Σε αυτό το τέταρτο μέρος του οδοιπορικού μας θα επισκεφτούμε επτά αρχαίες πολιτείες, ολοκληρώνοντας την αναζήτηση μας σχετικά με τις θεατρικές και αγωνιστικές εγκαταστάσεις, που υπήρχαν στην αρχαιότητα εντός της σημερινής Κορινθιακής περιφέρειας. Φαινομενικά μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τα μέρη αυτά δεν παρουσιάζουν σπουδαίο ενδιαφέρον, αφού τα διακρινόμενα οικοδομικά κατάλοιπα είναι ελάχιστα ή έχουν υποστεί εκτεταμένες φθορές με το πέρασμα των αιώνων, με αποτέλεσμα να έχει αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό η αυθεντική μορφή των μνημείων, ενώ σε μερικές περιπτώσεις η αρχαιολογική έρευνα είναι ακόμα ατελής. Κι όμως μέσα από μία πιο προσεκτική ματιά ίσως καταφέρουμε να προσδιορίσουμε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, κατασκευαστικά ή ιστορικά, τα οποία αναδίδουν μία αύρα μοναδικότητας.
Η τελευταία περιοδεία μας θα ξεκινήσει από το θέατρο του Φλιούντα, ο οποίος κατά τους ιστορικούς χρόνους συνιστούσε μία ανεξάρτητη πόλη – κράτος, συνορεύοντας με την Σικυωνία χώρα, την Στύμφαλο, τις Κλεωνές και την επικράτεια του Άργους. Ο αστικός ιστός της αρχαίας Δωρικής πολιτείας εκτείνονταν κάτω από το ύψωμα της «Ραχιώτισσας», όπου σχηματίζονταν και η ακρόπολη της, σε απόσταση 3,5 χιλιομέτρων βορειοδυτικά της σύγχρονης κωμόπολης της (Νέας) Νεμέας. Η θέση της ήταν στρατηγικής σημασίας, καθώς βρίσκονταν επί κύριων δρομολογίων που συνέδεαν την Αρκαδία και την Αργολίδα με την Σικυώνα, και κατ’ επέκταση ελέγχονταν οι οδικές διαβάσεις προς την ακτογραμμή της βόρειας Πελοποννήσου. Ο Φλιούντας φαίνεται ότι ανέπτυξε μία σφριγηλή οικονομία, η οποία στηρίζονταν στην αφθονία της αγροτικής παραγωγής από την εκμετάλλευση του εύφορου «Φλιάσιου πεδίου»(1), που διασχίζεται από τον ποταμό Ασωπό. Η πόλη έφτασε στην μέγιστη ακμή της στον 5ο αιώνα π. Χ., έχοντας έναν εκτιμώμενο πληθυσμό άνω των 5.000 κατοίκων, σύμφωνα με τον ιστορικό Ξενοφώντα(2). Μάλιστα διατηρούσε παραδοσιακά φιλικές σχέσεις με την Σπάρτη και διάκειντο εχθρικά προς το Άργος. Κατά τους Περσικούς πολέμους, οι Φλιάσιοι έλαβαν μέρος τόσο στη τιτάνια μάχη των Θερμοπυλών στα 480 π. Χ., αποστέλλοντας ένα άγημα 200 οπλιτών, όσο και στην αποφασιστική νίκη των Ελλήνων στις Πλαταιές στα 479 π. Χ. παρατάσσοντας μία δύναμη 1.000 οπλιτών(3), ενώ στον αδελφοκτόνο Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π. Χ.) συντάχθηκαν με τους Σπαρτιάτες.
Παράλληλα ο Φλιούντας αποτελούσε έναν αξιόλογο καλλιτεχνικό και πνευματικό πυρήνα. Από εδώ κατάγονταν ο ζωγράφος Κλεαγόρας (5ος αιώνας π. Χ.), ο φιλόσοφος Ασκληπιάδης (π. 350 – 280 π. Χ.), η μαθήτρια του Πλάτωνα Αξιοθέα (π. 350 π. Χ.) και ο σκεπτικός φιλόσοφος Τίμων ο Φλιάσιος. Η δε πόλη κατέστη φιλοσοφικό κέντρο περί το 400 π. Χ., όταν και ιδρύθηκε σε αυτή η ύστατη Πυθαγόρεια εταιρεία(4), με μέριμνα του διανοητή Φιλολάου και του μαθητή του Εύρυτου από τον Κρότωνα της κάτω Ιταλίας (Magna Graecia). Πιθανότατα από την υπόψη σχολή να αποφοίτησαν οι Φλιάσιοι φιλόσοφοι Εχεκράτης, Φάντων, Πολύμναστος και Διοκλής, οι έσχατοι των Πυθαγορείων που έζησαν τον 4ο αιώνα π. Χ.. Επίσης, ο Φλιούντας ήταν η πατρίδα του Πρατίνα (π. 540 – π. 470 π. Χ.), ενός από τους πρώιμους τραγικούς ποιητές, που διέπρεψε στην Αθήνα και συνέβαλλε καταλυτικά στην εξέλιξη των θεατρικών παραστάσεων. Ήταν νεότερος του πολυγραφότατου Χοιρίλου (6ος αιώνας π. Χ.) και γηραιότερος του περίφημου Αισχύλου (525 – 456 π. Χ.), με τους οποίους διαγωνίστηκε για το μουσικό έπαθλο κατά την 70η Ολυμπιάδα στα 500 π. Χ.. Εκείνη την περίοδο η τραγωδία είχε ήδη μεταμορφωθεί προοδευτικά, αποβάλλοντας το γνώρισμα ενός λατρευτικού δρώμενου με ζωηρά κωμικά στοιχεία και τείνοντας ολοένα και περισσότερο προς τους ηρωικούς μύθους, που στην πλοκή τους ο εκστατικός χορός των σατύρων δεν φάνταζε πλέον ως προσήκουσα συνοδεία. Προκειμένου να μην χαθούν οι κωμικοτραγικές ρίζες της θεατρικής τέχνης, ο Πρατίνας θεωρείται ότι επινόησε το σατυρικό δράμα και το εισήγαγε στην Αθήνα, διαχωρίζοντας το νέο είδος από τα τραγικά έργα. Ο ίδιος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και κατατάσσονταν σε υψηλή θέση ανάμεσα στους λυρικούς, αλλά και στους δραματικούς ποιητές της εποχής του(5).
Ο γιός του ρηξικέλευθου Φλιάσιου ποιητή, Αριστίας, υπήρξε και αυτός διάσημος δραματουργός. Μαζί με τον πατέρα του απολάμβαναν την φήμη ότι τα σατυρικά τους δράματα ήταν τα πιο ποιοτικά, με εξαίρεση τα έργα του Αισχύλου. Ένα από τα αξιοθέατα του Φλιούντα ήταν και το μνήμα του Αριστία, τοποθετημένο στον χώρο της αγοράς, μάλλον τιμής ένεκεν προς το πρόσωπο του, που μνημονεύεται από τον Παυσανία κατά την επίσκεψη του περί το 155 μ. Χ.. Ο αρχαίος περιηγητής μας πληροφορεί και για την θέση του επιζητούμενου θεάτρου, το οποίο βρίσκονταν στις παρυφές της ακρόπολης και κάτω από τον ναό του Ασκληπιού(6), όπου πιθανότατα θα δίνονταν συχνά παραστάσεις με τα έργα του Πρατίνα και του Αριστιά, όπως μπορούμε φυσιολογικά να υποθέσουμε. Κατά τους κατοπινούς Παλαιοχριστιανικούς χρόνους, η πόλη φαίνεται ότι ακολούθησε μία φθίνουσα πορεία και τελικά εγκαταλείφθηκε γύρω στον 7ο αιώνα μ. Χ., ενδεχομένως εξαιτίας των Σλαβικών επιδρομών. Όμως, σύμφωνα με τις αποχρώσεις ενδείξεις, η ανθρώπινη δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή του Φλιάσιου πεδίου συνεχίστηκε και στην Βυζαντινή εποχή, τουλάχιστον μέχρι τον 10ο αιώνα.
Με το πέρασμα των αιώνων ο Φλιούντας καταδικάστηκε στην λήθη και μόνο λιγοστοί αρχαιόφιλοι ξένοι περιηγητές του 19ου αιώνα ασχολήθηκαν με τα επιφανειακά ερείπια του, όπως ο Βρετανός στρατιωτικός William Martin Leake (1777 – 1860)(7) τον Απρίλιο του 1806, χωρίς να προβαίνουν σε καμία συσχέτιση των ορατών θεμελιώσεων με κάποιο από τα ιερά, τους ναούς, και τα λοιπά αρχιτεκτονήματα που αναφέρει ο Παυσανίας, ενώ αδυνατούν να εντοπίσουν το θέατρο. Η πρώτη υποτυπώδης αρχαιολογική έρευνα στον χώρο, διαρκείας μόλις μίας εβδομάδας πραγματοποιήθηκε από τους Αμερικάνους επιστήμονες Henry και Charles Washington στα 1892. Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο διακεκριμένος Αμερικάνος αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός Carl W. Blegen ταυτοποίησε το θέατρο, καθώς και οικοδομήματα της παρακείμενης αρχαίας αγοράς, διανοίγοντας ογδόντα δοκιμαστικές τομές στο ύψωμα της ακρόπολης και στο κάτωθεν πεδινό μέρος, εντός ενός διμήνου στα 1924. Ωστόσο, οι συστηματικότερες ανασκαφές αναλήφθηκαν την περίοδο 1970 – 1973 υπό την διεύθυνση του William Biers, καθηγητή αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Μισσούρι (ΗΠΑ), διευκρινίζοντας περαιτέρω την κατασκευαστική μορφή των αποκαλυφθέντων κτιρίων από τις προγενέστερες εργασίες του Blegen. Επιπλέον, στα πλαίσια του πολυδιάστατου ερευνητικού προγράμματος «Nemea Valley Archaeological Project (NVAP)», που διενεργήθηκε από το 1984 έως το 1989 κάτω από την αιγίδα της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών των Αθηνών (ΑΣΚΣΑ), εξετάστηκε στα 1986 και η τοποθεσία του Φλιούντα παρέχοντας μία σαφέστερη εικόνα για την αρχαία πολίχνη. Έκτοτε στο ύψωμα της ακρόπολης και κυρίως γύρω από αυτό, διεξάγονται περιστασιακά σωστικές ανασκαφές από την αρμόδια Εφορία Αρχαιοτήτων, με δεδομένο ότι στο παρελθόν η περιοχή δέχτηκε πολλαπλά πλήγματα από την μάστιγα της αρχαιοκαπηλίας.
Από τα υφιστάμενα ερείπια του Φλιούντα, εκείνα που αναγνωρίζονται με ασφάλεια είναι τα κατάλοιπα του αρχαίου θεάτρου, το οποίο διατηρεί τα βασικά λειτουργικά χαρακτηριστικά του. Το οικοδόμημα εντοπίστηκε κάτω από την νοτιοδυτική απόληξη του λόφου της ακρόπολης (Ραχιώτισσας), όπως ακριβώς αναφέρονταν στην εξιστόρηση του Παυσανία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων, η αρχική κατασκευαστική φάση του ανάγεται στον 4ο αιώνα π. Χ., αλλά από ορισμένες αρχιτεκτονικές ενδείξεις υποδηλώνεται ότι ίσως να προϋπήρχε μία αντίστοιχη εγκατάσταση των Κλασσικών χρόνων. Μεταγενέστερα και κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου τελειοποιήθηκε το κοίλο και μετασκευάστηκε το σκηνικό οικοδόμημα, στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1ου αιώνα π. Χ. και 1ου/2ου αιώνα μ. Χ., ενώ το θέατρο τέθηκε εκτός χρήσης στον ύστερο 3ο ή πρώιμο 4ο αιώνα μ. Χ..
