγανισμένα και ζωντανά.
Το στοιχειωμένο κλαρί’
(Τρίκαλα Κορινθίας)
Πολλά δέντρα θεόρατα και μοναχικά είναι στοιχειωμένα, και τα φυλάνε το καθένα το στοιχειό του, γι’ αυτό κανείς δε τολμάει να τα πειράξει. Και γνωρίζεται εύκολα ποιο δέντρο στοιχειώνει, γιατί πρόωρα μεγαλώνει και δυναμώνει πολύ. Όποιος φυτέψει τέτοιο δέντρο θα πεθάνει, γιατί χωρίς άλλο θα τον πνίξει το στοιχειό.
Είναι καμιά πενηνταριά χρόνια, ο Πέτρος ο γιός του Παπαγιάννη στα Τρίκαλα, όταν ήταν μικρός φύτεψε στον πατρικό του κήπο μία καρυά. Το δέντρο αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα, αλλά και ο Πέτρος έπεσε άρρωστος βαριά στο κρεβάτι. Τότε ο πατέρας του ο Παπαγιάννης έβαλε αμέσως και έκοψε την καρυά, για να μην πνίξει το στοιχειό το παιδί του. Και το παιδί του έγινε καλά.
Ο Αράπης του Βρυσαριού
(Τρίκαλα Κορινθίας)
Στον μεσιανό μαχαλά στα Τρίκαλα είναι μία βρύση, το Βρυσάρι. Εκεί κρατεί ένας Αράπης, καθώς και στην άλλη βρύση που είναι κοντά, στον Κωλορόδη κρατούν νεράιδες. Ο Αράπης βγαίνει την νύχτα και γυρίζει και βαστά στον ώμο του ένα μεγάλο δοκάρι. Μέσα σε αυτό έχει τον θησαυρό του.
Δεν είναι καλό πράμα να περάσεις την νύχτα από εκεί, γιατί κρατεί ο τρισκατάρατος και στις δύο μεριές, και μήτε τον διάβολο να απαντήσεις, μήτε τον σταυρό σου να κάμεις. Όμως ένα καλό παλληκάρι, Πάνο τον έλεγαν, δεν φοβόνταν τίποτα και πέρασε. Γύριζε από γάμο, και το είχε λίγο και στο κέφι. Καθώς πέρασε από το Βρυσάρι, στάθηκε και ήπιε νερό, αλλά καθώς σηκώθηκε, βλέπει μπροστά του έναν Αράπη και του εμπόδιζε τον δρόμο. Δεν χάνει καιρό ο Πάνος, πιάνει με το ζερβί του χέρι την πιστόλα του και του ρίχνει. Ο Αράπης χάθηκε, έγινε κουρνιαχτός, αλλά πρόφτασε και τον χτύπησε με το δοκάρι ελαφρά στον ώμο. Έτσι λάβωσε ο Αράπης τον καημένο τον Πάνο, και όταν γύρισε στο σπίτι έπεσε στο κρεβάτι και σε λίγες ώρες πέθανε.
Εικόνα 18: Η λίμνη Στυμφαλία στις αρχές του 19ου αιώνα. Εικονογράφηση από την έκδοση «La Grece Vues pittoresques et topographiques», Chez I. F. D’ Ostervald, Paris, 1834, του Εσθονού αρχαιολόγου και ιστορικού τέχνης κόμη Otto Magnus von Stackelberg.
Τα στοιχειωμένα μελίσσια
(Τρίκαλα Κορινθίας)
Μεταξύ του Ξυλόκαστρου και της Ζούρας (Ζούγρας), στην επαρχία της Κορινθίας, βρίσκεται ένας γκρεμός που τον λέγουν Ψηλό Λιθάρι. Εκεί υπάρχουν πολλά άγρια μελίσσια, αλλά κανείς δεν κοιτά να τρυγήσει το μέλι. Μία φορά θέλησε ένας να το τρυγήσει και είπε και τον κατέβασαν με σχοινί από την κορυφή του βράχου. Αλλά έξαφνα τον είδαν εκείνοι που ήταν από πάνω να κάνει σαν τρελός, και να του φαίνεται πως το σχοινί ήταν φίδι και ήθελε να τον φάει. Έβγαλε λοιπόν το μαχαίρι του και έκοψε με αυτό το σχοινί. Έτσι γκρεμίστηκε και έγινε κομμάτια.
