«Η Ιθάκη είναι μόνον η αρχή», ήταν η καταληκτική φράση στο διαβόητο «διάγγελμα» του Αλέξη Τσίπρα το οποίο θα περάσει στην Ιστορία ως απαράμιλλο μνημείο πόλωσης και διχασμού από έναν πολιτικό που δεν μπορεί να ξεπεράσει τις συνθήκες που τον έφεραν στην διακυβέρνηση μαζί με μια δράκα αμοραλιστών τους οποίους ο ελληνικός λαός επί δεκαετίες νωρίτερα κατέτασσε μονίμως στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Δικαίως, λοιπόν, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι υποστήριξαν ότι αυτός ο… κούφιος δήθεν συμβολισμός στον οποίο κατέφυγε ο κ. Τσίπρας είχε περισσότερο χαρακτήρα… απειλής για τα όσα μας επιφυλάσσει η συνέχεια της παραμονής του ίδιου και της ομάδας που τον περιστοιχίζει στην άσκηση της διακυβέρνηση.
Άλλωστε, η μισαλλοδοξία, η εχθροπάθεια και η δαιμονοποίηση από την οποία διαπνεόταν από την αρχή ως το τέλος του το σχεδόν 8λεπτο πρωθυπουργικό μήνυμα που διαβάστηκε με φόντο τα ήρεμα νερά του Ιονίου ήταν μάλλον πιο τρομακτικά από τα ίδια τα επίμονα ψέματα και τους θρασείς ισχυρισμούς του ότι «δεν θα διαπράξουμε την ύβρη να αγνοήσουμε τα διδάγματα της Ελλάδας των μνημονίων».
Στεκόμενος απέναντι στον τηλεϋποβολέα (το auto cue, για τους μυημένους με τα τηλεοπτικά), μιλούσε ως να βρισκόμαστε ακόμη στις αρχές του 2015, όταν ο ίδιος διέθετε ακόμη την… αντιμνημονιακή παρθενία. Εκτόξευε, χωρίς αιδώ, πολεμικές κραυγές όχι μόνον συλλήβδην κατά των προκατόχων του αλλά και κατά των συνοδοιπόρων του οι οποίοι τον εγκατέλειψαν για να μην τον ακολουθήσουν στην εξευτελιστικές κωλοτούμπες που έκανε τη μια μετά την άλλη.
«Δεν θα αφήσουμε τη λήθη να μας παρασύρει. Δεν θα γίνουμε λωτοφάγοι. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τις αιτίες και τα πρόσωπα που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια», ισχυριζόταν. Και με ανυπέρβλητη θρασύτητα διέγραφε μονοκονδυλιά τις μοναδικές αυταπάτες τις απίστευτες φαντασιώσεις και τις χωρίς προηγούμενο ψευδαισθήσεις που στοίχισαν πανάκριβα τον ελληνικό λαό.
Στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές, όπως προσπάθησε να μας πείσει ο κ. Τσίπρας ότι είναι η λήξη του τρίτου κατά σειράν ευρωπαϊκού προγράμματος για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, οι ηγέτες –διεθνείς και εγχώριοι- επιλέγουν την ενότητα και τη συμφιλίωση των πολιτικών δυνάμεων που αποτελούν προωθητικό παράγοντα προς την κατεύθυνση της οικονομικής ανάκαμψης.
Αυτή, για παράδειγμα, υπήρξε η επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν έλαβε τη μεγάλη απόφαση, κόντρα στην οξεία αντίδραση της τότε αντιπολίτευσης, να προχωρήσει την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Έτσι πορεύτηκε στη συνέχεια ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά και ο Κώστας Σημίτης που έβαλε τη χώρα στην ευρωζώνη σε πείσμα των αντιπάλων του που μιλούσαν για «τραβεστί οικονομία» και τον κατηγορούσαν για «δημιουργική λογιστική». Αν η Ελλάδα δεν ήταν στην Ευρωζώνη, ας μη σκεφτόμαστε καλύτερα ποια θα ήταν η τύχη της σήμερα….
