Ιχνηλατώντας τον οικιστικό τομέα και τις οχυρώσεις του αρχαίου πολίσματος του Ηραίου Περαχώρας με τα πολύπλοκα υπόγεια και υπέργεια υδραυλικά έργα
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος στο αρχαίο Ηραίο Περαχώρας θα εξετάσουμε τα οικοδομικά κατάλοιπα μίας περιοχής του ακρωτηρίου Μελαγκάβι, τα οποία μολονότι παραμένουν στην αφάνεια, εντούτοις παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, έχοντας και μία αδιόρατη αινιγματική χροιά. Πρόκειται για τον οικιστικό τομέα του ιερού της Ήρας Ακραίας, που εντοπίζεται στο επίπεδο έδαφος περί τα 600 μέτρα βορειοανατολικά από τον οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο. Μέσα από την τοποθεσία διέρχεται η επαρχιακή οδός που οδηγεί στο λατρευτικό συγκρότημα του ακρωτήριου Μελαγκάβι, αλλά είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθεί ο ανυποψίαστος επισκέπτης τα υφιστάμενα κτιριακά ερείπια εκατέρωθεν του οδοστρώματος. Ακόμα και αν σταματήσει από περιέργεια στο σημείο της πινακίδας με την ενδεικτική επιγραφή «αρχαία κρήνη Ηραίου» για να περιεργαστεί τα υπολείμματα ενός κρηναίου οικοδομήματος, τίποτα δεν τον προϊδεάζει ότι στην αρχαιότητα σχηματίζονταν στην εγγύτητα του ένα πόλισμα, το οποίο διέθετε ένα προηγμένο και πρωτοποριακό δίκτυο υδροδότησης, απαρτιζόμενο από δεξαμενές, αγωγούς διοχέτευσης ύδατος, υπόγειες σήραγγες και βαθιά υδροσυλλεκτικά φρεάτια. Μάλιστα το διαλαμβανόμενο σύστημα υδραγωγείου ενδεχομένως να προεκτείνονταν και να τροφοδοτούσε και τις εγκαταστάσεις του λατρευτικού συγκροτήματος, ενώ στο σύνολο του θεωρείται ως ένα από τα αρτιότερα και εκτενέστερα υδραυλικά έργα σε πανελλαδικό επίπεδο, προσλαμβάνοντας μία εξέχουσα επιστημονική σπουδαιότητα.
Ο κατοικημένος τόπος του Ηραίου επισημάνθηκε και επιθεωρήθηκε περιορισμένα, παράλληλα με τις αρχικές ανασκαφές στον χώρο του ιερού την περίοδο 1930 – 1933, που διενεργήθηκαν υπό την διεύθυνση του Humfry Payne, τότε διευθυντή της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών(1). Μεγαλύτερη βαρύτητα δόθηκε στα ασυνήθιστα υδραυλικά έργα, τα οποία εξερευνήθηκαν από τον νεαρό σπουδαστή E. J. Andre Kenny, ενώ εκπονήθηκε ένα τοπογραφικό διάγραμμα με τις θέσεις των οικοδομικών ερειπίων και έγινε μία πρωτογενής προσπάθεια ταυτοποίησης τους. Τα έτη 1938 – 1939 διεξήχθη μία συμπληρωματική επισκόπηση του χώρου από τον Thomas Dunbabin, συμπεριλαμβάνοντας και τις διακρινόμενες οχυρώσεις στην φερόμενη ως «ακρόπολη» περί τον φάρο Μελαγκάβι και στην θέση του σημερινού παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου. Όμως οι σχετικές εκθέσεις του Αυστραλού αρχαιολόγου δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ, καθόσον διακόπηκαν απότομα οι ανασκαφικές δραστηριότητες εξαιτίας της δίνης του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και μετά από την λήξη του τα υπόψη κείμενα παρέμειναν στο στάδιο του προσχεδίου.
Το χρονικό διάστημα 1964 – 1966 πραγματοποιήθηκε περιοδικά μία μεθοδικότερη επανεξέταση του οικιστικού τομέα από τον καθηγητή αρχαιολογίας Richard Tomlinson, με την επιτόπια συνδρομή του ειδήμονος πλέον στα αρχαία υδραυλικά συστήματα E. J. Andre Kenny(2). Μεταξύ άλλων καθαρίστηκαν οι διακρινόμενες θεμελιώσεις από την βλάστηση και τις επιχωματώσεις, διανοίχτηκαν διερευνητικές τομές και έγιναν επικαλυπτικές κατοπτεύσεις σε επιλεγμένα σημεία. Ωστόσο, οι εργασίες επικεντρώθηκαν κυρίως στις πρωτεύουσες υποδομές υδραγωγείου, με σκοπό την πλήρη αποσαφήνιση της λειτουργίας τους. Ο Richard Tomlinson παρέθεσε τα περιληπτικά πορίσματα του στα Αρχαιολογικά Δελτία των ετών 1967 και 1968. Επίσης, ο εν λόγω Βρετανός επιστήμονας, το 1969 δημοσίευσε την μοναδική εξειδικευμένη μελέτη για το σύνολο των κτιριακών καταλοίπων και των λοιπών εγκαταστάσεων, που είχαν εντοπιστεί έξω από τα όρια της παράλιας τοποθεσίας του λατρευτικού συγκροτήματος του Ηραίου.
Μία ακόμα επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα διενεργήθηκε το έτος 1973 στα βαθιά φρεάτια συλλογής ύδατος στην νοτιοανατολική πλευρά του πεδίου, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ανακαλύφθηκε μία υπερμεγέθης ανοιχτή δεξαμενή, κυκλικού σχήματος, στις νοτιοδυτικές παρυφές του. Έκτοτε δεν αναλήφθηκαν περαιτέρω συστηματικές ανασκαφικές εργασίες, ούτε αξιοποιήθηκε το μέρος, με αποτέλεσμα τα σωζόμενα κτιριακά κατάλοιπα να ενσωματωθούν ξανά με το φυσικό περιβάλλον και η αρχαία πόλη του Ηραίου μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί μέχρι πρόσφατα ως εντελώς αθέατη. Ωστόσο, μετά τον Οκτώβριο του 2019 διενεργήθηκαν υπό την αιγίδα της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, εργασίες καθαρισμού από την βλάστηση σε ορισμένες θεμελιώσεις αρχαίων κτισμάτων, αποκαλύπτοντας ξανά τα περιγράμματα τους. Ας ελπίσουμε ότι αυτή είναι η αρχή της ανάδειξης του πολίσματος του Ηραίου και όχι απλώς ένα περιστασιακό γεγονός.
