Η ιστορική πορεία του ανατολικού επινείου της αρχαίας Κορίνθου στον Σαρωνικό κόλπο, μέσα από την αναδίφηση στις κυριότερες πηγές και σε συνδυασμό με τις αρχαιολογικές διαπιστώσεις.
(ΤΟ Β'ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ, ΤΟ Γ'ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ)
(ΤΟ Β'ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ, ΤΟ Γ'ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ)
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιοχές της Κορινθίας, τόσο από αρχαιολογικής, όσο και από αρχιτεκτονικής άποψης, είναι η τοποθεσία του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών(1), στην ακτή ανατολικά του σύγχρονου χωριού και δίπλα από την Εθνική Οδό Ισθμού – Αρχαίας Επιδαύρου. Οι λιμενικές εγκαταστάσεις των Ρωμαϊκών χρόνων διαμορφώνονταν στο βόρειο άκρο του ομώνυμου όρμου στον Σαρωνικό κόλπο, από τις οποίες διασώζονται αρκετές κτιριακά περιγράμματα, ενώ διακρίνονται καθαρά οι βραχίονες των δύο εκατέρωθεν τεχνητών μόλων, που σήμερα βρίσκονται βυθισμένοι κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Δυστυχώς, ως αρχαιολογικός χώρος παραμένει μάλλον αναξιοποίητος και παραμελημένος, χωρίς να έχει τύχει της δέουσας προβολής, παρά την αναμφισβήτητη σπουδαιότητα του. Έτσι λοιπόν, θα επιδιώξουμε να σκιαγραφήσουμε τον αρχαίο λιμένα των Κεγχρεών μέσα από ένα τριμερές αφιέρωμα, σε μία προσπάθεια να αναδείξουμε τα υφιστάμενα μνημειακά κατάλοιπα και γνωρίσουμε την λειτουργικότητα τους. Στο πρώτο μέρος θα ακολουθήσουμε την ιστορική πορεία του πολίσματος από την απώτερη αρχαιότητα έως την νεότερη εποχή, με βάση τις σχετικές αναφορές στις κυριότερες πηγές και σε συνδυασμό με τις διαπιστώσεις των αρχαιολογικών ερευνών. Στην συνέχεια θα ασχοληθούμε με τις διεξαχθείσες ανασκαφές και τις δομικές κατασκευές στις προβλήτες, και στην ευρύτερη τοποθεσία, προκειμένου να προσλάβουμε μία εικόνα για το είδος και την έκταση των λιμενικών υποδομών, αλλά και λοιπών κτισμάτων. Τέλος, σε μία τρίτη ενότητα θα προβούμε σε μία παρουσίαση των θαυμάσιων επιτοίχιων υαλοθετημάτων, που ανακαλύφθηκαν σε συσκευασίες στο δάπεδο ενός αψιδωτού κτιρίου στον νότιο μόλο και τα οποία αποτελούν εξαιρετικά και σπάνια δείγματα εικαστικής υαλογραφίας του 4ου αιώνα μ. Χ..
Σύμφωνα με την μυθολογία, οι Κεγχρεές έλαβαν την επωνυμία τους από τον Κεγχρία τον γιό του θεού Ποσειδώνα και της νύμφης Πειρήνης, της κόρης του ποτάμιου θεού Αχελώου(2). Ο δε αδερφός του Λέχης έδωσε αντίστοιχα το όνομα του στον λιμένα του Λεχαίου. Αυτή η ονοματοθεσία από δύο αδερφούς στα δύο μητροπολιτικά επίνεια, το ένα στον Σαρωνικό και το άλλο στον Κορινθιακό κόλπο, δηλώνει απερίφραστα ότι οι πολιτιστικές τους διαδρομές ανά τους αιώνες, προοιωνίζονταν να είναι παράλληλες και άρρηκτα συνυφασμένες με την ιστορία της Κορίνθου. Μάλιστα, δεν υπήρξαν ποτέ ανεξάρτητες πόλεις στην αρχαιότητα και δεν έκοψαν δικά τους νομίσματα.
Αν και έχουν εντοπιστεί ίχνη προϊστορικής κατοίκησης στον λόφο πάνω τον βορειοανατολικό μόλο, εντούτοις η συστηματική χρήση των Κεγχρεών ως λιμένα ενδεχομένως να ανάγεται στην Αρχαϊκή εποχή (7ος – 6ο αιώνα π. Χ.), όταν εκτελούνται οι πρώτες εκτεταμένες εργασίες και στο επίνειο του Λεχαίου. Η δε επιλογή της τοποθεσίας ήταν απολύτως εύστοχη, καθόσον βρίσκεται στο μέσο του βορειοδυτικού μυχού του Σαρωνικού κόλπου, από όπου διευκολύνεται η ναυσιπλοΐα μέσω των διαδοχικών νησιών. Ο σχηματιζόμενος όρμος προσφέρονταν για αγκυροβόλιο, καθώς προφυλάσσονταν επαρκώς από τους ισχυρούς νότιους και νοτιοδυτικούς ανέμους, λόγω της παρουσίας του προκαλύπτοντος όγκου των Όνειων ορέων. Επίσης, από εκεί διέρχονταν το κύριο παραλιακό δρομολόγιο, οδηγώντας με διακλαδώσεις στην Τροιζηνία και Αργολίδα, ενώ μία αρχαία οδός φαίνεται ότι έβαινε απευθείας από το πόλισμα των Κεγχρεών στην Κόρινθο, διανύοντας μία απόσταση 70 σταδίων (περίπου 13 χιλιομέτρων), όπως συνάγεται από την μαρτυρία του γεωγράφου Στράβωνα(3). Στην δε ανάπτυξη τους ως διαμετακομιστικού κέντρου, συνέβαλε θετικά η πρωτοποριακή κατασκευή του περίφημου Δίολκου στον Ισθμό τον 6ο αιώνα π. Χ., μάλλον έπειτα από απόφαση του τύραννου της Κορίνθου Περίανδρου (627 – 584 π. Χ.). Το τεχνικό έργο είχε ως σκοπό την διαπεραίωση των εμπορικών και πολεμικών πλοίων από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό κόλπο, παρέχοντας την δυνατότητα αποφυγής του χρονοβόρου και επικίνδυνου περίπλου της Πελοποννήσου, ιδίως κατά τα διαπόντια ναυτικά ταξίδια από Ανατολή σε Δύση. Ουσιαστικά, επρόκειτο για έναν πλακόστρωτο δρόμο, κυμαινόμενου πλάτους 3,5 με 4 μέτρα και μήκους περί τα 8 χιλιόμετρα, με τα δύο άκρα του να απολήγουν στην παραλία του αρχαίου Σχοινούντα (σημερινό Καλαμάκι) και στο δυτικό πέρας της σύγχρονης διώρυγας (Ποσειδωνία) αντίστοιχα. Στο οδόστρωμα του είχαν λαξευτεί αυλακώσεις για την ασφαλή κύλιση των ξύλινων τροχοφόρων φορέων (ολκοί), επί των οποίων ανελκύονταν και μεταφέρονταν τα πλοία χωρίς το φορτίο τους, πιθανότατα μόνο από δούλους, αφού αρχικά είχαν συρθεί σε μία κεκλιμένη λιθόστρωτη προβλήτα στην ξηρά με την υποβοήθηση ξύλινων κυλίνδρων. Πρωτύτερα και ανάλογα με την κατεύθυνση του προορισμού τους, εκτιμάται ότι τα διακινούμενα προϊόντα και η εξοπλισμός τους εκφορτώνονταν στις Κεγχρεές ή στο Λέχαιο και διακομίζονταν αναλόγως με άμαξες και ζώα στα δύο επίνεια, όπου και θα διενεργούνταν η επαναφόρτωση τους στα ίδια καράβια στο τέλος της διαδικασίας.
Σταδιακά άρχισε να σχηματίζεται ο αστικός ιστός στην αναπεπταμένη περιοχή δυτικά του όρμου, που περιβάλλεται από χαμηλούς γήλοφους, στην οποία εκτείνεται και ο σημερινός οικισμός των Κεχριών. Μολονότι τα ευρήματα από την Αρχαϊκή εποχή είναι πενιχρά, ωστόσο από σωστικές ανασκαφές της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών Αθηνών (ΑΣΚΣΑ) και συναφείς έρευνες της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, επισημάνθηκαν εκεί οικιστικά κατάλοιπα τόσο των Κλασσικών, όσο και των Ελληνιστικών χρόνων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στην υπόψη έκταση εντοπίστηκε νεκροταφείο και των δύο διαλαμβανόμενων ιστορικών εποχών, ενώ στο ύψωμα 200 μέτρα βόρεια του μέσου του αρχαίου λιμένα, καθώς και στο εδαφικό κρηπίδωμα του βορειοανατολικού μόλου, ανακαλύφθηκαν κατά περίπτωση θεμελιώσεις κτισμάτων, κεραμική, ειδώλια και νομίσματα, που καλύπτουν το χρονικό φάσμα από τον 5ο έως τα μέσα του 3ου αιώνα π. Χ.. Πάντως τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι αρκετά για να προσδιοριστεί επακριβώς η αστική περίμετρος σε σχέση με τις λιμενικές εγκαταστάσεις των Κεγχρεών για αυτό το διάστημα, λόγω ελλείψεως λοιπών πολεοδομικών τεκμηρίων από ανασκαφικές εργασίες. Σύμφωνα όμως με τις αποχρώσες ενδείξεις, τουλάχιστον ένα τμήμα της βορειοανατολικής προκυμαίας βρίσκονταν ήδη σε χρήση από την Ελληνιστική περίοδο ή κατοικούνταν έστω και περιορισμένα. Στον αντίποδα και εξαιτίας αυτής της διαφαινόμενης χωροταξικής ασάφειας, ορισμένοι νεότεροι μελετητές διατείνονται πως οι παράκτιες προβλήτες και αποβάθρες των Κλασσικών και Ελληνιστικών χρόνων διαρρυθμίζονταν πιθανώς κάτω από τις προσχώσεις, οι οποίες δημιούργησαν το πλάτωμα δίπλα και νοτιοδυτικά από τον σημερινό ανασκαμμένο χώρο, μία άποψη που δεν δύναται να πιστοποιηθεί προς το παρόν. Το σίγουρο είναι ότι οι Κεγχρεές σύντομα μεταβλήθηκαν σε ένα πολυσύχναστο εμπορικό κόμβο της νοτιοανατολικής Ευρώπης, αφού υποδέχονταν πολυάριθμα πλοία από τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, την Μικρά Ασία, την Κύπρο, την Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο(4). Άρα λοιπόν, μαζί με την διακίνηση εδώδιμων αγαθών, χρηστικών προϊόντων και υλικών, διαδίδονταν από τα πληρώματα και τους επιβάτες, ποικίλες ιδέες, τεχνικές, συνήθειες, δοξασίες, φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιλήψεις από μακρινούς και λίαν εξωτικούς τόπους, προσδίδοντας στο ανατολικό επίνειο της Κορίνθου μία αύρα πολυπολιτισμικότητας, η οποία με την πάροδο των αιώνων κατέστη ακόμα εντονότερη, αφήνοντας το ανεξίτηλο στίγμα της κυρίως στην Ρωμαϊκή εποχή.
Κατά την διάρκεια της Κλασσικής εποχής (490/480 – 323 π. Χ.) οι Κεγχρεές χρησιμοποιούνταν ως οχυρός ναύσταθμος, όπου ελλιμενίζονταν τα πολεμικά πλοία των Κορινθίων, προσλαμβάνοντας μία επιπρόσθετη στρατηγική βαρύτητα. Από τότε αρχίζουν και οι σποραδικές καταγραφές του πολίσματος στα αρχαία συγγράμματα, και ειδικότερα μέσα από την αφήγηση του αρχαίου ιστορικού Θουκυδίδη για τον αδελφοκτόνο Πελοποννησιακό πόλεμο (431 – 404 π. Χ.)(5), στον οποίο η Κόρινθος είχε συνταχθεί με την παράταξη της Σπάρτης εναντίον του Αθηναϊκού συνασπισμού. Στα πλαίσια των πολυετών πολεμικών επιχειρήσεων, ο Αθηναίος στρατηγός Νικίας εκστράτευσε στις Κορινθιακές ακτές τον Σεπτέμβριο του 424 π. Χ., εκτελώντας απόβαση στα παράλια της Σολύγειας (τοποθεσία σημερινού οικισμού Γαλατάκι), στα νοτιοανατολικά των Ονείων ορέων. Οι Κορίνθιοι ηττήθηκαν στην μάχη που ακολούθησε, γιατί είχαν αφήσει τους μισούς οπλίτες τους στο στρατόπεδο των Κεγχρεών, υπό τον φόβο μίας εχθρικής επίθεσης στα νώτα τους. Όταν οι τελευταίοι επανήλθαν με την υπόλοιπη δύναμη τους, οι Αθηναίοι έκριναν σκόπιμο να αποχωρήσουν με τα πλοία τους, λεηλατώντας τις ακτές της Κορινθίας και της Επιδαύρου, χωρίς να εμπλακούν σε νέα σύρραξη εκ του συστάδην. Δώδεκα χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 412 π.Χ., οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι τους επιδιώκοντας να βοηθήσουν τους Χιώτες να αποστατήσουν από τον αντίπαλο συνασπισμό, αποφάσισαν αποστείλουν στο νησί άμεσα τον μισό στόλο τους, μεταφέροντας 21 πλοία από τον Κορινθιακό στον Σαρωνικό κόλπο μέσω του Δίολκου, τα οποία συγκεντρώθηκαν στον λιμένα των Κεγχρεών έτοιμα να αναχωρήσουν. Αλλά οι Κορίνθιοι αρνήθηκαν να επιβιβαστούν σε αυτά, πριν ολοκληρωθεί η εορτή των Ισθμίων, που τελούνταν εκείνη την περίοδο. Από την χρονοτριβή χάθηκε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και οι Αθηναίοι κατάφεραν τελικά να εμποδίσουν τους Πελοποννήσιους να συνδράμουν τους Χιώτες. Η δε ναυτική μοίρα των Λακεδαιμόνιων, έπειτα από αψιμαχίες με τον Αθηναϊκό στόλο, επέστρεψε τελικά στις Κεγχρεές όπου και παρέμεινε αγκυροβολημένη για αρκετό καιρό.
