Προσεγγίζοντας το ιστορικό και την αρχιτεκτονική της παραδοσιακής κατοικίας της επιφανούς οικογένειας Νοταρά στην Άνω Συνοικία Τρικάλων Κορινθίας
Στον γραφικό ορεινό οικισμό της Άνω Συνοικίας Τρικάλων του Δήμου Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης(1), διασώζεται ακόμα μία τριώροφη παραδοσιακή κατοικία, ιδιαίτερης ιστορικής, θρησκευτικής και αρχιτεκτονικής αξίας. Πρόκειται για το εντυπωσιακό αρχοντικό της φημισμένης οικογένειας Νοταρά, η οποία έχει τις ρίζες της στην Βυζαντινή αριστοκρατία και συνδέεται με τους Παλαιολόγους, τους τελευταίους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Νοταραίοι (ή Νοταράδες) αναδείχθηκαν στους σημαντικότερους προεστούς, όχι μόνο της περιοχής των Τρικάλων, αλλά και ολόκληρης της Κορινθίας, διαθέτοντας μεγάλη οικονομική ευμάρεια από την εκμετάλλευση της κτηματικής περιουσίας τους. Αρκετά από τα μέλη τους εντάχθηκαν στις τάξεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας και απέδωσαν διακεκριμένους ιεράρχες και οσιακές μορφές, όπως ο Άγιος Γεράσιμος ο «εν Κεφαλληνία αθλήσας», που ενδεχομένως να παρίστατο στην θεμελίωση του αρχοντόσπιτου κατά την εφηβική του ηλικία, λίγο πριν εγκαταλείψει την κοσμική ζωή και ασπαστεί τον μοναχισμό. Οι δε Νοταραίοι έλαβαν ενεργό μέρος τόσο στην αποτυχημένη εξέγερση των υπόδουλων Ελλήνων στα 1770, τα λεγόμενα «Ορλωφικά», όσο και στην ένδοξη επανάσταση του 1821. Μετά την απελευθέρωση από τον Οθωμανικό ζυγό και με προεξέχοντα τον Πανούτσο Νοταρά αναμείχθηκαν στα πολιτικά δρώμενα, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην εδραίωση του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους και θέτοντας το υπόβαθρο του κοινοβουλευτικού βίου στην χώρα.
Αναμφίβολα λοιπόν, το επιβλητικό αρχοντικό της οικογένειας Νοταρά αποτελεί ένα μνημειακό τοπόσημο των Τρικάλων Κορινθίας και θα έπρεπε να έχει διαφυλαχτεί με κάθε τρόπο ως αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Δυστυχώς όμως μέχρι και την τρέχουσα περίοδο, δεν έχει τύχει της δέουσας αντιμετώπισης και αποτελεσματικής προστασίας από τους ιθύνοντες, είτε λόγω ιδιοκτησιακών κωλυμάτων, είτε εξαιτίας γραφειοκρατικής δυσκαμψίας, με κύρια παράμετρο την τελματώδη διάθεση των απαιτούμενων οικονομικών πιστώσεων, για την δημόσια εξασφάλιση του ακινήτου και την διάσωση της παραδοσιακής κατοικίας. Αν και το αρχοντικό μνημονεύεται εμφατικά ως ένα από τα αξιοθέατα της περιοχής, σε διάφορους περιηγητικούς οδηγούς και σε πλείστες διαδικτυακές πηγές, εντούτοις εμφανίζει εικόνα πλήρους εγκατάλειψης, προκαλώντας αισθήματα θλίψης και απογοήτευσης σε όσους το αντικρίζουν(2). Μάλιστα η επιβαρυμένη κατάσταση του επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου ως απόρροια της παντελούς έλλειψης συντήρησης, όπως μαρτυρείται από τις παρατηρούμενες καθαιρέσεις επιχρισμάτων, αλλά και από τις μερικές καταρρεύσεις δομικών τμημάτων του. Το δε μέρος παρουσιάζει αυξημένη επισκεψιμότητα μέσω του ρεύματος του θρησκευτικού τουρισμού, καθώς καθημερινά καταφθάνουν αρκετοί προσκυνητές για να δουν το οίκημα – ναΐσκο, όπου φέρεται να γεννήθηκε ο Όσιος Γεράσιμος Νοταράς, και το οποίο βρίσκεται ακριβώς δίπλα από το ερημωμένο τριώροφο πατρικό του, προκαλώντας αβίαστα τα αρνητικά σχόλια Ελλήνων και ξένων εκδρομέων(3).
Αποτιμώντας τις διαφαινόμενες χρονίζουσες δυσχέρειες στην αποκατάσταση του αρχοντικού, που αποπνέουν σαφώς μία συστημική παθογένεια, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε κάπως πιο σφαιρικά το κτιριακό ιστορικό του και να παραθέσουμε ορισμένα βασικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής του διαρρύθμισης. Σε αυτό εγχείρημα μας δεν θα υπεισέλθουμε σε εξειδικευμένες τεχνικές λεπτομέρειες και κατασκευαστικές αναλύσεις, καθόσον εμπίπτουν στο πεδίο των ήδη εκπονηθείσων επιστημονικών μελετών και πιθανότατα να μην ενδιαφέρουν το ευρύ κοινό. Άλλωστε αντικειμενικός σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η κατάδειξη της σπουδαιότητας του μνημείου και η εκ νέου γνωστοποίηση της προσβλητικής απαξίωσης του, με την ελπίδα ότι επιτέλους θα ενεργοποιηθούν άπαντες οι εμπλεκόμενοι φορείς προς την κατεύθυνση της προστασίας και διάσωσης του, πριν μετατραπεί οριστικά σε άμορφα ερείπια. Υπό αυτή την προοπτική, το χρονοδιάγραμμα μας θα εκτυλιχτεί πάνω σε μία συνοπτική ανασκόπηση της ιστορικής πορεία της αριστοκρατικής οικογένειας Νοταρά, μολονότι είναι ευρύτερα γνωστή και καταγεγραμμένη, εστιάζοντας επιλεκτικά στα επιφανέστερα μέλη αυτής, που σχετίζονται με το αρχοντικό και κατόπιν θα προχωρήσουμε στην κτιριακή περιγραφή του.
Οι Νοταραίοι έλκουν την απώτερη καταγωγή τους από την Μονεμβασιά και το πατρογονικό επώνυμο τους ήταν «Σοφιανός». Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη εκδοχή, κατά τον 13ο αιώνα μερικοί εξ’ αυτών μετοίκησαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου αρχικά ασχολήθηκαν επιτυχώς με το εμπόριο παστών αλιευμάτων, δημιουργώντας σημαντική περιουσία. Παράλληλα αρκετά μέλη της οικογένειας δραστηριοποιήθηκαν στον δημόσιο βίο, διατελώντας ως κρατικοί υπάλληλοι και αξιωματούχοι στην βασιλική αυλή, διεισδύοντας σύντομα στις τάξεις της Βυζαντινής αριστοκρατίας, ήδη από τα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282). Ένας εκ των Σοφιανών διέπρεψε ως νοτάριος στο παλάτι λίγο μετά τα μέσα του 14ου αιώνα, δηλαδή ασκώντας τα καθήκοντα του γραμματέα και συμβολαιογράφου, προσλαμβάνοντας το προσωνύμιο «Νοταράς», που έμελλε να επικρατήσει έναντι του Μονεμβασιώτικου επιθέτου. Γόνος του συγκεκριμένου βασιλικού γραφέα ήταν ο Νικόλαος, στον οποίο απονεμήθηκαν τα αξιώματα του «πρεσβευτή» και του «μέγα διερμηνευτή»(4) του Βυζαντινού κράτους, υπηρετώντας κοντά τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (1391 – 1425). Μάλιστα φαίνεται ότι οι δύο άνδρες συνδέθηκαν με στενή φιλιά, καθώς ο πρώτος παντρεύτηκε μία αδερφή του Βυζαντινού άνακτα, που δεν είναι γνωστό το όνομα της και έτσι οι Νοταραίοι έγιναν συγγενείς με τους Παλαιολόγους(5).
Ο Νικόλαος Νοταράς με την ανώνυμη πριγκίπισσα απέκτησαν τρία άρρενα τέκνα. Ο πρωτότοκος γιός τους, ο Λουκάς (μετά το 1402 – 1453), ακολούθησε πολιτική σταδιοδρομία κατορθώνοντας να ανέλθει στο ύπατο αξίωμα του «μέγα δούκα»(6) στο κρίσιμο χρονικό διάστημα 1450 – 1453, έχοντας την αμέριστη εύνοια του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου (1449 – 1453). Ο ίδιος έλαβε μέρος στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης κατά την δραματική πολιορκία της από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, τιθέμενος επικεφαλής ενός στρατιωτικού αποσπάσματος και έχοντας την ευθύνη της υπεράσπισης του νοτιοδυτικού τομέα των θαλάσσιων τειχών. Μετά την άλωση της Βασιλεύουσας στις 29 Μαΐου 1453, ο Λουκάς Νοταράς συνελήφθη από τους Τούρκους και αρχικά έτυχε ευμενούς μεταχείρισης. Όμως το τέλος της ζωής του ήταν μαρτυρικό. Όπως παραθέτει ο διαπρεπής ιστορικός Κωνσταντίνος Σάθας, σύμφωνα με την πιο αληθοφανή εκδοχή, σε μία από τις αμέσως επόμενες μέρες, ο αιχμάλωτος Βυζαντινός αξιωματούχος εξερέθισε τον ευμετάβλητο σουλτάνο με την άτεγκτη συμπεριφορά του, καθώς αρνούνταν πεισματικά να παραδώσει τον μικρότερο παιδί του, τον δεκατετράχρονο Ισαάκιο, ως έρμαιο στις ακόλαστες ορέξεις του Μωάμεθ Β’. Το αποτέλεσμα ήταν να αποκεφαλιστεί μαζί τους δύο μεγαλύτερους γιούς του Εμμανουήλ και Γαβριήλ, καθώς και τον γαμπρό του, ενώ ο νεαρότερος Ισαάκιος αρπάχτηκε βιαίως και εντάχθηκε στο Οθωμανικό σεράι(7).
Το δεύτερο τέκνο του «μέγα διερμηνευτή» Νικόλαου Νοταρά ονομάζονταν Ιωάννης, αλλά δεν παρατίθενται περαιτέρω βιογραφικά στοιχεία του στις πηγές, με συνέπεια να αμφισβητείται έντονα η ύπαρξη του. Ωστόσο, το πρόσωπο που αφορά ειδικότερα την αναδίφηση μας είναι ο τριτότοκος γιός του, ο Άγγελος (ή Αγγελής, π. 1425 – μετά το 1471), ο οποίος κατάφερε να διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη μετά την πτώση της στα χέρια των Τούρκων και να μεταβεί στην Μονεμβασιά, την ιδιαίτερη πατρίδα των προγόνων του Σοφιανών. Εκεί τον βοήθησε να ορθοποδήσει ο εξάδελφος του και δεσπότης του Μορέως, Θωμάς Παλαιολόγος. Όμως σύντομα ήρθε σε διαμάχη με τον Βυζαντινό διπλωμάτη Γεώργιο Φραντζή, τον παλαιό πολιτικό αντίπαλο του σφαγιασθέντος αδερφού του Λουκά Νοταρά. Ο Φραντζής είχε αιχμαλωτιστεί κατά την άλωση της Βασιλεύουσας, αλλά μπόρεσε να εξαγοράσει την ελευθερία του στις αρχές του 1455 και κατόπιν διαπεραιώθηκε στην Πελοπόννησο, καταλήγοντας στον Μυστρά. Ο Θωμάς Παλαιολόγος, προφανώς επιζητώντας να αποσοβήσει την διχαστική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο Ελλήνων αριστοκρατών, παραχώρησε στον Άγγελο Νοταρά αξιόλογες κτηματικές εκτάσεις στην περιοχή της τότε ακμάζουσας κώμης των Τρικάλων Κορινθίας. Ο τελευταίος αποδέχτηκε την πλουσιοπάροχη δωρεά του συγγενούς του δεσπότη και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Άνω Συνοικία Τρικάλων, μάλλον πριν το έτος 1460, όταν ολόκληρη η Πελοπόννησος πέρασε οριστικά σε Οθωμανική κατοχή.
Έπειτα από αυτή την εξέλιξη, ο Άγγελος Νοταράς κατέστη ο ιδρυτής του μακραίωνου Κορινθιακού κλάδου της οικογένειας, τα μέλη της οποίας επεδίωκαν πάντοτε την μόρφωση και έτρεφαν ευλαβική προσήλωση στην Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη. Ο ίδιος μερίμνησε να εξασφαλίσει την ευμάρεια των απογόνων του, καθώς μόλις εξομαλύνθηκαν κάπως οι πολιτικοστρατιωτικές συνθήκες, μετέβηκε συγκαλυμμένα στην Κωνσταντινούπολη και μπόρεσε να ανακτήσει σημαντικά χρηματικά ποσά και τιμαλφή, που είχαν κρύψει επιμελώς οι Νοταραίοι πριν την άλωση της Πόλης. Κατά την επιστροφή του στην Κορινθία, πιστεύεται ότι μετέφερε μαζί του και ανεκτίμητα θρησκευτικά κειμήλια, όπως το ιερό ολόσωμο σκήνωμα του Οσίου Παταπίου, το οποίο εναπόθεσε σε κρύπτη εντός ενός σπηλαίου στα Γεράνεια όρη, που χρησιμοποιούνταν ως ασκητήριο από τον 11ο/12ο αιώνα, στην θέση όπου σήμερα υπάρχει η ομώνυμη γυναικεία κοινοβιακή Ιερά Μονή(8), δεσπόζοντας πάνω από την πόλη του Λουτρακίου Κορινθίας.
Από τους τρεις γιούς του Άγγελου Νοταρά, ο πρωτότοκος Νικόλαος (π. 1467 – α’ μισό 16ου αιώνα) μετοίκησε σε νεαρή ηλικία στην Βενετσιάνικη αποικία της Κορώνης, όπου και δραστηριοποιήθηκε ως έμπορος(9), ενώ οι έτεροι δύο παρέμειναν στα Τρίκαλα. Ο μεσαίος εξ’ αυτών, ο Δημήτριος (π. 1469 – 1547) νυμφεύτηκε την Καλή, μία πολύ ενάρετη γυναίκα, και από τον γάμο τους γεννήθηκαν δύο άρρενα τέκνα ο Άγγελος (1503 – 1585) και ο Γεώργιος, με τον οποίο θα ασχοληθούμε παρακάτω. Ο δε νεότερος γιός του Άγγελου ονομάστηκε Λουκάς (π. 1471 – α’ μισό 16ου αιώνα), προς τιμήν του φονευθέντος θείου του και Βυζαντινού μέγα δούκα και ο ίδιος απέκτησε έναν γιό, τον Άγγελο (εντός του 16ου αιώνα). Σε αυτόν τον χρονικό ορίζοντα που καλύπτει το πρώτο μισό του 16ου αιώνα, προσδιορίζεται με κάθε επιφύλαξη από τους ειδικούς η πρώτη οικοδομική φάση του αρχοντικού Νοταρά, εκτιμώντας ότι τότε ανεγέρθηκε η βόρεια πτέρυγα του διαθέτοντας πυργοειδή διαμόρφωση και διακριτά φρουριακά χαρακτηριστικά. Άρα λοιπόν, ως κτήτορες της τριώροφης κατοικίας μπορούν να θεωρηθούν ο Δημήτριος ή ο Λουκάς (ο νεότερος) ή οι άμεσοι απόγονοι τους. Στην συνέχεια του άρθρου δεν θα προβούμε σε περαιτέρω ενδελεχή επισκόπηση των γενεαλογικών διακλαδώσεων των Νοταραίων και θα επικεντρωθούμε σε ορισμένες εξέχουσες φυσιογνωμίες εξ’ αυτών, έτσι ώστε να αποφύγουμε έναν άσκοπο πλατειασμό, αποκλίνοντας από το αντικείμενο της έρευνας μας. Εξάλλου, έχουν δημοσιευτεί πλείστα συγγράμματα που πραγματεύονται την ιστορική εξέλιξη της οικογένειας, παραθέτοντας πλήρη βιογραφικά στοιχεία και αναλυτικές πληροφορίες για την άοκνη προσφορά των μελών της στο Έθνος και στην Εκκλησία.
