Ένα από τα παλαιότερα μοναστήρια της Κορινθίας βρίσκεται στην ορεινή περιφέρεια του Δήμου Σικυωνίων, απέχοντας 21 χιλιόμετρα από το Κιάτο. Πρόκειται για την Βυζαντινή Ιερά Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της επονομαζόμενης ως Λέχοβας, κτισμένης στις ανατολικές υπώρειες του όρους Βέσιζα, στις παρυφές ενός υπέροχου ελατοδάσους και σε υψόμετρο 945 μέτρων(1). Η πρόσβαση σε αυτή την ειδυλλιακή τοποθεσία είναι ευχερής μέσω της επαρχιακής οδού Κιάτου – Σουλίου – Κρυονερίου, με κατεύθυνση προς την Νεμέα. Μετά την έξοδο από το Κρυονέρι και σε απόσταση 700 μέτρων συναντάμε μία διασταύρωση, πριν από την γέφυρα του ρέματος του Ελισσώνα, όπου υπάρχει η πέτρινη κρήνη με την επωνυμία «βρύση της Πιρόνας»(2) και μία πληροφοριακή πινακίδα για το εκκλησιαστικό μνημείο της Λέχοβας. Από εκεί αρχίζει ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος προς τα νοτιοδυτικά, βαίνοντας παράλληλα με την δεξιά όχθη του Ελισσώνα, που οδηγεί στην πύλη του περιβόλου της μονής διανύοντας μία πανέμορφη διαδρομή 3,8 χιλιομέτρων, μέσα από μία εναλλασσόμενη βλάστηση από πλατάνια, πεύκα, θάμνους και αμπελώνες, μέχρι να κυριαρχήσουν τα έλατα στο τοπίο.
Σχετικά με την ετυμολογία του προσωνύμιου «Λέχοβα» έχουν διατυπωθεί δύο βασικές εκδοχές. Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη αντίληψη, φέρεται να έχει Σλάβικη ρίζα και να παράγεται από τον ιδιωματικό όρο «Lecha» που σημαίνει πρασιά, όπως παραθέτει ο Γερμανός γλωσσολόγος Erich Berneker (1874 – 1937)(3), λαμβάνοντας κατ’ επέκταση την έννοια του λιβαδιού ή του αγρού. Σε αυτόν προστέθηκε η κατάληξη «-οβα», η οποία απαντάται σε διάφορα τοπωνύμια Σλαβικών καταβολών στον Ελληνικό χώρο (Αράχοβα, Γιάλοβα, Βαρνάκοβα κ.α.) και είναι προσδιοριστικό του τόπου(4). Έτσι λοιπόν, ο όρος «Λέχοβα» ερμηνεύεται ως λιβαδότοπος, ένα γνώρισμα συμβατό στο υψίπεδο με τους αμπελώνες που σχηματίζεται στα ανατολικά της μονής και το οποίο ενδεχομένως την εποχή της ονοματοδοσίας να μην ήταν καλλιεργημένο και να προσφέρονταν να βοσκή αιγοπροβάτων. Ένας άλλος Ρωσογερμανός γλωσσολόγος, ο Max Vasmer (1886 – 1962), ισχυρίστηκε επίσης ότι η συγκεκριμένη λέξη ήταν Σλαβικής προέλευσης, συσχετίζοντας την αόριστα με το Βουλγαρικό όνομα «L’achovo», χωρίς όμως να επεξηγεί την σημασία του(5).
Η εγκατάσταση μίας πληθυσμιακής ομάδας Σλάβων εποίκων στην ευρύτερη περιοχή, πιθανότατα κατά την διάρκεια της μεσοβυζαντινής περιόδου, υποδηλώνεται και από την παλαιότερη ονομασία του γειτονικού οικισμού της Τιτάνης ως Βοϊβοντά (Voivonda), η οποία θεωρείται από πολλούς ερευνητές σαν μία σαφής Σλαβική επωνυμία(6). Ωστόσο, η ιατρός και συγγραφέας Σεβαστή Καραχάλιου εκφράζει μία δεύτερη άποψη για την ερμηνευτική εκπόρευση του προσωνυμίου «Λέχοβα», ανάγοντας την στην αρχαιότητα. Κατά την προσωπική της εκτίμηση, στην τοποθεσία αυτή είχε συστηθεί το μαιευτικό παράρτημα του Ασκληπιείου της αρχαίας Τιτάνης, αφού στα ιερά θεραπευτήρια δεν γίνονταν δεκτοί οι βαριά άρρωστοί ή οι ετοιμοθάνατοι άνθρωποι, για ευνόητους λόγους, καθόσον η κατάσταση τους θεωρούνταν μη αναστρέψιμη, ούτε νοσηλεύονταν οι ετοιμόγεννες γυναίκες. Αυτές οι ιδιάζουσες κλινικές περιπτώσεις περιθάλπονταν σε ξεχωριστά καταλύματα, που βρίσκονταν συχνά σε κοντινή απόσταση από τα Ασκληπιεία. Μάλιστα η Καραχάλιου ετυμολογεί την διαλαμβανόμενη ονομασία από το παράγωγο «λεχώ-», προερχόμενο από τις λέξεις «λοχεία» (το χρονικό διάστημα λίγο πριν και μετά τον τοκετό) ή «λοχείος» (ο τόπος που γεννά μία μητέρα), το οποίο προσέλαβε την κατάληξη «-οβα», όταν η περιοχή κατοικήθηκε από Αρβανίτες στην Βυζαντινή εποχή. Ίσως δε η μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου να αντικατέστησε το ιερό μίας αρχαιοελληνικής θεότητας του τοκετού που λατρεύονταν στον χώρο αυτό, όπως για παράδειγμα η Ειλειθυία, η προστάτιδα θεά των επίτοκων γυναικών και των νεογέννητων παιδιών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα ιερά της Ειλειθυίας εγκαθιδρύονταν κυρίως σε σπηλαιώδεις κοιλότητες, φανερώνοντας την αρχέγονη λατρεία της θεότητας. Στην τοποθεσία της Λέχοβας υφίσταται ένα σπήλαιο, περίπου στα 800 μέτρα βορειοανατολικά του μοναστικού συγκροτήματος, το