1) Επιχείρηση «Καλάβρυτα»:
Η Πεδινή Ομάδα του Αποσπάσματος Wolfinger, φθάνει στον ημερήσιο αντικειμενικό της σκοπό, τη Βυσωκά, χωρίς επαφή με τον εχθρό. Οι κάτοικοι έχουν εγκαταλείψει την περιοχή. Τα Καλάβρυτα καταστράφηκαν ολοσχερώς, 511 άνδρες κάτοικοι εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού. Απόσπασμα Gnass: Ανασύρθηκαν 70 πτώματα των εκτελεσθέντων Γερμανών στρατιωτών. Ημερήσιος αντικειμενικός σκοπός ο Δάρας (12 χλμ. ΝΑ των Μαζέϊκων). Στο πλαίσιο των αντιποίνων πυρπολήθηκαν τρία χωριά. Ο ενισχυμένος Λόχος του 965 Συντάγματος Πεζικού Φρουράς επιστρέφει στον Πύργο. Κανένα συμβάν.
2) Επιχείρηση «Stiglitz»:
Ως τώρα καμία αναφορά.
3) Στον Πύργο, κατά τη διάρκεια της Επιχειρήσεως «Buffel», απελευθερώθηκαν 24 εγκληματίες από τη φυλακή από περίπου 50 συμμορίτες, οι οποίοι αφόπλισαν τους ΄Ελληνες αστυνομικούς.
4) Δύο λόχοι του ΧΙΙ/999 Τάγματος Πεζικού Φρουράς μεταφέρθηκαν στην Κόρινθο.
5) 81 ΄Ελληνες εθελοντές μεταφέρθηκαν στη Σπάρτη στο Ι Απόσπασμα Εθελοντών.
Πρόθεση για τις 14.12.43
1) Συνέχιση της Επιχειρήσεως «Stiglitz».
2) Περαιτέρω επιστροφή των στρατευμάτων από την Επιχείρηση «Καλάβρυτα» στις βάσεις, με ταυτόχρονη επιβολή αντιποίνων.
3) Ο Διοικητής Μεραρχίας θα βρεθεί στις 14-15/12 στην περιοχή Καλαμάτας‒Κυπαρισσίας.
Στις περιοχές στις οποίες έχουν δημιουργηθεί καταλύματα στρατιωτικών διατάσσονται να επιταχθούν όλα τα ελληνικά πανδοχεία για την εξυπηρέτηση Γερμανών στρατιωτικών. Σε περιοχές χωρίς στρατιωτικά καταλυματα εξακολουθούν να ισχύουν οι ήδη εκδοθείσες διαταγές. Οι φρουρές των περιοχών αυτών οφείλουν να επιβλέπουν την τήρηση των διατάξεων αυτών.
Στις 09.00 επέστρεψε στα Μαζέικα το Κλιμάκιο Διοικητικής Μερίμνης με τροφή για την Ομάδα Προελάσεως Kockert. Στον Λοχαγό Kockert παραδόθηκε σταθμός ασυρμάτου. Με αυτό τον τρόπο έλαβε τέλος η σχέση υπαγωγής της Ομάδος Προελάσεως Kockert. Στις 10.30 το Απόσπασμα Kockert ξεκίνησε για την εκτέλεση της νέας αποστολής. Το Τμήμα Αναγνωρίσεως με τις 1η, 2η ΄Ιλες και τμήματα της 3ης, ξεκίνησε στις 07.00, επέστρεψε από τα Τριπόταμα και έφθασε στο Σοπωτό στις 11.00. Στις 16.00 τα τροχοφόρα τμήματα έφθασαν στα Μαζέϊκα. Μετά τη λήψη της επιμελητείας για πέντε ημέρες, αναχώρηση τις 10.30 από τα Μαζέϊκα μέσω Βάλτου προς την ορεινή διάβαση της Ντουρντουβάνας. Στρατοπέδευση εκεί.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1943, ημέρα Δευτέρα χτυπάνε οι καμπάνες. [1]
Βγαίνουν οι Γερμανοί και φώναξαν να πάμε με τρόφιμα μιας ημέρας και δύο κουβέρτες προς το Δημοτικό Σχολείο. Επήγαμε στο Δημοτικό Σχολείο. Εκεί χώριζαν τους άρρενες από τα θήλυ και οι άρρενες από 12-14 χρονών και πάνω σε ορισμένο μέρος, από 12 χρονών και κάτω σε άλλο μέρος. Οι άντρες ήσανε στη βόρεια η νότια πλευρά του Σχολείου. Οι γυναίκες σε δύο αίθουσες, στην βόρεια πλευρά του Σχολείου. ΄Οταν εγέμιζε με άνδρες το σχολείο, τους έβγαζαν έξω στην αυλή κι από εκει σε οδηγούσαν στον τόπο της εκτελέσεως. Από ένα δρομάκι, υπήρχε πίσω από το Δημοτικό Σχολείο μια μικρή πόρτα, από την πόρτα αυτή εκεί που το λιθόστρωτο τώρα που βγαίνει επάνω στου, όχι κει πάνω στο μεγάλο λιθόστρωτο αλλά εδώ πέρα στο πριν φτάσουμε στο Γυμνάσιο. Βγαίνει θα δείτε ένα λιθόστρωτο προς τα κάτω και υπήρχαν δεξιά και αριστερά υπήρχαν περιβόλια και ήταν συρματοπλέγματα και ήτο περίπου ένα μέτρο η χαράδρα αυτή που έτρεχε και νερό και δρόμος. Από κει με οδήγησαν προς τα επάνω, μπροστά στο νεκροταφείο δεν υπήρχε κενό εκεί όπως υπάρχει τώρα αλλά υπήρχε ένα σκοπευτήριο, πιστεύω να το θυμάται ο παππούλης, ένα σκοπευτήριο. Δεξιότερα λίγο υπήρχε μονοπάτι από κείνο το μονοπάτι δεξιά και αριστερά υπήρχαν συρματοπλέγματα γιατί ήσαν χωράφια, έφτανε αυτό, ήτανε περίπου το πολύ, πολύ ένα μέτρο το μονοπάτι, και έφτανε στον τόπο της εκτελέσεως. Εγώ έτυχε να πάω, να με πάνε με την τρίτη σειρά εκεί πάνω, έτυχε δε να πηγαίνω με τον αείμνηστο τον Παπακαλό μπροστά. Του λέω, Παππούλη δεν πάμε καλά. Είχαμε και αμφιβολίες γιατί έκαναν πολλές παραπλανήσεις. Μία παραπλάνηση έκαψαν όλων των ανταρτών τα σπίτια. ΄Αλλοι είπανε δεν θα χτυπήσουνε ήρθαν να χτυπήσουνε παρά μόνο τους αντάρτες, παραπλάνηση ήταν και η διαταγή, την ίδια μέρα πάρετε τρόφιμα και κουβέρτες ώστε να μας κάνουν να νομίζουμε ότι θα μας πάνε κάπου και όχι για εκτέλεση. Και ξεγελάστηκαν και από τους Βυσακιώτες που τους απέλυσαν. Ναι, έτσι είναι, έτσι φαίνεται. Λοιπόν, όταν πήγαμε εκεί με το μακαρίτη, αείμνηστο ιερέα Παπακαλό τον λέγανε δε Παπακαλό διότι είχε δεν ξέρω πόσα κορίτσια και μεγάλη οικογένεια. Αν του πήγαινε καμία φορά κανένα πρόσφορο κανένας, πήγαινε στη γυναίκα μου, κοίταξε ποιος πεινάει περισσότερο να το δώσουμε. Γι’ αυτό τον ελέγαμε και παπα-Καλό. «Θα πάμε ακοινώνητοι παππούλη», «΄Οχι, εγώ δεν θα πάω ακοινώνητος. Γιατί εκοινώνησα πρωί-πρωί στη διάρκεια του μυστηρίου και πάω έτοιμος τώρα προς τον Κύριο». Φτάσαμε στον τόπο της εκτελέσεως. Μπροστά – μπροστά εκαθόταν ο αείμνηστος γυμνασιάρχης Οικονόμου. ΄Ενας από τους λαμπρότερους επιστήμονες της κοινωνίας των Καλαβρύτων. Από τους καλύτερους εκπαιδευτικούς, ο Δημόπουλος ήταν η κοινωνία των Καλαβρύτων, μια λαμπρά κοινωνία, γεμάτη ευγένεια, καλοσύνη, αλληλοβοήθεια. Είχε ξεκαθαρίσει η ΄Ηρα από το Σιτάρι διότι εκείνοι που εφοβούντο φύγανε και μέναν όλοι οι επιστήμονες, υπάλληλοι, οι ήσυχοι Καλαβρυτινοί που δεν είχαν καμία σχέση με το Αντάρτικο. Φιλήσυχοι, εθνικόφρονες, συντηρητικοί, νοικοκυραίοι άνθρωποι. Μία θαυμάσια κοινωνία, απλή, ανθρώπινη. Το σφάλμα των Γερμανών είναι ότι δεν έκαναν μία εξαίρεση ποιοί είναι αντάρτες, ποιοί είναι αριστεροί, ποιοί είναι δεξιοί.
