ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ (ΑΡΧΑΙΑ ΣΙΚΥΩΝΑ) ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ

Αναζητώντας το μεσαιωνικό παρελθόν της κωμόπολης του σημερινού Βασιλικού του Δήμου Σικυωνιών στις ιστορικές πηγές και στα λιγοστά κατάλοιπα από εκείνη την εποχή 



Εικόνα 1: Το σωζόμενο τμήμα πύργου στις νοτιοανατολικές παρυφές της σύγχρονης κωμόπολης του Βασιλικού (Αρχαία Σικυώνα), που ανήκει στην μεσαιωνική οχύρωση της τοποθεσίας.


Η σημερινή κωμόπολη του Βασιλικού του Δήμου Σικυωνίων καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα του αναπεπταμένου πλατώματος, όπου εκτείνονταν ο αστικός ιστός της περιτειχισμένης Ελληνιστικής Σικυώνας(1), η οποία τότε επονομάζονταν ως «Δημητριάς» προς τιμήν του Δημητρίου του Πολιορκητή. Ο δε Μακεδόνας στρατηλάτης είχε επανιδρύσει την πολιτεία στο μέρος της παλαιότερης ακρόπολης της Κλασσικής εποχής. Τα σπουδαία μνημεία στον παρακείμενο αρχαιολογικό χώρο της αγοράς στα βορειοδυτικά της τοποθεσίας, όπως το εκτενές γυμνάσιο – παλαίστρα, το βουλευτήριο, τα αναλήμματα του σταδίου, ο δωρικός ναός, η στοά, το επιβλητικό θέατρο και τα αναλήμματα του σταδίου, αλλά και τα καλλιτεχνικά εκθέματα του οικείου μουσείου, είναι αδιάψευστοι μάρτυρες για την ανυπέρβλητη αίγλη της αρχαίας πόλης – κράτους. Η δε μακραίωνη ιστορική διαδρομή της από την απώτερη αρχαιότητα έως και τα τέλη των Ρωμαϊκών χρόνων έχει διερευνηθεί λεπτομερώς, αποτελώντας αντικείμενο πλείστων εμπεριστατωμένων μελετών και επιστημονικών συγγραμμάτων. Ωστόσο, το μεσαιωνικό παρελθόν της κατοπινής πολίχνης που διαδέχτηκε την αρχαία Σικυώνα είναι ελάχιστα προβεβλημένο, αν και παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Αυτήν λοιπόν, την μάλλον άγνωστη πτυχή της τοπικής ιστορίας, θα προσπαθήσουμε να αποκαλύψουμε στο παρόν άρθρο, αντλώντας πληροφορίες από τις διαθέσιμες πρωτογενείς πηγές, καταδεικνύοντας παράλληλα και τα λιγοστά κτιριακά ορόσημα από την εξεταζόμενη περίοδο της λεγόμενης Φραγκοκρατίας.



Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας της κωμόπολης του Βασιλικού (Αρχαία Σικυώνα). Με κίτρινη διακεκομμένη γραμμή αποδίδεται κατά προσέγγιση ο οχυρωματικός περίβολος της αρχαίας πόλης των Ελληνιστικών χρόνων, ενώ με κόκκινο κύκλο επισημαίνεται η πιθανή θέση της κατοπινής μεσαιωνικής πολίχνης. (1): Κατάλοιπα του μεσαιωνικού κάστρου, (2): Βυζαντινός ναός της Αγίας Τριάδας, (3): Υφιστάμενος αρχαιολογικός χώρος, (4): Ανατολική απόληξη υψώματος «Ξεροκαστέλλι», (5): Μετόχι Αγίου Στεφάνου.


Σύμφωνα με τις ανασκαφικές ενδείξεις, κατά το διάστημα των Παλαιοχριστιανικών χρόνων (4ος – 7ος αιώνας μ. Χ.), παρατηρείται μία πολεοδομική συρρίκνωση, όταν η ανθρώπινη δραστηριότητα εστιάζεται στο κεντρικό μέρος του πλατώματος, γύρω από τον τομέα της αρχαίας αγοράς. Η μετασχηματισθείσα πόλη αποκτά και πάλι την παλαιά ονομασία της, αυτή την φορά ως «Νέα Σικυών», καθώς υπήρξε έδρα της εκκλησιαστικής επισκοπής Σικυώνος, η οποία μαρτυρείται ήδη από τα μέσα του 4ου αιώνα μ. Χ., και υπάγονταν στην μητρόπολη Κορίνθου καθ’ όλη την πρώιμη και την μετέπειτα μέση Βυζαντινή περίοδο. Περί τον 5ο αιώνα μ. Χ., ανεγείρονται δύο Χριστιανικές βασιλικές στην τοποθεσία, η μία επάνω στα ερείπια του κατεστραμμένου Ελληνιστικού ναού της αρχαίας αγοράς και η δεύτερη ανατολικότερα, τα ίχνη των οποίων έχουν εντοπιστεί τόσο ανασκαφικά, όσο και με γεωφυσικές μεθόδους(2). Από την σύσταση της ομώνυμης επισκοπής, αλλά και από την παρουσία των δύο διαλαμβανόμενων εκκλησιών, υποδηλώνεται ότι η Σικυώνα εξακολουθούσε να κατέχει μία επιφανή θέση στην ευρύτερη περιοχή, όντας το σημαντικότερο αστικό κέντρο μετά την Κόρινθο. Μάλιστα μετά τον 6ο αιώνα μ. Χ., η πόλη φέρεται να μετονομάζεται εκ νέου και να αποκαλείται «Ελλάς», μία επωνυμία την οποία ενδεχομένως να διατήρησε για τους επόμενους αιώνες, αφού στο περίφημο λεξικό του Σουίδα (ή Σούδα) του 10ου αιώνα αναγράφεται «Σικυών η νυν Ελλάς καλουμένη»(3). Ο δε Σικυώνιος συγγραφέας Γεώργιος Κασκαρέλης παραθέτει πως σε εκείνους τους χρόνους, οι κάτοικοι αυτής ονομάζονταν «Ελλαδικοί» και ο Κορινθιακός κόλπος μνημονεύονταν ως «Ελλαδική θάλασσα». Πάντως στην πορεία των μέσων Βυζαντινών χρόνων (842 – 1204), ο πολεοδομικός τομέας φαίνεται να μετατοπίζεται πλέον στην νοτιοανατολική γωνία του πλατώματος, δηλαδή στο μέρος της σημερινής κωμόπολης, αποκτώντας σταδιακά την μορφή μίας μικρότερης πολίχνης, που εξακολούθησε να έχει μία εξέχουσα σημασία για την Κορινθία.



Εικόνα 3: Αεροφωτογραφία του ναού της αρχαίας αγοράς της Σικυώνας. Πάνω στα ερείπια του ανεγέρθηκε μια Χριστιανική βασιλική περί τον 5ο αιώνα μ. Χ., στην οποία ανήκει το διακρινόμενο αψιδωτό κτίσμα στην νότια πλευρά. (Πηγή φωτογραφίας: «Αρχαία Κορινθία», συλλογικό έργο, σελίδα 121, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013).


Ενδεχομένως περί τα τέλη του 12ου/αρχές του 13ου αιώνα, άλλαξε και πάλι η ονομασία του οικισμού σε «Βασιλικά» ή «Βασιλικάτα», όπως καταγράφεται στις μεσαιωνικές πηγές, ενώ με τον ενικό τύπο της ως «Βασιλικό» έφτασε μέχρι την σύγχρονη εποχή. Για δε την ονοματοδοσία, που μάλλον μεταβλήθηκε λίγο πριν από την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους σταυροφόρους στα 1205, εμφανίζονται δύο εκδοχές. Η πρώτη διατυπώνεται από τον Αδαμάντιο Κοραή στον σχολιασμό του για την Σικυωνία χώρα, επί του σχετικού εδαφίου από το έργο «Γεωγραφικά» του αρχαίου γεωγράφου Στράβωνα(4). Συγκεκριμένα ο διαπρεπής Έλληνας λόγιος, σημειώνει ότι η πρότερη Σικυώνα αποκαλέστηκε ως «Βασιλική» ή «Βασιλικόν» από τον ομώνυμο παραρρέοντα ποταμό. Ο τελευταίος αντιστοιχεί με τον ποταμό Ασωπό, ο οποίος διέρχεται κάτω από τα νότια κράσπεδα του πλατώματος και φέρεται να επονομάζονταν και ως «Βασιλικός», ένα προσωνύμιο που εικάζονταν πως έλαβε τιμής ένεκεν από τους αρχέγονους χρόνους, όταν ήταν άνακτας της πόλης ο γηγενής Αιγιαλέας, διότι σε αυτήν μνημονεύτηκαν πρωταρχικά στον Ελλαδικό χώρο οι όροι «Βασιλεύς» και «Βασιλεία», προκειμένου να χαρακτηρίσουν την εξουσία του υπόψη μυθικού ηγεμόνα.

Η δεύτερη εκδοχή προέρχεται από μία τοπική παράδοση, που σχετίζεται με το κτιριακό συγκρότημα του Ρωμαϊκού βαλανείου (θέρμες) της αρχαίας Σικυώνας, από το οποίο αναστηλώθηκαν τέσσερα δωμάτια στα 1935 από τον διακεκριμένο αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο, για να στεγάσουν το υφιστάμενο Αρχαιολογικό Μουσείο. Σύμφωνα με την λαϊκή διήγηση, τα εντυπωσιακά ερείπια της δημόσιας λουτρικής εγκατάστασης με την επιμελή πλινθοδομή, που ήταν πάντοτε ορατά, φάνταζαν στα μάτια των απλοϊκών κατοίκων του μεσαίωνα σαν τα απομεινάρια ενός λαμπρού παλατιού κάποιου τρανού βασιλιά του παρελθόντος. Έχοντας λοιπόν ενστερνιστεί αυτή την αντίληψη και σε συσχετισμό με τα περίτεχνα μαρμάρινα μέλη και τεμάχια αρχαίων αγαλμάτων, που έρχονταν στο φως από περιστασιακές εκσκαφές, ονομάτισαν ως «Βασιλικά» την τοποθεσία του Σικυώνιου πλατώματος, και κατά συνέπεια και την πολίχνη τους(5).



Εικόνα 4: Άποψη του Αρχαιολογικού Μουσείου Σικυώνας, το οποίο στεγάζεται σε ένα αναστηλωμένο τμήμα ενός Ρωμαϊκού δημόσιου βαλανείου (θέρμες). Τα ερείπια του λέγεται πως εκλαμβάνονταν από τους μεσαιωνικούς κατοίκους ως τα κατάλοιπα ενός βασιλικού παλατιού, με αποτέλεσμα να αποκαλέσουν ως «Βασιλικά» την τοποθεσία του οικισμού τους.


Η συγκεκριμένη ονομασία απαντάται για πρώτη φορά στην Αραγωνική παραλλαγή του φημισμένου «Χρονικού του Μορέως»(6), η συγγραφή του οποίου χρονολογείται στα 1393. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 216 του μεσαιωνικού κειμένου, ο πρίγκιπας της Αχαΐας, Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος (Guillaume II de Villehardouin, 1246 – 1278), επισκεύασε τα τείχη του φρουρίου της Κορίνθου (Corento) και κατασκεύασε το κάστρο των Βασιλικάτων (Basilicata). O Φράγκος ηγεμόνας προέβη σε αυτές τις ενέργειες αμέσως μετά την κατάληψη της Μονεμβασιάς, και την επακόλουθη υποταγή των Τσακώνων και των Μηλιγγών περί τα τέλη του 1248, οπότε και περιήλθε στην κυριαρχία του ολόκληρη η Πελοπόννησος, εκτός από την Κορώνη και την Μεθώνη, που κατέχονταν από τους Βενετσιάνους.

Δυστυχώς η αρχιτεκτονική μορφή του κάστρου των Βασιλικών δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί, καθόσον διασώζεται μονάχα το κάτω μέρος ενός αμυντικού πύργου και μικρά τμήματα των μεσαιωνικών τειχών εκατέρωθεν αυτού, στις νοτιοανατολικές παρυφές της σημερινής κωμόπολης, σε απόσταση μόλις λίγων μέτρων βόρεια από την νεότερη εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων. Θεωρείται πολύ πιθανό να μην συνιστούσε μία καστροπολιτεία περικλείοντας την κυρίως πολίχνη εκείνης της εποχής, η οποία πρέπει να παρέμενε ατείχιστη και να σχηματίζονταν κάπως βορειότερα, γύρω από τον υφιστάμενο ναό της Αγίας Τριάδας, που η θεμελίωση του ανάγεται επίσης στον 13ο αιώνα. Ίσως να οχυρώθηκε από τους Φράγκους μία περιορισμένη έκταση στα δυτικά του διατηρούμενου μεσαιωνικού πύργου, με κατάλληλη εκμετάλλευση του εδαφικού ανάγλυφου και ευρεία χρήση αρχαίου οικοδομικού υλικού, χτίζοντας εν μέρει επί του κρηπιδώματος των προγενέστερων Ελληνιστικών τειχών της νοτιοανατολικής γωνίας του Σικυώνιου πλατώματος. Υπό αυτή οπτική θα είχε τον φρουριακό χαρακτήρα μίας ακροπόλεως ή ενός περιχαρακωμένου ερείσματος, όπου θα μπορούσαν να καταφύγουν άμεσα οι κάτοικοι σε περίπτωση ενός επικείμενου κινδύνου. Με την στρατηγική αξιολόγηση του κάστρου του Βασιλικού (των Βασιλικών ή Βασιλικάτων)(7), την περιγραφή των διασωζόμενων μεσαιωνικών καταλοίπων, όπως και με τον Βυζαντινό ναό της Αγίας Τριάδας, θα ασχοληθούμε κάπως εκτενέστερα μετά το πέρας της ιστορικής μας αναδίφησης.



Εικόνα 5: Τα λιγοστά οχυρωματικά κατάλοιπα από το μεσαιωνικό κάστρο του Βασιλικού ή των Βασιλικών, όπως φαίνονται από την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στην νοτιοανατολική γωνία του Σικυώνιου πλατώματος.