Το κοίλο του καταλάμβανε ένα τμήμα της κατωφέρειας του υψώματος, με τα εδώλια του λαξευμένα στον φυσικό βράχο, όμως δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί σαφώς αν ήταν ελλειψοειδής, ημικυκλική ή ακανόνιστη η διαμόρφωση του, καθόσον δεν έχουν πραγματοποιηθεί διεξοδικές ανασκαφές στο μεγαλύτερο μέρος του. Ο δε προσανατολισμός του είναι νότιος και παρείχε στους θεατές την δυνατότητα να απολαμβάνουν μία υπέροχη θέα προς το καταπράσινο Φλιάσιο πεδίο. Σήμερα διακρίνεται ένα αποσπασματικό τόξο με άνοιγμα 23 μέτρων και σχήμα περίπου στο ένα τρίτο ενός κύκλου, όπου έχει αποκαλυφθεί η χαμηλότερη σειρά των εδωλίων από πωρόλιθο και ένας πλευρικός αναλημματικός τοίχος. Επίσης διασώζονται και τέσσερις λίθινοι θρόνοι της προεδρίας, οι οποίοι είναι μετατοπισμένοι κάτω από ένα δέντρο στο άκρο του περιφραγμένου αρχαιολογικού χώρου. Το κοίλο φαίνεται ότι διαχωρίζονταν σε τέσσερις κερκίδες από πέντε κλίμακες, δύο εξωτερικές και τρεις εσωτερικές, ενώ η χωρητικότητα του ήταν μικρή και υπολογίζεται μόλις σε 2.000 καθήμενους θεατές.
Η ορχήστρα είναι λαξευμένη στο βραχώδες έδαφος, αλλά το αυθεντικό δάπεδο της παραμένει κάτω από ένα στρώμα επιχώσεων και έτσι δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί επακριβώς το σχήμα της, που φαντάζει μάλλον ασύμμετρο. Περιμετρικά διατρέχονταν από έναν ρηχό αγωγό απορροής όμβριων υδάτων, ο οποίος γεφυρώνονταν από ορθογώνιες λίθινες πλάκες μπροστά από τις κεντρικές ανοδικές κλίμακες του κοίλου, όπως διαπιστώνεται από το διατηρούμενο τμήμα του. Η δε απόσταση μεταξύ της κορυφής της ορχήστρας και του προσκηνίου είναι 17 μέτρα, ένα μέγεθος που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο της ύπαρξης μίας προγενέστερης μεγαλύτερης κυκλικής ορχήστρας, όπως υποστηρίζουν αρκετοί μελετητές. Το σκηνικό οικοδόμημα έχει παραλληλόγραμμη κάτοψη, με οριζόντιες διαστάσεις 21,70 Χ 7,10 μέτρα και εκτιμώμενο ύψος περί τα 4 – 5 μέτρα. Στην πρόσοψη έφερε πεσσοστοιχία, από την οποία διασώζονται τα περισσότερα υπόβαθρα των τετράγωνων στύλων. Το μακρόστενο προσκήνιο, πλάτους περίπου 2 μέτρων, ήταν υπερυψωμένο γύρω στα 2 μέτρα από το έδαφος και η πρόσβαση στην εξέδρα του γίνονταν από ένα κτιστό κλιμακοστάσιο στην ανατολική πλευρά του κτιρίου. Πίσω από την σκηνή ανακαλύφθηκε μία εκτενής σειρά βάσεων με όπες, που ενδεχομένως να σχετίζεται με μια ξύλινη σκηνική κατασκευή της Κλασσικής εποχής, η οποία καταργήθηκε στους Ελληνιστικούς χρόνους. Αξιοσημείωτο είναι ότι αμέσως μετά το σκηνικό οικοδόμημα είναι ορατό το περίγραμμα ενός ευμεγέθους ορθογώνιου κτιρίου, δημόσιας ιδιοσυγκρασίας, οριζόντιων διαστάσεων 36 Χ 26 μέτρα, που έφερε εσωτερικό περιστύλιο 8 Χ 5 κιόνων, Δωρικού ρυθμού, και λόγω της αρχοντικής διαρρυθμίσεως του προσέλαβε την επωνυμία «Παλάτι»(8). Η δε άμεση γειτνίαση του με το θέατρο, σε συνδυασμό με τον εντοπισμό και άλλων παρακείμενων θεμελιώσεων, μάλλον κοινόχρηστων κτισμάτων, πιστοποιούν την θέση της αρχαίας αγοράς του Φλιούντα σε αυτή την περιοχή, μετά το νοτιοδυτικό άκρο του λόφου της ακρόπολης.
Το θέατρο του αρχαίου Φλιούντα διαθέτει ένα δυσεύρετο λειτουργικό γνώρισμα, το οποίο εξυπηρετούσε τις ανάγκες των παραστάσεων. Πρόκειται για ένα ζεύγος λίθινων θεμελιώσεων πίσω από το δυτικό τμήμα του νωτιαίου τοίχου του σκηνικού οικοδομήματος, που ανταποκρίνονται στην τεχνική εφαρμογή του λεγόμενου «από μηχανής θεού». Κατά το πρώτο μισό το 5ου αιώνα, ο τραγωδοποιός Αισχύλος εισήγαγε την ιδέα ενός ηθοποιού, που θα εμφανίζονταν ξαφνικά πίσω από την σκηνή, εκ της οροφής στο προσκήνιο ή μέσα από το μέρος της ορχήστρας, και θα επέμβαινε καταλυτικά ως θεός ή ήρωας για να συμπληρώσει το δράμα. Το ανυψωτικό όργανο για αυτή την εργασία αποκαλούνταν «μηχανή» και ήταν εγκατεστημένο πίσω από το σκηνικό οικοδόμημα, ενώ ενίοτε οι υποκριτές μεταφέρονταν μαζί με άλογα ή και άρματα ανάλογα με την πλοκή του έργου(9). Ο δε σατυρικός ποιητής Αριστοφάνης (445 – 386 π. Χ.) ονομάζει τους κατασκευαστές του δημοφιλούς θεατρικού εξοπλισμού ως «μηχανοποιούς», οι οποίοι θεωρούνται από πολλούς ειδήμονες σαν οι πρωτοπόροι εκφραστές του κλάδου της εφαρμοσμένης μηχανολογίας. Ο φιλόσοφος Πλάτωνας (427 – 347 π. Χ.) θέλοντας να συνοψίσει την επιτελούμενη μηχανική διαδικασία, καθιέρωσε την έκφραση «από μηχανής θεός» και μετέπειτα ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας Βιτρούβιος (80 – 15 π. Χ.) της προσέδωσε την Λατινική επωνυμία της ως «deus ex machina».
Όσον αφορά τις δύο αντικρυστές λίθινες θεμελιώσεις πίσω από το σκηνικό οικοδόμημα του θεάτρου του Φλιούντα, πρόκειται για πολύ επιμελημένες και συμπαγείς κατασκευές, ορθογώνιου σχήματος «Π». Οι μακριοί δόμοι τους στερεώνονταν πάνω στον βραχύτερο με σιδερένιους συνδετήρες, ενώ στην έναντι ανοιχτή πλευρά δημιουργούταν ένα κεκλιμένο επίπεδο με μία λίθινη πλάκα. Ουσιαστικά αυτές οι θεμελιώσεις αποτελούσαν τις βάσεις προσαρμογής δύο χειροκίνητων εκτυλικτριών, οι οποίες ήταν αναπόσπαστα λειτουργικά μέρη της θεατρικής «μηχανής». Σύμφωνα λοιπόν με μία εμπεριστατωμένη πρόταση αναπαράστασης, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τις φιλολογικές μαρτυρίες, ο μηχανισμός ανύψωσης του Φλιούντα απαρτίζονταν από μία μονοκόμματη ξύλινη δοκό μήκους 8,5 μέτρων και διαμέτρου 30 εκατοστών, φτιαγμένη από ίσιο κορμό κυπαρισσιού, που είχε την χρηστικότητα ενός γερανού. Στο ελεύθερο άκρο της κρέμονταν ένα βαρούλκο με γάντζο, το οποίο αναρτώνταν το φορτίο και το άλλο άκρο της ήταν τοποθετημένο σε μία αρκετά φαρδιά υποδοχή στο έδαφος, ανάμεσα στις δύο ανακαλυφθείσες λίθινες θεμελιώσεις, έτσι ώστε να επιτρέπεται η ελεγχόμενη κλίση της. Η κίνηση της δοκού επιτυγχάνονταν με τέσσερα διαφορετικά σχοινιά, που διέρχονταν από τροχαλίες κατά μήκος του ξύλινου κορμού για να διευκολύνεται ο χειρισμός του θεατρικού μηχανισμού, καταλήγοντας σε τέσσερις χειροκίνητες εκτυλίκτριες, οι οποίες διατάσσονταν συζυγείς ανά ζεύγη. Όπως προαναφέρθηκε οι δύο από αυτές εδράζονταν στις διατηρούμενες λίθινες θεμελιώσεις και παρήγαγαν μέσω χειροστροφάλων, την κίνηση κατά διεύθυνση του ξύλινου φορέα, που βρίσκονταν ανάμεσα τους. Αντίστοιχα άλλες δύο παρόμοιες εκτυλίκτριες ήταν εγκατεστημένες παράλληλα με κάθετο προσανατολισμό προς τις προηγούμενες, προκειμένου από την μία να ελέγχεται η αξονική διαδρομή της δοκού και από την δεύτερη να πραγματοποιείται η ανύψωση και η καταβίβαση του φορτίου.
Για την λειτουργία της τεχνικής εφαρμογής του «από μηχανής θεού» στο θέατρο του Φλιούντα απαιτούνταν δύο χειριστές, λαμβάνοντας υπόψη τις μηχανικές προδιαγραφές και κυρίως τα ζεύγη των εκτυλικτριών, που προκαλούσαν την κίνηση της δοκού. Η ανυψωτική ικανότητα του μηχανισμού υπολογίζεται σε περίπου 255 κιλά, η οποία υπερκαλύπτει το βάρος ενός μεταφερόμενου ηθοποιού επάνω σε ένα φορείο, μία ιπποσκευή ή μία αιώρα. Προκειμένου να αναρτηθεί αυτό το φορτίο στον γάντζο του βαρούλκου, λογικά η δοκός μάλλον έκλινε από τον κατακόρυφο άξονα της σε μία θέση αναμονής. Η όλη διαδικασία ήταν πολύ σύντομη και εκτιμάται ότι δεν ξεπερνούσε τα 35 δευτερόλεπτα, εντούτοις αυτή η διάρκεια αποτελούσε έναν ικανοποιητικό χρόνο για την αιφνίδια είσοδο του εμβόλιμου θεού ή ήρωα στην σκηνή. Όταν δεν χρησιμοποιούνταν ο θεατρικός εξοπλισμός, η δοκός πιθανότατα εναποθέτονταν σε ένα υποστηρικτικό πλαίσιο στα νώτα του, αλλά εξαιτίας του αρκετά μεγάλου μήκους της δοκού σε σχέση με το χαμηλό ύψος του σκηνικού οικοδομήματος στον Φλιούντα, πρέπει να μην ήταν εντελώς αποκρυμμένη από τα βλέμματα των θεατών, αφού οι παραστάσεις δίνονταν την ημέρα και με δεδομένη και την κοντινή απόσταση (περίπου 7,50 μέτρα) από το διπλανό ορθογώνιο δημόσιο οικοδόμημα.
Έχουν ανακαλυφθεί κατάλοιπα θεμελιώσεων ανάλογων υποκριτικών «μηχανών», παραπλήσιων διαστάσεων και γενικότερου σχήματος, αλλά χωρίς κεκλιμένη πλευρά, στα αρχαία θέατρα της Ερέτριας, της Μεγαλόπολης, της Σπάρτης και της Ήλιδας. Αυτές παρουσιάζονται κατά περίπτωση σε ζεύγη και εντοπίζονται σε κάποια απόσταση μεταξύ τους, είτε στις πλευρές της σκηνής, είτε εκτός του κτίσματος. Ωστόσο καμία δεν είναι τόσο άρτια κατασκευασμένη, όσο οι δύο λίθινες θεμελιώσεις από τον εξοπλισμό του «από μηχανής θεού», πίσω από το σκηνικό οικοδόμημα και κοντά στην θεωρητική δυτική πάροδο, του μικρού Ελληνιστικού θεάτρου στον Φλιούντα, προσδίδοντας σε αυτό μία μοναδική σπουδαιότητα. Εξάλλου η γενέθλια πόλη του ελλόγιμου Πρατίνα, του ιδιοφυή μεταρρυθμιστή του αρχαίου δράματος, δεν θα μπορούσε να υστερεί σε τεχνολογική πρόοδο, που άπτονταν μίας καινοτόμου εξέλιξης στον τομέα των θεατρικών παραστάσεων. Αντίθετα με την αδιαμφησβήτητη πολιτιστική και ιστορική αξία του, ο αρχαιολογικός χώρος του Φλιούντα παραμένει σε πλήρη απαξίωση. Με αρκετή δυσκολία κάποιος επισκέπτης, αντιλαμβάνεται την αρχιτεκτονική μορφή των μνημείων από τα υφιστάμενα κτιριακά τους ερείπια, και ειδικά του αρχαίου θεάτρου με το μάλλον ασυνήθιστο κοίλο και τις απτές δομικές αποδείξεις για την τεχνική εφαρμογή του «από μηχανής θεού», η οποία υπαγορεύονταν από τις ανάγκες της σκηνοθετικής παραγωγής του εκάστοτε δραματουργού.