Βγαίνουν οι Γερμανοί και φώναξαν να πάμε με τρόφιμα μιας ημέρας και δύο κουβέρτες προς το Δημοτικό Σχολείο. Επήγαμε στο Δημοτικό Σχολείο. Εκεί χώριζαν τους άρρενες από τα θήλυ και οι άρρενες από 12-14 χρονών και πάνω σε ορισμένο μέρος, από 12 χρονών και κάτω σε άλλο μέρος. Οι άντρες ήσανε στη βόρεια η νότια πλευρά του Σχολείου. Οι γυναίκες σε δύο αίθουσες, στην βόρεια πλευρά του Σχολείου. ΄Οταν εγέμιζε με άνδρες το σχολείο, τους έβγαζαν έξω στην αυλή κι από εκει σε οδηγούσαν στον τόπο της εκτελέσεως. Από ένα δρομάκι, υπήρχε πίσω από το Δημοτικό Σχολείο μια μικρή πόρτα, από την πόρτα αυτή εκεί που το λιθόστρωτο τώρα που βγαίνει επάνω στου, όχι κει πάνω στο μεγάλο λιθόστρωτο αλλά εδώ πέρα στο πριν φτάσουμε στο Γυμνάσιο. Βγαίνει θα δείτε ένα λιθόστρωτο προς τα κάτω και υπήρχαν δεξιά και αριστερά υπήρχαν περιβόλια και ήταν συρματοπλέγματα και ήτο περίπου ένα μέτρο η χαράδρα αυτή που έτρεχε και νερό και δρόμος. Από κει με οδήγησαν προς τα επάνω, μπροστά στο νεκροταφείο δεν υπήρχε κενό εκεί όπως υπάρχει τώρα αλλά υπήρχε ένα σκοπευτήριο, πιστεύω να το θυμάται ο παππούλης, ένα σκοπευτήριο. Δεξιότερα λίγο υπήρχε μονοπάτι από κείνο το μονοπάτι δεξιά και αριστερά υπήρχαν συρματοπλέγματα γιατί ήσαν χωράφια, έφτανε αυτό, ήτανε περίπου το πολύ, πολύ ένα μέτρο το μονοπάτι, και έφτανε στον τόπο της εκτελέσεως. Εγώ έτυχε να πάω, να με πάνε με την τρίτη σειρά εκεί πάνω, έτυχε δε να πηγαίνω με τον αείμνηστο τον Παπακαλό μπροστά. Του λέω, Παππούλη δεν πάμε καλά. Είχαμε και αμφιβολίες γιατί έκαναν πολλές παραπλανήσεις. Μία παραπλάνηση έκαψαν όλων των ανταρτών τα σπίτια. ΄Αλλοι είπανε δεν θα χτυπήσουνε ήρθαν να χτυπήσουνε παρά μόνο τους αντάρτες, παραπλάνηση ήταν και η διαταγή, την ίδια μέρα πάρετε τρόφιμα και κουβέρτες ώστε να μας κάνουν να νομίζουμε ότι θα μας πάνε κάπου και όχι για εκτέλεση. Και ξεγελάστηκαν και από τους Βυσακιώτες που τους απέλυσαν. Ναι, έτσι είναι, έτσι φαίνεται. Λοιπόν, όταν πήγαμε εκεί με το μακαρίτη, αείμνηστο ιερέα Παπακαλό τον λέγανε δε Παπακαλό διότι είχε δεν ξέρω πόσα κορίτσια και μεγάλη οικογένεια. Αν του πήγαινε καμία φορά κανένα πρόσφορο κανένας, πήγαινε στη γυναίκα μου, κοίταξε ποιος πεινάει περισσότερο να το δώσουμε. Γι’ αυτό τον ελέγαμε και παπα-Καλό. «Θα πάμε ακοινώνητοι παππούλη», «΄Οχι, εγώ δεν θα πάω ακοινώνητος. Γιατί εκοινώνησα πρωί-πρωί στη διάρκεια του μυστηρίου και πάω έτοιμος τώρα προς τον Κύριο». Φτάσαμε στον τόπο της εκτελέσεως. Μπροστά – μπροστά εκαθόταν ο αείμνηστος γυμνασιάρχης Οικονόμου. ΄Ενας από τους λαμπρότερους επιστήμονες της κοινωνίας των Καλαβρύτων. Από τους καλύτερους εκπαιδευτικούς, ο Δημόπουλος ήταν η κοινωνία των Καλαβρύτων, μια λαμπρά κοινωνία, γεμάτη ευγένεια, καλοσύνη, αλληλοβοήθεια. Είχε ξεκαθαρίσει η ΄Ηρα από το Σιτάρι διότι εκείνοι που εφοβούντο φύγανε και μέναν όλοι οι επιστήμονες, υπάλληλοι, οι ήσυχοι Καλαβρυτινοί που δεν είχαν καμία σχέση με το Αντάρτικο. Φιλήσυχοι, εθνικόφρονες, συντηρητικοί, νοικοκυραίοι άνθρωποι. Μία θαυμάσια κοινωνία, απλή, ανθρώπινη. Το σφάλμα των Γερμανών είναι ότι δεν έκαναν μία εξαίρεση ποιοί είναι αντάρτες, ποιοί είναι αριστεροί, ποιοί είναι δεξιοί.
Μεταξύ των καθηγητών υπήρχε ο αείμνηστος Αθανασιάδης Κωνσταντίνος καθηγητής της γαλλικής, καταγόμενος από την Κωνσταντινούπολη πολύ-πολύ βαθιά μορφωμένος, με το γέλιο πάντοτε στο στόμα. Τα κτήνη οι Γερμανοί τη μάνα του παράλυτη σχεδόν που ήτανε στο σπίτι, την έβαλαν σ’ ένα καροτσάκι λάσπης, ίσως για να δείξουν ότι η ψυχή τους ήταν από λάσπη και την οδήγησαν και αυτή στο Δημοτικό Σχολείο. Μπροστά σ’ αυτή την σύγχυση και την αβεβαιότητα ο καθηγητής Δημόπουλος ρώτησε τον επί κεφαλής των Γερμανών στη Ράχη του Καππή τον αδίστακτο Λοχία των SD Τένερ:
Αθανασιάδης: Μπορείτε να μας πείτε γιατί γίνονται αυτά; Που μας πηγαίνετε; Ποια είναι η τύχη των γυναικόπαιδων και των Καλαβρύτων; Ζητάμε εξηγήσεις. Είμαστε άνθρωποι, δεν είμαστε ζώα. Θέλουμε να μας πείτε τι απόφαση έχετε, θα μας εκτελέσετε;
Τένερ: Μην ανησυχείτε. ΄Εχετε τον λόγο της στρατιωτικής μου τιμής ότι δεν πρόκειται να πάθουν τίποτα τα γυναικόπαιδα και εσείς. Βέβαια, θα καούν τα σπίτια σας γιατί αντισταθήκατε κατά του Γερμανικού Στρατού. ΄Εχετε τον λόγο της στρατιωτικής μου τιμής, δεν θα πάθετε τίποτα. Δεν θα γίνει εκτέλεση. Θα μεταφέρουμε ολόκληρο τον πληθυσμό σε άλλη περιοχή. Ολόκληρη η περιφέρεια κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής Πατρών – Αθηνών το τρίγωνο Αιγίου – Καλαβρύτων, θα ισοπεδωθεί γιατί είναι το κέντρο του Κομμουνισμού.
Αυτά είπε ο Τένερ στον Δημόπουλο μιλώντας μαζί του στην γαλλική γλώσσα. Κατά τις 11 ή ώρα, ποτέ δεν μπορεί κανένας να υπολογίσει ακριβώς, γιατί δεν είχα δει τι ώρα ήτανε, έρχεται ένας γερμανός από το Διοικητήριο και ζητά τους διευθυντές των Τραπεζών, τον μακαρίτη τον Σαμψαρέλο που ήταν της Εθνικής Τράπεζας, τον Πάνο τον Μπράτσικα που ήτανε υπάλληλος στην Τράπεζα Αθηνών, επειδή ο Διευθυντής της Τραπέζης Αθηνών έλειπε, τους ταμειακούς τους εζήτησαν να κατεβούνε κάτω από τον τόπο της εκτελέσεως. ΄Οταν κατέβηκαν κάτω, έπειτα από κάμποση ώρα, τρία τέταρτα μία ώρα δεν ξέρω πόση και γιατί, δεν υπολογίζονταν αυτοί οι χρόνοι, επέστρεψαν. Επιστρέφοντας αυτοί, ερωτήθησαν από μας: Ε! πως τα είδατε; Γιατί τους είδαμε πελιδνούς, με τρεμάμενη φωνή λένε: μας ήθελαν να τους ανοίξουμε τα χρηματοκιβώτια, να πάρουνε ότι υπάρχει μέσα. Αλλά μας πήραν και τα δαχτυλίδια και τα ρολόγια. Τότε καταλάβαμε και λέμε «ουκ εστί χρεία μαρτύρων πλέον». Τότε καταλάβαμε ότι όλα ήσαν παραπλανητικά και τι τύχη μας περίμενε. Μεταξύ αυτών που είμαστε εκεί πάνω ήτανε και ο Εύελπις Κακκιός, υπάλληλος του Πρωτοδικείου, έφεδρος υπολοχαγός. ΄
Ενας έφεδρος υπίλαρχος από την Καλαμάτα Παπαπολυχρονίου. Λέμε τώρα μια που θα γίνει αυτό που θα γίνει, αν και τίποτα δεν θα κατορθώσουμε. Εμείς λέμε να κάνουμε το εξής πράγμα, ο Παπαπολυχρονίου και ο Κακκιός θα στραφείτε προς το κέντρο και προς το δεξιό μέρος της χαράδρας που μένετε εγώ προς το αριστερό να αποπροσανατολίσουμε τον πληθυσμό να κάνει μία εξόρμηση να πάρουμε το μυδράλιο. ΄Ενα μυδράλιο εφαίνετο μπροστά καμιά πενηνταριά μέτρα, πιο μπροστά απο μας πίσω από το οποίο καθότανε ο πυράρχης ο Τένερ, κρατώντας στο χέρι του μία καλλιτεχνικά σκαλισμένη ρόκα που ποιος ξέρει από ποιο χωριό στις εξορμήσεις του την είχε αρπάξει αυτή τη ρόκα. Μασουλούσε καρύδια και ταυτοχρόνως κοιτάζοντας ανήσυχα προς τις γύρω κορυφές γιατί εφαντάζετο ίσως ότι οι άνθρωποι με τα μακριά γένια, με συγχωρείτε δεν εννοώ του ιερέως αλλά εκείνοι του ΕΛΑΣ.