Με τη βεβαιότητα ότι έκαναν το σωστό, οι πολιτικοί που έχουν περάσει στο πάνθεον των ηγετών, δεν ανάλωναν τον χρόνο τους υβρίζοντας όσους τους ασκούσαν την κριτική. Και αυτή είναι η τεράστια διαφορά τους από τον κ. Τσίπρα, ο οποίος ξέρει ότι όλα όσα ισχυρίζεται δεν αντέχουν στην κοινή λογική. Γι΄ αυτό και καταφεύγει στην επίθεση κατά πάντων. Το κάνει, αφενός, διότι δεν ανέχεται την κριτική, αλλά κυρίως, επειδή, όπως έχει αποδείξει πολλές φορές, ξέρει ότι το «αφήγημά» του δεν έχει συνοχή και ειρμό.
Γι΄ αυτό και είναι ειλικρινά απορίας άξιον πως αισθάνθηκαν όλοι όσοι φιλοτεχνούν τελευταία το πορτρέτο του δήθεν «σοσιαλδημοκράτη Τσίπρα που λογικεύτηκε» και του τάχατες «κεντρώου ΣΥΡΙΖΑ που άφησε πίσω τις ριζοσπαστικές ακρότητες». Θεωρούν ότι έχει λογική η απόπειρα στοχοποίησης προσώπων όπως ο Λουκάς Παπαδήμος και ο Γιάννης Στουρνάρας που συνιστούσε ο ισχυρισμός ότι τα προηγούμενα χρόνια «η δημοκρατία ευτελίστηκε», επειδή «τραπεζίτες έγιναν πρωθυπουργοί και υπουργοί έγιναν τραπεζίτες»;
Συνάδουν με το ευρωπαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο βερμπαλιστικές ακρότητες όπως οι παρακάτω: «Δεν θα ξεχάσουμε τίποτα από όσα ζήσαμε, γιατί δεν είναι απλά η ύλη για τους ιστορικούς του μέλλοντος. Αλλά είναι τα εφόδια μιας χώρας που γράφει τη νέα σελίδα της ιστορίας της, σε χρόνο ενεστώτα. Φτάσαμε στον προορισμό μας, βγήκαμε από τα μνημόνια, αλλά δεν τελειώσαμε εδώ. Νέες μάχες είναι τώρα μπροστά μας. Οι σύγχρονοι μνηστήρες είναι εδώ και στέκονται ακόμα απέναντι»;
Ας μην υπάρχουν, λοιπόν, αυταπάτες. Ο κ. Τσίπρας ήρθε στην εξουσία εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το διχαστικό κλίμα που επικράτησε στην ελληνική κοινωνία όταν ξεκίνησε η κρίση που έκανε αναπόφευκτο το Μνημόνιο, δηλαδή το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας με τη χορήγηση φθηνού δανεισμού από τους εταίρους της χώρας. Αν δεν είχε υπάρξει το Μνημόνιο, θα ήταν αιωνίως στο περιθώριο, όπως είναι σχεδόν παντού οι ομοϊδεάτες του.
Παρότι έχει γίνει προ πολλού ο μνημονιακός πρωθυπουργός με τη μεγαλύτερη κυβερνητική θητεία, δεν μπορεί να λειτουργήσει εκτός πόλωσης και σε συνθήκες κανονικότητας. Δεν έχει καμία δυσκολία να αυτοαποθεώνεται για τη δική του μοναδική μνημονιακή προσήλωση, ούτε να κατηγορεί εκείνους που μας έβαλαν στα Μνημόνια επειδή δεν τα τήρησαν με ευλάβεια. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση μιλά με μισαλλόδοξο πάθος και διάθεση εξόντωσης όποιου –προσώπου ή θεσμού- δεν υποτάσσεται στη βούλησή του.
Αυτός ήταν. Και ο ίδιος και απαράλλακτος παραμένει, όπως απέδειξε τόσο όταν καθύβριζε όσους τον Αύγουστο του 2015 τον συνέδραμαν στην ψήφιση του τρίτου και βαρύτερου Μνημονίου, όσο και με το «διάγγελμα» της Ιθάκης. Παραμένει σταθερά ανεπίδεκτος μαθήσεως στα μαθήματα της συναίνεσης και της τήρησης των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού τους οποίους είναι δύσκολο να αποδεχτεί ένας πολιτικός που γαλουχήθηκε με το πνεύμα του «καταληψία» και είναι εκείνο από το οποίο εξακολουθεί να διακατέχεται.
Με άλλα λόγια, φαντάζει ότι είναι μάταιος κόπος να περιμένει κανείς να αλλάξει τώρα και να γίνει νουνεχής άνθρωπος της συνεννόησης και της καταλλαγής. Γι΄ αυτό και, παραφράζοντας μια γνωστή παροιμία, εύκολα μπορεί να αντιτείνει κανείς σε όσους βλέπουν «κανονικοποίηση» της σημερινής εξουσίας ότι «τον Τσίπρα και αν τον “πλένεις”…».
