Πόσο δρόμο έχει ακόμα η κυβέρνηση;
Ο θρίαμβος μετατράπηκε σε μία μάχη με πολλές πληγές
Του Σταύρου Λυγερού
Με το δημοσκοπικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίζει την πτωτική πορεία του, το Μαξίμου αναζητάει απεγνωσμένα τρόπους μία πολιτικής αντεπίθεσης, με σκοπό να διαλύσει τη διάχυτη εντύπωση ότι η κυβέρνηση έχει εισέλθει σε τροχιά αποσταθεροποίησης. Η παρά τα εμπόδια ολοκλήρωση του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες και οι υψηλές προσφορές των υπερθεματιστών είχαν εκείνες τις ημέρες προκαλέσει ένα κύμα αισιοδοξίας στο πρωθυπουργικό επιτελείο.
Ο Τσίπρας και το επιτελείο του είχαν θεωρήσει πως εδραίωσαν στη συνείδηση της κοινής γνώμης ότι δεν διστάζουν να τα βάλουν με τους ισχυρούς, προκειμένου να εξυπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον. Ο ενθουσιασμός τους, ωστόσο, δεν κράτησε πολύ. Λόγω και της συντριπτικής επικοινωνιακής υπεροπλίας τους, οι παλαιοί καναλάρχες εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο την υπόθεση Κολογρίτσα για να πλήξουν την κυβέρνηση και τον διαγωνισμό. Ο αρχικός θρίαμβος μετατράπηκε σε μία μάχη που αφήνει πολλές πληγές και στις δύο πλευρές.
Σαν να μην έφθανε αυτό, ήρθε ο τουλάχιστον άκομψος χειρισμός του προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας να τροφοδοτήσει νέες πολιτικές και επικοινωνιακές επιθέσεις εναντίον της κυβέρνησης, αυτή τη φορά για παρέμβαση στη Δικαιοσύνη. Στο Μαξίμου δυσαρεστήθηκαν με τον χειρισμό του προέδρου, επειδή θεωρούν ότι δημιούργησε αρνητικό κλίμα στους δικαστές, αλλά δεν του χρεώνουν κακή πρόθεση. Έχουν συνειδητοποιήσει ότι πολλά παίζονται στο γήπεδο της Δικαιοσύνης και γι’ αυτό πραγματοποιούν το άνοιγμα προς τους δικαστές.
Αν και το κλίμα έχει “στραβώσει”, το πρωθυπουργικό επιτελείο έχει –σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες– αποφασίσει όχι μόνο να συνεχίσει να ανεμίζει τη σημαία του πολέμου εναντίον της διαπλοκής, αλλά και να κλιμακώσει τις ενέργειές του σ’ αυτό το μέτωπο. Αυτές τις ημέρες, εν όψει της σχετικής συζήτησης στη Βουλή, γίνεται προσπάθεια να συγκεντρωθούν στοιχεία. Στοιχεία ικανά να αναζωπυρώσουν και να ενισχύσουν τις αρνητική εικόνα της κοινής γνώμης όχι μόνο για τα πεπραγμένα των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά –όπως χαρακτηριστικά μας είπε κυβερνητικό στέλεχος– και για τις «αιμομικτικές σχέσεις των σημερινών ηγεσιών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ με τους καναλάρχες και το εγχώριο κατεστημένο. Στόχος μας είναι η ολομέτωπη επίθεση που έχει εξαπολύσει εναντίον μας ο Κυριάκος να του γυρίσει μπούμεραγκ».
Σύμφωνα με την ίδια πηγή «ο Αλέξης θα υψώσει τους τόνους. Έχει μεγάλη ανάγκη από μία κοινοβουλευτική νίκη για να τονώσει το πεσμένο ηθικό. Εκτός απ’ αυτό, η πόλωση τον διευκολύνει και πολιτικά και στο εσωκομματικό μέτωπο εν όψει του συνεδρίου. Μπορεί να μην τίθεται από καμία πλευρά ζήτημα ηγεσίας, αλλά είναι αρκετές οι δυνάμεις στον κομματικό μηχανισμό που βάζουν τρικλοποδιές. Κάποιοι δεν θέλουν το άνοιγμα προς την κεντροαριστερά, διεκδικώντας για τον εαυτό τους μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας. Κάποιοι άλλοι έχουν ιδεολογικά φτάσει στα όριά τους και ουσιαστικά σπρώχνουν τα πράγματα προς την προκήρυξη εκλογών, με το επιχείρημα ότι εάν συνεχίσουμε έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιστρέψει σε μονοψήφια εκλογικά ποσοστά».