Η οικοδόμηση του κάστρου από τον Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο έδωσε νέα ώθηση στην περαιτέρω ανάπτυξη της πολίχνης, που υπάγονταν διοικητικά στην περιφέρεια της Κορίνθου, η οποία κατά την διάρκεια της Φραγκοκρατίας οργανώθηκε σε καστελλανία(8), ενταγμένη με την σειρά της στην φεουδαρχική δομή του πριγκιπάτου της Αχαΐας. Από τα μέσα του 14ου και έπειτα, το όνομα των Βασιλικών εμφανίζεται σε πολλά επίσημα έγγραφα, σχετιζόμενα με καθεστωτικά και διαδικαστικά ζητήματα της ηγεμονίας του Μορέως. Πριν όμως αναφερθούμε σε αυτά τα τεκμήρια, θα πρέπει θέσουμε ένα στοιχειώδες ιστορικό πλαίσιο, προκειμένου να καταστούν περισσότερο κατανοητά. Στα 1333 το Φράγκικο πριγκιπάτο μεταβιβάστηκε αντί εδαφικών και χρηματικών ανταλλαγμάτων, από τον αυθέντη του Ιωάννη της Γραβίνας (Jean of Sicily Conte di Gravina, 1322 – 1332), στον τότε ανήλικο συγγενή του Ροβέρτο Β’ (Robert II, 1333 – 1364) εκ του βασιλικού οίκου των Ανδεγαυών (Angevin), ο οποίος πρόσφατα είχε διαδεχτεί τον θανόντα πατέρα του στο πριγκιπάτο του Τάραντα και τελούσε υπό την στενή επιτροπεία της διαπλεκόμενης μητέρας του, της επίτιμης Λατίνας αυτοκράτειρας της Κωνσταντινούπολης Αικατερίνης των Βαλουά (Catherine de Valois, 1307/1308 – 1346). Αυτή η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε χάρη στην μεσολάβηση του Νικολό Ατζαγιόλι (Niccolo Acciaiuoli), ενός δαιμόνιου Φλωρεντίνου τραπεζίτη και εραστή της τιτουλάριας αυτοκράτειρας, ένα άτομο που θα μας απασχολήσει στην συνέχεια, καθώς λίγο αργότερα θεμελίωσε την δυναστική παρουσία της οικογένειας του στην Κορινθία, η οποία φέρεται να συνδέθηκε ιδιαίτερα με τα Βασιλικά.



Εικόνα 6: Τοπιογραφία του Σικυώνιου πλατώματος από τα ερείπια του αρχαίου θεάτρου στα 1834 του Γερμανό – Εσθονού αρχαιολόγου Otto Magnus von Stackelberg. Περί το 1344 η περιοχή του Βασιλικού ανήκε ως τιμάριο στον Φράγκο ευγενή Alibert de Luc. (Πηγή ψηφιακού αντιγράφου: ιστότοπος http://el.travelogues.gr).


Ωστόσο, στο πριγκιπάτο της Αχαΐας υπήρχε μία μερίδα Λατίνων φεουδαρχών, που αναγνώριζε ως νόμιμο ηγεμόνα τον Ιάκωβο Β’, τον βασιλιά της Μαγιόρκας, (Jaime III de Mallorca, 1324 – 1344), καθώς ήταν απόγονος του Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου ως εγγονός της δεύτερης κόρης του Μαργαρίτας. Ο δε Ροβέρτος Β’ του Τάραντα ασκούσε την εξουσία του στην Πελοποννησιακή κτήση του εκ του μακρόθεν, δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα σε άλλα πιο φλέγοντα θέματα. Έτσι διόριζε σε αυτή εντολοδόχους αντιπροσώπους του (βάϊλους), που διοικούσαν εξ’ ονόματος του για μικρό χρονικό διάστημα έκαστος. Η δε ανεπάρκεια σε διαχειριστικές ικανότητες αρκετών εξ’ αυτών, φαίνεται ότι είχε ως αποτέλεσμα την πλημμελή διακυβέρνηση της ηγεμονίας, προκαλώντας την δυσαρέσκεια αρκετών τοπικών αρχόντων, οι οποίοι φαίνεται ότι προσκολλήθηκαν στους προαναφερθέντες οπαδούς του Ιάκωβου Β’. Οι αντιφρονούντες Φράγκοι ευγενείς συγκρότησαν μία κοινή παράταξη και υπέβαλαν ένα υπόμνημα προς τον εν λόγω βασιλιά της Μαγιόρκας στα 1344, όπου εξέθεταν με επιχειρήματα τα κληρονομικά δικαιώματα του επί του πριγκιπάτου της Αχαΐας και του πρότειναν να αναλάβει τα ηνία του. Το έγγραφο δίνει μία σαφή εικόνα για την κατάσταση του Μορέα εκείνη την περίοδο και ανάμεσα στους υπογράφοντες, συγκαταλέγεται και ο Αλιμπέρτ ντε Λουκ (Alibert de Luc), ο οποίος τιτλοφορείται ως «άρχοντας των Βασιλικών (seigneur de Basilicata)». Κατά πάσα πιθανότητα, ο υπόψη Φράγκος αριστοκράτης κατείχε ως τιμάριο την περιοχή του σημερινού Βασιλικού έως τα παράλια του Κορινθιακού κόλπου, ενώ ο Βρετανός μεσαιωνολόγος William Miller εικάζει πως ίσως να ήταν απόγονος ενός παλαιού βαρώνου της Σταυροφορικής κατάκτησης της Πελοποννήσου από τις αρχές του 13ου αιώνα(9).

Ωστόσο οι ανατρεπτικές επιδιώξεις της ομάδας των αντιτασσόμενων Φράγκων ευγενών, δεν έμελλε να τελεσφορήσουν. Ο Ιάκωβος Β’ της Μαγιόρκας ναι μεν συναίνεσε στην πρόταση τους και αποδέχτηκε τον τίτλο του πρίγκιπα της Αχαΐας, αλλά εκείνο το διάστημα βρίσκονταν σε πόλεμο με τον νέο βασιλιά της Αραγωνίας Πέτρο Δ’, ο οποίος τον εκδίωξε από τις Βαλεαρίδες νήσους, για να σκοτωθεί τελικά σε μάχη στα 1349, όταν επέστρεψε πίσω για να ανακτήσει τον θρόνο του. Η δε ηγεμονία της Πελοποννήσου παρέμεινε στα χέρια του Ροβέρτου Β’ του Τάραντα, που είχε κληρονομήσει επιπλέον και τον επίτιμο θώκο του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης από την αποβιώσασα μητέρα του στα 1346. Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Γαλλίδα αριστοκράτισσα Μαρία των Βουρβόνων (Marie de Bourbon) και από το 1356 το υψηλό ζεύγος μετοίκησε στην Πελοπόννησο. Εδώ ο Ροβέρτος Β’ έχρισε την σύζυγο του ως διάδοχο του στο πριγκιπάτο της Αχαΐας, απονέμοντας πιθανότατα σε αυτήν πολλές εδαφικές εκτάσεις ως προσωπική της ιδιοκτησία, ενώ σε αυτές μάλλον συμπεριλαμβάνονταν και γαίες στην τοποθεσία του Βασιλικού, όπως θα δούμε παρακάτω.



Εικόνα 7: Ο Βυζαντινός ναός της Αγίας Τριάδας του σημερινού Βασιλικού από τα νοτιοδυτικά. Η αρχική οικοδομική φάση του εκτιμάται ότι ανάγεται στον 13ο αιώνα, ενώ η μεσαιωνική πολίχνη των Βασιλικών (ή των Βασιλικάτων) αναπτύσσονταν γύρω από αυτόν.


Στο μεταξύ ο Νικολό Ατζαγιόλι αναδείχθηκε σε πραγματικό μεγιστάνα του Μορέα, καθώς είχαν περιέλθει στην κυριότητα του αρκετά φέουδα, είτε με απ’ ευθείας μεταβίβαση τους, είτε μέσω χρηματικής εξαγοράς. Αν και ο ίδιος είχε αναχωρήσει από το πριγκιπάτο της Αχαΐας ήδη από το 1341 και ενδιέτριβε πλέον στην Ιταλία, εντούτοις παρέμενε αμείωτο το ενδιαφέρον του για τις Ελληνικές κτήσεις. Επιπρόσθετα, στα 1358 ο Ροβέρτος Β’ του Τάραντα παραχώρησε σε αυτόν την πόλη της Κορίνθου και το φρούριο του Ακροκορίνθου, μαζί με τα εξαρτήματα τους και άλλα οκτώ μικρά κάστρα, κρίνοντας ότι ο πανούργος Φλωρεντίνος τραπεζίτης ήταν το μόνο ικανό πρόσωπο, που μπορούσε να αναλάβει την άμυνα των Κορινθιακών παραλίων ενάντια στις ληστρικές επιδρομές των Τούρκων κουρσάρων. Όμως ενδεχομένως η περιφέρεια της Κορινθίας, τότε να μην είχε περάσει ολόκληρη στην κατοχή του Νικολό Ατζαγιόλι, ο οποίος είχε κατορθώσει να αναγορευτεί ως μέγας σενεσάλος (στρατοπεδάρχης ή αυλάρχης) του βασιλείου της Νάπολης, καθώς και κόμης της Μάλτας. Αυτή η εντύπωση δίνεται από μία έκθεση του αξιωματούχου Νικόλα ντε Μποϊάνο (Nicola de Boiano) στα 1361, που σχετίζεται με την διαχείριση της εδαφικής περιουσίας της Μαρίας των Βουρβόνων στον Μορέα. Μεταξύ άλλων, ο Ιταλός πληρεξούσιος της πριγκίπισσας της Αχαΐας παραθέτει ότι η βαρωνία της Βοστίτσας (Αίγιο) και οι Κορινθιακές κτήσεις της παρουσίαζαν κατάσταση απερήμωσης, εξαιτίας των συνεχιζόμενων Τουρκικών λεηλασιών. Μάλιστα τα εισπραχθέντα έσοδα της από τις τελευταίες ανέρχονταν μόλις σε 40 υπέρπυρα(10). Στο ίδιο έγγραφο μνημονεύονται δύο φορές τα Βασιλικά, υποδηλώνοντας ότι η Μαρία διατηρούσε ακέραια συμφέροντα στην περιοχή τους, ενώ δεν είναι απίθανο να υποθέσουμε ότι ανήκε σε αυτήν ακόμα και η μεσαιωνική πολίχνη με το κάστρο της. Επίσης, ο Νικόλα ντε Μποϊάνο δήλωνε με έμφαση πως αν μπορούσε να πλεύσει με ασφάλεια θα μετέβαινε σε εκείνα τα μέρη και θα προσπαθούσε να εξασφαλίσει την ανανέωση των καλλιεργειών εκμισθώνοντας τα εδάφη της Γαλλίδας ηγεμόνισσας σε οιονδήποτε ενδιαφερόμενο(11). Στην συναφή επιστολογραφία αναφέρεται και κάποιος Ζαν ντε Βιγκλάνι (Jean de Vinglani) από τα Βασιλικά, ο οποίος μάλλον ήταν διορισμένος ως τοποτηρητής (vicaire) της Μαρίας των Βουρβόνων στις Πελοποννησιακές κτήσεις της, όπως επισημαίνει ο καθηγητής ιστορικής γεωγραφίας Μιχάλης Κορδώσης. Ίσως αυτή η διαφαινόμενη εντοπιότητα του συγκεκριμένου ατόμου, να υποδηλώνει έμμεσα την εγκατάσταση ενός αριθμού Λατίνων εποίκων στην μεσαιωνική πολίχνη του πλατώματος της αρχαίας Σικυώνας κατά την Φραγκοκρατία.



Εικόνα 8: Πορτρέτο του Νικολό Ατζαγιόλι σε πίνακα του 16ου αιώνα του Ιταλού ζωγράφου Cristofano dell'Altissimo. Η περιοχή των Βασιλικών πιθανότατα περιήλθε εξ’ ολοκλήρου στην κυριότητα του Φλωρεντίνου τραπεζίτη περί το 1363. (Πηγή φωτογραφίας: ιστοσελίδα https://commons.wikimedia.org/File: Museo della misericordia, ritratto di Niccolò Acciaioli).


Το έτος 1363 η Μαρία των Βουρβόνων πούλησε τις βαρωνίες του Γερακίου (Λακωνίας) και της Βοστίτσας (Αιγίου) στον ανερχόμενο Νέριο Ατζαγιόλι (Rainerio «Neri» Acciaiuoli), και αναχώρησε από την Πελοπόννησο με προορισμό την Νάπολη, όπου αποφάσισε να διαμείνει μόνιμα. Αυτός ο φιλόδοξος νεαρός ήταν ανιψιός και θετός γιός του γνωστού μας Νικολό Ατζαγιόλι. Ο τελευταίος δεν αποκλείεται να άδραξε την ευκαιρία και να αγόρασε τις ιδιόκτητες εκτάσεις της Γαλλίδας πριγκίπισσας στην ευρύτερη περιφέρεια της Κορινθίας, στις οποίες συγκαταλέγονταν και η τοποθεσία του σημερινού Βασιλικού με το κάστρο της. Με αυτό τον τρόπο ο πολυμήχανος Φλωρεντίνος καθίστατο ο απόλυτος αυθέντης της καστελλανίας της Κορίνθου. Πάντως χωρίς αμφιβολία τα Βασιλικά (Basilicata) βρίσκονταν στην κατοχή του στα 1365, καθώς απαντώνται συχνά σε έγγραφα αυτού του έτους, συνταγμένα κατόπιν δικής του υποδείξεως, και τα οποία αφορούν την φεουδαρχική του περιουσία στον Μορέα. Ο ίδιος ο Νικολό φέρεται να διέθετε γαίες περί το επίμηκες ύψωμα «Ξεροκαστέλλι (Sorcastella)»(12), στα δυτικά του Σικυώνιου πλατώματος, τις οποίες εκμεταλλεύονταν προσωπικά. Επίσης, μέσα από την εξέταση των τεκμηρίων διαπιστώνεται ότι ο τομέας του κάστρου των Βασιλικών απέφερε πολύ καλές προσόδους, όντας δεύτερος σε αποδοτικότητα μετά από την περιοχή του φρουρίου της Κορίνθου. Φαίνεται λοιπόν ότι ο πανίσχυρος μεγιστάνας με κατάλληλες ενέργειες στο χρονικό διάστημα της επταετούς εξουσίας του, είχε κατορθώσει να διασφαλίσει τις κτήσεις του από τους Τούρκους πειρατές, που λυμαίνονταν τα παράλια του Κορινθιακού κόλπου στα μέσα του 14ου αιώνα, φέρνοντας την σταθερότητα και την ευημερία στην καστελλανία του.

Ο Νικολό Ατζαγιόλι απεβίωσε πριν παρέλθει το έτος 1365 και με την μακροσκελή διαθήκη του διένειμε την περιουσία που διέθετε στην Ελλάδα, μεταξύ του μεγαλύτερου γιού του Άγγελου και του θετού γιού του και εξαδέλφου του δεύτερου, επίσης ονομαζόμενου Άγγελου, ο οποίος διατέλεσε Λατίνος αρχιεπίσκοπος Πατρών. Στα δε κληρονομικά φέουδα του φυσικού γιού του, περιλαμβάνονταν και «η ευγενέστατη πόλη της Κορίνθου» μαζί με τα εννέα εξαρτημένα κάστρα της(13). Όπως γίνεται αντιληπτό στα κάστρα της Κορινθίας φέρεται ότι έχει προστεθεί ακόμα ένα από την καταγραφή του έτους 1358, όταν η καστελλανία μεταβιβάστηκε στον Νικολό Ατζαγιόλι. Ίσως αυτή η αριθμητική μεταβολή, να αντικατοπτρίζει την απόκτηση του κάστρου των Βασιλικών (lo castello de Basilicata) από τον εκλιπόντα Φλωρεντίνο καστελλάνο στα 1363, το οποίο όντως να εκποιήθηκε από την Μαρία των Βουρβόνων κατά την αποχώρηση της από τον Μορέα, όπως έχουμε υποθέσει παραπάνω.