Ο Καθηγητής Αθανασιάδης όρθιος όρμησε προς τον Τένερ ουρλιάζοντας: «Φτου σου, γαϊδούρι Τένερ, που είναι ο λόγος της στρατιωτικής σου τιμής; Φτου σου γουρούνι». Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει και σωριάστηκε κάτω νεκρός. Τα μυδράλια της ντροπής δεν τον άφησαν να συνεχίσει το κατηγορητήριο. Ο Τένερ φρόντισε και γι’ αυτό. Επηκολούθησε η ολοκλήρωση της εκτέλεσης με σταυρωτές ριπές και αμέσως άρχισε η χαριστική βολή. Μετά ο Τένερ και η παρέα του εγκατέλειψαν τη Ράχη του Καππή τραγουδώντας, ευχαριστημένοι για την θεάρεστη πράξη τους. ΄Οταν κατάλαβα ότι φύγανε, από τα τραγούδια, δεν υπήρχαν ούτε βήματα ούτε τίποτα, τσιμουδιά, πήγα να σηκωθώ αλλά πονούσε πάρα πολύ το πόδι μου. Κατόρθωσα τέλος πάντων να σηκωθώ και δίπλα μου είχε σωθεί ο Παναγιώτης Σαρανταυγάς. Είχα δύο τσιγάρα. Μου λέει θέλω ένα τσιγάρο, του λέω σπίρτα δεν έχω και του ‘δωσα ένα τσιγάρο του το άναψα εγώ ένα και το ‘βαλε στα πόδια γιατί δεν είχε τραυματισθεί καθόλου. ΄Ηρθανε κατόπιν με πήρανε. Μαζί με τα τρόφιμα της μιας ημέρας είχα πάρει και μια μπουκαλίτσα με κρασάκι εδώ πέρα. Και με εκείνο το κρασάκι και με την πετσέτα που είχα τυλίξει το ψωμί, έκανα την απολύμανση του τραύματος. Από κει ήρθαν οι γυναίκες με πήραν με πήγανε κάτω, μου διέφυγαν όμως δύο σπουδαία πράγματα να πω. Πρώτα ότι εις την ίδια χαράδρα ήταν κι ένα δωδεκάχρονο παιδί του μακαρίτη του καθηγητού του Αντώνη του Δημόπουλου του οποίου έσπασαν τα νεύρα από το μακελειό που γινότανε. Πετάχτηκε κάποια στιγμή επάνω, σηκώθηκε και άρχισε να φωνάζει: «Μην με σκοτώνετε, τι έκανα εγώ, είμαι μαθητής του Γυμνασίου». ΄Ενα μπαμ και εξετέλεσαν το παιδί. ΄Ενα σκληρό αποδεικτικό της βαρβαρότητας των Γερμανών. Το άλλο, όταν ήρθανε οι γυναίκες, καταλαβαίνετε τώρα, να ψάχνουν μέσα στα τόσα που είχαμε γίνει μπουλούκι όλοι, ένας σωρός, γιατί εκείνοι που ήσαν κάτω όταν έδωσε το μυδράλιο αμέσως μετά συνειδήσεως πήγαν να σηκωθούνε να σωθούνε. Οι άλλοι που ήσαν όρθιοι πάλι, για να φυλαχθούν έπεφταν κάτω και γίναμε όλοι ένα μπουλούκι. ΄Ηρθαν κατόπιν και αυτοί που τραβούσανε απ’ τα πόδια, απ’ τα χέρια για να δώσουνε τη χαριστική βολή και καταλαβαίνετε τι αιματωμένο τόπο και σωρούς νεκρούς βρήκαν οι γυναίκες που ήρθανε. Μεταξύ των γυναικών αυτών ήτανε και η γυναίκα του Σουσάντα από το Μάνεσι, του Πάνου του Μπράτσικα που ‘τανε διευθυντής, αυτός υπάλληλος στην Τράπεζα Αθηνών και ενώ έψαχνε βρήκε τον άντρα της, σκοτωμένο και φαίνεται της έστριψε άρχισε να φωνάζει. «Πάνο, Πάνο, Πάνο βρε Πάνο που είσαι, έλα να δεις, τους σκότωσαν τους άντρες μας». Ευτυχώς βρέθηκε κάποια ψύχραιμη γυναίκα, την κούνησε και συνήλθε και δεν έπαθε τέλειο εγκεφαλικό. ΄Ετσι σώθηκα. Τώρα ίσως να μου πείτε όπως και πολλοί που ρωτάνε, γιατί έγινε αυτό...
Μια αποκλειστική αφήγηση για τη σφαγή των Καλαβρύτων
«Ο θάνατος πλησίαζε στα Καλάβρυτα». Αυτά είναι τα λόγια ενός νεαρού κοριτσιού 18 ετών που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. «Όταν πληροφορηθήκαμε ότι έρχονται οι Γερμανοί, τρομοκρατηθήκαμε, αλλά προτιμήσαμε να μείνουμε στα σπίτια μας. Μόλις σταμάτησαν τα αυτοκίνητα, οι Γερμανοί σχημάτισαν ομάδες των τριών ατόμων και με τα όπλα στα χέρια άρχισαν να μπαίνουν στα σπίτια και στα καταστήματα, παίρνοντας μαζί τους, ό,τι τους άρεσε. Τρόφιμα, προικιά, πολύτιμα πράγματα φορτώθηκαν στα αυτοκίνητα. Αυτή η κατάσταση διήρκησε έως τις 12 του μήνα (Δεκεμβρίου 1943). Σκεφτήκαμε ότι ίσως οι Γερμανοί να ικανοποιούνταν μόνο λαφυραγωγώντας. Το πρωί στις 13 Δεκεμβρίου 1943, τα ξημερώματα, η καμπάνα της εκκλησίας άρχισε να κτυπά. Ο Κήρυκας τριγύρναγε στους δρόμους φωνάζοντας:
«Οι Γερμανοί διέταξαν να μαζευτούν όλοι οι κάτοικοι στο σχολείο. Άντρες, γυναίκες, κορίτσια και αγόρια έως τον τελευταίο. Όποιος λείπει, θα εκτελεστεί». Οι κάτοικοι των Καλαβρύτων δεν μπορούσαν να φανταστούν την τραγωδία που τους περίμενε. Νόμιζαν ότι οι Γερμανοί θα έπαιρναν το πολύ ορισμένους ομήρους, όπως είχε γίνει σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου. Λες και σπρώχτηκαν από τη μοίρα, πολλοί νέοι άντρες που έλειπαν, είχαν γυρίσει πάλι αυτές τις ημέρες στα Καλάβρυτα... Πού να γνωρίζουν αυτοί οι άτυχοι τι τους περίμενε. Όλοι ήταν τόσο σίγουροι ότι δεν θα συνέβαινε τίποτε. Πολλοί ξένοι, κάτοικοι των Πατρών, της γύρω περιοχής και βοσκοί από τα γειτονικά χωριά ήρθαν και αυτοί στην συγκέντρωση. Ακόμη και τρεις αντάρτες που κρύβονταν στα Καλάβρυτα ήταν παρόντες. Αν υποψιάζονταν τι θα συνέβαινε, πολλοί θα το είχαν σκάσει, ή θα αντιστέκονταν. Όμως ο Κήρυκας σύμφωνα με τις διαταγές των Γερμανών πρόσθετε: "Όλοι οι άντρες να πάρουν μαζί τους ψωμί και ένα καλάθι" που σήμαινε ότι δεν θα γινόταν εκτέλεση. Μετά από μισή ώρα, όλοι οι κάτοικοι των Καλαβρύτων και όλοι οι ξένοι είχαν συγκεντρωθεί στο σχολείο. Όλοι οι άντρες από 16 έως 65 ετών διατάχθηκαν να μείνουν στο προαύλιο. Η επιλογή έγινε από τους ίδιους τους άντρες στους διαδρόμους. Κάθε ψηλό παιδί έμπαινε μαζί με τους άντρες, από τα οποία πήραν μόνο 7, που έδειχναν καθαρά ότι ήταν πάνω από 17.
Μετά το τέλος του διαχωρισμού, διέταξαν εμάς τις γυναίκες να μείνουμε μέσα στα δωμάτια. Ήμασταν πάνω από 200. Ήμασταν τόσο πολύ πιεσμένες μεταξύ μας, που δεν μπορούσαμε να κουνήσουμε τα χέρια μας. Στο προαύλιο, οι άντρες, περίπου 500, είχαν τοποθετηθεί σε σειρές των τεσσάρων. Από τα παράθυρα του σχολείου, οι γυναίκες άρχισαν να φωνάζουν, "Πού πάτε τους άντρες μας;" Οι Γερμανοί αποκρίθηκαν "Πάμε να τους δείξουμε κάτι και μετά θα τους ξαναδείτε". Πέρασαν δέκα λεπτά και ξαφνικά είδαμε από τα παράθυρα καπνούς και φλόγες που έρχονταν από το σπίτι του δοσίλογου. Και μετά από λίγο, αρχίσαμε να αισθανόμαστε ανυπόφορη ζέστη και καπνό. Το πάτωμα έκαιγε τα πόδια μας.
Οι Γερμανοί είχαν βάλει φωτιά στο σχολείο. Τρελαθήκαμε. Όλοι αυτοί που ήταν κοντά στα παράθυρα άρχισαν να σπάνε τα τζάμια και να ρίχνονται κάτω από τα παράθυρα. Πέντε γυναίκες πήδηξαν ενώ άλλες έριχναν τα παιδιά απέξω, παρότι το ύψος ήταν μεγάλο και τα παιδιά τραυματίστηκαν. Οι γυναίκες που κατάφεραν να βγουν έξω, έτρεξαν στις πόρτες να μας ελευθερώσουν. Από τις μισόκλειστες πόρτες προσπαθούσαν όλες οι γυναίκες να βγουν έξω, ενώ οι φλόγες άρχισαν να καίνε το σχολείο». «Τέσσερεις γυναίκες που ήταν κοντά στις μισόκλειστες πόρτες έπεσαν κάτω και ποδοπατήθηκαν από εμάς. Όταν βγήκαμε έξω από το σχολείο και αναπνεύσαμε καθαρό αέρα, κοίταξα γύρω και στον ουρανό.
Ήταν κόκκινος σαν να είχε χυθεί πάνω του αίμα». Εν τω μεταξύ οι άντρες που συνοδεύονταν από την γερμανική δύναμη, οδηγήθηκαν στο νεκροταφείο της πόλης στους πρόποδες του βουνού, εκεί όπου υπάρχει ένα παλιό κάστρο. Εκεί ο Διοικητής τους διέταξε να περιμένουν. Όλοι τους άρχισαν να μιλάνε, σχηματίζοντας ομάδες και άλλοι ξάπλωσαν χάμω. Όλοι τους ήταν ξέγνοιαστοι. Όμως, ενώ μιλούσαν, πρόσεξαν ότι οι Γερμανοί ετοίμαζαν τα όπλα.
«Σας φέραμε εδώ ώστε να μπορείτε να δείτε τι όμορφα καίγεται η πόλη σας και τα σπίτια σας». Ένας από τους άντρες ρώτησε: «Πού είναι οι γυναίκες μας και τα παιδιά μας;».«Είναι εδώ κοντά», απάντησε ένας Γερμανός Αξιωματικός. Και πριν τα θύματα βρουν χρόνο για να ξεφύγουν, ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί από τα αυτόματα. Μέσα σε λίγα λεπτά, όλοι οι άντρες των Καλαβρύτων είχαν σκοτωθεί. Ούτε ένας άντρας δεν στεκόταν όρθιος. Αίμα παντού. Οι Γερμανοί πλησίασαν τους δολοφονημένους και τους πυροβολούσαν στα κεφάλια με ρεβόλβερ. Περίπου πενήντα άντρες, οι οποίοι όταν οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν, ξάπλωσαν κάτω, δεν σκοτώθηκαν αμέσως. Τους δολοφόνησαν όμως μετά οι Γερμανοί με τα ρεβόλβερ. Μεταξύ αυτών των αντρών ήταν ένας ο οποίος βλέποντας ότι ήταν καταδικασμένος, γέμισε τις χούφτες με αίμα από έναν διπλανό και το έριξε στα μούτρα του και στους κροτάφους του. Οι Γερμανοί πιστεύοντας ότι αυτός ήταν στα αλήθεια νεκρός, τον πυροβόλησαν επιπόλαια. Η σφαίρα αστόχησε και αντί να διαπεράσει το μέτωπό του, τον χτύπησε στο σαγόνι. Αργότερα, σύρθηκε έξω από αυτή την κόλαση και πήγε στην αδελφή του η οποία τον περιποιήθηκε. Σε αυτόν οφείλουμε τις πιο πάνω πληροφορίες και λεπτομέρειες της σφαγής. Όταν οι Γερμανοί τελείωσαν το φρικτό τους έργο, έστειλαν έναν Αξιωματικό να πληροφορήσει τις γυναίκες, οι οποίες ήταν στην αυλή του σχολείου και είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς. «Ελάτε να θάψετε τους άντρες σας». Είναι αδύνατο να περιγραφεί η σκηνή που ακολούθησε. Αλλά ας αφήσουμε το 18χρονο κορίτσι (που ήταν αυτόπτης μάρτυρας και ανησυχούσε για τον αδελφό της και η οποία πήγε μαζί με τις άλλες γυναίκες στο Γολγοθά των Καλαβρύτων) να μας δώσει μια εικόνα. «Η εικόνα που αντιμετωπίσαμε όταν φτάσαμε ήταν φρικιαστική. Τα παπούτσια μας είχαν μουσκευτεί στο αίμα. Κάθε μια από εμάς έψαχνε ανάμεσα στα πτώματα να βρει το δικό της. Εγώ έψαξα τρεις φορές ανάμεσα στους άντρες να βρω τον αδελφό μου. Ήταν κι αυτός νεκρός. Είχε δύο σφαίρες από το αυτόματο στα πλευρά του. Ο τελευταίος πυροβολισμός είχε διαπεράσει το κεφάλι του…». «Με κλάματα και μοιρολόγια καθεμιά μας προσπαθούσε να θάψει τον νεκρό της. Αλλά δεν είχαμε ούτε φτυάρια ούτε άλλα εργαλεία. Όλα τα είχαν πάρει οι Γερμανοί. Μέσα στην απελπισία μας, αρχίσαμε να σκάβουμε με τα χέρια μας, αλλά δεν μπορούσαμε να σκάψουμε βαθύτερα από 2 με 3 εκατοστά.