οποίο λειτουργούσε ως θρησκευτικό άντρο στους αρχαίους χρόνους και έχει την διαμόρφωση βαραθρώδους εγκοίλου με μία κύρια αίθουσα. Το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού καλύπτεται από ογκώδεις βράχους, που αποκολλήθηκαν από την οροφή του. Εξαιτίας της έντονης λαθρανασκαφικής δραστηριότητας, η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας διενέργησε εδώ αρχαιολογική έρευνα κατά περιόδους από το 1995 έως το 2003. Οι σωστικές ανασκαφές απέδωσαν πλήθος ευρημάτων και ειδικότερα θραύσματα αγγείων και ποικιλία πήλινων ειδωλίων, στα οποία παριστάνονται όρθιες και καθιστές γυναικείες μορφές, ο Απόλλωνας μαζί με λύρα, ο Πάνας, σειληνοί που στηρίζονται στην ουρά τους, καθώς και ζωόμορφα και πτηνόμορφα αγαλματίδια. Από την εξέταση των αντικειμένων διαπιστώθηκε η χρήση του σπηλαίου ως ιερού από τα μέσα του 6ου αιώνα έως και τον πρώιμο 4ο αιώνα π. Χ., ενώ θεωρείται βέβαιη η λατρεία κάποιας νύμφης, όπως μαρτυρείται από αρκετές αναθηματικές επιγραφές χαραγμένες σε κεραμικά όστρακα(7). Με βάση αυτά τα δεδομένα, φαίνεται να είναι κάπως αληθοφανής η εκδοχή της Σεβαστής Καραχάλιου περί της ύπαρξης του μαιευτικού παραρτήματος του Ασκληπιείου της Τιτάνης στην εγγύτερη τοποθεσία, αν υποθέσουμε ότι η νύμφη ή οι νύμφες που ήταν αφιερωμένο το υπόψη άντρο, ενδεχομένως να σχετίζονταν με την αιγίδα των επίτοκων γυναικών ή ακόμα και να ανήκαν στον μυστηριακό κύκλο της Ειλειθυίας ή μίας άλλης θεότητας της γονιμότητας. Πάντως ένα επιπλέον ενισχυτικό στοιχείο είναι ότι ο χείμαρρος του Ελισσώνα που οι πηγές του εντοπίζονται κοντά στην μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου(8), αποκαλούνταν και αυτός ως Λέχοβα, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, μία ονοματοδοσία που δεν συνάδει με την ερμηνεία του λιβαδότοπου σε σχέση την υδάτινη φύση του, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να συνδέεται με τις ευεργετικές ιδιότητες του καθαρού τρεχούμενου ύδατος στην υγιεινή των λεχώνων γυναικών.
Το ιστορικό του μοναστηριού της Λέχοβας είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανασυντεθεί, επειδή δεν έχει διασωθεί επαρκές αρχειακό υλικό ή Πατριαρχικά σιγίλια από την εποχή της ιδρύσεως του, εξαιτίας των πολλαπλών καταστροφών που υπέστησαν τα κτιριακά εξαρτήματα του με το πέρασμα των αιώνων. Μία χρονολογική αφετηρία μας δίνει ο αρχαιολόγος Αναστάσιος Ορλάνδος (1887 – 1979), ο οποίος μελετώντας την αρχιτεκτονική του ναού (καθολικό) στα 1934, αλλά ουσιαστικά με γνώμονα την τεχνοτροπία του επιδαπέδιου μαρμαροθετήματος, αποφάνθηκε ότι το αρχικό κτίσμα πρέπει να ανεγέρθηκε τον 11ο – 12ο αιώνα. Ορισμένοι νεότεροι ερευνητές διατείνονται εφελκυστικά, πως μερικά από τα εντοιχισμένα ανάγλυφα μέλη στο καθολικό, καθώς και άλλων που υπήρχαν σε διάφορα σημεία του προαυλίου είναι παλαιοχριστιανικά λείψανα, όμως μία τέτοια γνώμη κρίνεται ως λίαν επισφαλής, καθώς η εκκλησιαστική γλυπτική ανθούσε την μεσοβυζαντινή περίοδο, όταν και εκτιμάται ότι θεμελιώθηκε το μοναστικό συγκρότημα από ανδρώα αδελφότητα, παρουσιάζοντας ταυτόσημη θεματολογία. Κάποιες σποραδικές πληροφορίες λαμβάνουμε από τρεις επιγραφές. Σε μία αχρονολόγητη και φθαρμένη μαρμάρινη πλάκα, που ανακαλύφθηκε πριν από την βόρεια είσοδο του Ιερού Βήματος, είναι χαραγμένη η δέηση: «Κ(ύριε) ΒΟΗΘΗ ΤΟΝ ΔΟΥΛΟ (σου) (α)ΝΤΟ(ν)Ι(ο)». Στο δάπεδο του νότιου παρεκκλησίου του καθολικού αναγράφεται το εξής: «16(.)7 + ΑΝΑΚΕΝΗΘΙ Ο ΘΙΩΣ ΝΑΩΣ ΠΕΡΙ ΣΗΔΡΟΜΙΣ ΑΝΑ(Α)ΤΟΛΙΟΥ ΗΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΙΑ ΧΙΡΟΣ ΑΝΘΙΜΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ». Από την ανορθόγραφη επιγραφή γίνεται αντιληπτό ότι πραγματοποιήθηκαν επισκευαστικές εργασίες στο οικοδόμημα εντός του χρονικού πλαισίου του 17ου αιώνα, ενώ η ίδια μνημόνευση σημειώνεται και στο εσώφυλλο ενός βιβλίου της μονής. Επίσης, επάνω στην επιφάνεια της Αγίας Τράπεζας του καθολικού διακρίνεται η ημερολογιακή εγγραφή: ««...1716 ΙΟΥΝΙΟΥ ΙΑ (11) ΕΠΕΛΕΚΥΘΙ», εξυπονοώντας μία δεύτερη ανακαίνιση, που πιθανότατα εστιάζονταν στον χώρο του Ιερού Βήματος, το πρώτο έτος μετά την Οθωμανική ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Βενετσιάνους.