Εικόνα 9: Άποψη του υψώματος «Ξεροκαστέλλι», που βρίσκεται στα δυτικά του πλατώματος της αρχαίας Σικυώνας. Στους πρόποδες του διακρίνεται το συγκρότημα του μετοχίου του Αγίου Στεφάνου της Ιεράς Μονής Λέχοβας Κρυονερίου. Στην τοποθεσία του υψώματος αναφέρεται ότι διέθετε ιδιόκτητες γαίες ο Νικολό Ατζαγιόλι περί το 1365.


Ο δε Άγγελος Ατζαγιόλι ήταν πολύ απασχολημένος με την παρακολούθηση των συμφερόντων του στην Ιταλία, όπου είχε επίσης κληρονομήσει μεγάλες κτήσεις από τον πατέρα του. Έτσι στα 1371 αποφάσισε να διορίσει έναν επίτροπο του ως φρούραρχο της Κορίνθου, επιλέγοντας τον εξάδελφο του Νέριο Ατζαγιόλι, ο οποίος είδαμε ότι είχε αρχίσει ήδη να δραστηριοποιείται στην Πελοπόννησο. Δύο χρόνια αργότερα ο τελευταίος κατέστη ο αντικειμενικός κυρίαρχος των κάστρων της καστελλανίας της Κορίνθου, καθώς ο Άγγελος τα υποθήκευσε σε αυτόν έναντι ενός καταβληθέντος χρηματικού ποσού. Όμως το δάνειο δεν εξοφλήθηκε ποτέ. Αυτή η ασυνέπεια ή αδυναμία δημιούργησε ένα ιδιόμορφο ιδιοκτησιακό και διοικητικό καθεστώς, καθώς ενώ ο Άγγελος Ατζαγιόλι και οι απόγονοι του διατηρούσαν τον αναβαθμισμένο, πλην εντελώς ονομαστικό, τίτλο του «παλατινάτου της Κορίνθου», εντούτοις ο Νέριο αναγνωρίζονταν από το 1373 ως ο ηγεμόνας της περιοχής, κατατασσόμενος ανάμεσα στους λοιπούς Λατίνους αυθέντες του Ελλαδικού χώρου. Η τυπική κυριότητα του Άγγελου φανερώνεται από έναν κατάλογο του έτους 1377, όπου καταγράφεται ότι του ανήκαν τα εννέα κάστρα της καστελλανίας, συμπεριλαμβανομένου και των Βασιλικών.

Αυτή η επαμφοτερίζουσα κατάσταση φαίνεται ότι συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατο του Άγγελου στα 1391, αφού με την διαθήκη του κληροδοτεί το φέουδο της Κορίνθου στον δευτερότοκο γιό του Ιάκωβο, ο οποίος έπασχε από νοητική υστέρηση και για αυτό τον λόγο στην προγεγραμμένη διαθήκη του πατέρα του, διευκρινίζονταν ότι αν δεν συνέρχονταν εντός δύο ετών μετά από τον θάνατο του, η πόλη της Κορίνθου, τα Βασιλικά και τα άλλα φεουδαρχικά δικαιώματα της καστελλανίας, θα μεταβιβάζονταν στον τριτότοκο γιό του Ιωάννη. Συγκεκριμένα αναγράφονταν «…quod Johannes habeat civitatem Corinthii et omnia castra Basilicata…..»(14). Κατά τον καθηγητή Μιχάλη Κορδώση, η χρησιμοποίηση του περιφραστικού πληθυντικού «omnia castra (= όλα τα κάστρα)» των Βασιλικών, ενδεχομένως να σημαίνει ότι στην περιοχή τους υπήρχαν και άλλα οχυρωμένα μέρη, εκτός από εκείνο στην νοτιοανατολική γωνία του Σικυώνιου πλατώματος, ένα εκ των οποίων πρέπει βρίσκονταν στο προαναφερθέν ύψωμα «Ξεροκαστέλλι». Επιπρόσθετα εκφράζει την γνώμη πως ίσως με αυτό τον τρόπο δύναται να εξηγηθεί και η εκπόρευση του πληθυντικού αριθμού της ονομασίας ως «Βασιλικά (Basilicata)» σε αντιδιαστολή με τον ενικό τύπο ως «Βασιλικό», που επικράτησε μεταγενέστερα.



Εικόνα 10: Απόσπασμα τοπογραφικού χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, όπου επισημαίνονται το πλάτωμα της αρχαίας Σικυώνας (κόκκινο τετράγωνο) και το επίμηκες ύψωμα «Ξεροκαστέλλι» (κόκκινος κύκλος). Στο τελευταίο φαίνεται ότι υπήρχε κάποια οχύρωση στους μεσαιωνικούς χρόνους, από την οποία πρέπει να προσέλαβε το όνομα του.


Τα επόμενα χρόνια το άστρο του Νέριο Ατζαγιόλι, του ουσιαστικού άρχοντα της Κορίνθου και των Βασιλικών, μεσουράνησε στο στερέωμα της Λατινοκρατούμενης Ελλάδας, ο οποίος κατάφερε να υλοποιήσει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του. Στα τέλη του 1373 με αρχές του 1374 απέσπασε τα Μέγαρα από τους Καταλανούς(15), θέτοντας τις βάσεις για την εκδίωξη τους από το δουκάτο των Αθηνών, εποφθαλμιώντας να οικειοποιηθεί ο ίδιος την ηγεμονία τους. Μετά από μακροχρόνιες προετοιμασίες, ο νεόπλουτος Φλωρεντίνος ξεκίνησε τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Αττικοβοιωτία τον Ιούλιο του 1385 και τον Ιανουάριο του 1387 κυρίευσε την πόλη των Αθηνών, εκτός από το φρούριο του ιερού βράχου της Ακροπόλεως, που θα άντεχε για άλλους δεκαέξι μήνες. Ωστόσο, από εκείνο το έτος υπέγραφε τα επίσημα έγγραφα ως «αυθέντης της Κορίνθου και του δουκάτου». Στο μεταξύ, ένας άλλος τυχοδιωκτικός όμιλος Ισπανών μισθοφόρων, η λεγόμενη «Εταιρεία των Ναβαρραίων», είχε εισβάλει στην Πελοπόννησο περί τα τέλη του 1381 και κατάφερε να κατακτήσει ταχύτατα το Φράγκικο πριγκιπάτο της Αχαΐας, εκτός από την Κορινθία, ενώ οι πόλεις της Μεθώνης και της Κορώνης παρέμειναν σε Βενετσιάνικα χέρια.

Ο δε Νέριο Ατζαγιόλι μηχανογραφώντας με τον γαμπρό του, τον Βυζαντινό δεσπότη του Μυστρά, Θεόδωρο Α’ Παλαιολόγο (1383 – 1407)(16), θέλησε να επεκτείνει τις κτήσεις του, επιζητώντας να προσαρτήσει τα κάστρα του Άργους και της Ναυπλίας, τα οποία όμως ανήκαν πλέον στην σφαίρα επιρροής της Βενετίας. Τότε η Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, προκειμένου να προστατέψει τα συμφέροντα της, ήρθε σε συνεννόηση με τους Ναβαρραίους και κατόπιν διαταγής του αρχηγού τους, στις 10 Σεπτεμβρίου 1389, συνελήφθη με ύπουλο τρόπο ο άπληστος αυθέντης της Κορίνθου και του δουκάτου των Αθηνών και κρατήθηκε σε περιορισμό έως τα τέλη του 1390. Στο διάστημα της αιχμαλωσίας του Νέριο, τα Βασιλικά και η Κόρινθος, αναφέρονται ως τα λιμάνια όπου όφειλαν να αποβιβαστούν οι απεσταλμένοι του αδελφού του Δονάτο (Donato) Ατζαγιόλι, οι οποίοι επιβαίνοντας σε Γενοβέζικο πλοίο θα μετέβαιναν στην «Ρωμανία». Σκοπός τους ήταν να έρθουν σε επαφή με την σύζυγο του Φλωρεντίνου άρχοντα, την Αγνή Σαρακένο (Agnese Saraceno), στα πλαίσια της έντονης κινητοποίησης για την απελευθέρωση του. Την ίδια περίοδο το επίνειο των μεσαιωνικών Βασιλικών, που βρίσκονταν στα παράλια του σημερινού Κιάτου, συγκαταλέγεται παραδόξως ανάμεσα σε γνωστά λιμάνια του Ιονίου πελάγους, στα οποία δραστηριοποιούνταν εμπορικά δύο αδερφοί από την Ραγούσα (Ragusa) με το πλοίο τους(17).



Εικόνα 11: Προσωπογραφία του Νέριο Ατζαγιόλι σε σύγγραμμα του 1707. Όταν απεβίωσε ο Φλωρεντίνος ηγεμόνας της Κορίνθου και των Αθηνών τον Σεπτέμβριο του 1394, το κάστρο των Βασιλικών κληροδοτήθηκε στην δευτερότοκη κόρη του Φραντζέσκα, όπως καθορίζονταν στην διαθήκη του. (Πηγή ψηφιακού αντιγράφου: ιστότοπος http://el.travelogues.gr).


Ο Νέριο Ατζαγιόλι απεβίωσε στις 25 Σεπτεμβρίου 1394 και με την περίεργη διαθήκη του όριζε ως γενική κληρονόμο την αγαπημένη δευτερότοκη κόρη του Φραντζέσκα (Francesca), κληροδοτώντας σε αυτήν απευθείας τα κάστρα των Μεγάρων και των Βασιλικών, καθώς και το σεβαστό ποσό των 30.000 υπέρπυρων. Η τελευταία φημίζονταν ως η πιο μορφωμένη γυναίκα της εποχής της και ήταν παντρεμένη από το 1388 με τον Κάρολο Τόκκο (Carlo Tocco), τον Ιταλό δούκα της Λευκάδας και παλατινό κόμη της Κεφαλληνίας, ο οποίος τότε θεωρούνταν ως ο πιο ισχυρός Λατίνος αυθέντης της Ανατολής. Επίσης, η Φραντζέσκα θα αποκτούσε και τα δικαιώματα επί της καστελλανίας της Κορίνθου, που εκείνη την περίοδο μνημονεύεται και ως βαρωνία, αν και ο εκλιπών πατέρας της είχε υποσχεθεί παλαιότερα ότι θα την παραχωρούσε ως μελλοντική προίκα στον έτερο γαμπρό του, τον Θεόδωρο Α’ Παλαιολόγο. Η δε αδερφή της Βαρθολομαία έλαβε ως κληρονομιά μόνο 9.700 δουκάτα, τα οποία χρωστούσε ο σύζυγος της και Βυζαντινός δεσπότης του Μυστρά στον Φλωρεντίνο πεθερό του. Αξιοπρόσεκτος είναι ο διαχωρισμός του κάστρου των Βασιλικών από τα λοιπά φρούρια της Κορινθίας, ο οποίος αφήνει την υπόνοια ότι ενδεχομένως η περιοχή της Σικυώνας να είχε περιέλθει στην οριστική κυριότητα του Νέριο Ατζαγιόλι, εκπίπτοντας την ανεξόφλητη δανεική σύμβαση με εχέγγυο την υποθήκη του Κορινθιακού φέουδου, που είχε συνάψει πριν δύο δεκαετίες με τον θείο του Άγγελο.



Εικόνα 12: Η θέση της Σικυώνας σε χαρακτικό του 1887 από το οδοιπορικό του Αυστριακού αξιωματικού Amand von Schweiger Lerchenfeld. Ενδεχομένως η περιοχή των Βασιλικών να είχε περιέλθει στην οριστική κυριότητα του Νέριο Ατζαγιόλι λίγο πριν το τέλος του 14ου αιώνα. (Πηγή ψηφιακού αντιγράφου: ιστότοπος http://el.travelogues.gr).


Έπειτα την απρόσμενη κληρονομική εξέλιξη, ο δεσπότης Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος θεωρώντας τον εαυτό του αδικημένο, προέλασε στην Κορινθία στα τέλη του 1394 κυριεύοντας όλα τα ελάσσονα κάστρα της Φλωρεντίνικης καστελλανίας και έθεσε υπό πολιορκητικό κλοιό την πόλη της Κορίνθου. Την αντίσταση στο κραταιό φρούριο του Ακροκορίνθου συντόνιζε η ίδια Φραντζέσκα Ατζαγιόλι. Η δυναμική σύζυγος του δούκα της Λευκάδα μερίμνησε και για την άμυνα του κάστρου των Βασιλικών, το οποίο δεν είχε καταληφθεί από τα Βυζαντινά στρατεύματα, αποστέλλοντας ως αρχηγό της φρουράς τον Πιέτρο ντι Πάντοα (Pietro di Padoa)(18). Ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των δύο άσπονδων σύγγαμβρων διήρκεσε μερικούς μήνες και έληξε περί τα τέλη του 1395 με αρχές του 1396, οπότε με συνθηκολόγηση ο Κάρλο Τόκκο παρέδωσε τον Ακροκόρινθο στον Θεόδωρο Α’ Παλαιολόγο, δίνοντας τέλος στην περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Κορινθία.

Ο αρχαιολόγος Antoine Bon ισχυρίζεται ότι τα Βασιλικά δεν μεταβιβάστηκαν στον δεσπότη του Μυστρά μαζί με την Κόρινθο, μετά το πέρας της διαμάχης τους, αλλά παρέμειναν όπως και τα Μέγαρα για αρκετό καιρό στην κατοχή του Ιταλού δούκα της Λευκάδας. Πιστεύει πως καταλήφθηκαν πολύ αργότερα και συγκεκριμένα στα 1427, έτος κατά το οποίο περιήλθαν στην κυριαρχία των Βυζαντινών οι περισσότερες κτήσεις του Καρόλου Τόκκου στον Μορέα. Η εκδοχή του Γάλλου Ελληνιστή πιθανότατα στηρίζεται στην διαθήκη του Νέριο Ατζαγιόλι, όπου καθορίζονταν ρητά η άμεση κληροδότηση των κάστρων των δύο διαλαμβανόμενων περιοχών στην σύζυγο του Καρόλου, την Φραντζέσκα Ατζαγιόλι, αφού οι συγκεκριμένοι τίτλοι ιδιοκτησίας δεν θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Ωστόσο κρίνεται ως αρκετά παρακινδυνευμένη, καθόσον δεν πιστοποιείται από καμία πρωτογενή πηγή, ενώ είναι κάπως αμφίβολο να διατηρήθηκε ένας τόσο περιορισμένος Λατινοκρατούμενος θύλακας επί 32 χρόνια, μέσα σε Βυζαντινά εδάφη χωρίς να εκκαθαριστεί και μάλιστα σε μία περίοδο αυξημένης πολιτικοστρατιωτικής ρευστότητας στην Πελοπόννησο.



Εικόνα 13: Άποψη των δυτικών οχυρώσεων του φρουρίου του Ακροκορίνθου, ο οποίος παραδόθηκε με συνθηκολόγηση στον δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο Παλαιολόγο περί τα τέλη του 1395 με αρχές του 1396, ενώ ενδεχομένως τότε να περιήλθε στην κατοχή των Βυζαντινών και το κάστρο των Βασιλικών.


Κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα τα Βασιλικά ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορική πορεία της Βυζαντινής πλέον Κορίνθου(19), κατέχοντας πάντα την σημασία του δεύτερου σε σπουδαιότητα κατοικημένου τόπου στην νοτιοανατολική παραλιακή ζώνη του Κορινθιακού κόλπου. Το όνομα τους εμφανίζεται στην διαθήκη του έμπορου Βαρθολομαίου Ζάνε ντε Βισναντέλις (Bartholomaeus Zane de Visnadelis), με καταγωγή από το Τρεβίζο, που κατοικούσε στην Πάτρα και ήταν γαμπρός του Αιγίδιου Λεονέσα (Aegidius de Leonesa), ενός πλούσιου Ιταλού γιατρού και επιχειρηματία της Αχαϊκής πόλης. Στο έγγραφο με χρονολογία 28 Απριλίου 1430 καταγράφεται κάποιος «κυρ Μιχάλης Παλαιολόγος, κεφαλή των Βασιλικών (Chir Michali Paleologo, cefali Vassilicate)», με τον οποίο είχε δοσοληψίες ο εν λόγω Βαρθολομαίος(20). Στους μέσους και ύστερους Βυζαντινούς χρόνους στην κρατική ορολογία, η λέξη «κεφαλή» είχε την έννοια του αρχηγού ενός στρατιωτικού σώματος ή αποσπάσματος και επιλεκτικά δήλωνε και τον διοικητή μίας περιοχής ή μίας πόλης. Ο όρος παγιώθηκε στην Πελοπόννησο με την τελευταία περιφερειακή σημασία του μετά το έτος 1348, όταν εγκαταστάθηκε ο Μανουήλ Καντακουζηνός στον Μυστρά, φέροντας για πρώτη φορά τον τίτλο του δεσπότη, αντί του αξιώματος της «καθολικής κεφαλής» του τόπου. Έτσι λοιπόν, ο κατονομαζόμενος «κυρ Μιχάλης Παλαιολόγος» πρέπει να διατελούσε διοικητής της πολίχνης και του κάστρου των Βασιλικών στα 1430. Μολονότι για την προσωπικότητα του Έλληνα αξιωματούχου δεν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο, εντούτοις πιθανότατα να σχετίζεται με την αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων, η οποία εκείνη την εποχή είχε αποστείλει μερικά μέλη της στον Μορέα, στοχεύοντας στην καλύτερη διακυβέρνηση του Βυζαντινού δεσποτάτου, που δύο χρόνια μετέπειτα περιλάμβανε σχεδόν ολόκληρη την Πελοπόννησο, εκτός από τις Βενετσιάνικες κτήσεις σε Μεθώνη, Κορώνη, Άργος και Ναύπλιο.

Έπειτα από 6 χρόνια επισκέπτεται τα Βασιλικά ο αρχαιοδίφης έμπορος Κυριάκος ο Αγκωνίτης (Ciriaco de Pizzecolli d’ Ancona), θέλοντας να εντοπίσει τα απομεινάρια της Ελληνιστικής Σικυώνας. Μάλιστα ο Ιταλός περιηγητής παρατηρεί τόσο το αρχαίο θέατρο, από το οποίο διακρίνονταν πάντοτε το εντυπωσιακό περίγραμμα του κοίλου του, όσο και τα ερείπια του πλινθόκτιστου συγκροτήματος των Ρωμαϊκών θερμών, ενώ μάλλον είναι ο πρώτος ειδήμων στην διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων, που αντιλαμβάνεται την πραγματική ταυτότητα του οικοδομήματος, ότι δηλαδή επρόκειτο για λουτρική εγκατάσταση.



Εικόνα 14: Άποψη του διατηρούμενου πύργου από το μεσαιωνικό κάστρο των Βασιλικών. Στα 1430 διοικητής («κεφαλή») της πολίχνης ήταν ο Έλληνας αξιωματούχος Μιχάλης Παλαιολόγος, πιθανότατα μέλος της επώνυμης αυτοκρατορικής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης.


Στα 1443 πραγματοποιήθηκε μία αναδιανομή των εδαφών της Πελοποννήσου μεταξύ των τριών αδερφών Παλαιολόγων, που έφεραν τον τίτλο του δεσπότη. Ο τότε άρχοντας του Μυστρά Θεόδωρος Β’ (1407 – 1443) παραιτήθηκε από τις κτήσεις του και τις παραχώρησε στον αδερφό του Κωνσταντίνο (1443 – 1449), τον μετέπειτα τελευταίο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης (1449 – 1453), με αντάλλαγμα την περιοχή της Σηλυβρίας στα παράλια της θάλασσας του Μαρμαρά. Ο δε έτερος δεσπότης, ο Θωμάς Παλαιολόγος (1428 – 1460), θα διακυβερνούσε μία κάπως περιορισμένη περιοχή με κέντρα διοίκησης την Γλαρέντζα και το Λεοντάρι(21). Ουσιαστικά μέσω αυτής της εσωτερικής αναδιοργάνωσης, ο Κωνσταντίνος κρατούσε το μεγαλύτερο μέρος του Μορέως με έδρα τον Μυστρά, που περιλάμβανε την Πάτρα και την Κόρινθο, προφανώς συμπεριλαμβανομένων και των Βασιλικών. Η πρώτη του πράξη ήταν να ανακατασκευάσει το κατεστραμμένο «Εξαμίλιον τείχος» του Ισθμού, επιζητώντας να ασφαλίσει τη χερσαία πρόσβαση στην Πελοπόννησο(22). Αμέσως μετά, ο τολμηρός νέος δεσπότης του Μυστρά, φιλοδοξώντας να αποκαταστήσει την Βυζαντινή κυριαρχία στον Ελλαδικό χώρο, εισέβαλλε στην Αττικοβοιωτία τον Φεβρουάριο του 1444 και κυρίευσε την Θήβα, λεηλάτησε την χώρα μέχρι την Λειβαδιά και προχώρησε στα βόρεια μέχρι την Λαμία και τα Άγραφα. Ο δε δούκας των Αθηνών, Νέριο Β’ Ατζαγιόλι (1435 – 1439 & 1441 – 1451), αν και υποτελής των Τούρκων, αναγκάστηκε να αποδεχτεί τη επικυριαρχία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και να του καταβάλει ετήσιο φόρο.

Οι επεκτατικές τάσεις και η θρασύτητα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, εξερέθισαν τον σουλτάνο Μουράτ Β’ (1421 – 1451) και προκάλεσαν την δριμεία αντίδραση του, καθώς ο ανώτατος Βυζαντινός αξιωματούχος τόλμησε να αψηφήσει ανοιχτά το κύρος του. Παράλληλα, ο Νέριο Β’ Ατζαγιόλι απεύθυνε έκκληση στην Οθωμανική Υψηλή Πύλη να τον προστατέψει και να αποκαταστήσει και πάλι την πρότερα τάξη υποτέλειας στο Φλωρεντίνικο δουκάτο των Αθηνών. Όταν περατώθηκαν οι πολεμικές προπαρασκευές, ο Μουράτ Β’ τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής ενός πολυάριθμου στρατεύματος και ξεκινώντας από την Μακεδονία το φθινόπωρο του 1446, διέσχισε ανενόχλητος την ανατολική Στερεά Ελλάδα, φθάνοντας στην αμυντική τοποθεσία του Ισθμού της Κορίνθου στις 27 Νοεμβρίου. Ο δε Κωνσταντίνος μαζί με τον αδερφό του Θωμά είχαν αποφασίσει να αντισταθούν επί των επάλξεων του πρόσφατα ανακαινισμένου «Εξαμίλιου τείχους», που επανδρώνονταν από 60.000 υπερασπιστές, στρατολογημένους από διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και η πλειονότητα του ανδρικού πληθυσμού των Βασιλικών. Έπειτα από αναγνωριστική αναμονή μερικών ημερών και τετραήμερου κανονιοβολισμού εναντίον των Ελληνικών θέσεων, ο σουλτάνος διέταξε γενική έφοδο την αυγή της 10ης Δεκεμβρίου 1446. Η σφοδρότητα της εχθρικής εφόρμησης ήταν τέτοια, που οι υπερασπιστές εγκατέλειψαν τις επάλξεις σε εκείνο το σημείο και οι Τούρκοι κατάφεραν να διαρρήξουν και να εκπορθήσουν την διίσθμια οχύρωση, ενώ αποχώρησαν και οι δύο Βυζαντινοί δεσπότες προς τα νότια της Πελοποννήσου, αφού μάταια προσπάθησαν να ανασυντάξουν τους πανικόβλητους άνδρες τους.



Εικόνα 15: Τμήμα των διατηρούμενων καταλοίπων του «Εξαμιλίου τείχους» κάτω από γέφυρα της νέας Ε. Ο. Κορίνθου – Πατρών. Κατά την εισβολή του σουλτάνου Μουράτ Β’ στον Μορέα στα 1446, στην υπεράσπιση της διίσθμιας οχύρωσης συμμετείχε σχεδόν το σύνολο του ανδρικού πληθυσμού των Βασιλικών.


Αφού πρώτα προέβη σε αποτρόπαιες ωμότητες(23), ο Μουράτ Β’ συνέχισε αμέσως τις πολεμικές επιχειρήσεις στον Μορέα, διαχωρίζοντας τις Τουρκικές δυνάμεις και αποστέλλοντας ένα απόσπασμα υπό τον εμπειρότατο στρατηγό Τουραχάν, για να καταδιώξει τους αδερφούς Παλαιολόγους, με αντικειμενικό σκοπό να λεηλατήσει την ενδοχώρα φθάνοντας στον Μυστρά. Ο δε σουλτάνος με το υπόλοιπό στράτευμα προέλασε αστραπιαία επί της νότιας ακτογραμμής του Κορινθιακού κόλπου και επιτέθηκε στα Βασιλικά, την ίδια ημέρα που έπεσε το «Εξαμίλιο τείχος», όπως αφηγείται ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης στο έργο του «Αποδείξεις Ιστοριών», ο οποίος μνημονεύει τον τόπο με το αρχαίο του όνομα ως Σικυώνα(24). Οι Τούρκοι κατέλαβαν χωρίς αντίσταση την ανοχύρωτη και επί το πλείστον εκκενωμένη πολίχνη, καθώς έλειπαν σχεδόν άπαντες οι αξιόμαχοι άνδρες έχοντας λάβει μέρος στην προηγηθείσα μάχη του Ισθμού, ενώ εξανδραποδίστηκαν όσοι εκ των κατοίκων βρέθηκαν στις οικίες τους. Σύμφωνα με τον Αθηναίο ιστορικό, κατόπιν ο Μουράτ Β’ έθεσε υπό πολιορκία την «ακρόπολη» της Σικυώνος, η οποία αναμφίβολα ταυτίζεται με το μεσαιωνικό κάστρο των Βασιλικών. Σε αυτό υπήρχε ολιγάριθμη Ελληνική φρουρά με επικεφαλής τον Μουλγέριο και εντός του οχυρωματικού περιβόλου του είχε καταφύγει άμαχος πληθυσμός. Ο Έλληνας φρούραρχος διαπιστώνοντας ότι πολύ σύντομα τα τείχη θα υπονομεύονταν και θα κατάπεφταν, αποφάσισε να παραδώσει το κάστρο με συμβιβασμό («ες ομολογίαν αφικόμενος»). Ωστόσο φαίνεται ότι μάλλον οι όροι ήταν δυσμενείς, καθόσον αιχμαλωτίστηκαν οι παραδοθέντες άνδρες μαζί με τα γυναικόπαιδα και μεταφέρθηκαν στην Βοστίτσα (Αίγιο). Ο σουλτάνος αφού διέταξε να πυρποληθούν οι οικίες της πολίχνης των Βασιλικών, συνέχισε την σαρωτική προέλαση του προς Πάτρα, καταλήγοντας στην Γλαρέντζα. Εκεί συναντήθηκε με τον Τουραχάν, ο οποίος λόγω της βαρυχειμωνιάς δεν μπόρεσε να διέλθει από τις ορεινές διαβάσεις και να εισχωρήσει στην Λακωνία. Έπειτα το συνενωμένο Οθωμανικό στράτευμα εγκατέλειψε την Πελοπόννησο, αφήνοντας ερειπωμένο το «Εξαμίλιο τείχος» κατά την επιστροφή του και σέρνοντας μαζί του πάνω από 60.000 σκλαβωμένους Πελοποννήσιους.



Εικόνα 16: Άποψη του σωζόμενου τμήματος από τον πύργο του μεσαιωνικού κάστρου των Βασιλικών. Στις 10 Δεκέμβριου του 1446 η πολίχνη πυρπολήθηκε από τον Οθωμανό σουλτάνο Μουράτ Β’ και οι κάτοικοι της εξανδραποδίστηκαν.


Ο εμπρησμός των Βασιλικών και ο εξανδραποδισμός των κατοίκων από τον Μουράτ Β’ τον Δεκέμβριο του 1446, σε συνάρτηση με το γενικότερο κλίμα ανασφάλειας που επικρατούσε στον Μορέα, οδήγησαν στην παροδική παρακμή της πολίχνης, που μαζί με την Κόρινθο εξακολούθησαν να ανήκουν στο δεσποτάτο του Μυστρά(25). Το δε μεσαιωνικό κάστρο της τοποθεσίας μάλλον δεν απαξιώθηκε διατηρώντας την στρατηγική σημασία του, καθόσον το συναντάμε ως «Vaxilicato» σε έναν ενημερωτικό κατάλογο των φρουρίων της Πελοποννήσου του 1450, ο οποίος συντάχθηκε για λογαριασμό της Βενετίας(26).