Πάντως ήδη από εκείνη την περίοδο είχε αρχίσει να καθίσταται εντονότερη η ευσεβής έφεση των Νοταραίων προς την ιεροσύνη, με εξέχον παράδειγμα τον Άγιο Γεράσιμο Νοταρά, ο οποίος αναδείχτηκε σε λαμπρό πνευματικό αστέρα του Ορθόδοξου μοναχισμού και ασκητισμού. Το πρόσωπο του ταυτίζεται με τον δευτερότοκο γιό του Δημήτριου Νοταρά και της Καλής, που το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Σύμφωνα με την θρησκευτική παράδοση των Τρικάλων, πιστεύεται ότι γεννήθηκε το 1509 στον μονόχωρο οικίσκο δίπλα από το ερημωμένο αρχοντικό, όπου τότε διαβίωνε η οικογένεια του και σήμερα το εσωτερικό του έχει διαρρυθμιστεί σε ένα ιδιότυπο ναΐσκο. Το συγκεκριμένο κτίσμα πιθανότατα ανήκε στα βοηθητικά εξαρτήματα της πρωταρχικής κατοικίας των Νοταραίων, η οποία μάλλον θα πρέπει να βρίσκονταν στο ίδιο μέρος. Ο Γεώργιος καθώς μεγάλωνε, διακρίνονταν για την ευλάβεια του και εικάζεται πως χρησιμοποιούσε το παρακείμενο οίκημα ως μέρος προσευχής και πνευματικής περισυλλογής. Κατά την εφηβική του ηλικία ενδεχομένως να είδε την θεμελίωση της βόρειας πτέρυγας του κατοπινού τριώροφου αρχοντόσπιτου από τον πατέρα του ή τον θείο του, που αποφάσισαν να κτίσουν μία καινούργια κατοικία, προκειμένου στεγάσουν την οικογένεια τους, προσδίδοντας σε αυτήν έναν φρουριακό χαρακτήρα για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Σχεδόν αμέσως μετά την ενηλικίωση του, περί το 1527, ο νεαρός Γεώργιος Νοταράς αναχώρησε από την πατρική του οικία στην Άνω Συνοικία Τρικάλων, με προορισμό την Ζάκυνθο για να συμπληρώσει την μόρφωση του. Μετέπειτα θα περιηγηθεί σε Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Θράκη και αφού διέλθει από την Κωνσταντινούπολη, θα καταλήξει στο Άγιο Όρος γύρω στα 1536, όπου θα καρεί μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Γεράσιμος. Από εκεί θα μεταβεί το 1538 στα Ιεροσόλυμα. Εδώ θα χειροτονηθεί πρεσβύτερος και θα υπηρετήσει για περίπου δέκα έτη στον ναό του Παναγίου Τάφου, ζώντας ησυχαστικά. Στα 1548 θα ταξιδέψει στην Κρήτη, παραμένοντας επί δύο χρόνια στην μεγαλόνησο. Περί το 1550 θα επιστρέψει στην Ζάκυνθο και θα απομονωθεί σε ένα σπήλαιο στην τοποθεσία του Αγίου Νικολάου Γερακαρίου, διατελώντας σε αυστηρά νηστεία και προσευχή. Στα 1555 αποφασίζει να μετακινηθεί στην Βενετοκρατούμενη Κεφαλονιά, όπου μονάζει επίσης σε μία σπηλαιώδη κοιλότητα κοντά στο Αργοστόλι, επί πέντε χρόνια και έντεκα μήνες, διάγοντας τον ίδιο λιτό ασκητικό βίο. Κατόπιν εγκαθίσταται στην περιοχή των Ομαλών στους βορειοδυτικούς πρόποδες του όρους Αίνος, ιδρύοντας στα 1561 το μοναστήρι της «Νέας Ιερουσαλήμ», στελεχωμένο με γυναικεία αδελφότητα, στο μέρος του προϋπάρχοντος ναΐσκου της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», που παραχωρήθηκε σε εκείνον για τον συγκεκριμένο σκοπό. Έκτοτε η φήμη του σεβάσμιου ιερομόναχου Γερασίμου ως πνευματικής και χαρισματικής μορφής, εξαπλώθηκε εκτός των στενών ορίων της Κεφαλονιάς και εξαπλώθηκε ραγδαίως ανάμεσα στο Χριστεπώνυμο πλήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο προσφιλής γέρων Νοταράς εκδήμησε ειρηνικά εις Κύριον στις 15 Αυγούστου 1579, σε ηλικία 70 ετών. Μετά από δυο χρόνια και δύο μήνες, στις 10 Οκτωβρίου 1581, πραγματοποιήθηκε η πρώτη ανακομιδή του σώματος του, το οποίο βρέθηκε ακέραιο στο μνήμα, θορυβώντας τις Ρωμαιοκαθολικές Βενετσιάνικες αρχές της νήσου, με συνέπεια να διαταχθεί ο εκ νέου ενταφιασμός του. Αφού παρήλθαν οκτώ μήνες, τον Ιούνιο του 1582, διενεργήθηκε η δεύτερη ανακομιδή, με τα ίδια αποτελέσματα, καθώς και πάλι το σκήνωμα ανασύρθηκε ολόσωμο και ευωδιάζον. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη και σε συνάρτηση με τον ενάρετο ασκητικό βίο του, όπως και με κάποια διαπιστωμένα θαυματουργικά σημεία στα επόμενα χρόνια, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε την αγιότητα του στα 1622 και τον ανακήρυξε ως «Όσιο Γεράσιμο τον Νέο Ασκητή τον εν Κεφαλληνία αθλήσαντα»(10).
Τα πνευματικά βήματα του Οσίου Γερασίμου, κατά κόσμον Γεώργιου Νοταρά, ακολούθησαν μεταγενέστερα αρκετά μέλη της οικογένειας, φθάνοντας μέχρι τα ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα. Ο πρώτος σχετιζόμενος ιεράρχης είναι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β’(1641 – 1707), ο οποίος ανήλθε στον πατριαρχικό θώκο του 1669, σε ηλικία μόλις 28 ετών. Μολονότι κατάγονταν από την Αράχοβα Αχαΐας (σημερινή Εξοχή Αιγιαλείας) και το επώνυμο του ήταν Σκαρπέτης(11), εντούτοις φαίνεται ότι συνδέονταν με συγγένεια εξ’ αγχιστείας με τους Νοταραίους των Τρικάλων Κορινθίας, ενώ σε μερικές πηγές μνημονεύεται εσφαλμένα πως προέρχονταν από τις τάξεις τους. Ο Δοσίθεος επέδειξε αξιόλογη ποιμαντορική και θεολογική δράση, αναδιοργανώνοντας την Αγιοταφική Αδελφότητα και καταβάλλοντας αδιάλειπτες προσπάθειες για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των Ορθοδόξων επί των ιερών προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων. Ο ίδιος μάλλον μόλις ανέλαβε τα αρχιερατικά καθήκοντα του, έθεσε υπό την προστασία του δύο αδέρφια από την οικογένεια Νοταρά, ηλικίας 14 και 13 ετών, που γεννήθηκαν περί το 1655/1660, χωρίς να είναι γνωστά τα βαφτιστικά τους ονόματα και μερίμνησε για την περαιτέρω μόρφωση τους. Ο πατέρας τους ήταν ο Ιωάννης Νοταράς, ενώ η σύζυγος του, αγνώστων λοιπών στοιχείων, λογίζεται μάλλον ως αδερφή του υπόψη Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ο οποίος συνεπώς ήταν θείος των παιδιών. Ωστόσο, η μητέρα τους μόλις είχε πεθάνει από μία επιδημία πανώλης, όπως και τα άλλα τέκνα της, εκτός από δύο κόρες της, ενδεχομένως από έναν φημολογούμενο πρώτο γάμο της, και ενταφιάστηκαν στην αυλή του σπιτιού τους. Αυτή η οικία ίσως να ταυτίζεται με το εξεταζόμενο αρχοντικό ή τουλάχιστον να βρίσκονταν πλησίον του, λαμβάνοντας υπόψη ότι η γειτονιά που σχηματίζονταν γύρω από αυτό στην Άνω Συνοικία Τρικάλων επονομάζονταν ως τα «Νοταραίικα», αλλά και το ίδιο το κτίριο αποκαλούνταν ως «Νοταραίικο».
Σύντομα οι δύο νεαροί Νοταράδες υπό την επίβλεψη του Δοσίθεου Β’, θα ασπαστούν τον μοναχισμό λαμβάνοντας με την κουρά τους τα ονόματα Νεόφυτος και Χρύσανθος. Στην πορεία θα διαπρέψουν στον εκκλησιαστικό στίβο, καθώς ο μεν πρώτος υπηρέτησε ως αρχιμανδρίτης και επίσκοπος του Παναγίου Τάφου, ενώ ο δεύτερος θα διαδεχτεί τον θείο του στο πατριαρχικό αξίωμα στα 1707, παραμένοντας στον θρόνο των Ιεροσολύμων μέχρι τον θάνατο του στα 1731. Ο ιεράρχης Χρύσανθος Νοταράς υπήρξε πραγματικά μία ευρυμαθής φυσιογνωμία και παρήγαγε πολυδιάστατο συγγραφικό έργο, το οποίο δεν περιορίζονταν σε θεολογικά και νομοκανονικά θέματα, αλλά επεκτείνονταν και σε επιστημονικούς τομείς, εκπονώντας πραγματείες ιστορικού – γεωγραφικού και αστρονομικού – μαθηματικού περιεχομένου. Μάλιστα, όντας ακόμα αρχιμανδρίτης φιλοτέχνησε στα 1700 τον πρώτο παγκόσμιο χάρτη στην Ελληνική γλώσσα κατά την μεταβυζαντινή εποχή. Ως Πατριάρχης Ιεροσολύμων εξέδωσε στα 1716 μία παλαιότερη αστρονομική μελέτη του, τολμώντας να παρουσιάσει για πρώτη φορά στον Ελληνικό χώρο το ηλιοκεντρικό σύστημα του Κοπέρνικου, που τότε θεωρούνταν ως αιρετικό και εξοβελιστέο από τους εκκλησιαστικούς κύκλους, αν και ο ίδιος πίστευε στις τότε παγιωμένες γεωκεντρικές αντιλήψεις του Πτολεμαίου(12). Λόγω λοιπόν αυτής της σημαντικής ακαδημαϊκής προσφοράς του, σε μία περίοδο στην οποία ήταν διάχυτος ο θρησκευτικός σκοταδισμός, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος Νοταράς χαρακτηρίζεται δίκαια ως ο πρόδρομος του νεοελληνικού διαφωτισμού.
Από αρχειακά έγγραφα τεκμαίρεται ότι ο Χρύσανθος δεν ξέχασε τον τόπο γέννησης του, την Άνω Συνοικία Τρικάλων. Μάλιστα ενδιαφέρθηκε προσωπικά για την ανάκαμψη της Ιεράς Μονής Αγίου Βλασίου, παροτρύνοντας τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Γ’ (1716 – 1726 και 1732 – 1733) να επικυρώσει εκ νέου την σταυροπηγιακή αξία αυτής, εκδίδοντας στα 1716 ειδικό συνοδικό σιγίλλιο, προκειμένου να αποτραπούν περαιτέρω αυθαίρετες καταπατήσεις της κτηματικής περιουσίας του καθιδρύματος από ιδιώτες(13). Στο δε κείμενο καταγράφεται ξεκάθαρα ότι η «εαυτού πατρίδα» του Χρύσανθου Νοταρά, του «μακαριώτατου και σοφώτατου Πατριάρχη της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ, και πάσης Παλαιστίνης», ήταν τα Τρίκαλα Κορινθίας και όχι η Αράχοβα Αχαΐας, όπως παρατίθεται εσφαλμένα σε μερικές πηγές, κυρίως του διαδικτύου, προφανώς επειδή από εκεί κατάγονταν ο θείος του και προκάτοχος του στον πατριαρχικό θρόνο Δοσίθεος Β’ Σκαρπέτης.
Εκείνο τον καιρό και ειδικότερα το διάστημα 1684 – 1715, ως μητροπολίτης Κορίνθου διατελούσε ο Γρηγόριος Β’ Νοταράς(14), δηλαδή ολόκληρη την περίοδο που η Πελοπόννησος είχε καταληφθεί από τους Βενετούς. Μάλιστα, ο εν λόγω ιεράρχης υποστηρίζεται ότι ίδρυσε περί το 1700 την Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Μέση Συνοικία Τρικάλων και την όρισε ως θερινή έδρα της μητροπόλεως. Έχει διατυπωθεί η άποψη, πως κατόπιν δικής τους παρακλήσεως ενεργοποιήθηκε ο συγγενής του Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος και απευθύνθηκε προς τον ομότιμο του προκαθήμενο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έτσι ώστε να συνταχθεί το προαναφερόμενο σιγίλλιο υπέρ της μονής του Αγίου Βλασίου στα 1716. Όμως από την δεδομένη χρονολογία, συμπεραίνεται ότι ο σεβασμιότατος Γρηγόριος Β’ είτε απεβίωσε ένα χρόνο πριν την έκδοση της υπόψη πατριαρχικής απόφασης, είτε είχε αποσυρθεί από τον μητροπολιτικό θώκο στα 1715, όταν ο Μοριάς ανακτήθηκε και πάλι από τους Τούρκους.
Το 1731, έτος που πέθανε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος, ο εύπορος πρόκριτος των Τρικάλων Κορινθίας Γεωργαντάς (Γεώργιος) Νοταράς (1695 – 1771) με την ενάρετη σύζυγο του Αναστασία απέκτησαν ένα από τα εννέα τέκνα τους, τον Μιχαήλ, ο οποίος έμελλε να αναδειχθεί σε μία ακόμα σπουδαία εκκλησιαστική μορφή. Ήδη από την παιδική και εφηβική του ηλικία εκδήλωσε την κλίση του προς τον μοναχισμό, ερχόμενος σε αντίθεση με την βούληση του πατέρα του. Μετά τον θάνατο του εκ Κεφαλληνίας διδασκάλου του Ευστάθιου, αναλαμβάνει ο ίδιος την σχολή για έξι συναπτά έτη, εκπαιδεύοντας αμισθί μαθητές από την Κορινθία. Όταν το 1764 χήρευσε η μητρόπολη της Κορίνθου, σύσσωμη η τοπική κοινωνία και το σύνολο του κλήρου αξίωσε την εκλογή και την ανάρρηση του δημοφιλούς Μιχαήλ στον υπόψη εκκλησιαστικό θώκο. Η καθολική απαίτηση έγινε αποδεκτή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στα τέλη του υπόψη έτους προχειρίζεται άμεσα διάκονος και πρεσβύτερος, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Μακάριος, ενώ τον Ιανουάριο του 1765 χειροτονείται μητροπολίτης Κορίνθου. Ωστόσο η αναμορφωτική δράση του θα διακοπεί απότομα έπειτα από λίγα χρόνια, εξαιτίας της δυσμενούς έκβασης του επαναστατικού κινήματος του 1770 ενάντια στους Τούρκους δυνάστες(15), στο οποίο αναμίχθηκαν δραστήρια οι Νοταραίοι των Τρικάλων. Στην εξέγερση συμμετείχε και ο μητροπολίτης Μακάριος και ύστερα από την αποτυχία της, ακολούθησε την αναγκαστική αποχώρηση των εμπλεκόμενων μελών της οικογένειας του προς τις Βενετοκρατούμενες νήσους του Ιονίου πελάγους, καταφεύγοντας διαδοχικά σε Ζάκυνθο και Κεφαλονιά. Ο εκτοπισμένος ιεράρχης δεν ανέκτησε ποτέ την εκκλησιαστική έδρα του, υπογράφοντας από εδώ και πέρα τα έγγραφα του τυπικά ως «ο από Κορίνθου».
Στο υπόλοιπο του βίου του ο αυτοεξόριστος Μακάριος Νοταράς περιηγήθηκε σε διάφορα νησιά του Αιγαίου πελάγους, διαμένοντας για αρκετό διάστημα και στο Άγιο Όρος. Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτήςκαι στυλοβάτης του πνευματικού ρεύματος των «Κολλυβάδων»(16), που εκδηλώθηκε περί τα μέσα του 18ου αιώνα στην Αγιορείτικη μοναστική πολιτεία και αποσκοπούσε στην ανανέωση της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας και την αυστηρή προσήλωση στην Ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση και τους ιερούς κανόνες. Στα 1782 εκδίδεται το θεμελιώδες πεντάτομο έργο της «Φιλοκαλίας», το οποίο επιμελήθηκαν ο Μακάριος και ο μοναχός Νικόδημος ο Αγιορείτης (μετέπειτα Άγιος). Πρόκειται για μία ανθολογία πατερικών κειμένων από τον 4ο έως τον 15ο αιώνα, που προάγουν τον ησυχασμό μέσω της αδιάλειπτης προσευχής και καθολικής αφιέρωσης στον Θεό. Ο πρώην μητροπολίτης Κορίνθου Μακάριος εγκαταστάθηκε μόνιμα περί το 1793 στην αγαπημένη του νήσο Χίο, διατελώντας σε συνεχή άσκηση και προσευχή και κατατριβόμενος με μελέτη, συγγραφή και διδασκαλία, μέχρι τον θάνατο του στα 1805. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το 1808 και έκτοτε καθιερώθηκε ως οσιακή μορφή στις συνειδήσεις κληρικών και λαϊκών, χωρίς όμως να υφίστανται στοιχεία μίας επίσημης πράξης αγιοκατάταξης του. Ο δε Άγιος Μακάριος Νοταράς, μητροπολίτης Κορίνθου, θεωρείται δικαίως σαν ο «γενάρχης του Φιλοκαλισμού»(17).