Σ’ αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και το “πρόβλημα Ευκλείδης”. Αν και είναι αυτός που ως υπουργός Οικονομικών διαπραγματεύεται και υπογράφει τα περισσότερα μνημονιακά μέτρα, ο Τσακαλώτος παίζει και το χαρτί της δυνάμει εσωκομματικής αντιπολίτευσης ως άτυπος ηγέτης της “ομάδας των 53”.
Σύμφωνα με πηγή του Μαξίμου, «η στάση του είναι καταφανώς αντιφατική, αλλά προς το παρόν καταφέρνει να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες στο εσωκομματικό ακροατήριό του ότι είναι αυτός που αποτρέπει τα χειρότερα. Διαχέει την εντύπωση πως ο Τσίπρας σκέφτεται να τον απομακρύνει επειδή είναι σκληρός διαπραγματευτής! Η αλήθεια είναι πως όχι μόνο θέλει να κρατήσει το χαρτοφυλάκιό του, αλλά και ζητάει περισσότερα».
Ο πρωθυπουργός θέλει πρώτα να ξεμπερδεύει με το συνέδριο πριν ανασχηματίσει την κυβέρνησή του. Ο λόγος είναι προφανής. Επιδιώκει να διατηρεί ανοικτές τις προσδοκίες όλων των πλευρών για να τις υποχρεώσει να τηρήσουν τη θετικότερη δυνατή στάση απέναντί του.
Η μόνη εξαίρεση σ’ αυτή την τακτική έγινε στο μέτωπο με την Εκκλησία. Αρχικά, στο Μαξίμου απέφυγαν να “ανάψουν κόκκινο” στον Φίλη. Όχι μόνο επειδή επί της ουσίας συμφωνούν μαζί του, αλλά και επειδή θεωρούσαν ότι οι πρωτοβουλίες του για τα θρησκευτικά έχουν θετική απήχηση στον κομματικό μηχανισμό. Ως εκ τούτου θα τους ήταν χρήσιμες στο συνέδριο για να κατευνάσουν τις εξ αριστερών κριτικές.
Παραλλήλως, ο Τσίπρας προσπαθούσε να κρατάει χαμηλά τη θερμοκρασία, κατανοώντας ότι σ’ αυτή την τόσο δύσκολη πολιτική συγκυρία θα του έκανε μεγάλη πολιτικοεκλογική ζημιά μία ρήξη την Εκκλησία. Όταν, όμως, τα πράγματα άρχισαν να προσλαμβάνουν διαστάσεις ανοικτής σύγκρουσης και ο Αρχιεπίσκοπος ζήτησε άμεσα συνάντηση, ο πρωθυπουργός δεν είχε περιθώριο να συνεχίζει την ίδια τακτική. Δεδομένου ότι δεν ήθελε τη ρήξη, υποχρέωσε τον υπουργό Παιδείας να κάνει ευσχήμως πίσω, για να κλείσει το μέτωπο.
Στο Μαξίμου έχουν συνείδηση, ωστόσο, ότι ο πόλεμος θα κριθεί στο πεδίο της οικονομίας. Προς το παρόν έχουν βγάλει αναστεναγμό ανακούφισης για την αύξηση των δημοσίων εσόδων, αλλά γνωρίζουν πως αυτό δεν αρκεί. Ναι μεν απομακρύνει τον κίνδυνο ενεργοποίησης του περιβόητου “κόφτη”, αλλά δεν προδιαγράφει την ανάκαμψη της οικονομίας. Αντιθέτως, η κάλυψη των δημοσιονομικών στόχων με υπερφορολόγηση απορροφά πόρους από την πραγματική οικονομία, γεγονός που την καθηλώνει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να συσσωρεύονται περαιτέρω οικονομικά και κοινωνικά ερείπια με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο πολιτικοεκλογικό επίπεδο.
Και εάν η κυβέρνηση δικαιολογημένα ισχυρίζεται ότι φέτος θα πιάσει τους στόχους, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα συμβεί το ίδιο το 2017 και πολύ περισσότερο το 2018. Υπενθυμίζουμε ότι για φέτος η υποχρέωση είναι πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ (περίπου 900 εκατ.), ενώ για τον επόμενο χρόνο είναι 1,75% (περίπου 3.350 εκατ.) και για το 2018 3,5% (περίπου 6.700 εκατ.).