Οι εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των Ελληνικών πόλεων – κρατών συνεχίστηκαν και στον 4ο αιώνα π. Χ., όταν η Θήβα κατάφερε να αναδειχθεί πρόσκαιρα ως επικρατέστερος δυναμικός παράγοντας στην πολιτικοστρατιωτική σκηνή, μέσα από ένα κυκεώνα ευμετάβλητων συμμαχιών. Η δε περιοχή των Κεγχρεών και των Ονείων ορέων βρέθηκε μερικές φορές στην δίνη των εξελίξεων, όντας ο φυσικός παραστάτης του Ισθμού, της «χερσαίας πύλης» της Πελοποννήσου(6). Όπως διηγείται ο έτερος αρχαίος ιστορικός Ξενοφών, περί τον Δεκέμβριο του 370 π. Χ., οι Βοιωτοί και οι σύμμαχοι τους ανέλαβαν μία εκστρατεία υπέρ του Αρκαδικού Κοινού προελαύνοντας σε Λακωνία και Μεσσηνία. Τότε οι Αθηναίοι αποδέχθηκαν τις εκκλήσεις των Σπαρτιατών, των Κορινθίων και των Φλειασίων να πολεμήσουν στο πλευρό τους ενάντια στους εισβολείς και ανέλαβαν μία πανστρατιά στην Πελοπόννησο τους πρώτους μήνες του 369 π. Χ.. Όταν ο Αθηναίος επικεφαλής Ιφικράτης πληροφορήθηκε ότι οι Βοιωτοί ετοιμάζονταν να επιστρέψουν πίσω, αποφάσισε να τους προλάβει στην περιοχή του Ισθμού. Για να υλοποιήσει τον στόχο του κατέλαβε τις προσβάσεις των Ονείων ορέων, αλλά δεν φρόντισε να διασφαλίσει και την παραλιακή οδό των Κεγχρεών, από όπου πέρασε το στράτευμα του Θηβαίου στρατηγού Επαμεινώνδα, απωθώντας ένα ελαφρύ απόσπασμα Αθηναϊκού και Κορινθιακού ιππικού.
Ωστόσο, την άνοιξη του ίδιου έτους, οι Θηβαίοι πείστηκαν από τους συμμάχους τους, Αρκάδες, Ηλείους και Αργείους, να εκστρατεύσουν εκ νέου στην Πελοπόννησο. Παράλληλα, οι ανταγωνιστές τους Κορίνθιοι, Σικυώνιοι, Φλειάσιοι, Αθηναίοι, Λακεδαιμόνιοι και λοιποί συνέρρευσαν στο μέρος του Ισθμού και οχύρωσαν τα Όνεια όρη και τα εδάφη τακτικής σημασίας ανάμεσα στο Λέχαιο και τις Κεγχρεές, οι οποίες λειτουργούσαν και ως σταθμός ανεφοδιασμού. Αυτές οι εσπευσμένες προπαρασκευές δεν στάθηκαν ικανές να ανακόψουν τον επελαύνοντα Επαμεινώνδα στις αρχές του καλοκαιριού του 369 π. Χ.., που διέσπασε τον αντίπαλο κλοιό με αιφνιδιαστική πρωινή έφοδο στο πιο εκτεθειμένο σημείο της αμυντικής τοποθεσίας. Κατόπιν οι Θηβαίοι εκτέλεσαν μία πολεμική περιοδεία εντυπωσιασμού στην βορειοανατολική Πελοπόννησο και επιτέθηκαν ανεπιτυχώς στην Κόρινθο, πριν αποσυρθούν στην πατρίδα τους.
Παρόμοια επιχειρησιακή πλοκή επαναλήφθηκε και στα 367 π. Χ., όταν ο Επαμεινώνδας επικεφαλής ενός εκστρατευτικού σώματος προέλασε προς την Πελοπόννησο, επιζητώντας να υποτάξει τους Αχαιούς για να αυξήσει το γόητρο των Θηβαίων απέναντι στους Αρκάδες και στους άλλους συμμάχους του. Τα στρατεύματα του αντιθηβαϊκού συνασπισμού είχαν εγκατασταθεί και πάλι σε καίριες θέσεις στην περιοχή του Ισθμού, αλλά παραδόξως οι Αθηναίοι και οι μισθοφόροι των Λακεδαιμονίων, που είχαν την ευθύνη του μετώπου προς τον Σαρωνικό κόλπο, είχαν παραμελήσει την φύλαξη των Ονείων ορέων. Αυτό το ατόπημα έγινε αντιληπτό από τον στρατηγό του Άργους Πεισία, που είχε παρακινηθεί από τον Επαμεινώνδα να προκαταλάβει τα Όνεια όρη και εκτελώντας νυκτερινή ενέργεια με το απόσπασμα του, κατέλαβε το ύψωμα πάνω από τις Κεγχρεές (τοποθεσία Στανοτοπίου), το οποίο διατήρησε για επτά ημέρες, διαθέτοντας τα ανάλογα τρόφιμα. Σε αυτό το χρονικό διάστημα κατέφθασαν οι Θηβαίοι και αφού συνενώθηκαν με τους Αργείους, πέρασαν ανενόχλητοι τον ορεινό όγκο και προχώρησαν προς την Αχαΐα, την οποία πρόσδεσαν έστω και προσωρινά στο άρμα του Βοιωτικού Κοινού, πριν αποχωρήσουν ξανά από την Πελοπόννησο.
Η δεδομένη προτίμηση που έδειχνε ο Επαμεινώνδας στην διέλευση του στρατεύματος του από το μέρος των Κεγχρεών κατά τις διαδοχικές εκστρατείες του, φαίνεται ότι οδήγησε τους Κορίνθιους σε συνεργασία με τις άλλες πόλεις της αντιθηβαϊκής παράταξης, να προβούν σε μία πιο μόνιμη αμυντική οργάνωση των Ονείων ορέων, στα πλαίσια της γενικότερης πολεμικής διάταξης στην περιοχή του Ισθμού. Έτσι μάλλον τότε θεμελιώθηκαν οι σωζόμενες οχυρώσεις που ανάγονται στον 4ο αιώνα π. Χ., επί των κορυφών πάνω από τις τοποθεσίες Μαρίστα και Στανοτόπι της υπόψη βουνοσειράς(7), με σκοπό την περιφρούρηση και τον άμεσο έλεγχο των παρακείμενων ορεινών διαβάσεων, αλλά και την πλήρη εποπτεία του έμπροσθεν Ισθμιακού πεδίου. Οι δε Κεγχρεές εξακολούθησαν να διαθέτουν μία βαρύνουσα στρατιωτική σημασία υπό την έννοια ενός ναυτικού ερείσματος στον Σαρωνικό κόλπο, το οποίο μπορούσε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ελλιμενισμού ενός πολεμικού στόλου, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλιζαν την παραλιακή οδική αρτηρία κατά μήκος της βορειοανατολικής Πελοποννήσου. Φθάνοντας στην αυλαία των Κλασσικών χρόνων, το πόλισμα μνημονεύεται ως τειχισμένο στο κείμενο του «Περίπλου» του ψευδο-Σκύλακα(8), που θεωρείται ότι συντάχθηκε γύρω το 330 π. Χ., ενισχύοντας την εντύπωση της αντιστοίχισης του με οχυρό ναύσταθμο.
Οι απαρχές της Ελληνιστικής εποχής (323 – 146 π. Χ.) στιγματίστηκαν από τους πολέμους μεταξύ των αντίζηλων επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που προέκυψαν από την διανομή των εδαφών του αχανούς κράτους του Μακεδόνα στρατηλάτη. Κατά την διάρκεια μίας τέτοιας σύγκρουσης στα 315 π. Χ., ο επίδοξος διεκδικητής του θρόνου της Μακεδονίας Κάσσανδρος διάβηκε τον Ισθμό, προκειμένου να καταβάλλει τον ανταγωνιστή του στρατηγό Πολυπέρχοντα, και πρώην βασιλικό επιμελητή, ο οποίος διέθετε βάσεις στην Πελοπόννησο. Όπως καταγράφει ο Έλληνας ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης(9), ο αδυσώπητος Κάσσανδρος κατέλαβε με πολιορκία τις Κεγχρεές και δήωσε την χώρα των Κορινθίων. Έπειτα κυρίευσε με εφόρμηση δύο παρακείμενα φρούρια, αλλά άφησε με συνθήκη τους διασωθέντες άνδρες της φρουράς τους, που είχαν εγκατασταθεί από τον Αλέξανδρο, τον γιό του Πολυπέρχοντα. Όσον αφορά τα δύο ανώνυμα οχυρά, έχει προταθεί αρκετά αληθοφανώς ότι πρόκειται για τα αρχαία περιτειχίσματα πάνω από τις διαβάσεις της Μαρίστας και του Στανοτοπίου, με γνώμονα ότι ο Διόδωρος αναφέρει την κατάκτηση τους αμέσως μετά την άλωση των γειτονικών Κεγχρεών.
Τον 3ο αιώνα π. Χ. αναδείχθηκε το άστρο της Αχαϊκής Συμπολιτείας ως αντίπαλο δέος των Μακεδόνων στην Πελοπόννησο, με βασικό στρατιωτικό συντελεστή τον διαβόητο Άρατο. Ο Σικυώνιος στρατηγός είχε κατανοήσει από νωρίς ότι το μέλλον της συνομοσπονδίας εξαρτιόνταν κυρίως από την κυριαρχία στον Ισθμό και φρόντισε να ενταχθεί σε αυτή με την βία η Κόρινθος στα 243 π. Χ.. Έκτοτε φαίνεται ότι οι Κεγχρεές αποτελούσαν συχνά χώρο εξόρμησης των στρατευμάτων του για πολεμικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τον βιογράφο Πλούταρχο(10), περί το 235 π. Χ., ο Άρατος διέταξε να συγκεντρωθεί εκεί με κάθε μυστικότητα μία στρατιά με τα απαραίτητα εφόδια, ενώ πρωτύτερα είχε προκαλέσει με τέχνασμα τον τύραννο του Άργους Αρίστιππο, πιστό οπαδό της Μακεδονικής παράταξης και προσωπικό του εχθρό, να ενεργήσει προς ανακατάληψη των Κλεωνών. Στην συνέχεια, ορμώμενος από το Κορινθιακό επίνειο, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους ανυποψίαστους Αργείους και τους καταδίωξε μέχρι τις Μυκήνες, όπου και φονεύθηκε ο ηγεμόνας τους.
Τα επόμενα χρόνια, η επέκταση της Αχαϊκής Συμπολιτείας στην Πελοπόννησο, επέφερε την ανοιχτή ρήξη με την Σπάρτη, με την οποία διατηρούσε σχέσεις μάλλον λυκοφιλίας. Καθώς η κατάσταση εξελίσσονταν δυσμενώς για τους Αχαιούς και ιδίως για τα συμφέροντα του Άρατου, ο τελευταίος προτίμησε να ζητήσει την επικουρία του Μακεδόνα βασιλιά Αντίγονου Γ’ Δώσωνα, συμφωνώντας να του παραδώσει ως αντάλλαγμα την Κόρινθο, μία δύσκολη απόφαση που έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με την έως τότε ασκούμενη πολιτική του. Ο ίδιος εναντιώθηκε στην αναγκαστική αναγνώριση του Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη Γ’ ως ηγέτη του στρατού της Συμπολιτείας, ο οποίος εξοργισμένος επανέλαβε άμεσα τις εχθροπραξίες. Έτσι το θέρος του 225 π. Χ., οι Λακεδαιμόνιοι καταλαμβάνουν έναν αριθμό πόλεων του Αχαϊκού συνασπισμού, ανάμεσα τους και την Κόρινθο με τα δύο της επίνεια, εκτός από το φρούριο του Ακροκορίνθου, που εξακολούθησαν να κατέχουν οι Αχαιοί. Ο δε Κλεομένης φέρεται να έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην τοποθεσία των Κεγχρεών, ανακατασκευάζοντας τις οχυρώσεις στα Όνεια όρη. Όμως δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την διείσδυση του Μακεδονικού στρατεύματος με επικεφαλής τον ίδιο τον Αντίγονο Γ’ το καλοκαίρι του 224 π. Χ., που προέλασε ταχύτατα έχοντας την αμέριστη συναίνεση των αρχόντων της Αχαϊκής Συμπολιτείας και κατέλαβε την Κόρινθο και το Άργος, ακολουθώντας την υποχώρηση του βασιλιά της Σπάρτης. Τότε συνελήφθη από τους Αχαιούς ο τύραννος του Άργους Αριστόμαχος, ο οποίος είχε επιδείξει επαμφοτερίζουσα στάση, καταλήγοντας να συνταχθεί με τους Λακεδαιμόνιους και μεταφέρθηκε στις Κεγχρεές, όπου τον βασάνισαν μέχρι θανάτου και έπειτα τον καταπόντισαν στην θάλασσα ως προδότη.