Κατά την λεγόμενη περίοδο της Β’ Τουρκοκρατίας (1715 – 1821), οι Νοταραίοι συγκαταλέγονταν ανάμεσα στις έξι πιο περίοπτες Ορθόδοξες οικογένειες της Πελοποννήσου, καταλαμβάνοντας υψηλόβαθμα αξιώματα στην επαρχιακή διοίκηση του Οθωμανικού κράτους. Από την προγονική τους εστία, το επιβλητικό αρχοντικό στην Άνω Συνοικία Τρικάλων Κορινθίας, η φήμη τους είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον Μοριά. Εκ των σημαντικότερων μελών τους ήταν ο ισχυρός προεστός Σπυρίδων Νοταράς (1708 – 1778/1790), ο οποίος εξελίχθηκε σε ένα πραγματικό μεγιστάνα, ενώ λογίζονταν ως ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής του. Ο ίδιος μαζί με τα παιδιά του και τους λοιπούς συγγενείς του πρωταγωνίστησαν στον ατυχή ξεσηκωμό στα 1770, πιστεύοντας στις υποσχέσεις των Ρώσων για ανεξαρτησία των υπόδουλων Ελλήνων. Αν και τότε οι Νοταραίοι στοχοποιήθηκαν από τις Τουρκικές αρχές για την ενεργό συμμετοχή τους στο στασιαστικό κίνημα, εντούτοις φαίνεται ότι αυτή η δυσχερής κατάσταση ήταν πρόσκαιρη και πολύ σύντομα ανέκτησαν το κύρος τους, διατηρώντας την περιουσία και τα προνόμια τους, προφανώς εξαιτίας των στενών διασυνδέσεων τους με την Οθωμανική Υψηλή Πύλη.
Το αξίωμα του προκρίτου της Κορινθίας κληροδοτήθηκε εθιμικά από τον Σπυρίδωνα Νοταρά στους γιούς του, που θα καθίσταντο ισχυροί οικονομικοί και κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες της περιοχής και θα διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο στον μελλοντικό αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας των Ελλήνων. Εξ’ αυτών η πλέον ηγετική φυσιογνωμία υπήρξε αναμφίβολα ο Πανούτσος (Παναγιώτης) Νοταράς (1740/1752 – 1849), ο οποίος έλαβε αξιόλογη κλασσική παιδεία από τον Μεσολογγίτη λόγιο Γρηγόριο Καρβούνη, μολονότι λόγοι υγείας δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει την εκπαίδευση του στην Ιταλία. Ο διακεκριμένος προεστός μαζί με τους αδελφούς του, τον ιατροφιλόσοφο Ιωάννη (1748 – 1826) με σπουδές στην Πάδοβα και στο Παρίσι, τον επίσης επιφανή δημογέροντα Σωτήριο (Σωτηράκη, 1750 – 1844) και τον Ανδρέα (Ανδρίκο, 1854; – 1821), είχαν περάσει τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια στο αρχοντόσπιτο της Άνω Συνοικίας Τρικάλων, που μάλλον ανήκε στην κυριότητα του πατέρα τους. Ενδεχομένως κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, η τριώροφη κατοικία πρέπει να περιήλθε στην κατοχή του Πανούτσου Νοταρά ή τουλάχιστον να είχε τον πρώτο λόγο στην διαχείριση της, εντός της οποίας είχε δημιουργήσει μία πλούσια συλλογή βιβλίων.
Στην ευρύχωρη σάλα του αρχοντικού θα αναπαυθούν διάσημοι ξένοι περιηγητές, που διέρχονταν από την Κορινθία στις αρχές του 19ου αιώνα, αναζητώντας τα κατάλοιπα του ένδοξου αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Ενδεικτικά, ένας από τους αξιόλογους φιλοξενούμενους ήταν ο Άγγλος αρχαιολόγος Sir William Gell (1777 – 1836), περί την άνοιξη του 1805, ο οποίος αφηγείται στο οδοιπορικό του πως από όλες τις οικογένειες που συναναστράφηκε στα ταξίδια του στον Μοριά, μόνο οι Νοταραίοι φαίνονταν να κατείχαν μία κληρονομική κτηματική περιουσία και να διέθεταν ικανή μόρφωση, δικαιολογώντας με αξιοπρέπεια την κοινωνική τους θέση(18). Επίσης παραθέτει ότι ο ένας από αυτούς τους καλοσυνάτους ανθρώπους είχε λάβει ιατρική εκπαίδευση και ο άλλος ήταν πολύ εξοικειωμένος με τις κοινές εκδόσεις της Ελληνικής φιλολογίας. Προφανώς πρόκειται για τον Ιωάννη και Πανούτσο Νοταρά αντίστοιχα, με τους οποίους ο William Gell έκανε μία συζήτηση στον εξώστη του αρχοντόσπιτου. Σύμφωνα με μία πληροφορία, λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου του 1810, έφτασε στην ορεινή Άνω Συνοικία Τρικάλων ο ρομαντικός ποιητής Lord George Gordon Byron (λόρδος Βύρων, 1788 – 1824), όταν πραγματοποίησε μία περιοδεία στην Πελοπόννησο. Η επίσκεψη του νεαρού ευπατρίδη, που υπήρξε επιστήθιος φίλος του προαναφερθέντος Άγγλου αρχαιολόγου, πιθανότατα έγινε κατόπιν προσκλήσεως του Πανούτσου Νοταρά. Μάλιστα, ο εξαίρετος φιλέλληνας φέρεται να μνημονεύει μάλλον εντυπωσιασμένος, ότι στην μεγαλοπρεπή οικία του Κορίνθιου προκρίτου βρίσκονταν η μοναδική ιδιωτική βιβλιοθήκη, που είχε δει μέχρι τότε στην Ελλάδα, όπως επισημαίνει η αρχιτέκτονας Χρυσάφη – Ζωγράφου Μεταξούλα σε ένα σχετικό άρθρο της(19).
Οι Νοταραίοι ποτέ δεν έπαψαν να ενστερνίζονται διακαώς την ιδέα της εθνεγερσίας και πάντοτε απεργάζονταν προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού. Ο Πανούτσος Νοταράς μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1818, ενώ το παράδειγμα του φαίνεται ότι ακολούθησαν και τα περισσότερα από τα μέλη της οικογένειας. Ο ισχυρός Κορίνθιος πρόκριτος ανέπτυξε έντονη δράση κατά την επανάσταση του 1821, αν και αρχικά ήταν πολύ επιφυλακτικός, καθόσον εκτιμούσε ως πρόωρη την χρονική συγκυρία της έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα, ενθυμούμενος την δυσάρεστη έκβαση της προηγούμενης εξέγερσης του 1770, που απέτυχε παταγωδώς εξαιτίας της κακής σχεδιαστικής προπαρασκευής. Το δε αρχοντικό στην Άνω Συνοικία Τρικάλων σίγουρα θα λειτούργησε ως το επιχειρησιακό κέντρο αποφάσεων των Νοταραίων. Καθώς ο Πανούτσος Νοταράς βρίσκονταν σε αρκετά προχωρημένη ηλικία, απείχε από τις πολεμικές συγκρούσεις και επέλεξε να συμμετάσχει θεσμικά στην συγκρότηση και οργάνωση της αναφυόμενης Ελληνικής κρατικής υπόστασης. Κατά την Α’ Εθνοσυνέλευση τον Δεκέμβριο του 1821, εξελέγη πληρεξούσιος και συγκαταλέγονταν στην δωδεκαμελή επιτροπή σύνταξης του πρώτου συντάγματος. Διετέλεσε μέλος του Εκτελεστικού σώματος της επαναστατικής κυβέρνησης και ανέλαβε τη διεύθυνση των οικονομικών υποθέσεων (Ιανουάριος 1822 – Απρίλιος 1823). Μετέπειτα εκλέχθηκε πρωτοκάθεδρος του Βουλευτικού σώματος (Οκτώβριος 1824 – Απρίλιος 1826), ενώ χρημάτισε για δεύτερη φορά ως πρόεδρος της Γ’ Εθνοσυνέλευσης για χρονικό διάστημα μόλις δέκα ημερών τον Απρίλιο του 1826, αφού διακόπηκαν απότομα οι διεργασίες της, στον απόηχο της πτώσης του Μεσολογγίου.
Κατά το μεταβατικό στάδιο της απελευθερωμένης Ελληνικής Πολιτείας την περίοδο 1828 – 1832, ο Πανούτσος Νοταράς διορίστηκε ως πρώτος πρόεδρος του Εφετείου Ναυπλίου στις 27 Νοεμβρίου 1829 από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Λίγο αργότερα αναδείχθηκε ξανά πρόεδρος της Ε’ Εθνοσυνέλευσης (Ιούλιος – Αύγουστος 1832), η οποία επικύρωσε την απόφαση των λεγόμενων «Μεγάλων Δυνάμεων» για την επιλογή του Βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας. Ο Τρικαλίτης πολιτικός διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαβουλεύσεις, παρεμβαίνοντας δυναμικά και προτείνοντας την διεξαγωγή συζήτησης για την σύνταξη ενός συνταγματικού σχεδίου, με επιδίωξη την σχετική διασφάλιση των λαϊκών συμφερόντων έναντι μίας διαφαινόμενης απολυταρχίας, αλλά τελικά δεν ευοδώθηκε η εισήγηση του. Παρά τις μάλλον αντιμοναρχικές αντιλήψεις του, υποδέχτηκε και φιλοξένησε στο τριώροφο αρχοντικό των Νοταραίων τον βασιλιά Όθωνα και την σύζυγο του Αμαλία, όταν επισκέφτηκαν τα Τρίκαλα περί τον Μάϊο του 1840, μένοντας ενθουσιασμένοι από το απαράμιλλο φυσικό κάλλος της τοποθεσίας(20). Ωστόσο μετά την πολιτικοστρατιωτική εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 εναντίον της δυναστικής ηγεμονίας του Όθωνα, ο υπέργηρος Πανούτσος Νοταράς θα εκλεγεί πρόεδρος της «Α’ Εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως (Νοέμβριος 1843 – Μάρτιος 1844)», φανερώνοντας το αναμφισβήτητο κύρος και την καθολική αποδοχή του. Ουσιαστικά επρόκειτο για την πρώτη εκλεγμένη «Βουλή των Ελλήνων», η οποία κατάρτισε και ψήφισε το θεμελιώδες μεταεπαναστατικό Σύνταγμα, καθιερώνοντας το πολίτευμα της «Συνταγματικής μοναρχίας» και ανοίγοντας δειλά τον δρόμο για τον κρατικό κοινοβουλευτισμό.
Με την ιστορική παρουσία του Πανούτσου Νοταρά θα ολοκληρώσουμε την συνοπτική βιογραφική αναδρομή μας στα σημαίνοντα μέλη της οικογένειας, με δεδομένο η πληθωρική προσωπικότητα του Τρικαλίτη προεστού και πολιτικού επισκίασε κάθε μεταγενέστερο απόγονο του. Στην συνέχεια λοιπόν θα στρέψουμε την προσοχή μας στην φθίνουσα πορεία του αρχοντόσπιτου και ενδεικτικά στις καταβληθείσες προσπάθειες για την διάσωση του, οι οποίες όμως παραμένουν ακόμα άκαρπες. Το μνημειώδες κτίριο εξακολούθησε να χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως ιδιωτική κατοικία για περίπου έναν αιώνα, όμως πριν τα μέσα του 20ου αιώνα θα θυσιάζονταν στον βωμό της τυχάρπαστης επιχειρηματικότητας. Το έτος 1934 κατασκευάστηκε η δημόσια οδός Ξυλοκάστρου – Τρικάλων, με αποτέλεσμα και οι τρεις συνώνυμοι συνοικισμοί της περιοχής να μετατραπούν σε δημοφιλή ορεινά θέρετρα, λόγω του γραφικού περιβάλλοντος και του εξαιρετικού κλίματος, προσελκύοντας πλήθος επώνυμων προσώπων, κοινών επισκεπτών, χιονοδρόμων και ορειβατών. Για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών σε καταλύματα ανεγέρθηκαν ορισμένα ξενοδοχεία, ενώ αρκετοί εκδρομείς διέμεναν επί πληρωμή σε δωμάτια παραδοσιακών οικιών. Η δε ταχύτατη τουριστική ανάπτυξη των Τρικάλων είχε επιπτώσεις στο αρχοντικό Νοταρά, το οποίο άρχισε να λειτουργεί ως ξενώνας από το 1935, αφού υπέστη τις απαιτούμενες χωροταξικές διαρρυθμίσεις και μετασκευές, κυρίως στην βόρεια πυργοειδή πτέρυγα με την διάνοιξη θυρών και παραθύρων. Κατά την άποψη του γράφοντος, ίσως σε αυτή την μεταβολή να εντοπίζονται οι ρίζες της μελλοντικής απαξίωσης του, σταθμίζοντας ότι από την δεκαετία του 1960 έως τουλάχιστον τα τέλη του 20ου αιώνα, παρατηρείται μία σταθερή κάμψη στην εκδρομική κίνηση της Κορινθιακής κωμόπολης, που είναι πολύ πιθανόν να παράσυρε στην σταδιακή παρακμή το κτίριο, καθώς απώλεσε την ξενοδοχειακή χρηστικότητα του και κατά συνέπεια ήταν ανέφικτη η συντήρηση του από τους ιδιοκτήτες του, ελλείψει επαρκών οικονομικών πόρων.
Το αρχοντικό Νοταρά χαρακτηρίστηκε το 1962 από το Υπουργείο Πολιτισμού ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο(21), αναγνωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο το σπουδαίο παρελθόν του και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική αξία του, που το καθιστούν αναμφίβολα ένα αναπόσπαστο κομμάτι της Ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Βέβαια έμελλε να περάσει αρκετός καιρός ακόμα, μέχρι να γίνουν κάποιες προκαταρτικές ενέργειες για την διαφύλαξη του, έστω και σε θεωρητικό επίπεδο. Οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες άρχισαν να ασχολούνται με το ζήτημα μόλις από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, πραγματοποιώντας αυτοψίες, καταγράφοντας τις δομικές φθορές, συντάσσοντας τεχνικές εκθέσεις και συλλέγοντας στοιχεία για την επιστημονική τεκμηρίωση του μνημείου. Πιθανότατα η αφορμή για την εστίαση του όψιμου ενδιαφέροντος να στάθηκε η μοιραία κατάπτωση του ξύλινου εξώστη – μπαλκονιού το 1981, ο οποίος υπήρχε στο πλευρό του τρίτου ορόφου της πυργοειδούς βόρειας πτέρυγας. Η δε πρώτη ενδελεχής μελέτη αποτύπωσης και αποκατάστασης της οχυρωμένης κατοικίας των Νοταραίων εκπονήθηκε το 1986, από την αρχιτέκτονα Χρυσάφη – Ζωγράφου Μεταξούλα. Επίσης εκείνη την περίοδο καταβλήθηκε μία προσπάθεια για την λήψη άμεσων μέτρων προστασίας και χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού η προσωρινή επικάλυψη τμήματος της στέγης του κτιρίου, προκειμένου να επιβραδυνθεί η επιδείνωση της ήδη κακής κατάστασης του. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο πολιτικός μηχανικός της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κορινθίας κύριος Νικόλαος Σιδηρόπουλος, στην πορεία του χρόνου αυτή η απόπειρα αποδείχθηκε μάλλον αναποτελεσματική, αφού δεν είχε διάρκεια.
Έκτοτε το αρχοντόσπιτο της Άνω Συνοικίας Τρικάλων αποτέλεσε εκπαιδευτικό αντικείμενο αρχιτεκτονικών σχολών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και φοιτητικών εργασιών, όπου υποδεικνύονταν ως άκρως απαραίτητη η αναστήλωση του μνημείου με τρόπο που να συνδυάζει την επνακατοίκηση του και την πρόβλεψη της αξιοποίησης των χώρων του, είτε από την τοπική αυτοδιοίκηση, είτε από το Υπουργείο Πολιτισμού. Αν και έως το 1992 διαπιστώθηκαν πολλαπλές δομικές βλάβες και εκτεταμένες αποσαθρώσεις στην τοιχοποιία του, εντούτοις εξακολούθησε να διατηρεί την μορφολογική του συνοχή, κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες. Το 2004 επικαιροποιούνται τα σχέδια αποτύπωσης της μελέτης της κυρίας Χρυσάφη – Ζωγράφου και συντάσσεται νέα πρόταση αποκατάστασης από τον κύριο Σιδηρόπουλο, στην οποία προσδιορίζονταν χρήσεις πολιτιστικού περιεχομένου για το κτίριο.