Η κρίσιμη μάχη που σε μεγάλο βαθμό θα κρίνει και τη διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων στο πολιτικό και εκλογικό επίπεδο αφορά την απόφαση για ελάφρυνση του χρέους. Και λόγω της οικονομικής σημασίας, αλλά και λόγω του υψηλού πολιτικού συμβολισμού. Εάν οι σχετικές αποφάσεις παραπεμφθούν για μετά τις γερμανικές εκλογές (φθινόπωρο του 2017), η κυβερνητική ρητορική θα καταρρεύσει και μαζί της θα καταρρεύσουν και οι ελπίδες του Μαξίμου για πολιτικοεκλογική ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ.
Η μάχη σχετικά με το ελληνικό χρέος δεν παίζεται, βεβαίως, μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου. Παίζεται μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου, με τους Αμερικανούς να ασκούν παράλληλες πιέσεις για άμεση ελάφρυνση. Και έχει προσλάβει διαστάσεις δημόσιας σύγκρουσης αυτές τις ημέρες που όλοι οι πρωταγωνιστές βρίσκονται στην Ουάσιγκτον για τη σύνοδο του Ταμείου. Ο υπουργός Οικονομικών Λιού όχι μόνο επανέλαβε ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, αλλά δήλωσε ξεκάθαρα ότι όσο καθυστερεί η ελάφρυνσή του τόσο δυσκολότερη γίνεται η κατάσταση, επειδή η ελληνική οικονομία αποδυναμώνεται.
Μπορεί το ΔΝΤ να εκτιμά πως το 2017 η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2,8% (εκτίμηση του προϋπολογισμού είναι 2,7%), αλλά προϋποθέτει ότι θα έχει ληφθεί η απόφαση για την ελάφρυνση του χρέους. Το Ταμείο τονίζει σε κάθε ευκαιρία ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και πως πρέπει να ελαφρυνθεί άμεσα. Στέλεχός του, μάλιστα, επανέφερε την απαίτηση για “κούρεμα”. Απαίτηση που είχε αποσυρθεί.
Χωρίς άμεση απόφαση για ελάφρυνση, το ΔΝΤ έχει καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα. Το Ταμείο απαιτεί παραλλήλως να μειωθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για το 2018 και μετά, εκτιμώντας ότι τότε η Ελλάδα θα καταφέρει να έχει πρωτογενές πλεόνασμα μόνο 1,6%.
Ο Τόμσεν, μάλιστα, έφθασε στο σημείο να ζητήσει την πλήρη απόσυρση του Ταμείου (και από την ιδιότητα του τεχνικού συμβούλου), με το επιχείρημα ότι η ελληνική οικονομία είναι «μη επιδιορθώσιμη». Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία πρόσθεσε ότι αν δεν γίνει άμεσα η ελάφρυνση καμία κυβέρνηση δεν θα μπορεί να σώσει την κατάσταση. Πρόκειται για πρωτοφανή δήλωση, η οποία αντανακλά την εν εξελίξει σύγκρουση μεταξύ του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων, αλλά και συνιστά ομολογία της δραματικής αποτυχίας των Μνημονίων.
Αντιμέτωπος με τη δημόσια απειλή του Ταμείου και με τις δημόσιες πιέσεις της Ουάσιγκτον, ο Σόιμπλε προσπαθεί να υπεκφύγει. Δήλωσε ότι το πρόβλημα της Ελλάδας είναι η ανταγωνιστικότητα και όχι το χρέος, λες και δεν μπορούν να συμβαίνουν και τα δύο ταυτοχρόνως. Αν και την τελική θέση του Βερολίνου θα την εκφράσει η Μέρκελ, είναι μάλλον απίθανο να διαφοροποιηθεί ποιοτικά από τη θέση του υπουργού της.
Στην πραγματικότητα, το ελληνικό ζήτημα έχει ενταχθεί στο καλάθι των προβλημάτων που διχάζουν ΗΠΑ και Γερμανία. Ο Σόιμπλε έγραψε όλα αυτά τα χρόνια στα παλαιότερα των υποδημάτων του τις συστάσεις και του νυν και του πρώην Αμερικανού υπουργού Οικονομικών όχι μόνο για το ελληνικό χρέος, αλλά και για προβλήματα της διεθνούς οικονομίας.
Η αλαζονική στάση του υποχρέωσε την Ουάσιγκτον να χρησιμοποιήσει πιο πειστικές μεθόδους για να ανακαλέσει στην τάξη το Βερολίνο. Μετά την ανάδειξη των σκανδάλων της Siemens και της Volkswagen ήρθε το τεράστιο πρόστιμο στην Deutsche Bank, για το οποίο Γερμανοί πολιτικοί και μεγαλοεπιχειρηματίες δήλωσαν ότι «περιέχει στοιχεία οικονομικού πολέμου».