Στις δε συγκρούσεις που διενεργήθηκαν από το 224 έως το 222 π. Χ., επικράτησε τελικά ο Αντίγονος Γ’ Δώσων, ενώ ο Κλεομένης κατόρθωσε να διαφύγει στην Αλεξάνδρεια, ελπίζοντας ότι θα τον βοηθήσει ο Πτολεμαίος Γ' Ευεργέτης, ο Ελληνιστής βασιλιάς της Αιγύπτου. Ο τελευταίος είχε ανακηρυχθεί τιμητικά από τον Άρατο ως ανώτατος στρατιωτικός άρχοντας της Αχαϊκής Συμπολιτείας περί 242/1 π. Χ., όντας ένθερμος υποστηρικτής της αντιμακεδονικής παράταξης. Μάλιστα, από τις πηγές συνάγεται πως οι πρέσβεις του Πτολεμαίου διέμεναν στις Κεγχρεές, εδραιώνοντας ίσως από εκείνη την περίοδο στενούς διεθνείς δεσμούς με τον Κορινθιακό λιμένα, οι οποίοι παρέμειναν αρραγείς τουλάχιστον έως την ύστερη αρχαιότητα, όπως υποδηλώνεται από τα ευρεθέντα περίτεχνα υαλοθετήματα του 4ου αιώνα μ. Χ., που από την θεματολογία τους τεκμαίρεται ότι προέρχονται από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Στα 146 π. Χ. έλαβε χώρα η καθοριστική μάχη της Λευκόπετρας έξω από τα τείχη της Κορίνθου, στην οποία οι υπέρτερες Ρωμαϊκές λεγεώνες υπό τον ύπατο Λεύκιο Μόμμιο (Lucius Mummius) υπερίσχυσαν ολοκληρωτικά του στρατού της Αχαϊκής Συμπολιτείας, που είχε συγκροτήσει ο στρατηγός Διαίος ο Μεγαλοπολίτης. Κατόπιν ο Ρωμαίος διοικητής πυρπόλησε και κατέστρεψε ολοσχερώς την πόλη, αφού προηγουμένως καταλήστεψε τα ωραιότερα έργα τέχνης για να τα αποστείλει στην Ρώμη, ενώ είχε διατάξει την θανάτωση όλων των ανδρών και την πώληση του υπόλοιπου πληθυσμού ως δούλων, ανεξάρτητα με την κοινωνική τάξη του κάθε ατόμου. Η δε τοποθεσία της Κορίνθου κηρύχθηκε ως Ρωμαϊκό «δημόσιο πεδίο (ager publicus)», ώστε να αποτραπεί ο επανοικισμός της. Αυτή η αποθεμελίωση της μητρόπολης που επισφράγισε την αφετηρία της Ρωμαϊκής κυριαρχίας στον Ελληνικό χώρο (146 π. Χ. – 330 μ. Χ.), σίγουρα είχε άμεσο αντίκτυπο και στους δύο λιμένες της, σε Λέχαιο και Κεγχρεές, τα οποία προφανώς απαξιώθηκαν. Η γενικότερη πολιτιστική παρακμή της περιοχής διάρκεσε για έναν αιώνα, καθώς μεταξύ άλλων η Κορινθία παρουσιάζεται σαν ένας εγκαταλειμμένος και ερημωμένος τόπος στα 45 π. Χ., σε μία επιστολή του Ρωμαίου στρατιωτικού κυβερνήτη της Αχαΐας Σέρβιου Σουλπίκιου Ρούφου (Servius Sulpicius Rufus) προς τον φίλο του και διαπρεπή λόγιο Κικέρωνα (Marcus Tullius Cicero)(11).
Όμως τον επόμενο χρόνο η Κόρινθος έμελλε να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της. Στις αρχές του 44 π. Χ., λίγο πριν την δολοφονία του, ο στιβαρός δικτάτορας Ιούλιος Καίσαρας (Gaius Iulius Caesar) αποφασίζει να επανιδρύσει την πόλη ως Ρωμαϊκή αποικία, με το όνομα «Clara Laus Iulia Corinthus», εποικίζοντας την με απελεύθερα άτομα και βετεράνους λεγεωνάριους. Αυτή η απρόσμενη αναβίωση πιθανότατα συμπαρέσυρε και τις Κεγχρεές σε μία παράλληλη άνθηση. Σταδιακά και καθώς η Ρωμαϊκή Κόρινθος άρχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς και να μεταβάλλεται σε ένα κοσμοπολίτικο κέντρο, κρίθηκε απαραίτητη η αναβάθμιση και των δύο επινείων της, σε Κορινθιακό και Σαρωνικό κόλπο, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της αυξημένης εμπορικής κίνησης. Όσον αφορά τις Κεγχρεές, σύμφωνα με την αρχαιολογική έρευνα, οι εργασίες κατασκευής κατάλληλων λιμενικών εγκαταστάσεων ξεκίνησαν πιθανότατα στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αύγουστου (27 π. Χ. – 14 μ. Χ.), καταργώντας τις ασυντήρητες προβλήτες των Κλασσικών/Ελληνιστικών χρόνων. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός απέβλεπε κυρίως στην βελτίωση της αγκυροβολίας των πλοίων, με την δημιουργία κατάλληλων κρηπιδωμάτων στην παραλία και δύο τεχνητών μόλων στην βόρεια και νότια πλευρά, που το μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκεται σήμερα βυθισμένο στην θάλασσα και οι οποίοι αποτελούσαν προέκταση δύο εκατέρωθεν μικρών φυσικών ακρωτηρίων. Έτσι θα σχηματίζονταν μία ευρεία εσωτερική λιμενολεκάνη από δύο συγκλίνοντες ογκώδεις κυματοθραύστες, που άφηναν ένα στόμιο εισόδου πλάτους περί τα 150 με 200 μέτρα, συνιστώντας έναν ιδανικό και ασφαλή ναύσταθμο.
Αν και οι αποβάθρες και οι λοιπές εγκαταστάσεις θα δέχονταν μελλοντικά επιπρόσθετες, τροποποιήσεις, επεκτάσεις και βελτιώσεις κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου, εντούτοις σύμφωνα με τις φιλολογικές ενδείξεις, ο νέος λιμένας τέθηκε σε λειτουργία πολύ γρήγορα. Το χρονικό διάστημα από το 14 έως το 23 μ. Χ., ο διάσημος γεωγράφος Στράβων συντάσσει το μεγαλύτερο μέρος της πολύτομης κοσμογραφικής πραγματείας του, στην οποία μνημονεύονται οι Κεγχρεές ως «κώμη και λιμήν» όπου κατέπλεαν όσοι ταξίδευαν από την (Μικρά) Ασία(12). Επίσης, ο σύγχρονος του Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος παραθέτει σε ένα ποίημα του, ότι στο Κορινθιακό επίνειο επιβιβάστηκε στο σκάφος «Μινέρβα» και πλέοντας από εκεί αποβιβάστηκε στην πολίχνη Τέμπυρα στις ακτές της Θράκης, πριν προχωρήσει οδοιπορικώς προς τον τόπο εξορίας του, στην πόλη Τόμις στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας(13).
Στα μέσα του 1ου αιώνα μ. Χ., οι Κεγχρεές θα συνδεθούν ιστορικά με μία κορυφαία προσωπικότητα του Χριστιανισμού. Εντός του έτους 50 μ. Χ. και στα πλαίσια της δεύτερης περιοδείας του, έρχεται στην Κόρινθο ο Απόστολος Παύλος προερχόμενος από την Αθήνα, χωρίς να διευκρινίζεται η ακολουθηθείσα διαδρομή(14). Μολονότι αρκετοί ιστοριοδίφες και θεολόγοι διατείνονται ότι διάπλευσε τον Σαρωνικό κόλπο και αφίχθηκε πρώτα στον λιμένα των Κεγχρεών, αυτή η θεώρηση δεν δύναται να επιβεβαιωθεί και είναι πιο δόκιμη η εκδοχή να χρησιμοποίησε την χερσαία οδό διερχόμενος από τον Ισθμό. Ο «Απόστολος των Εθνών» παρέμεινε στην Κόρινθο επί ένα έτος και έξι μήνες εξασκώντας την τέχνη του σκηνοποιού για βιοποριστικούς λόγους. Παράλληλα κήρυττε τις διδαχές του Ιησού Χριστού στους κατοίκους σε μία ιδιωτική οικία, επειδή οι Ιουδαίοι της πόλης αντιδρούσαν και τον εξύβριζαν, εξαναγκάζοντας τον να αποχωρήσει από την συναγωγή. Ωστόσο, πολλοί από τους Κορίνθιους πίστεψαν στον μονοθεϊστικό λόγο του Παύλου και βαπτίστηκαν, συγκροτώντας την αρχική πρωτοχριστιανική κοινότητα. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και μία ευσεβής γυναίκα από τις Κεγχρεές, η Φοίβη, που κόμισε τον σπόρο την νέας θρησκείας στην ιδιαίτερη πατρίδα της. Πρέπει να υπήρξε πολύ δραστήρια και μάλλον να διέθετε κάποιο κύρος, καθώς φέρεται να προστάτεψε πολλούς νεοφώτιστους πιστούς, ακόμα και τον ίδιο τον Παύλο. Στην Φοίβη ανατέθηκαν από τον «Απόστολο των Εθνών» τα καθήκοντα της διακόνου της εκκλησίας των Κεγχρεών(15), ένα λειτούργημα το οποίο τότε δεν αντιστοιχούσε σε ιερατικό αξίωμα, αλλά επρόκειτο για την ενάσκηση της επιμελητείας του τοπικού ευκτήριου οίκου.
Μάλλον τους τελευταίους μήνες του 51 μ. Χ., οι Ιουδαίοι της Κορίνθου προσήγαγαν τον Παύλο ενώπιον του ανθύπατου της Αχαΐας Γαλλίωνα, που είχε διοριστεί εκείνο το έτος(16), με την κατηγορία ότι η διδασκαλία του εναντιώνεται στον Μωσαϊκό νόμο. Ο δε Ρωμαίος αξιωματούχος τους απέπεμψε περιφρονητικά, λέγοντας πως δεν επιθυμούσε για γίνει κριτής σε τέτοια ζητήματα. Αφού παρήλθαν αρκετές μέρες από το επεισόδιο, ο Παύλος αποχαιρέτησε τους βαπτισθέντες αδελφούς και αναχώρησε με πλοίο από τις Κεγχρεές για την Έφεσο στα τέλη του 51 ή στις αρχές του 52 μ. Χ.. Πριν τον απόπλου κούρεψε το κεφάλι του στο Κορινθιακό επίνειο, εκπληρώνοντας μία προσωπική του αναθηματική ευχή. Κατά την τρίτη περιοδεία του, ο «Απόστολος των Εθνών» δεν παρέλειψε να διέλθει ξανά από την Κόρινθο, όπου και παρέμεινε επί τρίμηνο τον χειμώνα του 57 – 58 μ. Χ.. Εδώ υπαγόρεψε στον Τέρτιο, έναν από τους εβδομήκοντα αποστόλους, την εκτενή «προς Ρωμαίους επιστολή» και την απέστειλε στην Ρώμη με την Φοίβη, συστήνοντας στην εκεί πρωτοχριστιανική αδελφότητα να υποδεχθούν την διάκονο των Κεγχρεών με τον προσήκοντα τρόπο και να της συμπαρασταθούν σε οτιδήποτε χρειαστεί.
Η ίδρυση μίας ιδιαίτερου παλαιοχριστιανικού ευκτήριου οίκου στο επίνειο της Κορίνθου στον Σαρωνικό κόλπο και η αναχώρηση του Αποστόλου Παύλου για την Έφεσο από αυτό, επιβεβαιώνει την παρουσία ενός οργανωμένου αστικού περιβάλλοντος στις Κεγχρεές στα μέσα του 1ου αιώνα μ. Χ., οι οποίες είχαν μετατραπεί και πάλι σε ζωτικό διαμετακομιστικό κέντρο προς τα νησιά του Αιγαίου πελάγους και τις ακτές της Μικράς Ασίας. Έκτοτε η παραλιακή κώμη με τον πολύβουο λιμένα γνωρίζει μια μακρά περίοδο ακμής πλέον των πέντε αιώνων, ενώ οι κάτοικοι της ευημερούν, απασχολούμενοι με την διεκπεραίωση των εμπορικών μεταφορών και την παροχή υπηρεσιών διευκόλυνσης, σίτισης και ενδιαίτησης προς τους ναυτιλλόμενους και τους ταξιδιώτες(17). Όπως προκύπτει από την εξέταση των ανασκαφικών δεδομένων, επρόκειτο για μία πολυπολιτισμική κοινωνία με σφριγηλή οικονομία και διακριτή θρησκευτική ποικιλομορφία, που απαρτίζονταν από εκλεπτυσμένα άτομα με σαφή ροπή προς την καλαισθησία και τις τέχνες.
Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές και ιστορικές ενδείξεις, εκτιμάται ότι οι αναβαθμισμένες λιμενικές εγκαταστάσεις έλαβαν την οριστική χωροταξική τους διαρρύθμιση στα χρόνια της δυναστείας των Αντωνίνων Ρωμαίων αυτοκρατόρων (96 – 191 μ. Χ.), όταν τελειοποιήθηκαν αρχιτεκτονικά οι προκυμαίες και ανεγέρθηκαν πολυτελή δημόσια οικοδομήματα, που διακοσμούνταν από λαμπρά καλλιτεχνήματα. Ο Παυσανίας περιδιαβαίνοντας την Κορινθία περί το 155 μ. Χ., επισκέπτεται τις Κεγχρεές και μας δίνει μία εικόνα για τα αξιοθέατα τους(18). Ο ακούραστος περιηγητής παραθέτει ότι στο δρόμο από τον Ισθμό προς την πολίχνη, συνάντησε ένα ναό της Άρτεμης με αρχαίο ξόανο της. Στο Κορινθιακό επίνειο υπήρχε ναός της Αφροδίτης με λίθινο άγαλμα της και μετά από αυτόν ορθώνονταν ένα χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα, επί της προβλήτας προς το μέρος της θάλασσας. Επίσης αφηγείται ότι στο έτερο πέρας του λιμένος βρίσκονταν τα ιερά του Ασκληπιού και της Ίσιδας. Τόσο η Αφροδίτη, όσο και η Ίσις, θεωρούνταν ως θεότητες που προστάτευαν την ναυσιπλοΐα και λατρεύονταν ιδιαίτερα στα επίνεια.