Στην διάρκεια του τελευταίου αιώνα της Τουρκοκρατίας, η μονή της Λέχοβας φέρεται να εξελίχτηκε σε σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο της Κορινθίας, όπου συγκροτήθηκε και κρυφό σχολειό. Ενδεικτικό είναι ότι την μνημονεύει ο στιχουργός και χρονικογράφος Καισάριος Δαπόντες (1713/14 – 1784) στο έμμετρο έργο του «Απαρίθμηση των ονομαστών Ναών και Μονών της Παναγίας»:
«Είναι κι’ Λεχοβίτισσα μονή αυτής μεγάλη,
Εις το χωρίον Λέχοβα Κορίνθου, ως η άλλη»(9).
Με την έναρξη της επανάστασης του 1821, το μοναστήρι κατέστη ορμητήριο των τοπικών αγωνιστών και καταφύγιο των κατατρεγμένων κατοίκων, συνεισφέροντας με τρόφιμα και λοιπά εφόδια στο νοσοκομείο που είχε οργανωθεί κατόπιν διαταγής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Ιερά Μονή Βράχου στην Νεμέα. Μετά την οριστική απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Οθωμανικό ζυγό και στην δεκαετία του 1830, η αδελφότητα αποτελείται μόλις από οκτώ μονάχους, οι οποίοι μειώθηκαν σε επτά στα 1838, και συντηρείται με εισοδήματα από την καλλιέργεια των κτημάτων, καταβάλλοντας τους προβλεπόμενους φόρους στο νεοσύστατο κράτος. Φαίνεται λοιπόν ότι στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα (1832 – 1862), η μονή διέρχονταν από ένα στάδιο παρακμής και έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού, ενώ οι κτιριακές εγκαταστάσεις είχαν περιέλθει σε κακή κατάσταση. Περί τον Μάϊο του 1836, ο ηγούμενος Διονύσιος αιτήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία την διάθεση πίστωσης προκειμένου να προβεί στις απαιτούμενες επισκευές και στις 14 Ιουλίου εγκρίθηκε η χορήγηση σχετικού δάνειου ύψους 722,60 δραχμών από τον Όθωνα, ένα σεβαστό ποσό για εκείνη την εποχή, από δαπάνες του εκκλησιαστικού ταμείου με επιτόκιο 6%.
Στα 1838 ο Διονύσιος υπέβαλλε νέο αίτημα προς τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες, για την εκχέρσωση δενδρόφυτης έκτασης 80 στρεμμάτων για την εμφύτευση αμπελώνων, καθώς η μονή κατείχε ικανές γαίες αλλά οι περισσότερες ήταν δασικές. Στην κτηματική υπόθεση ενεπλάκησαν και ιδιώτες, που ήρθαν σε αντιδικία με την αδελφότητα, με αποτέλεσμα να διαρκέσει έως τα 1852. Η δε συναφής αλληλογραφία του ζητήματος τηρείται μέχρι σήμερα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους(10). Στα 1856 ο επόμενος ηγούμενος Ονούφριος, προερχόμενος από την Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου του Αγίου Όρους, με την συνοδεία τριών ακόμα μοναχών, ανασυγκροτεί την μονή θέτοντας την σε τροχιά πρόσκαιρης ανάκαμψης. Ο ίδιος ιδρύει το μετόχι του Αγίου Στεφάνου περί τα 3 χιλιόμετρα δυτικά του Βασιλικού, ανεγείροντας εκκλησία και κελιά. Όμως προς το τέλος του 19ου αιώνα, η Λέχοβα πέφτει ξανά σε μαρασμό, με τον αριθμό των μοναχών να μειώνεται δραματικά και την κτηματική περιούσια της να διανέμεται στους ακτήμονες. Σε αυτή την εξέλιξη συντέλεσαν τρεις διαδοχικοί σεισμοί, που συγκλόνισαν την Κορινθία στα έτη 1858, 1876 και 1887, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στις κτιριακές εγκαταστάσεις. Η ολοσχερής ερήμωση επέρχεται στα 1927 από μία εκτεταμένη πυρκαγιά, η οποία δυστυχώς αφάνισε τα περισσότερα κειμήλια, σπάνια χειρόγραφα και βιβλία σπουδαίας ιστορικής αξίας, καταστρέφοντας και ένα μέρος καθώς από τα καταλύματα του μοναστηριού, ενώ η ισχυρή σεισμική δόνηση του 1928 επέφερε το τελειωτικό πλήγμα, με συνέπεια να καταστεί εξάρτημα της Ιεράς Μονής Βράχου της Νεμέας στα 1931.