Το 2007 το Υπουργείο Πολιτισμού επικύρωσε επίσημα την ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, σχετικά με την αναγκαστική απαλλοτρίωση του ιδιόκτητου αρχοντικού Νοταρά, το οποίο απαιτούνταν να περιέλθει στην κυριότητα του Δημοσίου, προκειμένου να είναι δυνατή η ένταξη της επιζητούμενης ανακαίνισης του σε ένα επιχειρησιακό πρόγραμμα χρηματοδότησης έργων πολιτισμού. Μάλιστα για το θέμα είχε ενδιαφερθεί έντονα και η τότε πρόεδρος του Ελληνικού Κοινοβουλίου Άννα Ψαρούδα – Μπενάκη. Σύμφωνα λοιπόν με το σκεπτικό της απόφασης,το μνημείο έπρεπε να επισκευαστεί και να αναδειχθεί, έτσι ώστε να καταστεί επισκέψιμο ως εκθεσιακός χώρος για την ιστορία των Τρικάλων και ειδικότερα της οικογένειας των Νοταραίων, που ένα από τα σημαντικότερα μέλη της υπήρξε ο Πανούτσος Νοταράς, ο πρώτος πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων. Όμως τα επόμενα χρόνια οι διαδικασίες απαλλοτρίωσης θα προχωρήσουν με απελπιστικά βραδείς ρυθμούς ή καλύτερα θα παραμείνουν απλώς σε επίπεδο αλληλογραφίας, μάλλον εξαιτίας της γραφειοκρατικής δυσκαμψίας των εμπλεκόμενων υπηρεσιών.
Η διάσωση και η επισκευή του ταλαιπωρημένου αρχοντόσπιτου αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους του πολιτιστικού και παραδοσιακού συλλόγου «Φίλοι των Τρικάλων», που προσπάθησε να πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση του στο Δημόσιο μέσω της πρώην 25ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Κατόπιν ενεργειών του υπόψη φορέα το έτος 2010 και με την αμέριστη συνδρομή του πολιτικού μηχανικού Νικόλαου Σιδηρόπουλου, επισκευάστηκε προσωρινά ένα τμήμα της στέγης, παρέχοντας έτσι έστω και μία υποτυπώδη προστασία στο εσωτερικό του από την ανεξέλεγκτη εισροή όμβριων υδάτων. Το ίδιο έτος εκπονήθηκε από τμήμα αρχιτεκτονικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, με επικεφαλής τους καθηγητές Ειρήνη Εφεσίου και Βασίλη Τζούρα, μία νέα μελέτη αποτύπωσης του κτιρίου και προτάθηκαν τεχνικές αποκατάστασης και οι δυνάμενες χρήσεις του, εντός ενός σύγχρονου λειτουργικού πλαισίου. Αυτή η ακαδημαϊκή αναθεώρηση της αρχιτεκτονικής προσέγγισης κρίθηκε ως απολύτως απαραίτητη, όπως και η ενδεχομένη περιοδική επανάληψη της, καθόσον η βεβαρυμένη παθολογία του οικοδομήματος επιδεινώνονταν ταχέως και απαιτούνταν η καταγραφή των καινούργιων φθορών, η επέκταση των σωστικών επεμβάσεων και η τυχόν ενσωμάτωση στο ιστορικό του τυχόν επιπλέον στοιχείων τεκμηρίωσης.
Το αρχοντικό Νοταρά παρουσιάστηκε με μέριμνα της αρμόδιας αρχαιολογικής υπηρεσίας στην πολύπλευρη έκθεση «Φαντάσου την πόλη», που διοργανώθηκε στην Κόρινθο από 14 έως 23 Ιουνίου 2013. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκονταν να προβληθεί ευρύτερα το διαχρονικό αίτημα του συλλόγου «Φίλοι των Τρικάλων», αλλά και της τοπικής κοινωνίας, για την επανάκτηση του, με γνώμονα ότι η δημοσιοποίηση του προβλήματος θα βοηθούσε στην ευαισθητοποίηση των πολιτών και των αρχών, συμβάλλοντας στην επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος. Επίσης το θέμα τέθηκε στην Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση Πελοποννήσου, ενώ το εμβληματικό μνημείο συμπεριλήφθηκε στα οδοιπορικά των τοπικών ενημερωτικών εντύπων και των διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης. Μάλιστα από ένα έγγραφο του Υπουργείου Πολιτισμού προς το Υπουργείο Οικονομικών στις 24 Οκτωβρίου 2013, διαφαίνεται ότι το στάδιο της απαλλοτρίωσης του θα ολοκληρώνονταν πολύ σύντομα, πλην όμως επρόκειτο για μία απατηλή εντύπωση.
Σύμφωνα με τον κύριο Νικόλαο Σιδηρόπουλο, το 2014 βρίσκονταν πλέον σε εξέλιξη η σύνταξη της οριστικής μελέτης στερέωσης και αποκατάστασης του αρχοντόσπιτου, από το επιστημονικό προσωπικό της αρμόδιας εφορείας αρχαιοτήτων. Ωστόσο κατά την διάρκεια του ιδίου έτους, το πολύπαθο κτίριο υπέστη μια σοβαρότατη ζημιά, καθώς κατέρρευσε ο τοίχος της δυτικής πλευράς, σε όλη την έκταση του, αφήνοντας εκτεθειμένο το εσωτερικό του. Επιπλέον υποχώρησαν και τα ξύλινα πατώματα των ορόφων, εξαιτίας της αποσάθρωσης τους. Αυτή η λίαν θλιβερή τροπή έπρεπε να κινητοποιήσει άμεσα τις αρμόδιες υπηρεσίες για την επείγουσα διάσωση της παραδοσιακής κατοικίας και της επίσπευσης των διαδικασιών της απαλλοτρίωσης του ιδιόκτητου ακινήτου. Αν και σημειώθηκε μία μικρή πρόοδος προς την επιθυμητή κατεύθυνση, με πρωτοβουλία του βουλευτή Αχαΐας και τότε Υφυπουργού Οικονομικών Γιώργου Μαυραγάνη, εντούτοις το θέμα δεν έτυχε της δέουσας περαιτέρω αντιμετώπισης και παρέμεινε στάσιμο(22), εξαιτίας της χρονίζουσας γραφειοκρατικής αδράνειας και της επικρατούσας δημοσιονομικής λιτότητας.
Η αποκατάσταση του μνημείου τέθηκε προς στιγμήν σε υψηλό επίπεδο στις 11 Φεβρουαρίου 2017, κατά την προσέλευση του Προέδρου της Δημοκρατίας κυρίου Προκόπη Παυλόπουλου στο Ξυλόκαστρο, επί τη ευκαιρία της εορτής του πολιούχου της πόλης Αγίου Βλασίου. Μεταξύ άλλων ιστορικών κτιρίων της περιοχής, ο «Πρώτος Πολίτης» της χώρας εξάγγειλε ότι θα στέκονταν ένθερμος συμπαραστάτης και αρωγός στο εγχείρημα της οριστικής διάσωσης και του αρχοντικού Νοταρά(23). Όμως και πάλι δεν υπήρξε καμία ουσιώδης θετική εξέλιξη και το ζήτημα εξακολούθησε να είναι τελματώδες.
Σε κάποιο χρονικό σημείο από τον Ιούνιο του 2017 έως τον Φεβρουάριο του 2019, μεταξύ των δύο επισκέψεων του γράφοντος, το ιστορικό αρχοντόσπιτο δέχτηκε ένα ακόμα ολέθριο πλήγμα. Δυστυχώς κατέπεσε η πρόσοψη της βόρειας πτέρυγας και μεταβλήθηκε σε λιθοσωρό, καθόσον όπως αντιλαμβάνεται κανείς για την συντήρηση του δεν αρκούν μόνο οι καλές προθέσεις και τα ευχολόγια, αλλά απαιτείται η πρακτική εφαρμογή των εκπονηθείσων τεχνικών μελετών ή έστω η διενέργεια μίας στοιχειώδους σωστικής επέμβασης ή αντιστήριξης. Το πιο πρόσφατο διάβημα για την διάσωση της τριώροφης κατοικίας των Νοταραίων, έγινε από τον απερχόμενο δήμαρχο Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης Ηλία Ανδρικόπουλο, ο οποίος στις 3 Μαΐου 2019 απευθύνθηκε εγγράφως προς τους διατελούντες βουλευτές Κορινθίας, τονίζοντας ότι επρόκειτο για έναν πολύ σημαντικό πολιτιστικό πόρο για τον τοπικό Δήμο ως ένα μνημείο ιστορικής, θρησκευτικής και κοινοπολιτευτικής κληρονομιάς εθνικής εμβελείας, που είχε περιέλθει σε πραγματικά άσχημη και οριακά μη αναστρέψιμη κατάσταση. Με την επιστολή ο κύριος Ανδρικόπουλος έκανε έκκληση για την επιβαλλόμενη ανάληψη συντονισμένης δράσεως, από κοινού με τους διαλαμβανόμενους πολιτευτές, προς το Υπουργείο Πολιτισμού και τους υπόλοιπους υπεύθυνους πολιτειακούς φορείς, «προκειμένου να επισπευσθούν και να ολοκληρωθούν οι απαραίτητες διαδικασίες για την αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου, να ολοκληρωθεί η οριστική μεταβίβαση της κυριότητας του στο Δημόσιο και να διασφαλιστούν τα απαραίτητα κονδύλια για την ταχεία και ορθή αποκατάσταση του». Πέντε μέρες αργότερα, στις 10 Μαΐου 2019, ο βουλευτής Κορινθίας Χρίστος Δήμας προώθησε αυτούσιο το εν λόγω έγγραφο προς το Υπουργείο Πολιτισμού, χωρίς να προβεί σε κανέναν απολύτως σχολιασμό ή εισήγηση στο διαβιβαστικό του(24).
Έκτοτε, μεσολάβησαν οι Δημοτικές και οι Εθνικές εκλογές στις 26 Μαΐου/3 Ιουνίου και 7 Ιουλίου 2019 αντίστοιχα, δεν επανεξελέγη ως δήμαρχος ο κύριος Ηλίας Ανδρικόπουλος, ενώ ο κύριος Χρίστος Δήμας θα βρίσκεται και πάλι στο Ελληνικό κοινοβούλιο εκπροσωπώντας τους πολίτες της Κορινθίας. Στο δημαρχιακό θώκο του Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης εκλέχτηκε ο κύριος Τσιώτος Βλάσιος, ο οποίος θα αναλάβει τα καθήκοντα του από την 1η Σεπτεμβρίου. Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι η προσπάθεια για την επανάκτηση και ανάδειξη του εξαθλιωμένου αρχοντόσπιτου των Νοταραίων στην Άνω Συνοικία Τρικάλων, θα συνεχιστεί ακόμα πιο εντατικά, αποτελώντας κύριο μέλημα και της νέας δημαρχιακής αρχής, και δεν θα σβήσει λογιζόμενη σαν ένα δήθεν προεκλογικό πυροτέχνημα της αποχωρούσας ηγεσίας της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η επόμενη ενότητα της περιγραφής του αρχοντικού είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, καθόσον διαπιστώνονται μερικά ιδιάζοντα γνωρίσματα στην αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του, που του προσδίδουν μία ιδιαίτερη ταυτότητα. Από κατασκευαστικής άποψης φαίνεται ότι στην ιστορική πορεία του πέρασε από διάφορα μεταβατικά στάδια μέχρι να πάρει την οριστική του μορφή, επιδεχόμενο διαδοχικές τροποποιήσεις και επεκτάσεις. Οι δε κύριες οικοδομικές φάσεις του κτιρίου δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν επακριβώς χρονικά, αφού δεν παρατίθενται γραπτές μαρτυρίες και για την πιστοποίηση τους απαιτείται περαιτέρω συγκριτική έρευνα της τεχνοτροπίας, της τυπολογίας και των υλικών δόμησης των επιμέρους τμημάτων του, σε συνδυασμό με την λεπτομερή εξέταση των παλαιών φωτογραφιών και του τυχόν πρωτοεμφανιζόμενου αρχειακού υλικού. Όπως έχει προαναφερθεί, πιθανολογείται ότι τον αρχικό πυρήνα αποτελούσε η βόρεια πτέρυγα του, η οποία εκτιμάται ότι ανεγέρθηκε το πρώτο μισό του 16ου αιώνα, υπό τύπον πυργόσπιτου, έχοντας μία διακριτή αμυντική υπόσταση. Στην συνέχεια προστέθηκαν οι άλλες δύο πτέρυγες, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι αυξανόμενες ανάγκες ενδιαίτησης της οικογένειας Νοταρά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί προοδευτικά η υφιστάμενη μεγαλοπρεπής κατοικία.
Το αρχοντόσπιτο αναπτύσσεται σε τρεις ορόφους και η κάτοψη του είναι σχήματος «Π» με άνισα σκέλη, καθώς το βόρειο εξ’ αυτών είναι μακρύτερο. Ο μέγιστος άξονας (Β-Ν) του μετώπου του εκτείνεται σε πλάτος περί τα 18,50 μέτρα, ενώ τα τρία επιμέρους σκέλη του, βόρεια πτέρυγα, κεντρικό τμήμα και νότια πτέρυγα, έχουν μήκος (Α-Δ) κατά προσέγγιση 17,50, 11 και 14,50 μέτρα αντίστοιχα. Το δε ύψος της πρόσοψης του ανέρχονταν στα 11 μέτρα μέχρι την κορυφή της στέγης του, ενώ η πίσω πλευρά εφάπτονταν στο απότομο πρανές και προεξείχε μόνο το επίπεδο του τρίτου ορόφου, λόγω της υψομετρικής διαφοράς του εδάφους, δίνοντας την εντύπωση ενός ισόγειου οικοδομήματος σε κάποιον που το αντίκριζε από τα δυτικά. Το εμβαδόν του κάθε ορόφου υπολογίζεται σε 250 τετραγωνικά μέτρα περίπου, παρέχοντας χρηστικούς χώρους συνολικής έκτασης 750 τετραγωνικών μέτρων.
Στο κτίριο παρατηρείται ένας συνδυασμός λίθινης και ξύλινης τοιχοποιίας. Το ισόγειο είναι κατασκευασμένο από αργολιθοδομή πάχους 90 εκατοστών, με συνδετικό υλικό από αργιλοκονίαμα. Όμως η δόμηση του δεν είναι ιδιαίτερα επιμελημένη, εκτός από τις γωνίες και τα περιθώρια των παραθύρων, όπου εμφανίζεται κάπως πιο προσεγμένη με την τοποθέτηση μεγαλύτερου μεγέθους ημιλαξευτών λίθων. Ο δεύτερος όροφος είναι και αυτός λιθόκτιστος, αλλά έχει ελαφρώς μικρότερο πάχος τοιχωμάτων. Στο συγκεκριμένο επίπεδο διαμορφώνονταν δύο εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι με την ανατολίτικη τεχνική του τσατμά (çatma), δηλαδή φτιαγμένοι από λεπτό ξύλινο πλαίσιο, που τα ενδιάμεσα κενά πληρώνονταν από πλίθρες, πλεγμένα κλαδιά ή ξύλινους πήχεις και καλύπτονταν με κονίαμα. Οι λίθινες επιφάνειες έχουν ξύλινη περίδεση με βαρύνουσα μέριμνα στην ενίσχυση των γωνιών με ξύλινες διαγώνιες συνενώσεις. Οι ξυλοδεσιές συνέβαλλαν στην αντισεισμική προστασία της οικοδομής και εντοπίζονται στο ύψος του φέροντος οργανισμού των πατωμάτων και της οροφής, όπως και στις ποδιές και στις οριζόντιες δοκούς (πρέκια) των ανοιγμάτων. Στον τρίτο όροφο η τοιχοποιία διαφοροποιείται σημαντικά, καθώς για την κατασκευή της έγινε εκτενής χρήση ασβεστοχρισμένου τσατμά, κυρίως μετωπικά και στα εσωτερικά τοιχώματα. Επίσης, τα πατώματα και τα κουφώματα του αρχοντικού είναι ξύλινα, ενώ η στέγη του έχει ξύλινο σκελετό και διέθετε επικλινή κεραμοσκεπή, πλην όμως σήμερα σκεπάζονται πρόχειρα με φύλλα λαμαρίνας μόνο η νότια και κεντρική πτέρυγα, οι οποίες διατηρούνται σε καλύτερη στατική κατάσταση από την βόρεια, που βρίσκεται πλέον ερειπωμένη.
Η πρόσβαση στο εσωτερικό του κτιρίου αρχικά πραγματοποιούνταν μέσω μίας και μοναδικής τοξωτής εισόδου στο ισόγειο, που το κούφωμα της διασώζεται ακέραιο στην πρόσοψη του κεντρικού τμήματος, συνιστώντας ένα από τα ιδιάζοντα γνωρίσματα του. Η παλαιότατη θύρα είναι ξύλινη φτιαγμένη από χοντρές σανίδες καρφωμένες σε οριζόντια σειρά και διαθέτει επένδυση από μεταλλικά ελάσματα, ενώ δεν στηρίζεται σε ξύλινο πλαίσιο, αλλά προσαρμόζεται στον τοίχο με στροφείς. Επιπλέον, για την βέλτιστη προφύλαξη των ενοίκων, η πόρτα ασφαλίζεται από την ενδότερη πλευρά με αμπάρα, η οποία σύρεται εντός των παράπλευρων τοιχωμάτων.