Ύστερα από μερικά χρόνια η Κορινθία θα βρεθεί και πάλι στην δίνη της Τουρκικής λαίλαπας. Την άνοιξη του 1458, ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής (1444 – 1446 & 1451 – 1481) εκστρατεύει στην Πελοπόννησο με μία δύναμη 80.000 ιππέων και μεγάλου αριθμού πεζών, προκειμένου να συνετίσει τους δύο Έλληνες δεσπότες, τον Θωμά και τον Δημήτριο Παλαιολόγο, για την καθυστέρηση της καταβολής του προβλεπόμενου φόρου υποτελείας, ενώ ο πρώτος εκ των αυτοκρατορικών αδερφών τηρούσε εντελώς αρνητική στάση. Στις 15 Μαΐου ο σουλτάνος προσπέλασε το αφύλαχτο «Εξαμίλιο τείχος» και αφού πραγματοποίησε μία σύντομη αναγνώριση μέχρι την τοποθεσία των Βασιλικών(27), κατόπιν έθεσε υπό ασφυκτικό αποκλεισμό το φρούριο του Ακροκορίνθου. Στην συνέχεια παρέλαβε το μισό στράτευμα και εκτέλεσε μία επιθετική εισχώρηση στην ενδοχώρα του Μορέως, δηώνοντας τα πάντα στο πέρασμα του. Στις 6 Αυγούστου 1458, ο Βυζαντινός φρούραρχος Ματθαίος Ασάνης παρέδωσε τον Ακροκόρινθο με συνθηκολόγηση στους Τούρκους, κυρίως λόγω ελλείψεως τροφίμων, έπειτα από έναν πολιορκητικό αποκλεισμό σχεδόν τριών μηνών. Ο Μωάμεθ Β’ πριν αποχωρήσει για την Αθήνα άφησε μία φρουρά από 400 επίλεκτους άνδρες της σωματοφυλακής του στην Κόρινθο, εφοδίασε όσα κάστρα ήταν σε καλή κατάσταση στις Πελοποννησιακές περιοχές που είχαν καταληφθεί και κατεδάφισε τα υπόλοιπα, διορίζοντας τον Ομάρ, τον γιο του Τουραχάν, ως διοικητή της νέας Τουρκικής επαρχίας στον Μορέα. Πάντως φαίνεται ότι το κάστρο των Βασιλικών δεν περιλαμβάνονταν ανάμεσα στα αχρηστευθέντα κάστρα και μάλλον επανδρώθηκε από Οθωμανούς στρατιώτες. Έτσι λοιπόν, η Βυζαντινή κυριαρχία στην Κορινθία έφτασε στο τέλος της στα 1458, ενώ η Τουρκική κατάκτηση της Πελοποννήσου θα ολοκληρώνονταν στα 1460, με την διάλυση των δύο εξασθενημένων Ελληνικών δεσποτάτων του Μορέως από τον Μωάμεθ Β’.



Εικόνα 17: Η Πελοπόννησος σε απόσπασμα χάρτη της Ελλάδας, έκδοσης του 1570, του Φλαμανδού χαρτογράφου και γεωγράφου Abraham Ortelius, όπου με κόκκινο κύκλο επισημαίνεται η κώμη του Βασιλικού (Basilico), με την παραλλαγή της ονομασίας στον ενικό αριθμό. (Πηγή: ιστότοπος https://www.davidrumsey.com).


Με την οριστική επιβολή της Τουρκοκρατίας στον ηπειρωτικό χώρο της Ελλάδας μετά τα μέσα του 15ου αιώνα, ουσιαστικά λήγει η μακραίωνη περίοδος των μεσαιωνικών χρόνων. Όμως για λόγους αρθρογραφικής δεοντολογίας, κρίνεται σκόπιμο να παραθέσουμε συνοπτικά ορισμένες ιστορικές πληροφορίες για τα Βασιλικά και το κάστρο τους μέχρι την νεότερη εποχή. Η πολίχνη καταγράφεται στην πρώτη Οθωμανική απογραφή των κατακτημένων εδαφών του Μορέως (Κατάστιχο Α’, σελίδες 167 – 168), που διενεργήθηκε μεταξύ των ετών 1461 – 1463. Σε αυτή παρουσιάζεται να διαθέτει μόλις 83 σπίτια, λιγότερα τόσο από την Κόρινθο, όσο και από τον Άγιο Βασίλειο, όπως υπογραμμίζει ο καθηγητής Μιχάλης Κορδώσης, συνιστώντας περισσότερο ένα κεφαλοχώρι.

Τον Ιούλιο του 1463 ξέσπασε ο Α’ Βενετοτουρκικός πόλεμος (1463 – 1479), με θέατρο επιχειρήσεων την Πελοπόννησο κατά την πρώτη φάση της σύγκρουσης. Μάλιστα με την πλευρά της Βενετιάς συντάχθηκαν με ενθουσιασμό και Έλληνες οπλαρχηγοί και στρατιώτες, προερχόμενοι από τον Μορέα αλλά και από πολλά μέρη της Ελλάδας. Μέχρι τα τέλη του Οκτωβρίου οι Βενετσιάνοι ορμώμενοι από το Ναύπλιο, ανακατέλαβαν το Άργος και προωθήθηκαν στην Κορινθία. Εκεί σταθεροποιήθηκαν στην τοποθεσία του Ισθμού, σπεύδοντας να ανοικοδομήσουν το ερειπωμένο «Εξαμίλιο τείχος», ενώ παράλληλα ξεκίνησαν να πολιορκούν το φρούριο του Ακροκορίνθου. Εκτός από αυτή την τακτική εξέλιξη, στα 1463 κάτω από την εξουσία της Γαληνότατης Δημοκρατίας τέθηκαν διάφορες περιοχές και κάστρα της Πελοποννήσου, που καταγράφονται από τον Βενετσιάνο χρονικογράφο Stefano Magno(28). Στον σχετικό κατάλογο συναντάμε και το κάστρο των Βασιλικών με την επωνυμία «Vasilica sive (ή) Valica», το οποίο πιθανότατα κυριεύθηκε το καλοκαίρι εκείνου του έτους, από δυνάμεις σταλμένες από τις Βενετσιάνικες αρχές της Ναυπάκτου, που προηγουμένως είχαν καταλάβει την Βοστίτσα (Αίγιο). Όμως πολύ σύντομα η κατάσταση στην Κορινθία αντιστράφηκε άρδην, όταν με την άφιξη ενός μεγάλου Τουρκικού εκστρατευτικού σώματος υπό τον μέγα βεζίρη Μαχμούτ πασά, στις αρχές Νοεμβρίου 1463, το ανακαινισμένο «Εξαμίλιο τείχος» εγκαταλείφθηκε άδοξα από τη Κρητική φρουρά του, το Άργος κατακτήθηκε ξανά και το Χριστιανικό στράτευμα διαλύθηκε. Κατά την γνώμη μερικών ερευνητών, το κάστρο των Βασιλικών παρέμεινε στην κατοχή των Βενετσιάνων έως το 1467, οπότε και μνημονεύεται από τον Stefano Magno ότι είχε περάσει και πάλι σε Οθωμανικά χέρια. Ωστόσο αυτή η εκδοχή είναι μάλλον επισφαλής και πρέπει να προσλαμβάνεται με κάθε επιφύλαξη, λόγω ελλείψεως περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων.



Εικόνα 18: Συμβατική απεικόνιση των Βασιλικών, με την επιγραφή του αρχαίου ονόματος του τόπου ως «Σικυωνία (Sitionia)», σε χαρακτικό του Ιταλού εκδότη και τυπογράφου Girolamo Albrizzi στα 1687. (Πηγή χαρακτικού: ιστότοπος http://el.travelogues.gr).


Τα αμέσως επόμενα χρόνια τα Βασιλικά συναντώνται σε μία Βενετσιάνικη πληροφοριακή λίστα τοπωνυμίων του Μορέως στα 1469, ενώ δεν μνημονεύονται σε έναν κατάλογο των Πελοποννησιακών κτήσεων της Γαληνότατης Δημοκρατίας του έτους 1471(29). Επίσης, καθ’ όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας το κεφαλοχώρι ανήκε διοικητικά στην επαρχία (kazâ) της Κορινθίας και αναφέρεται συχνά σε Οθωμανικά αρχεία. Αν και έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ενδεχομένως η μεσαιωνική οχύρωση των Βασιλικών να καταστράφηκε στα τέλη του 15ου αιώνα, εντούτοις αυτός ο ισχυρισμός είναι εντελώς ανυπόστατος. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Γάλλου έμπορου και περιηγητή Jean Antoine du Loir, στα 1654 το μικρό κάστρο της Σικυώνας (chateau de Sikyon), όπως το χαρακτηρίζει, φυλάσσονταν από τους Τούρκους(30). Ο ίδιος επισημαίνει ότι η κώμη τότε καλούνταν με τον ενικό αριθμό της ονομασίας της ως Βασιλικό (Basilico), ένας τύπος που ίσως είχε αρχίσει να επικρατεί μετά τα μέσα του 16ου αιώνα.

Κατά το διάστημα των ετών 1685 – 1715 η Βενετία απέσπασε παροδικά την Πελοπόννησο από την κυριαρχία των Τούρκων, ιδρύοντας το λεγόμενο «Βασίλειο του Μορέως (Regno di Morea)». Η δε Κορινθία καταλήφθηκε στα 1687 και εντάχθηκε στην επαρχία της Ρωμανίας (provincia di Romania) με πρωτεύουσα το Ναύπλιο. Αξιοσημείωτο είναι ένα χαρακτικό σε σύγγραμμα επίσης του 1687 από τον Ιταλό εκδότη Girolamo Albrizzi, όπου τα Βασιλικά παριστάνονται σαν μία καστροπολιτεία πάνω σε ένα ύψωμα με την επιγραφή «Sitionia», η οποία παραπέμπει σαφώς στην αρχαία ονομασία «Σικυωνία»(31). Μολονότι πρόκειται για μία απολύτως συμβατική απεικόνιση, ίσως να αποτελεί μία έμμεση ένδειξη ότι διατηρούνταν ακόμα το μεσαιωνικό κάστρο τους. Στα χρόνια της εμβόλιμης διακυβέρνησης τους, οι Βενετσιάνοι προέβησαν σε επανειλημμένες γενικές απογραφές των κατοικημένων τόπων και του πληθυσμού της Πελοποννήσου, προκειμένου να καταστήσουν αποδοτικότερη την πολιτική και οικονομική διαχείριση της κτήσης τους. Η πιο μεθοδική εξ’ αυτών είναι μία έκθεση με τίτλο «Συνοπτική περιγραφή του Βασιλείου του Μορέως (Breve descrittione del Regno di Morea)», η οποία εκτιμάται ότι συντάχθηκε μεταξύ των ετών 1701/03 – 1705. Σε αυτό το έγγραφο καταγράφεται η κώμη των Βασιλικών και πάλι στον ονομαστικό τύπο του ενικού αριθμού ως «Vassilicò», μαζί με την επωνυμία «πρώην Σικυών (olim Sikyon)», ενώ εμφανίζεται μάλλον για πρώτη φορά και η ονομασία του Κιάτου, που καταχωρείται ως «Chiato»(32). Επίσης, τα υπόψη τοπωνύμια εντοπίζονται κατά περίπτωση σε παλαιούς ναυτικούς πορτολάνους, γεωγραφικούς άτλαντες και χάρτες.



Εικόνα 19: Εικονογράφηση του Σικυώνιου πλατώματος από το οδοιπορικό του Άγγλου ιερωμένου Christopher Wordsworth σε έκδοση του 1882. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας πολλοί ξένοι και Έλληνες περιηγητές επισκέφτηκαν την τοποθεσία των Βασιλικών, αναζητώντας τα κατάλοιπα της αρχαίας Σικυώνας. (Πηγή ψηφιακού αντιγράφου: ιστότοπος http://el.travelogues.gr).


Την περίοδο της Β’ Τουρκοκρατίας στην Πελοπόννησο (1715 – 1821), αλλά και μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Οθωμανικό ζυγό, πολλοί ξένοι και Έλληνες περιηγητές και αρχαιοδίφες διέρχονται από τα Βασιλικά, επιζητώντας να επισκεφτούν τα σωζόμενα απομεινάρια της άλλοτε ένδοξης αρχαίας Σικυώνας. Σχετικά με το μεσαιωνικό κάστρο είναι σημαντική η μαρτυρία του περιηγητή Edward Dodwell, ο οποίος πέρασε από το κεφαλοχώρι τον Σεπτέμβριο του 1806. Ο Ιρλανδός αρχαιολόγος και ζωγράφος σημειώνει στο οδοιπορικό του ότι διακρίνονταν τα κατάλοιπα από ισχυρά τείχη, νεότερα των αρχαίων οχυρώσεων, στην τοποθεσία πάνω από την σημερινή εκκλησία της Παναγίας της Γιάτρισσας (Γενέθλιο της Θεοτόκου), αλλά θεωρεί κάπως επιπόλαια πως είχαν κατασκευαστεί από τους Βενετσιάνους(33). Από την αξιολόγηση αυτής της πληροφορίας, προκύπτει ότι στις αρχές του 19ου αιώνα ενδεχομένως να διασώζονταν ένα αρκετά μεγάλο τμήμα από το μεσαιωνικό κάστρο των Βασιλικών, που εκτείνονταν στην άκρη των εδαφικών καταπτώσεων στα βορειοανατολικά των υφιστάμενων οχυρωματικών ερειπίων με τον διατηρούμενο μεσαιωνικό πύργο. Συμφώνα λοιπόν με τα παραπάνω δεδομένα, συνάγεται ότι η φρουριακή εγκατάσταση πρέπει να απαξιώθηκε πλήρως και να ερημώθηκε μετά τα τέλη του 17ου αιώνα, έχοντας απωλέσει οριστικά την στρατιωτική σημασία της, καθώς εξέλειπαν πλέον οι εχθρικές απειλές στο εσωτερικό της Τουρκικής επικράτειας.



Εικόνα 20: Άποψη της βόρειας πλευράς του διατηρούμενου πύργου από το μεσαιωνικό κάστρο των Βασιλικών, το οποίο σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις πρέπει να ερημώθηκε μετά τα τέλη του 17ου αιώνα. Στα αριστερά του πύργου διακρίνεται η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων.


Τα λιγοστά κατάλοιπα από το μεσαιωνικό κάστρο των Βασιλικών και η σύγχρονη δόμηση στην τοποθεσία, δεν μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε το περίγραμμα του. Θεωρητικά ο οχυρωματικός του περίβολος πρέπει να σχηματίζονταν στην έκταση που περικλείεται από το νοητό τρίγωνο, το οποίο οριοθετείται από το κοιμητήριο της κωμόπολης, την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων και την εκκλησία της Παναγίας της Γιάτρισσας, ακολουθώντας στην βορειοανατολική πορεία του το χείλος της υφιστάμενης χαράδρωσης. Εκ πρώτης όψεως το μέρος δεν φαίνεται να συνιστά ένα ισχυρό έρεισμα, με την έννοια μίας δεσπόζουσας και απόκρημνης εδαφικής έξαρσης, έτσι ώστε να προσφέρεται για τη κατασκευή μίας φρουριακής εγκατάστασης, σύμφωνα με τα συνήθη αμυντικά πρότυπα των μεσαιωνικών χρόνων. Προς τα δυτικά εκτείνεται το αναπεπταμένο Σικυώνιο πλάτωμα, όπου δυνητικά θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πρόσφορο χώρο συγκέντρωσης για ένα εχθρικό στράτευμα σε περίπτωση πολιορκίας, εφόσον κατάφερνε να υπερβεί εύκολα τα περιμετρικά απότομα κράσπεδα και μάλιστα χωρίς να αντιμετωπίσει αντίσταση. Ωστόσο σε άμεση γειτνίαση με το κάστρο απλώνονταν η μεσαιωνική πολίχνη, με κεντρικό σημείο συσχετίσεως τον ναό της Αγίας Τριάδας, που μολονότι δεν γνωρίζουμε το μέγεθος της, αναμφίβολα θα αποτελούσε ένα τεχνητό εμπόδιο για κάθε επίδοξο επιτιθέμενο, περιορίζοντας τις κινήσεις του. Σίγουρα ο κατοικημένος τόπος λειτουργούσε ανασταλτικά για την ανάπτυξη δυνάμεων με σκοπό την μετωπική έφοδο στα τείχη, αλλά και την τάξη καταπελτών για την εκτέλεση βολών από κοντινή απόσταση ή την προσέγγιση πολιορκητικών μηχανών από εκείνη την κατεύθυνση.