Επόμενος σταθμός διαδρομής μας θα είναι η αρχαία Στύμφαλος, που το αστικό πλέγμα της απλώνονταν πάνω από την βορειοδυτική όχθη της σημερινής λίμνης Στυμφαλίας(10). Πρόκειται για μία πολίχνη με αρχέγονη μυθολογική παράδοση, η οποία ανήκε στην επικράτεια της Αρκαδίας. Η περιοχή συνδέεται άρρηκτα με τον Ηρακλή, καθώς ο Πανελλήνιος ήρωας διέπραξε τον έκτο άθλο του στα λιμνάζοντα νερά του ποταμού Στύμφαλου, εξολοθρεύοντας τις ανθρωποφάγες Στυμφαλίδες όρνιθες κατ’ εντολή του Ευρυσθέα, του βασιλιά των Μυκηνών και της Τίρυνθας. Οι Στυμφάλιοι έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, περί τα τέλη του 13ου με αρχές του 12ου αιώνα π. Χ., ενταγμένοι στο εκστρατευτικό σώμα των Αρκάδων(11). Μάλιστα, φαίνεται ότι γαλουχούνταν με αυστηρή στρατιωτική αγωγή και φημίζονταν για την μαχητική τους δεινότητα, προσφέροντας τις αμειβόμενες υπηρεσίες τους ως περιζήτητοι έμμισθοι πολεμιστές. Έτσι λοιπόν, γύρω στα 401 π. Χ., ο Στυμφάλιος στρατηγός Σοφαίνετος επικεφαλής ενός αποσπάσματος 1.000 οπλιτών, συμμετέχει στην Ελληνική μισθοφορική δύναμη, που ενίσχυσε το στράτευμα του Πέρση πρίγκιπα Κύρου του νεότερου, στο κίνημα εναντίον του βασιλιά και αδερφού του Αρταξέρξη. Τόσο στις επιθετικές επιχειρήσεις, όσο και στην συντεταγμένη υποχώρηση του Ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, η οποία αποκαλέστηκε «Κάθοδος των Μυρίων», διακρίθηκαν οι Στυμφάλιοι λοχαγοί Αγασίας και Αινείας για την σύνεση και την γενναιότητα τους(12).
Κατά την Κλασσική και Ελληνιστική εποχή, η αρχαία Στύμφαλος δεν βρέθηκε στο επίκεντρο ένοπλων συγκρούσεων, παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν σε αρκετά στρατηγική θέση επί ενός εισερχόμενου ορεινού δρομολογίου από την Σικυώνα προς την Αρκαδία, αλλά και προς την Αργολίδα. Στην διάρκεια του πρώτου μισού του 4ου αιώνα π. Χ., η πόλη έφτασε στην αποκορύφωμα της ακμής της, αφού ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων με ρυμοτομικό σχεδιασμό σύμφωνα με το Ιπποδάμειο σύστημα, διαθέτοντας πλέον οικοδομικά τετράγωνα, που χωρίζονται από πλατιές οδούς και ανακαινίστηκε και ο ευρύς οχυρωματικός της περίβολος. Η Στύμφαλος καταστράφηκε μερικώς από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες του ύπατου Λεύκιου Μόμμιου, μετά την ολοσχερή ερήμωση της Κορίνθου στα 146 π. Χ.. Όμως εξακολούθησε όμως να υφίσταται ως πολίχνη, δεχόμενη Ρωμαίους εποίκους μάλλον σε μικρή κλίμακα, κυρίως περί τα μέσα του 1ου αιώνα π. Χ., ενώ η τοποθεσία κατοικείται και τους επόμενους αιώνες με φθίνουσα πορεία, έως και τον 5ο – 6ο αιώνα μ. Χ., όπως διαπιστώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Οι πρώτες ανασκαφές στον χώρο αναλήφθηκαν μεταξύ των ετών 1924 – 1930 από τον διαπρεπή αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο, για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, κυρίως στην έκταση κάτω από την νότια κλιτύ του λόφου της ακρόπολης. Πιο μεθοδικές αρχαιολογικές έρευνες διενεργήθηκαν την περίοδο 1982 – 2002, με μέριμνα του Καναδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, υπό την διεύθυνση του καθηγητή Hector Williams από το Πανεπιστήμιο «British Columbia» του Βανκούβερ, με την αγαστή συνεργασία των αρμόδιων Ελληνικών φορέων και άλλων ενδιαφερόμενων οργανισμών του εξωτερικού. Σε αυτή την ανασκαφική δραστηριότητα ανακαλύφθηκε η θεμελίωση ενός κτιρίου, που πιστοποιήθηκε σαν το σκηνικό οικοδόμημα ενός ιδιότυπου αστικού θεάτρου. Σχετικά με την ταυτότητα του τελευταίου έχουν εκφραστεί κάποιες αντιρρήσεις στο παρελθόν, καθόσον παραδόξως δεν καταγράφεται από τον Παυσανία. Αλλά φαίνεται ότι η διέλευση του αρχαίου περιηγητή από την πόλη ήταν πολύ σύντομη και δεν πρόλαβε να επισκεφτεί τα κυριότερα μνημεία της, αφού περιγράφει μόνο το ιερό της θεάς Αρτέμιδος, μολονότι σημειώνει πως διέθετε και άλλα αξιόλογα οικοδομήματα. Ο δε αρχαιολογικός χώρος της Στυμφάλου ερευνήθηκε κάπως περιορισμένα και τα έτη 2005 έως 2007, ενώ στοχευμένες εργασίες διενεργούνται περιστασιακά μέχρι και σήμερα.
Το θέατρο της αρχαίας Στυμφάλου εντοπίζεται εντός του πολεοδομικού τομέα της δημόσιας αγοράς. Το κοίλο του διαμορφώνονταν επί της νοτιοανατολικής παρειάς του λογχοειδούς άκρου του υψώματος της ακρόπολης και οι σειρές των εδωλίων του ήταν λαξευμένες απ’ ευθείας πάνω στον φυσικό ασβεστολιθικό βράχο. Ωστόσο το σχήμα του δεν ανταποκρίνονταν στο σύνηθες αρχιτεκτονικό πρότυπο, μάλλον επειδή το εδαφικό ανάγλυφο δεν επέτρεπε την δημιουργία ενός κανονικού ημικυκλικού ή πεταλοειδούς χώρου καθημένων. Στην προκειμένη περίπτωση το κοίλο δείχνει να έχει μία περισσότερο ευθύγραμμη ή καλύτερα ακαθόριστα ελλειπτική διαρρύθμιση, η οποία ερμηνεύτηκε εσφαλμένα από μερικούς παλαιότερους μελετητές ως η ενιαία κερκίδα ενός μονόπλευρου σταδίου, μία εγκατάσταση που θα ήταν πιο ταιριαστή στην ιδιοσυγκρασία των σκληραγωγημένων Στυμφάλιων πολεμιστών. Βέβαια αυτή η εκδοχή απορρίφθηκε μετά την προαναφερθείσα ταυτοποίηση του σκηνικού οικοδομήματος. Άλλωστε και το διαφαινόμενο άνοιγμα του ιδιόμορφου κοίλου δεν ξεπερνά τα 60 μέτρα, ένα ανεπαρκές μέγεθος που καλύπτει περίπου το 1/3 του μήκους του στίβου ενός αρχαιοελληνικού σταδίου(13). Εξαιτίας της κακής κατάστασης διατήρησης της λαξευμένης υποδομής, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν σχηματίζονταν επιμέρους κερκίδες από ενδιάμεσες ανοδικές κλίμακες, ενώ δεν πρέπει να υπήρχε διάζωμα. Διασώζονται αποσπασματικά αρκετές από τις πάνω σειρές των εδωλίων του, κυρίως προς το ανατολικό άκρο. Όμως το μεσαίο και κάτω τμήμα του κοίλου έχουν υποστεί ανεπανόρθωτη φθορά, ίσως από την χρησιμοποίηση του χώρου ως λατομείου για προσπορισμό οικοδομικού υλικού, έπειτα από τους υστερορωμαϊκούς χρόνους. Αυτή η εκτενής μορφολογική αλλοίωση, καθιστά μάλλον αδύνατο τον ακριβή υπολογισμό της χωρητικότητας του θεάτρου της Στυμφάλου, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα ανέρχονταν σε αρκετές εκατοντάδες καθήμενων θεατών.
Σε απόσταση περίπου 20 μέτρων νοτιοδυτικά από την θεωρητική βάση του κοίλου, ένα διάστημα το οποίο αντιστοιχεί σε μία απροσδιόριστη ορχήστρα(14), ανασκάφηκαν τα κατάλοιπα του σκηνικού οικοδομήματος, που η ανέγερση του χρονολογείται στους Ελληνιστικούς χρόνους. Σύμφωνα με τον Καναδό αρχαιολόγο Hector Williams, στην πρώτη οικοδομική φάση του διέθετε προσκήνιο και σκηνή, ενώ σε μία δεύτερη μεταποιήθηκε το προσκήνιο και δημιουργήθηκαν παρασκήνια. Στην αρχική του μορφή, το κτίριο απαρτίζονταν από μία πρόσοψη με κιονοστοιχία ένδεκα κιόνων και τρία ευρύχωρα δωμάτια όπισθεν αυτής, μία τυπική διαμερισμάτωση των θεάτρων της πρώιμης Ελληνιστικής εποχής. Μεταγενέστερα τροποποιήθηκε αποκτώντας μία μακρύτερη πρόσοψη Δωρικού ρυθμού, διαθέτοντας μία κιονοστοιχία από 24 κολώνες μπροστά από την αρχική, οι οποίες ενώνονταν με λίθινα θωράκια ανάμεσα τους, σχηματίζοντας ένα προσκήνιο με πτέρυγες στα νώτα του. Αυτή ανακατασκευή ανάγεται στον 3ο αιώνα ή στις αρχές του 2ου αιώνα π. Χ., και μετά το πέρας αυτής, το σκηνικό οικοδόμημα του θεάτρου της Στυμφάλου αποτελούσε ένα ευμέγεθες κτίριο με μήκος περί τα 30 μέτρα. Το δε αρχιτεκτονικό του σχέδιο είναι παρεμφερές με άλλα Ελληνιστικά σκηνικά κτίσματα, όπως εκείνα των αρχαίων θεάτρων της Ερέτριας στην Εύβοια και του Άσσου στα παράλια της Μικράς Ασίας, που φέρουν τρία δωμάτια στα νώτα τους. Δυστυχώς τα αρχιτεκτονικά μέλη της σκηνής είχαν λεηλατηθεί ανηλεώς παλαιότερα από αρχαιοκάπηλους. Μόνο από την ανωδομή διασώθηκαν ελάχιστα δομικά στοιχεία, που προέρχονται από το γείσο του θριγκού. Μία ενδιαφέρουσα κατασκευαστική λεπτομέρεια παρατηρήθηκε στις ενώσεις των δόμων από τους στυλοβάτες, όπου εμφανίζονται ζευγάρια γραμμάτων, από «Α/Α» έως «Τ/Τ», μία κοινή πρακτική αρίθμησης των αρχαίων λιθοξόων, προκειμένου να είναι ευχερής η συναρμολόγηση των δόμων με τον σωστό συνδυασμό επιφάνειας, μετά την μεταφορά τους από το λατομείο. Παρόμοια γράμματα απαντώνται και στην πρόσοψη του θεάτρου της αρχαίας Σικυώνας.
Εικόνα 14: Άποψη τμήματος του κοίλου του θεάτρου της Στυμφάλου με τις καλύτερα διατηρούμενες σειρές εδωλίων.
