Του Θανάση Κ.
Όλοι εσείς που με διαβάζετε, κατά πάσα… βεβαιότητα δεν ζούσατε την 28η Οκτωβρίου του 1940!
Αν είχατε γεννηθεί τότε, σήμερα θα είστε τουλάχιστον 77 ετών. Κι αν ήσασταν σε ηλικία να πάτε να πολεμήσετε τότε, θα πρέπει να είστε σήμερα τουλάχιστον 96 ετών.
Αν υπάρχει ανάμεσά σας αναγνώστης τέτοιας ηλικίας, δεν χρειάζεται να διαβάσει τις επόμενες γραμμές. Τις γράφω για όλους τους υπόλοιπους.
Η Ελλάδα το 1940 ήταν μια χώρα πρόσφατα ηττημένη στρατιωτικά (το 1922), χρεοκοπημένη οικονομικά (από το 1932), ασταθής πολιτικά, με την δημοκρατία της καταργημένη και τους εκλεγμένους ηγέτες της στην εξορία ή στη φυλακή ή σε «κατ’ οίκον περιορισμό»,
--πάνω απ’ όλα, μια χώρα «εγκαταλελειμμένη γεωπολιτικά».
Με τους «παραδοσιακούς συμμάχους» της (Γάλλους και Βρετανούς) να έχουν συντριβεί τότε σε όλα τα μέτωπα από τις δυνάμεις του «άξονα».
Και με Πρωθυπουργό τότε ένα δικτάτορα, τον Ιωάννη Μεταξά, που όμως είχε δύο αρετές:
--Πρώτον, έβλεπε μπροστά και σχεδίαζε το μέλλον.
--Και δεύτερον, έβαζε την Πατρίδα πάνω απ’ όλα και κυρίως πάνω από τις ιδεοληψίες του.
Με δύο λόγια, η Ελλάδα ήταν τότε ένα μικρό σκαρί, ένα «καρυδότσουφλο», μόνο του, στο μέσο μιας πρωτοφανούς καταιγίδας, που είχε ήδη «καταπιεί» άλλα «πλεούμενα», πολύ πιο μεγάλα, πολύ πιο στέρεα, πολύ πιο ανθεκτικά.
Αν το καλοσκεφτείτε, οι Έλληνες εκείνης της εποχής δεν είχαν κανένα λόγο να είναι… «αισιόδοξοι» για ο,τιδήποτε! Αντίθετα είχαν κάθε λόγο να φοβούνται τα πάντα. Και κυρίως τα χειρότερα…
Αν κοίταγαν πίσω, τα τελευταία 20 χρόνια περίπου (τόση είναι η «ενεργός μνήμη των πολιτών») είχαν να θυμούνται μόνο καταστροφές.
Πολέμους, ξεριζωμούς, προσφυγιά, εσωτερικές αναταραχές, εξωτερικές ταπεινώσεις, διχασμούς, αλλεπάλληλα στρατιωτικά πραξικοπήματα, συνεχείς πολιτειακές αλλαγές, χρεοκοπία, πολιτική αστάθεια και τελικά δικτατορία.
Υπήρξε κι ένα «φωτεινό διάλειμμα» που κράτησε μόνο τέσσερα χρόνια η εποχή του «ύστερου» Βενιζέλου, 1928-1932. Αλλά αυτό είχε ήδη λήξει, οριστικά και άδοξα. Πράγματι, ανάμεσα στο 1922 και το 1940 είχαν συμβεί παρά πολλά στην Ελλάδα. Και τα περισσότερα δραματικά.
Αν πάλι οι Έλληνες της εποχής εκείνης ξεχνούσαν προς στιγμήν το παρελθόν και κοιτούσαν γύρω τους, «στο παρόν», στον υπόλοιπο κόσμο της εποχής εκείνης - άλλη μαυρίλα κι αυτή.
Η Γαλλία είχε ήδη ηττηθεί, είχε καταληφθεί από τη Ναζιστική Γερμανία κι είχε διαμελιστεί, λίγους μήνες πριν.
Η Βρετανία είχε ταπεινωθεί από τους Ναζί στην Δουνκέρκη και στη Νορβηγία, ενώ τα Γερμανικά «στούκας», πριν ένα μόλις μήνα, ισοπέδωναν καθημερινά το Λονδίνο.
Η Σοβιετική Ρωσία και η Γερμανία του Χίτλερ σε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους είχαν διαμελίσει την Πολωνία (και ο Στάλιν είχε «απορροφήσει» τις Βαλτικές Δημοκρατίες κι είχε επιτεθεί στη Φιλανδία).
Η Τσεχοσλοβακία είχε διαμελιστεί, με σύμφωνη γνώμη όλων, δύο χρόνια νωρίτερα.