Είναι προφανές ότι από τις άτυπες αμερικανογερμανικές διαπραγματεύσεις που γίνονται αυτές τις ημέρες στο περιθώριο της συνόδου του ΔΝΤ θα κριθούν πολλά. Όπως είπε στο “Θέμα” παράγοντας που παρακολουθεί από πολύ κοντά αυτό το μπραντεφέρ «είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς εάν η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα εγγραφεί ή όχι στην ατζέντα. Θα εξαρτηθεί από το πόσο ψηλά ή χαμηλά θα το βάλει η αμερικανική πλευρά και από το πώς θα εξελιχθεί το παζάρι για το συνολικό πακέτο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η τελική στάση της Λαγκάρντ θα διαμορφωθεί με πολιτικά κριτήρια».
Από την πλευρά της η Κομισιόν προσπαθεί να τηρήσει μία ισορροπία, κινούμενη στη γραμμή της απόφασης που έλαβε το Eurogroup τον περασμένο Μάιο. Υπενθυμίζουμε ότι είχε τότε αποφασισθεί το πρόβλημα του ελληνικού χρέους να συζητηθεί με βάση έκθεση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητά του. Είχε αποφασισθεί, όμως, το 2016 να συζητηθούν τα λεγόμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα. Τα μέτρα για την ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους είχαν παραπεμφθεί για το 2018, όπως επιθυμούσε ο Σόιμπλε, ο οποίος και επικαλείται τώρα εκείνη την απόφαση.
Όπως φάνηκε και από την προ ημερών ομιλία του Μοσχοβισί στο Ευρωκοινοβούλιο, η Κομισιόν κινείται σ’ αυτό το πλαίσιο. Με εντολή του Γιούνκερ, μάλιστα, ο Ντομπρόβσκις εξέφρασε δημοσίως τη διαφωνία του με το ΔΝΤ, χαρακτηρίζοντας τις εκτιμήσεις του απαισιόδοξες και δηλώνοντας ότι το ελληνικό πρόγραμμα πάει καλά.
Για μεγάλο διάστημα, η κυβέρνηση Τσίπρα αντιμετώπιζε το ΔΝΤ με κριτήριο τις ασφυκτικές πιέσεις που ασκεί για περισσότερα και πιο επώδυνα μέτρα. Είχε, μάλιστα, ζητήσει την απόσυρσή του από το ελληνικό πρόγραμμα. Εδώ και λίγο καιρό, όμως, στο Μαξίμου φυσάει άλλος άνεμος. Έχουν πειστεί ότι στη ζυγαριά μετράει περισσότερο η πίεση που ασκεί το Ταμείο για την ελάφρυνση του χρέους και για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Είναι ενδεικτικό ότι για πρώτη φορά ο Τσακαλώτος δήλωσε ευθέως ότι η Αθήνα επιθυμεί την παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Αν και δεν είναι η Αθήνα που θα αποφασίσει, η στροφή της έχει πολιτική σημασία και καταδεικνύει τις προτεραιότητες του Τσίπρα. Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται και η οδηγία του να ολοκληρωθεί η 2η αξιολόγηση μέχρι το τέλος Νοεμβρίου, όπως το ζήτησε και ο Μοσχοβισί, για να μην έχει ο Σόιμπλε το παραμικρό πρόσχημα.
Η ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, άλλωστε, είναι όρος και για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η συμμετοχή θα φέρει στο ελληνικό ταμείο κάποια δισ., αλλά και θα διευκολύνει την επιστροφή στις αγορές. Αν και ο Ντράγκι θέλει να κάνει το βήμα, θα του είναι δύσκολο εάν το ΔΝΤ αποφανθεί και επισήμως ότι το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο.
Πρόβλημα έχει και το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε. Θέλουν τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά αρνούνται την ελάφρυνση του χρέους που είναι η προϋπόθεση για τη συμμετοχή. Αν και το ελληνικό χρέος είναι η οξύτερη περίπτωση το πρόβλημα του δημόσιου χρέους είναι ευρύτερο. Σύμφωνα με το ΔΝΤ το δημόσιο χρέος παγκοσμίως είναι αθροιστικά 152 τρισ. δολάρια, που αντιστοιχεί στο 225% του παγκόσμιου ΑΕΠ! Με αυτή την έννοια, όλοι κατανοούν ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους εκ των πραγμάτων θα λειτουργήσει ως προηγούμενο πρωτίστως για την ευρωπαϊκή περιφέρεια.
Πηγή εφημ. "Πρώτο Θέμα" Δημοσίευση: Νοεμβρίου 07, 2016 - Κατηγορία: ΑΠΟΨΕΙΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.