Στην συνέχεια του παρόντος άρθρου, θα επιδιώξουμε να κάνουμε μία συνοπτική παρουσίαση των ανακαλυφθέντων κτισμάτων εντός και εκτός της διαφαινόμενης οικιστικής ζώνης, του περίπλοκου υδραυλικού συστήματος και των διατηρούμενων οχυρώσεων. Όμως δεν θα υπεισέλθουμε σε κατασκευαστικές λεπτομέρειες, αναφέροντας μόνο τα βασικά ή ενδιαφέροντα δομικά χαρακτηριστικά, προκειμένου να αποφύγουμε έναν κουραστικό πλατειασμό. Επιπρόσθετα θα εμβαθύνουμε στην ιδιοσυγκρασία του πολίσματος, επιζητώντας να προσδιορίσουμε την φύση του, δηλαδή αν ανταποκρίνεται σε μία συγκροτημένη αρχαία κώμη ή αν είχε μία διαφορετική ταυτότητα σχετιζόμενη στενά με το ιερό της Ήρας Ακραίας. Σε αυτό το εγχείρημα θα βασιστούμε κατά βάση στις αξιολογήσεις και στα συμπεράσματα του Richard Tomlinson, που πηγάζουν μέσα από ορθολογιστικές αναλύσεις όλων των ανασκαφικών δεδομένων, μολονότι αμφισβητήθηκε μάλλον κάπως ανερμάτιστα, η εκτίμηση του ως προς τον τρόπο άντλησης του ύδατος από τα βαθιά φρεάτια. Δυστυχώς, καθώς το μέρος δεν αποτελεί έναν οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο, όπως προαναφέρθηκε η πλειονότητα των οικοδομικών καταλοίπων δεν είναι άμεσα ορατή, λόγω των φυσικών επιχωματώσεων και της βλάστησης, ενώ από ορισμένα έχουν απομείνει πλέον μόνο λίγοι μεμονωμένοι δόμοι από τις θεμελιώσεις, πιθανότατα λόγω μίας σκόπιμης αφαίρεσης των υπολοίπων παλαιότερα για την δημιουργία καλλιεργήσιμου εδάφους. Προκειμένου να απαλείψουμε εικονικά αυτό το πρόβλημα και να γίνει κατανοητή η μορφή και η χωροταξία των μνημείων, θα παραθέσουμε επαρκές νεότερο και αρχειακό φωτογραφικό υλικό, καθώς και προσανατολιστικές τοπογραφικές αποτυπώσεις και αρχιτεκτονικά σχεδιαγράμματα από τις σχετικές μελέτες του Βρετανού αρχαιολόγου.
Ο πυρήνας του οικιστικού ιστού φαίνεται ότι αναπτύσσονταν στο πεδινό μέρος, ανάμεσα στην ασφαλτόστρωτη οδό και την έναντι βραχώδη εδαφική έξαρση, όπου βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, χτισμένο σε ένα μικρό πλάτωμα στην παράκτια πλευρά της. Σε αυτή την έκταση εντοπίζονται τα υπολείμματα από αραιά οικοδομικά συμπλέγματα με δρόμους και ευθύγραμμη ρυμοτομία, καθώς και μεμονωμένα κτίσματα. Ωστόσο τα πιο αναγνωρίσιμα κατάλοιπα είναι εκείνα του ανασκαμμένου κρηναίου οικοδομήματος, που απαντώνται αμέσως βόρεια του σύγχρονου οδοστρώματος, συνιστώντας μία εύκολη αφετηρία για την ανεύρεση της θέσης των υπολοίπων αρχαίων υποδομών. Έτσι λοιπόν, περί τα 70 μέτρα νοτίως από το συγκεκριμένο σταθερό σημείο συσχετίσεως, εντοπίστηκαν τα κρηπιδώματα από μία συστάδα τεσσάρων οικημάτων (συστάδα κτιρίων Β) και το ίχνος ενός δρόμου(3), που διέρχονταν ανάμεσα τους. Στο ένα εξ’ αυτών διασώζονταν σε ικανοποιητική κατάσταση το περίγραμμα του, όμως έπειτα από μία ανασκαφή σε βαθύτερο στρώμα εξακριβώθηκε ότι ουσιαστικά είχε κτιστεί πάνω στα ερείπια ενός προγενέστερου κτιρίου. Η ανέγερση του τελευταίου ανάγεται πιθανόν στην ύστερη Γεωμετρική περίοδο (760 – 700 π. Χ.), όπως συνάγεται από την ευρεθείσα κεραμική των αρχών του 7ου αιωνία π. Χ..
Το πρώιμο κτίσμα της συστάδας Β είχε ένα αυστηρά ορθογώνιο σχήμα, διαστάσεων περί τα 8,45 Χ 4,20 μέτρα και επονομάστηκε συμβατικά από τους ανασκαφείς ως «μέγαρον (megaron)». Η δε πρόσοψη του φέρεται να έβλεπε προς τα δυτικά, όπου ενδεχομένως να διαμορφώνονταν ένα πρόστεγο μπροστά από την είσοδο του μοναδικού δωματίου του, που το εσωτερικό μήκος του υπολογίζεται σε 5,10 μέτρα περίπου. Η δε παντελής απουσία θραυσμάτων από κεραμίδια, υποδηλώνει ότι η οροφή του μάλλον διέθετε αχυροσκεπή. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους η αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του προσιδιάζει με το κτιριακό πρότυπο των πήλινων αναθηματικών οικίσκων, οι οποίοι βρέθηκαν στον χώρο του ιερού της Ήρας Ακραίας και παραπέμπουν στον αψιδωτό ναό των Γεωμετρικών χρόνων. Αν και στο υπόψη οίκημα στον τομέα του πολίσματος του Ηραίου δεν σχηματίζεται αψίδα στο ανατολικό άκρο του, εντούτοις εικάζεται ότι θα μπορούσε να συνιστά ένα ναϊκό οικοδόμημα. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν τα κεραμικά ευρήματα των Πρωτοκορινθιακών χρόνων, που το μεγαλύτερο μέρος τους ανήκει σε μικρογραφίες αγγείων αφιερωματικού τύπου(4). Στον αντίποδα, έχει εκφραστεί η άποψη πως είναι προτιμότερο να μην αποδοθεί στο κτίριο μία θρησκευτική φυσιογνωμία, καθόσον θα ήταν μία παρακινδυνευμένη παραδοχή, αλλά ότι το ίδιο συνιστούσε περισσότερο ένα εμπορικό κατάστημα. Σε αυτή την περίπτωση, τα αναθηματικά αντικείμενα ερμηνεύονται ως τεχνουργήματα προς πώληση στους προσερχόμενους προσκυνητές, για να τα προσφέρουν στην θεά.