Εκείνο τον καιρό αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (Antoninus Augustus Pius, 138 – 161), που κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του ενδεχομένως να ολοκληρώθηκε η τελευταία φάση των εργασιών ανάπλασης των μόλων. Σε αυτή την εκδοχή μας προσανατολίζει ένα νόμισμα της Κορίνθου της περιόδου του Αντωνίνου, στον οπισθότυπο του οποίου αποτυπώνεται ένας πεταλοειδής λιμένας με περιστύλιο, κάτω από την επιγραφή C[OLONIA] L[AVS] J[VLIA] COR[INTHVS]. Στα δύο άκρα του απεικονίζονται να στέκουν ναοί, εκατέρωθεν ενός ολόσωμου αγάλματος του Ποσειδώνα, που κρατάει στα χέρια του τρίαινα και δελφίνι, ενώ κάτωθεν του πλέουν τρεις γαλέρες. Αυτή η συμβατική παράσταση ερμηνεύεται από τους ειδικούς πως απεικονίζει το επίνειο των Κεγχρεών, προσεγγίζοντας περισσότερο την περιγραφή του Παυσανία. Μάλιστα αφήνουν να εννοηθεί ότι το συγκεκριμένο νόμισμα, κόπηκε προς τιμήν της αποπεράτωσης του έργου των προηγμένων λιμενικών εγκαταστάσεων, αν και μάλλον η συγκεκριμένη παράσταση στον οπισθότυπο φιλοτεχνήθηκε για να τονιστεί το αυτοκρατορικό ενδιαφέρον για τις ναυτικές υποθέσεις.
Μία κάπως πληρέστερη εικόνα για την αρχιτεκτονική διαμόρφωση του Ρωμαϊκού λιμένα μας δίνουν τα οικοδομικά κατάλοιπα, που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Από την αξιολόγηση των ευρημάτων διαπιστώνεται ότι στην βόρεια πλευρά ανοίγονταν μία πλατεία, διαθέτοντας μία απλή στοά, ενώ στα δυτικά υπήρχαν ταβέρνες και εμπορικά καταστήματα. Στην νότια προκυμαία σχηματίζονταν μία σειρά από μεγάλα αποθηκευτικά συγκροτήματα κατά μήκος μίας ευρείας αποβάθρας, στο άκρο της οποίας είχαν κατασκευαστεί δεξαμενές ιχθυοτροφείου. Πίσω από αυτή την λειτουργική διάταξη βρίσκονταν ένα κτιριακό σύμπλεγμα, με κύριο γνώρισμα ένα αψιδωτό κτίσμα με μωσαϊκό δάπεδο, φέροντας ένα μαρμάρινο περιρραντήριο στην κόγχη, όπου οδηγούσε ένας δρόμος περιστοιχιζόμενος από δύο εκατέρωθεν στοές με κιονοστοιχίες. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, το οικοδόμημα είχε θρησκευτική ιδιοσυγκρασία και αρχικά είχε ταυτιστεί με το αναφερόμενο ιερό της Ίσιδας, λόγω της τοπογραφικής θέσης του σε σχέση με την αφήγηση του Παυσανία, και την ανεύρεση στο εσωτερικό του των μοναδικών υαλοθετημάτων με Αιγυπτιακή προέλευση. Όμως πρόσφατα διατυπώθηκε η συζητήσιμη άποψη ότι πρόκειται για ένα Ρωμαϊκό νυμφαίο (Nympheum), εξαιτίας της μάλλον αύλειας διαρρύθμισης του και της παρουσίας του περιρραντηρίου, που παραπέμπει έμμεσα στην λατρεία κάποιας άγνωστης κρηναίας νύμφης, ίσως της Πειρήνης, χωρίς περαιτέρω γραπτά ή ενεπίγραφα στοιχεία.
Στην άλλη πλευρά του λιμένα, επί του αυχένα του βορειοανατολικού μόλου εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα διαδοχικών κτισμάτων της Ρωμαϊκής εποχής, που εδράζονταν σε θεμελιώσεις αδιευκρίνιστων υποδομών των ύστερων Κλασσικών και Ελληνιστικών χρόνων. Ειδικότερα αποκαλύφθηκε ένα τριμερές οικοδομικό συγκρότημα κατασκευασμένο από οπτόπλινθους, το οποίο απαρτίζονταν από μία ευρύχωρη αίθουσα προς βορρά με ψηφιδωτό δάπεδο, ένα κεντρικό αίθριο με περιστύλιο και ακολούθως ένα τρίτο κτίσμα με ευρεία αυλή, που περιβάλλονταν από διαδρόμους και δωμάτια. Αυτή η μεγαλοπρεπής κτιριακή εγκατάσταση εκτιμάται ότι πιθανότατα αντιστοιχεί στο ιερό της Αφροδίτης, το οποίο είχε αντικρίσει ο Παυσανίας. Επίσης λίγο παραπάνω ανασκάφηκαν και άλλα κτίσματα και τεχνικές κατασκευές. Στην συνέχεια της βορειοανατολικής προκυμαίας και στην τοποθεσία της «Ράχης Κουτσογκίλλα» υφίσταται ένας μνημειακός χώρος εξαιρετικού ενδιαφέροντος. Πρόκειται για ένα εκτεταμένο νεκροταφείο της Ρωμαϊκής εποχής, που ανάγεται από τον 1ο αιώνα μ. Χ. και εξής. Αποτελείται από λακκοειδείς τάφους, κλιβανοειδούς ή κιβωτιόσχημου τύπου, αλλά κυρίως από υπόσκαφους θαλαμωτούς τύμβους με επιμήκεις υποδοχές και κόγχες ενταφιασμού στα τοιχώματα, ορισμένοι από τους οποίους έφεραν πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο. Πάνω από τις δρομικές εισόδους τους είχαν ανεγερθεί επιτύμβιοι οικίσκοι, αντίγραφα πολυτελών κατοικιών, φανερώνοντας την ευμάρεια των ιδιοκτητών τους(19), οι οποίοι θεωρείται ότι ανήκαν σε μέλη της τοπικής αστικής τάξης και όχι στην αποικιακή αριστοκρατία. Τέλος θα πρέπει να υπογραμμιστεί ξανά ότι και οι δύο μόλοι προεκτείνονταν προς την θάλασσα με επιπρόσθετους τεχνητούς λιμενοβραχίονες, που συνέκλιναν για να δημιουργηθεί η είσοδος του λιμένα και οι οποίοι σήμερα είναι ενάλιοι.
Η λατρεία της Αφροδίτης στις Κεγχρεές υποδηλώνεται από λίγα ευρεθέντα εδώλια, τα οποία παραπέμπουν στην μορφή της και από ένα νόμισμα της Κορίνθου των χρόνων του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα (Nero Claudius Caesar Augustus Germanicus, 54 – 68), που στον οπισθότυπο του αποτυπώνεται η προτομή της θεάς πάνω από μία γαλέρα με τον τοπωνυμικό λογότυπο «CENCRHEAE»(20). Ωστόσο μεγαλύτερη δυναμική εμφανίζεται να είχε η θρησκευτική προσήλωση των κατοίκων στην Ίσιδα, καθώς στο ιερό της πραγματοποιούνταν τελετουργικές μυήσεις στην μυστηριακή πίστη της, με θυσίες και αναθηματικά γεύματα, που η εξαγνιστική φήμη τους ξεπερνούσε τα τοπικά γεωγραφικά όρια και ήταν διαδεδομένη στην ολόκληρη την Ρωμαϊκή επικράτεια. Η μυστικιστική λατρεία της Αιγύπτιας θεάς πιθανώς είχε διαδοθεί στον Κορινθιακό λιμένα είτε μέσω των εμπορικών οδών, είτε από βετεράνους λεγεωνάριους εποίκους, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει στις Ανατολικές επαρχίες.
Ο Απουλήιος (Lucius Apuleius Madaurensis, π. 124 – 170) στο μυθιστόρημα του «Μεταμορφώσεις» μας δίνει μία γλαφυρή εικόνα για τα μυστικιστικά δρώμενα στο ιερό της Ίσιδας στις Κεγχρεές(21), απηχώντας πιθανότατα τα προσωπικά του βιώματα και αντικατοπτρίζοντας μία ευημερούσα κοινωνία στον κομβικό Κορινθιακό λιμένα στην διάρκεια του 2ου αιώνα. Ο Λατίνος φιλόσοφος και συγγραφέας περιγράφει την συμβολική μύηση στην λατρεία της θεάς ενός νεαρού άνδρα, με το όνομα Λεύκιος, ο οποίος είχε μεταλλαχθεί σε γάιδαρο εκ παραδρομής και μετά το πέρας της μυσταγωγίας επανήλθε στην ανθρώπινη μορφή του. Προηγούνταν ένα δεκαήμερο τελετουργικών καθαρμών, αποχή από κρασί και τροφή, ένδυση του κατηχούμενου με καινούργιο λινό ένδυμα, και κατόπιν θρησκευτική λιτανεία από την Κόρινθο μέχρι το ιερό των Κεγχρεών. Στην πορεία οι ιεροφάντες έψαλαν ύμνους και κουβαλούσαν τα ιερά λατρευτικά αντικείμενα, όπως ειδώλια των θεών και της θεάς, ομοιώματα βωμών, ένα χρυσό φοίνικα, ένα χρυσό αγγείο με την μορφή γυναικείου στήθους που έσταζε γάλα, μία βεντάλια, έναν αμφορέα, και μία λάρνακα που περιείχε «τα απόκρυφα αντικείμενα του ανείπωτου μυστηρίου» της Ίσιδας. Κατά την άφιξη της πομπής στην ακτή, λάμβανε χώρα μία ιερουργία εξαγνισμού και αφιερώνονταν ένα πρόσφατα ναυπηγημένο σκάφος, διακοσμημένο με ιερογλυφικά, στο οποίο τοποθετούνταν αναθηματικές προσφορές πριν την καθέλκυση του, ενώ παράλληλα ρίχνονταν στην θάλασσα σπονδές γάλακτος αναμεμειγμένου με ψίχουλα. Έπειτα επιτελούνταν η κορύφωση της μύησης στο ιερό της Ίσιδας και ο νέος προσήλυτος παρέθετε γεύμα στους παρευρισκόμενους, δίκην θρησκευτικών γενεθλίων.
Κατά τους ύστερους Ρωμαϊκούς χρόνους οι Κεγχρεές εξακολούθησαν να ακμάζουν. Ο δε λιμένας φαίνεται ότι παρουσίαζε αμείωτη εμπορική κίνηση. Στους μόλους έδεναν και ξεφόρτωναν πλοία από μακρινές χώρες μεταφέροντας ταξιδιώτες και μετανάστες ποικίλων πολιτιστικών καταβολών, καθώς και πλουσιοπάροχα φορτία με κρασί, μπαχαρικά, καλλιτεχνήματα και εξωτικά είδη. Με το πέρασμα στην πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (324 – 842), συναντάμε ονομαστικά τις Κεγχρεές σε μία επιστολή του Ιουλιανού(22), την οποία συνέταξε περί το τέλος της άνοιξης του 361, ένα χρόνο μετά την πραξικοπηματική ανακήρυξη του ως μόνου αυτοκράτορα από τους στρατιώτες του στο Παρίσι. Σε αυτή καταγράφεται ότι είχε διατάξει την συγκέντρωση πλοίων στο Κορινθιακό επίνειο, πιθανότατα κατά τις προπαρασκευές του ενόψει της σχεδιαζόμενης εκστρατείας του προς την Κωνσταντινούπολη, εναντίον του μέχρι πρότινος συμβασιλέα του Κωνστάντιου Β’.
Στα 365 ο Ελληνικός χώρος συνταράσσεται από έναν ισχυρότατο σεισμό(23), που επιφέρει πολλές φθορές και στα οικοδομήματα των Κεγχρεών. Στα πλαίσια των προσπαθειών αποκατάστασης, εκτιμάται ότι ανακατασκευάζεται το ιερό της Ίσιδας και αποφασίζεται να αποκτήσει περικαλλή επιτοίχια διακόσμηση. Για αυτόν τον σκοπό παραγγέλθηκε σε εργαστήριο της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου ένας αριθμός πολύχρωμων υαλοθετημάτων με διάφορες απεικονίσεις, όπως πορτρέτα λογίων και ιματιοφόρων ανδρών, ειδυλλιακών τοπίων του ποταμού Νείλου, αναπαραστάσεις λιμένων και άλλων απλούστερων μοτίβων. Μόλις παραλήφθηκαν οι πίνακες, εναποτέθηκαν με την ξύλινη συσκευασία τους περιμετρικά στο δάπεδο του αψιδωτού κτίσματος του ιερού, αναμένοντας την τοποθέτηση τους στις επιφάνειες των τοιχωμάτων. Όμως η εργασία αυτή δεν έγινε ποτέ, γιατί στα 375 η Κορινθία πλήττεται εκ νέου από μία σφοδρή σεισμική δόνηση(24), η οποία έχει καταστρεπτικές συνέπειες για τις κτιριακές εγκαταστάσεις των Κεγχρεών. Τότε πρέπει να υπέστη ανεπανόρθωτες ζημιές το ιερό της Ίσιδας, καθόσον η χρήση του διακόπτεται απότομα, όπως υποδεικνύεται από την ανεύρεση άθικτων συσκευασιών με τα υαλοθετήματα κατά τις ανασκαφές.