Εικόνα 21: Εκ πρώτης όψεως το μεσαιωνικό κάστρο των Βασιλικών δεν φαίνεται να είναι κτισμένο πάνω σε ένα ισχυρό εδαφικό έρεισμα, με την έννοια ενός απόκρημνου υψώματος, έτσι ώστε να αποκτά μία πρόσθετη φυσική οχυρότητα.


Ένα βασικό κριτήριο για την επιλογή της συγκεκριμένης θέσης ήταν η δεδομένη ευρεία παρατήρηση από την ράχη της (μέγιστο υψόμετρο 130 μέτρα) προς τον πεδινό διάδρομο της Κορινθιακής ακτογραμμής, που παρέχει την δυνατότητα του απόλυτου εποπτικού ελέγχου επί του κύριου οδικού άξονα, ο οποίος οδηγούσε από την Ισθμό στην Αχαΐα, καθώς και της ευχερούς παρακολούθησης της πλεύσης των πλοίων στον Κορινθιακό κόλπο. Επιπρόσθετα το μεσαιωνικό κάστρο των Βασιλικών είχε άμεση οπτική επαφή με μέρη τακτικής σημασίας, όπως το φρούριο του Ακροκορίνθου και ο οχυρωμένος οικισμός στο όρος Φουκάς (Απεσάς) στα νοτιοανατολικά. Αυτά τα χαρακτηριστικά του προσέδιδαν μία βαρύνουσα στρατηγική αξία και πρέπει να περιλαμβάνονταν μάλλον εξ’ αρχής στον περιφερειακό φρουριακό σχεδιασμό του Φράγκικου πριγκιπάτου της Αχαΐας, αποτελώντας παράλληλα και έναν από τους σταθμούς αναμετάδοσης σημάτων στο σύστημα εγκαίρου προειδοποιήσεως μέσω φρυκτωριών. Βέβαια, ίσως κάποιος εμπειρογνώμονας να θεωρήσει εύλογα ως μειονέκτημα ή ακόμα και αδιανόητο σφάλμα, την παράλειψη της περιτείχισης του μακρόστενου αντερείσματος(34), το οποίο προεξέχει στα ανατολικά της τοποθεσίας (υψόμετρο άκρης 121 μέτρα). Όμως κατά πάσα πιθανότητα αυτό το πλασματικό ατόπημα έγινε εσκεμμένα, με το σκεπτικό ότι ο συγκεκριμένος πρόβολος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ένας γιγαντιαίος φυσικός προμαχώνας, με μικρή εδαφική διευθέτηση και χωρίς καμία περαιτέρω δομική ενίσχυση, εξαιτίας των πολύ επικλινών καταπτώσεων του, που καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή την κάθετη ανάβαση και ταυτόχρονα φέρνουν σε κατάσταση μαχητικής υπεροχής τους άνωθεν αμυνόμενους. Συνεπώς σε συνδυασμό με το κάστρο των Βασιλικών, δημιουργούνταν ένα ισχυρό κέντρο αντίστασης, αποτρέποντας τον εχθρό να προβεί σε μία απευθείας επιθετική ενέργεια από την ανατολική κατεύθυνση. Τέλος, έχει ήδη επισημανθεί πως το φρούριο είχε και τον ρόλο της ακρόπολης του ανοχύρωτου μεσαιωνικού οικισμού, όπου προσέφευγε ο άμαχος πληθυσμός σε περίπτωση άμεσου κινδύνου, αναζητώντας την ασφάλεια πίσω από τα τείχη, όπως συμπεραίνεται από την αφήγηση του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη(35).



Εικόνα 22: Κατά την ανέγερση του μεσαιωνικού πύργου χρησιμοποιήθηκε εκτενώς αρχαίο οικοδομικό υλικό, όπως ογκώδεις ορθογώνιοι δόμοι και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη. Στην τοιχοποιία της πρόσοψης του διακρίνονται ενσωματωμένοι δύο κυλινδρικοί σφόνδυλοι αρχαίων κιόνων.


Από το αλλοτινό μεσαιωνικό κάστρο διακρίνεται ένας ορθογώνιος πύργος, που διατηρείται σε ύψος 4,80 μέτρων, έχοντας νοτιοανατολικό προσανατολισμό, με οριζόντιες διαστάσεις 6,50 Χ 4 μέτρα. Ενδεχομένως να ήταν διώροφος διαθέτοντας επάλξεις στην επίστεψη του, αν και ως κτίσμα δεν έχει ακόμα διερευνηθεί αρχιτεκτονικά από τους αρχαιολόγους, έτσι ώστε να εξαχθεί ένα τεκμηριωμένο συμπέρασμα. Κατά την κατασκευή του έγινε εκτεταμένη εκμετάλλευση αρχαίου οικοδομικού υλικού, με την χρήση ογκωδών ορθογώνιων δόμων κυρίως στην βάση του, ενώ η ανωδομή του συνίστατο από μεσαίου μεγέθους κατεργασμένους λίθους, προσαρμοσμένους με συνδετικό κονίαμα. Η δε είσοδος στο εσωτερικό του πραγματοποιούνταν από την δυτική του πλευρά, μέσω μίας θύρας στο επίπεδο του εδάφους. Δυστυχώς αυτό το μέρος του πύργου δεν είναι ελεύθερα προσβάσιμο, καθόσον ενσωματώνεται αξιοπερίεργα στην περίφραξη ενός ιδιόκτητου ακινήτου, που βαίνει επί των ερειπίων του οχυρωματικού περιβόλου, ενώ το εσωτερικό του ίσως να χρησιμοποιείται ως αποθήκη Κατά την γνώμη του γράφοντα, η διαφαινόμενη ιδιωτικοποίηση της μεσαιωνικής οχύρωσης γεννά μερικές εύλογες απορίες στον απλό επισκέπτη, τις οποίες οφείλουν να συνεξετάσουν άπαντες οι αρμόδιοι φορείς. Εκτός από την τυπολατρική διάσταση της περίπτωσης, δηλαδή της κατοχής εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, έστω και αν είναι απολύτως δικαιωματική, τίθεται ζήτημα γιατί δεν έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες συναινετικής ή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, για να αποκτηθεί από το Δημόσιο η απαιτούμενη κτηματική έκταση και να οριοθετηθεί ο αρχαιολογικός χώρος. Ασχέτως λοιπόν αν προκύπτει οποιαδήποτε παρατυπία ή όχι, γιατί δεν διαφυλάχτηκε το μνημείο, εφόσον εμπίπτει στις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί προστασίας αρχαιοτήτων και αφέθηκε να καταλήξει ένα δυνητικό υποστατικό; Αντίθετα όμως, μήπως η δυτική πλευρά του πύργου αφέθηκε στην περίφραξη σε συνεννόηση με την Αρχαιολογική Υπηρεσία, για την αποσόβηση ατυχήματος από μία τυχόν κατάρρευση του, ενόσω κάποιος είχε εισέλθει σε αυτόν; Ας ελπίσουμε ότι αυτά τα ερωτήματα θα απαντηθούν μελλοντικά, χωρίς να παραμείνουν ρητορικά, αλλά να έχουν πρακτικές παραμέτρους και να επιφέρουν ένα επιθυμητό αποτέλεσμα.



Εικόνα 23: Άποψη της δυσπρόσιτης δυτικής πλευράς του μεσαιωνικού πύργου. Διακρίνεται το άνοιγμα της θύρας εισόδου στο επίπεδο του εδάφους. (Επεξεργασμένη λήψη με εστίαση από drone).


Εκατέρωθεν του αμυντικού πύργου διασώζονται κατάλοιπα τειχών, που προσάπτονται στις στενές πλευρές του και εμφανίζουν μεσαιωνική τοιχοποιία. Ωστόσο, στην προέκταση αυτών, τόσο στα βορειοανατολικά, όσο ιδιαίτερα στα νοτιοδυτικά, ανακαλύφθηκαν οι θεμελιώσεις από πρώιμα Ελληνιστικά τείχη, οι οποίες είναι ορατές σε ένα συνολικό μήκος περίπου 34 μέτρων, παρουσιάζοντας ένα διατηρούμενο πλάτος γύρω στα 70 εκατοστά. Αυτή η διαπίστωση καθιστά προφανές ότι οι Φράγκοι αρχιτέκτονες ανέγειραν το κάστρο των Βασιλικών επί των ερειπίων του αρχαίου οχυρωματικού περιβόλου, και σε όσο ανάπτυγμα εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους, ενώ και ο ίδιος ο μεσαιωνικός πύργος χτίστηκε στην θέση ενός προγενέστερου Ελληνιστικού(36). Στα ανατολικά του πύργου, το έδαφος έχει διαμορφωθεί με ανθρώπινη παρέμβαση σε ένα τεχνητό άνδηρο, υποστηριζόμενο από περιμετρικά αναλημματικά τοιχία, που δημιουργούν την εντύπωση ότι πρόκειται για τα κατάλοιπα ενός ακανόνιστου προτειχίσματος ή ενός εξωτερικού οχυρωματικού περιβόλου στο κάστρο, πλην όμως μία τέτοια περίπτωση θα πρέπει να εξεταστεί με μεγάλη δόση σκεπτικισμού. Αν και δεν έχουν αναληφθεί συστηματικές ανασκαφές στον τομέα του μεσαιωνικού κάστρου, εντούτοις η επιφανειακή έρευνα στην τοποθεσία απέδωσε άφθονα κεραμικά θραύσματα των μεσαιωνικών χρόνων.



Εικόνα 24: Μπροστά από τον πύργο, διαμορφώνεται ένα τεχνητό άνδηρο, που υποστηρίζεται από περιμετρικά αναλημματικά τοιχία, δημιουργώντας την εντύπωση ότι υπήρχε ένα ακανόνιστο προτείχισμα ή ένας εξωτερικός περίβολος του μεσαιωνικού κάστρου.


Κατά την εκτίμηση του καθηγητή αρχαιολογίας Γιάννη Λώλου, κοντά στον σωζόμενο πύργο και μάλλον λίγο δυτικότερα από την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, πρέπει να ανοίγονταν μία από τις επτά πύλες της αρχαίας Σικυώνας, από την οποία ξεκινούσε ένας ελαφρώς κατηφορικός δρόμος προς την κοίτη του ποταμού Ασωπού, κατευθυνόμενος απευθείας στην πόλη του Φλιούντα. Επιπλέον, το υπόσκαφο πέρασμα που οδηγεί στην εκκλησία της Παναγίας της Γιάτρισσας, ενδεχομένως να ταυτίζεται με την αρχαία διάβαση για τους πεζούς, μέσω της οποίας προσεγγίζονταν η πηγή της «Μεγάλης Βρύσης» στην κάτωθεν ρεματιά. Λαμβάνοντας υπόψη τα ερευνητικά δεδομένα, που υποδεικνύουν ότι το ανατολικό τμήμα του μεσαιωνικού οχυρωματικού περιβόλου είχε ανεγερθεί πάνω στις θεμελιώσεις των Ελληνιστικών τειχών, δεν αποκλείεται οι προαναφερθείσες είσοδοι στην πόλη της Σικυώνας να είχαν την ίδια χρηστικότητα και στο μεταγενέστερο κάστρο των Βασιλικών, σε αντιπαραβολή και με την μαρτυρία του Edward Dodwell περί υπάρξεως ερειπίων από ισχυρά τείχη, νεότερων των αρχαίων, πάνω από την εκκλησία της Παναγιάς της Γιάτρισσας στις αρχές του 19ου αιώνα.

Κλείνοντας την περιγραφή των μεσαιωνικών οχυρώσεων, θα πρέπει να μνημονεύσουμε και μία λαογραφική πτυχή του διατηρούμενου πύργου, ο οποίος είναι γνωστός ως «Μπουντρούμι». Σύμφωνα λοιπόν με την τοπική παράδοση, οι κάτοικοι των Βασιλικών του έδωσαν το εν λόγω προσωνύμιο, διότι πίστευαν πως την περίοδο της Τουρκοκρατίας χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή. Όμως αυτή η πεποίθηση ανήκει μάλλον στην σφαίρα της εικοτολογίας, καθόσον μία τέτοια εκδοχή δεν διαπιστώνεται από καμία απτή ή έγγραφη απόδειξη.



Εικόνα 25: Το υπόσκαφο πέρασμα που οδηγεί στην εκκλησία της Παναγίας της Γιάτρισσας, που ενδεχομένως να ταυτίζεται με την αρχαία διάβαση, μέσω της οποίας προσεγγίζονταν η πηγή της «Μεγάλης Βρύσης» στην κάτωθεν ρεματιά, έχοντας την ίδια χρησιμότητα και στους μεσαιωνικούς χρόνους.


Ένα κάπως πιο προβεβλημένο μνημείο των μεσαιωνικών χρόνων της σημερινής κωμόπολης του Βασιλικού είναι ο ναός της Αγίας Τριάδας, ο οποίος αναμφισβήτητα συγκαταλέγεται ανάμεσα στα ωραιότερα κοσμήματα της Βυζαντινής ναοδομίας στην Κορινθιακή περιφέρεια. Η αρχική οικοδομική φάση του ανάγεται στον 13ο αιώνα, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς λίθινοι δόμοι και μαρμάρινα μέλη, που προέρχονταν από κτίρια της αρχαίας Σικυώνας. Η δε ανέγερση του δεν αποκλείεται να θεωρηθεί σύγχρονη με την κατασκευή του κάστρου από τον Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο στα 1248, με δεδομένο ότι ο Φράγκος ηγεμόνας της Αχαΐας ήταν ευμενώς διακείμενος προς τους Έλληνες υπηκόους του και διέπονταν από πνεύμα ανεξιθρησκείας, σχετικά με τις δογματικές διαφορές μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών. Από αρχιτεκτονικής άποψης πρόκειται για έναν μονόχωρο ναό με οκταγωνικό τρούλο και τρεις τρίπλευρες κόγχες στο Ιερό Βήμα. Κατά πάσα πιθανότητα, αναπλάστηκε κατά τον 16ο αιώνα αποκτώντας μία δυτική προέκταση, ίσως από το ίδιο συνεργείο εργατών που οικοδόμησε στα 1578 την μεταβυζαντινή εκκλησία του Αγίου Νικόλαου στην περιοχή κάτω από τις νοτιοανατολικές υπώρειες του Σικυώνιου πλατώματος(37). Ο δε εξωτερικός νάρθηκας και το προσκολλημένο σε αυτόν κωδωνοστάσιο απαρτίζουν ακόμα μεταγενέστερες προσθήκες. Ο εξαίρετος ναός της Αγίας Τριάδας ορίστηκε ως ενοριακός με Βασιλικό Διάταγμα της 29 Ιουλίου 1911, ενώ είναι χαρακτηρισμένο Βυζαντινό μνημείο(38), τελώντας υπό την εποπτεία Εφορείας Αρχαιοτήτων Κορινθίας, η οποία είναι αρμόδια και για την συντήρηση του.