Με το πέρασμα στη Αρχαϊκή εποχή το υπόψη αμφιλεγόμενο οικοδόμημα ήταν ήδη ερειπωμένο, όταν πάνω από τις επιχωματώσεις του ανεγέρθηκε μία μεγαλύτερη υποδομή, που φαίνεται ότι ήταν μία κατοικία, μέγιστων οριζόντιων διαστάσεων 20 Χ 13, 50 μέτρα περίπου. Απαρτίζονταν μάλλον από τέσσερα δωμάτια, τα οποία διατάσσονταν ανά δύο εκατέρωθεν μίας κεντρικής περίκλειστης αυλής(5), η είσοδος της οποίας ανοίγονταν στην βόρεια πλευρά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βορειότερο διαμέρισμα της ανατολικής πτέρυγας, εσωτερικών διαστάσεων 3,20 Χ 4,40 μέτρα, καθώς διαπιστώθηκε ότι περιμετρικά των τοίχων διέτρεχε ένας χαμηλός αναβαθμός, πλάτους 80 εκατοστών και ύψους 10 εκατοστών, πάνω στον οποίο εκτιμάται ότι ήταν τοποθετημένα τουλάχιστον πέντε ανάκλιντρα. Πρόκειται λοιπόν αναμφισβήτητα για τον «ανδρώνα» της κατοικίας, μία επίσημη αίθουσα συμποσίων όπου ο ιδιοκτήτης δεξιώνονταν τους φιλοξενούμενους του. Το δε υλικό που ανακτήθηκε από το επίπεδο των θεμελιώσεων του είναι αποκλειστικά Αρχαϊκού ύφους και ειδικότερα το είδος της κεραμικής υποδεικνύει μία αναγωγή εντός του 6ου αιώνα π. Χ.(6).
Από τα υπόλοιπα τρία κτίσματα της συστάδας κτιρίων Β διατηρούνταν πολύ αποσπασματικά υπολείμματα από τους τοίχους και τα κρηπιδώματα τους, με συνέπεια να μην μπορεί να διευκρινιστεί η κάτοψη τους. Από τα αραιά ευρήματα της ανασκαφής τους προκύπτει ένα χρονικό φάσμα κατοίκησης από τον πρώιμο 7ο αιώνα π. Χ. έως τους Κλασσικούς χρόνους(7).
Γύρω στα 20 μέτρα στα νοτιοανατολικά της Αρχαϊκής κατοικίας με τον «ανδρώνα», εντοπίστηκαν οι θεμελιώσεις άλλων δύο γειτονικών υποδομών (συστάδα κτιρίων Α). Το βορειότερο εξ’ αυτών ήταν ένα ευμέγεθες τετράγωνο οικοδόμημα, οριζόντιων διαστάσεων 18 Χ 11,80 μέτρα. Λόγω της μερικής διατήρησης των διαχωριστικών τοιχωμάτων του, δεν μπορεί να αποσαφηνιστεί επακριβώς η εσωτερική του διαρρύθμιση, πλην όμως κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για μία οικία. Η εξώθυρα βρίσκονταν στο μέσο του βόρειου τοίχου, καθόσον εκεί ανακαλύφθηκε ένα επιμελημένο πλακόστρωτο κατώφλι, όπου ενδεχομένως να σχηματίζονταν ένα πρόπυλο. Αυτή η είσοδος πρέπει να έβαινε σε μία αίθρια αυλή. Η οικία φαίνεται να διέθετε μία σειρά τριών δωματίων κατά μήκος της νότιας πλευράς, ενώ διακρίνεται καθαρά το περίγραμμα ακόμα ενός στην βορειοδυτική γωνία. Από την επιμελημένη κατασκευή της τοιχοποιίας πιστεύεται ότι η ανέγερση του χρονολογείται στον 5ο – 4ο αιώνα π. Χ.. Ωστόσο σύμφωνα με το αρχαιολογικό πόρισμα του Thomas Dunbabin στα 1939, το τετράγωνο οικοδόμημα «είχε κτιστεί πάνω στα προγενέστερα κατάλοιπα ενός ακανόνιστου αψιδωτού σπιτιού του 6ου αιώνα π. Χ.», μία γνωμάτευση που ανάγει έμμεσα την χρήση της θέσης πίσω στον πρώιμο 7ο αιώνα π. Χ..
Αμέσως μετά από τον νότιο τοίχο της παραπάνω κτιριακής εγκατάστασης διαμορφώνεται ένα δεύτερο κτίσμα, το οποίο θεωρείται ότι έχει οικοδομηθεί την ίδια χρονική περίοδο, καθόσον εμφανίζει παρόμοια λιθοδομή. Πρόκειται για μία μικρή επιμήκη κατοικία, που αποτελούνταν από δύο διαδοχικά δωμάτια έχοντας ένα προαύλιο μπροστά την είσοδο του δυτικότερου, καταλαμβάνοντας μία έκταση μήκους 12,50 μέτρων και πλάτους 5,60 μέτρων κατά προσέγγιση. Η νότια πλευρά του ήταν ενσωματωμένη σε έναν αναλημματικό τοίχο, ο οποίος εκτείνονταν περαιτέρω προς ανατολικά και πίσω από αυτόν ίσως να διέρχονταν ένας δρόμος. Η πρόσβαση στον αύλειο χώρο του δεύτερου κτίσματος γίνονταν από ένα πέρασμα, που ανοίγονταν πλησίον της νοτιοδυτικής γωνίας της πρώτης μεγαλύτερης οικίας, ενώ ανάμεσα στα δύο κτίρια δημιουργούνταν ένας στενός διάδρομος μήκους 8 μέτρων περίπου, βγάζοντας σε ένα ευρύ νωτιαίο πλάτωμα. Μάλιστα, εξαιτίας αυτής της στενής διασύνδεσης τους, προκαλείται η εντύπωση ότι ανήκουν σε ένα ενιαίο οικοδομικό σύμπλεγμα.
Σε απόσταση 50 μέτρα βορειοανατολικά από το συγκρότημα των δύο κατοικιών, παρατηρήθηκε η πυκνότερη συγκέντρωση υποδομών (συστάδα κτιρίων Ζ) στον πεδινό τομέα του πολίσματος του Ηραίου. Πρόκειται για έναν συνοικισμό με ορόσημο έναν μικρό ναό, ο οποίος διέθετε ένα προαύλιο ή ένα υπαίθριο τέμενος(8) και περιβάλλονταν από πέντε καταμετρημένα κτίσματα. Κατά την αρχαιολογική έρευνα την περίοδο 1930 – 1933, είχαν επισημανθεί διάσπαρτα κτιριακά κατάλοιπα περιμετρικά στην εγγύτερη περιοχή, που αποτυπώθηκαν από τον Humfry Payne στο σχεδιάγραμμα του χώρου, αλλά πλέον είτε δεν υφίστανται, είτε έχουν δεχτεί επιχωματώσεις και δεν είναι ορατά. Προς τα δυτικά αυτού του οικιστικού συνόλου φαίνεται ότι διαγράφονταν μία πλατεία, ενώ στα νότια του διέρχονταν ο κεντρικός δρόμος του κατοικημένου τόπου.