Μετά τις καταστροφικές σεισμικές ακολουθίες των ετών 365 και 375, η κοινωνική ζωή και η έντονη εμπορική δραστηριότητα δεν σταμάτησε στις Κεγχρεές, ενώ ενδεχομένως δεν επηρεάστηκαν ούτε από τις λεηλασίες των Γοτθικών ορδών υπό τον στυγερό ηγεμόνα τους Αλάριχο, που λυμαίνονταν την Πελοπόννησο το χρονικό διάστημα 396 – 397. Ωστόσο, ίσως από αυτές τις θεομηνίες να διαταράχθηκε η διαστρωμάτωση του βυθού με αποτέλεσμα να ανυψωθεί η στάθμη της θάλασσας και να καταποντιστούν μεγάλα τμήματα των συγκλινόντων λιμενοβραχιόνων σε βάθος έως και 2 μέτρα, χωρίς να απαξιωθούν οι λιμενικές εγκαταστάσεις της κεντρικής προκυμαίας μεταξύ των δύο μόλων, επιτρέποντας ακόμα την φορτοεκφόρτωση των πλοίων. Φυσιολογικά λοιπόν παρατηρούνται νέες εργασίες ανάπλασης και οικοδομικές τροποποιήσεις. Στο κτιριακό σύμπλεγμα του βορειοανατολικού μόλου, δηλαδή στην θέση του απεικαζόμενου ιερού της Αφροδίτης, εκτελούνται ανακατασκευές οι οποίες όμως περιόρισαν την έκταση του και οδήγησαν σταδιακά στην υποβάθμιση της λειτουργίας του. Τον ίδιο καιρό ή κάπως αργότερα ανεγείρεται εκεί ο τετράγωνος πύργος, που δεσπόζει στο σημερινό ακρωτήριο, χτισμένος με αρχαίους ογκώδεις κατεργασμένους δόμους σε δεύτερη χρήση, μάλλον της Ελληνιστικής εποχής. Αν και ο σκοπός του δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί, εντούτοις εκτιμάται πως δεν επρόκειτο για ένα καθαυτό αμυντικό έργο ή τμήμα μίας οχύρωσης, αλλά υπείχε τον ρόλο παρατηρητηρίου ή φάρου – φρυκτωρίας. Επίσης, στην δύση του 4ου αιώνα ανάγεται και η θεμελίωση ενός μεγαλοπρεπούς κτιριακού συγκροτήματος στα βορειοδυτικά του νότιου μόλου(25). Το συνολικό οικοδόμημα απαρτίζονταν από περίπου δέκα δωμάτια πλαισιωμένα από ευρείς προθαλάμους, τα οποία διατάσσονταν γύρω από ένα αίθριο με περιστύλιο και θεωρείται ότι τουλάχιστον στο αρχικό του στάδιο στέγαζε κάποια δημόσια διοικητική υπηρεσία του Κορινθιακού επινείου, ίσως τελωνειακής φύσεως.
Εκείνη η περίοδος σηματοδοτείται από την βαθμιαία επικράτηση του Χριστιανισμού έναντι των Ελληνορωμαϊκών λατρευτικών πεποιθήσεων, μία κοσμογονική θρησκευτική καμπή που αντανακλάται και στις Κεγχρεές. Περί τα τέλη του 5ου/αρχές 6ου αιώνα το εγκαταλειμμένο ιερό της Ίσιδας ή «Νυμφαίο» αντικαθίσταται από ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα. Πάνω στην επιχωματωμένη θεμελίωση του αψιδωτού κτίσματος με το περιρραντήριο, κατασκευάζεται ένα νέο κτίριο προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως παρεκκλήσιο. Σε άμεση επαφή με αυτό προς τα δυτικά, ανεγείρεται μία Παλαιοχριστιανική βασιλική, καταλαμβάνοντας ένα μεγάλο τμήμα ενός προγενέστερου αποθηκευτικού συγκροτήματος του λιμένα. Η εκκλησία διαμορφώνονταν από ένα κεντρικό κλίτος με ένα μικρό νάρθηκα και κόγχη ιερού βήματος στα ανατολικά, πλαισιωμένο από διπλά πλευρικά κλίτη, που διαχωρίζονταν με κιονοστοιχίες κατά τον αρχικό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, ενώ διέθετε και έναν μακρόστενο εξωνάρθηκα με μωσαϊκό δάπεδο κατά μήκος ολόκληρου του μετώπου. Αξιοσημείωτο είναι ότι ένα από τα δύο νότια κλίτη χρησίμευε ως διάδρομος πρόσβασης προς το διαλαμβανόμενο παρεκκλήσι και το πάτωμα του ήταν επιστρωμένο με μαρμάρινες πλάκες. Στο δυτικότερο μέρος της κτιριακής διάταξης αναπτύσσονταν το βαπτιστήριο και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι. Με βάση την θρησκευτική παράδοση, δεν είναι απίθανο να υποθέσουμε ότι αυτό το μνημειώδες εκκλησιαστικό οικοδόμημα ήταν αφιερωμένο στην μνήμη της Αγίας Φοίβης, της άοκνης διακόνου των Κεγχρεών, που υπήρξε η στυλοβάτης της πρώτης Χριστιανικής κοινότητας του Κορινθιακού επινείου.
Όσον αφορά τον βορειοανατολικό μόλο, παρατηρείται και εκεί μία κατασκευαστική δραστηριότητα, με πιο ενδιαφέρον ένα σπάνιο οκτάγωνο κτίριο με ψηφιδωτό δάπεδο, απροσδιόριστης χρήσεως, χρονολογούμενο στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα. Επιπρόσθετα έξω από την αστική περίμετρο της αρχαίας πολίχνης και σε απόσταση περίπου 700 μέτρα βορειοανατολικά από τον μυχό του λιμένα, ανακαλύφθηκε μία δεύτερη Παλαιοχριστιανική βασιλική, κτισμένη δίπλα σε ένα μεγαλειώδες Ρωμαϊκό μαυσωλείο, η οποία όμως δεν έχει ανασκαφεί σε όλο το εμβαδόν της. Στην περίπτωση των Κεγχρεών η μετάβαση στην νέα θρησκεία πρέπει να συντελέστηκε με ομαλό τρόπο, χωρίς να διενεργηθούν έκτροπα εις βάρος των εθνικών ιερών και τεχνουργημάτων. Οι κάτοικοι συνέχισαν να ενταφιάζουν τους νεκρούς τους στους οικογενειακούς υπόγειους τύμβους με τους αναθηματικούς οικίσκους στην «Ράχη Κουτσογκίλλα», αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, προσαρμόζοντας τα τοπικά ταφικά τους έθιμα στο περίβλημα του εξ’ Ανατολών μονοθεϊστικού δόγματος, όπως διαφαίνεται από τους χαραγμένους σταυρούς στο τοίχωμα ενός από τους υπόσκαφους θαλάμους. Έτσι λοιπόν, η άμπελος του Χριστιανισμού που φύτεψε ο Απόστολος Παύλος στην Κορινθία, απέδωσε πλούσιους καρπούς στον λιμένα των Κεγχρεών.
Στην πορεία του 6ου αιώνα και ιδιαίτερα στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’, στην Ελληνική περιφέρεια συνέβη μία σειρά από ολέθρια γεγονότα, τα οποία μνημονεύει ο λόγιος Προκόπιος ο Καισαρεύς(26) και οι δραματικές επιπτώσεις τους έμελλε να αλλάξουν την μοίρα του επινείου. Στα 531 θα ξεσπάσει μία παρατεταμένη επιδημία λοιμού, που θα διαρκέσει πενήντα δύο χρόνια με κάποια διαλείμματα, γνωρίζοντας μεγάλη έξαρση στα 542. Η θανατηφόρα μολυσματική ασθένεια εξαπλώθηκε και στην περιοχή της Κορίνθου, ενδεχομένως μειώνοντας δραματικά τον τοπικό πληθυσμό. Επιπλέον, οι σαρωτικοί σεισμοί των ετών 522, 551 και 580, πιθανότατα συγκλόνισαν συθέμελα και τις Κεγχρεές, προκαλώντας υπολογίσιμες φθορές σε κτίρια και λιμενικές εγκαταστάσεις. Σύμφωνα με μία αρκετά διαδεδομένη εκδοχή, η Πελοπόννησος δέχτηκε βίαιες ληστρικές επιδρομές από στίφη Αβαροσλάβων την δεκαετία του 580 και έχει διατυπωθεί πως σε κάποια από αυτές προσβλήθηκε βάναυσα η παραλιακή πολίχνη και οι υποδομές της πυρπολήθηκαν. Ωστόσο ο εξέχων Έλληνας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αντικρούει με μάλλον ακλόνητα επιχειρήματα την άποψη περί της εμβέλειας των συγκεκριμένων ξενικών εισβολών στα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, καταδεικνύοντας πως οι βάρβαροι δεν προχώρησαν περαιτέρω από την Θράκη(27).
Σε κάθε περίπτωση, από τα τέλη του 6ου έως και τον 7ο αιώνα, ο λιμένας των Κεγχρεών περιέρχεται σε μία κατάσταση σταδιακής εγκατάλειψης, με σύντομα διαστήματα προσπαθειών ανάκαμψης, στα οποία αναβιώνουν οι εμπορικές δραστηριότητες με τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, την Μικρά Ασία, ακόμα και με την Μέση Ανατολή, όπως καθίσταται αντιληπτό από τα αγγειακά ευρήματα. Έκτοτε μεσολαβεί μία περίοδος παρακμής, ίσως και απερήμωσης, για δύο αιώνες περίπου. Το ανατολικό επίνειο της Κορίνθου επανέρχεται στο προσκήνιο το έτος 883, όταν στα πλαίσια μίας εκστρατείας κατά των Αράβων Σαρακηνών, κατέπλευσε εδώ ο αυτοκρατορικός στόλος με επικεφαλής τον Νικήτα Ωορυφά, ο οποίος έφερε το αξίωμα του «δρουγγάριου του πλωΐμου». Ο Βυζαντινός ναύαρχος κατάφερε μέσα σε μία νύχτα να διαπεραιώσει τα πολεμικά πλοία του δια ξηράς, από τις Κεγχρεές στον Κορινθιακό κόλπο και να επιτεθεί στην εχθρική ναυτική δύναμη που ναυλοχούσε εκεί. Σε αυτό το τολμηρό εγχείρημα του, ο Ωορυφάς πιστεύεται ότι εκμεταλλεύτηκε τα διατηρούμενα τμήματα του απαξιωμένου αρχαίου Δίολκου.
Κατά τους μέσους Βυζαντινούς χρόνους (842 – 1204), η σχηματιζόμενη λεκάνη του παλαιού Ρωμαϊκού λιμένα άρχισε και πάλι να χρησιμοποιείται κυρίως ως θαλάσσιο αγκυροβόλιο και ίσως να δημιουργήθηκε ένας μικρός μεσαιωνικός οικισμός, όπως υποδηλώνεται αμυδρά από την ανακάλυψη νομισμάτων, που ανήκουν στους αυτοκράτορες Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο (976 – 1015), Αλέξιο Α’ Κομνηνό (1081 – 1118) και Μανουήλ Α’ Κομνηνό (1143 – 1180). Μολονότι οι δύο τεχνητοί μόλοι και οι αποβάθρες της αρχαιότητας είχαν αχρηστευτεί πλήρως από τις φυσικές καταστροφές και πλέον βρίσκονταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ο απάνεμος ορμίσκος προσφέρονταν για τον ασφαλή κατάπλου πλοίων από τον Σαρωνικό κόλπο, ενώ τα εμπορεύματα και οι επιβάτες μπορούσαν να εκφορτωθούν και να αποβιβαστούν αντίστοιχα στην ακτή με λέμβους. Ο δε Βυζαντινός ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης παραθέτει ότι τον 12ο αιώνα και συγκεκριμένα στα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α’ Κομνηνού, λειτουργούσαν και τα δύο επίνεια της Κορίνθου εξυπηρετώντας τις υπερπόντιες εισαγωγές και εξαγωγές φορτίων, καθώς στις Κεγχρεές ναυλοχούσαν οι καταφθάνοντες από την Ασία και στο Λέχαιο οι εισπλέοντες από την Ιταλία(28). Υπό αυτό το πρίσμα δεν είναι απίθανο να είχαν κατασκευαστεί αποθηκευτικά κτίρια και υποτυπώδεις λιμενικές υποδομές στον ορμίσκο του Σαρωνικού κόλπου κατά την Μεσοβυζαντινή περίοδο, αλλά κάτι τέτοιο δεν δύναται να επιβεβαιωθεί.
Κατά την διάρκεια της Λατινοκρατίας στην Πελοπόννησο και ως τις αρχές του 15ου αιώνα, οι Κεγχρεές ενταγμένες στην καστελλανία της Κορίνθου, παρέμειναν στο περιθώριο των αδιάκοπων πολιτικοστρατιωτικών εξελίξεων στο Φράγκικο πριγκιπάτο του Αχαΐας. Η κατάσταση θα μεταβάλλονταν άρδην μετά το 1404, όταν σταθεροποιήθηκε η ανάκτηση της Κορινθίας από τους Βυζαντινούς, με την οριστική προσάρτηση της περιοχής στο Ελληνικό δεσποτάτο του Μυστρά. Το γεγονός αυτό συνέβαλλε στην ενεργοποίηση των Κεγχρεών ως στρατηγικού τερματικού σταθμού, καθόσον σε αυτόν συνήθως κατέπλεαν όσοι ταξίδευαν από την Κωνσταντινούπολη προς τον Μορέα, ο οποίος συνιστούσε πλέον ένα ζωτικό έδαφος για την συρρικνωμένη αυτοκρατορία. Έτσι λοιπόν, στις 29 Μαρτίου 1415, την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, αποβιβάζεται στο επίνειο του Σαρωνικού κόλπου ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, όπου δέχτηκε την πλασματική υποταγή του Γενοβέζου ηγεμόνα της Αχαΐας Κεντυρίων Β’ Ζακαρία (Centurione Zaccaria)(29). Ένας από τους βασικούς σκοπούς του Βυζαντινού άνακτα ήταν να ενισχύσει αμυντικά την τοποθεσία του Ισθμού απέναντι στις επιθέσεις των Τούρκων, με την εκτεταμένη επισκευή του παλαιού Εξαμίλιου τείχους, που είχε ανακατασκευαστεί από τον Ιουστινιανό στα μέσα του 6ου αιώνα. Μάλιστα, επέβλεψε προσωπικά την εκτέλεση των εργασιών στην κολοσσιαία οχύρωση των 7,5 χιλιομέτρων με τους 153 πύργους, οι οποίες διεκπεραιώθηκαν εντός του βραχύτατου χρονικού διαστήματος των 25 ημερών, μέσω της υποχρεωτικής εκδούλευσης του τοπικού πληθυσμού.