Η Φασιστική Ιταλία είχε ήδη καταλάβει την Αλβανία και απειλούσε πλέον ευθέως την Ελλάδα - και από ξηράς και από θάλασσα (στο Ιόνιο βέβαια - αλλά και στο Αιγαίο με ορμητήριο τα Δωδεκάνησα που βρίσκονταν από 30ετίας υπό Ιταλική κατοχή).
Λίγους μήνες πριν είχε βυθιστεί και το Ελληνικό Πολεμικό «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου. Επισήμως από «άγνωστο υποβρύχιο». Ανεπισήμως, όμως, όλοι οι Έλληνες ήξεραν την αλήθεια.
Παντού γύρω μας, κράτη διαλύονταν, έθνη καταποντίζονταν, λαοί υποδουλώνονταν. Κυριολεκτικά, οι Έλληνες τότε δεν είχαν ούτε που να ελπίσουν ούτε από πού να πιαστούν.
Το ηθικό ενός λαού, διαμορφώνεται κάθε φορά σε δύο διαστάσεις:
--Είτε κοιτώντας πίσω, μέχρι δύο δεκαετίες…
--Είτε κοιτώντας γύρω του, στην «εγγύς γειτονιά» του ή και πιο πέρα…
Η πρώτη είναι η «ιστορική συνείδηση» της κοινής γνώμης. Η δεύτερη είναι η διάχυτη «γεωπολιτική αίσθηση» της κοινωνίας.
Ε λοιπόν, τον Οκτώβριο του 1940, και οι δύο ήταν… «μαύρες και άραχνες» για τους Έλληνες! Κανονικά θα έπρεπε να φοβούνται. Στα όρια του πανικού.
Κι όμως δεν φοβούνταν!
Κι αυτό είναι το εκπληκτικό. Το αληθινά «ανεξήγητο».
Αν διαβάσει κανείς τον Ελληνικό Τύπο της περιόδου εκείνης – πολιτικό και λογοτεχνικό – μόνο διάχυτο φόβο δεν διαπιστώνει!
Παρά τη λογοκρισία της δικτατορίας Μεταξά και το «κυνηγητό» των «διαφωνούντων» διανοουμένων, υπήρχε τότε αξιόλογη αρθρογραφία, αλλά και ζωντανή λογοτεχνική παραγωγή.
Περιέργως πολύ πιο αξιόλογη απ’ ό,τι σήμερα, που δεν έχουμε καμιά λογοκρισία (πέρα από την άτυπη ιδεολογική τρομοκρατία της «πολιτικής ορθότητας» βέβαια).
Για σκεφτείτε το μόνο: Τότε σε συνθήκες δικτατορίας υπήρχε πνευματική ζωντάνια που σήμερα δεν υπάρχει. Και το κυριότερο, τότε δεν υπήρχε φόβος.
Το ξέρουμε κι από αλλού: Όταν ξέσπασε ο Πόλεμος, περιέργως έγινε… «λαϊκό πανηγύρι»! Κανονικό, όμως. Και αναπάντεχο.
Πανηγύρι στην επιστράτευση, πανηγύρι στους δρόμους, πανηγύρι στα θέατρα της πρωτεύουσας που ανέβαιναν με πυρετώδεις ρυθμούς οι αντιφασιστικές επιθεωρήσεις...
Ρώτησα κάποτε τον παππού μου, τι έκανε εκείνες τις πρώτες μέρες του Πολέμου.
Μου απάντησε:
--Πήγαινα στη δουλειά μου κανονικά το πρωί και τα βράδια έπαιρνα τη γιαγιά σου και βγαίναμε με φίλους, είτε σε ταβερνάκια όπου ξεφαντώναμε, είτε στα θέατρα, όπου επίσης ξεφάντωνε το κοινό με τα επιθεωρησιακά νούμερα και τα «τραγούδια της Νίκης» – που τα είπαν τότε όλες οι μεγάλες ντίβες της εποχής με πρώτη βέβαια τη Σοφία Βέμπο.
Μικρή «λεπτομέρεια»: Ο παππούς και η γιαγιά είχαν τότε στον Πόλεμο, ένα γιό αξιωματικό καριέρας, ένα γιό έφεδρο αξιωματικό και ένα γαμπρό απλό – αλλά μάχιμο – στρατιώτη! Όλους στην πρώτη γραμμή, όπου μαίνονταν οι μάχες και θέριζε το θανατικό και τα κρυοπαγήματα. Το ίδιο και όλοι οι φίλοι τους με τους οποίους συναντιούνταν τα βράδια και ξεφάντωναν.