Γρηγόρης Τζιοβάρας
Πρώτο Θέμα
Δικαίως, λοιπόν, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι υποστήριξαν ότι αυτός ο… κούφιος δήθεν συμβολισμός στον οποίο κατέφυγε ο κ. Τσίπρας είχε περισσότερο χαρακτήρα… απειλής για τα όσα μας επιφυλάσσει η συνέχεια της παραμονής του ίδιου και της ομάδας που τον περιστοιχίζει στην άσκηση της διακυβέρνηση.
Άλλωστε, η μισαλλοδοξία, η εχθροπάθεια και η δαιμονοποίηση από την οποία διαπνεόταν από την αρχή ως το τέλος του το σχεδόν 8λεπτο πρωθυπουργικό μήνυμα που διαβάστηκε με φόντο τα ήρεμα νερά του Ιονίου ήταν μάλλον πιο τρομακτικά από τα ίδια τα επίμονα ψέματα και τους θρασείς ισχυρισμούς του ότι «δεν θα διαπράξουμε την ύβρη να αγνοήσουμε τα διδάγματα της Ελλάδας των μνημονίων».
Στεκόμενος απέναντι στον τηλεϋποβολέα (το auto cue, για τους μυημένους με τα τηλεοπτικά), μιλούσε ως να βρισκόμαστε ακόμη στις αρχές του 2015, όταν ο ίδιος διέθετε ακόμη την… αντιμνημονιακή παρθενία. Εκτόξευε, χωρίς αιδώ, πολεμικές κραυγές όχι μόνον συλλήβδην κατά των προκατόχων του αλλά και κατά των συνοδοιπόρων του οι οποίοι τον εγκατέλειψαν για να μην τον ακολουθήσουν στην εξευτελιστικές κωλοτούμπες που έκανε τη μια μετά την άλλη.
«Δεν θα αφήσουμε τη λήθη να μας παρασύρει. Δεν θα γίνουμε λωτοφάγοι. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τις αιτίες και τα πρόσωπα που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια», ισχυριζόταν. Και με ανυπέρβλητη θρασύτητα διέγραφε μονοκονδυλιά τις μοναδικές αυταπάτες τις απίστευτες φαντασιώσεις και τις χωρίς προηγούμενο ψευδαισθήσεις που στοίχισαν πανάκριβα τον ελληνικό λαό.
Στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές, όπως προσπάθησε να μας πείσει ο κ. Τσίπρας ότι είναι η λήξη του τρίτου κατά σειράν ευρωπαϊκού προγράμματος για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, οι ηγέτες –διεθνείς και εγχώριοι- επιλέγουν την ενότητα και τη συμφιλίωση των πολιτικών δυνάμεων που αποτελούν προωθητικό παράγοντα προς την κατεύθυνση της οικονομικής ανάκαμψης.
Αυτή, για παράδειγμα, υπήρξε η επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν έλαβε τη μεγάλη απόφαση, κόντρα στην οξεία αντίδραση της τότε αντιπολίτευσης, να προχωρήσει την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Έτσι πορεύτηκε στη συνέχεια ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά και ο Κώστας Σημίτης που έβαλε τη χώρα στην ευρωζώνη σε πείσμα των αντιπάλων του που μιλούσαν για «τραβεστί οικονομία» και τον κατηγορούσαν για «δημιουργική λογιστική». Αν η Ελλάδα δεν ήταν στην Ευρωζώνη, ας μη σκεφτόμαστε καλύτερα ποια θα ήταν η τύχη της σήμερα….
Με τη βεβαιότητα ότι έκαναν το σωστό, οι πολιτικοί που έχουν περάσει στο πάνθεον των ηγετών, δεν ανάλωναν τον χρόνο τους υβρίζοντας όσους τους ασκούσαν την κριτική. Και αυτή είναι η τεράστια διαφορά τους από τον κ. Τσίπρα, ο οποίος ξέρει ότι όλα όσα ισχυρίζεται δεν αντέχουν στην κοινή λογική. Γι΄ αυτό και καταφεύγει στην επίθεση κατά πάντων. Το κάνει, αφενός, διότι δεν ανέχεται την κριτική, αλλά κυρίως, επειδή, όπως έχει αποδείξει πολλές φορές, ξέρει ότι το «αφήγημά» του δεν έχει συνοχή και ειρμό.