Στις 19 Οκτωβρίου 1946, η μονή της Λέχοβας ανασυστήνεται ως γυναικείο κοινόβιο με πέντε μοναχές και κτίστηκαν άλλα κελιά, αρκετά εκ των οποίων κατέπεσαν στην σφοδρή σεισμική ακολουθία του 1981 στις Αλκυονίδες νήσους. Από αυτή την θεομηνία υπέστη κρίσιμες ρωγμές και ο Βυζαντινός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Δύο χρόνια αργότερα εγκαθίσταται στην Λέχοβα μία νέα γυναικεία αδελφότητα και αρχίζει μία περίοδος δημιουργικής αναβάθμισης του χώρου. Το χρονικό διάστημα από το 1990 έως το 2000 πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης του καθολικού, υπό την επίβλεψη της αρμόδιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, οι οποίες ανέδειξαν την αρχιτεκτονική του μορφή, μετά την καθαίρεση των εξωτερικών επιχρισμάτων από ασβεστοκονίαμα. Επίσης, το έτος 1999 κατασκευάστηκε το υφιστάμενο καλαίσθητο τέμπλο του Ιερού Βήματος από λευκό Τηνιακό μάρμαρο, βασιζόμενο σε σχέδια ανάγλυφων μελών που βρίσκονταν εντός του προαυλίου και θεωρήθηκαν πως ανήκαν στο αυθεντικό τέμπλο. Κατά την διαδικασία συντήρησης των επιδαπέδιων μωσαϊκών το 2000, ανακαλύφθηκαν ταφές με λείψανα μοναχών σε δύο σημεία του δεξιού κλίτους του ναού και αποδίδονται με κάθε επιφύλαξη στους κτήτορες της μονής, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτή ήταν μία προσφιλής πρακτική την Βυζαντινή εποχή. Εκείνο το έτος διενεργήθηκαν ανασκαφές στην έκταση του προαύλιου από την Εφορεία Βυζαντινών αρχαιοτήτων, φέρνοντας στο φως τμήματα τοιχοποιίας των μεσαιωνικών χρόνων και κατάλοιπα θεμελιώσεων παλαιών κελιών.
Σήμερα το μέρος του μοναστικού συγκροτήματος της Λέχοβας έχει αναπλαστεί πλήρως, συνιστώντας ένα στολίδι εντός του σαγηνευτικού περιβάλλοντος του ελατοδάσους στο όρος Βέσιζα. Στα δυτικά του καθολικού ανεγέρθηκαν οι σύγχρονες λειτουργικές εγκαταστάσεις, μέσα στον καταπράσινο περίβολο με την κρήνη, το γραφικό μαγγανοπήγαδο και τα περιποιημένα περιβόλια. Αυτές απαρτίζονται από ένα ισόγειο κτίριο που φιλοξενεί από κοινού το αρχονταρίκι, τον ξενώνα και ένα μικρό μουσείο, ενώ σε ένα διώροφο πέτρινο οικοδόμημα στεγάζονται τα κελιά και οι κοινόχρηστοι χώροι της γυναικείας αδελφότητας, η οποία ανέρχεται περί τις 10 ευπροσήγορες μοναχές. Σχετικά πρόσφατα ασφαλτοστρώθηκε και ο δρόμος από την «βρύση της Πιρόνας» μέχρι την μνημειώδη πύλη του νεόδμητου περιβόλου, διευκολύνοντας την πρόσβαση των ευλαβών επισκεπτών. Το μοναστήρι πανηγυρίζει κάθε 15 Αυγούστου, καθόσον είναι αφιερωμένο στην μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αλλά τιμώνται και οι άλλες Θεομητορικές εορτές, με ιδιαίτερη προσήλωση στην ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, την πρώτη Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδας μετά την Κυριακή του Πάσχα.
Το αναστηλωμένο καθολικό της Λέχοβας κατατάσσεται στον αρχιτεκτονικό τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τρίκλιτου ναού και έχει κηρυχθεί πλέον ως διατηρητέο Βυζαντινό μνημείο του 11ου – 12ου αιώνα. Ο οκταγωνικός εξωτερικά τρούλλος του στηρίζεται σε δύο κίονες, κατασκευασμένους από πώρινους κυλινδρικούς σπόνδυλους και σε δύο κτιστούς πεσσούς, στους οποίους προσαρμόζεται το τέμπλο. Ο κυρίως ναός διαθέτει σχεδόν ακριβώς τετράγωνη κάτοψη, διαστάσεων 7,20 Χ 7,25 μέτρων, και ο φυσικός φωτισμός του γίνεται από τα τέσσερα τοξωτά παράθυρα του τρούλλου και από άλλα τρία μικρά στο Ιερό Βήμα. Στην δυτική πλευρά επικοινωνεί με εσώθυρα με ένα στενό νάρθηκα, διαστάσεων 7,20 Χ 2,26 μέτρων, στον οποίο διαμορφώνεται η τοξοειδής κεντρική είσοδος και ανοίγεται μία δεύτερη παράπλευρη θύρα στο νότιο τμήμα του. Στα πλαϊνά τοιχώματα του Ιερού Βήματος σχηματίζονται δύο εκατέρωθεν εσοχές, που υπέχουν την θέση της Πρόθεσης και του Διακονικού, ενώ η αψιδωτή κόγχη του είναι τρίπλευρη εξωτερικά και ημικυκλική εσωτερικά. Στην νότια πλευρά του κυρίως ναού υπάρχει προσαρτημένο ένα μονόχωρο παρεκκλήσιο, πλάτους 3,20 μέτρων, με ανεξάρτητη δυτική είσοδο, το οποίο φωτίζεται από ένα τετράγωνο παράθυρο στο μέσο του νότιου τοίχου και ένα μικρότερο στην επίσης τρίπλευρη κόγχη Ιερού Βήματος του, όπου δίπλα της υφίσταται και η εσοχή της Πρόθεσης. Η τοιχοποιία του οικοδομήματος συνίσταται από μερικώς κατεργασμένους λίθους προσαρμοσμένους με την ευρεία χρήση συνδετικού κονιάματος, τουλάχιστον κατά το στάδιο της αναπαλαίωσης του. Η δε οροφή τόσο του νάρθηκα, όσο και του παρεκκλησίου είναι ξυλόστεγος.