--Δεν ανησυχούσατε για τα παιδιά σας, τον ρώτησα κάποτε…
--Έτρεμε το φυλλοκάρδι μας, απάντησαν σχεδόν με μια φωνή παππούς και γιαγιά.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κάποιοι από τους γνωστούς και φίλους είχαν αρχίσει τότε να παίρνουν τα «ειδοποιητήρια» του Γενικού Επιτελείου:
--«Με θλίψη σας ανακοινώνουμε ότι ο γιός σας (τάδε τάδε) έπεσε ηρωικώς μαχόμενος υπέρ Πατρίδος κλπ. κλπ…»
--Και πώς με τέτοια αγωνία είχατε το κουράγιο να βγαίνετε και να κυκλοφορείτε; ξαναρώτησα...
--Μα γι’ αυτό βγαίναμε, για να παίρνουμε κουράγιο από τους γύρω μας. Και δούλεψε. Και γιατί τα παιδιά μας που πολεμούσαν ακόμα – και νικούσαν πια – αυτό μας παρότρυναν. Να μη χάσουμε την αισιοδοξία μας!
--Δεν πάμε, απλώς, να πολεμήσουμε μας έλεγαν φεύγοντας. Πάμε να νικήσουμε… Κι όταν μας έγραφαν από το μέτωπο, άρχιζαν και τέλειωναν με τις ίδιες λέξεις
--Νικάμε! Τους πήραμε φαλάγγι! Δικό μας το Αργυρόκαστρο! Ελληνική σημαία στην Κορυτσά! Σπάσανε τα μούτρα τους οι Ιταλοί, στην περιβόητη «εαρινή επίθεση».
--Κι εμείς από τα μετόπισθεν φωταγωγούσαμε τα βράδια την Ακρόπολη και στηνόμασταν από κάτω να ’ρθουν να μας βομβαρδίσουν. Αλλά δεν τόλμησαν! (Τόλμησαν βέβαια και βομβάρδισαν το Πειραιά και την Πάτρα, αλλά αυτό περιέργως είχε «σβηστεί» από τη συλλογική μνήμη των ανθρώπων τότε…).
Με δύο λέξεις: Κατάσταση μέθης!
Intoxication που λένε και οι Βρετανοί. Έτσι ακριβώς περιέγραφε με πηχυαίους πρωτοσέλιδους τίτλους ο αγγλικός Τύπος το «φοβερό ηθικό» των Ελλήνων τότε – και στο μέτωπο και στα μετόπισθεν.
Με την κρίσιμη παρατήρηση, ότι τέτοιο ηθικό δεν το είχαν ξαναδεί σε καμία άλλη από τις εμπόλεμες χώρες εκείνης της εποχής.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Για τρείς λόγους:
--Πρώτον, γιατί αν δούμε τα πράγματα εκ των υστέρων (in retrospect), οι κακουχίες και οι απώλειες του ίδιου του Πολέμου στην Αλβανία ήταν μικρό μόνο μέρος της τεράστιας τραγωδίας που θα ακολουθούσε, με την Κατοχή. Και τον Εμφύλιο αμέσως μετά…
Σε ένα συνολικό Ελληνικό πληθυσμό τότε 6.5 εκατομμυρίων οι απώλειες του Πολέμου στην Αλβανία ήταν κοντά στις 15 χιλιάδες, ενώ οι απώλειες ολόκληρης της δεκαετίας του ’40 (μαζί με Κατοχή και Εμφύλιο) πλησιάζουν τις 800 χιλιάδες! (160 χιλιάδες απ’ αυτούς κατά τον Εμφύλιο και οι υπόλοιποι στην Κατοχή, στην Αντίσταση, από πείνα, εκτελέσεις κλπ.).
Κατά κεφαλήν η Ελλάδα υπέστη ίσως τις μεγαλύτερες απώλειες απ’ όλους τους άλλους λαούς που ενεπλάκησαν στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο!
Και στη συνέχεια βρέθηκε υπό τριπλή κατοχή – στην ουσία διαμελίστηκε!
Οι Έλληνες του ’40 λοιπόν, δεν είχαν μόνο πίσω τους δύο δεκαετίες «μαυρίλας». Δεν είχαν μόνο γύρω τους τότε απομόνωση και απελπισία. Είχαν και μπροστά τους, άλλα δέκα χρόνια ζόφου, φρίκης και φοβερής αιματοχυσίας!
Κι όμως δεν το ’βαλαν κάτω!
Δεν έχασαν το κουράγιο τους!
Δεν έδειξαν μοιρολατρία!
Αυτό κρατήστε το (Γιατί μετά κάπου το χάσαμε. Και σήμερα σίγουρα δεν το έχουμε πια…).
--Δεύτερον, διότι αυτός ο λαός ο σκελετωμένος από την πείνα, ο αποδεκατισμένος από τις κακουχίες, ο εξουθενωμένος από τον Πόλεμο, την Κατοχή και κυρίως από τον Εμφύλιο - αυτός ο λαός, λοιπόν, έκανε αμέσως μετά ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο άλμα ανάπτυξης!