Από τον μικρό ναό διασώζεται επιχωματωμένο το ορθογώνιο περίγραμμα της λίθινης θεμελίωσης του, διαστάσεων 7,64 X 9,96 μέτρων Η πρόσοψη του βρίσκονταν στην δυτική του πλευρά και εκτιμάται ότι πρέπει να διαμορφώνονταν από πλάγιους τοίχους (παραστάδες) και ενδιάμεσους κίονες, ενώ περίπου στα 4 μέτρα από αυτήν ένας εγκάρσιος τοίχος διαχώριζε τον πρόδομο (πρόναο) από τον σηκό. Άρα λοιπόν το οικοδόμημα ανήκε στον αρχιτεκτονικό τύπο του απλού ναού «εν παραστάσι». Μολονότι δεν έχουν εντοπιστεί υπολείμματα των τοίχων του, εντούτοις εικάζεται πως ήταν κατασκευασμένα είτε από αργούς λίθους, είτε από ωμόπλινθους πάνω σε ένα λιθόκτιστο κρηπίδωμα. Η δε οροφή του καλύπτονταν μάλλον από κεραμοσκεπή, καθώς βρέθηκαν κεραμίδια του 5ου αιώνα π. Χ.. Μπροστά από την πρόσοψη του υπήρχε ένα μικρό προαύλιο, ίσως έχοντας τον ρόλο τεμένους, με τοιχία από μεγάλους ακανόνιστους ογκόλιθους και με πρόσβαση από την βόρεια πλευρά. Όσον αφορά την λατρευτική υπόσταση του ναού, ο Richard Tomlinson διατυπώνει την τολμηρή υπόθεση πως ενδεχομένως να ήταν αφιερωμένος στην θεά Άρτεμη, λόγω του ασυνήθιστου δυτικού – ανατολικού προσανατολισμού του(9). Από τα σποραδικά επιφανειακά ευρήματα εξυπονοείται μια γενικότερη δραστηριότητα στην θέση από τους Αρχαϊκούς χρόνους έως τον 4ο αιώνα π. Χ. και ίσως κάπως μεταγενέστερα. Ωστόσο για την ανέγερση του ναού προτείνεται μία δυνητική χρονολόγηση στα μέσα του 5ου αιώνα π. Χ., πιθανώς λίγο πριν τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431 – 404 π. Χ.).
Στο επίπεδο έδαφος ανάμεσα στον ναό και τον κάτωθεν διερχόμενο κεντρικό δρόμο, εντοπίστηκε μία σειρά τριών κατοικιών, οι οποίες εμφανίζουν παρόμοια διαρρύθμιση. Είχαν ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχήμα και απαρτίζονταν από δύο δωμάτια στο βόρειο τμήμα τους, που έβλεπαν σε μία μπροστινή αυλή προς νότο. Οι μέγιστες εξωτερικές διαστάσεις των δύο δυτικότερων κτισμάτων είναι 8,20 Χ 11, 80 μέτρα και 8,80 Χ 12,32 μέτρα. Από το τρίτο οίκημα δεν διασώζεται ολόκληρο το περίγραμμα του, αλλά το μετρήσιμο μήκος του κάθετου άξονα του ανέρχεται στα 11,20 μέτρα, ενώ το δυτικό του δωμάτιο θεωρείται ότι ενδεχομένως να χρησιμοποιούνταν ως «ανδρώνας», καθώς διαπιστώθηκε η παρουσία ενός ελαφρά υπερυψωμένου αναβαθμού περιμετρικά στο δάπεδο, όπου θα μπορούσαν να εδράζονται ανάκλιντρα. Η πρόσβαση στις τρείς κατοικίες διενεργούνταν από τον κεντρικό δρόμο, μέσω μίας εξώθυρας στον νότιο τοίχο του περιβόλου. Η δε ομοιότητα στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και στην κάτοψη τους, φανερώνει ότι οικοδομήθηκαν την ίδια περίοδο. Πάντως η συλλεχθείσα κεραμική εντάσσεται σε ένα χρονικό εύρος από την Αρχαϊκή εποχή έως την ύστερη Κλασσική περίοδο (τέλος 5ου/αρχές 4ου αιώνα π. Χ.)(10).
Τα εναπομένοντα δύο καταλύματα από τις συνολικά πέντε κατοικίες της συστάδας κτιρίων Ζ, βρίσκονταν στα ανατολικά – νοτιοανατολικά του ναού, πλην όμως δεν είναι δυνατόν να διευκρινιστεί η αρχιτεκτονική τους μορφή, καθόσον διασώζονται ελάχιστα δομικά λείψανα.
Στην έκταση δυτικά της συστάδας κτιρίων Β ανιχνεύτηκαν πολυάριθμα απομεινάρια από τοιχία και διασκορπισμένους δόμους, που ανήκουν σε επτά κτίσματα, χωρίς να μπορεί να ανιχνευτεί το ακριβές σχήμα τους, ούτε είναι δυνατόν να τεθούν σε ένα ασφαλές χρονολογικό πλαίσιο. Κατανέμονται με κατεύθυνση προς τον χώρο του ιερού της Ήρας Ακραίας ανά συστάδες των δύο οικημάτων εκάστη (συστάδες κτιρίων C, E, F) και ενός μεμονωμένου σπιτιού (D I). Στον οικιστικό τομέα του Ηραίου διαπιστώθηκαν δομικές ενδείξεις για άλλες δύο ορθογώνιες παραλληλόγραμμές υποδομές, εκ των οποίων η μία βρίσκονταν βορείως του σύγχρονου δρόμου και η έτερη κείτεται πλέον κάτω από το ασφάλτινο οδόστρωμα του, ενώ επισημάνθηκε και ένας μακρόστενος περίβολος στο ανατολικό όριο της τοποθεσίας και στους πρόποδες της νότιας εδαφικής έξαρσης(11). Επίσης, η περιοχή πάνω από το κρηναίο οικοδόμημα χρήζει περαιτέρω διερεύνησης για την ύπαρξη τυχόν κτιριακών λειψάνων. Ακόμα βορειότερα, επί της κείμενης βραχώδους ράχης, παρατηρούνται πολλά μικρά αρχαία λατομεία, από όπου γίνονταν ο προσπορισμός του οικοδομικού υλικού για την κατασκευή των εγκαταστάσεων του λατρευτικού συγκροτήματος και του πολίσματος.