Εκτός από τις δραματικές παραστάσεις, στο αρχαίο θέατρο της Στυμφάλου ενδεχομένως να διεξάγονταν περιστασιακά και μαζικές συγκεντρώσεις των κατοίκων, είτε για να τους ανακοινωθούν οι αποφάσεις των τοπικών αρχών, είτε για να συζητήσουν τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα. Σε αυτή την αντίληψη συνηγορεί και η θέση του στον πολεοδομικό τομέα της δημόσιας αγοράς. Στην δυτική προέκταση του κοίλου ανακαλύφθηκε μία παρακείμενη καμπυλόγραμμη θεμελίωση, με μερικές λαξευμένες σειρές καθισμάτων και μία λίθινη κλεψύδρα, ένα μέρος που ταυτίζεται από τους αρχαιολόγους με το βουλευτήριο της αρχαίας πολίχνης, ευρισκόμενο σε άμεση διασύνδεση με το θέατρο. Όσον αφορά την σπουδαιότητα του, αυτή έγκειται τόσο στην σπανιότητα της ιδιαίτερης διαμόρφωσης του κοίλου, όσο και από την αρχιτεκτονική του σκηνικού οικοδομήματος, το οποίο θεωρείται σαν ένα από τα λίγα ολοκληρωμένα σύνολα της Ελληνιστικής περιόδου στην Πελοπόννησο. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε θα αναδειχθεί ο παραμελημένος αρχαιολογικός χώρος της Στυμφάλου και έτσι να καταστεί περισσότερο αναγνωρίσιμη η θεατρική εγκατάσταση, αλλά και τα υπόλοιπα μνημεία της αρχαίας πολίχνης, καθώς σήμερα τα ανασκαμμένα κατάλοιπα τους έχουν δεχτεί πρόσθετες επιχωματώσεις και καλύπτονται με βλάστηση, με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτα.
Βαδίζοντας στα βήματα του Παυσανία θα συνεχίσουμε την πορεία μας στην σημερινή ορεινή Κορινθία και θα κατευθυνθούμε στην Φενεό. Στην αρχαιότητα η πόλη ανήκε στην περιφέρεια της Αρκαδίας, όπως άλλωστε και η Στύμφαλος. Ο δε αρχαίος περιηγητής την συνδέει με διάφορους ήρωες (Ηρακλή, Οδυσσέα κ.α.) και μυθολογικά επεισόδια, που παραπέμπουν την ίδρυση της σε μία απώτερη εποχή. Οι Φενεάτες συμμετείχαν στην Τρωική εκστρατεία με την στρατιωτική δύναμη των Αρκάδων(15), αλλά στους ιστορικούς χρόνους δεν πρέπει να ενεπλάκησαν δραστήρια σε πολεμικές συρράξεις, καθώς οι σχετικές αναφορές είναι μηδαμινές. Η αρχαία πόλη κείτονταν στις παρυφές ενός απόκρημνου υψώματος, κοντά στην νοτιοανατολική είσοδο του σύγχρονου οικισμού της Αρχαίας Φενεού (πρώην Καλύβια), όπου σχηματίζονταν και η ακρόπολη της. Από την κορυφή του συγκεκριμένου λόφου εποπτεύονταν όλη η έκταση του Φενεατικού πεδίου και ελέγχονταν τα δρομολόγια από τις διαβάσεις του όρους Ολίγυρτος (Απέλαυρος) προς τα παράλια του Κορινθιακού κόλπου. Αυτό το υψίπεδο ενίοτε πλημμύριζε σε μεγάλη έκταση, κυρίως τους χειμερινούς μήνες, από την υπερχείλιση του Όλβιου ποταμού και του ρέματος Δόξα, δημιουργώντας μία αβαθή λίμνη. Οι αρχαίοι κάτοικοι είχαν επιλύσει το πρόβλημα της συσσώρευσης των υδάτων, με την διοχέτευση τους σε φυσικά βάραθρα στις νότιες απολήξεις του Φενεατικού πεδίου, αν και μέχρι τους νεότερους χρόνους αυτές οι καταβόθρες έκλειναν κατά περιόδους και έτσι η περιοχή επέστρεφε σε ελώδη κατάσταση(16).
Ο Παυσανίας ξεκινάει την διήγηση του για την Φενεό από τα υπόψη αποστραγγιστικά έργα, αναφέροντας ότι η κατασκευή τους αποδίδονταν στον Ηρακλή. Κατόπιν περιγράφει τα ιερά και τα μνημεία της πόλης, τα οποία διανθίζει με τις τοπικές λαογραφικές και θρησκευτικές παραδόσεις. Μολονότι δεν μνημονεύει κάποιο θεατρικό χώρο, εντούτοις κάνει λόγο για την ύπαρξη ενός σταδίου κάτω από το ύψωμα της ακρόπολης και σημειώνει πως οι Φενεάτες τελούσαν αγώνες με την επωνυμία «Έρμαια», προς τιμήν του Ερμή, που ήταν και ο εφέστιος θεός τους(17). Όμως από την αρχαιολογική έρευνα στην τοποθεσία δεν κατέστη δυνατόν εντοπιστεί αυτή η αθλητική εγκατάσταση. Οι πρώτες διεξοδικές ανασκαφές διενεργήθηκαν μεταξύ των ετών 1958 και 1964 υπό την επίβλεψη της επιφανούς αρχαιολόγου Ευαγγελίας Πρωτονοταρίου – Δεϊλάκη, φέρνοντας στο φως ένα Ασκληπιείο. των Ελληνιστικών χρόνων στις ανατολικές υπώρειες της ακρόπολης. Το συγκεκριμένο κτιριακό συγκρότημα δεν καταγράφεται ως αξιοθέατο από τον Παυσανία, καθόσον είχε καταστραφεί από σεισμό στα τέλη του 1ου αιώνα με αρχές του 2ου αιώνα π. Χ., δηλαδή κάποιες δεκαετίες πριν την επίσκεψη του στην περιοχή και έπειτα μάλλον καλύφθηκε με φερτά ιζήματα από την πλημμύρα που ακολούθησε, λόγω της φραγής των βαράθρων από την έντονη τεκτονική δραστηριότητα. Το έτος 2011 αναλήφθηκε ένα πενταετές πρόγραμμα ερευνών στον κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο της Φενεού, σε συνεργασία μεταξύ της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων και επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο Karl-Franzens του Γκρατς της Αυστρίας, μέσω του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου των Αθηνών. Ένας από τους βασικούς στόχους των διεξοδικών εργασιών αποτελεί η επιβεβαίωση των αναφορών του Παυσανία για την παρουσία ιερών, ναών και άλλων μνημείων στην τοποθεσία της αρχαίας Φενεού. Ίσως μέσα από μία αναλυτική επισκόπηση των αποτελεσμάτων του εν λόγω προγράμματος ή από μία εξειδικευμένη γεωφυσική έρευνα, να δοθεί μία ένδειξη και για την θέση του διαλαμβανόμενου σταδίου. Μέχρι τότε μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο για αυτό θα αποτελεί η καταγραφή του προσφιλούς μας περιηγητή.
Προχωρώντας ανατολικότερα στην ορεινή Κορινθία θα επισκεφτούμε την Πελλήνη, που βρίσκονταν στην τοποθεσία του ομώνυμου σύγχρονου οικισμού (πρώην Ζούγρα) του δήμου Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης. Η αρχαιότατη πόλη έλαβε μέρος μαζί με άλλες όμορες πολιτείες στο Ελληνικό εκστρατευτικό στράτευμα εναντίον της Τροίας, διαθέτοντας πολεμιστές και πλοία, υπό την άμεση ηγεσία του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα, καθώς υπάγονταν στην επικράτεια του(18). Μεταγενέστερα αποτέλεσε συνοριακή πόλη – κράτος της «Αχαϊκής Δωδεκάπολης»(19) και η περιφέρεια της εκτείνονταν ανάμεσα στον ποταμό Κριό (ρέμα Φόνισσας) και τον ποταμό Σύθα (Τρικαλίτικος), από τις βορειοανατολικές παρυφές του όρους Κυλλήνη (Ζήρεια) έως την ακτογραμμή του Κορινθιακού κόλπου, ενώ ο λιμένας της ήταν οι Αριστοναύτες, που η θέση τους ταυτίζεται με τον σημερινό παραλιακό οικισμό Καμάρι Ξυλοκάστρου. Η Πελλήνη φαίνεται να ακμάζει κατά την Αρχαϊκή και πρώιμη Κλασσική εποχή. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π. Χ.) συντάχθηκε με την παράταξη της Σπάρτης, ενώ μετέπειτα στα 280 π. Χ., προσχώρησε στην νεοσύστατη «Αχαϊκή Συμπολιτεία». Ο Παυσανίας διερχόμενος από την αρχαία πολίχνη λίγο μετά τα μέσα του 2ου αιώνα μ. Χ., αναφέρεται με αρκετή σχολαστικότητα στα ιερά μέρη της και στις θεότητες που λάτρευαν οι Πελληνείς. Μεταξύ άλλων μνημονεύει ένα γυμναστήριο, το οποίο προορίζονταν για την εκγύμναση των εφήβων, αλλά δεν επισημαίνει την κτιριακή εγκατάσταση ενός θεάτρου ή σταδίου. Ωστόσο, αφηγείται ότι στην Πελλήνη υπήρχε και ένα ιερό του Θεοξένιου Απόλλωνα, προς τιμήν του οποίου τελούνταν τοπικοί αγώνες, τα «Θεοξένια», όπου συμμετείχαν μόνο γηγενείς αθλητές και δίνονταν χρηματικό έπαθλο στους νικητές(20). Άρα λοιπόν, ίσως κοντά σε αυτό το λατρευτικό μέρος να διαμορφώνονταν ένας υποτυπώδης αγωνιστικός χώρος, που να χρησιμοποιούνταν ως περιστασιακό στάδιο.
Τα έτη 1931 και 1932 πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές στην ράχη «Τσέρκοβα», δυτικά του σύγχρονου οικισμού από τον Αναστάσιο Ορλάνδο, όπου φέρεται να απλώνονταν ο αστικός τομέας της αρχαίας Πελλήνης. Κατά τις εργασίες αποκαλύφθηκε και ένα ημικυκλικό οικοδόμημα στην νοτιοδυτική κλιτύ. Ο Έλληνας αρχαιολόγος το χαρακτηρίζει ως θεατροειδή εξέδρα, διαμέτρου 13,80 μέτρων, από την οποία διασώζονται μόνο τρεις σειρές εδωλίων, κατασκευασμένων από ανόμοιο υλικό σε δεύτερη χρήση. Ο ίδιος προβαίνει στην εκτίμηση ότι κατά την αρχαιότητα ο αριθμός των εδωλίων δεν θα μπορούσε να είναι μεγάλος, καθόσον το ύψος του πρανούς στο οποίο είναι τοποθετημένα είναι χαμηλό και συμπεραίνει ότι δεν πρόκειται για ένα κανονικό θέατρο, αλλά μάλλον περί μίας θεατροειδούς υποδομής, όπου παραδίδονταν μαθήματα ή γίνονταν ρητορικές επιδείξεις. Την ημικυκλική ορχήστρα περιβάλλει ένα παράφραγμα από επιμελώς κατεργασμένους πώρινους ορθοστάτες, που απέχει 0,44 μέτρα από την κατώτατη σειρά των εδωλίων. Πλησίον δε της εικαζόμενης ανατολικής παρόδου ανασκάφηκαν τα λίθινα θεμέλια του άκρου ενός ορθογώνιου κτίσματος, το οποίο πιθανολογείται ότι είχε τον ρόλο ενός σκηνικού οικοδομήματος(21).
Ο Αναστάσιος Ορλάνδος διεξήγαγε ανασκαφές και στο ύψωμα «Σεντερήνα», στα ανατολικά του σύγχρονου χωριού, αποκαλύπτοντας το κρηπίδωμα ενός αρχαιοελληνικού ναού, μήκους 30 μέτρων, και περισυλλέγοντας αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη, χρονολογούμενα στην Κλασσική εποχή, που ενδεχομένως να ανήκουν στον ναό της Αθηνάς, όπως διαφαίνεται μέσα από την αφήγηση του Παυσανία. Επίσης, ανακάλυψε εντός ενός κτήματος, 200 μέτρα δυτικά του οικισμού, ένα πολυτελές ψηφιδωτό δάπεδο μίας οικίας των Ελληνιστικών χρόνων, με παράσταση καρχαριών και άλλων θαλάσσιων ζώων. Η δε θέση της αρχαίας Πελλήνης επιβεβαιώνεται μέσα από τις ευρεθείσες επιγραφές. Μόλις το έτος 2000 διενεργήθηκαν ξανά ανασκαφικές εργασίες στην ράχη «Τσέρκοβα» από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων, αποδίδοντας πλήθος δομικών και αρχιτεκτονικών ευρημάτων από την Κλασσική εποχή έως και την Υστερορωμαϊκή περίοδο. Ωστόσο, αυτές οι περιορισμένης κλίμακας αρχαιολογικές έρευνες παρέμειναν σε σωστικό επίπεδο και δεν αναδείχτηκε κανένα από τα εντοπισμένα οικοδομήματα της αρχαίας Πελλήνης, όπως ο θεατρικός χώρος που τα ασυντήρητα κατάλοιπα του είναι πλέον εξαιρετικά δυσδιάκριτα.