Το πλαίσιο της εσώθυρας του νάρθηκα με τον κυρίως ναό αποτελείται από δυο μαρμάρινες στήλες ύψους περίπου δύο μέτρων και διπλό επιστήλιο, που διακοσμούνται από παραστάσεις φύλλων πλατάνου ή άκανθας, σταυρού και πλοχμούς. Άλλα δύο τμήματα ανάγλυφων θωρακίων είναι εντοιχισμένα εξωτερικά της αψίδας του Ιερού Βήματος και εκατέρωθεν του παραθύρου αυτής. Σύμφωνα με την Σεβαστή Καραχάλιου, στον προαύλιο χώρο της μονής διακρίνονταν και άλλα παρόμοια αρχιτεκτονικά μέλη, όπως κιονίσκοι και μικρά κιονόκρανα, για τα οποία είχε εκφραστεί η άποψη ότι προέρχονταν από τα περίτεχνα κουφώματα των δίλοβων παραθύρων της αρχικής οικοδομικής φάσης του κτίσματος, χωρίς όμως να διαπιστώνεται καμία επιβεβαιωτική ένδειξη. Το εσωτερικό του καθολικού δεν πρέπει να ήταν αγιογραφημένο, αφού δεν ανακαλύφθηκε κανένα ψήγμα παλαιότερων νωπογραφιών, ενώ η μοναδική τοιχογραφική απεικόνιση της «Πλατυτέρας των Ουρανών» στην αψιδωτή κόγχη του Ιερού Βήματος είναι σύγχρονο έργο. Περιμετρικά στους τοίχους έχουν αναρτηθεί αρκετές φορητές εικόνες, εκ των οποίων ξεχωρίζουν εκείνες της «Δευτέρας Παρουσίας» και της «Δίκης του Χριστού» από το Εβραϊκό Συμβούλιο στον χώρο του νάρθηκα, λόγω του επιτηδευμένου ύφους και της ιδιαίτερης θεματολογίας τους.
Το δάπεδο του καθολικού καλύπτεται ολόκληρο από θαυμάσιο μωσαϊκό με γεωμετρικές συνθέσεις από πολύχρωμες ψηφίδες μαρμάρου, διατηρούμενο σε καλή κατάσταση, το οποίο ο Αναστάσιος Ορλάνδος χρονολόγησε στον 11ο – 12ο αιώνα, αποδίδοντας το στην αρχική κατασκευαστική φάση και προσδιορίζοντας έτσι την περίοδο ίδρυσης του μοναστηριού της Λέχοβας. Πρόκειται κυριολεκτικά για ένα σπάνιο κομψοτέχνημα, που ανταποκρίνεται σε τυπολογικά και μορφολογικά παράλληλα με παραπλήσια δάπεδα σημαντικών μνημείων της μεσοβυζαντινής εποχής, όπως της Νέας Μονής Χίου, του παλαιού νάρθηκα της μονής του Οσίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα, του ναού του Αγίου Νικολάου Μύρων στην Μικρά Ασία, αλλά ειδικότερα με το μαρμαροθέτημα του ερειπωμένου καθολικού της μονής του Αγίου Γεωργίου στο Λυκοβουνό Λακωνίας(11), με το οποίο παρουσιάζει αξιοσημείωτες τεχνοτροπικές ομοιότητες. Στον νάρθηκα διατάσσονται τρία ευμεγέθη ορθογώνια πλαίσια σε σειρά, δημιουργημένα από ψηφίδες σε σχήμα ρόμβου. Το μεσαίο από αυτά φέρει στο κέντρο του ένα πράσινο δίσκο, που περιβάλλεται από ομόκεντρους κύκλους με εναλλασσόμενες άσπρες και μαύρες τριγωνικές φολίδες και με τον εξωτερικό να απαρτίζεται από μεγαλύτερα κομμάτια λευκού μαρμάρου, προσδίδοντας ένα τόνο φωτεινότητας στο περίγραμμα. Τα άλλα δύο πλάγια ορθογώνια πλαίσια είναι απλούστερα, χωρίς καμία περαιτέρω διακόσμηση στην επιφάνεια τους και έχουν διαφορετικό προσανατολισμό με σκοπό να τονιστεί η κυκλική ενότητα του μεσαίου.
Αμέσως μετά την είσοδο στον κυρίως ναό προβάλλει η μορφή ενός πτηνού με μακρύ λαιμό, ψιλόλιγνα πόδια και μικρό ράμφος, μοιάζοντας κάπως με ερωδιό. Η όμορφη παράσταση σχηματίζεται από λεπτές ψηφίδες πάνω σε ένα σκούρο κόκκινο βάθος από πλάκες μαρμάρου, διαθέτοντας ημικυκλική περιφέρεια, εντός ενός ατελούς τετράγωνου περιθωρίου από ρομβοειδείς ψηφίδες, προκαλώντας την εντύπωση ενός αψιδωτού πυλώνα. Στο κέντρο της εκκλησίας και κάτω από τον τρούλο, κυριαρχεί το πολύχρωμο μαρμαροθέτημα του συμπλέγματος πέντε κύκλων, επεξεργασμένο με μεγάλη επιμέλεια, που περικλείεται σε ένα τετράγωνο πλαίσιο με επίσης ρομβοειδείς φολίδες. Από αυτούς οι τέσσερις κύκλοι αναπτύσσονται ταινιωτά σε δύο παράλληλες σειρές και ο πέμπτος περιπλέκεται στο μέσο τους. Στο κέντρο των περιμετρικών κύκλων έχουν τοποθετηθεί δίσκοι βαθυκόκκινου μαρμάρου, ενώ αντίστοιχα στον μεσαίο προσαρμόστηκε μία τετράγωνη πλάκα με την μικρογραφία του συμπλέγματος. Η συγκεκριμένη σύνθεση είναι γνωστή με την επωνυμία «πενταόμφαλον» ή «πεντάκυκλον», ένα αρκετά κοινότυπο θέμα στην μεσοβυζαντινή εκκλησιαστική τέχνη, συμβολίζοντας τους πέντε άρτους της τελετής της αρτοκλασίας. Τα κλίτη του κυρίως ναού φέρουν και αυτά μακρόστενα ορθογώνια μωσαϊκά, χωρίς κάποια σχεδιαστική διακόσμηση. Παρομοίως, στο νότιο παρεκκλήσι απαντάται και πάλι η ψηφιδωτή αποτύπωση του «πενταόμφαλου», με τους τρεις κεντρικούς δίσκους των κύκλων να έχουν βαθυκόκκινο χρωματισμό και οι υπόλοιποι δύο να έχουν άσπρη και μαύρη απόχρωση. Ανάμεσα δε στο υπόψη σύμπλεγμα και στην θύρα του παρεκκλησίου, διαμορφώνεται αρμονικά ένα τετράγωνο μωσαϊκό από διαδοχικώς συστελλόμενα περιβλήματα, πολύχρωμων κυκλικών και ρομβοειδών φολίδων, καταλήγοντας σε μία κεντρική λευκή μαρμάρινη πλάκα. Η πολυτελής επένδυση του δαπέδου στο καθολικό της Λέχοβας συνιστά ένα έργο εξαιρετικής τέχνης, που φανερώνει την επιδεξιότητα του μεσαιωνικού ψηφιδοποιού και αντικατοπτρίζει έμμεσα την οικονομική ευμάρεια των ιδρυτών της μονής, καθώς και μία ενδεχόμενη ευδαιμονία της περιοχής της Σικυωνίας κατά τον 11ο – 12ο αιώνα.