Εικόνα 26: Ο Βυζαντινός ναός της Αγίας Τριάδας Βασιλικού από τα βορειοανατολικά. Πρόκειται για ένα απαράμιλλο εκκλησιαστικό μνημείο, που ενδεχομένως να ανεγέρθηκε την ίδια περίοδο της κατασκευής του μεσαιωνικού κάστρου στην τοποθεσία από τον Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο.


Η ιστορία της μεσαιωνικής πολίχνης του Βασιλικού μπορεί να μην διαθέτει την αίγλη του παρελθόντος της προκατόχου αυτής, της ένδοξης αρχαίας Σικυώνας, σίγουρα όμως είναι αρκούντως ενδιαφέρουσα με ιδιαίτερη έμφαση στην περίοδο της Φραγκοκρατίας. Το κάστρο των Βασιλικών ή Βασιλικάτων, όπως κατονομάζεται συχνά σε χρονικά, επίσημα έγγραφα και καταλόγους φρουρίων της Πελοποννήσου, ανήκε στη καστελλανία της Κορίνθου, που υπάγονταν αρχικά στο πριγκιπάτο της Αχαΐας. Περί το 1363 – 1365, η περιοχή της Σικυωνίας περνάει στα χέρια του πανούργου Φλωρεντίνου τραπεζίτη Νικολό Ατζαγιόλι, ο οποίος φέρεται να εκμεταλλεύονταν προσωπικά κτηματικές εκτάσεις στην τοποθεσία του υψώματος Ξεροκαστέλλι. Τα Βασιλικά παρέμειναν στην κατοχή της οικογένειας Ατζαγιόλι μάλλον μέχρι τις αρχές του 1396, όταν εντάχθηκαν στο Ελληνικό δεσποτάτο του Μυστρά μαζί με ολόκληρη την Κορινθία. Στις 10 Δεκέμβριου του 1446, η πολίχνη πυρπολήθηκε από τον σουλτάνο Μουράτ Β’ και οι κάτοικοι της εξανδραποδίστηκαν, ενώ στα μέσα Μαΐου του 1458 καταλήφθηκε οριστικά από τον διάδοχο του στην Οθωμανική Υψηλή Πύλη, τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας το κάστρο των Βασιλικών εξακολούθησε να χρησιμοποιείται, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, για να γνωρίσει έπειτα την απαξίωση και την πλήρη εγκατάλειψη, αφού είχε απωλέσει την στρατηγική του αξία. Από τον οχυρωματικό του περίβολο, σήμερα διασώζονται μόνο τα ταπεινά κατάλοιπα ενός πύργου με πλευρικά ίχνη τειχών, που εντοπίζονται στις νοτιοανατολικές παρυφές της σύγχρονης κωμόπολης. Αντίθετα από την μεσαιωνική πολίχνη διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση το επίκεντρο της, δηλαδή ο θαυμάσιος Βυζαντινός ναός της Αγίας Τριάδας, μολονότι έχει υποστεί μεταγενέστερες αρχιτεκτονικές προσθήκες. Πάντως αν κάποιος επισκέπτης στην τοποθεσία του αλλοτινού Φράγκικου κάστρου, δεν εντυπωσιαστεί αντικρίζοντας τον ερειπωμένο πύργο, ας προχωρήσει στην άκρη του ανατολικού εδαφικού προβόλου, όπου θα αποζημιωθεί από την εκπληκτική θέα προς τον Κορινθιακό παραλιακό διάδρομο, την οποία είχαν το προνόμιο να απολαμβάνουν καθημερινά οι βιγλάτορες της μεσαιωνικής φρουράς.


Κείμενο – Φωτογραφίες

Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com

23 Μαρτίου 2019



Εικόνα 27: Απόσπασμα από χάρτη του Μορέα, έκδοσης του 1708, του Γάλλου γεωγράφου και χαρτογράφου Alexis-Hubert Jaillot, στον οποίο η πολίχνη των Βασιλικών αποτυπώνεται πάνω σε ένα ύψωμα και επισημαίνεται με τις τρεις ονομασίες «Wasilica», «Βasilico» και «Sikyone».


Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές

1. Ακόμα αρχαιότερες ονομασίες της Σικυώνας ήταν Αιγιαλεία, Αιγιαλός, Μηκώνη και Τελχινία.

2. Στα μέσα του 5ου αιώνα μ. Χ. ιδρύεται και η μεγαλοπρεπής Παλαιοχριστιανική βασιλική στον λοφίσκο της Παναγίτσας στο Κιάτο, στα νοτιοδυτικά της σύγχρονης εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίτσα). Σε αυτή την τοποθεσία στην αρχαιότητα σχηματίζονταν ο τεχνητός λιμένας της Σικυώνας, ανάμεσα στους γήλοφους της Παναγίτσας και της Μαγούλας στα βορειοανατολικά.

3. «Suidae Lexikon», (ex recognitione) Immanuelis Bekkeri, p. 958, Berolini, Typis et Impensis Georgii Reimeri, A. 1854. Εφεξής οι χρονολογίες στο κείμενο θα παρατίθενται χωρίς τον προσδιορισμό «μ. Χ. (μετά Χριστόν)», καθόσον θεωρείται αυτονόητος.

4. «Στράβωνος Γεωγραφικών, Βιβλία Επτάκαιδέκα», εκδίδοντος και διορθούντος Α. Κοραή, μέρος τέταρτον (περιέχον τας σημειώσεις και τους πίνακας), σελίδες 168 – 169, Εκ της τυπογραφίας Ι. Μ. Εβεράτου, εν Παρισίοις, 1819.

5. Παρόμοιες ονοματοδοσίες ως «Βασιλικά» ή «Παλάτια» σε μεγαλοπρεπή αρχαία ή μεσαιωνικά κατάλοιπα, συναντώνται στις τοπικές προφορικές παραδόσεις διαφόρων περιοχών της Ελλάδας.

6. «Libro de los fechos et conquistas del principado de la Morea, compilado por comandamiento de Don Fray Johan Ferrandez de Heredia, Maestro del Hospital de S. Johan de Jerusalem (parrafos 214 – 216)», Chronique de Morée, aux XIIe et XIVe siècles, publiée et traduite pour la première fois pour la Société de l 'Orient Latin par Alfred Morel-Fatio, paginas 49 – 49, Genève, Imprimerie Jules-Guillaume Fick, 1885. Το «Χρονικόν του Μορέως» είναι έργο ανωνύμου συγγραφέα του 14ου αιώνα και αποτελεί μία σημαντική πηγή για την Σταυροφορική κατάκτηση της Πελοποννήσου και την φεουδαρχική οργάνωση του Φράγκικου πριγκιπάτου της Αχαΐας, αν και όχι ιδιαίτερα αξιόπιστη. Διασώζονται τέσσερα διαφορετικά κείμενα, ένα έμμετρο στα Ελληνικά και τρεις παραλλαγές στα Γαλλικά, Ιταλικά Αραγωνικά.

7. Ο τύπος «Βασιλικάτα (Basilicata)» είναι ο πιο συνηθισμένος στα Δυτικά έγγραφα, όμως στην συνέχεια του άρθρου θα προτιμήσουμε τις ονομασίες «Βασιλικό» ή «Βασιλικά» ανάλογα με την περίσταση, καθώς με αυτές έγινε γνωστή η κωμόπολη των νεότερων χρόνων. Ο καθηγητής Μιχάλης Κορδώσης εκφράζει την γνώμη ότι η τελευταία συλλαβή «-ta» προστέθηκε από την επίδραση του ονόματος της ομώνυμης επαρχίας της νότιας Ιταλίας, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας.

8. Ως καστελανία ή καστελλανία (castellania) ορίζονταν μία εδαφική περιοχή, που περιλάμβανε μία ομάδα κάστρων και ο διοικητής της έφερε το αξίωμα του καστελάνου (castellani).

9. Οι πρόγονοι του υπόψη άρχοντα των Βασιλικών πρέπει να κατάγονταν από την περιοχή του σημερινού χωριού Luc της επαρχίας Occitanie στην νότια Γαλλία, η οποία από τον 12ο έως τον 13ο αιώνα τουλάχιστον αποτελούσε κτηματική περιουσία του αριστοκρατικού οίκου των Luc. Στο ύψωμα που δεσπόζει του υπόψη οικισμού διασώζονται τα κατάλοιπα του ομώνυμου μεσαιωνικού κάστρου (Château de Luc).

10. Κοιλόκυρτο χρυσό νόμισμα, που εισήχθη στα 1092 από τον βασιλιά Αλέξιο Α΄ Κομνηνό και βρίσκονταν σε χρήση μέχρι το οριστικό τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στα 1453, παρουσιάζοντας μεγάλες διακυμάνσεις στην αξία του ανάλογα με την περιεκτικότητα του σε χρυσό.

11. Ο καθηγητής Μιχάλης Κορδώσης αποδίδει αυτή την δήλωση σε έναν απεσταλμένο του Νικόλα Μποϊάνο, αλλά στην ξένη βιβλιογραφία αυτό το άτομο δεν διαφοροποιείται από τον εν λόγω Ιταλό επιτετραμμένο.

12. Το ύψωμα «Ξεροκαστέλλι» επισημαίνεται ονομαστικά στους τοπογραφικούς χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Στους πρόποδες της βορειοανατολικής απόληξης του βρίσκεται το μετόχι του Αγίου Στεφάνου της Ιεράς Μονής Λέχοβας Κρυονερίου, ενώ στην νοτιοδυτική ράχη του και στην θέση «Σέσι», σχηματίζεται ένα οροπέδιο, το οποίο σήμερα καλλιεργείται και ίσως να δύναται να ταυτιστεί με τις αναφερόμενες προσωπικές γαίες του Νικολό Ατζαγιόλι. Το δε τοπωνύμιο του συχνά συγχέεται με την τοποθεσία του ομώνυμου οχυρού Ξεροκαστέλλι (Καζάρμας), στα δυτικά του χωριού Αρκαδικό Αργολίδας.

13. Σύμφωνα με τον καθηγητή Μιχάλη Κορδώση, περί το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, τα εννέα φρούρια που αποτελούσαν την καστελλανία της Κορίνθου ήταν ο Ακροκόρινθος με το γειτονικό καστέλι Πεντεσκούφι και τα κάστρα των Βασιλικών, της Πιάδας (Νέας Επιδαύρου), του Αγίου Γεωργίου (Πολυφέγγους Νεμέας), του Αγίου Βασιλείου, του Αγγελόκαστρου, του Λιγουριού, και του Ξεροκαστελλιού (Καζάρμα Αρκαδικού). Ωστόσο αυτή η εκτίμηση μάλλον χρήζει περαιτέρω διερεύνησης και ταυτοποίησης, καθόσον το κάστρο της Πιάδας είχε παραχωρηθεί στον Νικολό Ατζαγιόλι στα 1342, δεκαέξι χρόνια πριν αποκτήσει την καστελλανία της Κορίνθου, ενώ στο Αργολικό φέουδο του ενδεχομένως να περιλαμβάνονταν το Λιγουριό και το Ξεροκαστέλλι (Καζάρμα), που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση.

14. «Nouvelles recherches historiques sur la principaute française de Morée et ses hautes baronnies», Jean Alexandre Buchon, vol. 1, p. 119 – 120, vol. 2, p. 213, au Comptoir des Imprimeurs Unis, Paris, 1843.

15. Η μισθοφορική «Καταλανική εταιρεία» είχε καταλύσει την Φράγκικη κυριαρχία στο δουκάτο των Αθηνών στα 1311.

16. Ο Θεόδωρος είχε παντρευτεί στα 1384/1385 την μεγαλύτερη κόρη του Νέριου, την Βαρθολομαία (Bartolomea), η οποία θεωρούνταν ως η ωραιότερη γυναίκα του καιρού της.

17. «Dubrovnik (Raguse) et le Levant au Moyen Age», Bariša Krekić, p. 233, doc. 424, Paris, Mouton, La Haye, 1961. Η Ραγούσα είναι το σημερινό Ντουμπρόβνικ (Dubrovnik) της Κροατίας και από το 1358 συνιστούσε πόλη – κράτος. Η θέση του λιμένα της αρχαίας Σικυώνας αναφέρεται στην παραπάνω σημείωση 2, αλλά δεν έχει αν αποσαφηνιστεί αν στο ίδιο μέρος βρίσκονταν και το επίνειο των Βασιλικών στα μεσαιωνικά χρόνια ή αν διαμορφώνονταν σε άλλο σημείο της ακτογραμμής του Κιάτου.

18. «Corinth 1394 – 1397. Some new facts», Chrysostomides Julian., Βυζαντινά 7 (Επιστημονικό Όργανο Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου), σελίδα 104, Θεσσαλονίκη, 1975.

19. Ο δεσπότης Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος στα 1400 πούλησε πρόσκαιρα την Κόρινθο στο τάγμα των Ιωαννιτών ιπποτών της Ρόδου, αλλά στα 1404 την απόκτησε ξανά. Δεν αποκλείεται στο εκποιημένο φέουδο να συμπεριλαμβάνονταν και τα Βασιλικά, πλην όμως δεν παρατίθεται καμία απολύτως συναφή πληροφορία στις διαθέσιμες πηγές.

20. Η διαθήκη παρατίθεται στο σύγγραμμα: «Neue Quellen zur Geschichte des lateinischen Erzbistums Patras», Ernst Gerland, s. 211 – 216, Druck und Verlag Von B. G. Teubner, Leipzig, 1903. Η διοικητική έννοια του όρου «κεφαλή» στο δεσποτάτο του Μυστρά ή του Μορέως διευκρινίζεται στην πραγματεία «Le Despotat grec de Morée», Denis A. Zakythinos, vol 2, p. 64 – 70, 107 & 11, Paris, 1932, (reprint London: Variorum, 1975).

21. Οι τρεις δεσπότες του Μορέως, Θεόδωρος, Κωνσταντίνος και Θωμάς, ήταν αδέρφια του τότε αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου (1425 – 1448), ενώ ένας ακόμα από τους υπόλοιπους αδερφούς τους ο Δημήτριος, θα αναδεικνύονταν ως τελευταίος δεσπότης του Μυστρά (1449 – 1460).

22. Το «Εξαμίλιον τείχος» του Ισθμού είχε αναδομηθεί στα 1415 από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (1391 – 1425), αλλά το είχε αχρηστέψει ο διαβόητος Τούρκος στρατηγός Τουραχάν σε μία επιδρομή του στην Πελοπόννησο στα 1431.