Το φθινόπωρο του 1416, ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος απέστειλε στην Πελοπόννησο τον γιό και διάδοχο του Ιωάννη, προκειμένου να βοηθήσει τον αδελφό του και δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο, στην προσπάθεια του να εδραιώσει την κυριαρχία του σε ολόκληρη την περιφέρεια του Μορέα. Μετά τις επιτυχείς επιχειρήσεις του εναντίον των Φράγκων ηγεμόνων, ο Βυζαντινός πρίγκιπας απέπλευσε από τις Κεγχρεές για την Κωνσταντινούπολη στα 1418. Δέκα χρόνια αργότερα, ο ίδιος ως αυτοκράτορας πλέον χρησιμοποιεί ξανά τον ορμίσκο του αρχαίου λιμένα κατά την επιστροφή του στην Βασιλεύουσα, μετά το πέρας μίας εθιμοτυπικής επίσκεψης του στον Μορέα, στην οποία συναντήθηκε με τον Έλληνα νεοπλατωνικό φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα. Στα 1437 ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος με την συνοδεία του, αναχώρησε ακτοπλοϊκώς από την Κωνσταντινούπολη για την Ιταλία, προκειμένου να λάβει μέρος στην θρησκευτική σύνοδο της Φερράρας, με θέμα την ένωση της Ανατολικής με την Δυτική Εκκλησία. Στην πορεία ο στολίσκος, αφού πρώτα έπεσε σε θαλασσοταραχή εξαιτίας των ισχυρών ανέμων, κατέπλευσε στις Κεγχρεές, όπου αποβιβάστηκε ο αυτοκράτορας. Κατόπιν διέτρεξε έφιππος την Πελοπόννησο και συναντήθηκε με τους αδερφούς του και δεσπότες του Μορέα, για να τους τονίσει πόσο απαραίτητη ήταν η ομόνοια μεταξύ τους, ενώ διέταξε τον Πλήθωνα να τον ακολουθήσει στην σύνοδο. Παράλληλα, ο στολίσκος αποχωρώντας από το Κορινθιακό επίνειο περίπλευσε τα παράλια του Μορέα και αφίχθηκε στο Ναβαρίνο, απ’ όπου παρέλαβε τον Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο για να συνεχίσει την πλεύση του προς την Ιταλική ακτογραμμή.
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1446, οι Τούρκοι κυρίευσαν με ορμητική έφοδο το Εξαμίλιο τείχος, που τις επάλξεις του υπερασπίστηκαν πεισματικά οι δύο Βυζαντινοί δεσπότες Θωμάς και Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, οι οποίοι υποχώρησαν στα νότια της ενδοχώρας. Αμέσως μετά την νίκη του, ο σουλτάνος Μουράτ Β’ προέβη άμεσα σε δύο αποτρόπαιες πράξεις. Έπεισε με υποσχέσεις να παραδοθούν τριακόσιοι Έλληνες, που είχαν καταφύγει στις αρχαίες οχυρώσεις των Όνειων ορέων και κατόπιν τους έσφαξε ανελέητα μάλλον στις Κεγχρεές, ενώ άλλους εξακόσιους αιχμαλώτους τους πούλησε ως δούλους για εξιλασμό της ψυχής του πατέρα του. Επίσης, τον Ιούλιο του 1458, όταν ο Ακροκόρινθος πολιορκούνταν ήδη από το Οθωμανικό στράτευμα από τις 15 Μάϊου, ο γενναίος φρούραρχος του Ματθαίος Ασάνης κατόρθωσε να διασπάσει τον εχθρικό κλοιό και να ανεφοδιάσει το κάστρο με τρόφιμα από το Κορινθιακό επίνειο, τα οποία είχε μεταφερεί με πλοίο ο ίδιος από το Ναύπλιο, αλλά τελικά συνθηκολόγησε και παραδόθηκε στον σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή στις 6 Αυγούστου.
Πέντε χρόνια μετέπειτα, η τοποθεσία του Ισθμού θα γίνει και πάλι θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων στις αρχές του Α’ Βενετοτουρκικού πολέμου (1463 – 1479). Από τα μέσα Αυγούστου του 1463, το χερσαίο εκστρατευτικό σώμα της Βενετίας προελαύνει από το Άργος και καταλαμβάνει την περιοχή του κατεστραμμένου Εξαμιλίου τείχους, το οποίο αναστηλώνεται εκ νέου με την συνδρομή των Ελλήνων κατοίκων, διαθέτοντας 136 πύργους αυτή την φορά, με σκοπό να αποκλειστούν οι Οθωμανοί κατακτητές εντός της Πελοποννήσου. Η δε Βενετσιάνικη αρμάδα αποτελούμενη από 32 γαλέρες, αγκυροβόλησε στον λιμένα των Κεγχρεών. Ωστόσο, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, οι Βενετσιάνοι θα αποχωρήσουν άδοξα από την Κορινθία, καθώς αδυνατούν να εκπορθήσουν τον Ακροκόρινθο, που ήταν επανδρωμένος με ισχυρή Τουρκική φρουρά, ενώ στον Ισθμό είχε κάνει την εμφάνιση της μία μεγάλη εχθρική στρατιά.
Από τον πρώτο καιρό της Τουρκοκρατίας οι Κεγχρεές εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται για μεταφορικούς σκοπούς, όπως συνάγεται από την πληροφορία ότι τον Μάϊο του 1480 προσορμίστηκε εκεί ένας Οθωμανικός στόλος, προκειμένου να φορτώσει πυροβόλα όπλα από την Κόρινθο(30). Όμως με την πάροδο του χρόνου, η σημασία τους ως διαμετακομιστικού λιμένα φαίνεται ότι μειώθηκε αισθητά, αλλά δεν απαλείφθηκε εντελώς, καθώς μεταβλήθηκαν οι κύριες υπεράκτιες εμπορικές διαδρομές με την εξέλιξη της ναυσιπλοΐας στην ανοιχτή θάλασσα. Τουλάχιστον από τα τέλη του 16ου αιώνα, ο οικισμός των Κεγχρεών επισημαίνεται σε πολλούς παλαιούς χάρτες και πορτολάνους στα παράλια του Σαρωνικού κόλπου και κοντά στον Ισθμό, με αυτούσιο το αρχαίο τοπωνύμιο στα Λατινικά ως «Cenchree» ή ελαφρώς παραλλαγμένο στα Ελληνικά ως «Κεχραίς» ή «Κεχριαί».
Αξιοπρόσεκτο είναι ένα χαρακτικό του Ιταλού εκδότη Girolamo Albrizzi στα 1687, όπου το Κορινθιακό επίνειο με την ονομασία «Cencrea» απεικονίζεται σαν μία περιτειχισμένη πολίχνη, κατά πάσα πιθανότητα εντελώς συμβατικά(31). Στην τοπιογραφία εμφανίζεται μία πολυγωνική φρουριακή εγκατάσταση με οικήματα στην πλαγιά ενός παρακείμενου κωνικού βουνού, την οποία ορισμένοι ιστοριοδίφες εξομοιώνουν κάπως επιπόλαια, με την γραμμική Βενετσιάνικη οχύρωση στην διάβαση του Στανοτοπίου στα Όνεια όρη, τοποθετώντας έτσι την κατασκευή της αμέσως μετά την κατάληψη της Κορινθίας από τα στρατεύματα της Γαληνότατης Δημοκρατίας τον Αύγουστο του 1687. Αυτή η υπόθεση αν και φαντάζει ελκυστική, εντούτοις κρίνεται ως αρκετά παρακινδυνευμένη και δεν δύναται να διασταυρωθεί. Ο δε Albrizzi επισημαίνει τον όρμο με την μυστηριώδη επωνυμία «porto Sutica», για την οποία διατυπώθηκε η λίαν επισφαλής γνώμη πως πρόκειται για μία εναλλακτική ονομασία του λιμένα των Κεγχρεών, έχοντας προφανή Λατινική προέλευση. Όμως, από την ενδελεχή εξέταση των παλαιών χαρτών και την γεωγραφική συσχέτιση των τοπωνυμίων, προκύπτει σαφέστατα ότι ο οικισμός «Sutica» είναι ξεχωριστός και βρίσκονταν νοτιότερα. Συγκεκριμένα εντοπίζεται στον μυχό της επόμενης μεγάλης θαλάσσιας εγκόλπωσης, που μπορεί να ταυτιστεί με σχετική ασφάλεια με τον σημερινό όρμο του Σοφικού. Με βάση αυτό το τοπογραφικό δεδομένο, είναι πιο αληθοφανές ο όρος «Sutica» να προέκυψε από μία παραφθορά του αστικού τοπωνυμίου «Σοφικό». Σε αυτή την ερμηνεία μας προσανατολίζει αδιόρατα η ένδειξη ότι και στην τοπιογραφία του Ιταλού εκδότη, η αμφιλεγόμενη επωνυμία καταγράφεται πιο μεσημβρινά από το τειχισμένο πόλισμα των Κεγχρεών. Μάλιστα, πιθανότατα ο όρος να επινοήθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα, καθόσον στον τίτλο του εντύπου στο οποίο περιλαμβάνεται το επίμαχο χαρακτικό, αφήνεται να εννοηθεί ότι στο λεύκωμα περιγράφονται μέρη της Πελοποννήσου, με τα ονόματα που τους έδωσε η Βενετία από το 1684 έως το έτος έκδοσης του στα 1687.
Σε ολόκληρο το διάστημα της Τουρκοκρατίας από τις Κεγχρεές πέρασαν αρκετοί διακεκριμένοι ξένοι περιηγητές και αρχαιοδίφες(32), θέλοντας να επισκεφτούν τα λιγοστά ορατά αρχαία κατάλοιπα του άλλοτε πολυσύχναστου Ρωμαϊκού λιμένα, με οδηγό την διήγηση του Παυσανία. Το επίνειο του Σαρωνικού κόλπου φαίνεται πως ήταν ενεργό και λειτουργούσε ως περιφερειακός εμπορικός σταθμός μέχρι και τον 19ο αιώνα, εξυπηρετώντας τις θαλάσσιες μεταφορές προς την Κορινθία και την βορειοανατολική Πελοπόννησο. Σε αυτή την αντίληψη συνηγορεί η παρουσία των ερειπίων από κάποια νεότερα κτίσματα στην βόρεια πλευρά του αρχαίου λιμένα, τα οποία ανήκαν στις Οθωμανικές τελωνειακές εγκαταστάσεις, σύμφωνα με την τοπική προφορική παράδοση από τους παλαιότερους κατοίκους. Η ουσιαστική αδρανοποίηση του Κορινθιακού επινείου επήλθε με το πέρας του τεχνικού έργου της διάνοιξης της διώρυγας του Ισθμού στα 1893, όταν τα πλοία που προέρχονταν από το Αιγαίο πέλαγος, είχαν πλέον την δυνατότητα να προσεγγίσουν άμεσα το λιμάνι της νέας παραλιακής πόλης της Κορίνθου ή να συνεχίσουν την ρότα τους στον Κορινθιακό κόλπο, βγαίνοντας κατ’ επέκταση στο Ιόνιο πέλαγος. Σήμερα οι Κεγχρεές (Κεχριές) είναι ένα ήσυχο παραθεριστικό μέρος και ο μικρός σύγχρονος οικισμός, που αριθμεί στους 238 μόνιμους κατοίκους (απογραφή 2011), έχει αναπτυχθεί στα δυτικά του ενάλιου νότιου μόλου.
Αξίζει να αναφερθεί ως ιστορική παρένθεση, ότι από τον μικρό ορμίσκο των Κεγχρεών απέπλευσε το αρματαγωγό «ΛΕΣΒΟΣ», το βράδυ της 13ης Ιουλίου 1974, με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Ελευθέριο Χανδρινό και προορισμό το λιμάνι της Αμμοχώστου στην Κύπρο. Το πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού ήταν φορτωμένο με πυρομαχικά και νέους στρατιώτες, που θα αντικαθιστούσαν τους παλαιότερους συναδέλφους τους στην Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ). Ο Χανδρινός κατά την εκτέλεση της αποστολής του θα συναντήσει πλείστες αντιξοότητες, με κορυφαία την άνανδρη αποβίβαση των Τούρκων εισβολέων στην Μεγαλόνησο στις 20 Ιουλίου 1974. Εκείνη την ημέρα, με δική του πρωτοβουλία, θα πλήξει με τα πυροβόλα του «ΛΕΣΒΟΣ» τον τουρκοκυπριακό θύλακα της Πάφου, όπου είχαν συγκεντρωθεί περίπου δύο τάγματα Τουρκοκυπρίων. Ο βομβαρδισμός διάρκεσε περίπου δύο ώρες, ενώ ταυτόχρονα αποβιβάστηκε ένα στρατιωτικό απόσπασμα με παλαιούς οπλίτες της ΕΛΔΥΚ, οι οποίοι είχαν επιβιβαστεί από την Αμμόχωστο και διενέργησε εκκαθαριστική επιχείρηση εξουδετερώνοντας πλήρως τις εχθρικές δυνάμεις. Αυτή ήταν μία από τις πολλές ηρωικές στιγμές των Ελληνικών όπλων κατά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974, που δυστυχώς δεν έμελλε μετουσιωθούν σε μία τελική επιχειρησιακή νίκη, εξαιτίας πολιτικοστρατιωτικών παραγόντων.
Αν και ο αρχαιολογικός χώρος των Κεγχρεών προσέλκυσε το ενδιαφέρον των ακαδημαϊκών κύκλων από πολύ νωρίς στον 20ο αιώνα, εντούτοις οι συστηματικές ανασκαφικές εργασίες στην τοποθεσία πραγματοποιήθηκαν αρχικά την δεκαετία του 1960, και συνεχίστηκαν περιοδικά το 1976 και ύστερα από το 2002. Στο προσεχές δεύτερο μέρος του αφιερώματος θα ασχοληθούμε με την περιγραφή των αποκαλυφθέντων κτιριακών καταλοίπων, τα οποία καταδεικνύουν με τον πιο εμφαντικό τρόπο την σπουδαιότητα και την αρχιτεκτονική αρτιότητα των εγκαταστάσεων του Ρωμαϊκού λιμένα.