Ξεκίνησε από τα ερείπια, κουβαλώντας πάντα όλες τις κακοδαιμονίες του και σημείωνε για δύο δεκαετίες μεταπολεμικά, το ένα αναπτυξιακό ρεκόρ μετά το άλλο.
Πράγματι, μετά τον Πόλεμο, από το 53 ως το 1970 - για δεκαεφτά χρόνια - η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στον κόσμο!
Κρατήστε το κι αυτό. Γιατί μετά, κάπου το χάσαμε επίσης…
--Τρίτον, διότι αν το 1940, όταν ξεκινούσε ο Πόλεμος, κάποιος αναλυτής επιχειρούσε «ψύχραιμα» να κατανοήσει τις προοπτικές της Ελλάδος, θα… πάθαινε κατάθλιψη!
Κι αν το 1945, κάποιος άλλος αναλυτής επιχειρούσε - ψύχραιμα και ορθολογικά κι αυτός - να κατανοήσει τις τότε «προοπτικές» της Ελλάδας (που όδευε κατευθείαν για εσωτερική σύγκρουση), θα αυτοκτονούσε.
Σε όλη αυτή την περίοδο από αναλυτικής πλευράς ήταν όλα μαύρα. Και τα χρόνια που ακολούθησαν επαλήθευσαν τα χειρότερα.
Κι όμως, η Ελλάδα επέζησε! Και άντεξε…
Διαμελίστηκε μια φορά (επί Κατοχής) και απειλήθηκε να διαμελιστεί ακόμα μια φορά (επί Εμφυλίου), αλλά κρατήθηκε.
Μάτωσε όσο λίγοι λαοί, αλλά σηκώθηκε στα πόδια της και άρχισε να τρέχει ξανά.
Κρατήστε το κι αυτό…
Ξέρετε, όλα αυτά δεν έγιναν στην… «αρχαιότητα». Έγιναν μόλις μια δύο γενιές πίσω. Άντε τρείς, για τους σημερινούς πιτσιρικάδες. Τα έκαναν οι γονείς μας και οι παππούδες μας…
Το πείσμα τους και η αντοχή τους και το κουράγιο τους και η φλόγα τους και η «τρέλα» τους δεν μπορεί να «χάθηκαν». Κάπου μέσα μας βρίσκονται.
Αυτά που βιώνουμε σήμερα είναι όντως σοβαρά και δραματικά. Αλλά σε σύγκριση με όσα πέρασαν εκείνοι – και τα ξεπέρασαν – δεν είναι τίποτε!
Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα είναι σοβαροί, ασφαλώς.
Αλλά σε σύγκριση με τους τεράστιους κινδύνους και τις καταστροφές που έζησε ο τόπος μας και ο λαός μας δυο-τρείς γενιές πριν, δεν είναι απολύτως τίποτε.
Όταν αναλύουμε με επιχειρήματα και στοιχεία και «μοντέλα» και «λογικά σχήματα», τι γίνεται σήμερα και που πάει αύριο, να θυμάστε, ότι το «κύτταρο» και η «συλλογική ταυτότητα» ενός λαού δεν μετριούνται με νούμερα και δεν χωράνε σε «μοντέλα». Αν μετριούνταν έτσι, εμείς απλώς δεν θα υπήρχαμε σήμερα!
Κρατήστε τα αυτά. Και σκεφτείτε τα…
Και αφουγκραστείτε μέσα σας, βαθιά μέσα σας, τη φωνή του πατέρα σας και του παππού σας. Κάτι σας λένε. Έτσι δεν είναι;
Ακούγεται σαν ψίθυρος. Ίσως και σαν τραγούδι.
Ναι είναι το παλιό εκείνο εμβατήριο (που τώρα πια σχεδόν το έχουν… απαγορεύσει)
…ποτέ δεν πεθαίνει! Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει…
Εκείνοι δεν ζουν πια, αλλά πέρασαν τόσα και στάθηκαν όρθιοι. Είχαν επίσης μεγάλα ελαττώματα, ίδια με τα δικά μας. Έκαναν κι εκείνοι σφάλματα. Ίσως χειρότερα από τα δικά μας. Αλλά έδειξαν και αρετές. Που σήμερα εμείς τις ζηλεύουμε. Αλλά κάπου μέσα μας τις έχουμε κρυμμένες. Μέχρι να βρεθεί τρόπος να τις «ξεκλειδώσουμε» και τις βγάλουμε.
Όπως έκαναν κι εκείνοι στα δύσκολα…
Ε λοιπόν, τέτοιες μέρες ακούμε τη φωνή τους μέσα μας να μας το ψιθυρίζουν ή να μας το τραγουδάνε ή και να μας το φωνάζουν ενίοτε:
--…ποτέ δεν πεθαίνει. Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει…
Δίκιο έχουν!