Άλλα δύο κτίρια ήρθαν στο φως εκτός του κατοικημένου τόπου, και συγκεκριμένα στο σημερινό μέρος στάθμευσης αυτοκινήτων του αρχαιολογικού χώρου του Ηραίου, τα κατάλοιπα των οποίων πλέον δεν υφίστανται(12). Το δυτικότερο επρόκειτο για ένα επίμηκες οικοδόμημα, διαστάσεων 5,60 Χ 14 μέτρα, διαιρούμενο σε δύο διαμερίσματα από μία εγκάρσια διαχωριστική μεσοτοιχία σε απόσταση 3 μέτρων από τον βόρειο τοίχο του. Το δεύτερο ήταν κτισμένο 36 μέτρα ανατολικότερα και απαρτίζονταν από δύο διπλανά δωμάτια, εσωτερικών διαστάσεων 4,4 Χ 4 μέτρα και 4,4 Χ 3,8 μέτρα περίπου, διαθέτοντας έναν διάδρομο μπροστά από την βόρεια πλευρά τους, ο οποίος κατέληγε στα ανατολικά σε μία θύρα. Για τα υπόψη κτίσματα δεν αναφέρεται καμία εκτίμηση ως προς την χρήση τους ή την χρονολόγηση τους, ενώ το μοναδικό συναφές στοιχείο προκύπτει από ένα ευρεθέν νόμισμα της αρχαίας Σικυώνας, αναγόμενο πιθανώς στον 4ο αιώνα π. Χ..
Σε απόσταση περίπου 450 μέτρων ανατολικά από το διαφαινόμενο πόλισμα του Ηραίου και πλησιέστερα προς την λίμνη της Βουλιαγμένης, ανασκάφηκε μία ευμεγέθης κατοικία από τον Thomas Dunbabin στα 1938 – 1939, η οποία αποκαλέστηκε συμβατικά με το επώνυμο του Αυστραλού αρχαιολόγου(13). Είχε κατασκευαστεί δίπλα από τον κύριο αρχαίο δρόμο, που διέρχονταν από τον οικιστικό τομέα και κατέληγε στο ιερό και στο ύψωμα της ακρόπολης, στην τοποθεσία του σημερινού φάρου Μελαγκάβι. Το κτίριο έχει συνολικές διαστάσεις 22,80 Χ 13,20 μέτρα και αποτελείται από πέντε διαμερίσματα, με το δυτικό τμήμα του να καταλαμβάνεται από ένα ευρύ προαύλιο. Έξω από την νοτιοδυτική γωνία του περιβόλου του, υφίσταται μία υπόγεια κινστέρνα σχήματος μπουκαλιού, διαθέτοντας ένα επιφανειακό στόμιο. Η κεντρική θύρα του ανοίγονταν στην νότια πλευρά και πίσω της εκτείνονταν ένας διάδρομος μήκους 9 μέτρων, που εκατέρωθεν του διαμορφώνονταν από δύο δωμάτια και κατέληγε σε μία μακρόστενη αίθουσα. Ωστόσο, τα δύο δωμάτια της δυτικής πτέρυγας είχαν την είσοδο τους από το μέρος της τειχισμένης αυλής. Η ερμηνεία αυτής της διαρρύθμισης είναι ότι προφανώς η ομάδα της βόρειας αίθουσας και των δύο ανατολικών δωματίων συνιστούσαν τα καταλύματα των ενοίκων, ενώ στα δυτικά τους είχε προσαρτηθεί ένα ξεχωριστό υποστατικό με προαύλιο, προοριζόμενο για τον σταβλισμό των ζώων, αλλά και για την εναποθήκευση υλικών και εργαλείων. Υπό αυτή την έννοια πρόκειται σαφώς περί μίας αγροικίας, που στον ιδιοκτήτη της πιθανότατα θα ανήκε και η περιμετρική καλλιεργήσιμη έκταση, όπως και οι κοντινοί λειμώνες. Με βάση τα ευρεθέντα πήλινα αντικείμενα(14), η ανέγερση της ανάγεται στον 4ο αιώνα π. Χ., και ενδεχομένως να συνδέεται με την χρονολόγηση της χάραξης του εισερχόμενου αρχαίου δρόμου.
Επίσης, σε μία δεύτερη θέση κοντά στην όδευση του εν λόγω κύριου δρομολογίου εντοπίζεται μία ακόμα κινστέρνα. Περίπου 2,70 μέτρα δυτικά από αυτή, διακρίνονται ορισμένες αποσπασματικές θεμελιώσεις τοίχων, υποδηλώνοντας ευθέως την ύπαρξη ενός κτίσματος, αλλά δεν έχουν εξεταστεί διεξοδικά. Ίσως λοιπόν εδώ να βρίσκονταν μία δεύτερη αγροικία, που το εξαρτώμενο κτήμα της να ήταν όμορο με την ιδιοκτησία της «κατοικίας Dunbabin».
Εκτός από το ρυμοτομικό ενδιαφέρον του, ο κατοικημένος τόπος του Ηραίου αποκτά μία απαράμιλλη επιστημονική σπουδαιότητα από την παρουσία ενός εξαιρετικά περίπλοκου και προηγμένου δικτύου υδροδότησης του 4ου αιώνα π. Χ., που οι προεκτάσεις του φέρεται πως έφταναν μέχρι τις κτιριακές εγκαταστάσεις του ιερού της Ήρας Ακραίας. Το σύνθετο τεχνικό έργο είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο, συνιστώντας ένα σημαντικότατο επίτευγμα αρχαίας υδραυλικής μηχανικής, καθώς εμφανίζει έναν συγκερασμό κατασκευαστικών εφαρμογών, πάνω και κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Αναμφίβολα η σύλληψη του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και η εκτελεστική αρτιότητα του, μαρτυρά με τον καλύτερο τρόπο το απαύγασμα της τεχνολογικής εξέλιξης των αρχαίων Ελλήνων ανά τους αιώνες στο υδρευτικό – αρδευτικό πεδίο, με λαμπρά παραδείγματα την αποστράγγιση της λίμνης Κωπαΐδας στην Βοιωτία από τους Μινύες περί τον 15ο – 13ο αιώνα π. Χ. και την διάνοιξη του περίφημου Ευπαλίνειου ορύγματος στο Πυθαγόρειο της Σάμου γύρω στο 550 – 530 π. Χ.. Ωστόσο η λειτουργία του δεν έχει ακόμα αποκωδικοποιηθεί, προκαλώντας πλείστες διχογνωμίες και συζητήσεις μεταξύ των ακαδημαϊκών.
Σύμφωνα με τον Richard Tomlinson το εντυπωσιακό σύστημα υδραγωγείου στο πλάτωμα του πολίσματος απαρτίζεται από τρία εργονομικά μέρη. Το πρώτο συγκροτείται από ένα υπόγειο καθοδικό κλιμακοστάσιο που οδηγεί σε τρία βαθιά υδροσυλλεκτικά φρεάτια, συγκοινωνούντα με σήραγγες, περιλαμβάνοντας και μία βορειοδυτική διακλάδωση προς ένα πηγάδι. Το δεύτερο στοιχειοθετείται από έναν μακρύ αγωγό όπου μεταβιβάζονταν το νερό μετά την άντληση του από τα φρεάτια. Και τέλος, το τρίτο αφορά ένα μνημειώδες κρηναίο οικοδόμημα με τρεις προσαρτημένες δεξαμενές, στις οποίες αποταμιεύονταν οι διοχετευόμενες ποσότητες ύδατος.