Βάλαμε τα πτώματα το ένα δίπλα στο άλλο, τα σκεπάσαμε με λίγες πέτρες και χώμα που μεταφέραμε λίγο-λίγο στις ποδιές μας. Μείναμε όλη την νύχτα κοντά στους νεκρούς κλαίγοντας και τρέμοντας. Την Τρίτη, αρχίσαμε πάλι το μακάβριο έργο μας. Κανείς δεν ερχόταν να μας βοηθήσει. Την Τετάρτη, οι χωρικοί από την Κέρτεγη μας έφεραν ψωμί και κουβέρτες και οι άντρες μας βοήθησαν να θάψουμε τους νεκρούς στο νεκροταφείο... . Το απόγευμα πια, στις 13 Δεκεμβρίου, οι μοναχοί της Αγίας Λαύρας έμαθαν για τη σφαγή και την καταστροφή των Καλαβρύτων. Με το φόβο γι’ αυτό που τους περίμενε, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την μονή. Κάλεσαν μια γενική συγκέντρωση, όπου αποφάσισαν ότι ένας φύλακας της τιμής θα θυσιαζόταν και θα έμενε πίσω στο μοναστήρι. Τράβηξαν κλήρο και ο κλήρος έτυχε στους μοναχούς Ευθάλιο, Βασίλειο και Σεραφείμ. Μετά οι Μοναχοί της Τιμής κοινώνησαν.
Οι άλλοι, αφού τους αγκάλιασαν, πήραν μαζί τους όλους τους θησαυρούς του μοναστηριού. Μετά από μιάμισυ ώρα, έφτασαν οι Γερμανοί και σκότωσαν τους τρεις μοναχούς κάτω από το δένδρο της επανάστασης και έβαλαν φωτιά στο μοναστήρι. Αυτό το μοναστήρι είχε κτιστεί κατά τον 16ο αιώνα και είναι ιστορικό. Είναι εκεί όπου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ανέγειρε στις 25 Μαρτίου το Λάβαρο της Επανάστασης. Τα θύματα των Καλαβρύτων, σύμφωνα με την επίσημη αναφορά του διοικητή της Γερμανικής Δύναμης, ανέρχονταν στα 669. Τα θύματα ολόκληρης της περιοχής ήταν 921. Αλλά σε αυτούς πρέπει να προστεθούν και οι 93 από τους Ζάχλωρους. Και αυτοί από τα άλλα δύο χωριά που δεν αναφέρονται στην αναφορά. Οι Γερμανοί εξόντωσαν, στην περιοχή των Καλαβρύτων περίπου 1000 Έλληνες. Η σφαγή των Καλαβρύτων θα περάσει στην ιστορία ως ένα από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα της Γερμανίας.
Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε τον λόφο, όπου είδαμε ένα σωρό από ανθρώπινα σώματα και αρκετές γυναίκες να θρηνούν και να οδύρονται, μετακινώντας νεκρά σώματα, προσπαθώντας να εντοπίσουν τους δικούς τους νεκρούς, με τα παπούτσια τους βουτηγμένα σε μια κόκκινη λάσπη από χώμα και αίμα.[2] Βρήκαμε τον πατέρα μου σχεδόν αμέσως, διότι βρισκόταν μερικά μέτρα πιο μπροστά από τη μεγάλη μάζα των νεκρών, κάτι που συμπίπτει με τα λεγόμενα του θείου μου Γ. Γεωργαντά, ότι με την έναρξη των πυροβολισμών τον είδε να ορμά προς τα πολυβόλα, προφανώς σε μια ύστατη προσπάθεια ή κίνηση απελπισίας. Το σώμα του διάτρητο από σφαίρες και ένα βαθύ τραύμα από ριπή πολυβόλου στη δεξιά τραχηλική χώρα, που πρέπει να ήταν και το θανατηφόρο. Είναι φανερό ότι, επειδή κινήθηκε με ορμή εναντίον τους, έστρεψαν τις βολές τους επάνω του. Για την εξέλιξη των γεγονότων στον τόπο της εκτέλεσης θα αναφέρω αρκετές λεπτομέρειες που άκουσα από τον διασωθέντα θείο μου Γ. Γεωργαντά.
Η ανησυχία των ανδρών στη ράχη του Καππή ήταν έκδηλη, έντονη και επιτεινόμενη ιδίως όταν είδαν να βγαίνουν πυκνοί καπνοί από τα σπίτια τους που είχαν παραδοθεί στις φλόγες. Τότε άρχισαν μερικοί να κάνουν κάποια οργανωμένη κίνηση διαφυγής. Χωρίστηκαν σε ομάδες με Επί κεφαλής κάθε ομάδας έναν έμπειρο πρώην στρατιωτικό από τους παρόντες. Αυτές όμως οι συνεννοήσεις μεταξύ τους και η αυξημένη κινητικότητα του κόσμου έγινε αντιληπτή από τους Γερμανούς οι οποίοι άρχισαν να ανησυχούν. Ζήτησαν τότε κάποιον για να μπορέσουν να επικοινωνήσουν μαζί τους και προτάθηκε ο πατέρας μου από τον κόσμο, που αγωνιούσε να μάθει τις σκέψεις των Γερμανών. Προχώρησε μόνος 10-15 μέτρα προς τα εμπρός όπου ευρίσκοντο οι Επί κεφαλής αξιωματικοί, εμπρός από ένα φυσικό ανάχωμα του εδάφους όπου είχαν στήσει μια σειρά μυδραλιοβόλα με τις κάνες τους στραμμένες προς τον κόσμο. Ο διάλογος που έγινε έτσι όπως τον μετέφερε ο πατέρας μου στον κόσμο και σε μένα ο Γ. Γεωργαντάς ήταν σε γενικές γραμμές ο εξής:
Γερμανός Αξιωματικός (Τένερ): Διαπιστώνω μια διάχυτη νευρικότητα, ανησυχία στον κόσμο.
Κ. Αθανασιάδης: Ο κόσμος έχει δίκαιο να ανησυχεί, γιατί μας φέρατε εδώ; Τι σκοπεύετε να κάνετε; Είμαστε φιλήσυχοι οικογενειάρχες.
Γερμανός Αξιωματικός (Τένερ): Είμαστε εδώ για να καταπολεμήσουμε τους αντάρτες. Θα κάψουμε τα σπίτια σας για να μην έχουν καταφύγιο οι αντάρτες. Εσάς δεν θα σας πειράξουμε.
Κ. Αθανασιάδης: Ο κόσμος δεν πείθεται με αυτά που μας λέτε.
Συνεχίζεται και επιτείνεται η ανησυχία και ο θόρυβος από τον κόσμο που βρίσκεται σε αναβρασμό και οι Γερμανοί φοβούνται ότι μπορεί να γίνουν επεισόδια, γι’ αυτό χρησιμοποιούν το τελευταίο ισχυρό ατού.
Γερμανός Αξιωματικός (Τένερ): Πείτε στον κόσμο ότι δεν θα σας πειράξουμε. ΄Εχετε τον λόγο της στρατιωτικής μας τιμής.
Η υπόσχεση αυτή σε συνδυασμό με την άποψη πολλών Καλαβρυτινών από το πλήθος των παρόντων, ότι έπρεπε να αποφευχθούν βίαιες κινήσεις, διότι φοβόντουσαν ότι μπορεί να σκοτώσουν τα γυναικόπαιδα που κρατούσαν, οδήγησαν σε αναστολή της προσπάθειας οργάνωσης διαφυγής. Στο διάστημα των ωρών που ακολούθησαν κορυφώθηκε η αγωνία και ο φόβος, ιδίως όταν από το αρχηγείο των Γερμανών κάπου στο κέντρο των Καλαβρύτων, που πλέον καιγόντουσαν απ’ άκρου εις άκρον έπεσε μια κίτρινη φωτοβολίδα και ακολούθησε μια δεύτερη πράσινη και τέλος μια τρίτη κόκκινη με την οποία ο Γερμανός αξιωματικός του αποσπάσματος έδωσε το σύνθημα, κατεβάζοντας απότομα το ανυψωμένο χέρι του, οπότε άρχισαν όλα τα πολυβόλα να πολυβολούν το πλήθος. Ακούστηκαν φωνές, βρισιές και κραυγές πόνου, ενώ όλοι έπεσαν κάτω και ο καθένας προσπαθούσε να καλυφθεί κάτω από αυτούς που χτυπήθηκαν πρώτοι.