Το ισόγειο απαρτίζονταν από έναν προθάλαμο και τέσσερα μεγάλα διαμερίσματα, που χρησιμοποιούνταν ως αποθηκευτικοί χώροι υλικών και εφοδίων. Στον δε προθάλαμο βρίσκεται το κλιμακοστάσιο, το οποίο οδηγεί στους υπεράνω ορόφους. Η δε κατασκευή μέχρι τον δεύτερο όροφο είναι λίθινη, ενώ από εκεί τα σκαλοπάτια συνεχίζουν με ξύλινα στοιχεία έως τον τελευταίο όροφο, όπου η κατάληξη της κλίμακας περιβάλλεται και επικαλύπτεται με περίτεχνο ξύλινο στέγαστρο.
Ο δεύτερος όροφος χωρίζονταν σε πέντε δωμάτια, τα οποία πρέπει να εξυπηρετούσαν επιπρόσθετες ανάγκες εναποθήκευσης ή διαμονής. Μάλιστα ένα εξ’ αυτών, στον τομέα της βόρειας πτέρυγας, εκτιμάται ότι λειτουργούσε σαν κρησφύγετο, καθώς δεν εντοπίστηκε καμία συμβατική είσοδος στους τοίχους και πιστεύεται ότι η προσπέλαση του μπορούσε να διενεργηθεί μόνο μέσω καταπακτής από το πάτωμα του τελευταίου ορόφου. Συγχρόνως δε από το εσωτερικό του υπόψη κρυφού θαλάμου, παρέχονταν η δυνατότητα της άμεσης και σε μεγάλη απόσταση επιτήρησης του περιβάλλοντος χώρου.
Ένα από ιδιαίτερα γνωρίσματα του αρχοντικού Νοταρά είναι ότι ο δεύτερος όροφος έχει αρκετά χαμηλό ύψος, με συνέπεια ορισμένοι μελετητές να διατείνονται ότι πρόκειται για διώροφο κτίσμα με ενδιάμεσο μεσοπάτωμα (ή μετζοπάτωμα), το οποίο ουσιαστικά συνιστούσε έναν ημιώροφο. Αυτή η άποψη δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως εσφαλμένη, αν αποδεχτούμε ότι ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του κτιρίου ακολουθούσε το βασικό πρότυπο της Μακεδονικής κατοικίας, που αναπτύχθηκε από τα τέλη του 17ου έως τα τέλη του 18ου αιώνα σε διάφορα μέρη της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, αλλά και γενικότερα στην περιοχή των Βαλκανίων, διαθέτοντας ένα διακριτό ανατολίτικο ύφος. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την τεχνοτροπία, το μεσοπάτωμα κατασκευάζονταν χαμηλοτάβανο με μικρά ανοίγματα παραθύρων, προκειμένου να συγκρατεί την θερμότητα, επειδή τα διαμερίσματα του προορίζονταν για την ενδιαίτηση των ενοίκων κατά τους χειμερινούς μήνες, καθώςκαι για βοηθητικές επισιτιστικές χρήσεις, δηλαδή ως μαγειρείο ή αποθήκες ευπαθών εδώδιμων εφοδίων. Πάντως, αυτή η κατεύθυνση της κατηγοριοποίησης του αρχοντόσπιτου των Τρικάλων ενδεχομένως να είναι δόκιμη μέχρι ένα βαθμό, αφού όντως διαπιστώνονται και άλλες δομικές ομοιότητες με τον διαλαμβανόμενο παραδοσιακό Μακεδονικό τύπο, όπως οι τοιχοποιία με την τεχνική του τσατμά, η διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων και τα ξύλινα διακοσμητικά στοιχεία.
Η οικογένεια διέμενε κυρίως στον τρίτο όροφο του κτιρίου, όπου τα περιμετρικά παράθυρα ήταν πολύ περισσότερα και μεγαλύτερα, καθιστώντας τα δωμάτια ευάερα και ευήλια. Χωροταξικά αποτελούνταν από μία ευρύχωρη αίθουσα, την λεγόμενη «σάλα», με εξαιρετική θέα προς τα έξω, στην οποία κατέληγε το κλιμακοστάσιο. Σε αυτήν συγκεντρώνονταν το μεγαλύτερο μέρος των καθημερινών δραστηριοτήτων, έχοντας τον ρόλο του κοινόχρηστου καθιστικού και εδώ γίνονταν η επίσημη υποδοχή των επισκεπτών. Καθώς ήταν σχεδιασμένη σε κεντρική θέση στην κάτοψη, μέσα από την σάλα πραγματοποιούνταν η επικοινωνία με τα υπόλοιπα δωμάτια του υπόψη επιπέδου, τους αποκαλούμενους «οντάδες», που ουσιαστικά ήταν οι προσωπικοί κοιτώνες των ενοίκων και ανέρχονταν σε πέντε ή έξι, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες διαβίωσης των Νοταραίων. Στον τελευταίο όροφο υπήρχε και ένας ξύλινος εξώστης, ο οποίος τουλάχιστον έως τα τέλη του 19ου αιώνα βρίσκονταν στην πρόσοψη της νότιας πτέρυγας, όπως φαίνεται σε μία παλαιά φωτογραφία(25). Αργότερα καταργήθηκε από αυτό το σημείο και κατασκευάστηκε νέο μπαλκόνι στο εσωτερικό σκέλος της βόρειας πτέρυγας, που κατέπεσε το 1981 λόγω παντελούς έλλειψης συντηρήσεως.
Μάλλον στις αρχές του 20ου αιώνα, έγιναν ορισμένες ασύμβατες μετατροπές στην διαρρύθμιση του αρχοντικού, οι οποίες σταθεροποιήθηκαν το 1935, όταν άλλαξε η χρήση του και λειτούργησε ως μονάδα με ενοικιαζόμενα δωμάτια. Σε αυτό το διάστημα διανοίχτηκαν νέα κουφώματα, όπως οι δύο ισόγειες θύρες στην πρόσοψη και στην εξωτερική πλευρά της βόρειας πτέρυγας, αλλά και παράθυρα σε διάφορες θέσεις ιδίως των κάτω ορόφων. Όμως οι εν λόγω αυθαίρετες επεμβάσεις αλλοίωσαν την αυθεντική μορφή του κτιρίου, και επιπλέον ενδεχομένως να ήταν επιβλαβείς για την στατικότητα των επιμέρους δομικών τμημάτων του, με μοιραίες επιπτώσεις κυρίως για το βόρειο σκέλος του, οδηγώντας τελικά στην σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του.
Όπως εύστοχα επισημαίνει η αρχιτέκτονας Χρυσάφη – Ζωγράφου Μεταξούλα, η αυστηρότητα και η λιτότητα που επικρατούσε στην εξωτερική όψη του αρχοντόσπιτου των Νοταραίων, μεταφέρονταν και στους εσωτερικούς χώρους του. Μία πρόδηλη διάθεση εξωραϊσμού διακρίνονταν κάπως στα φύλλα των επιτοίχιων φοριαμών, στις ποδιές των θυρωμάτων, και στην τορευτή απόληξη του κλιμακοστασίου στον τρίτο όροφο. Ωστόσο, πιο έντονες ήταν οι εικαστικές παρεμβάσεις στις ξύλινες οροφές των διαμερισμάτων, όπου παρατηρούνταν και ζωηροί συνδυασμοί χρωματισμών. Οι επιφάνειες των ταβανιών είτε συνίστατο από εφαπτόμενες σανίδες και διακοσμούνταν με ποικίλα μοτίβα φιλοτεχνημένα με πηχάκια στο κέντρο του δωματίου, όπως στον οντά του άρχοντα ή με εναλλασσόμενη τοποθέτηση των τεμαχίων προς τα επάνω, έτσι ώστε να δίνεται μία έμφαση στην διάσταση του βάθους, είτε συνθέτονταν από λεπτές τάβλες με αρμοκάλυπτρα, μία πρακτική που εφαρμόζονταν κατά κόρον σε κατασκευές οικιών στο παρελθόν. Όμως αυτές οι θαυμάσιες έγχρωμες ξύλινες οροφές καταστράφηκαν σχεδόν ολοσχερώς, αφού παρασύρθηκαν από την κατάρρευση της δυτικής πλευράς του κτιρίου το 2014. Επίσης διαπιστώθηκε ότι ο ερειπωμένος σήμερα δυτικός τοίχος έφερε κάτω από το ασβεστοκονίαμα παλαιότερο τοιχογραφημένο διάκοσμο, υπό τύπον λωρίδας, ο οποίος ενδεχομένως να συνέχιζε περιμετρικά στο ανάπτυγμα των εσωτερικών τοιχωμάτων, αλλά δεν έχει προσδιοριστεί σε πόση έκταση.
Ο δε οικιακός εξοπλισμός των Νοταραίων έχει πλέον απολεσθεί στο μεγαλύτερο μέρος του. Μόνο ορισμένα κειμήλια και έπιπλα της οικογένειας φυλάσσονται σε ιδιαίτερη αίθουσα της Ιεράς Μονής Αγίου Βλασίου της Άνω Συνοικίας Τρικάλων. Κατά μία πληροφορία η επίπλωση στο σύνολο της προέρχονταν από το εμπόριο και κυρίως από καταστήματα Ευρωπαϊκών χωρών.
Εκτός από τα αναφερόμενα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του, θα πρέπει να τονιστεί ότι το παραδοσιακό αρχοντικό Νοταρά, διαθέτει επιπλέον και μία σαφή φρουριακή ιδιοσυγκρασία. Στο ισόγειο και στον δεύτερο όροφο (μεσοπάτωμα) εντοπίζονται στενές τυφεκιοθυρίδες, αλλά και τα λοιπά αρχικά ανοίγματα στα τοιχώματα ήταν μικρά, προκειμένου να χρησιμοποιούνται ως θέσεις μάχης από τους υπερασπιστές σε περίπτωση εχθρικής προσβολής. Η δε λίθινη τοιχοποιία στα συγκεκριμένα δύο επίπεδα είναι μεγάλου πάχους, προσφέροντας πλήρη ασφάλεια έναντι των βολών φορητών όπλων μικρού διαμετρήματος. Η μελετημένη οχυρωματική διάταξη συμπληρώνεται με την κάτοψη σε σχήμα «Π», με τα δύο προεξέχοντα σκέλη, να έχουν την φυσιογνωμία προμαχώνων, από τους οποίους προστατεύονταν με τον καλύτερο τρόπο η μοναδική θύρα εισόδου επί του κεντρικού τμήματος, με την εκτέλεση πλευρικών διασταυρούμενων πυρών. Έτσι λοιπόν με βάση τον αμυντικό του σχεδιασμό, το κτίριο αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα οχυρωμένης κατοικίας της περιόδου της Τουρκοκρατίας στην περιφέρεια της Κορινθίας.
Το μεγαλοπρεπές αρχοντόσπιτο των Νοταραίων περιβάλλονταν αρχικά από έναν υψηλό λιθόκτιστο περίβολο, που ενίσχυε τον φρουριακό του χαρακτήρα, αλλά πλέον δεν διασώζεται. Η δε είσοδος σε αυτόν γίνονταν από μία εντυπωσιακή καμαροσκέπαστη αυλόθυρα στην ανατολική πλευρά του, πίσω από την οποία σχηματίζονταν λίθινες βαθμίδες, ενώ σήμερα διακρίνεται μόνο το ευρύ άνοιγμα της(26). Εντός της τειχισμένης περιμέτρου υπήρχαν και άλλα βοηθητικά κτίσματα. Εξ’ αυτών διατηρείται ένα οίκημα δίπλα από την αρχοντική κατοικία, όπου σύμφωνα με την τοπική εκκλησιαστική παράδοση γεννήθηκε ο Άγιος Γεράσιμος Νοταράς και εκεί φέρεται να αποσύρονταν έως την ενηλικίωση του για να προσευχηθεί. Όπως προαναφέρθηκε, στην σύγχρονη εποχή το εσωτερικό του διασκευάστηκε σε σεπτό ναΐσκο, αποτελώντας τόπο προσκυνήματος για τους πιστούς, αλλά και θρησκευτικό αξιοθέατο για τους επισκέπτες της Άνω Συνοικίας Τρικάλων. Το σημερινό μονόχωρο κτίσμα φαίνεται ότι προεκτείνονταν περαιτέρω, καθώς διακρίνονται προσκολλημένα τμήματα πλευρικών τοιχωμάτων επί της ανατολικής του πλευράς, υποδηλώνοντας ευκρινώς πως κάποτε συνιστούσε μέρος ενός μεγαλύτερου επιμήκους κτιρίου. Αξιοπρόσεκτο είναι ένα ανάγλυφο εντοιχισμένο μετωπικά πάνω από το κρηπίδωμα ενός από τους διαλαμβανόμενους αποσπασματικούς ανατολικούς τοίχους, στο οποίο απεικονίζεται εντός πλαισίου μία ολόσωμη ανθρώπινη μορφή με μανδύα, περιβαλλόμενη από αντικείμενα που ορισμένα μοιάζουν με τόξο, βέλη και φαρέτρα(27). Η δε λίθινη παράσταση ερμηνεύεται μάλλον κάπως επιπόλαια από κάποιους ιστοριοδίφες ως το οικόσημο των Νοταραίων, πλην όμως χρήζει πιο επισταμένης αρχαιολογικής διερεύνησης, προκειμένου να προσδιοριστεί η χρονική αναγωγή του και να τεκμηριωθεί εννοιολογικά, λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει τοποθετηθεί στο συγκεκριμένο σημείο μεταγενέστερα και δεν γνωρίζουμε την ακριβή προέλευση του.
Επιπρόσθετα, θα ήταν παράλειψη αν δεν μνημονεύσουμε την ευμεγέθη νεότερη εκκλησία, η οποία ανεγέρθηκε λίγο νοτιότερα από το αρχοντόσπιτο και το οίκημα – ναΐσκο και αφιερώθηκε στην μνήμη του Οσίου Γερασίμου Νοταρά του «εν Κεφαλληνία αθλήσαντα». Η αρχιτεκτονική της είναι Βυζαντινού ρυθμού μετά τρούλου και διαθέτει ανεξάρτητο υψηλό πύργο κωδωνοστασίου δίπλα από την δυτική πρόσοψη της. Ο περικαλλής ναός θεμελιώθηκε το 1967 με τις ευλογίες του αοίδιμου μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονα (1919 – 2006) και οι οικοδομικές εργασίες περατώθηκαν το 1972. Το δε εσωτερικό του διακοσμείται από καλαίσθητες αγιογραφίες, Βυζαντινής τεχνοτροπίας, ενώ στα αριστερά της εισόδου του εκτίθενται εντός ξύλινης προθήκης, άμφια και εκκλησιαστικά αντικείμενα που σχετίζονται με τον Άγιο. Απέναντι από την εκκλησία έχουν διαμορφωθεί βοηθητικοί χώροι, οι οποίοι διατέθηκαν προς ενοικίαση ως καταστήματα και το μίσθωμα καταβάλλεται υπέρ του γηροκομείου Κορίνθου(28).
Συνοψίζοντας, το επιβλητικό αρχοντικό Νοταρά στον ορεινό οικισμό της Άνω Συνοικίας Τρικάλων αποτελεί ένα σημαντικότατο πολιτιστικό ορόσημο τόσο για την τοπική κοινωνία, όσο και για τον Δήμο Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης, αλλά και κατ’ επέκταση για ολόκληρη την Κορινθία. Η ιστορική του αξία είναι απαράμιλλη, καθώς ανήκει σε μία οικογένεια με καταβολές από τους ύστερους Βυζαντινούς χρόνους, η οποία ενώθηκε με συγγενικούς δεσμούς με τον βασιλικό οίκο των Παλαιολόγων. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, ο Άγγελος Νοταράς, ο αδελφός του εθνομάρτυρα Λουκά, του τελευταίου Βυζαντινού μέγα δούκα, εγκαταστάθηκε στην περιοχή των Τρικάλων και οι άμεσοι απόγονοι του έθεσαν τον θεμέλιο λίθο στο αρχικό οικοδόμημα στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι Νοταραίοι αναδείχθηκαν σε ισχυρούς πρόκριτους της Κορινθίας και συγκαταλέγονταν ανάμεσα στους πιο φημισμένους μεγιστάνες της Πελοποννήσου, προσδοκώντας πάντοτε την απελευθέρωση του σκλαβωμένου Ελληνικού έθνους. Εμφορούμενοι από αγνά πατριωτικά ιδεώδη έλαβαν μέρος στην αποτυχημένη εξέγερση των «Ορλωφικών» στα 1770 και συμμετείχαν καθοριστικά στην επανάσταση του 1821, η οποία τελικά έφερε την ποθούμενη εθνική παλιγγενεσία.