Δημοσίευση: Νοεμβρίου 01, 2017
- Κατηγορία:
ΑΠΟΨΕΙΣ
Όλοι εσείς που με διαβάζετε, κατά πάσα… βεβαιότητα δεν ζούσατε την 28η Οκτωβρίου του 1940!
Αν είχατε γεννηθεί τότε, σήμερα θα είστε τουλάχιστον 77 ετών. Κι αν ήσασταν σε ηλικία να πάτε να πολεμήσετε τότε, θα πρέπει να είστε σήμερα τουλάχιστον 96 ετών.
Αν υπάρχει ανάμεσά σας αναγνώστης τέτοιας ηλικίας, δεν χρειάζεται να διαβάσει τις επόμενες γραμμές. Τις γράφω για όλους τους υπόλοιπους.
Η Ελλάδα το 1940 ήταν μια χώρα πρόσφατα ηττημένη στρατιωτικά (το 1922), χρεοκοπημένη οικονομικά (από το 1932), ασταθής πολιτικά, με την δημοκρατία της καταργημένη και τους εκλεγμένους ηγέτες της στην εξορία ή στη φυλακή ή σε «κατ’ οίκον περιορισμό»,
--πάνω απ’ όλα, μια χώρα «εγκαταλελειμμένη γεωπολιτικά».
Με τους «παραδοσιακούς συμμάχους» της (Γάλλους και Βρετανούς) να έχουν συντριβεί τότε σε όλα τα μέτωπα από τις δυνάμεις του «άξονα».
Και με Πρωθυπουργό τότε ένα δικτάτορα, τον Ιωάννη Μεταξά, που όμως είχε δύο αρετές:
--Πρώτον, έβλεπε μπροστά και σχεδίαζε το μέλλον.
--Και δεύτερον, έβαζε την Πατρίδα πάνω απ’ όλα και κυρίως πάνω από τις ιδεοληψίες του.
Με δύο λόγια, η Ελλάδα ήταν τότε ένα μικρό σκαρί, ένα «καρυδότσουφλο», μόνο του, στο μέσο μιας πρωτοφανούς καταιγίδας, που είχε ήδη «καταπιεί» άλλα «πλεούμενα», πολύ πιο μεγάλα, πολύ πιο στέρεα, πολύ πιο ανθεκτικά.
Αν το καλοσκεφτείτε, οι Έλληνες εκείνης της εποχής δεν είχαν κανένα λόγο να είναι… «αισιόδοξοι» για ο,τιδήποτε! Αντίθετα είχαν κάθε λόγο να φοβούνται τα πάντα. Και κυρίως τα χειρότερα…
Αν κοίταγαν πίσω, τα τελευταία 20 χρόνια περίπου (τόση είναι η «ενεργός μνήμη των πολιτών») είχαν να θυμούνται μόνο καταστροφές.
Πολέμους, ξεριζωμούς, προσφυγιά, εσωτερικές αναταραχές, εξωτερικές ταπεινώσεις, διχασμούς, αλλεπάλληλα στρατιωτικά πραξικοπήματα, συνεχείς πολιτειακές αλλαγές, χρεοκοπία, πολιτική αστάθεια και τελικά δικτατορία.
Υπήρξε κι ένα «φωτεινό διάλειμμα» που κράτησε μόνο τέσσερα χρόνια η εποχή του «ύστερου» Βενιζέλου, 1928-1932. Αλλά αυτό είχε ήδη λήξει, οριστικά και άδοξα. Πράγματι, ανάμεσα στο 1922 και το 1940 είχαν συμβεί παρά πολλά στην Ελλάδα. Και τα περισσότερα δραματικά.
Αν πάλι οι Έλληνες της εποχής εκείνης ξεχνούσαν προς στιγμήν το παρελθόν και κοιτούσαν γύρω τους, «στο παρόν», στον υπόλοιπο κόσμο της εποχής εκείνης - άλλη μαυρίλα κι αυτή.
Η Γαλλία είχε ήδη ηττηθεί, είχε καταληφθεί από τη Ναζιστική Γερμανία κι είχε διαμελιστεί, λίγους μήνες πριν.
Η Βρετανία είχε ταπεινωθεί από τους Ναζί στην Δουνκέρκη και στη Νορβηγία, ενώ τα Γερμανικά «στούκας», πριν ένα μόλις μήνα, ισοπέδωναν καθημερινά το Λονδίνο.
Η Σοβιετική Ρωσία και η Γερμανία του Χίτλερ σε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους είχαν διαμελίσει την Πολωνία (και ο Στάλιν είχε «απορροφήσει» τις Βαλτικές Δημοκρατίες κι είχε επιτεθεί στη Φιλανδία).
Η Τσεχοσλοβακία είχε διαμελιστεί, με σύμφωνη γνώμη όλων, δύο χρόνια νωρίτερα.