Ο Πάνος ο Γεωργαντάς πρόλαβε και φώναξε δυνατά «των πολλών ο θάνατος ουκ έστι θάνατος». Και κατέληξε ο θείος μου: «Πριν πέσω κάτω, κοίταξα να δω που βρίσκεται ο πατέρας σου. Τον είδα να ορμά προς τα πολυβόλα με τα χέρια τεντωμένα σαν να ήθελε να σταματήσει το κακό που ερχόταν, φωνάζοντας και βρίζοντας τους Γερμανούς άτιμους, γουρούνια, ώσπου τα πολυβόλα του σφράγισαν το στόμα». Παρά τον καταιγισμό των πυρών που διήρκεσαν αρκετά λεπτά, πολλοί από το πλήθος ήταν ζωντανοί (ανέπαφοι ή τραυματίες). Αυτούς τους υπολογίζει ο Γ. Γεωργαντάς σε 200-300, ενώ ο ίδιος ήταν ζωντανός και ανέπαφος και συζητούσε ψιθυριστά με τους γύρω του. ΄Ενας εξ αυτών, ο φαρμακοποιός Τάκης Πανταζής, είχε τραυματισθεί, πονούσε και φώναζε και οι άλλοι γύρω του τον παρακαλούσαν να μη φωνάζει και προκαλέσει την προσοχή των Γερμανών και ανακαλύψουν ότι υπάρχουν εκεί και άλλοι ζωντανοί. Δυστυχώς την εκτέλεση ακολούθησε η διαδικασία της χαριστικής βολης από τρεις Γερμανούς, που τους ανέσυραν έναν-έναν και τους πυροβολούσαν από μικρή απόσταση.
Ο Γ. Γεωργαντάς βλέποντας ότι δίνουν τη χαριστική βολή, έμεινε ακίνητος, κράτησε την αναπνοή του και τα μάτια του ανοικτά, όπως ήξερε ότι γίνεται με αυτούς που φονεύονται και αφού είχε φροντίσει νωρίτερα να αλείψει πρόσωπο, κεφάλι και χέρια με αίμα που έτρεχε άφθονο δίπλα του από άλλους σκοτωμένους. Κατάφερε προφανώς να πείσει ότι είναι νεκρός τους δύο πρώτους που τον προσπέρασαν, ο τρίτος όμως κάτι υποψιάσθηκε και τον πυροβόλησε. Η σφαίρα διαπέρασε την τραχηλική χώρα, χωρίς παραδόξως να τραυματίσει τα μεγάλα αγγεία (καρωτίδες, σφαγίτιδες) και νεύρα αυτής της περιοχής. Φαίνεται ότι έχασε αρκετό αίμα και λιποθύμησε. Μετά από χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να προσδιορίσει άρχισε να συνέρχεται και με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να ανασηκωθεί και να καθίσει. Διαπίστωσε ότι οι Γερμανοί είχαν φύγει.
Θυμάται και αναφέρει τραγικές εικόνες γεγονότων που διαδραματίστηκαν δίπλα του, πριν δεχτεί τη χαριστική βολή και ο ίδιος, όπως την εκτέλεση του συμμαθητή μου Ντίνου Αλεξόπουλου, που γύριζε γύρω από τον Γερμανό ο οποίος δυσκολευόταν να τον πυροβολήσει και τελικά του έβαλε τρικλοποδιά και όταν έπεσε κάτω τον πυροβόλησε, ενώ την τραγική στιγμή παρακολούθησε ο πατέρας του, ο οποίος ήταν επίσης ζωντανός, αλλά ανίκανος να προσφέρει βοήθεια στο παιδί του. Παρόμοια σκηνή μου διηγήθηκε και με τον Ντίνο Δημόπουλο, γιο του καθηγητή Αντώνη Δημόπουλου, ο οποίος παρακαλούσε να μην τον σκοτώσουν φωνάζοντας «Μη με σκοτώσεις, είμαι μικρό παιδί, δεν σας έχω κάνει τίποτα». Ο Γιώργος Γεωργαντάς, μετά και ένα δεύτερο επεισόδιο λιποθυμίας που εμφάνισε, κατάφερε τελικά να σταθεί στα πόδια του και άρχισε τρικλίζοντας να κατεβαίνει προς τα Καλάβρυτα. Ο αριθμός των εκτελεσθέντων υπολογίζεται σε 700-800.
Ξημέρωσε κι οι γυναίκες είχαν ήδη ανοίξει τραβέρσο με τον τόπο της εκτέλεσης. Την ίδια διαδρομή ξεκίνησε ν’ ακολουθεί κι η μητέρα μου. Πήγαιναν όχι μόνο να εντοπίσουν και να κλάψουν τους δικούς τους, αλλά και να βρουν τρόπο να τους θάψουν. Η μία βοηθούσε την άλλη, κι όλες μαζί φύλαγαν τους σκοτωμένους να μην τους φάνε τα σκυλιά και τους σκυλέψουν οι κλέφτες. Εμείς, τα παιδιά, νηστικά τριγυρνούσαμε στα χαλάσματα και στα αποκαΐδια των σπιτιών της γειτονιάς να βρούμε ό,τι είχε απομείνει από τα πράγματά μας. Δεν θα ξεχάσω την ταραχή που ένιωσα, όταν βρήκα παραμορφωμένο το κρεβάτι μου, σωροκουβαριασμένο στο υπόγειο του σπιτιού μας μαζί με άλλα πράγματα του νοικοκυριού.[3] Το απόγευμα, αργά, γύρισε η μάνα μας ‒ κουρασμένη και καταματωμένη, φορώντας κάτι αντρικά παπούτσια, που της είχαν δώσει από έναν σκοτωμένο. Ψάχνοντας στα αποκαΐδια για κανένα κομμάτι ψωμί, βρήκε στη μισοκαμένη κουζίνα μας το τσουρουφλισμένο από τη φωτιά φαγητό που είχε ετοιμάσει την προηγούμενη της καταστροφής. Λίγο φάγαμε, μοιράσαμε και στη γειτονιά κι έτσι ξεγελάσαμε την πείνα μας εκείνη τη μέρα.
Αργότερα, δεν ξέρω μετά από πόση ώρα, ακούσαμε σπαρακτικές κραυγές απ’ το γειτονικό σπίτι, του Κυριακόπουλου. Η ομίχλη στο μεταξύ είχε διαλυθεί, τρέξαμε προς εκεί. Αντικρίσαμε στην απέναντι πλαγιά το τραγικό θέαμα που, παρ’ όλη την αρκετά μεγάλη απόσταση, φαινόταν ξεκάθαρα τι είχε συμβεί.[4] Ξεκινήσαμε τρέχοντας για εκεί. Το πρώτο πράγμα που αντικρίσαμε ήταν το ρυάκι που πέρναγε μπροστά απ’ το σπίτι Τσαπάρα, λίγο πριν από το νεκροταφείο, να είναι κατακόκκινο απ’ το αίμα που είχε δεχθεί και την Κατσίνη να κατεβαίνει σκούζοντας απ’ τον τόπο της εκτέλεσης με τα μαλλιά της ανακατωμένα, ενώ τα πόδια και τα χέρια της μέχρι τις κλειδώσεις να είναι βουτηγμένα στο αίμα. Ποιος ξέρει πάνω σε πόσους νεκρούς πάτησε και πόσους αναποδογύρισε ψάχνοντας, μέσα στο σωρό των σκοτωμένων, για να βρει τον άνδρα της∙ έμοιαζε με άνθρωπο τρελό και δεν μπορώ να φανταστώ που πήγε τρέχοντας. Προχωρήσαμε, με τη μητέρα μου, τρέχοντας τον ανήφορο. Φθάνοντας αντικρίσαμε το τραγικό θέαμα των σκοτωμένων ανθρώπων∙ ήταν πεσμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Τότε κάτι πρέπει να συνέβη στο μυαλό μου, γιατί από εκείνη τη στιγμή και μετά η μνήμη μου άρχισε να λειτουργεί με διαλείψεις. Υπάρχουν πράγματα που τα θυμάμαι πολύ καθαρά σαν να συνέβησαν σήμερα, άλλα δεν τα θυμάμαι καθόλου, λες κι ήμουν απών και άλλα, υπάρχουν στιγμές, που τα θυμάμαι καθαρά∙ θυμάμαι ή νομίζω ότι τα θυμάμαι; Δεν θυμάμαι καθόλου σε ποιο σημείο βρέθηκε ο πατέρας μου. Δεν θυμάμαι να έκλαψα. (Κλαίω, τώρα που γέρασα, όταν τα θυμάμαι). Δεν έχω την εικόνα της μητέρας μου να σέρνει στον κατήφορο πάνω στην κουβέρτα το άψυχο σώμα του πατέρα. ΄Εχω, όμως, στο μυαλό μου την εικόνα της μητέρας μου στο μονοπάτι να κάθεται στο χώμα, ίσως για να ξεκουραστεί, να κλαίει με αναφιλητά δίπλα στο σώμα του σκοτωμένου πατέρα μου και δίπλα να περνούν γυναίκες κλαίγοντας και σέρνοντας πάνω σε κουβέρτες τα ματωμένα κορμιά των ανθρώπων τους.
Από τη σφαγή των Καλαβρυτινών γλύτωσαν οι κατωτέρω: 1) Αδαμόπουλος Χ., 2) Αλεξόπουλος Γ., 3) Γεωργαντάς Γ., 4) Καρακάσης Χ., 5) Κώνστας, 6) Μπελογιάννης Κ., 7) Νικολαΐδης Π., 8) Σαμοθρακίτης Γ., 9) Σαρματζόπουλος Π., 10) Σαρανταυγάς Π., 11) Πηλιόπουλος Τ., 12) Φερλελής Α., 13) Κωστόπουλος Σ.
Ένας διασωθείς θυμάται...
Ο Παναγιώτης (Τάκης) Σαμαρτζόπουλος, από τα Καλάβρυτα, γεωργοκτηνοτρόφος, είχε το «προνόμιο» να είναι ένας από τους δέκα τρεις επιζήσαντες από τα δολοφονικά βόλια της Βέρμαχτ. Σε μια αποκαλυπτική μαγνητοφωνημένη συζήτηση με το συγγραφέα, κατέθεσε τη δική του συγκλονιστική μαρτυρία για την Τραγωδία των Καλαβρύτων.