Μια από τις πλέον δραστήριες προσωπικότητες της οικογένειας, υπήρξε ο ακμαίος Πανούτσος (Παναγιώτης) Νοταράς, ο οποίος διέμενε στην τριώροφη κατοικία και εκεί είχε δημιουργήσει μία πολύ αξιόλογη βιβλιοθήκη. Ο διαπρεπής Τρικαλίτης προεστός και πολιτευτής Κορινθίας διατέλεσε επανειλημμένα ως πρωτοκάθεδρος εθνοσυνελεύσεων, εργαζόμενος αόκνως για την συγκρότηση του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Κοντά στην δύση της αιωνόβιας ζωής του και έχοντας αποκτήσει την εκτίμηση όλων των πολιτικών παρατάξεων, εκλέχτηκε τιμητικά ως πρόεδρος της πρώτης μεταεπαναστατικά εκλεγμένης «Βουλής των Ελλήνων» (Νοέμβριος 1843 – Μάρτιος 1844)», μετά την καταλυτική εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 ενάντια στην απόλυτη μοναρχία του βασιλιά Όθωνα, συνδράμοντας στην έναρξη του κοινοβουλευτικού βίου στην χώρα.
Επιπλέον, το αρχοντόσπιτο στην Άνω Συνοικία Τρικάλων περιβάλλεται και με μία αισθητή θρησκευτική αύρα, καθώς εντός της περιτειχισμένης αυλής του έζησαν τουλάχιστον μέχρι την ενηλικίωση τους δύο προβεβλημένες εκκλησιαστικές μορφές, προερχόμενες από τους Νοταραίους. Πρόκειται για τον Όσιο Γεράσιμο τον «Νέο Ασκητή», ο οποίος φέρεται να γεννήθηκε σε παρακείμενο οίκημα – ναΐσκο και τον Άγιο Μακάριο, τον μητροπολίτη Κορίνθου και εισηγητή του ρεύματος του «Φιλοκαλισμού» στον Ορθόδοξο μοναχισμό. Εκτός από την αδιαφιλονίκητη ιστορική και θρησκευτική σημασία του, το κτίριο διαθέτει και αρχιτεκτονική σπουδαιότητα, καθώς αποτελεί μία παραδοσιακή κατοικία της Κορινθίας από την εποχή της Τουρκοκρατίας με ιδιαίτερα δομικά και λειτουργικά γνωρίσματα και φρουριακή ιδιοσυγκρασία, αφού παρουσιάζει μία διακριτή οχυρωματική διάταξη.
Δυστυχώς, σήμερα το πληγωμένο αρχοντικό Νοταρά βρίσκεται κυριολεκτικά στο χείλος μίας ολοκληρωτικής καταστροφής, γνωρίζοντας μία χρονίζουσα και ακούσια απαξίωση. Αν και περιλαμβάνεται στα ιστορικά διατηρητέα κτίρια, ωστόσο μόνο σκωπτικά μπορεί να εκληφθεί αυτός ο χαρακτηρισμός, καθόσον η δομική κατάσταση του είναι κάκιστη και επικίνδυνη, ενώ επιδεινώνεται διαρκώς, παρουσιάζοντας εκτεταμένες φθορές, σοβαρές ρωγμές και τμηματικές καταρρεύσεις. Με την βόρεια πτέρυγα του να έχει μετατραπεί σε ερειπιώνα(29) και με καθαιρεμένο τον δυτικό οπίσθιο τοίχο του, η άλλοτε μεγαλοπρεπής και θαλερή κατοικία έχει αφεθεί να ρημάζει σε πλήρη εγκατάλειψη, εμφανίζοντας αλγεινή εικόνα με συνέπεια να προκαλεί θλιβερά συναισθήματα στους διερχόμενους επισκέπτες και αναπόδραστα να επιφέρει τον δυσμενή σχολιασμό τους.
Το εμβληματικό αρχοντόσπιτο επιβάλλεται να διαφυλαχτεί άμεσα, όσο ακόμα αντέχει ο φέρον οργανισμός του και διαθέτει την στοιχειώδη στατική επάρκεια, καθόσον το μνημείο συνιστά έναν ανεκτίμητο θησαυρό, όχι μόνο της ιστορικής παράδοσης της Άνω Συνοικίας Τρικάλων, αλλά και της ευρύτερης Ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, που κινδυνεύει να χαθεί για πάντα, λόγω γραφειοκρατικών ανασταλτικών παραγόντων, οφειλομένων στις παθογένειες του κρατικού μηχανισμού. Θα πρέπει λοιπόν άπαντες οι εμπλεκόμενοι φορείς να ανακινήσουν εκ νέου το ζήτημα, από τους ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες, τους επώνυμους ιδιώτες και τις τοπικές συλλογικότητες έως τον Δήμο Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης και τους βουλευτές του νομού Κορινθίας, να έλθουν σε μία γόνιμη συνεννόηση με τις αρμόδιες πολιτειακές υπηρεσίες και να εντείνουν τις προσπάθειες τους προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Βέβαια για την επίτευξη του επιζητούμενου σκοπού απαιτείται η χορήγηση της ανάλογης πίστωσης για την απαλλοτρίωση του ιδιόκτητου ακινήτου και κατόπιν η χρηματοδότηση της υλοποίηση των εκπονηθείσων μελετών για την στερέωση των σωζόμενων τμημάτων του κτιρίου και την δυνατότητα της πλήρους αποκατάστασης του στην αυθεντική του μορφή. Όσο δύσκολη και αν φαντάζει η δρομολόγηση αυτού του έργου υπό τις τρέχουσες δημοσιονομικές συνθήκες, εντούτοις θεωρείται ότι είναι εφικτή με την ένταξη του σε κάποιο επιχειρησιακό πρόγραμμα του Υπουργείου Πολιτισμού, αρκεί να επιδειχθεί η αρμόζουσα θέληση από τους ιθύνοντες. Η ανάκτηση της τριώροφης οχυρωμένης κατοικίας και η μετατροπή της σε ένα πολιτιστικό κέντρο πολλαπλών χρήσεων και μουσειακό χώρο, θα το αναδείξει σαν ένα πραγματικό ιστορικό αξιοθέατο της περιοχής, ενώ παράλληλα θα καταστεί το αρχιτεκτονικό «σήμα κατατεθέν» της Άνω Συνοικίας Τρικάλων και θα συμβάλει ουσιαστικά στην περαιτέρω ανάπτυξη και προβολή του ορεινού παραδοσιακού οικισμού, λειτουργώντας ως πόλος έλξης επισκεπτών. Θα κλείσουμε λοιπόν την αναδίφηση μας για το αρχοντικό της οικογένειας Νοταρά, εκφράζοντας την προσδοκία ότι οι απεγνωσμένες εκκλήσεις για την διάσωση του ιστορικού διατηρητέου μνημείου, θα φτάσουν επιτέλους σε ευήκοα ώτα και πως θα ευοδωθεί σύντομα το εγχείρημα της ανακατασκευής του.
Υπόμνημα του γράφοντος: Το παρόν άρθρο σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά ή δεν έρχεται σε αντιπαραβολή με μία επιστημονική μελέτη ακαδημαϊκού επιπέδου, ενώ εμπεριέχει πολλά περιθώρια μίας μελλοντικής αναθεώρησης, εφόσον κριθεί σκόπιμο να συμπληρωθεί με περισσότερες πληροφορίες ή υπάρξει αίσια κατάληξη του θέματος της αποκατάστασης της αρχοντικής οικίας των Νοταραίων.
Κείμενο – Φωτογραφίες
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
12 Αυγούστου 2019
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Η κωμόπολη των Τρικάλων της ορεινής Κορινθίας συγκροτείται από τρεις επιμέρους συνοικίες (Άνω, Μέση και Κάτω), που αποτελούν έναν δημοφιλή τουριστικό προορισμό, λόγω του παραδοσιακού χαρακτήρα τους και του ειδυλλιακού φυσικού περιβάλλοντος. Η Άνω Συνοικία απέχει από Ξυλόκαστρο 27 χιλιόμετρα και μέσα από τον οικισμό διέρχεται ο δρόμος που οδηγεί προς την παρακείμενη μεταβυζαντινή Ιερά Μονή Αγίου Βλασίου και στο χιονοδρομικό κέντρο του όρους Ζήρεια (Κυλλήνη).
2. Στην Άνω Συνοικία Τρικάλων υπήρχε και το αρχοντικό της οικογένειας Δασίου, που σήμερα κείτεται εντελώς ερειπωμένο, καθώς καταστράφηκε από πυρκαγιά στα 1946 ή 1948.
3. Αφορμή για την συγγραφή του παρόντος άρθρου στάθηκε ένα δηκτικό μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail/24-4-2019) προς τον γράφοντα από τον κύριο Günther Hoffman, ο οποίος είναι ένας από τους υπεύθυνους της αδελφοποίησης των πόλεων του Ξυλοκάστρου και της Fürth στην Βαυαρία τον Σεπτέμβριο του 2006. Στο σύντομο κείμενο του, ο αξιότιμός Γερμανός καθηγητής τόνιζε ότι πρόσφατα είχε επισκεφτεί με τους μαθητές του το αρχοντικό Νοταρά και διαπίστωσαν ότι παρουσίαζε άθλιο θέαμα, ενώ ευελπιστούσε να διασωθεί το υπόλοιπο κτίριο, έτσι ώστε να αποκτούν οι επισκέπτες τουλάχιστον μία εντύπωση της παλαιάς μεγαλοπρέπειας του.
4. Οι διερμηνευτές ή διερμηνείς κατείχαν ξεχωριστή θέση στον κρατικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, συμμετέχοντας ως μεταφραστές σε πολιτικές, στρατιωτικές και διπλωματικές διαπραγματεύσεις.
5. Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος εκτός από τρεις αδερφούς, είχε επιβεβαιωμένα και πέντε αδερφές. Από τις αυτές γνωρίζουμε σαφή βιογραφικά στοιχεία για τις τρεις, που δόθηκαν ως σύζυγοι σε ξένους άρχοντες, μάλλον για λόγους σκοπιμότητας, ενώ οι άλλες δύο θεωρείται ότι εισήλθαν σε κάποια μονή στα 1373. Ίσως μία από τις τελευταίες να μην ασπάστηκε τον μοναχικό βίο και να νυμφεύθηκε τον Νικόλαο Νοταρά.
6. Ο τίτλος του «μέγα δούκα» αντιστοιχούσε σε ένα τα υψηλότερα αξιώματα της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης κατά τους ύστερους Βυζαντινούς χρόνους. Δήλωνε τον αρχηγό του Βυζαντινού ναυτικού και ο κάτοχος του έρχονταν έκτος στην ιεραρχία μετά τον αυτοκράτορα.
7. Ο Λουκάς Νοταράς είχε πάρει για σύζυγο μία αρχόντισσα από την αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων, η οποία πουλήθηκε και πέθανε ως σκλάβα στον δρόμο για την Αδριανούπολη. Εκτός από τους τρείς γιούς είχαν αποκτήσει και τρεις κόρες, την Θεοδώρα, την Ευφροσύνη και Άννα, οι οποίες φυγαδεύτηκαν στην Ιταλία με ένα Γενοβέζικο πλοίο λίγο πριν την εκπόρθηση της Βασιλεύουσας. Ο δε Ισαάκιος κατόρθωσε να δραπετεύσει από την Αδριανούπολη στα 1460 και έσπευσε να ανταμώσει με τις αδερφές του. Κατά μία άλλη παραλλαγή της ιστορίας, την οποία ασπάζονται κυρίως οι εκκλησιαστικοί κύκλοι, οι δύο μεγαλύτεροι γιοί του Λουκά Νοταρά φέρονται να έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι στην διάρκεια της πολιορκίας της Πόλης, ενώ ο αγέρωχος μέγας δούκας καρατομήθηκε μαζί με τον νεότερο γιό του και τον γαμπρό του, γενόμενοι νεομάρτυρες του έθνους.
8. «Πρόσκλησις γνωριμίας με τον Όσιο Πατάπιο και το μοναστήρι του», πρωτοπρεσβύτερου Σωτηρίου Μακρυστάθη, σελίδες 47 – 56, ιδιοέκδοση, Αθήνα, 1995. Το άφθαρτο λείψανο του Οσίου Παταπίου ήταν αποθησαυρισμένο στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου της «Πέτρας» στην Κωνσταντινούπολη, που τελούσε υπό την αιγίδα της αυτοκράτειρας Ελένης Δραγάση, συζύγου του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου και μητέρας του τελευταίου βασιλέα της Κωνσταντινούπολης Κωνσταντίνου ΙΑ’, αλλά και του Θωμά, του δεσπότη του Μορέως. Κατά συνέπεια ήταν θεία εξ’ αγχιστείας του Άγγελου Νοταρά. Μετά τον θάνατο του συζύγου της στα 1425, η Ελένη έγινε μοναχή, λαμβάνοντας το όνομα Υπομονή και όταν η ίδια απεβίωσε στα 1450, κατατάχτηκε από την Εκκλησία στην χορεία των αγίων. Η δε κάρα της Αγίας Υπομονής φυλάσσεται στο αναφερόμενο μοναστήρι του Οσίου Παταπίου, ενώ οι μορφές και των δύο αποτυπώνονται στις αγιογραφίες, πιθανώς του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα, του λιθόκτιστου τέμπλου στον σπηλαιώδη ναό, όπου στα 1904 ανακαλύφθηκε το κρυμμένο ιερό λείψανο του οσίου.
9. Ο εν λόγω Νικόλαος αιχμαλωτίστηκε από τους Οθωμανούς, όταν κατέλαβαν την Κορώνη στα 1500 και μεταφέρθηκε μαζί με άλλους υπόδουλους κατοίκους στην Βέροια. Φαίνεται όμως ότι σύντομα αφέθηκε ελεύθερος και παντρεύτηκε μία Βεροιώτισσα. Μετέπειτα ασπάστηκε τον μοναχισμό, λαμβάνοντας το όνομα Νείλος. Ο δε γιός του Θωμάς Ελεαβούλκος Νοταράς (π. 1510 – β’ μισό 16ου αιώνα) υπήρξε λόγιος και διδάσκαλος, χρηματίζοντας και ιεροκήρυκας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ εκάρη επίσης μοναχός, μετονομαζόμενος σε Θεοφάνη.
10. Ο Άγιος Γεράσιμος Νοταράς είναι πολιούχος της Κεφαλονιάς και η μνήμη του τιμάται πανηγυρικά στην νήσο δύο φορές κάθε χρόνο, στις 16 Αυγούστου, δηλαδή μία μέρα μετά την ημερομηνία της τελευτής του, προκειμένου να μην συμπίπτει με την εορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» και στις 20 Οκτωβρίου, ως ενθύμηση της πρώτης ανακομιδής του σκηνώματος του.
11. «Προσθήκαι και διορθώσεις εις την Νεοελληνικήν Φιλολογίαν Κωνσταντίνου Σάθα», Ανδρόνικος Κ. Δημητρακόπουλος, σελίδα 61,τύποις Μέτζγερ και Βίττιγ, εν Λειψία 1871.
12. «Εισαγωγή εις τα Γεωγραφικά και Σφαιρικά», Χρύσανθου Νοταρά, Πρεσβυτέρου και Αρχιμανδρίτου του Αγιώτατου Πατριαρχικού και Αποστολικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, (χ.ε.), εν Παρισίοις, 1716.
13. Το πλήρες περιεχόμενο του σιγιλλίου αναδημοσιεύεται στο βιβλίο «Ιστορικόν Ιεράς Μονής Αγίου Βλασίου. Βίος και πολιτεία του Αγίου μετά ακολουθίας και παρακλητικού κανόνος», σελίδες 28 – 33, Εκδόσεις Ιεράς Μονής Αγίου Βλασίου Άνω Τρίκαλα Κορινθίας, εκδοτική παραγωγή «ΣΑΪΤΗΣ», 2000.
14. Ιστολόγιο: http://www.imkorinthou.org/Οι Μητροπολίτες. Σε διάφορες διαδικτυακές πηγές αναφέρεται εσφαλμένα ως Γρηγόριος Γ’ Νοταράς.
15. Ο διαλαμβανόμενος αποτυχημένος ξεσηκωμός των Ελλήνων διάρκεσε από τις 17 Φεβρουαρίου έως τις 26 Μαρτίου 1770 και είναι γνωστός με την δημώδη ονομασία τα «Ορλωφικά». Σχεδιάστηκε από την τσαρική Ρωσία εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα πλαίσια του Ρωσοτουρκικού πολέμου 1768 – 1774 και υποκινήθηκε από τους Ρώσους ανώτατους αξιωματικούςκαι αδερφούς Αλεξέι και Φιοντόρ Ορλώφ.
16. Αυτό το θρησκευτικό κίνημα έλαβε στην συγκεκριμένη επωνυμία, διότι άρχισε με αιτία την εμμονή μίας μερίδας μοναχών του Αγίου Όρους, για επάνοδο της τελέσεως των μνημόσυνων των κεκοιμημένων κατά το Σάββατο ή καθ’ οιανδήποτε άλλη ημέρα, και όχι την Κυριακή ή στις δεσποτικές εορτές, όπως είχε αρχίσει να εφαρμόζεται στις μονές και στις σκήτες λόγω τυπικών δυσχερειών. Οι κύριοι εκφραστές αυτής της παράταξης, που αποκαλέστηκαν υποτιμητικά «Κολλυβάδες», ήταν ο μοναχός και εκκλησιαστικός συγγραφέας Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης (1689 – 1784), ο κληρικός και διδάσκαλος Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721 – 1813), ο μητροπολίτης Κορίνθου Άγιος Μακάριος Νοταράς (1731 – 1805) και ο λόγιος μοναχός Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749 – 1809).