Η Φασιστική Ιταλία είχε ήδη καταλάβει την Αλβανία και απειλούσε πλέον ευθέως την Ελλάδα - και από ξηράς και από θάλασσα (στο Ιόνιο βέβαια - αλλά και στο Αιγαίο με ορμητήριο τα Δωδεκάνησα που βρίσκονταν από 30ετίας υπό Ιταλική κατοχή).
Λίγους μήνες πριν είχε βυθιστεί και το Ελληνικό Πολεμικό «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου. Επισήμως από «άγνωστο υποβρύχιο». Ανεπισήμως, όμως, όλοι οι Έλληνες ήξεραν την αλήθεια.
Παντού γύρω μας, κράτη διαλύονταν, έθνη καταποντίζονταν, λαοί υποδουλώνονταν. Κυριολεκτικά, οι Έλληνες τότε δεν είχαν ούτε που να ελπίσουν ούτε από πού να πιαστούν.
Το ηθικό ενός λαού, διαμορφώνεται κάθε φορά σε δύο διαστάσεις:
--Είτε κοιτώντας πίσω, μέχρι δύο δεκαετίες…
--Είτε κοιτώντας γύρω του, στην «εγγύς γειτονιά» του ή και πιο πέρα…
Η πρώτη είναι η «ιστορική συνείδηση» της κοινής γνώμης. Η δεύτερη είναι η διάχυτη «γεωπολιτική αίσθηση» της κοινωνίας.
Ε λοιπόν, τον Οκτώβριο του 1940, και οι δύο ήταν… «μαύρες και άραχνες» για τους Έλληνες! Κανονικά θα έπρεπε να φοβούνται. Στα όρια του πανικού.
Κι όμως δεν φοβούνταν!
Κι αυτό είναι το εκπληκτικό. Το αληθινά «ανεξήγητο».
Αν διαβάσει κανείς τον Ελληνικό Τύπο της περιόδου εκείνης – πολιτικό και λογοτεχνικό – μόνο διάχυτο φόβο δεν διαπιστώνει!
Παρά τη λογοκρισία της δικτατορίας Μεταξά και το «κυνηγητό» των «διαφωνούντων» διανοουμένων, υπήρχε τότε αξιόλογη αρθρογραφία, αλλά και ζωντανή λογοτεχνική παραγωγή.
Περιέργως πολύ πιο αξιόλογη απ’ ό,τι σήμερα, που δεν έχουμε καμιά λογοκρισία (πέρα από την άτυπη ιδεολογική τρομοκρατία της «πολιτικής ορθότητας» βέβαια).
Για σκεφτείτε το μόνο: Τότε σε συνθήκες δικτατορίας υπήρχε πνευματική ζωντάνια που σήμερα δεν υπάρχει. Και το κυριότερο, τότε δεν υπήρχε φόβος.
Το ξέρουμε κι από αλλού: Όταν ξέσπασε ο Πόλεμος, περιέργως έγινε… «λαϊκό πανηγύρι»! Κανονικό, όμως. Και αναπάντεχο.
Πανηγύρι στην επιστράτευση, πανηγύρι στους δρόμους, πανηγύρι στα θέατρα της πρωτεύουσας που ανέβαιναν με πυρετώδεις ρυθμούς οι αντιφασιστικές επιθεωρήσεις...
Ρώτησα κάποτε τον παππού μου, τι έκανε εκείνες τις πρώτες μέρες του Πολέμου.
Μου απάντησε:
--Πήγαινα στη δουλειά μου κανονικά το πρωί και τα βράδια έπαιρνα τη γιαγιά σου και βγαίναμε με φίλους, είτε σε ταβερνάκια όπου ξεφαντώναμε, είτε στα θέατρα, όπου επίσης ξεφάντωνε το κοινό με τα επιθεωρησιακά νούμερα και τα «τραγούδια της Νίκης» – που τα είπαν τότε όλες οι μεγάλες ντίβες της εποχής με πρώτη βέβαια τη Σοφία Βέμπο.
Μικρή «λεπτομέρεια»: Ο παππούς και η γιαγιά είχαν τότε στον Πόλεμο, ένα γιό αξιωματικό καριέρας, ένα γιό έφεδρο αξιωματικό και ένα γαμπρό απλό – αλλά μάχιμο – στρατιώτη! Όλους στην πρώτη γραμμή, όπου μαίνονταν οι μάχες και θέριζε το θανατικό και τα κρυοπαγήματα. Το ίδιο και όλοι οι φίλοι τους με τους οποίους συναντιούνταν τα βράδια και ξεφάντωναν.