Στην συνέχεια θα περιηγηθούμε στην ανατολική Κορινθία και θα μεταβούμε πρώτα στις αρχαίες Κλεωνές. Μπορεί στις πρωτογενείς πηγές να μην αναφέρεται ότι εδώ υπήρχε ένα στάδιο ή θέατρο, αλλά πρόκειται για μία λίαν ενδιαφέρουσα περίπτωση, καθώς η υπόσταση τους σχετίζεται με την τέλεση ενός εκ των τεσσάρων Πανελλήνιων αγώνων στην αρχαιότητα, αλλά και με την διοργάνωση θεατρικών παραστάσεων και λοιπών καλλιτεχνικών δρώμενων στους πρόσφατους χρόνους. Η αρχαία πολίχνη ήταν κτισμένη περίπου δύο χιλιόμετρα ανατολικά του σύγχρονου ομώνυμου οικισμού (πρώην Κοντόσταυλος). Η δε ακρόπολη της δέσποζε στον πεδινό διάδρομο, από όπου διέρχονταν ο κυριότερος οδικός άξονας που ένωνε την Κόρινθο με το Άργος και άλλες εξέχουσες πόλεις της Πελοποννήσου(22), μέσω των διαβάσεων του όρους Τρίκορφο (Δερβενακίων και Αγίου Βασιλείου). Οι Κλεωνές συνδέονταν στενά με ορισμένα περιστατικά του μυθολογικού κύκλου του Ηρακλή, ο οποίος μεταγενέστερα λατρεύονταν με την υπερβατική ιδιότητα του ως ημίθεος σε ιδιαίτερο ναό, ενώ συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο ενταγμένες στο στράτευμα του άνακτα και επικυρίαρχου τους Αγαμέμνονα(23). Κατά την πρώιμη Αρχαϊκή περίοδο προσλαμβάνουν πλέον την φυσιογνωμία ανεξάρτητης πόλης – κράτους, αναπτύσσοντας μία εύρωστη αγροτική οικονομία. Η δε κομβική γεωγραφική θέση τους τις καθιστούσε εκ των πραγμάτων «μήλον της έριδος» για ανερχόμενες πόλεις – κράτη, όπως η Κόρινθος, η Σικυώνα, η Σπάρτη και το Άργος, που επιθυμούσαν διακαώς να τις εντάξουν στην δική τους σφαίρα επιρροής. Επίσης, φαίνεται ότι οι Κλεωνές πληθυσμιακά δεν μπορούσαν να παρατάξουν μία σημαντική στρατιωτική δύναμη, προκειμένου να διαφυλάξουν τα κεκτημένα τους, καθόσον η περιφέρεια τους δεν ήταν αρκετά εκτενής, με συνέπεια σύντομα να αναζητήσουν ένα ισχυρό εταίρο. Υπό αυτές τις συνθήκες, προτίμησαν να προσδεθούν στο άρμα του Άργους, εδραιώνοντας μία μακρά πολιτικοστρατιωτική συμμαχία, η οποία εξασφάλιζε την πολιτειακή αυτοδιοίκηση τους και εγγυόνταν την εδαφική τους ακεραιότητα.
Στα 573 π. Χ., οι Κλεωνές θεσπίζουν και αθλοθετούν τους Πανελλήνιους αγώνες των Νεμέων στο γειτονικό ιερό του Διός, που ανήκε στην επικράτεια τους, αποκτώντας μεγάλη φήμη μέσω της επιφανούς αθλητικής διοργάνωσης(24). Έτσι λοιπόν, κατασκευάζουν στα δυτικά του επιβλητικού ναού του Διός ένα πρώιμο στάδιο, το οποίο δεν θα ήταν παράλογο να το θεωρήσουμε ως το στάδιο της πόλης. Ωστόσο έπειτα από ένα αιώνα περίπου, η αγωνοθεσία των Νέμεων πέρασε από τους Κλεωναίους στους Αργείους στα 460 π. Χ.. Σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, πιθανότατα οι αγώνες συνδιοργανώνονταν από τις δύο συμμαχικές πόλεις, αν και περί το 415 – 410 π. Χ. η έδρα τους μετατέθηκε στο Άργος. Κατά την διάρκεια της Κλασσικής εποχής παρατηρείται μία πολιτειακή σταθερότητα στην επικράτεια των Κλεωνών, αλλά στα τέλη του 4ου ενσωματώνονται πλήρως στο Άργος και μετατρέπονται σε κώμη του. Η δε αθλητική εκδήλωση των Νέμεων επέστρεψε παροδικά στο ιερό του Διός το χρονικό διάστημα 330/320 – 271/270 π. Χ., και κατόπιν επανήλθε οριστικά στην Αργολική πρωτεύουσα, όπου τελούνταν μαζί με τα τοπικά Ηραία. Στα 235 π. Χ., η πόλη των Κλεωνών γίνεται μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας ανακτώντας την ανεξαρτησία της, την οποία και διατήρησε τουλάχιστον έως τα μέσα του 2ου αιώνα π. Χ., διαθέτοντας μία σχετική κοινωνική ευημερία.
Στην Ρωμαϊκή περίοδο οι Κλεωνές παρακμάζουν σταδιακά, αλλά δεν ερημώνονται. Ο Παυσανίας περνώντας από την περιοχή περί το 155 μ. Χ. κατευθυνόμενος προς το ιερό του Διός στην Νεμέα, τις μνημονεύει ως «πόλιν ου μεγάλη»(25), εξυπονοώντας την συρρίκνωση και μαρασμό τους στα χρόνια του, στοιχεία που άλλωστε επιβεβαιώνονται και από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Οι πρώτες ανασκαφές στην τοποθεσία διεξήχθησαν από τον Γερμανό αρχαιολόγο Auqust Frickenhaus στις αρχές του 20ου αιώνα, ο οποίος ανακάλυψε τον ναό του Ηρακλή. Η νεότερη έρευνα αναλήφθηκε μόλις το έτος 2000, από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο των Αθηνών, φέρνοντας στο φως τμήματα των οχυρώσεων και μέρος ενός αδιευκρίνιστου ιερού με λιθόστρωτο δάπεδο. Όμως ουσιαστικά η έκταση του πολεοδομικού τομέα των Κλεωνών παραμένει ανεξερεύνητη ανασκαφικά και δεν αποτελεί έναν οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο. Αν και ο Παυσανίας δεν αναφέρει ένα θέατρο στην αρχαία πόλη, ούτε διακρίνονται κάποια δηλωτικά δομικά κατάλοιπα, εντούτοις μια τέτοια καλλιτεχνική εγκατάσταση κατασκευάστηκε στην σύγχρονη εποχή, μεταξύ των ετών 2006 και 2010, στον σημερινό οικισμό των Αρχαίων Κλεωνών. Αυτό το αρχαιοπρεπές θέατρο(26) ιδρύθηκε από την ηθοποιό Ειρήνη Βελιμαχίτη και διαθέτει χωρητικότητα 2.000 ατόμων, στο οποίο τους καλοκαιρινούς μήνες, κάθε χρόνο έπειτα από το 2010, πραγματοποιείται το Green Theater Festival, μία εκδήλωση που περιλαμβάνει υποκριτικές παραστάσεις και μουσικές συναυλίες, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία και ανταπόκριση από τον κόσμο(27). Έτσι λοιπόν, μέσω μίας θαυμάσιας ιδιωτικής πρωτοβουλίας, συζεύχτηκε το αρχαιοελληνικό θεατρικό πρότυπο με τις σύγχρονες εικαστικές τάσεις.
Σε απόσταση περίπου 8,5 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά των Κλεωνών υπήρχε η αρχαία Τενέα, την οποία θα συμπεριλάβουμε στην αναζήτηση μας σχετικά με τα αρχαία θέατρα και στάδια, καθώς έχουν εκφραστεί αμυδρές υπόνοιες για την ύπαρξη συναφών υποδομών. Η θέση της πολίχνης προσδιορίζεται στην περιοχή ανάμεσα στα σημερινά χωριά Χιλιομόδι και Κλένια, όπου εντοπίζονται σποραδικά τα λιγοστά οικοδομικά της κατάλοιπα. Σύμφωνα με την επιγραμματική διήγηση του Παυσανία, οι κάτοικοι της κατάγονταν από την νήσο Τένεδο και ήταν αιχμάλωτοι των Ελλήνων από τον Τρωικό πολέμο, στους οποίους ο Αγαμέμνονας παραχώρησε αυτό το μέρος για να εγκατασταθούν(28). Κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της αρχαιότητας, η Τενέα δεν είχε την διοικητική αυτοτέλεια μίας πόλης – κράτους, αλλά συνιστούσε μία κώμη της Κορίνθου. Η πολίχνη πρέπει να βρίσκονταν σε δημογραφική άνθηση περί το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π. Χ., γιατί όταν οι Κορίνθιοι ίδρυσαν την αποικία των Συρακούσες στην Σικελία στα 734/733 π. Χ., με επικεφαλής τον Αρχία, η πλειονότητα των εποίκων ήταν Τενεάτες. Μάλιστα, όπως παραθέτει ο γεωγράφος Στράβωνας, τους κατοπινούς χρόνους ευδοκίμησε περισσότερο από τις άλλες κώμες της Κορίνθου(29). Μολονότι σπανίζουν οι αρχαίες φιλολογικές μαρτυρίες για την Τενέα, εντούτοις με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα φαίνεται ότι άκμαζε κατά την Αρχαϊκή και Κλασσική εποχή (τέλη 7ου αιώνα – περίπου μέσα 5ου αιώνα π. Χ.). Σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη της ήταν ότι από την τοποθεσία της έβαινε η αποκαλούμενη «Κοντοπορεία» οδός, που αποτελούσε το συντομότερο δρομολόγιο από την Κόρινθο προς το Άργος, δια μέσου της ορεινής διάβασης της Κλεισούρας Αγιονορίου. Γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα π. Χ., η Τενέα αποσχίστηκε πολιτικά από την Κόρινθο και τήρησε φιλορωμαϊκή στάση, αποφεύγοντας την δήωση από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες, μετά την ήττα του στρατεύματος της Αχαϊκής Συμπολιτείας στην μάχη της Λευκόπετρας του Ισθμού το 146 π. Χ.. Επίσης, από τα νεότερα ανασκαφικά ευρήματα, συνάγεται ότι η πολίχνη εξακολούθησε να ευδοκιμεί τουλάχιστον έως τα μέσα του 3ου αιώνα μ. Χ..
Τον Μάϊο του 2010, εξαρθρώθηκε σπείρα αρχαιοκαπήλων, οι οποίοι δρούσαν στην περιοχή της Κλένιας – Χιλιομοδίου και μεταξύ άλλων αντικειμένων είχαν στην κατοχή τους και δύο θαυμάσιους Αρχαϊκούς κούρους από την αρχαία Τενέα, χρονολογούμενους περί το 530 – 520 π. Χ.. Τότε η Αρχαιολογική Υπηρεσία προέβη σε εκτεταμένη σωστική ανασκαφή στο κτήμα που ανασύρθηκαν τα δύο εκλεπτυσμένα αγάλματα στην θέση «Ξερόκαμπος», εντοπίζοντας ένα νεκροταφείο του 6ου – 4ου αιώνα π. Χ., με τις συστάδες των τάφων να διατάσσονται εκατέρωθεν ενός αρχαίου δρόμου, ο οποίος ταυτίζεται με την «Κοντοπορεία» οδό. Τον Σεπτέμβριο του 2013, αναλήφθηκε ένα τριετές ερευνητικό εγχείρημα (2013 – 2015) υπό την επίβλεψη της αρχαιολόγου Ελένης Κόρκα, προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Οι εργασίες επικεντρώθηκαν στις τοποθεσίες «Καμαρέτα» κοντά στην νέα Ιερά Μονή Φανερωμένης και «Θέατρο – Λίμνη – Νταμάρια» αμέσως μετά τις νότιες παρυφές του Χιλιομοδίου, αποφέροντας πλήθος κινητών ευρημάτων και φανερώνοντας μια χρονολογική αλληλουχία κατοίκησης στην Τενέα από τους αρχαϊκούς μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους. Από τον Σεπτέμβριο του 2016 ξεκίνησε ένα νέο ανασκαφικό πρόγραμμα, πενταετούς διάρκειας (2016 – 2020), με την συμμετοχή επιστημόνων και φοιτητών από Ελληνικά και ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα(30). Τα πρώτα αποτελέσματα των συστηματικών ερευνών είναι εντυπωσιακά, καθώς αποκαλύφθηκαν οικοδομικά κατάλοιπα της αρχαίας πολίχνης και ειδικότερα ανασκάφηκε ένα κτίριο με επιμέρους δωμάτια και πηγάδι, πιθανότατα της Ελληνιστικής εποχής, αλλά και ένα δίχωρο υπέργειο ταφικό μνημείο της Ρωμαϊκής περιόδου, που πρόκειται για μία σπάνια επιτύμβια κατασκευή στην Κορινθία.
Ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν έχουν εντοπιστεί τα απομεινάρια μίας θεατρικής ή αγωνιστικής εγκατάστασης, όπως διατείνονταν ότι υπήρχαν στην αρχαία Τενέα ορισμένοι παλαιότεροι μελετητές. Συγκεκριμένα, σε μία πραγματεία τους ο ακαδημαϊκός Μιχαήλ Σακελλαρίου και ο αρχαιολόγος Νικόλαος Φαράκλας κάνουν λόγο για ίχνη θεάτρου, ίσως των Ελληνιστικών χρόνων(31). Το οικοδόμημα εκτιμάται ότι διαμορφώνονταν στην νότια και κάπως πιο απότομη πλευρά του γήλοφου «Νταμάρια», όπου διακρίνονταν μία τεχνητή λάξευση του εδάφους σε σχήμα πετάλου, πριν ανεγερθούν οι υφιστάμενες οικίες. Άλλωστε από αυτή την αντίληψη προέκυψε και το προσωνύμιο «Θέατρο» για το διαλαμβανόμενο μέρος. Ο δε καθηγητής ιστορικής γεωγραφίας Μιχαήλ Κορδώσης, μεταφέρει την μάλλον αυθαίρετη άποψη ότι στην παρακείμενη θέση «Λίμνη» βρίσκονταν το στάδιο της αρχαίας πολίχνης, έχοντας προσανατολισμό από βορρά προς νότο. Προς το παρόν, οι παραπάνω εκδοχές παραμένουν στο επίπεδο της εικοτολογίας, λαμβάνοντας υπόψη και την απουσία γραπτών τεκμηρίων από πρωτογενείς πηγές, μέχρι να έρθουν στην επιφάνεια προφανείς δομικές αποδείξεις από την αρχαιολογική σκαπάνη.
Μία ακόμα πολίχνη της Κορίνθου στην αρχαιότητα ήταν ο Κρομμυών, που βρίσκονταν κοντά στις βορειοδυτικές παρυφές της σύγχρονης παραλιακής κωμόπολης των Αγίων Θεοδώρων, με τον οποίο θα κλείσουμε την αναζήτηση μας σχετικά με θεατρικές και αγωνιστικές υποδομές εκείνης της εποχής. Όπως διηγείται ο Παυσανίας, σύμφωνα με την μυθολογική παράδοση, σε αυτή την τοποθεσία της Κορινθιακής χώρας, φέρεται ο Θησέας να σκότωσε τον άγριο θηλυκό κάπρο Φαία, όταν πέρασε από την Τροιζήνα στην Αθήνα(32). Ο δε Στράβων παραθέτει ότι ο Κρομμυών αρχικά ανήκε στην Μεγαρίδα και αργότερα αποτέλεσε κώμη της Κορινθίας(33), μία διοικητική μεταβολή που πιθανολογείται ότι έγινε λίγο μετά τον 6ο αιώνα π. Χ., ενώ αυτή η γεωπολιτική εξάρτηση διατηρήθηκε και στους νεότερους χρόνους. Εξαιτίας της καίριας θέσης της, περί το μέσο της παραλιακής οδού που οδηγούσε από τα Μέγαρα στην Κόρινθο, η πολίχνη κατέστη αιτία χρόνιας διένεξης μεταξύ των δύο όμορων πόλεων. Επίσης, κατά το έβδομο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου (425 – 424 π. Χ.), η παράκτια περιοχή της λεηλατήθηκε από τους Αθηναίους, στα πλαίσια μίας συντονισμένης εκστρατείας τους εναντίον των Κορινθίων(34).
Η θέση της αρχαίας Κορινθιακής κώμης ανακαλύφθηκε τυχαία το 1961, κατά την διάνοιξη της νέας Εθνικής Οδού Αθηνών – Κορίνθου, ενώ η αρχαιολογική έρευνα επαναλήφθηκε το 1992, όταν πραγματοποιήθηκαν εργασίες βελτίωσης του οδικού έργου. Από την μελέτη των κινητών και ακίνητων ευρημάτων των ανασκαφών, φανερώνεται μία ευμάρεια των κατοίκων στην Υστεροαρχαϊκή και Κλασσική περίοδο. Σήμερα τα λιγοστά οικοδομικά ερείπια του Κρομμυώνα διακρίνονται απέναντι από το σχολικό συγκρότημα του Γυμνασίου – Λυκείου των Αγίων Θεοδώρων, ανάμεσα από την Εθνική Οδό και τις ράγες του Προαστιακού Σιδηρόδρομου. Στα κατάλοιπα συμπεριλαμβάνεται και ένας κυκλικός θεατροειδής χώρος, που διαθέτει έντεκα σωζόμενες λίθινες βαθμίδες (σειρές εδωλίων) και πλακόστρωτο δάπεδο, διαμέτρου 7,40 μέτρων. Η χρήση του παραμένει ακόμα αδιευκρίνιστη, αν και έχει διατυπωθεί ότι ενδεχομένως να πρόκειται για το βουλευτήριο της αρχαίας κώμης, παρά για ένα μέρος όπου δίνονταν δραματικές παραστάσεις. Πάντως η χρονολόγηση του οικοδομήματος στους ύστερους Αρχαϊκούς χρόνους (530 – 490/480 π. Χ.), το αναγάγει ίσως σε ένα από τα παλαιότερα παραδείγματα μόνιμης κτιστής κατασκευής με θεατροειδή διαρρύθμιση.
Εικόνα 26: Χαρτογραφική αποτύπωση των αρχαίων θεατρικών και αγωνιστικών εγκαταστάσεων στον σημερινό νομό Κορινθίας. (Θ): θέατρο, (ΘΧ): Θεατρικός χώρος, (ΑΘ): Αμφιθέατρο, (Σ): Στάδιο, (ΠΑ): Πανελλήνιοι αγώνες, (ΔΑ): Διοργάνωση αγώνων, (ΤΑ): Τοπικοί αγώνες, (ΕΣ): Εικαζόμενο θέατρο, (ΕΣ): Εικαζόμενο στάδιο.
Αν θελήσουμε να κάνουμε μία ανασκόπηση στο εκτενές οδοιπορικό μας στα αρχαιοελληνικά θέατρα και στάδια της περιφέρειας του σημερινού νομού Κορινθίας, θα διαπιστώσουμε ότι μεταβήκαμε σε συνολικά έντεκα αρχαίες πόλεις, κώμες και ιερά, όπως φαίνεται και στην παραπάνω χαρτογραφική αποτύπωση. Η κάθε μία από αυτές είχε να επιδείξει τα δικά της ξεχωριστά μνημεία, άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία και την κοινωνική ζωή των τόπων. Το πλήθος και η εντυπωσιακή αρχιτεκτονική δομή των θεατρικών και αγωνιστικών εγκαταστάσεων που γνωρίσαμε, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για το υψηλό πνευματικό επίπεδο και το εκλεπτυσμένο αθλητικό ιδεώδες των αρχαίων Ελλήνων κατοίκων, καταδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο τον προηγμένο πολιτισμό των προγόνων μας, τον οποίο θαυμάζουν απεριόριστα οι αλλοδαποί αρχαιοδίφες. Αυτή η πραγματικότητα γίνεται άμεσα αντιληπτή από τους πολυάριθμους επισκέπτες και τις πολλές επιστημονικές αποστολές από διάφορα κράτη, που δραστηριοποιούνται στους αρχαιολογικούς χώρους της Κορινθίας, αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδας γενικότερα. Ίσως λοιπόν, θα έπρεπε να καταβάλλουμε όλοι μας μία μεγαλύτερη προσπάθεια, για να διαφυλάξουμε και να αναδείξουμε τα γνωστά και άγνωστα μνημεία του τόπου μας, σεβόμενοι την ιστορική και πολιτιστική μας κληρονομιά, τουλάχιστον λίγο περισσότερο από ότι την υπολήπτονται οι ξένοι ταξιδιώτες και ερευνητές.
Κείμενο – Επιλογή φωτογραφιών:
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
30 Ιουνίου 2017
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Στην αρχαιότητα φημολογούνταν ότι το αμπέλι καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά στην πεδιάδα του Φλιούντα, όπου έγινε και η πρωταρχική παραγωγή κρασιού, ενώ ήταν ονομαστός ο Φλιάσιος οίνος.
2. Ξενοφώντα, «Ελληνικά», βιβλίο Ε’, κεφάλαιο ΙΙΙ, εδάφιο 16.
3. Ηροδότου, «Ιστορίαι», βιβλίο Η’ («Πολύμνια»), κεφάλαιο 202 και βιβλίο Ι’ («Καλλιόπη»), κεφάλαιο 28.
4 Σε μία εκδοχή ο ίδιος ο Πυθαγόρας ο Σάμιος (580 – 496 π. Χ.) παρουσιάζεται ως απόγονος ενός Φλιάσιου φυγάδα μέτοικου. Φέρεται δε να επισκέφτηκε προσωπικά τον Φλιούντα και εικάζεται ότι ήταν ο πρώτος που διατύπωσε τον όρο «φιλόσοφος» για αποδώσει την δική του ιδιότητα, σε μία συνομιλία του με τον τύραννο της πόλης Λέοντα.
5. Στον Πρατίνα αποδίδεται η σύνθεση 18 τραγωδιών και 32 σατυρικών δραμάτων. Από τα έργα του σώθηκαν λίγα αποσπάσματα και δύο τίτλοι από την τραγωδία «Καρυάτιδες» ή «Δυσμαίναι» και από το σατυρικό δράμα «Παλαισταί». Ο Φλιάσιος ποιητής φέρεται να έγραψε και διθυράμβους και ωδές, που επονομάζονταν «υπορχήματα».
6. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ («Κορινθιακά»), κεφάλαιο ΙΓ’, εδάφιο 6.
7. «Travels in the Morea», William Martin Leake vol. ΙΙΙ, chapter XXX, page 339 – 342, ed. John Murray, Albemarle Street, London, 1830.
8. Το συγκεκριμένο επιβλητικό κτίριο χρονολογείται στο τέλος της Κλασσικής εποχής. Καταστράφηκε στην πρώιμη Ρωμαϊκή περίοδο, αλλά φαίνεται ότι ανακαινίστηκε στα χρόνια του Παυσανία τον 2ο αιώνα μ. Χ., ο οποίος όμως δεν το αναφέρει ως αξιοθέατο της πόλης, ίσως λόγω της εικαζόμενης χρήσης του ως μέρους αγοραπωλησίας ωνίων. Η οριστική ερήμωση του τοποθετείται στον 4ο αιώνα μ. Χ..
9. Στο αρχαιοελληνικό θέατρο χρησιμοποιούνταν και άλλοι δύο μηχανισμοί, η περίακτος που ήταν ένα περιστρεφόμενο σκηνικό με τις τρεις όψεις και το εκκύκλημα που συνίστατο σε μία κινούμενη πλατφόρμα πάνω σε τροχούς, επί της οποίας μεταφέρονταν βαρέα αντικείμενα, όπως για παράδειγμα ένας θρόνος, αναπαριστώντας την βασιλική αίθουσα κάποιου ανακτόρου.
10. Η ιστορία και η περιγραφή των διατηρούμενων μνημείων της αρχαίας πόλης παρουσιάζονται σε ένα διμερές αφιέρωμα του υποφαινόμενου, που είναι δημοσιευμένο στο ιστολόγιο www.parakato.gr (μέρος Α’/13-1-2017 και μέρος Β’/21-1-2017).
11. Ομήρου «Ιλιάδα», ραψωδία Β’, στίχοι 603 έως 614, ««κατάλογος των πλοίων».