Κείμενο – Φωτογραφίες:
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
28 Μαΐου 2018
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Στην νεότερη εποχή έχει επικρατήσει η παρεμφερής ονομασία «Κεχριές».
2. Όπως μας πληροφορεί επιπρόσθετα ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας, Στο ποίημα «Μεγάλες Ηοίες» η Πειρήνη παρουσιάζονταν ως κόρη του μυθικού βασιλιά της Σπάρτης Οιβάλου («Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο 2 – «Κορινθιακά», κεφάλαιο 2, εδάφιο 3). Κατά μία πιο ορθολογιστική εκδοχή, το τοπωνύμιο «Κεγχρεές» προέρχεται από το ποώδες φυτό κέγχρος (κεχρί).
3. Στράβων, «Γεωγραφικά», βιβλίο Η’, κεφάλαιο 6, εδάφιο 23. Η ανατολική πύλη των τειχών της αρχαίας Κορίνθου επονομάζονταν «Πύλη Κεγχρεών».
4. Αντίστοιχα το Λέχαιο εξυπηρετούσε ως το λιμάνι για την Ιταλική χερσόνησο και τις υπόλοιπες παραλιακές περιοχές της Μεσογείου θάλασσας.
5. Θουκυδίδης, «Ιστορίαι (Πελοποννησιακός Πόλεμος)», βιβλίο Δ’, κεφάλαια 42 – 45, και βιβλίο Η’, κεφάλαια 10 έως 23.
6. Ξενοφώντα, «Ελληνικά», βιβλίο ΣΤ’, κεφάλαιο V, εδάφιο 51, και βιβλίο Ζ’, κεφάλαιο Ι, εδάφια 15 έως 17, 41 – 42.
7. Εκτός από τις αρχαιοελληνικές φρουριακές εγκαταστάσεις, ακριβώς στο ύψος των διαβάσεων της Μαρίστας και του Στανοτοπίου, εντοπίζονται και πολύ μεταγενέστερες οχυρώσεις, οι οποίες ανεγέρθηκαν την περίοδο της αποκαλούμενης Β’ Βενετοκρατίας (1685/1687 – 1715) στην Πελοπόννησο. Σχετικό άρθρο του γράφοντος: www.parakato.gr/Οι Βενετσιάνικες οχυρώσεις στα Όνεια όρη Κορινθίας/19-12-2017.
8. «Περίπλους της θαλάσσης της οικουμένης Ευρώπης καὶ Ασίας καὶ Λιβύης», εδάφιο 55. Στον πρωτότυπο τίτλο αναγράφεται ως συγγραφέας ο εξερευνητής Σκύλαξ ο Καρυανδεύς (6ος/5ος αιώνας π. Χ.), όμως από την εξέταση του κειμένου διαπιστώνεται ότι τα περιγραφόμενα γνωρίσματα πολλών εκ των τοποθεσιών ανήκουν σε μεταγενέστερη εποχή. Για αυτόν τον λόγο, το σύγγραμμα θεωρείται πλέον ως πόνημα ενός άγνωστου συγγραφέα των μέσων του 4ου αιώνα π. Χ., που εξαιτίας της ονομαστικής κατάχρησης έλαβε το προσωνύμιο «ψευδο-Σκύλαξ».
9. Διόδωρος Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», βίβλος ΙΘ’, κεφάλαιο 63, εδάφιο 4.
10. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι», «Άρατος», κεφάλαιο 29, εδάφια 1 έως 6 και κεφάλαιο 44, εδάφιο 6. Επίσης «Άγις και Κλεομένης», κεφάλαιο 41, εδάφιο 1.
11. Cicero, Epistulae ad Familiares, IV, 5, 4, «Servius Sulpicius to Cicero (At Astura). Athens (March)».
12. Βλέπε παραπάνω σημείωση 3.
13. Οβίδιος, «Τρίστια (Tristia)», βιβλίο 1, ποίημα 10. Η πολίχνη Τέμπυρα εκτιμάται ότι βρίσκονταν στην τοποθεσία της Αλεξανδρούπολης, ενώ η πόλη Τόμις ταυτίζεται με την Κωνστάντζα της σημερινής Ρουμανίας.
14. «Πράξεις των Αποστόλων», κεφάλαιο ΙΗ’, εδάφια 1 έως 18.
15. Αποστόλου Παύλου, «Προς Ρωμαίους επιστολή», κεφάλαιο ΙΣΤ’, εδάφια 1 – 2. Η Αγία Φοίβη θεωρείται ως προστάτιδα των νοσοκόμων και η μνήμη της εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 3 Σεπτεμβρίου.
16. Το έτος της τοποθέτησης του Γαλλίωνα ως ανθύπατου της Αχαΐας πιστοποιείται από μία επιγραφή, που ανακαλύφθηκε στους Δελφούς και αποτελεί ένα σημαντικότατο στοιχείο για την χρονολόγηση του βίου του Αποστόλου Παύλου.
17. Εικάζεται ότι ο Δίολκος είχε πιθανότατα περιέλθει σε ολική ή μερική αχρηστία, από την αποκοπή ενός τμήματος προς το μέρος του Κορινθιακού κόλπου, εξαιτίας των εκσκαφών σε μήκος 2 χιλιομέτρων για την διάνοιξη διώρυγας, κατόπιν εντολής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα στα 67 μ. Χ.. Πάντως, αυτό το εμπόδιο δεν ανέκοψε την ευδαιμονία του νέου Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών, καθόσον εξακολούθησε να αποτελεί κομβικό τερματικό σταθμό των εμπορευμάτων που διακινούνταν από την Ανατολή προς την Δύση, τα οποία μπορούσαν να μεταφερθούν όπως και παλαιότερα με υποζύγια στο έτερο επίνειο του Λεχαίου, για να συνεχίσουν το ταξίδι προς τους προορισμούς τους με άλλα συμβεβλημένα φορτηγά πλοία.
18. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ («Κορινθιακά»), κεφάλαιο 2, εδάφιο 3. Εφεξής οι χρονολογίες στο κείμενο θα παρατίθενται χωρίς τον προσδιορισμό «μ. Χ.», καθόσον θεωρείται αυτονόητος.
19. Όσον αφορά τους εντυπωσιακούς θαλαμωτούς τύμβους των Κεγχρεών, θα παρατεθούν περισσότερα στοιχεία στο δεύτερο μέρος του παρόντος αφιερώματος με την περιγραφή των αρχαιολογικών καταλοίπων. Σχετικό αναλυτικό άρθρο του γράφοντος: www.parakato.gr/Το υπόγειο Ρωμαϊκό νεκροταφείο των Κεγχρεών/25-6-2016.
20. Στον οπισθότυπο ενός άλλου νομίσματος της περιόδου του αυτοκράτορα Αδριανού (Publius Aelius Traianus Hadrianus, 117 – 138), τα δύο επίνεια του Λεχαίου και των Κεγχρεών παριστάνονται ως νύμφες με τις επωνυμίες «LECH, CENCH».
21. Απουλήιος, «Μεταμορφώσεις (Ο Χρυσός Γάιδαρος)», κεφάλαια 10 (35) και 11 (25). Το μυθιστόρημα εικάζεται ότι γράφτηκε περί το 153, δηλαδή δύο χρόνια πριν την επίσκεψη του Παυσανία στις Κεγχρεές.
22. «L’empereur Julien. Oeuvres completes», tome I, 2e partie, Lettres et fragments, edition and translation by Joseph Bidez, Paris, 1960.
23. Ammianus Marcellinus, «Res gestae», βιβλίο XXVI (10.15 – 19).
24. Ζώσιμος, «Ιστορία Νέα», βιβλίο 4, εδάφιο 18.
25. Τα κατάλοιπα του υπόψη κτιριακού συγκροτήματος εντοπίζονται πίσω από τον αρχαιολογικό χώρο του νότιου μόλου και ακριβώς μετά την Εθνική Οδό Ισθμού – Αρχαίας Επιδαύρου (πρώην οικόπεδο Θρεψιάδη), αλλά δεν είναι επισκέψιμα.
26. Τα φυσικά καταστροφικά φαινόμενα που ενέσκηψαν στην επικράτεια του Βυζαντινού κράτους επί βασιλείας του Ιουστινιανού Α’ (527 – 565), καταγράφονται κατά περίπτωση στα δύο ιστορικά έργα του Προκόπιου «Υπέρ πολέμων λόγοι» και «Περί κτισμάτων».
27. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος τρίτος, σελίδες 214 – 224, εκ του τυπογραφείου Νικήτα Πάσσαρη, εν Αθήναις, 1867.
28. Νικήτα Χωνιάτη, «Χρονική Διήγησις», «Τόμος Δεύτερος, της Βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού», εδάφιο 5.
29. William Miller, «Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204 – 1566)», σελίδες 441 – 451, 477 – 479 και 536 – 538, μετάφραση Άγγελου Φουριώτη, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 1990.
30. C. N. Sathas, «Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας: Documents inédits relatifs à l'histoire de la Grèce au Moyen Âge publiés sous les auspices de la Chambre des députés de Grèce», tome VI, p. 135 & 138, ed. Maisonneuve et Ch. Leclerc, Paris, 1885.
31. Girolamo Albrizzi, «Esatta notitia del Peloponneso, volgarmente penisola della Morea, divisa in otto provincie, Descritte Geograficamente, doue si legge l'Origine de primi habitanti, con li nomi, che diedero alle prouincie, Citt à, & altro con sue Istorie, & acquisti fatti dalla Serenissima Republica di Venetia, dall' Anno 1684, sino al di presente. Adoranto di quantità di figure in Rome. Consacrato al Serenissimo Prencipe Christiano Ernesto, Marchese di Brandemburgo…», Venetia, MDCLXXXVII [=1687].
32. Ενδεικτικά αναφέρονται ο Γάλλος ιατρός και πρωτοπόρος αρχαιολόγος Jacques Spon (1647-1685), ο Άγγλος κληρικός George Wheler (1651–1724), ο Ιρλανδός ζωγράφος Edward Dodwell (1767 – 1832) και ο Γερμανός ιστορικός και αρχαιολόγος Ernst Curtius (1814 – 1896).
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Χριστιανικαί Κεγχρεαί: Τοπογραφία των Κεγχρεών», Γεώργιος Λαμπάκης, Miscellanea di archeologia, storia e filologia dedicata a Professore Antonio Salinas nel XL anniversario del suo insegnamento accademico, pp. 71 – 80, Palermo, 1907.
2. «Κεγχρεές», Κ. Κρυστάλλη – Βότση, Αρχαιολογικόν Δελτίον 31 Β1 – Χρονικά (1976), σελίδα 64.
3. «Συμβολή στην ιστορική γεωγραφία της περιοχής της Κορίνθου στους μέσους χρόνους», Μιχαήλ Σ. Κορδώση, διδακτορική διατριβή, σελίδες 180 – 184, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 1981.
4. «Αρχαιολογικοί θησαυροί της Κορινθίας», σελίδες 163 – 167, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κορινθίας, Prefecture of the Corinthia, Κόρινθος, 2008.
5. «Η μετάβαση από την ειδωλολατρική – παγανιστική λατρεία του Ελληνορωμαϊκού κόσμου στην Χριστιανική λατρεία στην ευρύτερη περιοχή της πόλης της αρχαίας Κορίνθου. Τόποι λατρείας με βάση τα μέχρι σήμερα ευρήματα των ανασκαφών», Νεκτάριος Μ. Μετζάκης, διπλωματική εργασία, σελίδες 21 – 25 και 82, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Πάτρα, 2011.
6. «Κεγχρεές», άρθρο της Παρασκευής Ευαγγέλογλου στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 30 – 37, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
7. «Investigation at Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Edwin Ramage, Hesperia 36, pp. 124 – 186, 1967.
8. «Pausanias, II, 2, 3: A Collation of Archaeological and Numismatic Evidence», Robert L. Hohlfelder, Hesperia 39, pp. 326 – 331, 1970.
9. «Kenchreai on the Saronic Gulf: Aspects of its Imperial History», Robert L. Hohlfelder, The Classical Journal 71 (1976), pp. 217 – 226.
10. «Kenchreai: Eastern Port of Corinth: Topography and Architecture», Leila Ibrahim, Robert Lorentz Scranton, Robert H. Brill, (Kenchreai I), Leiden, 1978.
11. «Fortifications of Mount Oneion, Corinthia», William R. Caraber and Timothy E. Gregory, Hesperia 75, pp. 327 – 356, ed. American School of Classical Studies at Athens, 2006.
12. «Life and Death at a Port in Roman Greece. The Kenchreai Cemetery Project, 2002 – 2006», Joseph Rife, Melissa Moore Morison, Alix Barbet, Richard K. Dunn, Douglas H. Ubelaker, Florence Monier, article in Hesperia, vol. 76 (1), pp. 143 – 181, April 2007.
13. «Isis in Corinth: The Numismatic Evidence. City Image and Religion», Laurent Bricault, Richard Veymiers, «Nile into Tiber. Egypt in the Roman World», pp. 393 – 413, ed. L. Bricault, R. Veymiers and P. G. P. Meyboom, Brill, Leiden – Boston, 2007.
14. «Religion and Society at Roman Kenchreai», Joseph L. Rife, Corinth in context: Comparative Studies on Religion and Society, pp. 391 – 432, eds. S. J. Friesen, D. N. Schowalter, J. C. Walters, Novum Testamentum, Suppl. 134, Leiden, 2010.
15. «Preliminary Report on Early Byzantine Pottery from a Building Complex at Kenchreai (Greece)», Sebastian Heath, Joseph L. Rife, Jorge J. Bravo III, Gavin Blasdel, ISAW Papers 10, 2015.
16. http://www.kenchreai.org/The American Excavations at Kenchreai.
17. http://www.ascsa.edu.gr/report-on-kenchreai-2012.
18. http://kenchreai.org/Kenchreai Archaeological Archive.
19. http://aedik.gr/Ιστορία της Διώρυγας.