17. Η μνήμη του τιμάται την ημερομηνία της κοιμήσεως του, κάθε 17 Απριλίου. Σε ορισμένες βιογραφίες αναφέρεται ότι ο Άγιος Μακάριος Νοταράς γεννήθηκε στην Κόρινθο, μία αντίληψη που προέκυψε μάλλον εκ παραδρομής λόγω της τοπικής συνάφειας με την μητροπολιτική έδρα του.
18. «Narrative of a journey in the Morea», Sir William Gell, pages 409 – 411, printed for Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown, Paternoster – Row, London, 1823.
19. «Τα Αρχοντικά των Τρικάλων και της Γκούρας», Ξένια Χρυσάφη – Ζωγράφου, περιοδικό «Αίπυτος», τεύχος 2 – 3, Αθήνα, 1993. Σε κάποια διαδικτυακά άρθρα παρατίθεται εσφαλμένα ότι ο λόρδος Βύρων επισκέφτηκε το αρχοντικό Νοταρά το 1806, όμως ο Άγγλος ποιητής περιηγήθηκε προεπαναστατικά στον Τουρκοκρατούμενο Ελληνικό χώρο το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 1809 έως τον Απρίλιο του 1811.
20. Ένα από τα μέλη της οικογένειας, ο Ανδρέας Νοταράς (1810 – 1893) υπηρέτησε ως υπασπιστής και αυλάρχης του βασιλιά Όθωνα, ενώ διατέλεσε υπουργός και βουλευτής της Κορινθίας. Ήταν ανιψιός του Πανούτσου και γιός του αδελφού αυτού Σωτηρίου Νοταρά. Ο δεύτερος γιός του τελευταίου ήταν ο αγωνιστής του 1821, Ιωάννης Νοταράς (1805 – 1827), ο οποίος το 1826 έγινε αιτία εμφύλιας διαμάχης στην Κορινθία, καθόσον υπήρξε αντίζηλος του ξαδέλφου του Παναγιώτη Νοταρά για το χέρι της Σοφίας Ρέντη, κόρης του προεστού Θεοχάρη Ρέντη. Αποτέλεσμα της αναταραχής αυτής ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή του χωριού Σοφικού το Μάιο εκείνου του έτους. Ο Ιωάννης Νοταράς σκοτώθηκε στην μάχη του Ανάλατου στις 24 Απριλίου 1827.
21. Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση (ΥΑ)15904/24-11-1962 – Αριθμός ΦΕΚ 473/Β/17-12-1962/Περί κηρύξεως αρχαιολογικών χώρων/ […Επίσης αποφασίζει όπως χαρακτηρισθούν ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία τα κάτωθι κατά Περιφερείας…ΝομόςΚορινθίας…Περιοχή Τρικάλων Κορινθίας… Αρχοντικό Νοταράδων…]. (Πηγή: http://listedmonuments.culture.gr/Διαρκής κατάλογος των κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδος).
22. https://dete.gr/Mε τον Κεφαλονίτη Επίσκοπο ο Γιώργος Μαυραγάνης (Ημερομηνία άρθρου: 21 Ιαν 2018).
23. www.xylokastro-evrostini.gov.gr/Ανακήρυξη του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου ως επίτιμου Δημότη Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης (Δελτίο τύπου: Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017).
24. Η επιστολή του κυρίου Ανδρικόπουλου έχει ταυτότητα αλληλογραφίας αρ. πρωτ.: 4920/3-5-2019/Δήμος Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης/Γραφείο Δημάρχου, ενώ η αναφορά διαβίβασης της 10-5-2019 του κυρίου Δήμα έχει λάβει αριθμό αποστολής ΠΑΒ 1197/16-5-2019.
25. Βλέπε την εικόνα 12 στο κείμενο του άρθρου.
26. Βλέπε την εικόνα 39 στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.
27. Βλέπε την εικόνα 42 στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.
28. Οι πληροφορίες για την εκκλησία προέρχονται από τον επίσημο ιστότοπο της Ιεράς Μητρόπολης Κορίνθου http://www.imkorinthou.org/Ιερός Προσκυνηματικός Ναός Αγίου Γερασίμου Άνω Συνοικίας Τρικάλων.
29. Βλέπε τις εικόνες 34 και 35 στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων, από της καταλύσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής εθνεγερσίας (1453 – 1821)», Κωνσταντίνος Σάθας, σελίδες 22 – 25 (Λουκάς Νοταράς), 369 – 371 (Δοσίθεος Νοταράς), 431 – 435 (Χρύσανθος Νοταράς), 586 – 588 (Μακάριος Νοταράς), εκ της τυπογραφίας των τέκνων Ανδρέου Κορομηλά, εν Αθήναις, 1868.
2. Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», τόμος ΙΔ’, σελίδα 557, λήμμα «Νοταράς».
3. «Οι Νοταράδες. Στην υπηρεσία του Έθνους και της Εκκλησίας», Σταύρος Κουτίβας, Έκδοση Πατριωτικού Ομίλου Απογόνων Αγωνιστών του 1821 και Ιστορικών Γενεών Ελλάδος, Αθήναι, 1968.
4. «Κορινθία. Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική», Χρυσάφη – Ζωγράφου Μεταξούλα, συλλογικό έργο: «Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική», τόμος 5 (Πελοπόννησος Β’, Στερεά Ελλάδα), εκδοτικός οίκος «Μέλισσα», Αθήνα, 1988.
5. «Τα Αρχοντικά των Τρικάλων και της Γκούρας», Ξένια Χρυσάφη-Ζωγράφου, περιοδικό «Αίπυτος», τεύχος 2 – 3, Αθήνα, 1993.
6. «Χρύσανθος Νοταράς, Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Πρόδρομος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», Πηνελόπη Στάθη, διδακτορική διατριβή, υποβληθείσα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Αθήνα, 1995.
7. «Κατασκευαστική Ανάλυση και Επέμβαση σε Παραδοσιακά Κτήρια: Αρχοντικό Νοταρά, Άνω Τρίκαλα Κορινθίας», φοιτητική εργασία των σπουδαστών Βούκια Μαρία, De Zorzi Roberto, Zαμάνη Γραμματική, Θεοδώρου Δημήτριος, Kanatova Petra, Καπέρδα Ελένη, Κορωνάκη Αντιόπη, Μηλιδάκη Ελένη, Μιχαλοπούλου Ιωάννα, Μπαλφούσια Φραντζέσκα, Παναγοπούλου Μαρία, Παπαλυμπέρη Νικολέτα, Σκαλτσά Στέλλα, Στανίτσα Αυγούστα, Τσακίρη Δανάη, στο μάθημα του 8ου εξαμήνου «Ειδικά Θέματα Οικοδομικής: Κατασκευαστική Ανάλυση και Επέμβαση σε Παραδοσιακά Κτήρια», στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, επιβλέποντες καθηγητές Ειρήνη Εφεσίου, Βασίλης Τσούρας, Χρύσανθος Κιρπότιν, Αθήνα, 2010.
8. «Που βρίσκεται η διάσωση του αρχοντικού των Νοταράδων στα Τρίκαλα», απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Νικόλαου Σιδηρόπουλου, πολιτικού μηχανικού της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κορινθίας σε εκδήλωση του Πολιτιστικού και Παραδοσιακού Συλλόγου «Οι Φίλοι των Τρικάλων» την 2 Φεβρουαρίου 2014 (ανακτημένο οπτικό απόσπασμα από τον ιστότοπο youtube/22-12-2017).
9. «Άγιος Μακάριος Νοταράς. Ο γενάρχης του Φιλοκαλισμού», Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, έκδοση Β’, εκδόσεις «Ουρανός», Αθήνα, 2014.
10. «Εκπαίδευση και Εκπαίδευση και Πρακτική στην Αποκατάσταση των Παραδοσιακών – Ιστορικών Κτιρίων», εισήγηση του Κωνσταντίνου Α. Καραδήμα στην ημερίδα «Αρκαδίας Μοναδικότητα: Ταυτότητα του τόπου και Σύγχρονες Τεχνολογικές Προκλήσεις», ΤΕΕ Πελοποννήσου, Τρίπολη, 17 Σεπτεμβρίου 2016, (ανακτημένη παρουσίαση από την ιστοσελίδα https://www.teepelop.gr/wp-content/uploads/2016/09/Karadimas.pdf/11-6-2019).
11. «Κατασκευαστική Ανάλυση & Επεμβάσεις Αποκατάστασης Παραδοσιακών Κτιρίων στη Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ», Ειρήνη N. Εφεσίου, Κωνσταντίνος Α. Καραδήμας, (ανακτημένη παρουσίαση από την ιστοσελίδα http://infoidk.arch.duth.gr/karadimas.pdf/25-4-2019).
12. http://www.ottomancorinthia.eu/Ano Trikala. Notara’s Mansion.
13. https://el.wikipedia.org/ΟικογένειαΝοταρά.
14. https://www.xylokastro-evrostini.gov.gr/Άνω Συνοικία Τρικάλων.
15. http://www.korinthia.net/dim-xylokastrou--ano-trikala.htm.
16. http://www.diakonima.gr/Η εποχή που έζησε ο άγ. Γεράσιμος Κεφαλληνίας (αρχιμ. Δημήτριος Καββαδίας)/1-11-2015.
17. https://www.vimaorthodoxias.gr/Αγιος Γεράσιμος - Κεφαλλονιά: Ο Άγιος που ξορκίζει τα δαιμόνια.
18. https://www.pemptousia.gr/Άγ. Μακάριος Νοταράς, γενάρχης του Φιλοκαλισμού. (Άρθρο του Αριστείδη Γ. Θεοδωρόπουλου/17 Απριλίου 2014).
19. http://www.tribalpages.com/Notaras.
Επιπρόσθετο Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 31: Άποψη της νότιας πτέρυγας της τριώροφης παραδοσιακής κατοικίας της οικογένειας των Νοταραίων. Διακρίνεται η διάταξη των παραθύρων σε κάθε επίπεδο, με εκείνα του δεύτερου ορόφου να είναι αισθητά μικρότερα.
Εικόνα 33: Άποψη της διατηρούμενης ανατολικής πλευράς του αρχοντικού. Καθίσταται αντιληπτή η διαφορά της μετωπικής τοιχοποιίας του πρώτου και δεύτερου ορόφου που είναι λιθόκτιστη, και του τρίτου ορόφου όπου είναι κατασκευασμένη από ασβεστοχρισμένο τσατμά.
Εικόνα 34: Η βόρεια πτέρυγα του αρχοντικού δυστυχώς βρίσκεται πλέον σε ερειπιώδη κατάσταση, μετά και την πρόσφατή κατάρρευση της πρόσοψης της (Φεβρουάριος 2019).
Εικόνα 35: Το εσωτερικό της βόρειας πτέρυγας είναι ερειπωμένο ολοσχερώς (Φεβρουάριος 2019).
Εικόνα 36: Άποψη της νότιας πλευράς του αρχοντόσπιτου, όπου η εξωτερική τοιχοποιία διατηρείται σε καλύτερο επίπεδο.
Εικόνα 37: Η κατάρρευση του τοίχου της δυτικής πλευράς το έτος 2014, συμπαρέσυρε στην καταστροφή και τα ξύλινα πατώματα των ορόφων της παραδοσιακής κατοικίας.
Εικόνα 38: Ο σκελετός της στέγης του αρχοντικού είναι ξύλινος, ενώ η οροφή του καλύπτονταν από σανίδες με έντονους χρωματισμούς και κατά περίπτωση διακοσμούνταν με ποικίλα μοτίβα.
Εικόνα 39: Τα κατάλοιπα από την μνημειώδη καμαροσκέπαστη αυλόθυρα, που διαμορφώνονταν στην ανατολική πλευρά του υψηλού λιθόκτιστου περιβόλου του κτήματος των Νοταραίων.
Εικόνα 40: Άποψη του αρχοντικού και του διπλανού βοηθητικού οικήματος, όπου σύμφωνα με την τοπική θρησκευτική παράδοση θεωρείται ότι γεννήθηκε και μετέπειτα αποσύρονταν για να προσευχηθεί ο Όσιος Γεράσιμος Νοταράς, ο «Νέος Ασκητής και εν Κεφαλληνία αθλήσας».
Εικόνα 41: Άποψη από το εσωτερικό του οικήματος, το οποίο φέρεται πως ήταν ο τόπος γέννησης του Οσίου Γερασίμου Νοταρά και κατά τους νεότερους χρόνους διασκευάστηκε σε ιδιότυπο ναΐσκο αφιερωμένο στην μνήμη του.
Εικόνα 42: Η εντοιχισμένη ανάγλυφη παράσταση επί της ανατολικής πλευρικής προέκτασης του οικήματος – ναΐσκου, όπου πιστεύεται ότι γεννήθηκε ο Όσιος Γεράσιμος Νοταράς.
Εικόνα 43: Άποψη του σύγχρονου ναού του Αγίου Γερασίμου Νοταρά, ο οποίος είναι οικοδομημένος σε πολύ κοντινή απόσταση νοτίως του πατρογονικού αρχοντόσπιτου των Νοταραίων.
Εικόνα 44: Το εσωτερικό του σύγχρονου ναού του Αγίου Γερασίμου Νοταρά διακοσμείται με καλαίσθητες αγιογραφίες Βυζαντινής τεχνοτροπίας.
12 Αυγούστου 2019
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Η κωμόπολη των Τρικάλων της ορεινής Κορινθίας συγκροτείται από τρεις επιμέρους συνοικίες (Άνω, Μέση και Κάτω), που αποτελούν έναν δημοφιλή τουριστικό προορισμό, λόγω του παραδοσιακού χαρακτήρα τους και του ειδυλλιακού φυσικού περιβάλλοντος. Η Άνω Συνοικία απέχει από Ξυλόκαστρο 27 χιλιόμετρα και μέσα από τον οικισμό διέρχεται ο δρόμος που οδηγεί προς την παρακείμενη μεταβυζαντινή Ιερά Μονή Αγίου Βλασίου και στο χιονοδρομικό κέντρο του όρους Ζήρεια (Κυλλήνη).
2. Στην Άνω Συνοικία Τρικάλων υπήρχε και το αρχοντικό της οικογένειας Δασίου, που σήμερα κείτεται εντελώς ερειπωμένο, καθώς καταστράφηκε από πυρκαγιά στα 1946 ή 1948.
3. Αφορμή για την συγγραφή του παρόντος άρθρου στάθηκε ένα δηκτικό μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail/24-4-2019) προς τον γράφοντα από τον κύριο Günther Hoffman, ο οποίος είναι ένας από τους υπεύθυνους της αδελφοποίησης των πόλεων του Ξυλοκάστρου και της Fürth στην Βαυαρία τον Σεπτέμβριο του 2006. Στο σύντομο κείμενο του, ο αξιότιμός Γερμανός καθηγητής τόνιζε ότι πρόσφατα είχε επισκεφτεί με τους μαθητές του το αρχοντικό Νοταρά και διαπίστωσαν ότι παρουσίαζε άθλιο θέαμα, ενώ ευελπιστούσε να διασωθεί το υπόλοιπο κτίριο, έτσι ώστε να αποκτούν οι επισκέπτες τουλάχιστον μία εντύπωση της παλαιάς μεγαλοπρέπειας του.
4. Οι διερμηνευτές ή διερμηνείς κατείχαν ξεχωριστή θέση στον κρατικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, συμμετέχοντας ως μεταφραστές σε πολιτικές, στρατιωτικές και διπλωματικές διαπραγματεύσεις.
5. Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος εκτός από τρεις αδερφούς, είχε επιβεβαιωμένα και πέντε αδερφές. Από τις αυτές γνωρίζουμε σαφή βιογραφικά στοιχεία για τις τρεις, που δόθηκαν ως σύζυγοι σε ξένους άρχοντες, μάλλον για λόγους σκοπιμότητας, ενώ οι άλλες δύο θεωρείται ότι εισήλθαν σε κάποια μονή στα 1373. Ίσως μία από τις τελευταίες να μην ασπάστηκε τον μοναχικό βίο και να νυμφεύθηκε τον Νικόλαο Νοταρά.
6. Ο τίτλος του «μέγα δούκα» αντιστοιχούσε σε ένα τα υψηλότερα αξιώματα της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης κατά τους ύστερους Βυζαντινούς χρόνους. Δήλωνε τον αρχηγό του Βυζαντινού ναυτικού και ο κάτοχος του έρχονταν έκτος στην ιεραρχία μετά τον αυτοκράτορα.