12. Ξενοφώντος «Κύρου Ανάβασις», βιβλίο Α’ (κεφάλαια Ι και ΙΙ), βιβλίο Β’ (κεφάλαιο VI), βιβλίο Γ’ (κεφάλαιο I’), βιβλίο Δ’ (κεφάλαια I και VII), βιβλίο Ε’ (κεφάλαιο II), βιβλίο ΣΤ’ (κεφάλαια IV και VI), βιβλίο Ζ’ (κεφάλαιο VIII).
13. Από τις διεξαχθείσες αρχαιολογικές έρευνες δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη ενός σταδίου εντός της περιτειχισμένης πόλης.
14. Στις διατηρούμενες σειρές των εδωλίων διακρίνονται σε τρία σημεία ημικυκλικές επίπεδες αψίδες σαν ασυνήθιστα θεωρεία, χωρίς να έχει διευκρινιστεί η χρησιμότητα τους, ενώ η κατώτερη από αυτές στην ανατολική κερκίδα εκλήφθηκε λανθασμένα από διάφορους αρχαιοδίφες ως η εσωτερική απόληξη της ορχήστρας του θεάτρου.
15. Βλέπε παραπάνω σημείωση 11.
16. Η λίμνη του Φενεού αποξηράνθηκε το έτος 1897, όταν και διανοίχτηκαν οριστικά οι καταβόθρες, παρέχοντας εδαφικές εκτάσεις προς γεωργική εκμετάλλευση.
17. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο VIIΙ («Αρκαδικά»), κεφάλαιο ΙΔ’, εδάφια 9 και 10.
18. Ομήρου «Ιλιάδα», ραψωδία Β’, στίχοι 569 έως 577, ««κατάλογος των πλοίων».
19. Ηροδότου, «Ιστορίαι», βιβλίο Α’ («Κλειώ»), κεφάλαια 145 και 146. Στράβωνα, «Γεωγραφικά», βιβλίο Η’, κεφάλαιο 7, εδάφια 3 έως 5.
20. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο VIΙ («Αχαϊκά»), κεφάλαιο ΚΖ’, εδάφια 4 και 5.
21. Κατά την εκσκαφή αυτών των θεμελίων βρέθηκε ένα κεραμικό τεμάχιο, το οποίο έφερε τμήμα σφραγίσματος με την επιγραφή «…ΑΝΑC», που ο Ορλάνδος θεωρεί ότι είναι η κατάληξη του ονόματος «(ΠΕΛΛ)ΑΝΑC».
22. Την ίδια γενικότερη κατεύθυνση με αυτό το αρχαίο δρομολόγιο ακολουθούν τόσο η παλαιά Εθνική Οδός Κορίνθου – Άργους, όσο και ο πλησιέστερος σύγχρονος αυτοκινητόδρομος της νέας Εθνικής Οδού Κορίνθου – Τριπόλεως, που περνάει περίπου ένα χιλιόμετρο από την τοποθεσία των αρχαίων Κλεωνών.
23. Βλέπε παραπάνω σημείωση 18.
24. Το στάδιο της αρχαίας Νεμέας και οι αγώνες των Νεμέων παρουσιάζονται στο δεύτερο μέρος της παρούσας διερευνητικής εργασίας www.parakato.gr/Αρχαία θέατρα και στάδια του νομού Κορινθίας – Μέρος Β’/24-3-2017.
25. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ («Κορινθιακά»), κεφάλαιο ΙΕ’, εδάφιο 1.
26. Κατασκευή – επίβλεψη: Πολιτικός Μηχανικός Βασίλης Καρατζούλης.
27. Το 8ο Green Theater Festival θα διοργανωθεί από 25 Ιουνίου έως 4 Σεπτεμβρίου 2017.
28. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ («Κορινθιακά»), κεφάλαιο Ε’, εδάφιο 4.
29. Στράβωνα, «Γεωγραφικά», βιβλίο Η’, κεφάλαιο 6, εδάφιο 22.
30. Χορηγός του ανασκαφικού προγράμματος είναι η Περιφέρεια Πελοποννήσου, η οποία χρηματοδότησε και τις προηγούμενες ερευνητικές εργασίες.
31. «Κορινθία και Κλεωναί: Αρχαίες Ελληνικές πόλεις», Μιχαήλ Σακελλαρίου – Νικόλας Φαράκλας, Αθηναϊκός Τεχνολογικός όμιλος, Κέντρο Οικιστικής, αρ. 3, σελίδες 31 – 39.
32. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ («Κορινθιακά»), κεφάλαιο Α’, εδάφιο 3.
33. Στράβωνα, «Γεωγραφικά», βιβλίο Η’, κεφάλαιο 6, εδάφιο 22.
34. Θουκυδίδη, «Ιστορίαι – Πελοποννησιακός Πόλεμος», βιβλίο Δ’, κεφάλαιο 45.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Φλιούς», άρθρο της Δήμητρας Σαρρή στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 109 – 111, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
2. «The Theater at Phlius: Excavations», Biers, W. R., Hesperia, 44 (1), pp. 51–68, 1975.
3. «“Deus Ex-Machina” Mechanism Reconstruction in the Theater of Phlius, Corinthia», Papadogiannis, A. S., Tsakoumaki, M. C., and Chondros, T. G., Journal of Mechanical Design, Vol. 132, pp. 1-1 to 1-9, ed. University of Maryland, January 2010.
4. «Urban Survey and the Polis of Phlius», Susane Alock, American School of Classical Studies at Athens (ανακτημένη έκδοση από τον ιστότοπο http://www.jstor.org στις 28/3/2017).
5. «Στυμφαλία», άρθρο του Αθανάσιου Τσιόγκα στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 135 – 137, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
6. «The Exploration of Ancient Stymphalos, 1982 – 2002», Hector Williams, Department of' Classical, Near Eastern and Religious Studies, University of' British Columbia, Vancouver, Canada (Επιτομή ανασκαφικών εργασιών).
7. «Ανασκαφές και ευρήματα στην αρχαία Στύμφαλο», άρθρο του Hector Williams στο περιοδικό «Αίπυτος», τριπλό τεύχος 23 – 25, σελίδες 128 – 131, Αθήνα, 2001.
8. «Φενεός», άρθρο του Κωνσταντίνου Κίσσα στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 139 – 145, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
9. «Η Φενεός ανά τους αιώνες», Τάκης Μπουγιούκος – Φενεάτης, εκδόσεις «Σείριος», 1976.
10. «Ανασκαφή Φενεού», Ε. Πρωτονοταρίου – Δεϊλάκη, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 17Β (Χρονικά, 1961/1962), σελίδα 57, πίνακες 62, 63, 64 και 65, Αθήνα, 1963.
11. «Πελλήνη», άρθρο του Βασιλείου Παπαθανασίου στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 147 – 149, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
12. «Ανασκαφαί εν Πελλήνη υπό Αναστάσιου Ορλάνδου», Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας του έτους 1931, σελίδες 73 – 83, εν Αθήναις, 1932.
13. «Κλεωνές», άρθρο του Γιώργου Γιαννακόπουλου έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 88 – 97, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
14. «Τενέα», άρθρο των Γιώργου Γιαννακόπουλου και Κωσταντίνου Κίσσα στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 74 – 83, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
15. «Αρχαία και Πρωτοβυζαντινή Τενέα», μελέτη Μιχαήλ Σ. Κορδώση, Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, τόμος ΚΣΤ', τεύχος 1, 1997.
16. «Κρομμυών», άρθρο της Μαρίας Γκιώνη στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 10 – 11, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
17. «Άγιοι Θεόδωροι Κορινθίας (Αρχαίος Κρομμυών)», Λιάνα Παρλαμά, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 49Β1 (Χρονικά, 1992), σελίδες 54 – 56, πίνακες 21 – 22, Αθήνα, 1997.
18. www.diazoma.gr/200-Stuff-03-Diazoma/Tour-023_Fliountas-v1.pdf.
19. http://portal.cig-icg.gr/Digital Archive of Archaeological Projects and Research/Canadian Institute in Greece/The Stymphalos Project.
20. http://thesecretrealtruth.blogspot.com/Η αρχαία Φενεός αναδύεται στο φως.
21. http://www.parakato.gr/ Τείχος και ιερό ανακαλύφθηκε στην ανασκαφή της αρχαίας Φενεού.
22. http://pellinikorinthias.blogspot.gr/Αρχαία Πελλήνη.
23. http://greentheater.gr/Θέατρο Αρχαίων Κλεωνών.
24. http://www.klenia.gr/Τενέα.
25. https://www.flynews.gr/ Συστηματική αρχαιολογική έρευνα στο Χιλιομόδι Κορινθίας.
Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 27: Άποψη της ανασκαμμένης χαμηλότερης σειράς εδωλίων του κοίλου στο θέατρο του αρχαίου Φλιούντα. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η διατηρούμενη αυλάκωση του αγωγού απορροής όμβριων υδάτων, που περιέβαλλε την ορχήστρα, ενώ με κίτρινο βέλος υποδεικνύεται μία από τις λίθινες πλάκες γεφύρωσης. (Πηγή φωτογραφίας: διαδίκτυο).
Εικόνα 28: Άποψη του αναλημματικού τοίχου στην ανατολική πλευρά του κοίλου στο θέατρο του αρχαίου Φλιούντα. (Πηγή φωτογραφίας: www.diazoma.gr).
Εικόνα 29: Άποψη του αρχαιολογικού χώρου του Φλιούντα από τα νότια. Διακρίνεται η νοτιοδυτική απόληξη του υψώματος της ακρόπολης, ενώ με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η εκκλησία της Παναγίας της Ραχιώτισσας.
Εικόνα 30: Άποψη των καταλοίπων του ορθωγώνιου δημόσιου κτιρίου με το εσωτερικό περιστύλιο, γνωστού ως «Παλάτι», νοτίως του σκηνικού οικοδομήματος του θεάτρου στον αρχαίο Φλιούντα.
Εικόνα 31: Σχεδιαστική απεικόνιση των λίθινων θεμελιώσεων, όπου εδράζονταν το ζεύγος εκτυλικτριών για τον έλεγχο της κατά διεύθυνσης κίνησης, της δοκού της τεχνικής εφαρμογής του «από μηχανής θεού», η οποία ήταν εγκατεστημένη πίσω από το σκηνικό οικοδόμημα του θεάτρου του αρχαίου Φλιούντα. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, figure 7).
Εικόνα 32: Άποψη της βορειοδυτικής γωνίας του προσκηνίου του σκηνικού οικοδομήματος της του θεάτρου της αρχαίας Στυμφάλου, όπως αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές του 2001 από την Καναδική αρχαιολογική ομάδα. (Πηγή: Ιστότοπος Καναδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου: http://portal.cig-icg.gr).
Εικόνα 33: Σχεδιάγραμμα των δύο οικοδομικών φάσεων του σκηνικού οικοδομήματος του θεάτρου της αρχαίας Στυμφάλου. (Α): Κάτοψη πρώιμης Ελληνιστικής εποχής. (Β): Κάτοψη 3ου αιώνα/αρχές του 2ου αιώνα π. Χ.. (Πηγή: Ιστότοπος Καναδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου: http://portal.cig-icg.gr).
Εικόνα 34: Αεροφωτογραφία των οικοδομικών καταλοίπων του οικοδομικού συγκροτήματος του Ασκληπιείου της Φενεού στις ανατολικές υπώρειες του λόφου της ακρόπολης. Ο Παυσανίας κατεβαίνοντας από την ακρόπολη αναφέρει ότι είδε το στάδιο της πόλης. (Πηγή φωτογραφίας: ιστότοπος www.protothema.gr/Νέα εντυπωσιακά αρχαιολογικά ευρήματα στο Ασκληπιείο Φενεού).
Εικόνα 35: Επίκρανο παραστάδος προερχόμενο από σωστική ανασκαφή στην ράχη «Τσέρκοβα», όπου βρίσκονταν η αρχαία Πελλήνη. Εκτίθεται στον προαύλιο χώρο του αρχαιολογικού μουσείου Σικυώνας.
Εικόνα 36: Διάσπαρτοι αρχαίοι δόμοι στην τοποθεσία της αρχαίας Πελλήνης στην ράχη «Τσέρκοβα», που στην νοτιοδυτική πλαγιά της ανακαλύφθηκε ένας θεατρικός χώρος από τον Αναστάσιο Ορλάνδο στα 1931. (Πηγή φωτογραφίας: ιστολόγιο http://pellenea.blogspot.gr).
