Η οπτασία
Του Δημήτρη Ιατρόπουλου
Μια απροσδόκητη Οπτασία
σουλατσάρει στο πλάι μου
εδώ και πολλούς αιώνες,
δεν μου μιλάει, δεν χαμογελά…
Με τυλίγει μονάχα
με την αραχνοΰφαντη εσθήτα της
όποτε πέφτουν οι κεραυνοί…
Μετά με ξεσκεπάζει,
με παίρνει απ’ το χέρι
και ξανά τσουλάμε μέσα στις εποχές…
Περάσαμε μπόλικα τέτοια
πολέμους, προδοσίες, ίντριγκες,
δολοφονίες, διαψεύσεις, συμφορές,
όμως και χάρες και χαρές,
πάντα αμίλητη στο πλάι μου,
πάντα προσεκτική,
κοιτάζει πολύ μπροστά,
μυρίζεται τον κουρνιαχτό
όταν πλησιάζουν οι δύσκολοι χειμώνες,
κι όπως είπαμε, με τυλίγει στοργικά,
σχεδόν με αγκαλιάζει,
κάτι σαν μάνα μου είναι,
μα είναι πάντα τόσο νέα κι όμορφη
που δεν μπαίνει μ’ αυτή την εικόνα
στο κάδρο της ψυχής μου, δεν ξέρω κι εγώ,
να την πω φίλη μου, τι να την πω,
αγαπημένη μου είναι οπωσδήποτε,
είναι η σχέση μας ιδιότυπη,
λες και υπηρετεί
κάποιο πρόγραμμα προστασίας μου,
έτσι λοιπόν κι εγώ ζω μαζί της,
μεγαλώνω μέσα στις εποχές,
αλλάζω πρόσωπα πάντα με την ίδια ψυχή
κι αυτή πάντοτε έτσι,
ίδια κι απαράλλαχτη,
δεν μου μιλάει, δεν χαμογελάει,
μόνο μυρίζεται τον κουρνιαχτό…
Σ’ αυτή την τωρινή μου βόλτα
που κουβεντιάζω έτσι μαζί σας,
η Οπτασία μου, εδώ και λίγο καιρό,
εκεί που πηγαίναμε πάλι ήρεμα
και χαζεύαμε το γύρω τοπίο
με τους ανθρώπους αυτής της εποχής,
εδώ και λίγο καιρό σας το ξαναλέω,
με σταμάτησε πάλι,
έκανε μια έτσι και με περιτύλιξε
με το νεραϊδόφαντο άγιο εκείνο ρούχο της,
είναι πιο ψηλή από μένα,
γίνεται πιο ψηλή όταν χρειάζεται,
ότι θέλει γίνεται πάντα,
κι ενώ ανασαίνω ήσυχα πλέον
μέσα στο θεσπέσιο φόρεμά της,
ακούω από μακριά να ηχούνε σάλπιγγες,
ακούω κραυγές και βρισιές,
γογγύσματα και υλακές,
ακούω ύπουλους θορύβους
από όπλα με σιγαστήρες,
μικρά παιδιά ουρλιάζουν,
τεράστιοι πίδακες από αίμα
πλημμυρίζουν τον τόπο που με φιλοξενεί
σ’ αυτήν τη διαδρομή μου,
ακόμη όλα ετούτα έρχονται,
και δεν έχω άλλο τρόπο
να σας ειδοποιήσω,
δεν παριστάνω τον προφήτη,
ένας απλός ποιητής εξελίχτηκα
σ’ ετούτη τη ζωή μου και σ’ αυτή την χώρα,
δεν έχω άλλα λόγια, τι να σας πω,
ακούω μόνο κι όπως είμαι σκεπασμένος,
η Οπτασία μου δεν μ’ αφήνει
να βγάλω έξω το κεφάλι μου να ιδώ...
Παραμένω εδώ,
έχω αγκαλιάσει το μακρύ πόδι της
σαν κολώνα σκληρό,
ξέρω η Οπτασία μου δεν είναι άνθρωπος,
έχει πάρει ανθρώπινη μορφή
για να τα φέρνω βόλτα
με τη μοίρα μου κάθε φορά,
δεν ξέρω αν καταλάβατε όλες κι όλοι
ή όσοι διαβάζετε ετούτο το κείμενο
που σας στέλνω,
τι γίνεται και πού πάει το πράγμα,
εγώ αυτά είχα να σας πω,
πήρα το δικαίωμα να σας μοιράσω
τα ακούσματά μου,
μόλις τελειώσει βέβαια κι αυτό
το καινούργιο εφιαλτικό πανηγύρι
θα ξαναβγάλω το κεφάλι μου
να πάω πιο πέρα
μέχρι την επόμενη φορά…
Πάντως για τώρα, αν μπορείτε,
βάλτε και λίγη καρδιά μες στο μυαλό σας,
βάλτε και λίγο μυαλό μες στην καρδιά σας,
συνεργαστείτε με την ύπαρξή σας,
δώστε τόπο στην ελπίδα ν’ ανθίσει,
μην καταστραφείτε πάλι,
είναι και αρκούντως κουραστικό
και αντιαισθητικό μάλιστα θα τό ‘λεγα
να περπατάει κανείς
ανάμεσα σε πτώματα,
μυρίζοντας το αίμα
από τις σαπισμένες σάρκες…
Αν μ’ αγαπάτε λίγο λοιπόν,
όλα ετούτα τα χρόνια που ζω ανάμεσά σας,
έντιμος και καθαρός,
και σας γράφω ποιήματα
και σας στέλνω μηνύματα,
και σας διαβάζω τις εκθέσεις των ανέμων
και σας εκμυστηρεύομαι τα μυστικά της βροχής,
μην με βγάλετε παρακαλώ
σε τέτοια μακάβρια βόλτα...
Γιατί δεν μ’ αρέσουν οι επικήδειοι,
όσο αναγκαίοι κι αν είναι βέβαια καμιά φορά,
για να μπει στο καινούργιο της δωμάτιο,
η Ιστορία.
Η Οπτασία, που σας έλεγα…
ΠΗΓΗ Δημοσίευση: Ιουλίου 13, 2017 - Κατηγορία: ΑΠΟΨΕΙΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.