Το χρυσό χτένι της νεράιδας
(Τρίκαλα Κορινθίας)
Η γριά Ανθούλα πήρε μία μέρα το βαρέλι της να πάει να το γεμίσει στου Κωλορόδη. Ήταν νύχτα. Όντας ήταν μακριά από την βρύση ως δέκα δρασκελιές, βλέπει άξαφνα μία γυναίκα, που ήταν ντυμένη στα μεταξωτά, και στέκονταν μπροστά στην βρύση, και χτένιζε τα μαλλιά της, που έφταναν ως τα νύχια. Η νεράιδα (γιατί νεράιδα ήταν) πέταξε το χτένι στο ντουλάπι και έγινε ασήμαδη (άφαντη).
Γεμίζει η Ανθούλα το βαρέλι της, παίρνει και το χτένι της νεράιδας και γυρίζει στο σπίτι. Στυλώνει την πόρτα με την αμπάρα και ξεγέρνει να κοιμηθεί. Κοιμήθηκε δεν κοιμήθηκε πολλή ώρα, έρχεται η νεράιδα, την πιάνει από τον λαιμό και της λέει: «Μωρή, θα σε πνίξω, αν δεν πας την τσατσάρα μου να την βάλεις πίσω εκεί που την πήρες». Ξυπνάει από την τρομάρα της, τρίβει τα μάτια της, τηράει για να δει, η νεράιδα έγινε άρατη (αόρατη). Σκιαζότανε, αλλά έλα που ήθελε να κρατήσει και την τσατσάρα! Κουκουλώνεται με το πάπλωμα, κλείνει τα μάτια της, η νεράιδα πάλι έρχεται, και την πιάνει πάλι από τον λαιμό νε την πνίξει για την τσατσάρα της. Ήθελε δεν ήθελε, παίρνει την τσατσάρα, πάει στην βρύση, την αφήνει πριν κράξουν τα κοκόρια και γυρίζει στο σπίτι. Η νεράιδα από τότε δεν ξαναφάνηκε.
Εικόνα 19: Οθωμανός αξιωματούχος που απειλεί νεαρή Ελληνίδα στα ερείπια του ναού του Απόλλωνα στην Παλαιά Κόρινθο. Εικονογράφηση για το ποίημα «The Siege of Corinth» του λόρδου Gordon George Byron. (« The Poetical Works of Lord Byron, With notes, and a memoir of the author», London, ed. George Henry and Co., 1849).
Ο αντίλαλος
(Τρίκαλα Κορινθίας)
Πάνε τώρα περισσότερο από καμιά εκατοστή χρόνια, όπου τρεις αδερφοί βοσκοί έβγαλαν απόφαση να εξολοθρεύσουν μία οικογένεια των οχτρών τους, και συμφώνησαν να ανταμώσουν τα μεσάνυχτα στην κορυφή ενός όχτου (λοφίσκου), για να ξεκινήσουν από εκεί, να πάνε στον σκοπό τους. Όταν μαζεύτηκαν ρώτησε ο ένας τον άλλο ποιος ήταν που φώναξε, γιατί όλοι είχαν ακούσει καθώς έρχονταν μία φωνή. Αφού είδαν πως κανείς από αυτούς δεν φώναξε, θεώρησαν ότι η φωνή ήταν δαιμονική και σήμαινε πως θα πετύχουν τον σκοπό τους. Και πραγματικά ξεκλήρισαν όλους τους εχθρούς τους. Από εκείνο τον καιρό εκείνος ό όχτος λέγεται αντίλαλος.