--Δεν ανησυχούσατε για τα παιδιά σας, τον ρώτησα κάποτε…
--Έτρεμε το φυλλοκάρδι μας, απάντησαν σχεδόν με μια φωνή παππούς και γιαγιά.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κάποιοι από τους γνωστούς και φίλους είχαν αρχίσει τότε να παίρνουν τα «ειδοποιητήρια» του Γενικού Επιτελείου:
--«Με θλίψη σας ανακοινώνουμε ότι ο γιός σας (τάδε τάδε) έπεσε ηρωικώς μαχόμενος υπέρ Πατρίδος κλπ. κλπ…»
--Και πώς με τέτοια αγωνία είχατε το κουράγιο να βγαίνετε και να κυκλοφορείτε; ξαναρώτησα...
--Μα γι’ αυτό βγαίναμε, για να παίρνουμε κουράγιο από τους γύρω μας. Και δούλεψε. Και γιατί τα παιδιά μας που πολεμούσαν ακόμα – και νικούσαν πια – αυτό μας παρότρυναν. Να μη χάσουμε την αισιοδοξία μας!
--Δεν πάμε, απλώς, να πολεμήσουμε μας έλεγαν φεύγοντας. Πάμε να νικήσουμε… Κι όταν μας έγραφαν από το μέτωπο, άρχιζαν και τέλειωναν με τις ίδιες λέξεις
--Νικάμε! Τους πήραμε φαλάγγι! Δικό μας το Αργυρόκαστρο! Ελληνική σημαία στην Κορυτσά! Σπάσανε τα μούτρα τους οι Ιταλοί, στην περιβόητη «εαρινή επίθεση».
--Κι εμείς από τα μετόπισθεν φωταγωγούσαμε τα βράδια την Ακρόπολη και στηνόμασταν από κάτω να ’ρθουν να μας βομβαρδίσουν. Αλλά δεν τόλμησαν! (Τόλμησαν βέβαια και βομβάρδισαν το Πειραιά και την Πάτρα, αλλά αυτό περιέργως είχε «σβηστεί» από τη συλλογική μνήμη των ανθρώπων τότε…).
Με δύο λέξεις: Κατάσταση μέθης!
Intoxication που λένε και οι Βρετανοί. Έτσι ακριβώς περιέγραφε με πηχυαίους πρωτοσέλιδους τίτλους ο αγγλικός Τύπος το «φοβερό ηθικό» των Ελλήνων τότε – και στο μέτωπο και στα μετόπισθεν.
Με την κρίσιμη παρατήρηση, ότι τέτοιο ηθικό δεν το είχαν ξαναδεί σε καμία άλλη από τις εμπόλεμες χώρες εκείνης της εποχής.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Για τρείς λόγους:
--Πρώτον, γιατί αν δούμε τα πράγματα εκ των υστέρων (in retrospect), οι κακουχίες και οι απώλειες του ίδιου του Πολέμου στην Αλβανία ήταν μικρό μόνο μέρος της τεράστιας τραγωδίας που θα ακολουθούσε, με την Κατοχή. Και τον Εμφύλιο αμέσως μετά…
Σε ένα συνολικό Ελληνικό πληθυσμό τότε 6.5 εκατομμυρίων οι απώλειες του Πολέμου στην Αλβανία ήταν κοντά στις 15 χιλιάδες, ενώ οι απώλειες ολόκληρης της δεκαετίας του ’40 (μαζί με Κατοχή και Εμφύλιο) πλησιάζουν τις 800 χιλιάδες! (160 χιλιάδες απ’ αυτούς κατά τον Εμφύλιο και οι υπόλοιποι στην Κατοχή, στην Αντίσταση, από πείνα, εκτελέσεις κλπ.).
Κατά κεφαλήν η Ελλάδα υπέστη ίσως τις μεγαλύτερες απώλειες απ’ όλους τους άλλους λαούς που ενεπλάκησαν στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο!
Και στη συνέχεια βρέθηκε υπό τριπλή κατοχή – στην ουσία διαμελίστηκε!
Οι Έλληνες του ’40 λοιπόν, δεν είχαν μόνο πίσω τους δύο δεκαετίες «μαυρίλας». Δεν είχαν μόνο γύρω τους τότε απομόνωση και απελπισία. Είχαν και μπροστά τους, άλλα δέκα χρόνια ζόφου, φρίκης και φοβερής αιματοχυσίας!
Κι όμως δεν το ’βαλαν κάτω!
Δεν έχασαν το κουράγιο τους!
Δεν έδειξαν μοιρολατρία!
Αυτό κρατήστε το (Γιατί μετά κάπου το χάσαμε. Και σήμερα σίγουρα δεν το έχουμε πια…).
--Δεύτερον, διότι αυτός ο λαός ο σκελετωμένος από την πείνα, ο αποδεκατισμένος από τις κακουχίες, ο εξουθενωμένος από τον Πόλεμο, την Κατοχή και κυρίως από τον Εμφύλιο - αυτός ο λαός, λοιπόν, έκανε αμέσως μετά ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο άλμα ανάπτυξης!