Εκτός από το έξοχο μωσαϊκό δάπεδο, το μοναστήρι λαμπρύνεται και από την εφέστια εικόνα της «Παναγίας της Λεχοβίτισσας», Βυζαντινού καλλιτεχνικού ύφους, την οποία φιλοτέχνησε ο Ζακυνθινός αγιογράφος Θεόδωρος Παπαντώνης ή Γεωργανάς στα 1659, όπως παρατίθεται σε υπόμνηση. Αυτό το έτος μάλλον προσδιορίζει και την ακριβή περίοδο της ανακαίνισης της εκκλησίας κατά τον 17ο αιώνα, που μαρτυρείται από την ανορθόγραφη επιγραφή στο παρεκκλήσιο με την χρονολογία 16(.)7, ανάγοντας την δυνητική περάτωση των εργασιών δύο χρόνια νωρίτερα, δηλαδή στα 1657. Το θέμα της παράστασης ανάγεται στο πρότυπο της «Παναγίας του Πάθους» ή της «Παναγίας της Αμόλυντου». Η Θεοτόκος απεικονίζεται σε προτομή, φορώντας πράσινο κεφαλόδεσμο πλεγμένο δικτυωτά, το λεγόμενο «κεκρυκέφαλο», και από πάνω πορφυρό μαφόριο με χρυσή ταινία στο περίζωμα. Με το αριστερό της χέρι κρατάει το νήπιο – Χριστό, κλίνοντας στοργικά το κεφάλι της προς τον υιό της. Στο πάνω μέρος διακρίνονται οι δύο αρχάγγελοι να επιδεικνύουν τα σύμβολα του μελλοντικού Θείου Πάθους, στο οποίο θα υποβάλλονταν ο Θεάνθρωπος Ιησούς. Στα δεξιά διακρίνεται ο Γαβριήλ να προτείνει τον σταυρό, ενώ στα αριστερά ο Μιχαήλ προσκομίζει τον σπόγγο, την λόγχη και τα καρφιά. Τα δε χέρια τους είναι καλυμμένα με ύφασμα λόγω σεβασμού προς τα ιερά αντικείμενα που μεταφέρουν. Ο μικρός Χριστός είναι στραμμένος προς τον αρχάγγελο Γαβριήλ, δείχνοντας να φοβάται στην θέα του σταυρού και αναζητά ενστικτωδώς την μητρική προστασία, πιάνοντας με το αριστερό του χέρι το μαφόριο της Θεομήτορος και με το δεξί σφίγγει τον αντίχειρα της. Δίπλα από το πρόσωπο του αναγράφεται η εξής δηλωτική ρήση: «Ο ΤΟ ΧΑΊΡΕ ΠΡΙΝ ΤΗ ΠΆΝΑΓΝΩ ΜΗΝΎΣΑC / ΤΑ CΎΜΒΟΛΑ ΝΥΝ ΤΟΥ ΠΆΘΟΥC ΠΡΟΔΕΙΚΝΎΕΙ / ΧΡΙCΤΟC ΔΕ ΘΝΗΤΉΝ CΆΡΚΑ ΕΝΔΕΔΥΜΈΝΟC / ΠΌΤΜΟΝ ΔΕΔΟΙΚΏC ΔΕΙΛΙΆ ΤΑΎΤΑ ΒΛΈΠΩΝ»(12).
Σύμφωνα με την θρησκευτική παράδοση, η εικόνα ανακαλύφθηκε μέσα στο κούφωμα ενός δέντρου, εντός του οποίου εισέρχονταν κάποια παιδιά για να παίξουν, όμως αυτή η εκδοχή θα πρέπει να εκληφθεί περισσότερο ως λαογραφική αφήγηση. Καθώς είχε δεχτεί αρκετές επεμβάσεις επιζωγράφισης περιστασιακά και παρουσίαζε πολλαπλές φθορές από την υγρασία, αποφασίστηκε η συντήρηση της από εξειδικευμένο τεχνίτη στα 1993 και τότε αποκαλύφθηκε η αυθεντική αγιογράφηση του Θεόδωρου Παπαντώνη. Επίσης, μόλις στα 1995, ο αρχιμανδρίτης και ιεροκήρυκας Νικόδημος Αεράκης συνέταξε τον παρακλητικό κανόνα της «Παναγίας της Λεχοβίτισσας». Η δε εικόνα θεωρείται θαυματουργή με την λατρευτική έννοια ότι με την χάρη της Υπεραγίας Θεοτόκου λύνεται η ατεκνία των ανδρόγυνων, θεραπεύονται ανίατες ασθένειες και προστατεύονται οι καλλιέργειες από επιδρομές ακρίδων, ανομβρίες και πυρκαγιές.