Γι΄ αυτό και είναι ειλικρινά απορίας άξιον πως αισθάνθηκαν όλοι όσοι φιλοτεχνούν τελευταία το πορτρέτο του δήθεν «σοσιαλδημοκράτη Τσίπρα που λογικεύτηκε» και του τάχατες «κεντρώου ΣΥΡΙΖΑ που άφησε πίσω τις ριζοσπαστικές ακρότητες». Θεωρούν ότι έχει λογική η απόπειρα στοχοποίησης προσώπων όπως ο Λουκάς Παπαδήμος και ο Γιάννης Στουρνάρας που συνιστούσε ο ισχυρισμός ότι τα προηγούμενα χρόνια «η δημοκρατία ευτελίστηκε», επειδή «τραπεζίτες έγιναν πρωθυπουργοί και υπουργοί έγιναν τραπεζίτες»;
Συνάδουν με το ευρωπαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο βερμπαλιστικές ακρότητες όπως οι παρακάτω: «Δεν θα ξεχάσουμε τίποτα από όσα ζήσαμε, γιατί δεν είναι απλά η ύλη για τους ιστορικούς του μέλλοντος. Αλλά είναι τα εφόδια μιας χώρας που γράφει τη νέα σελίδα της ιστορίας της, σε χρόνο ενεστώτα. Φτάσαμε στον προορισμό μας, βγήκαμε από τα μνημόνια, αλλά δεν τελειώσαμε εδώ. Νέες μάχες είναι τώρα μπροστά μας. Οι σύγχρονοι μνηστήρες είναι εδώ και στέκονται ακόμα απέναντι»;
Ας μην υπάρχουν, λοιπόν, αυταπάτες. Ο κ. Τσίπρας ήρθε στην εξουσία εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το διχαστικό κλίμα που επικράτησε στην ελληνική κοινωνία όταν ξεκίνησε η κρίση που έκανε αναπόφευκτο το Μνημόνιο, δηλαδή το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας με τη χορήγηση φθηνού δανεισμού από τους εταίρους της χώρας. Αν δεν είχε υπάρξει το Μνημόνιο, θα ήταν αιωνίως στο περιθώριο, όπως είναι σχεδόν παντού οι ομοϊδεάτες του.
Παρότι έχει γίνει προ πολλού ο μνημονιακός πρωθυπουργός με τη μεγαλύτερη κυβερνητική θητεία, δεν μπορεί να λειτουργήσει εκτός πόλωσης και σε συνθήκες κανονικότητας. Δεν έχει καμία δυσκολία να αυτοαποθεώνεται για τη δική του μοναδική μνημονιακή προσήλωση, ούτε να κατηγορεί εκείνους που μας έβαλαν στα Μνημόνια επειδή δεν τα τήρησαν με ευλάβεια. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση μιλά με μισαλλόδοξο πάθος και διάθεση εξόντωσης όποιου –προσώπου ή θεσμού- δεν υποτάσσεται στη βούλησή του.
Αυτός ήταν. Και ο ίδιος και απαράλλακτος παραμένει, όπως απέδειξε τόσο όταν καθύβριζε όσους τον Αύγουστο του 2015 τον συνέδραμαν στην ψήφιση του τρίτου και βαρύτερου Μνημονίου, όσο και με το «διάγγελμα» της Ιθάκης. Παραμένει σταθερά ανεπίδεκτος μαθήσεως στα μαθήματα της συναίνεσης και της τήρησης των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού τους οποίους είναι δύσκολο να αποδεχτεί ένας πολιτικός που γαλουχήθηκε με το πνεύμα του «καταληψία» και είναι εκείνο από το οποίο εξακολουθεί να διακατέχεται.
Με άλλα λόγια, φαντάζει ότι είναι μάταιος κόπος να περιμένει κανείς να αλλάξει τώρα και να γίνει νουνεχής άνθρωπος της συνεννόησης και της καταλλαγής. Γι΄ αυτό και, παραφράζοντας μια γνωστή παροιμία, εύκολα μπορεί να αντιτείνει κανείς σε όσους βλέπουν «κανονικοποίηση» της σημερινής εξουσίας ότι «τον Τσίπρα και αν τον “πλένεις”…».
Γρηγόρης Τζιοβάρας
Πρώτο Θέμα
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.