7. Ο Λουκάς Νοταράς είχε πάρει για σύζυγο μία αρχόντισσα από την αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων, η οποία πουλήθηκε και πέθανε ως σκλάβα στον δρόμο για την Αδριανούπολη. Εκτός από τους τρείς γιούς είχαν αποκτήσει και τρεις κόρες, την Θεοδώρα, την Ευφροσύνη και Άννα, οι οποίες φυγαδεύτηκαν στην Ιταλία με ένα Γενοβέζικο πλοίο λίγο πριν την εκπόρθηση της Βασιλεύουσας. Ο δε Ισαάκιος κατόρθωσε να δραπετεύσει από την Αδριανούπολη στα 1460 και έσπευσε να ανταμώσει με τις αδερφές του. Κατά μία άλλη παραλλαγή της ιστορίας, την οποία ασπάζονται κυρίως οι εκκλησιαστικοί κύκλοι, οι δύο μεγαλύτεροι γιοί του Λουκά Νοταρά φέρονται να έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι στην διάρκεια της πολιορκίας της Πόλης, ενώ ο αγέρωχος μέγας δούκας καρατομήθηκε μαζί με τον νεότερο γιό του και τον γαμπρό του, γενόμενοι νεομάρτυρες του έθνους.
8. «Πρόσκλησις γνωριμίας με τον Όσιο Πατάπιο και το μοναστήρι του», πρωτοπρεσβύτερου Σωτηρίου Μακρυστάθη, σελίδες 47 – 56, ιδιοέκδοση, Αθήνα, 1995. Το άφθαρτο λείψανο του Οσίου Παταπίου ήταν αποθησαυρισμένο στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου της «Πέτρας» στην Κωνσταντινούπολη, που τελούσε υπό την αιγίδα της αυτοκράτειρας Ελένης Δραγάση, συζύγου του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου και μητέρας του τελευταίου βασιλέα της Κωνσταντινούπολης Κωνσταντίνου ΙΑ’, αλλά και του Θωμά, του δεσπότη του Μορέως. Κατά συνέπεια ήταν θεία εξ’ αγχιστείας του Άγγελου Νοταρά. Μετά τον θάνατο του συζύγου της στα 1425, η Ελένη έγινε μοναχή, λαμβάνοντας το όνομα Υπομονή και όταν η ίδια απεβίωσε στα 1450, κατατάχτηκε από την Εκκλησία στην χορεία των αγίων. Η δε κάρα της Αγίας Υπομονής φυλάσσεται στο αναφερόμενο μοναστήρι του Οσίου Παταπίου, ενώ οι μορφές και των δύο αποτυπώνονται στις αγιογραφίες, πιθανώς του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα, του λιθόκτιστου τέμπλου στον σπηλαιώδη ναό, όπου στα 1904 ανακαλύφθηκε το κρυμμένο ιερό λείψανο του οσίου.
9. Ο εν λόγω Νικόλαος αιχμαλωτίστηκε από τους Οθωμανούς, όταν κατέλαβαν την Κορώνη στα 1500 και μεταφέρθηκε μαζί με άλλους υπόδουλους κατοίκους στην Βέροια. Φαίνεται όμως ότι σύντομα αφέθηκε ελεύθερος και παντρεύτηκε μία Βεροιώτισσα. Μετέπειτα ασπάστηκε τον μοναχισμό, λαμβάνοντας το όνομα Νείλος. Ο δε γιός του Θωμάς Ελεαβούλκος Νοταράς (π. 1510 – β’ μισό 16ου αιώνα) υπήρξε λόγιος και διδάσκαλος, χρηματίζοντας και ιεροκήρυκας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ εκάρη επίσης μοναχός, μετονομαζόμενος σε Θεοφάνη.
10. Ο Άγιος Γεράσιμος Νοταράς είναι πολιούχος της Κεφαλονιάς και η μνήμη του τιμάται πανηγυρικά στην νήσο δύο φορές κάθε χρόνο, στις 16 Αυγούστου, δηλαδή μία μέρα μετά την ημερομηνία της τελευτής του, προκειμένου να μην συμπίπτει με την εορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» και στις 20 Οκτωβρίου, ως ενθύμηση της πρώτης ανακομιδής του σκηνώματος του.
11. «Προσθήκαι και διορθώσεις εις την Νεοελληνικήν Φιλολογίαν Κωνσταντίνου Σάθα», Ανδρόνικος Κ. Δημητρακόπουλος, σελίδα 61,τύποις Μέτζγερ και Βίττιγ, εν Λειψία 1871.
12. «Εισαγωγή εις τα Γεωγραφικά και Σφαιρικά», Χρύσανθου Νοταρά, Πρεσβυτέρου και Αρχιμανδρίτου του Αγιώτατου Πατριαρχικού και Αποστολικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, (χ.ε.), εν Παρισίοις, 1716.
13. Το πλήρες περιεχόμενο του σιγιλλίου αναδημοσιεύεται στο βιβλίο «Ιστορικόν Ιεράς Μονής Αγίου Βλασίου. Βίος και πολιτεία του Αγίου μετά ακολουθίας και παρακλητικού κανόνος», σελίδες 28 – 33, Εκδόσεις Ιεράς Μονής Αγίου Βλασίου Άνω Τρίκαλα Κορινθίας, εκδοτική παραγωγή «ΣΑΪΤΗΣ», 2000.
14. Ιστολόγιο: http://www.imkorinthou.org/Οι Μητροπολίτες. Σε διάφορες διαδικτυακές πηγές αναφέρεται εσφαλμένα ως Γρηγόριος Γ’ Νοταράς.
15. Ο διαλαμβανόμενος αποτυχημένος ξεσηκωμός των Ελλήνων διάρκεσε από τις 17 Φεβρουαρίου έως τις 26 Μαρτίου 1770 και είναι γνωστός με την δημώδη ονομασία τα «Ορλωφικά». Σχεδιάστηκε από την τσαρική Ρωσία εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα πλαίσια του Ρωσοτουρκικού πολέμου 1768 – 1774 και υποκινήθηκε από τους Ρώσους ανώτατους αξιωματικούςκαι αδερφούς Αλεξέι και Φιοντόρ Ορλώφ.
16. Αυτό το θρησκευτικό κίνημα έλαβε στην συγκεκριμένη επωνυμία, διότι άρχισε με αιτία την εμμονή μίας μερίδας μοναχών του Αγίου Όρους, για επάνοδο της τελέσεως των μνημόσυνων των κεκοιμημένων κατά το Σάββατο ή καθ’ οιανδήποτε άλλη ημέρα, και όχι την Κυριακή ή στις δεσποτικές εορτές, όπως είχε αρχίσει να εφαρμόζεται στις μονές και στις σκήτες λόγω τυπικών δυσχερειών. Οι κύριοι εκφραστές αυτής της παράταξης, που αποκαλέστηκαν υποτιμητικά «Κολλυβάδες», ήταν ο μοναχός και εκκλησιαστικός συγγραφέας Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης (1689 – 1784), ο κληρικός και διδάσκαλος Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721 – 1813), ο μητροπολίτης Κορίνθου Άγιος Μακάριος Νοταράς (1731 – 1805) και ο λόγιος μοναχός Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749 – 1809).
17. Η μνήμη του τιμάται την ημερομηνία της κοιμήσεως του, κάθε 17 Απριλίου. Σε ορισμένες βιογραφίες αναφέρεται ότι ο Άγιος Μακάριος Νοταράς γεννήθηκε στην Κόρινθο, μία αντίληψη που προέκυψε μάλλον εκ παραδρομής λόγω της τοπικής συνάφειας με την μητροπολιτική έδρα του.
18. «Narrative of a journey in the Morea», Sir William Gell, pages 409 – 411, printed for Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown, Paternoster – Row, London, 1823.
19. «Τα Αρχοντικά των Τρικάλων και της Γκούρας», Ξένια Χρυσάφη – Ζωγράφου, περιοδικό «Αίπυτος», τεύχος 2 – 3, Αθήνα, 1993. Σε κάποια διαδικτυακά άρθρα παρατίθεται εσφαλμένα ότι ο λόρδος Βύρων επισκέφτηκε το αρχοντικό Νοταρά το 1806, όμως ο Άγγλος ποιητής περιηγήθηκε προεπαναστατικά στον Τουρκοκρατούμενο Ελληνικό χώρο το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 1809 έως τον Απρίλιο του 1811.
20. Ένα από τα μέλη της οικογένειας, ο Ανδρέας Νοταράς (1810 – 1893) υπηρέτησε ως υπασπιστής και αυλάρχης του βασιλιά Όθωνα, ενώ διατέλεσε υπουργός και βουλευτής της Κορινθίας. Ήταν ανιψιός του Πανούτσου και γιός του αδελφού αυτού Σωτηρίου Νοταρά. Ο δεύτερος γιός του τελευταίου ήταν ο αγωνιστής του 1821, Ιωάννης Νοταράς (1805 – 1827), ο οποίος το 1826 έγινε αιτία εμφύλιας διαμάχης στην Κορινθία, καθόσον υπήρξε αντίζηλος του ξαδέλφου του Παναγιώτη Νοταρά για το χέρι της Σοφίας Ρέντη, κόρης του προεστού Θεοχάρη Ρέντη. Αποτέλεσμα της αναταραχής αυτής ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή του χωριού Σοφικού το Μάιο εκείνου του έτους. Ο Ιωάννης Νοταράς σκοτώθηκε στην μάχη του Ανάλατου στις 24 Απριλίου 1827.
21. Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση (ΥΑ)15904/24-11-1962 – Αριθμός ΦΕΚ 473/Β/17-12-1962/Περί κηρύξεως αρχαιολογικών χώρων/ […Επίσης αποφασίζει όπως χαρακτηρισθούν ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία τα κάτωθι κατά Περιφερείας…ΝομόςΚορινθίας…Περιοχή Τρικάλων Κορινθίας… Αρχοντικό Νοταράδων…]. (Πηγή: http://listedmonuments.culture.gr/Διαρκής κατάλογος των κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδος).
22. https://dete.gr/Mε τον Κεφαλονίτη Επίσκοπο ο Γιώργος Μαυραγάνης (Ημερομηνία άρθρου: 21 Ιαν 2018).
23. www.xylokastro-evrostini.gov.gr/Ανακήρυξη του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου ως επίτιμου Δημότη Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης (Δελτίο τύπου: Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017).
24. Η επιστολή του κυρίου Ανδρικόπουλου έχει ταυτότητα αλληλογραφίας αρ. πρωτ.: 4920/3-5-2019/Δήμος Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης/Γραφείο Δημάρχου, ενώ η αναφορά διαβίβασης της 10-5-2019 του κυρίου Δήμα έχει λάβει αριθμό αποστολής ΠΑΒ 1197/16-5-2019.
25. Βλέπε την εικόνα 12 στο κείμενο του άρθρου.
26. Βλέπε την εικόνα 39 στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.
27. Βλέπε την εικόνα 42 στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.
28. Οι πληροφορίες για την εκκλησία προέρχονται από τον επίσημο ιστότοπο της Ιεράς Μητρόπολης Κορίνθου http://www.imkorinthou.org/Ιερός Προσκυνηματικός Ναός Αγίου Γερασίμου Άνω Συνοικίας Τρικάλων.
29. Βλέπε τις εικόνες 34 και 35 στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων, από της καταλύσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής εθνεγερσίας (1453 – 1821)», Κωνσταντίνος Σάθας, σελίδες 22 – 25 (Λουκάς Νοταράς), 369 – 371 (Δοσίθεος Νοταράς), 431 – 435 (Χρύσανθος Νοταράς), 586 – 588 (Μακάριος Νοταράς), εκ της τυπογραφίας των τέκνων Ανδρέου Κορομηλά, εν Αθήναις, 1868.
2. Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», τόμος ΙΔ’, σελίδα 557, λήμμα «Νοταράς».
3. «Οι Νοταράδες. Στην υπηρεσία του Έθνους και της Εκκλησίας», Σταύρος Κουτίβας, Έκδοση Πατριωτικού Ομίλου Απογόνων Αγωνιστών του 1821 και Ιστορικών Γενεών Ελλάδος, Αθήναι, 1968.
4. «Κορινθία. Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική», Χρυσάφη – Ζωγράφου Μεταξούλα, συλλογικό έργο: «Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική», τόμος 5 (Πελοπόννησος Β’, Στερεά Ελλάδα), εκδοτικός οίκος «Μέλισσα», Αθήνα, 1988.
5. «Τα Αρχοντικά των Τρικάλων και της Γκούρας», Ξένια Χρυσάφη-Ζωγράφου, περιοδικό «Αίπυτος», τεύχος 2 – 3, Αθήνα, 1993.
6. «Χρύσανθος Νοταράς, Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Πρόδρομος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», Πηνελόπη Στάθη, διδακτορική διατριβή, υποβληθείσα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Αθήνα, 1995.
7. «Κατασκευαστική Ανάλυση και Επέμβαση σε Παραδοσιακά Κτήρια: Αρχοντικό Νοταρά, Άνω Τρίκαλα Κορινθίας», φοιτητική εργασία των σπουδαστών Βούκια Μαρία, De Zorzi Roberto, Zαμάνη Γραμματική, Θεοδώρου Δημήτριος, Kanatova Petra, Καπέρδα Ελένη, Κορωνάκη Αντιόπη, Μηλιδάκη Ελένη, Μιχαλοπούλου Ιωάννα, Μπαλφούσια Φραντζέσκα, Παναγοπούλου Μαρία, Παπαλυμπέρη Νικολέτα, Σκαλτσά Στέλλα, Στανίτσα Αυγούστα, Τσακίρη Δανάη, στο μάθημα του 8ου εξαμήνου «Ειδικά Θέματα Οικοδομικής: Κατασκευαστική Ανάλυση και Επέμβαση σε Παραδοσιακά Κτήρια», στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, επιβλέποντες καθηγητές Ειρήνη Εφεσίου, Βασίλης Τσούρας, Χρύσανθος Κιρπότιν, Αθήνα, 2010.
8. «Που βρίσκεται η διάσωση του αρχοντικού των Νοταράδων στα Τρίκαλα», απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Νικόλαου Σιδηρόπουλου, πολιτικού μηχανικού της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κορινθίας σε εκδήλωση του Πολιτιστικού και Παραδοσιακού Συλλόγου «Οι Φίλοι των Τρικάλων» την 2 Φεβρουαρίου 2014 (ανακτημένο οπτικό απόσπασμα από τον ιστότοπο youtube/22-12-2017).
9. «Άγιος Μακάριος Νοταράς. Ο γενάρχης του Φιλοκαλισμού», Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, έκδοση Β’, εκδόσεις «Ουρανός», Αθήνα, 2014.
10. «Εκπαίδευση και Εκπαίδευση και Πρακτική στην Αποκατάσταση των Παραδοσιακών – Ιστορικών Κτιρίων», εισήγηση του Κωνσταντίνου Α. Καραδήμα στην ημερίδα «Αρκαδίας Μοναδικότητα: Ταυτότητα του τόπου και Σύγχρονες Τεχνολογικές Προκλήσεις», ΤΕΕ Πελοποννήσου, Τρίπολη, 17 Σεπτεμβρίου 2016, (ανακτημένη παρουσίαση από την ιστοσελίδα https://www.teepelop.gr/wp-content/uploads/2016/09/Karadimas.pdf/11-6-2019).
11. «Κατασκευαστική Ανάλυση & Επεμβάσεις Αποκατάστασης Παραδοσιακών Κτιρίων στη Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ», Ειρήνη N. Εφεσίου, Κωνσταντίνος Α. Καραδήμας, (ανακτημένη παρουσίαση από την ιστοσελίδα http://infoidk.arch.duth.gr/karadimas.pdf/25-4-2019).
12. http://www.ottomancorinthia.eu/Ano Trikala. Notara’s Mansion.
13. https://el.wikipedia.org/ΟικογένειαΝοταρά.
14. https://www.xylokastro-evrostini.gov.gr/Άνω Συνοικία Τρικάλων.
15. http://www.korinthia.net/dim-xylokastrou--ano-trikala.htm.
16. http://www.diakonima.gr/Η εποχή που έζησε ο άγ. Γεράσιμος Κεφαλληνίας (αρχιμ. Δημήτριος Καββαδίας)/1-11-2015.
17. https://www.vimaorthodoxias.gr/Αγιος Γεράσιμος - Κεφαλλονιά: Ο Άγιος που ξορκίζει τα δαιμόνια.
18. https://www.pemptousia.gr/Άγ. Μακάριος Νοταράς, γενάρχης του Φιλοκαλισμού. (Άρθρο του Αριστείδη Γ. Θεοδωρόπουλου/17 Απριλίου 2014).
19. http://www.tribalpages.com/Notaras.
Επιπρόσθετο Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 32: Άποψη του αρχοντικού από τα δυτικά, όπου επισημαίνεται με κόκκινο βέλος ακέραιος ο οπίσθιος τοίχος, ο οποίος έχει πλέον καταπέσει εντελώς. (Πηγή φωτογραφίας: διαδικτυακή εφαρμογή google maps/street view/2013).
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.