Στην βιβλιοθήκη φυλάσσονται μόλις δύο παλαιά χειρόγραφα, αφού τα υπόλοιπα αφανίστηκαν από τις αλλεπάλληλες καταστροφές, οι οποίες έπληξαν την μονή από τα μέσα του 19ου αιώνα έως το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Πρόκειται για ένα μικρό Αγιασματάριο με την ακολουθία του συνοπτικού (μικρού) αγιασμού και ένα Κανονάριο, ένα υμνολογικό σύγγραμμα, όπου περιλαμβάνονται οι ιεροί κανόνες της Θείας Λειτουργίας και παρέχονται διευκρινίσεις επί της τελετουργικής διαδικασίας. Σε έντυπη μορφή διασώζονται ένα Ειρμολόγιο του 1790, δηλαδή ένα μουσικό εγχειρίδιο με τροπάρια των κυριότερων δεσποτικών και θεομητορικών εορτών, διάφορα άλλα αγιογραφικά κείμενα και Ευαγγελιστάρια της ίδιας περίπου χρονολόγησης. Αξιόλογα είναι εξίσου και τα λειτουργικά βιβλία των Μηνιαίων, που έχουν εκδοθεί στην Βενετία στα 1820, ενώ η βιβλιοθήκη εμπλουτίζεται συνεχώς με σύγχρονα θεολογικά συγγράμματα. Στο μοναστήρι τηρούνταν και Οθωμανικά φιρμάνια, τα οποία αφορούσαν την κτηματική περιουσία και τα κατοχυρωμένα δικαιώματα του εκκλησιαστικού ιδρύματος, αλλά δυστυχώς πιθανότατα κάηκαν στην πύρινη λαίλαπα του 1927. Εκτός από τον φάκελο των έγγραφων τεκμήριων του 19ου αιώνα, που έχει κατατεθεί στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, υπάρχει και κάποια νεότερη αλληλογραφία της αδελφότητας με την Ιερά Μητρόπολη Κορίνθου και άλλες δημόσιες υπηρεσίες. Τέλος, στα λιγοστά εναπομείναντα κειμήλια της Λέχοβας συγκαταλέγονται δύο αργυρές λειψανοθήκες με οστά Αγίων, ένα Ευαγγέλιο με αργυρό κάλυμμα, ένα επίσης αργυρό θυμιατό και μερικές πεπαλαιωμένες φορητές εικόνες.
Όπως έχει ήδη προαναφερθεί, στην Ιερά Μονή υπάγεται και το μετόχι του Αγίου Στεφάνου, το οποίο θεμελίωσε ο δραστήριος ηγούμενος Ονούφριος Κωνστανμονίτης μεταξύ των ετών 1856/57 και 1860, στην θέση «Ζώρζη» στα δυτικά του Βασιλικού (Αρχαία Σικυώνα) και του Μουλκίου, κοντά στην ανατολική όχθη του ρέματος του Ελισσώνα. Σε αυτή την περιοχή οι μοναχοί της Λέχοβας διέθεταν μία αρκετά μεγάλη έκταση καλλιεργήσιμων αγροτεμαχίων και ιδιόκτητο πευκοδάσος, στο οποίο γίνονταν συστηματική εκμετάλλευση της ρητίνης (ρετσίνι). Μάλιστα σύμφωνα με μία αμυδρή πληροφορία, στο ίδιο μέρος φαίνεται να προϋπήρχε ένα ερειπωμένο μοναστήρι που πιστεύονταν ότι είχε ιδρυθεί την μεσοβυζαντινή περίοδο. Αρχικά εκεί ανεγέρθηκε μία μικρή πέτρινη εκκλησία αφιερωμένη στον πρωτομάρτυρα Στέφανο, η οποία ανακαινίστηκε στα 1983 από την ανασυσταθείσα γυναικεία αδελφότητα. Στο μετόχι ανήκαν ένας υδρόμυλος δίπλα στην χαράδρωση του Ελισσώνα και ένα ελαιοτριβείο στον οικισμό της Τραγάνας. Από δεκαετία του 1990 και έπειτα κατασκευάστηκαν νέες κτιριακές εγκαταστάσεις και ανεγέρθηκε δεύτερος μεγαλύτερος ναός προς τιμήν του νεοφανέντος Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης. Η πρόσβαση στο μετόχι του Αγίου Στεφάνου πραγματοποιείται είτε από το Βασιλικό μέσω του αγροτικού δρόμου, που διέρχεται ανάμεσα στο αρχαίο θέατρο και στον υφιστάμενο αρχαιολογικό χώρο, είτε από το Μούλκι μέσω βατού χωματόδρομου, ο οποίος βαίνει παράλληλα με την δυτική όχθη του χείμαρρου του Ελισσώνα.
Η Ιερά Μονή Λέχοβας Κρυονερίου σε συνδυασμό με το ειδυλλιακό περιβάλλον του ελατοδάσους του όρους Βέσιζα, αποτελεί έναν ιδανικό περιηγητικό και προσκυνηματικό προορισμό στην ορεινή Κορινθία. Οι σεβάσμιες μοναχές υποδέχονται καλοσυνάτα τους επισκέπτες και τους ξεναγούν με προθυμία στους χώρους της. Το πολυτιμότερο κειμήλιο του μοναστηριού, η εφέστια εικόνα της «Παναγίας της Λεχοβίτισσας» έχει προσλάβει μία ιδιαίτερη λατρευτική υπόσταση ως στήριγμα και αρωγός των άτεκνων συζύγων, εκτός από την αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική και ιστορική αξία της. Ο δε ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του 11ου – 12ου αιώνα με το προσκολλημένο παρεκκλήσιο και το εξαιρετικής τέχνης μωσαϊκό δάπεδο, είναι κυριολεκτικά ένα εκκλησιαστικό κόσμημα και εντάσσεται ανάμεσα στα σπουδαιότερα και αρχαιότερα μνημεία της μεσοβυζαντινής εποχής τουλάχιστον στην Πελοπόννησο.
Κείμενο – Φωτογραφίες:
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
16 Δεκεμβρίου 2016
Επεξηγηματικές Σημειώσεις
1. Η μονή αναφέρεται και ως «Λέχωβα». Το υψόμετρο της θέσης λήφθηκε από τους τοπογραφικούς χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, ενώ σε διάφορες πηγές καταχωρείται εσφαλμένα στα 1050, 1057 ή 1075 μέτρα. Το αντίστοιχο υψόμετρο της κορυφής του όρους Βέσιζα είναι 1207 μέτρα.