Εικόνα 37: Άποψη του αρχαιοπρεπούς νεότερου θεάτρου των Αρχαίων Κλεωνών. Εδώ διοργανώνεται κάθε καλοκαίρι από το 2010 η εκδήλωση Green Theater Festival, με θεατρικές και μουσικές παραστάσεις. (Πηγή φωτογραφίας: ιστότοπος http://greentheater.gr).
30 Ιουνίου 2017
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Στην αρχαιότητα φημολογούνταν ότι το αμπέλι καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά στην πεδιάδα του Φλιούντα, όπου έγινε και η πρωταρχική παραγωγή κρασιού, ενώ ήταν ονομαστός ο Φλιάσιος οίνος.
2. Ξενοφώντα, «Ελληνικά», βιβλίο Ε’, κεφάλαιο ΙΙΙ, εδάφιο 16.
3. Ηροδότου, «Ιστορίαι», βιβλίο Η’ («Πολύμνια»), κεφάλαιο 202 και βιβλίο Ι’ («Καλλιόπη»), κεφάλαιο 28.
4 Σε μία εκδοχή ο ίδιος ο Πυθαγόρας ο Σάμιος (580 – 496 π. Χ.) παρουσιάζεται ως απόγονος ενός Φλιάσιου φυγάδα μέτοικου. Φέρεται δε να επισκέφτηκε προσωπικά τον Φλιούντα και εικάζεται ότι ήταν ο πρώτος που διατύπωσε τον όρο «φιλόσοφος» για αποδώσει την δική του ιδιότητα, σε μία συνομιλία του με τον τύραννο της πόλης Λέοντα.
5. Στον Πρατίνα αποδίδεται η σύνθεση 18 τραγωδιών και 32 σατυρικών δραμάτων. Από τα έργα του σώθηκαν λίγα αποσπάσματα και δύο τίτλοι από την τραγωδία «Καρυάτιδες» ή «Δυσμαίναι» και από το σατυρικό δράμα «Παλαισταί». Ο Φλιάσιος ποιητής φέρεται να έγραψε και διθυράμβους και ωδές, που επονομάζονταν «υπορχήματα».
6. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ («Κορινθιακά»), κεφάλαιο ΙΓ’, εδάφιο 6.
7. «Travels in the Morea», William Martin Leake vol. ΙΙΙ, chapter XXX, page 339 – 342, ed. John Murray, Albemarle Street, London, 1830.
8. Το συγκεκριμένο επιβλητικό κτίριο χρονολογείται στο τέλος της Κλασσικής εποχής. Καταστράφηκε στην πρώιμη Ρωμαϊκή περίοδο, αλλά φαίνεται ότι ανακαινίστηκε στα χρόνια του Παυσανία τον 2ο αιώνα μ. Χ., ο οποίος όμως δεν το αναφέρει ως αξιοθέατο της πόλης, ίσως λόγω της εικαζόμενης χρήσης του ως μέρους αγοραπωλησίας ωνίων. Η οριστική ερήμωση του τοποθετείται στον 4ο αιώνα μ. Χ..
9. Στο αρχαιοελληνικό θέατρο χρησιμοποιούνταν και άλλοι δύο μηχανισμοί, η περίακτος που ήταν ένα περιστρεφόμενο σκηνικό με τις τρεις όψεις και το εκκύκλημα που συνίστατο σε μία κινούμενη πλατφόρμα πάνω σε τροχούς, επί της οποίας μεταφέρονταν βαρέα αντικείμενα, όπως για παράδειγμα ένας θρόνος, αναπαριστώντας την βασιλική αίθουσα κάποιου ανακτόρου.
10. Η ιστορία και η περιγραφή των διατηρούμενων μνημείων της αρχαίας πόλης παρουσιάζονται σε ένα διμερές αφιέρωμα του υποφαινόμενου, που είναι δημοσιευμένο στο ιστολόγιο www.parakato.gr (μέρος Α’/13-1-2017 και μέρος Β’/21-1-2017).
11. Ομήρου «Ιλιάδα», ραψωδία Β’, στίχοι 603 έως 614, ««κατάλογος των πλοίων».
12. Ξενοφώντος «Κύρου Ανάβασις», βιβλίο Α’ (κεφάλαια Ι και ΙΙ), βιβλίο Β’ (κεφάλαιο VI), βιβλίο Γ’ (κεφάλαιο I’), βιβλίο Δ’ (κεφάλαια I και VII), βιβλίο Ε’ (κεφάλαιο II), βιβλίο ΣΤ’ (κεφάλαια IV και VI), βιβλίο Ζ’ (κεφάλαιο VIII).
13. Από τις διεξαχθείσες αρχαιολογικές έρευνες δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη ενός σταδίου εντός της περιτειχισμένης πόλης.
14. Στις διατηρούμενες σειρές των εδωλίων διακρίνονται σε τρία σημεία ημικυκλικές επίπεδες αψίδες σαν ασυνήθιστα θεωρεία, χωρίς να έχει διευκρινιστεί η χρησιμότητα τους, ενώ η κατώτερη από αυτές στην ανατολική κερκίδα εκλήφθηκε λανθασμένα από διάφορους αρχαιοδίφες ως η εσωτερική απόληξη της ορχήστρας του θεάτρου.
15. Βλέπε παραπάνω σημείωση 11.
16. Η λίμνη του Φενεού αποξηράνθηκε το έτος 1897, όταν και διανοίχτηκαν οριστικά οι καταβόθρες, παρέχοντας εδαφικές εκτάσεις προς γεωργική εκμετάλλευση.
17. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο VIIΙ («Αρκαδικά»), κεφάλαιο ΙΔ’, εδάφια 9 και 10.
18. Ομήρου «Ιλιάδα», ραψωδία Β’, στίχοι 569 έως 577, ««κατάλογος των πλοίων».
19. Ηροδότου, «Ιστορίαι», βιβλίο Α’ («Κλειώ»), κεφάλαια 145 και 146. Στράβωνα, «Γεωγραφικά», βιβλίο Η’, κεφάλαιο 7, εδάφια 3 έως 5.
20. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο VIΙ («Αχαϊκά»), κεφάλαιο ΚΖ’, εδάφια 4 και 5.
21. Κατά την εκσκαφή αυτών των θεμελίων βρέθηκε ένα κεραμικό τεμάχιο, το οποίο έφερε τμήμα σφραγίσματος με την επιγραφή «…ΑΝΑC», που ο Ορλάνδος θεωρεί ότι είναι η κατάληξη του ονόματος «(ΠΕΛΛ)ΑΝΑC».
22. Την ίδια γενικότερη κατεύθυνση με αυτό το αρχαίο δρομολόγιο ακολουθούν τόσο η παλαιά Εθνική Οδός Κορίνθου – Άργους, όσο και ο πλησιέστερος σύγχρονος αυτοκινητόδρομος της νέας Εθνικής Οδού Κορίνθου – Τριπόλεως, που περνάει περίπου ένα χιλιόμετρο από την τοποθεσία των αρχαίων Κλεωνών.
23. Βλέπε παραπάνω σημείωση 18.
24. Το στάδιο της αρχαίας Νεμέας και οι αγώνες των Νεμέων παρουσιάζονται στο δεύτερο μέρος της παρούσας διερευνητικής εργασίας www.parakato.gr/Αρχαία θέατρα και στάδια του νομού Κορινθίας – Μέρος Β’/24-3-2017.
25. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ («Κορινθιακά»), κεφάλαιο ΙΕ’, εδάφιο 1.
26. Κατασκευή – επίβλεψη: Πολιτικός Μηχανικός Βασίλης Καρατζούλης.
27. Το 8ο Green Theater Festival θα διοργανωθεί από 25 Ιουνίου έως 4 Σεπτεμβρίου 2017.
28. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ («Κορινθιακά»), κεφάλαιο Ε’, εδάφιο 4.
29. Στράβωνα, «Γεωγραφικά», βιβλίο Η’, κεφάλαιο 6, εδάφιο 22.
30. Χορηγός του ανασκαφικού προγράμματος είναι η Περιφέρεια Πελοποννήσου, η οποία χρηματοδότησε και τις προηγούμενες ερευνητικές εργασίες.
31. «Κορινθία και Κλεωναί: Αρχαίες Ελληνικές πόλεις», Μιχαήλ Σακελλαρίου – Νικόλας Φαράκλας, Αθηναϊκός Τεχνολογικός όμιλος, Κέντρο Οικιστικής, αρ. 3, σελίδες 31 – 39.
32. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ («Κορινθιακά»), κεφάλαιο Α’, εδάφιο 3.
33. Στράβωνα, «Γεωγραφικά», βιβλίο Η’, κεφάλαιο 6, εδάφιο 22.
34. Θουκυδίδη, «Ιστορίαι – Πελοποννησιακός Πόλεμος», βιβλίο Δ’, κεφάλαιο 45.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Φλιούς», άρθρο της Δήμητρας Σαρρή στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 109 – 111, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
2. «The Theater at Phlius: Excavations», Biers, W. R., Hesperia, 44 (1), pp. 51–68, 1975.
3. «“Deus Ex-Machina” Mechanism Reconstruction in the Theater of Phlius, Corinthia», Papadogiannis, A. S., Tsakoumaki, M. C., and Chondros, T. G., Journal of Mechanical Design, Vol. 132, pp. 1-1 to 1-9, ed. University of Maryland, January 2010.
4. «Urban Survey and the Polis of Phlius», Susane Alock, American School of Classical Studies at Athens (ανακτημένη έκδοση από τον ιστότοπο http://www.jstor.org στις 28/3/2017).
5. «Στυμφαλία», άρθρο του Αθανάσιου Τσιόγκα στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 135 – 137, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
6. «The Exploration of Ancient Stymphalos, 1982 – 2002», Hector Williams, Department of' Classical, Near Eastern and Religious Studies, University of' British Columbia, Vancouver, Canada (Επιτομή ανασκαφικών εργασιών).
7. «Ανασκαφές και ευρήματα στην αρχαία Στύμφαλο», άρθρο του Hector Williams στο περιοδικό «Αίπυτος», τριπλό τεύχος 23 – 25, σελίδες 128 – 131, Αθήνα, 2001.
8. «Φενεός», άρθρο του Κωνσταντίνου Κίσσα στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 139 – 145, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
9. «Η Φενεός ανά τους αιώνες», Τάκης Μπουγιούκος – Φενεάτης, εκδόσεις «Σείριος», 1976.
10. «Ανασκαφή Φενεού», Ε. Πρωτονοταρίου – Δεϊλάκη, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 17Β (Χρονικά, 1961/1962), σελίδα 57, πίνακες 62, 63, 64 και 65, Αθήνα, 1963.
11. «Πελλήνη», άρθρο του Βασιλείου Παπαθανασίου στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 147 – 149, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
12. «Ανασκαφαί εν Πελλήνη υπό Αναστάσιου Ορλάνδου», Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας του έτους 1931, σελίδες 73 – 83, εν Αθήναις, 1932.
13. «Κλεωνές», άρθρο του Γιώργου Γιαννακόπουλου έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 88 – 97, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
14. «Τενέα», άρθρο των Γιώργου Γιαννακόπουλου και Κωσταντίνου Κίσσα στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 74 – 83, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
15. «Αρχαία και Πρωτοβυζαντινή Τενέα», μελέτη Μιχαήλ Σ. Κορδώση, Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, τόμος ΚΣΤ', τεύχος 1, 1997.
16. «Κρομμυών», άρθρο της Μαρίας Γκιώνη στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 10 – 11, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
17. «Άγιοι Θεόδωροι Κορινθίας (Αρχαίος Κρομμυών)», Λιάνα Παρλαμά, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 49Β1 (Χρονικά, 1992), σελίδες 54 – 56, πίνακες 21 – 22, Αθήνα, 1997.
18. www.diazoma.gr/200-Stuff-03-Diazoma/Tour-023_Fliountas-v1.pdf.
19. http://portal.cig-icg.gr/Digital Archive of Archaeological Projects and Research/Canadian Institute in Greece/The Stymphalos Project.
20. http://thesecretrealtruth.blogspot.com/Η αρχαία Φενεός αναδύεται στο φως.
21. http://www.parakato.gr/ Τείχος και ιερό ανακαλύφθηκε στην ανασκαφή της αρχαίας Φενεού.
22. http://pellinikorinthias.blogspot.gr/Αρχαία Πελλήνη.
23. http://greentheater.gr/Θέατρο Αρχαίων Κλεωνών.
24. http://www.klenia.gr/Τενέα.
25. https://www.flynews.gr/ Συστηματική αρχαιολογική έρευνα στο Χιλιομόδι Κορινθίας.
Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.