Π.Σ.: Οι Γερμανοί μετά τη μάχη των Ρωγών-Κερπινής και το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, σχεδίασαν και πραγματοποίησαν την Επιχείρηση Καλάβρυτα. ΄Ετσι γερμανικές φάλαγγες μαζί με γερμανοντυμένους των Ελληνικών Ομάδων Ασφαλείας, εξόρμησαν κατά των Καλαβρύτων από την Τρίπολη, την Πάτρα, το Αίγιο. Η Επιχείρηση Καλάβρυτα, άρχισε στις 5 Δεκεμβρίου 1943 και τερματίστηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1943. Το πρωί της Πέμπτης 9 Δεκεμβρίου 1943 οι πρώτες γερμανικές μηχανοκίνητες και πεζοπόρες γερμανοελληνικές μονάδες, έφθασαν στη Βυσωκά. ΄Εγινε η συγκέντρωση των Βυσωκιωτών στο προαύλιο της Αγίας ΄Αννας. Μετά οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα. ΄Εκαναν ένα κλειό γύρω από την πόλη. Ο καθένας μπορούσε να μπαίνει στα Καλάβρυτα αλλά δεν μπορούσε να βγαίνει. Το δόκανο του θανάτου στήθηκε. Επικράτησαν συνθήκες τρόμου, αγωνίας, αβεβαιότητας. Ο κόσμος κλείστηκε στα σπίτια του και κανένας δεν μπορούσε να δώσει υπεύθυνες κατευθύνσεις και πληροφορίες. Ο καθένας ζούσε και ενεργούσε για τον εαυτό του. Η συμπεριφορά των Γερμανών ήταν υποκριτική. ΄Εβλεπες πρόσωπα βλοσυρά, αγριεμένα, μανιασμένα για εκδίκηση. ΄Εβλεπες και πρόσωπα γριφώδη, πρόσωπα καμουφλαρισμένα που προσπαθούσαν με τη σιωπή τους να δείξουν ότι είναι γερμανοί. Αλλά τα γερμανικά ρούχα έχασκαν πάνω τους και με προσοχή διέκρινες ότι οι Γερμανοί, δεν ήταν Γερμανοί... ΄Ηταν κάτι το καμουφλαρισμένο... Ντρέπομαι να το πω αλλά, αυτό, δυστυχώς, είναι η πραγματικότητα. ΄Ακουγες σπασμένα Ελληνικά, αναμασήματα και προσποιητές γερμανικές αρθρώσεις, αλλά έδειχναν καθαρά ότι το καμουφλάρισμα δεν ήταν τέλειο. ΄Επειτα η συμπεριφορά τους πρόδωσε. Το πλιάτσικο στα σπίτια, το τραχονολόγημα, το σπάσιμο των μαγαζιών, η λαφυραγώγηση των νοικοκυριών, το κλέψιμο των Καλαβρυτινών αρχοντικών. Οι προίκες από τις Καλαβρυτινές σουφρώθηκαν από τις 9-12 Δεκεμβρίου 1943. Δύσκολα να πιστέψω ότι αυτό ήταν έργο των Γερμανών. Είχε εμφανή τα ελληνικά χαρακτηριστικά.[5]
Δ.Κ.: Πώς έγινε η μεταφορά σας στο χωράφι του Καπή;
Π.Σ.: Από το Δημοτικό Σχολείο όπου γινόταν ο διαχωρισμός και ο χωρισμός μας από τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας. Αμέσως χωριζόμαστε σε ομάδες συντεταγμένες και με τη συνοδεία στρατιωτών οδηγηθήκαμε στο χωράφι του Καπή. Προχωράτε, μην κοντοστέκεστε. Προχωράτε, μην χαζεύετε... ήταν οι προσταγές στα ελληνικά των συνοδών σιδηρόφρακτων γερμανών (;) στρατιωτών. ΄Ετσι στοιβαχτήκαμε στο χωράφι του Καπή. Μας μέτρησαν κιόλας. ΄Ακουγα: ΄Ενας, δύο, τριάντα πέντε, εκατό... τριακόσια πενήντα... πεντακόσια έντεκα... πεντακόσια ογδόντα... πάντα σε άπταιστα ελληνικά. Παραξενεύτηκα και αναρωτήθηκα: Μα οι Γερμανοί μετρούν ελληνικά;... Τα Καλάβρυτα είναι ζωσμένα από τους Γερμανούς. ΄Ολα τα υψώματα είχαν ισχυρές σκοπιές. Στην Αγία Βαρβάρα, τον Αηλιά στην Βελιά, το Κάστρο, παντού Γερμανοί-Γερμανοί-Γερμανοί... Στοιβαχτήκαμε στο χωράφι του Καπή. Απέναντι στην Γαϊδουροράχη καμουφλαρισμένα πολυβόλα και στρατιώτες σε θέσεις βολής. Αμέσως βρεθήκαμε σε έναν σφιχτό κλοιό θανάτου... Στο αλώνι του Ζήσιμου πολυβόλα... πολυβόλα... με τις μπούκες τους στραμένες επάνω μας.
Ο Διοικητής του 749 Jager Retsiment Αντισυνταγματάρχης της Βέρμαχτ Julius Wolfinger, Αρχηγός της UNTERNEHMEN KALAWRYTA. |
Δ.Κ.: Πώς σας παρέταξαν στο χωράφι του Καπή;
Π.Σ.: Στην πρώτη σειρά οι Παπάδες. Κοντά τους οι Προύχοντες, ο Πρόεδρος της Κοινότητας, ο Γυμνασιάρχης, οι Καθηγητές, οι Δημόσιοι Υπάλληλοι, οι Τραπεζιτικοί. Πίσω όλοι οι άλλοι. Μπροστά μας ο Τένερ. ΄Ενας λεπτός, μάλλον ψηλός, φακιδιασμένος λοχίας. Δεν είχε όψη καθαρόαιμου Γερμαναρά. Μάλλον περισσότερο Αυστριακός ήταν. Δίπλα του οι συμβουλάτορές του, ο ένας πρέπει να ήταν ΄Ελληνας και μάλλον Αξιωματικός... ΄Εφθασε και η δεύτερη παρτίδα από τους Καλαβρυτινούς. Μπήκαν και αυτοί στη θέση τους. Θα ήταν η ώρα 10.00΄. Τότε μπήκαν και οι ταινίες στα πολυβόλα στην Γαϊδουροράχη. Μετά ακούστηκε στα ελληνικά μια φωνή: Θέλω τον Σαμψαρέλο και τον Ντάνο, ήταν Τραπεζιτικοί. Τους πήραν και έφυγαν πάλι για τα Καλάβρυτα. ΄Υστερα από λίγο ξαναγύρισαν. ΄Ηταν κίτρινοι, σαν φλουρί. Λήστεψαν τις Τράπεζες. Τα ξεσήκωσαν όλα... όλα. Δεν άφησαν τίποτε. Σίγουρα δεν την έχουμε καλά... είπαν στους ανυπόμονους και περιέργους να μάθουν νέα Καλαβρυτινούς.
Δ.Κ.: Τί κατάσταση επικρατούσε στην πόλη;
Π.Σ.: Το ρολόϊ χτύπησε έντεκα, νταν... νταν... νταν... έντεκα φορές. Τότε άρχισαν να ανεβαίνουν καπνοί στον ουρανό. ΄Αρχισαν να καίγονται τα Καλάβρυτα. Γέμισε ο ουρανός από καπνούς. Εμείς βλέπαμε τα σπίτια μας, τις περιουσίες μας να γίνονται στάχτη. Παγωνιά επικράτησε. Παγωνιά και αγωνία. Οι γυναίκες, τα παιδιά... Οι γυναίκες τι κάνουν οι οικογένειές μας; Ο Τένερ, οι συνεργάτες του κάγχαζαν. Απολάμβαναν το θέαμα. Διασκέδαζαν με την αγωνία μας, με το μαρτύριό μας. Κάποιοι ζήτησαν εξηγήσεις. Τί γίνεται, πού μας πάνε, πού είναι τα γυναικόπαιδα; Απάντησε ο Τένερ: Δεν θα πάθετε τίποτα. Μην ανησυχείτε. Θα κάψουμε τα σπίτια σας... ΄Εχετε το λόγο μου, δεν θα πάθετε τίποτα... Κάποια ανακούφιση. Αλλά πρόσκαιρη. Δεν βαριέσαι. Ας καούν... Θα τα χτίσουμε πάλι από την αρχή. Τα γυναικόπαιδα να ‘ναι καλά... Αλλά ξαφνικά όλα άλλαξαν... Το ρολόϊ ξαναχτύπησε. Νταν... νταν... νταν... δώδεκα φορές. Τότε έπεσε η πρώτη φωτοβολίδα. Οι Γερμανοί ξάπλωσαν, έλαβαν θέση βολής. Ο Τένερ ανασκουμπώθηκε και κινούσε τα χέρια προς τα πολυβόλα. Δεν καταλάβαμε την κίνηση του χεριού του Τένερ. Σηκωθήκαμε. Είδαμε το Δημοτικό σχολείο στις φλόγες. Νέα αγωνία... Κόπηκαν τα πόδια μας... Οι γυναίκες... Καίνε τις γυναίκες... Νέα φωτοβολίδα. Μάλλον πράσινη αυτή τη φορά. Νέες κινήσεις του Τένερ... μετά νέα φωτοβολίδα... μάλλον κόκκινη αυτή τη φορά... μετά άρχισαν τα πολυβόλα. ΄Αρχισαν να ξερνούν φωτιά και σίδερο. ΄Ολα τα πολυβόλα έβαλαν εναντίον μας απροειδοποίητα. Πέσαμε κάτω, άλλοι έπεφταν, άλλοι σηκωνόντουσαν. Και τα πολυβόλα ξερνούσαν φωτιά και ατσάλι κρρρ... κρρρ... κρρρ... Το μακελειό είχε αρχίσει. Η Μεγάλη Σφαγή σε όλο το μεγαλείο της. Τα πολυβόλα του Χίτλερ, τα πολυβόλα της ντροπής σημάδευαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τον πολιτισμό. Τα πολυβόλα του Τένερ δολοφονούσαν την ηθική, δολοφονούσαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δολοφονούσαν την ίδια την εκτελεστή αφού ο στρατιωτικός του λόγος δεν κράτησε παρά μόνο λίγα λεπτά... Εγώ ήμουν μαζί με τον Τσεντούρο και τον Γιώργη Κυριακόπουλο. Τότε πετάχτηκε ο Δημήτρης Οικονόμου ο Πανελλήνιος. Είμαι φίλος σας, είμαι γερμανόφιλος... Είμαι δικός σας άνθρωπος... Καμία ανταπόκριση. Μια ριπή και ο γερμανόφιλος Πανελλήνιος διπλώθηκε στα δύο. Δεν ξανασηκώθηκε ποτέ. ΄Επεσα κάτω μαζί με τον Κυριακόπουλο. Τότε δέχτηκα έξη μέχρι οκτώ βλήματα στο πόδι, μια στο σαγόνι. Δίπλα μου ο Κυριακόπουλος.
Τάκη πονάω, χάνω αίμα, σβύνω... Κουράγιο Γιώργη, μη μιλάς, μην κουνιέσαι, κάνε τον σκοτωμένο... Πονάω, χάνω αίμα, ωχ... ωχ... Δεν ξαναμίλησε ποτέ ο Κυριακόπουλος. ΄Εκανα τον σκοτωμένο. Οι Γερμανοί άρχισαν να μας μετακινούν, να μας αναποδογυρίζουν και να δίνουν τη χαριστική βολή... μπαμ... μπαμ... μπαμ... Μετά γδούποι και σιγή. Μετά η σειρά για κάποιον άλλο. Μπαμ... μπαμ... μπαμ... Μετακίνησαν και εμένα, με γύρισαν ανάσκελα.