2. «Η βρύση της Πιρόνας» κατασκευάστηκε από τον Δήμο Σικυωνίων το έτος 2000.
3. «Slavisches etymologisches Wörterbuch», Erich Berneker, band 1, pp. 708 – 709, Carl Winter’s Universitasbuchhandlung, Heidelberg, 1924.
4. Αντίστοιχα συναντώνται και τοπωνύμια με την παρεμφερή κατάληξη «-οβο», όπως Μέτσοβο, Λέχοβο, Άκοβο κ.α..
5. «Die Slaven in Griechenland», Max Vasmer, p. 125, Verlag der Akademie der Wissenschaften, Berlin, 1941.
6. Ο όρος «βοεβόδας» προέρχεται από την σύνθεση των Σλαβικών λέξεων «βόϊ (πόλεμος και στρατός)» και «βόδιτι (οδηγώ)» και σημαίνει τον στρατιωτικό διοικητή, τον πολέμαρχο ή τον στρατηγό. Οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν αρχικά την λέξη για τους ηγεμόνες της υποτελούς Βλαχίας και Μολδαβίας, αλλά μετέπειτα και για τους κατώτερους διοικητικούς και αστυνομικούς υπαλλήλους. (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «ΗΛΙΟΥ»).
7. Το σπήλαιο της Λέχοβας έχει χαρακτηριστεί επίσημα ως αρχαιολογικός χώρος, αλλά δεν είναι επισκέψιμο για λόγους ασφαλείας.
8. Το ρέμα του Ελισσώνα απορρέει από την πηγή «Μελισκλιά», που βρίσκεται περί τα 1.400 μέτρα ανατολικά του μοναστηριού της Λέχοβας και εκβάλει στην παραλία του Κιάτου.
9. «Απαρίθμηση των ονομαστών Ναών και Μονών της Παναγίας», Καισάριου Δαπόντε, έκδοση E. Hurmuzaki Documente XIII, σελίδα 295, στίχοι 629 – 630, Βουκουρέστι, 1909. Ο Καισάριος Δαπόντες κάνει λόγο για ένα ανύπαρκτο «χωρίον Λέχοβα Κορίνθου». Προφανώς πρόκειται περί επινόησης του στιχουργού ένεκα ποιητικής αδείας.
10. Τα τεκμήρια για το Οθωνικό δάνειο προς την μονή, όπως επίσης και για την κτηματική υπόθεση ανέρχονται στα 105 έγγραφα και παρουσιάζονται ψηφιοποιημένα στον ιστότοπο των Γενικών Αρχείων του Κράτους arxeiomnimon.gak.gr/search/Λέχοβα, Αρχείο Μοναστηριακών, φάκελος 239, χρονολογίες 1835 – 1852.
11. «Μία άγνωστη βυζαντινή θέση στο Λυκοβουνό της Λακωνίας. Στοιχεία από την πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα», Καλλιόπη Διαμαντή, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 32, σελίδες 19 έως 32, Αθήνα, 2011.
12. Απόδοση της ρήσης στην δημοτική γλώσσα: «Αυτός που μήνυσε πριν το χαίρε στην Πάναγνο Μαρία, τώρα επιδεικνύει τα σύμβολα του Πάθους. Ο δε Χριστός ενδεδυμένος την θνητή σάρκα, φοβούμενος τον θάνατο, δειλιάζει βλέποντας αυτά».
Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Ορθόδοξα Ελληνικά Μοναστήρια. Προσκυνηματικός Οδηγός», Δημήτριος Θ. Κόκκορης, σελίδες 251, και 256 – 257, ιδιοέκδοση, δεύτερη έκδοση, Αθήνα, 1997.
2. «Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Λέχοβας: Η ιστορία της Μονής από την ίδρυση της έως σήμερα», Αδελφότητα Ιεράς Μονής Λέχοβας, Αθήνα: Σαΐτης, 2007.
3. «Επίτομη και χρονολογική ιστορία της Σικυωνίας. Από το 5.000 π. Χ. έως το 2010 μ. Χ.», Κασκαρέλης Γεώργιος, εκδόσεις «ΕΥΡΩΠΡΙΝΤ ΑΒΕΕ», Αθήνα, 2010.
4. «Ασκληπιείο αρχαίας Τιτάνης. Το πρώτο Κέντρο Υγείας στον Ελληνικό χώρο;», Σεβαστή Χαβιάρα – Καραχάλιου, διδακτορική διατριβή (σχετικά με την Λέχοβα: σελίδες 24, 59 έως 61 και 71), Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 1984.
5. «Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος», Αναστάσιος Ορλάνδος, τόμος Α’, τεύχος 1, τυπογραφείον «Εστία», Αθήναι, 1935.
6. «Η συμβολή του Πολιτισμού στην Τοπική Ανάπτυξη. Η περίπτωση του Δήμου Σικυωνίων», Μυλωνά Ευαγγελία, πτυχιακή μελέτη, σελίδες 35, 39 έως 44, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας, Αθήνα, 2012.
7. http://www.kiato.gr/Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Λέχωβας.
8. http://www.diakonima.gr/Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Λέχωβας και Μετόχι Αγ. Στεφάνου.
9. http://www.kiato.gov.gr/Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Λέχοβας.
10. http://www.orp.gr/Ιερά Μονή Λέχωβας/Υπεραγία Θεοτόκος η επονομαζομένη Λεχωβίτισσα: Ιστορικά στοιχεία και Παρακλητικός Κανών – Αρχιμ. Νικοδήμου Αεράκη.
11. dim-kryon.kor.sch.gr/: Ι. Μ. Παναγίας Λέχοβας
12. http://odysseus.culture.gr/Ιερά Μονή Λέχοβας - Σπήλαιο Λέχοβας.
Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 24: «Σπηλαιώδες» εικονοστάσι στα αριστερά της πύλης του περιβόλου της μονής Λέχοβας.
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.