Ξεκίνησε από τα ερείπια, κουβαλώντας πάντα όλες τις κακοδαιμονίες του και σημείωνε για δύο δεκαετίες μεταπολεμικά, το ένα αναπτυξιακό ρεκόρ μετά το άλλο.
Πράγματι, μετά τον Πόλεμο, από το 53 ως το 1970 - για δεκαεφτά χρόνια - η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στον κόσμο!
Κρατήστε το κι αυτό. Γιατί μετά, κάπου το χάσαμε επίσης…
--Τρίτον, διότι αν το 1940, όταν ξεκινούσε ο Πόλεμος, κάποιος αναλυτής επιχειρούσε «ψύχραιμα» να κατανοήσει τις προοπτικές της Ελλάδος, θα… πάθαινε κατάθλιψη!
Κι αν το 1945, κάποιος άλλος αναλυτής επιχειρούσε - ψύχραιμα και ορθολογικά κι αυτός - να κατανοήσει τις τότε «προοπτικές» της Ελλάδας (που όδευε κατευθείαν για εσωτερική σύγκρουση), θα αυτοκτονούσε.
Σε όλη αυτή την περίοδο από αναλυτικής πλευράς ήταν όλα μαύρα. Και τα χρόνια που ακολούθησαν επαλήθευσαν τα χειρότερα.
Κι όμως, η Ελλάδα επέζησε! Και άντεξε…
Διαμελίστηκε μια φορά (επί Κατοχής) και απειλήθηκε να διαμελιστεί ακόμα μια φορά (επί Εμφυλίου), αλλά κρατήθηκε.
Μάτωσε όσο λίγοι λαοί, αλλά σηκώθηκε στα πόδια της και άρχισε να τρέχει ξανά.
Κρατήστε το κι αυτό…
Ξέρετε, όλα αυτά δεν έγιναν στην… «αρχαιότητα». Έγιναν μόλις μια δύο γενιές πίσω. Άντε τρείς, για τους σημερινούς πιτσιρικάδες. Τα έκαναν οι γονείς μας και οι παππούδες μας…
Το πείσμα τους και η αντοχή τους και το κουράγιο τους και η φλόγα τους και η «τρέλα» τους δεν μπορεί να «χάθηκαν». Κάπου μέσα μας βρίσκονται.
Αυτά που βιώνουμε σήμερα είναι όντως σοβαρά και δραματικά. Αλλά σε σύγκριση με όσα πέρασαν εκείνοι – και τα ξεπέρασαν – δεν είναι τίποτε!
Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα είναι σοβαροί, ασφαλώς.
Αλλά σε σύγκριση με τους τεράστιους κινδύνους και τις καταστροφές που έζησε ο τόπος μας και ο λαός μας δυο-τρείς γενιές πριν, δεν είναι απολύτως τίποτε.
Όταν αναλύουμε με επιχειρήματα και στοιχεία και «μοντέλα» και «λογικά σχήματα», τι γίνεται σήμερα και που πάει αύριο, να θυμάστε, ότι το «κύτταρο» και η «συλλογική ταυτότητα» ενός λαού δεν μετριούνται με νούμερα και δεν χωράνε σε «μοντέλα». Αν μετριούνταν έτσι, εμείς απλώς δεν θα υπήρχαμε σήμερα!
Κρατήστε τα αυτά. Και σκεφτείτε τα…
Και αφουγκραστείτε μέσα σας, βαθιά μέσα σας, τη φωνή του πατέρα σας και του παππού σας. Κάτι σας λένε. Έτσι δεν είναι;
Ακούγεται σαν ψίθυρος. Ίσως και σαν τραγούδι.
Ναι είναι το παλιό εκείνο εμβατήριο (που τώρα πια σχεδόν το έχουν… απαγορεύσει)
…ποτέ δεν πεθαίνει! Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει…
Εκείνοι δεν ζουν πια, αλλά πέρασαν τόσα και στάθηκαν όρθιοι. Είχαν επίσης μεγάλα ελαττώματα, ίδια με τα δικά μας. Έκαναν κι εκείνοι σφάλματα. Ίσως χειρότερα από τα δικά μας. Αλλά έδειξαν και αρετές. Που σήμερα εμείς τις ζηλεύουμε. Αλλά κάπου μέσα μας τις έχουμε κρυμμένες. Μέχρι να βρεθεί τρόπος να τις «ξεκλειδώσουμε» και τις βγάλουμε.
Όπως έκαναν κι εκείνοι στα δύσκολα…
Ε λοιπόν, τέτοιες μέρες ακούμε τη φωνή τους μέσα μας να μας το ψιθυρίζουν ή να μας το τραγουδάνε ή και να μας το φωνάζουν ενίοτε:
--…ποτέ δεν πεθαίνει. Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει…
Δίκιο έχουν!
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.