23. Κατά τον ιστορικό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, ο σουλτάνος έπεισε με απάτη να παραδοθούν σε αυτόν, τριακόσιοι Έλληνες πολεμιστές που είχαν καταφύγει στην κορυφή Οξύ των Ονείων ορέων, πάνω από τις Κεγχρεές και έπειτα πρόσταξε με απάθεια την σφαγή τους. Αμέσως μετα αγόρασε εξακόσιους υπόδουλους των στρατιωτών του, τους οποίους προσέφερε «θυσίαν τω εαυτού πατρί, εξιλεούμενος τω φόνω των ανδρών τούτων (δηλαδή των τριακοσίων Ελλήνων)». Πάντως, όσον αφορά την δεύτερη περίπτωση της διήγησης του Χαλκοκονδύλη, ενδεχομένως να μην πρόκειται για ανθρωποθυσίας προς εξιλασμό της ψυχής του πατέρα του, όπως υποστηρίζεται από πολλούς μελετητές, αλλά περί εξαγοράς και απελευθέρωσης των υπόψη αιχμαλώτων από τον Μουράτ Β’, έτσι ώστε να συγχωρεθεί η προηγούμενη αποτρόπαια πράξη του.

24. «Historiarum Libri Decem», Laonici Chalcocondylae Atheniensis, p. 343 – 349, ex recognitione Immanuelis Bekkeri, Impensis Ed. Weberi, Bonnae, 1843. Εκτός από τον Χαλκοκονδύλη, τα Βασιλικά αναφέρονται επίσης ως Σικυώνα και από τον φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα (1355/1360 – 1452), στο σύγγραμμα του «Διαγραφή απάσης της Πελοποννήσου παραλίου τε και Μεσογείου». Αυτές οι καταγραφές συνιστούν μία βάσιμη ένδειξη, ότι τουλάχιστον από τους Έλληνες, χρησιμοποιούνταν και η αρχαία ονομασία της πόλης, παράλληλα με την μεταγενέστερη στην διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων,

25. Σε ορισμένες πηγές του διαδικτύου αναφέρεται εσφαλμένα ότι από τα 1446 μέχρι και το 1463 το κάστρο των Βασιλικών βρίσκονταν σε Οθωμανικά χέρια. Όμως ο Μουράτ Β’ πριν αποχωρήσει από την Πελοπόννησο, σύναψε καταναγκαστική ειρήνη με τους δύο δεσπότες Παλαιολόγους, με την υποχρέωση να του πληρώνουν φόρο και δεν προέβη σε καμία εδαφική κατάκτηση στις επικράτειες τους.

26. «Nochmals Zu Den Venezianischen Listen Der Kastelle Auf Der Peloponnes», E. Fenster, Byzantinische Zeitschrift, vol. 72, issue 2, p. 321 – 333, Ed. by Berger, Albrecht, 1979.

27. «Χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων (κατά τον Βαρβερινόν Ελληνικόν κώδικα 111)», Γεωργίου Θ. Ζώρα, σελίδα 98, Σπουδαστήριον Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι, 1958.

28. «Chroniques gréco-romanes inédites ou peu connues», Charles Hopf, kap. VIII (Estratti degli annali Veneti di Stefano Magno), s. 202 & 205, Librairie de Weidmann, Berlin, 1873.

29. Λίστα έτους 1469: «Una lista toponomastica di Morea del 1469», Antonio Carile, Studi Veneziani XII, (1970) p. 389, 395. Κατάλογος έτους 1471: «Recherches historiques sur la principaute française de Morée et ses hautes baronnies», Jean Alexandre Buchon, vol. 1, p. LXV, Librairie de Jules Renouard et C, Paris, 1845.

30. «Les voyages du sieur Du Loir: contenus en plusieurs lettres ecrites du Levant……», Jean Antoine du Loir, p. 345 – 346, ed. G. Clouzier, Paris, 1654.

31. Girolamo Albrizzi, «Esatta notitia del Peloponneso, volgarmente penisola della Morea, divisa in otto provincie, Descritte Geograficamente, doue si legge l'Origine de primi habitanti, con li nomi, che diedero alle prouincie, Citt à, & altro con sue Istorie, & acquisti fatti dalla Serenissima Republica di Venetia, dall' Anno 1684, sino al di presente. Adoranto di quantità di figure in Rome. Consacrato al Serenissimo Prencipe Christiano Ernesto, Marchese di Brandemburgo…», Venetia, MDCLXXXVII [=1687].

32. «Breve descrittione del Regno di Morea. Αφηγηματική ιστορική πηγή ή επίσημο βενετικό έγγραφο της Β' Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο;», Κωνσταντίνος Ντόκος, περιοδικό «Εώα και Εσπέρια», τόμος 1, σελίδες 101 & 104, Εταιρεία Έρευνας των Σχέσεων του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού με τη Δύση (ΕΕΣΜΝΕΔ), Αθήνα, 1993. Τα Βασιλικά αναφέρονται επίσης και στα ανέκδοτα χειρόγραφα του περίφημου αρχείου των Βενετσιάνων αδελφών Πόλο και Αντόνιο Νάνι (Polo & Antonio Nani), που διατέλεσαν γενικοί προβλέπτες του «Βασιλείου του Μορέα» στα 1697 και 1703 – 1705 αντίστοιχα. Η συγκεκριμένη συλλογή των 47 χαρτόδετων τόμων τηρείται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας και το όνομα της κώμης απαντάται στους τόμους ΙΑ’, (φύλλα. 261r, και 238v) και ΙΓ’ (φύλλα 547r, 549, 565v, 568r, 571r, 599v).

33. «A classical and topographical tour through Greece, during the years 1801, 1805, and 1806», Edward Dodwell, vol. II, p. 295, printed for Rodwell and Martin, London, 1819.

34. Βλέπε εικόνα 33 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό του παρόντος άρθρου.

35. Ο Αθηναίος ιστορικός παραθέτει για τα Βασιλικά (Σικυών) πως «… και ουδέ εν οχυρώ ωκημένης της πόλεως,…», μία έκφραση που ερμηνεύεται ότι ο κατοικημένος τόπος δεν περικλείονταν από έναν οχυρωματικό περίβολο και όχι πως δεν βρίσκονταν σε οχυρή τοποθεσία. Ακολούθως διηγείται ότι ο σουλτάνος Μουράτ Β’ «την με πόλιν κενήν τε κατέλαβε, και την ακρόπολιν επολιόρκει», με την τελευταία να αντιστοιχεί στο μεσαιωνικό κάστρο, όπου εκτός από την Ελληνική φρουρά είχαν μαζευτεί και γυναικόπαιδα. Για σχετική βιβλιογραφική παραπομπή βλέπε παραπάνω σημείωση 24.

36. Σε ορισμένες πηγές του διαδικτύου αναφέρεται αόριστα ότι ο πύργος παρουσιάζει τρεις οικοδομικές φάσεις, χωρίς να προσδιορίζονται χρονικά. Αυτή η μάλλον λανθάνουσα εκτίμηση, ενδεχομένως να προέρχεται από την εφελκυστική αντίληψη, πως το κατώτερο τμήμα του αναδομήθηκε στην Πρωτοβυζαντινή περίοδο, καθώς η τοιχοποιία του φαίνεται να είναι κάπως παρόμοια με εκείνη του «Εξαμίλιου τείχους» στον Ισθμό. Όμως μία τέτοια ερμηνεία προδικάζει την κατασκευή ενός ενδιάμεσου φρουρίου στα Βασιλικά στο διάστημα του 4ου – 6ου αιώνα, πριν από την ανέγερση του Φράγκικου κάστρου στα μέσα του 13ου αιώνα, μία εκδοχή που δεν επιβεβαιώνεται μέσα από τα ιστορικά συγγράμματα και την χρονολόγηση της συλλεχθείσας κεραμικής από την τοποθεσία.

37. «Ottoman Corinthia», Edited by Seyyed Mohammad Taghi Shariat-Panahi, Chapter 4: «Church-Building in Ottoman Corinthia», by Yannis D. Varalis, pages 266 – 267, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, Σελιδοποίηση – Εκτύπωση: «ΚΑΤΑΓΡΑΜΜΑ», Κιάτο, 2015.

38. Η ακριβής αρχιτεκτονική διαρρύθμιση, η εσωτερική διαμερισμάτωση και οι δομικές διασκευές του ναού της Αγίας Τριάδας δεν θα εξεταστούν περαιτέρω λεπτομερώς, καθόσον αποτελούν αντικείμενο εξειδικευμένης μελέτης, η οποία αποκλίνει από τον σκοπό του παρόντος άρθρου.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

1. «La Morée Franque recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la Principauté d’ Achaie (1205 – 1430)», Antoine Bon, pages 104, 213 – 214, 219, 270, 284, 474, 479, 481 – 482, 691, 693, de Boccard, Paris, 1969.

2. «Documents sur le régime des terres dans la principauté de Morée au XIVe siècle», Jean Longnon – Peter Topping, pages 141, 146, 151, 157, 160, 164, 166, 168, 178, 181 – 182, 185 – 187, 189 – 190, 256, Mouton & Co., Paris - La Haye, 1969.

3. «Συμβολή στην ιστορία και τοπογραφία της περιοχής Κορίνθου στους μέσους χρόνους», Μιχάλης Σ. Κορδώσης, διδακτορική διατριβή, σελίδες 59, 91 – 92, 168 – 172, 198, και 278 – 281, Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 1981.

4. «Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204 – 1566)», William Miller (μετάφραση – εισαγωγή – σημειώσεις Άγγελου Φουριώτη), Β’ έκδοση, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», σελίδες 353, 415, 479, 486, Αθήνα, 1990.

5. «Μεσαιωνικές σελίδες της Κορινθίας και του Μορέως», Ιωάννης Ε. Πέππας, σελίδες 166 – 169 κ.ε. αρ. αρ. 30 & 31 σχ. 31, εικ. 31 – 31β, Αθήναι (χ.ε.), 1993.

6. «Επίτομη και χρονολογική ιστορία της Σικυωνίας: Από το 5000 π. Χ. έως το 2010 μ. Χ.», Κασκαρέλης Γεώργιος, σελίδα 88, Ευρωπρίντ, Αθήνα, 2010.

7. «Land of Sicyon: Archaeology and history of a Greek city-state», Lolos Yannis, Hesperia Suppl. 39, pages 213 – 216, American School of Classical Studies at Athens, 2011, Athens.

8. «The Town Planning of Hellenistic Sikyon», Yannis Lolos, Ben Gourley, Archäologischer Anzeiger, page 96, figure 3 & 9, AA 2011/1 (copyright 2012 Deutsches Archäologisches Institut/ Hirmer Verlag GmbH).

9. «Η μεσαιωνική Κορινθία», άρθρο των Δημήτρη Αθανασούλη – Ελένης Γ. Μανωλέσσου, στο συλλογικό σύγγραμμα «The Corinthia and the Northeast Peloponnese – Topography and History from Prehistoric Times until the end of Antiquity», pages 534 & 540, K. Kissas – W. D. Niemeier (eds), Proceedings of the International Conference Organized by the Directorate of Prehistoric and Classical Antiquities, LZ’ Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities and the German Archaeological Institute, Athens, Held at Loutraki, March 26 – 29, 2009, Athenaia, Band 4, 2013.

10. https://www.kastra.eu/kastro vasilikata.

11. http://ecastles.culture.gr/basilika.

12. http://costaspappis.blogspot.com/Μπουντρούμι.

13. http://fmg.ac/Projects/MedLands/Latin Lordship in Greece.htm.

14. http://www.imkorinthou.org/Διοίκηση/Αρχιερατικές Περιφέρειες/Σικυώνος/ Ιεροί Ναοί/Ιερός Ναός Αγίας Τριάδας Βασιλικού.


Επιπρόσθετο Φωτογραφικό Υλικό



Εικόνα 28: Άποψη της βόρειας πλευράς του διατηρούμενου πύργου από το μεσαιωνικό κάστρο του Βασιλικού ή των Βασιλικών. Στην τοιχοποιία του διακρίνονται αρχαίοι τετραγωνισμένοι δόμοι, διαφόρων μεγεθών, σε δεύτερη χρήση.



Εικόνα 29: Δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας του κάστρου του Βασιλικού. Με κίτρινη διακεκομμένη γραμμή προσδιορίζεται η εκτιμώμενη έκταση, όπου πρέπει να αναζητηθεί ο μεσαιωνικός οχυρωματικός περίβολος, ενώ με κόκκινη γραμμή επισημαίνονται οι εντοπισμένες θεμελιώσεις τειχών. (1): Διατηρούμενος πύργος, (2): Εκκλησία Αγίων Θεοδώρων, (3): Πιθανή θέση αρχαίας πύλης, (4): Εκκλησία Παναγίας Γιάτρισσας, (5): Κοιμητήριο Βασιλικών, (6): Ανατολικό τεχνητό άνδηρο, (7): Ανατολικός εδαφικός πρόβολος, (8): Βυζαντινός ναός Αγίας Τριάδας.



Εικόνα 30: Οι Φράγκοι κατασκεύασαν το κάστρο του Βασιλικού επί των ερειπίων του οχυρωματικού περιβόλου της αρχαίας Σικυώνας, σε όσο ανάπτυγμα εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους, ενώ και ο ίδιος ο μεσαιωνικός πύργος μάλλον ανεγέρθηκε στην θέση ενός προγενέστερου Ελληνιστικού.



Εικόνα 31: Άποψη της τοποθεσίας του μεσαιωνικού κάστρου του Βασιλικού από την ράχη του ανατολικού εδαφικού προβόλου. Το κάστρο βρίσκονταν σε άμεση οπτική επαφή με το φρούριο του Ακροκορίνθου και τον οχυρωμένο οικισμό στο όρος Φουκάς (Απεσάς).



Εικόνα 32: Άποψη της δυτικής πλευράς του διατηρούμενου πύργου, όπου διαμορφώνεται η θύρα εισόδου στο εσωτερικό του. (Επεξεργασμένη λήψη με εστίαση από drone).



Εικόνα 33: Άποψη του ανατολικού εδαφικού προβόλου, ο οποίος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως γιγαντιαίος φυσικός προμαχώνας, συνιστώντας μαζί με το μεσαιωνικό κάστρο των Βασιλικών ένα ενιαίο κέντρο αντιστάσεως. Ο σωζόμενος πύργος επισημαίνεται με κόκκινο βέλος.



Εικόνα 34: Άποψη της εκκλησίας της Παναγιάς της Γιάτρισσας, στην οποία η πρόσβαση διενεργείται μέσω υπόσκαφης διάβασης, μέσα από το απόκρημνο βορειοανατολικό κράσπεδο της τοποθεσίας του κάστρου των Βασιλικών. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Ιρλανδού περιηγητή και αρχαιολόγου Edward Dodwell, πάνω από το ναΰδριο διασώζονταν κατάλοιπα από τα μεσαιωνικά τείχη έως τις αρχές του 19ου αιώνα.



Εικόνα 35: Ο Βυζαντινός ναός της Αγίας Τριάδας ήταν το επίκεντρο της πολίχνης των Βασιλικών κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.



Εικόνα 36: Απόσπασμα από χάρτη του Ελληνικού χώρου, έκδοσης 1715, του Γάλλου χαρτογράφου και χαράκτη Nicolas de Fer, όπου με κόκκινο κύκλο επισημαίνεται η κώμη του Βασιλικού (Basilico). (Πηγή: ιστότοπος https://www.davidrumsey.com).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.

Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.

Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.