Δεν κινήθηκα. Δεν μίλησα. Κάποιος με πάτησε. Συγκρατήθηκα, δεν μίλησα. ΄Αστον αυτόν, είναι τελειωμένος, είπε κάποιος στα ελληνικά. Συνέχισε, συνέχισε να τελειώνουμε, είπε ένας άλλος, πάλι στα ελληνικά. ΄Εριξαν κάποιον επάνω μου. Δεν κρατήθηκα και βόγγηξα. Αμέσως μετά... Μπαμ... μπαμ... μπαμ... έφαγε δύο χαριστικές βολές. Τελείωσε. Κάποια στιγμή επικράτησε ησυχία.
Η αποστολή τελείωσε; Εσείς ρίξατε στο πηγάδι τους συντρόφους μας;... κάποιος ψέλισε στα ελληνικά... Θέλανε να παίξουν με τους Γερμανούς;... είπε κάποιος άλλος, και αυτό στα ελληνικά. ΄Ακουγα, πονούσα, σφάδαζα αλλά και αηδίαζα. ΄Ακουγα ελληνικά να χαίρονται, άκουγα ΄Ελληνες να μετράνε, άκουγα ΄Ελληνες ικανοποιημένους για το μεγάλο μακελειό... Ντροπή... ντροπή... ντροπή... Μετά μια φωνή έσκισε τον ουρανό Αλλαααααα.... ΄Αρχισαν οι Γερμανοί να τρέχουν, περνούσαν επάνω μας πατώντας μας, έτρεχαν σαν άλογα να συνταχθούν πιο κάτω. Κάποιος δεν άντεξε, σηκώθηκε να δει τι γίνεται. ΄Ηταν ο Δημήτρης Καλδίρης. Κάποιος γύρισε και τον αποτελείωσε... ΄Ηταν ο τελευταίος Καλαβρυτινός που έπεφτε...
Έφυγαν τραγουδώντας...
Δ.Κ.: Οι Γερμανοί τι έκαναν;
Π.Σ.: ΄Εφυγαν. ΄Εφυγαν τραγουδώντας... Μετά άκουσα μια φωνή, τον Κώστα Μπελογιάννη. Τάκη μείνε όπως είσαι. Μην ταράζεσαι... μείνε όπως είσαι φεύγουν... ΄Εμεινα ακίνητος. ΄Ακουσα φωνές, γυναικείες φωνές... Γυναίκες, που είστε γυναίκες... σκότωσαν τους άντρες μας... τρέξτε... τρέξτε οι άντρες μας σκοτώθηκαν... ΄Εφτασε η Γυφτοχρήσταινα, η Γεωργία Τσαρουχά (Παπαβασιλείου) και άλλες. Ανασηκώθηκα... Ζήτησα ένα στήριγμα... ΄Αρχισα να περπατώ προς τα Καλάβρυτα... ΄Επεσα πάνω στον Βασίλη Μποτώνη... Τάκη πάρε την κατηφόρα... κουράγιο... Προχωρούσα σιγά-σιγά. ΄Επεσα πάνω σ’ ένα τσεκούρι γεμάτο αίματα και μυαλά. ΄Εφτασα στο σημείο όπου στεκόταν ο Τένερ. Είχε ένα πλάστη με τον οποίο ανοίγουν φύλλο οι γυναίκες. Τον είχε καρφώσει στη γη. Τον πήρα και στηριζόμενος σ’ αυτόν προχώρησα προς τα Καλάβρυτα... Με παρέλαβαν οι γυναίκες, μου έδωσαν νερό, με πήγαν στο σπίτι του Φεφέ όπου κάθησα. ΄Ηλθαν οι δικοί μου να με πάρουν. Είναι κι άλλοι ζωντανοί... Φροντίστε να τους βοηθήσετε... τους είπα. Δεν υπήρχαν φάρμακα, δεν υπήρχε τίποτε. Τα ρούχα έμειναν κολλημένα πάνω στις πληγές δύο ημέρες. ΄Ηλθε ο Αρίστος Θούας από το Λειβάρτζι, ο οποίος με περιποιήθηκε. ΄Εκοψε κρέατα, σιδέρωσε τα τραύματα με καφτό σίδερο. ΄Εκαψε σύρμα και καθάρισε τις πληγές και τα τραύματα. Ο Αρίστος Θούας με κράτησε στη ζωή.
Οι γυναίκες πήγαν την άλλη μέρα να μεταφέρουν τα πτώματα. Κάποιο γερμανικό αεροπλάνο πετούσε πάνω από την εκτέλεση.
Δ.Κ.: Τάκη Σαμαρτζόπουλε, είσαι βέβαιος, με το χέρι στην καρδιά, ότι στις 13 Δεκεμβρίου 1943 στη Ράχη του Καπή, τράβηξαν εναντίον των Καλαβρυτινών τη σκανδάλη και ΄Ελληνες;
Π.Σ.: Με το χέρι στη καρδιά και όλο το αίσθημα της ιστορικής ευθύνης, με ντροπή και οδύνη επαναλαμβάνω: Τους Καλαβρυτινούς εκτέλεσαν, δυστυχώς, γερμανοντυμένοι ΄Ελληνες...
Η ταφή των νεκρών...
Συγκλονιστική η αφήγηση της Βασιλικής Κυριακοπούλου, που σαν άνοιξε η πόρτα του σχολείου, που μαζί με τις άλλες Καλαβρυτινές την είχαν κλεισμένη, τρέχει στο χωράφι του Καπή. Ο τόπος ολόγυρα είχε κοκκινίσει από το αίμα. Θυμάται: «Περπατούσα μέσα στο αίμα. ΄Εψαξα πολύ και βρήκα τον άνθρωπό μου. Τον σήκωσα, τον έβαλα στην πλάτη μου και μοιρολογώντας τον κατέβασα στο νεκροταφείο. ΄Εσκαψα με τα νύχια μου και τον έθαψα. Το θέαμα στο νεκροταφείο ήταν ανατριχιαστικό. ΄Εβλεπε κανείς στους κορμούς των κυπαρισσιών στοιβαγμένα πτώματα. Σωριασμένες οικογένειες. Οι Καλαβρυτινοί ήρωες θάβονταν χωρίς παπά και τρισάγιο. Χωρίς κερί και λιβάνι...». Αλλά κι η νύχτα που ακολούθησε ήταν ακόμη πιο φριχτή, μια νύχτα που όσοι τη ζήσανε, και ξεχωριστά οι γυναίκες, την έχουνε κάθε στιγμή μπροστά στα μάτια γραμμένη άσβηστα στην καρδιά. Η ίδια θα πει: «Τη νύχτα τα σκυλιά άρχισαν να ουρλιάζουν. Ο παγωμένος αέρας άπλωνε παντού τη μυρωδιά του θανάτου. ΄Ακουγες τις γυναίκες να τριγυρίζουν σαν βρυκόλακες στους δρόμους και να ουρλιάζουν: Κώσταααα... Νίκο, Μανώλη, όλα τα ονόματα του χωριού. Πιο πάνω ο Παναγής, ο Σαρανταυγάς, είχε στήσει μοιρολόϊ που συνέχισε όλη τη νύχτα...».
Έχω μεγάλο δρόμο να κάμω...
«Την άλλη μέρα πήγα και στο νεκροταφείο. Τον ξέθαψα, τον έστησα σ’ ένα κυπαρίσσι. Και άρχισα να τον μοιρολογώ. Μου ‘χε σαλέψει. Το βράδι τον ξανάθαψα. Το ίδιο και την άλλη μέρα. Μιλούσα μαζί του, δεν πίστευα ότι είχε φύγει. Μα απάντηση δεν έπαιρνα. Του έβγαλα το κατατρυπημένο από τις σφαίρες παλτό και τα παπούτσια λέγοντάς του: Εκεί που πας δεν σου χρειάζονται ρούχα και παπούτσια. Συγχώρα με. ΄Εχω μεγάλο δρόμο να κάμω. Τον έθαψα για πάντα. ΄Ηταν 40 ετών. Καλοκάγαθος, ευγενής, χαρούμενος...».
Στη μέση της πλατείας η εκκλησιά με το ‘να ρολόϊ σταματημένο. Τριάντα οχτώ χρόνια δείχνει –και θα δείχνει‒ την ίδια ώρα. Είναι 2.35΄. Είναι αυτή η φοβερή στιγμή που μέσα στις φλόγες που τύλιγαν τα Καλάβρυτα, τα πολυβόλα σώριαζαν χίλιους τριακόσιους Καλαβρυτινούς. Και ένας ατελείωτος θρήνος ακούγονταν από τις γυναίκες που ξέφευγαν από το σχολειό... Η τραγωδία των Καλαβρύτων πέρασε στην παγκόσμια πια ιστορία, σαν φρικαλέο έγκλημα των Χιτλερικών. ΄Ενα από τα μεγάλα ολοκαυτώματα της ανθρωπότητας. Που με εκατομμύρια κορμιά σε μια τιτάνια πάλη πολέμησε το φασισμό. Και σύντριψε το φασιστικό θεριό.
Γιατί μάζεψαν όχι μόνο τους άνδρες, αλλά και τις γυναίκες στο σχολείο; Ο Otto Hofmann αναφέρει:[6] «Πριν κάψουμε τα Καλάβρυτα, με διέταξαν, επειδή ήξερα λίγα Ελληνικά, να πάω από σπίτι σε σπίτι και από καλύβα σε καλύβα και να εξαναγκάσω όσους βραδυπορούσαν, να μεταβούν στο Δημοτικό Σχολείο να συντομέψουν και να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Γι’ αυτό μερικές γυναίκες με τα παιδιά τους, οι οποίες περίμεναν τι θα γινόταν με απάθεια τις έβαλα να μαζέψουν τα απαραίτητα και να ακολουθήσουν τη συγκέντρωση όπως και οι άλλοι Καλαβρυτινοί. Σ’ ένα σπίτι, που ήταν πολύ καθαρό, καθόταν ακόμα μία νεαρή μητέρα με το παιδί της στην αγκαλιά. Δεν με πίστεψε και νόμισε ότι θα την πυροβολούσαν στον δρόμο. Μόνο όταν της μίλησα και την είχα παρακαλέσει για πολλή ώρα, έφυγε από το σπίτι με το παιδί στην αγκαλιά και μερικά πράγματα. Την βοήθησα για λίγο και μετά την αποχαιρέτησα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω το λυπημένο και γεμάτο αγωνία βλέμα της». Ο Otto Hofmann έφθασε στα Καλάβρυτα μαζί με άλλους εκείνο το πρωΐ και ήταν μεσημέρι, όταν όλα τα γυναικόπαιδα είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και συγκεντρώθηκαν στο Δημοτικό Σχολείο. ΄Οπως φαίνεται, η ομάδα του είχε την επιμέλεια να συγκεντρωθούν όλοι οι Καλαβρυτινοί στο Δημοτικό Σχολείο.