Εικόνα 12: Άποψη της εισόδου του καθοδικού κλιμακοστασίου, το οποίο οδηγεί υπογείως στο επίπεδο του πυθμένα των τριών βαθιών φρεατίων συλλογής ύδατος. Η θέση των φρεατίων στην τοποθεσία επισημαίνεται με το κόκκινο βέλος.
Η αρχή του καθοδικού κλιμακοστασίου είναι λιθόκτιστη και εντοπίζεται 65 μέτρα νοτίως του ασφαλτόστρωτου δρόμου, δίπλα από την νοτιοανατολική γωνία ενός σύγχρονου αγροκτήματος(15). Απέχει 58 μέτρα από το κεντρικό φρεάτιο και ακολουθεί ένα δρομικό υπόδειγμα. Σχηματίζεται από δύο παράλληλους τοίχους αντιστήριξης μήκους 6,30 μέτρων έως την είσοδο του υπόσκαφου συμπλέγματος, της οποίας η αυθεντική μορφή έχει διαταραχτεί αρκετά, καθώς το παρόν άνοιγμα εκτιμάται ότι είναι προϊόν λαθρανασκαφής. Από εδώ η προσέγγιση στο επίπεδο του πυθμένα των βαθιών φρεατίων πραγματοποιείται ουσιαστικά μέσω μία υπόγειας σήραγγας, που κατέρχεται με κλίση 27ο σε ένα βάθος περίπου 30 μέτρων.
Αυτή η στοά του κατερχόμενου κλιμακοστασίου έχει λαξευτεί στο φυσικό βραχώδες υπόστρωμα και τα τοιχώματα της έχουν παραμείνει εντελώς ακατέργαστα, έτσι ώστε στα τοιχώματα μπορούν να διακριθούν τα σημάδια από τις αιχμές των εργαλείων διάνοιξης (αξίνες, καλέμια κ.α.). Οι πλευρές δε είναι απολύτως κάθετες, αλλά κλίνουν ελαφρώς προς τα επάνω, δημιουργώντας μία θολωτή οροφή, σύμφωνα με το σύνηθες κατασκευαστικό πρότυπο παρόμοιων έργων. Η υπόγεια σήραγγα στην βάση της διαθέτει ένα εύρος 83 εκατοστών, ενώ η αντίστοιχη διάσταση κάτω από την καμπυλωτή επιστέγαση της είναι 68 εκατοστά. Το δε μέγιστο ύψος της ανέρχεται σε 1,85 μέτρα.
Τα σκαλοπάτια δεν είναι σμιλεμένα επιτόπου, αλλά αντιστοιχούν σε ξεχωριστούς δόμους σκληρού ασβεστόλιθου έκαστο και πιθανότατα προέρχονται από τα αρχαία λατομεία στις βόρειες παρυφές της περιοχής του πολίσματος του Ηραίου. Οι διαστάσεις τους είναι 97 Χ 55 Χ 18 εκατοστά, δηλαδή είναι λίγο μακρύτεροι από το πλάτος του υπόγειου περάσματος και κατά συνέπεια απαιτήθηκε μία επιπρόσθετη διάτρηση σε αμφότερες τις πλευρές των τοιχωμάτων για την επιμελή προσαρμογή τους. Το κλιμακοστάσιο προσέγγισης εκτιμάται πως διέθετε σκαλοπάτια σε όλο το μήκος του, αν και σε τρία σημεία πορείας τους είτε έχουν αποκολληθεί, είτε καλύπτονται από επιχωματώσεις και φερτά υλικά. Ο δε συνολικός αριθμός τους υπολογίζεται σε 159 ή 160 λίθινες βαθμίδες(16).
Στην επιφάνεια των τοιχωμάτων της σήραγγας του κλιμακοστασίου και ιδιαίτερα κατά μήκος της δυτικής πλευράς, παρουσιάζονται τουλάχιστον 22 μικρές εσοχές εκατέρωθεν. Διαθέτουν διαστάσεις 12 Χ 10 Χ 5 εκατοστά περίπου και έχουν λαξευτεί ανά διαστήματα σε ένα μέσο ύψος 75 εκατοστών από το εγγύτερο σκαλοπάτι. Αυτές οι κόγχες χρησίμευαν ως λυχνοστάτες, καθώς στην επίπεδη βάση τους εναποθέτονταν λύχνοι, μέσω των οποίων μπορούσε να φωτιστεί επαρκώς ολόκληρο το πέρασμα και έτσι να διευκολυνθεί η κίνηση στο εσωτερικό του(17). Επίσης, στα τοιχώματα της θολωτής στοάς διακρίνεται η διαδοχική γεωλογική διαστρωμάτωση του υπεδάφους(18), ενώ παρατηρούνται και αρκετές σχισμές, από όπου μπορούσε να βρει διέξοδο το νερό του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, ρέοντας ακόμα και σε αυτό το μεταβατικό τμήμα του υδροσυλλεκτικού συμπλέγματος.
Το καθοδικό κλιμακοστάσιο στο τέλος του διακλαδώνεται σε τρεις επιμέρους σήραγγες, οι οποίες σήμερα είναι σχεδόν απροσπέλαστες, καθώς περίπου μέχρι το μέσο του ύψους τους καλύπτονται από λασπώδη ιζήματα, ενώ κάποια τμήματα τους είναι φραγμένα εντελώς. Η μεσαία εξ’ αυτών συνέχιζε ευθεία για περίπου 5 μέτρα, δίνοντας πρόσβαση στο κεντρικό φρεάτιο από το δυτικό άκρο του. Η αριστερή σήραγγα μήκους 30 μέτρων, κατέληγε στο ανατολικό φρεάτιο μάλλον κοντά στο ανατολικό άκρο του, κάνοντας μία ελαφρά νότια καμπή ακριβώς στο κέντρο της. Ωστόσο, πρωτύτερα και περίπου 8,50 μέτρα από την αρχή της, διασταυρώνεται με μία δευτερεύουσα νότια διακλάδωση, η οποία οδηγεί στο ανατολικό άκρο του κεντρικού φρεατίου, αποτελώντας την δεύτερη δίοδο προσέγγισης σε αυτό το τεχνητό όρυγμα.
Η δεξιά σήραγγα κατευθύνεται ευθύγραμμα προς το δυτικό φρεάτιο, το οποίο συναντά μετά από απόσταση 16 μέτρων και εισέρχεται σε αυτό πλησιέστερα προς το δυτικό άκρο του. Λίγο πριν την απόληξη της ανοίγεται μία ελαφρώς στενότερη διακλάδωση, που βαίνει προς τα βορειοδυτικά πρακτικά σε μία γωνία 90ο. Έπειτα από περίπου 3 – 4 μέτρα αλλάζει ξανά πορεία κατά 90ο προς τα νοτιοδυτικά για άλλα 3 – 4 μέτρα και διατρέχει μέσα στην βορειοδυτική γωνία του φρεατίου, δημιουργώντας μία δεύτερη είσοδο σε αυτό.