Τα δύο στοιχειά
(Φενεός)
Του Φονιά την λίμνη την όριζαν δύο στοιχειά., το ένα κατοικούσε κοντά στην Γκιόζα, το άλλο πέρα από την Λυκούρια. Αυτά μάλωναν συχνά μεταξύ τους, και στο ύστερο βγήκαν να παλέψουν σε μία θέση κοντά στην κορυφή του Σαϊττά. Το ένα από αυτά, που έμενε στα δυτικά μέρη της λίμνης και ήταν πολύ πονηρότερο, σκέφτηκε να ρίχνει τουλούπες (μπάλες) από βοδινό ξύγκι. Άμα οι τουλούπες ακουμπούσαν επάνω του έπιαναν φωτιά και του έκαναν τόσο φοβερούς πόνους, που το ανάγκασαν να φύγει και επειδή δεν είχε άλλο δρόμο έσκισε τα βουνά και μπήκε. Από αυτό το άνοιγμα χύθηκαν και τα νερά της λίμνης και ξεράθηκαν.
Εικόνα 20. Τοπίο στον Φενεό στις αρχές του 19ου αιώνα. Εικόνα 18: Εικονογράφηση από την έκδοση «La Grece Vues pittoresques et topographiques», Chez I. F. D’ Ostervald, Paris, 1834, του Εσθονού αρχαιολόγου και ιστορικού τέχνης κόμη Otto Magnus von Stackelberg.
Οι παραπάνω δημώδεις αφηγήσεις που συγκέντρωσε ο Νικόλαος Πολίτης στο έργο του, είναι απλώς ενδεικτικές του πλούτου της λαογραφικής παράδοσης της Κορινθίας. Σίγουρα υπάρχουν περισσότερες. Οι τόποι είναι συνυφασμένοι με τους θρύλους τους, οι οποίοι ενίοτε είναι διδακτικοί, καθώς πηγάζουν μέσα από τα κοινωνικά δρώμενα. Πραγματικά αξίζει να τους ανακαλύψουμε και να τους διατηρήσουμε, έτσι ώστε να ξαναβάλουμε την μαγεία του παραμυθιού στην ζωή μας.
Εικόνα 21: Ένας φουστανελάς χωριάτης διαβαίνει την γέφυρα του Ισθμού της Κορίνθου. Φωτογραφία των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα.
Συντακτική επιμέλεια – Προσαρμογή
Γεώργιος Λόης
(Τρίκαλα Κορινθίας)
Πολλά δέντρα θεόρατα και μοναχικά είναι στοιχειωμένα, και τα φυλάνε το καθένα το στοιχειό του, γι’ αυτό κανείς δε τολμάει να τα πειράξει. Και γνωρίζεται εύκολα ποιο δέντρο στοιχειώνει, γιατί πρόωρα μεγαλώνει και δυναμώνει πολύ. Όποιος φυτέψει τέτοιο δέντρο θα πεθάνει, γιατί χωρίς άλλο θα τον πνίξει το στοιχειό.
Είναι καμιά πενηνταριά χρόνια, ο Πέτρος ο γιός του Παπαγιάννη στα Τρίκαλα, όταν ήταν μικρός φύτεψε στον πατρικό του κήπο μία καρυά. Το δέντρο αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα, αλλά και ο Πέτρος έπεσε άρρωστος βαριά στο κρεβάτι. Τότε ο πατέρας του ο Παπαγιάννης έβαλε αμέσως και έκοψε την καρυά, για να μην πνίξει το στοιχειό το παιδί του. Και το παιδί του έγινε καλά.
Ο Αράπης του Βρυσαριού
(Τρίκαλα Κορινθίας)
Στον μεσιανό μαχαλά στα Τρίκαλα είναι μία βρύση, το Βρυσάρι. Εκεί κρατεί ένας Αράπης, καθώς και στην άλλη βρύση που είναι κοντά, στον Κωλορόδη κρατούν νεράιδες. Ο Αράπης βγαίνει την νύχτα και γυρίζει και βαστά στον ώμο του ένα μεγάλο δοκάρι. Μέσα σε αυτό έχει τον θησαυρό του.