Ο Alfred Schaerer δηλώνει πολύ συγκεκριμένα: «΄Ημουν ασυρματιστής στην ομάδα επικοινωνίας Engelhardt και εγώ ο ίδιος έκανα την αποκρυπτογράφηση της τελικής αγγελίας για την Επιχείρηση Καλάβρυτα. Σ’ αυτήν την αγγελία, δεν μιλούσε για 1.000 νεκρούς, 12/χρονους, κ.λπ. αλλά για 511 νεκρούς στα Καλάβρυτα.[7] Δεν μπορεί να ήταν 1.200 ή πιο πολλοί νεκροί, γιατί έτσι η πόλη έπρεπε να ήταν φίσκα από αντάρτες.
Ο Eberhard Rondholz στα δημοσιεύματά του, δίνει λόγο σε έναν Καλαβρυτινό: «Σήμερα ακόμα στα Καλάβρυτα μιλάνε για εκείνον τον στρατιώτη, που άνοιξε την πόρτα για τις γυναίκες και τα παιδιά που είχαν κλειστεί στο σχολείο και ο οποίος αργότερα εκτελέστηκε με συνοπτική διαδικασία από τους δικούς του, επειδή είχε πράξει αντίθετα με τις διαταγές του. Θέλουμε να τιμήσουμε τον άνθρωπο αυτόν, ο οποίος ήταν ο μοναδικός που έδειξε ανθρωπιά την ώρα της καταστροφής», μου είπαν πολλές φορές στα Καλάβρυτα, «μήπως να του φτιάξουμε μνημείο... Αλλά δεν ξέρουμε ούτε πως τον λένε, και δεν έχουμε ούτε φωτογραφία του». Με ρώτησαν αν θα μπορούσα να μάθω τίποτα σχετικό στη Γερμανία, ίσως εάν θα μπορούσα να βρω τα παιδιά του. Για να το πω αμέσως: η έρευνά μου ήταν μάταια. Στα πρακτικά της 117 Jager Division, στα οποία υπάρχουν λεπτομερή στοιχεία, για την καταστροφή των Καλαβρύτων και των γύρω χωριών και Μοναστηρίων, δεν αναφέρεται καμία εκτέλεση, με συνοπτική διαδικασία ενός μέλους των ομάδων μάχης Gnass, Juppe και Ebersberger. Μήπως για «καλό άνθρωπο των Καλαβρύτων» είναι η ίδια υπόθεση όπως με εκείνον τον Γερμανό στρατιώτη, για τον οποίο οι κάτοικοι του Γιουγκοσλαβικού Smederevska Palanka έφτιαξαν ένα μνημείο, επειδή έλεγαν ότι πριν σαράντα (40) χρόνια, στις 20 Ιουλίου 1941, αρνήθηκε να λάβει μέρος σε εκτέλεση ομήρων; Και για εκείνον τον άνθρωπο, το όνομά του ήταν Josef Schulz και η καταγωγή του ήταν από το Wuppertal – οι κάτοικοι του Smederevska Palanka κατάφεραν να βρουν το όνομά του, έλεγαν ότι εκτελέστηκε από τους δικούς του. ΄Ερευνες στην κεντρική υπηρεσία της κρατικής νομικής διοίκησης (Landesjustizverwaltung), για την διαλεύκανση ναζιστικών εγκλημάτων στο Ludwigsburg, είχαν το αποτέλεσμα ότι ο Josef Schulz, την ημέρα της εκτέλεσης των ομήρων, είχε ήδη πεθάνει. Είχε σκοτωθεί μία ημέρα πριν σε επίθεση ανταρτών. Αλλά στο Smederevska Palanka σήμερα ακόμα, πολύς κόσμος, δεν πιστεύει αυτό το σκηνοθετημένο τρόπο του θανάτου του. Θέλουν να τον θυμούνται σαν ένα δίκαιο, μεταξύ τόσων κτηνανθρώπων. Και έτσι και σήμερα στα Καλάβρυτα, ακόμα πολλοί πιστεύουν, σ’ αυτόν τον ένα μοναδικό, που έδειξε ανθρωπιά εκείνη την ημέρα του Δεκεμβρίου του 1943 και ο οποίος γι’ αυτό πλήρωσε με τη ζωή του.
Ο Ταγματάρχης Γιόχαν Λάνγκε που στις 13.12.1943.έδωσε από το Ξενοδοχείο Αναστασοβήτη με φωτοβολίδες την εντολή της εκτέλεσης |
Ο Josef Tischler, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην Επιχείρηση Καλάβρυτα, χρόνια αργότερα μίλησε με τη γυναίκα του τότε παππά των Καλαβρύτων, η οποία επίσης ήταν κλεισμένη στο σχολείο και έμαθε: Κανείς δεν απελευθέρωσε τις γυναίκες και τα παιδιά, αλλά οι ίδιες έσπρωξαν την πόρτα και άνοιξε και τότε μια γριά είχε πατηθεί και πέθανε. Μόνο εάν πράγματι έγινε έτσι, εξηγείται ο θάνατος της γυναίκας αυτής. ΄Ανθρωποι ορμάνε έξω με πανικό. Ο Δημήτρης Καλδίρης κάπως συγκαλύπτει το ατύχημα: «΄Ενα κύμα από γυναίκες και παιδιά χύθηκε στους δρόμους, πάτησε με άγριο πανικό μία γριά γυναίκα... και την άφησε πίσω νεκρή. Αλλά έπρεπε να σταματήσουν; Παντού φωτιά, όλη η πόλη φλεγόταν σαν πυρσός. ΄Ετρεμαν από το φόβο και οι καρδιές τους πήγαιναν να σπάσουν...» και συνεχίζει αναφέροντας τις Μαρία Αλεβιζάτου και Δέσποινα Λέκκα, οι οποίες έφτασαν στα Καλάβρυτα οκτώ (8) ημέρες μετά τις εκτελέσεις. «Οι γυναίκες και τα παιδιά ήταν κλεισμένοι στο σχολείο, αλλά έσπασαν την πόρτα και ξέφυγαν από τη φωτιά».
Παρά αυτήν τη σαφή μαρτυρία, ο Δημήτρης Καλδίρης, παρουσιάζει την υπόθεση τελείως διαφορετικά:[8] «Εν τω μεταξύ, η πόλις ήταν βυθισμένη στις φωτιές. Τα σπίτια κοντά στο σχολείο είχαν πιάσει φωτιά. Πυρσοί πετάχθηκαν στην αυλή του σχολείου. ΄Ολα πιάσαν φωτιά και μία γυναίκα φώναξε: Οι εγκληματίες θέλουν να μας κάψουν. Καιγόμαστε. Βοήθεια! Ο φύλακας στην πόρτα ήταν από την Αλσατία. Εκείνος και η δασκάλα, η δεσποινίς Καλπούρου, μίλησαν Γαλλικά. Πράττω αντίθετα με τις διαταγές μου, είπε. Θα με σκοτώσουν, το ξέρω. Αλλά η συνείδησή μου δεν μ’ αφήνει να κάνω αλλιώς. Είμαι πατέρας, έχω μεγάλη οικογένεια. Μόνο ο Θεός ξέρει, εάν θα τους ξαναδώ. Και δεν τους είδε ξανά. Δεν επέστρεψε ποτέ σπίτι του. ΄Ανοιξε την πόρτα και άφησε τις γυναίκες και τα παιδιά να φύγουν. ΄Οπως φαίνεται, οι Γερμανοί δεν είχαν διατάξει να καούν οι γυναίκες και τα παιδιά, αλλά όλοι νόμισαν ότι θα καίγονταν μαζί με το σχολείο. ΄Οταν βγήκαμε από την έξω πόρτα του σχολείου είδαμε αυτόματα μπροστά μας. Δεν ξέραμε εάν θα πυροβολούσαν. Φύγαμε από το σχολείο τρέχοντας». Ο ισχυρισμός του Καλδίρη, για τον καλό στρατιώτη, που έσωσε τα γυναικόπαιδα, πρέπει να χαρακτηρισθεί σαν σκέτο προϊόν φαντασίας. Μεταξύ των Αλσατών δεν υπήρχαν πατέρες με μεγάλες οικογένειες, επρόκειτο, χωρίς εξαίρεση, για νέους των κλάσεων 21-24. Και ποιές διαταγές εννοούσε ο Αλσατός και γιατί φοβόταν μήπως τον σκοτώσουν οι Γερμανοί;
-----
[1] Βλ. Ιστορικό Αρχείο Κανελλόπουλου (Ι.Α.Κ.) Μνημονικό Μαγνητοφωνημένο Πρωτόκολλο Νο 89. Ελληνικά Ντοκουμέντα. Εκκλησιαστική Πλευρά. Απόψεις του Μητροπολίτου κ. Κωνστάντιου (Χρόνη) – Πάνου Νικολαΐδη – Κριτικά Συμπεράσματα του Μητροπολίτη Καλαβρύτων-Αιγιάλειας κ. Αμβροσίου για την Επιχείρηση Καλάβρυτα.
[2] Μνήμες Αθανασιάδη Σωκράτη.
[3] Μνήμες Χατζή Θεόδωρου.
[4] Μνήμες Παπαδημητρίου Λάμπη.
[5] Ιστορικό Αρχείο Κανελλόπουλου, Μνημονικό Πρωτόκολλο Νο 57, σ. 13, απόψεις του διασωθέντος από τη σφαγή Παναγιώτη Σαμαρτζόπουλου.
[6] Επιστολή Otto Hofmann προς το συγγραφέα (19.10.1993), με την οποία περιγράφει τον τρόπο εμπρησμού των σπιτιών στα Καλάβρυτα στις 13.12.1943, ενέργεια στην οποία ήταν υπεύθυνος.
[7] ΄Εκθεση του Schaerer προς το συγγραφέα (12.11.1993) σχετική με τον αριθμό των εκτελεσθέντων Καλαβρυτινών. Απάντηση σε ειδικό ερωτηματολόγιο του συγγραφέα.
[8] Ο Δημήτριος Καλδίρης, στη συνέλευση της ΄Ενωσης Καλαβρυτινών Αθήνας, το 1989, σε σχετική ερώτηση του συγγραφέα για το θέμα του σωτήρα Αυστριακού, ομολόγησε αβίαστα ότι «...το μύθο του Αυστριακού σωτήρα τον δημιούργησε μόνος του γιατί έτσι συνέφερε την περίπτωση των Καλαβρύτων και δεν έχει κανένα πρόβλημα να τον καταργήσει...». Με βάση αυτή τη μυθοπλασία, η ΄Ενωση Καλαβρυτινών Αθήνας, προέβη στην ανέγερση «τιμητικής βρύσης», στην είσοδο της πόλης, για να τιμήσει τον ξανθό Σωτήρα της πόλης. Μετά τις αποκαλύψεις του συγγραφέα, η ΄Ενωση Καλαβρυτινών Αθήνας και πολλοί άλλοι μυθοπλάστες ξέχασαν τον Αυστριακό σωτήρα...
Φωτο Δημοτικο Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτωματος
Φωτο Δημοτικο Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτωματος
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.