Στην συνέχεια η δεξιά σήραγγα στρέφεται εκ νέου για 90ο και κατευθύνεται προς τα βορειοδυτικά σε ένα μήκος 36,50 μέτρων, ακολουθώντας μία ελαφρά καμπύλη όδευση. Αυτή η παράπλευρη διακλάδωση ανακαλύφθηκε από τον E. J. Andre Kenny κατά την αρχαιολογική έρευνα της περιόδου 1964 – 1966 και άγει απευθείας στον πυθμένα ενός πηγαδιού. Στην διαδρομή και σε απόσταση 21,28 μέτρων από την γωνία του δυτικού φρεατίου διακρίνεται μία εγκοπή στο νότιο τοίχωμα, από την οποία συμπεραίνεται ότι ενδεχομένως εδώ πρέπει να ήταν το σημείο συνάντησης των αρχαίων υπονομευτών, καθόσον από εδώ και πέρα αυξάνει ελαφρώς το εύρος του περάσματος, υποδηλώνοντας έναν κάπως διαφορετικό σχεδιασμό εκσκαφής. Όπως λοιπόν διατείνεται ο Richard Tomlinson, η συγκεκριμένη στοά κατασκευάστηκε με συγκλίνουσα λάξευση εκ των δύο άκρων της, με ταυτόχρονη εργασία από δύο συνεργεία, μία τεχνική ιδιαιτερότητα που καθιστά αυτό το υπόγειο τμήμα εφάμιλλης σπουδαιότητας κατ’ αναλογία με το Ευπαλίνειο όρυγμα της Σάμου.
Το πηγάδι έχει ελλειπτικό σχήμα, με κάθετες διαστάσεις 1,40 Χ 0,90 μέτρα, και η τωρινή κοιλότητα του κατέρχεται σε ένα ανιχνεύσιμο βάθος 18 μέτρων, ενώ είναι φραγμένη η διασύνδεση του με την υπόγεια διακλάδωση, καθώς πλέον ο πυθμένας του καλύπτεται από ένα παχύ στρώμα φερτών υλικών. Επιφανειακά το στόμιο του περιβάλλονταν από ορθογώνιους δόμους, οι οποίοι διατηρούνται σε μία σειρά, αλλά δεν είναι σαφές αν μορφοποιούνταν ψηλότερα περιμετρικά τοιχία. Αξιοσημείωτο είναι ότι εσωτερικά στις μακρύτερες πλευρές του παρατηρούνται λαξευμένες εσοχές ανά διαστήματα 50 εκατοστών, που χρησίμευαν ως στηρίγματα για την κατάβαση ή ανάβαση των τεχνιτών είτε κατά την διάνοιξη του, είτε μετέπειτα για τον περιοδικό καθαρισμό του.
Επιπλέον σε όλο το μήκος του συμπλέγματος των οριζόντιων σηράγγων υπάρχουν λυχνοστάτες σε επιλεγμένες θέσεις, από όπου θα μπορούσε να επιτευχθεί ο μέγιστος δυνατός φωτισμός. Μάλιστα, όπου απαιτούνταν περισσότερο φως, όπως για παράδειγμα στις γωνίες, οι κόγχες είναι γενικότερα μεγαλύτερες, προκειμένου να φιλοξενήσουν λύχνους με πολλαπλά ρύγχη. Παρά τις δυσχέρειες προσέγγισης λόγω των προσχώσεων, έχουν καταμετρηθεί 24 λυχνοστάτες στις σήραγγες επικοινωνίας των φρεατίων και 26 στην βορειοδυτική διακλάδωση προς το πηγάδι(19).
Από τα τρία βαθιά φρεάτια συλλογής ύδατος, που συνδέονται με τις σήραγγες επικοινωνίας, μόνο το ανατολικό διατηρεί το ορθογώνιο περίγραμμα του σε σχετικά καλή κατάσταση. Το μακρόστενο στόμιο των άλλων δύο έχει καταρρεύσει αποσπασματικά, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να γίνουν ακριβείς μετρήσεις, παρά μόνο εκτιμήσεις για την διαμόρφωση και την ευθυγράμμιση τους και η περιμετρική θαμνώδης βλάστηση καθιστά λίαν επικίνδυνο εγχείρημα το πλησίασμα στο χείλος τους. Ιδιαίτερα το δυτικό όρυγμα είναι εντελώς αφανές και απροσπέλαστο, καθόσον αποκρύπτεται πλήρως από τα δέντρα. Πάντως αναμφίβολα τα φρεάτια δεν διέθεταν ταυτόσημο μέγεθος ανοίγματος. Το μεγαλύτερο είναι το ανατολικό με μετρήσιμες διαστάσεις 15,60 Χ 1,30 μέτρα, ενώ οι αντίστοιχες του κεντρικού υπολογίζονται περίπου σε 12,50 Χ 1,50 μέτρα και του δυτικού σε 12 Χ 1,25 μέτρα. Το δε βάθος της κοιλότητας τους φαίνεται να ήταν το ίδιο, φθάνοντας τουλάχιστον τα 30 μέτρα έως το επίπεδο των σηράγγων επικοινωνίας. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ο πυθμένας των φρεατίων να κατέρχονταν ακόμα περαιτέρω, σχηματίζοντας λεκανοειδείς ταμιευτήρες ύδατος κάτω από τις εισόδους τους, αλλά αυτή η εκδοχή δεν μπορεί να διακριβωθεί, καθώς το κάτω τμήμα τους σκεπάζεται πλέον από όγκους φερτών υλικών, επιχωματώσεων και πετρωμάτων, που κατέπεσαν από τα τοιχώματα τους, καθιστώντας αδύνατη την πρόσβαση στο εσωτερικό τους από τις διόδους των στοών.