20. https://el.wikipedia.org/wiki/Δίολκος.
28 Μαΐου 2018
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Στην νεότερη εποχή έχει επικρατήσει η παρεμφερής ονομασία «Κεχριές».
2. Όπως μας πληροφορεί επιπρόσθετα ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας, Στο ποίημα «Μεγάλες Ηοίες» η Πειρήνη παρουσιάζονταν ως κόρη του μυθικού βασιλιά της Σπάρτης Οιβάλου («Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο 2 – «Κορινθιακά», κεφάλαιο 2, εδάφιο 3). Κατά μία πιο ορθολογιστική εκδοχή, το τοπωνύμιο «Κεγχρεές» προέρχεται από το ποώδες φυτό κέγχρος (κεχρί).
3. Στράβων, «Γεωγραφικά», βιβλίο Η’, κεφάλαιο 6, εδάφιο 23. Η ανατολική πύλη των τειχών της αρχαίας Κορίνθου επονομάζονταν «Πύλη Κεγχρεών».
4. Αντίστοιχα το Λέχαιο εξυπηρετούσε ως το λιμάνι για την Ιταλική χερσόνησο και τις υπόλοιπες παραλιακές περιοχές της Μεσογείου θάλασσας.
5. Θουκυδίδης, «Ιστορίαι (Πελοποννησιακός Πόλεμος)», βιβλίο Δ’, κεφάλαια 42 – 45, και βιβλίο Η’, κεφάλαια 10 έως 23.
6. Ξενοφώντα, «Ελληνικά», βιβλίο ΣΤ’, κεφάλαιο V, εδάφιο 51, και βιβλίο Ζ’, κεφάλαιο Ι, εδάφια 15 έως 17, 41 – 42.
7. Εκτός από τις αρχαιοελληνικές φρουριακές εγκαταστάσεις, ακριβώς στο ύψος των διαβάσεων της Μαρίστας και του Στανοτοπίου, εντοπίζονται και πολύ μεταγενέστερες οχυρώσεις, οι οποίες ανεγέρθηκαν την περίοδο της αποκαλούμενης Β’ Βενετοκρατίας (1685/1687 – 1715) στην Πελοπόννησο. Σχετικό άρθρο του γράφοντος: www.parakato.gr/Οι Βενετσιάνικες οχυρώσεις στα Όνεια όρη Κορινθίας/19-12-2017.
8. «Περίπλους της θαλάσσης της οικουμένης Ευρώπης καὶ Ασίας καὶ Λιβύης», εδάφιο 55. Στον πρωτότυπο τίτλο αναγράφεται ως συγγραφέας ο εξερευνητής Σκύλαξ ο Καρυανδεύς (6ος/5ος αιώνας π. Χ.), όμως από την εξέταση του κειμένου διαπιστώνεται ότι τα περιγραφόμενα γνωρίσματα πολλών εκ των τοποθεσιών ανήκουν σε μεταγενέστερη εποχή. Για αυτόν τον λόγο, το σύγγραμμα θεωρείται πλέον ως πόνημα ενός άγνωστου συγγραφέα των μέσων του 4ου αιώνα π. Χ., που εξαιτίας της ονομαστικής κατάχρησης έλαβε το προσωνύμιο «ψευδο-Σκύλαξ».
9. Διόδωρος Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», βίβλος ΙΘ’, κεφάλαιο 63, εδάφιο 4.
10. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι», «Άρατος», κεφάλαιο 29, εδάφια 1 έως 6 και κεφάλαιο 44, εδάφιο 6. Επίσης «Άγις και Κλεομένης», κεφάλαιο 41, εδάφιο 1.
11. Cicero, Epistulae ad Familiares, IV, 5, 4, «Servius Sulpicius to Cicero (At Astura). Athens (March)».
12. Βλέπε παραπάνω σημείωση 3.
13. Οβίδιος, «Τρίστια (Tristia)», βιβλίο 1, ποίημα 10. Η πολίχνη Τέμπυρα εκτιμάται ότι βρίσκονταν στην τοποθεσία της Αλεξανδρούπολης, ενώ η πόλη Τόμις ταυτίζεται με την Κωνστάντζα της σημερινής Ρουμανίας.
14. «Πράξεις των Αποστόλων», κεφάλαιο ΙΗ’, εδάφια 1 έως 18.
15. Αποστόλου Παύλου, «Προς Ρωμαίους επιστολή», κεφάλαιο ΙΣΤ’, εδάφια 1 – 2. Η Αγία Φοίβη θεωρείται ως προστάτιδα των νοσοκόμων και η μνήμη της εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 3 Σεπτεμβρίου.
16. Το έτος της τοποθέτησης του Γαλλίωνα ως ανθύπατου της Αχαΐας πιστοποιείται από μία επιγραφή, που ανακαλύφθηκε στους Δελφούς και αποτελεί ένα σημαντικότατο στοιχείο για την χρονολόγηση του βίου του Αποστόλου Παύλου.
17. Εικάζεται ότι ο Δίολκος είχε πιθανότατα περιέλθει σε ολική ή μερική αχρηστία, από την αποκοπή ενός τμήματος προς το μέρος του Κορινθιακού κόλπου, εξαιτίας των εκσκαφών σε μήκος 2 χιλιομέτρων για την διάνοιξη διώρυγας, κατόπιν εντολής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα στα 67 μ. Χ.. Πάντως, αυτό το εμπόδιο δεν ανέκοψε την ευδαιμονία του νέου Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών, καθόσον εξακολούθησε να αποτελεί κομβικό τερματικό σταθμό των εμπορευμάτων που διακινούνταν από την Ανατολή προς την Δύση, τα οποία μπορούσαν να μεταφερθούν όπως και παλαιότερα με υποζύγια στο έτερο επίνειο του Λεχαίου, για να συνεχίσουν το ταξίδι προς τους προορισμούς τους με άλλα συμβεβλημένα φορτηγά πλοία.
18. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ («Κορινθιακά»), κεφάλαιο 2, εδάφιο 3. Εφεξής οι χρονολογίες στο κείμενο θα παρατίθενται χωρίς τον προσδιορισμό «μ. Χ.», καθόσον θεωρείται αυτονόητος.
19. Όσον αφορά τους εντυπωσιακούς θαλαμωτούς τύμβους των Κεγχρεών, θα παρατεθούν περισσότερα στοιχεία στο δεύτερο μέρος του παρόντος αφιερώματος με την περιγραφή των αρχαιολογικών καταλοίπων. Σχετικό αναλυτικό άρθρο του γράφοντος: www.parakato.gr/Το υπόγειο Ρωμαϊκό νεκροταφείο των Κεγχρεών/25-6-2016.
20. Στον οπισθότυπο ενός άλλου νομίσματος της περιόδου του αυτοκράτορα Αδριανού (Publius Aelius Traianus Hadrianus, 117 – 138), τα δύο επίνεια του Λεχαίου και των Κεγχρεών παριστάνονται ως νύμφες με τις επωνυμίες «LECH, CENCH».
21. Απουλήιος, «Μεταμορφώσεις (Ο Χρυσός Γάιδαρος)», κεφάλαια 10 (35) και 11 (25). Το μυθιστόρημα εικάζεται ότι γράφτηκε περί το 153, δηλαδή δύο χρόνια πριν την επίσκεψη του Παυσανία στις Κεγχρεές.
22. «L’empereur Julien. Oeuvres completes», tome I, 2e partie, Lettres et fragments, edition and translation by Joseph Bidez, Paris, 1960.
23. Ammianus Marcellinus, «Res gestae», βιβλίο XXVI (10.15 – 19).
24. Ζώσιμος, «Ιστορία Νέα», βιβλίο 4, εδάφιο 18.
25. Τα κατάλοιπα του υπόψη κτιριακού συγκροτήματος εντοπίζονται πίσω από τον αρχαιολογικό χώρο του νότιου μόλου και ακριβώς μετά την Εθνική Οδό Ισθμού – Αρχαίας Επιδαύρου (πρώην οικόπεδο Θρεψιάδη), αλλά δεν είναι επισκέψιμα.
26. Τα φυσικά καταστροφικά φαινόμενα που ενέσκηψαν στην επικράτεια του Βυζαντινού κράτους επί βασιλείας του Ιουστινιανού Α’ (527 – 565), καταγράφονται κατά περίπτωση στα δύο ιστορικά έργα του Προκόπιου «Υπέρ πολέμων λόγοι» και «Περί κτισμάτων».
27. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος τρίτος, σελίδες 214 – 224, εκ του τυπογραφείου Νικήτα Πάσσαρη, εν Αθήναις, 1867.
28. Νικήτα Χωνιάτη, «Χρονική Διήγησις», «Τόμος Δεύτερος, της Βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού», εδάφιο 5.
29. William Miller, «Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204 – 1566)», σελίδες 441 – 451, 477 – 479 και 536 – 538, μετάφραση Άγγελου Φουριώτη, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 1990.
30. C. N. Sathas, «Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας: Documents inédits relatifs à l'histoire de la Grèce au Moyen Âge publiés sous les auspices de la Chambre des députés de Grèce», tome VI, p. 135 & 138, ed. Maisonneuve et Ch. Leclerc, Paris, 1885.
31. Girolamo Albrizzi, «Esatta notitia del Peloponneso, volgarmente penisola della Morea, divisa in otto provincie, Descritte Geograficamente, doue si legge l'Origine de primi habitanti, con li nomi, che diedero alle prouincie, Citt à, & altro con sue Istorie, & acquisti fatti dalla Serenissima Republica di Venetia, dall' Anno 1684, sino al di presente. Adoranto di quantità di figure in Rome. Consacrato al Serenissimo Prencipe Christiano Ernesto, Marchese di Brandemburgo…», Venetia, MDCLXXXVII [=1687].
32. Ενδεικτικά αναφέρονται ο Γάλλος ιατρός και πρωτοπόρος αρχαιολόγος Jacques Spon (1647-1685), ο Άγγλος κληρικός George Wheler (1651–1724), ο Ιρλανδός ζωγράφος Edward Dodwell (1767 – 1832) και ο Γερμανός ιστορικός και αρχαιολόγος Ernst Curtius (1814 – 1896).
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Χριστιανικαί Κεγχρεαί: Τοπογραφία των Κεγχρεών», Γεώργιος Λαμπάκης, Miscellanea di archeologia, storia e filologia dedicata a Professore Antonio Salinas nel XL anniversario del suo insegnamento accademico, pp. 71 – 80, Palermo, 1907.
2. «Κεγχρεές», Κ. Κρυστάλλη – Βότση, Αρχαιολογικόν Δελτίον 31 Β1 – Χρονικά (1976), σελίδα 64.
3. «Συμβολή στην ιστορική γεωγραφία της περιοχής της Κορίνθου στους μέσους χρόνους», Μιχαήλ Σ. Κορδώση, διδακτορική διατριβή, σελίδες 180 – 184, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 1981.
4. «Αρχαιολογικοί θησαυροί της Κορινθίας», σελίδες 163 – 167, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κορινθίας, Prefecture of the Corinthia, Κόρινθος, 2008.
5. «Η μετάβαση από την ειδωλολατρική – παγανιστική λατρεία του Ελληνορωμαϊκού κόσμου στην Χριστιανική λατρεία στην ευρύτερη περιοχή της πόλης της αρχαίας Κορίνθου. Τόποι λατρείας με βάση τα μέχρι σήμερα ευρήματα των ανασκαφών», Νεκτάριος Μ. Μετζάκης, διπλωματική εργασία, σελίδες 21 – 25 και 82, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Πάτρα, 2011.
6. «Κεγχρεές», άρθρο της Παρασκευής Ευαγγέλογλου στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 30 – 37, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
7. «Investigation at Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Edwin Ramage, Hesperia 36, pp. 124 – 186, 1967.
8. «Pausanias, II, 2, 3: A Collation of Archaeological and Numismatic Evidence», Robert L. Hohlfelder, Hesperia 39, pp. 326 – 331, 1970.
9. «Kenchreai on the Saronic Gulf: Aspects of its Imperial History», Robert L. Hohlfelder, The Classical Journal 71 (1976), pp. 217 – 226.
10. «Kenchreai: Eastern Port of Corinth: Topography and Architecture», Leila Ibrahim, Robert Lorentz Scranton, Robert H. Brill, (Kenchreai I), Leiden, 1978.
11. «Fortifications of Mount Oneion, Corinthia», William R. Caraber and Timothy E. Gregory, Hesperia 75, pp. 327 – 356, ed. American School of Classical Studies at Athens, 2006.
12. «Life and Death at a Port in Roman Greece. The Kenchreai Cemetery Project, 2002 – 2006», Joseph Rife, Melissa Moore Morison, Alix Barbet, Richard K. Dunn, Douglas H. Ubelaker, Florence Monier, article in Hesperia, vol. 76 (1), pp. 143 – 181, April 2007.
13. «Isis in Corinth: The Numismatic Evidence. City Image and Religion», Laurent Bricault, Richard Veymiers, «Nile into Tiber. Egypt in the Roman World», pp. 393 – 413, ed. L. Bricault, R. Veymiers and P. G. P. Meyboom, Brill, Leiden – Boston, 2007.
14. «Religion and Society at Roman Kenchreai», Joseph L. Rife, Corinth in context: Comparative Studies on Religion and Society, pp. 391 – 432, eds. S. J. Friesen, D. N. Schowalter, J. C. Walters, Novum Testamentum, Suppl. 134, Leiden, 2010.
15. «Preliminary Report on Early Byzantine Pottery from a Building Complex at Kenchreai (Greece)», Sebastian Heath, Joseph L. Rife, Jorge J. Bravo III, Gavin Blasdel, ISAW Papers 10, 2015.
16. http://www.kenchreai.org/The American Excavations at Kenchreai.
17. http://www.ascsa.edu.gr/report-on-kenchreai-2012.
18. http://kenchreai.org/Kenchreai Archaeological Archive.
19. http://aedik.gr/Ιστορία της Διώρυγας.
20. https://el.wikipedia.org/wiki/Δίολκος.
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.