Δεν είναι καλό πράμα να περάσεις την νύχτα από εκεί, γιατί κρατεί ο τρισκατάρατος και στις δύο μεριές, και μήτε τον διάβολο να απαντήσεις, μήτε τον σταυρό σου να κάμεις. Όμως ένα καλό παλληκάρι, Πάνο τον έλεγαν, δεν φοβόνταν τίποτα και πέρασε. Γύριζε από γάμο, και το είχε λίγο και στο κέφι. Καθώς πέρασε από το Βρυσάρι, στάθηκε και ήπιε νερό, αλλά καθώς σηκώθηκε, βλέπει μπροστά του έναν Αράπη και του εμπόδιζε τον δρόμο. Δεν χάνει καιρό ο Πάνος, πιάνει με το ζερβί του χέρι την πιστόλα του και του ρίχνει. Ο Αράπης χάθηκε, έγινε κουρνιαχτός, αλλά πρόφτασε και τον χτύπησε με το δοκάρι ελαφρά στον ώμο. Έτσι λάβωσε ο Αράπης τον καημένο τον Πάνο, και όταν γύρισε στο σπίτι έπεσε στο κρεβάτι και σε λίγες ώρες πέθανε.
Τα στοιχειωμένα μελίσσια
(Τρίκαλα Κορινθίας)
Μεταξύ του Ξυλόκαστρου και της Ζούρας (Ζούγρας), στην επαρχία της Κορινθίας, βρίσκεται ένας γκρεμός που τον λέγουν Ψηλό Λιθάρι. Εκεί υπάρχουν πολλά άγρια μελίσσια, αλλά κανείς δεν κοιτά να τρυγήσει το μέλι. Μία φορά θέλησε ένας να το τρυγήσει και είπε και τον κατέβασαν με σχοινί από την κορυφή του βράχου. Αλλά έξαφνα τον είδαν εκείνοι που ήταν από πάνω να κάνει σαν τρελός, και να του φαίνεται πως το σχοινί ήταν φίδι και ήθελε να τον φάει. Έβγαλε λοιπόν το μαχαίρι του και έκοψε με αυτό το σχοινί. Έτσι γκρεμίστηκε και έγινε κομμάτια.
Το χρυσό χτένι της νεράιδας
(Τρίκαλα Κορινθίας)
Η γριά Ανθούλα πήρε μία μέρα το βαρέλι της να πάει να το γεμίσει στου Κωλορόδη. Ήταν νύχτα. Όντας ήταν μακριά από την βρύση ως δέκα δρασκελιές, βλέπει άξαφνα μία γυναίκα, που ήταν ντυμένη στα μεταξωτά, και στέκονταν μπροστά στην βρύση, και χτένιζε τα μαλλιά της, που έφταναν ως τα νύχια. Η νεράιδα (γιατί νεράιδα ήταν) πέταξε το χτένι στο ντουλάπι και έγινε ασήμαδη (άφαντη).
Γεμίζει η Ανθούλα το βαρέλι της, παίρνει και το χτένι της νεράιδας και γυρίζει στο σπίτι. Στυλώνει την πόρτα με την αμπάρα και ξεγέρνει να κοιμηθεί. Κοιμήθηκε δεν κοιμήθηκε πολλή ώρα, έρχεται η νεράιδα, την πιάνει από τον λαιμό και της λέει: «Μωρή, θα σε πνίξω, αν δεν πας την τσατσάρα μου να την βάλεις πίσω εκεί που την πήρες». Ξυπνάει από την τρομάρα της, τρίβει τα μάτια της, τηράει για να δει, η νεράιδα έγινε άρατη (αόρατη). Σκιαζότανε, αλλά έλα που ήθελε να κρατήσει και την τσατσάρα! Κουκουλώνεται με το πάπλωμα, κλείνει τα μάτια της, η νεράιδα πάλι έρχεται, και την πιάνει πάλι από τον λαιμό νε την πνίξει για την τσατσάρα της. Ήθελε δεν ήθελε, παίρνει την τσατσάρα, πάει στην βρύση, την αφήνει πριν κράξουν τα κοκόρια και γυρίζει στο σπίτι. Η νεράιδα από τότε δεν ξαναφάνηκε.
Ο αντίλαλος
(Τρίκαλα Κορινθίας)
Πάνε τώρα περισσότερο από καμιά εκατοστή χρόνια, όπου τρεις αδερφοί βοσκοί έβγαλαν απόφαση να εξολοθρεύσουν μία οικογένεια των οχτρών τους, και συμφώνησαν να ανταμώσουν τα μεσάνυχτα στην κορυφή ενός όχτου (λοφίσκου), για να ξεκινήσουν από εκεί, να πάνε στον σκοπό τους. Όταν μαζεύτηκαν ρώτησε ο ένας τον άλλο ποιος ήταν που φώναξε, γιατί όλοι είχαν ακούσει καθώς έρχονταν μία φωνή. Αφού είδαν πως κανείς από αυτούς δεν φώναξε, θεώρησαν ότι η φωνή ήταν δαιμονική και σήμαινε πως θα πετύχουν τον σκοπό τους. Και πραγματικά ξεκλήρισαν όλους τους εχθρούς τους. Από εκείνο τον καιρό εκείνος ό όχτος λέγεται αντίλαλος.
Τα δύο στοιχειά
(Φενεός)
Του Φονιά την λίμνη την όριζαν δύο στοιχειά., το ένα κατοικούσε κοντά στην Γκιόζα, το άλλο πέρα από την Λυκούρια. Αυτά μάλωναν συχνά μεταξύ τους, και στο ύστερο βγήκαν να παλέψουν σε μία θέση κοντά στην κορυφή του Σαϊττά. Το ένα από αυτά, που έμενε στα δυτικά μέρη της λίμνης και ήταν πολύ πονηρότερο, σκέφτηκε να ρίχνει τουλούπες (μπάλες) από βοδινό ξύγκι. Άμα οι τουλούπες ακουμπούσαν επάνω του έπιαναν φωτιά και του έκαναν τόσο φοβερούς πόνους, που το ανάγκασαν να φύγει και επειδή δεν είχε άλλο δρόμο έσκισε τα βουνά και μπήκε. Από αυτό το άνοιγμα χύθηκαν και τα νερά της λίμνης και ξεράθηκαν.
Οι παραπάνω δημώδεις αφηγήσεις που συγκέντρωσε ο Νικόλαος Πολίτης στο έργο του, είναι απλώς ενδεικτικές του πλούτου της λαογραφικής παράδοσης της Κορινθίας. Σίγουρα υπάρχουν περισσότερες. Οι τόποι είναι συνυφασμένοι με τους θρύλους τους, οι οποίοι ενίοτε είναι διδακτικοί, καθώς πηγάζουν μέσα από τα κοινωνικά δρώμενα. Πραγματικά αξίζει να τους ανακαλύψουμε και να τους διατηρήσουμε, έτσι ώστε να ξαναβάλουμε την μαγεία του παραμυθιού στην ζωή μας.
Εικόνα 21: Ένας φουστανελάς χωριάτης διαβαίνει την γέφυρα του Ισθμού της Κορίνθου. Φωτογραφία των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα.
Συντακτική επιμέλεια – Προσαρμογή
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
13 Νοεμβρίου 2016
Βιβλιογραφία
«Παραδόσεις», Νικόλαος Γ. Πολίτης, τόμοι Α’ και Β’, εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα», Αθήνα.
Πηγές εικόνων - φωτογραφιών
1. http://el.travellogues.gr/Με το βλέμμα των περιηγητών/Κορινθία.
2. www.tilestwra.com/50 σπάνιες και υπέροχες φωτογραφίες της Παλιάς Ελλάδας.
3. www.parakato.gr/Κιάτο από μία άλλη εποχή.
«Παραδόσεις», Νικόλαος Γ. Πολίτης, τόμοι Α’ και Β’, εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα», Αθήνα.
Πηγές εικόνων - φωτογραφιών
1. http://el.travellogues.gr/Με το βλέμμα των περιηγητών/Κορινθία.
2. www.tilestwra.com/50 σπάνιες και υπέροχες φωτογραφίες της Παλιάς Ελλάδας.
3. www.parakato.gr/Κιάτο από μία άλλη εποχή.
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.