Από την ενδελεχή εξέταση του ανατολικού φρεατίου παρέχονται ορισμένες πληροφορίες για την επιφανειακή διαρρύθμιση και των υπολοίπων δύο, που το περίγραμμα τους διατηρείται αποσπασματικά, αν θεωρήσουμε εύλογα ότι δεν διέφεραν ως προς την λειτουργικότητα τους. Το δε μεγαλύτερο μέρος από το επίμηκες στόμιο του διασώζεται στην αυθεντική του μορφή, μολονότι κάτω από αυτό τα εσωτερικά τοιχώματα έχουν καταπέσει σε ένα βάθος 11 μέτρων. Σύμφωνα με τον Richard Tomlinson, τα στενά άκρα της σχισμής είναι ελαφρώς καμπύλα και το βραχώδες έδαφος περιμετρικά αυτής έχει διευθετηθεί με επιμελή λάξευση, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα λειασμένο χείλος πλάτους περί τα 56 εκατοστά. Αυτό το περιθώριο δεν διαγράφεται σε ένα οριζόντιο επίπεδο, αλλά μορφοποιείται από μία σειρά μακρόστενων χαμηλών βαθμίδων, που η εναλλαγή τους εναρμονίστηκε στο φυσικό εδαφικό ανάγλυφο. Στην νότια πλευρά του διακρίνεται ένα βαθούλωμα, το οποίο μοιάζει σαν μία συνδετική οπή πείρου πάνω στο κατεργασμένο υπόστρωμα, ενώ κάποια αμυδρά σημάδια προκαλούν την υποψία πως ίσως να υπήρχαν και άλλες τεχνητές οπές. Ο δε Βρετανός καθηγητής αρχαιολογίας εκφράζει την πεποίθηση, ότι το λαξευμένο περιθώριο δεν προετοιμάστηκε για να υποδεχτεί μία θεμελίωση ή ένα λίθινο περιτείχισμα και ενδεχομένως να προσαρμόζονταν ένα πλαίσιο σε αυτό, κατασκευασμένο από ξύλινες δοκούς, όπως θα δούμε λεπτομερέστερα παρακάτω. Μάλιστα, ισχυρίζεται πως η βαθμίδα στο ανατολικό άκρο του υπόψη φρεατίου είναι απολύτως κατάλληλη για να συγκρατήσει ένα ξύλινο έδρανο στήριξης, που πρακτικά θα σφηνώνονταν επιτόπου στην υποδοχή της. Ανάλογα λειασμένα περιμετρικά χείλη διαπιστώνονται και στα στόμια των άλλων δύο βαθιών ορυγμάτων.
Ο σκοπός των τριών φρεατίων εκτιμάται ότι ήταν πρωτίστως υδροσυλλεκτικός και δευτερευόντως αποθηκευτικός. Είχαν διανοιχτεί ευφυώς σε τόσο μεγάλο βάθος, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η πλήρης εκμετάλλευση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα από τις σχισμές των διαστρωματώσεων του υπεδάφους και όχι για να διοχετεύονται τα ρέοντα όμβρια ύδατα από τις παρακείμενες κλιτύες, αφού δεν υφίστανται παρακείμενες αυλακώσεις εισροής προς τα στόμια. Άλλωστε για αυτόν τον λόγο τα τοιχώματα τους δεν επενδύθηκαν με στεγανωτικό κονίαμα. Άρα λοιπόν δεν πρόκειται απλώς για ιδιότυπες δεξαμενές, αλλά για κολοσσιαίους υδρομαστευτικούς ταμιευτήρες, οι οποίοι αποτελούσαν την πηγή τροφοδοσίας του εκτεταμένου δικτύου υδροδότησης στην τοποθεσία του πολίσματος του Ηραίου. Τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες, ιδιαίτερα σε συνθήκες έντονης βροχόπτωσης, το νερό που απορροφούσε το έδαφος διαχέονταν μέσω των παραγωγικών υδάτινων φλεβών του υποστρώματος και συσσωρεύονταν στον πυθμένα των βαθιών ορυγμάτων. Όταν η στάθμη του ύδατος στο εσωτερικό τους ανέβαινε μέχρι το ύψος των διόδων προσέγγισης, τότε λειτουργούσαν ως συγκοινωνούντα δοχεία μέσω των οριζόντιων σηράγγων διασύνδεσης και ταυτόχρονα πλημμύριζε το δάπεδο της παράπλευρης στοάς μέχρι το βορειοδυτικό πηγάδι. Αξίζει να τονιστεί ότι κατά την εξερεύνηση του υπόγειου συμπλέγματος το έτος 1966, στις υπόψη σήραγγες βρέθηκε συγκεντρωμένο νερό σε διάφορα σημεία, το οποίο ήταν αγνό, καθαρό και πόσιμο, χωρίς δυσάρεστη γεύση, φανερώνοντας ότι η υδρομαστευτική δραστηριότητα συνεχίζεται ακόμα και στην σύγχρονη εποχή.
Όμως με ποιο τρόπο αντλούνταν το συλλεγόμενο νερό στα τρία βαθιά φρεάτια και ποια ήταν η διαδικασία παροχής του στο δίκτυο υδροδότησης του κατοικημένου τόπου; Ο Richard Tomlinson επιζητώντας να δώσει μία πειστική απάντηση σε αυτά τα δύο επίμαχα ερωτήματα, ανέπτυξε μία ρηξικέλευθη θεωρία, η οποία ενδεχομένως να δύναται να υλοποιηθεί πρακτικά υπό προϋποθέσεις και παραδοχές, αν και έχει αμφισβητηθεί έντονα από νεότερους μελετητές, χωρίς ωστόσο να παρατίθενται ικανοποιητικά αντεπιχειρήματα. Κατά την γνώμη του, το πόσιμο νερό ανελκύονταν μηχανικά από τα βαθιά ορύγματα και κατόπιν διοχετεύονταν σε έναν επιφανειακό λίθινο αγωγό, που η όδευση των καταλοίπων του εντοπίστηκε περίπου 20 μέτρα δυτικότερα, αλλά πιστεύεται ότι ξεκινούσε κοντά σε ένα από τα τρία στόμια. Αφού συνέκρινε τους υδραυλικούς αυτοματισμούς της αρχαιότητας, οι οποίοι περιγράφονται από τον διάσημο Ρωμαίο συγγραφέα και αρχιτέκτονα Βιτρούβιο τον 1ο αιώνα π. Χ.(20), καθώς και αντίστοιχα παραδείγματα εφαρμογών απαγωγής υδάτων, που ανακαλύφθηκαν σε Ρωμαϊκά ορυχεία, κυρίως της Ισπανίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην περίπτωση της Περαχώρας χρησιμοποιούνταν ένας διασκευασμένος τύπος τροχού ανέλκυσης ύδατος.
Συνεξετάζοντας το σχήμα και τις διαστάσεις των γιγάντιων φρεατίων, σε συνάρτηση με την λαξευμένη διαμόρφωση των ορθογώνιων ανοιγμάτων τους, ο Βρετανός καθηγητής αποφάνθηκε ότι στις πεπλατυσμένες βαθμίδες του λειασμένου περιθωρίου τους στερεώνονταν οι εδαφιαίοι ογκώδεις δοκοί ενός άνωθεν ξύλινου σκελετού, ο οποίος διέθετε τριγωνικές πλευρές με υποδοχές στις κορυφές τους. Πάνω σε αυτό το υποστηρικτικό πλαίσιο προσάπτονταν ένας μάλλον οδοντωτός τροχός μεγάλης διαμέτρου, φέροντας δύο παράλληλες κλειστές αλυσιδωτές περιελίξεις, φτιαγμένες από σχοινί ή μέταλλο, όπου ήταν προσδεμένοι ανά διαστήματα μπρούτζινοι ή ξύλινοι σφαλιστοί κάδοι ή ακόμα και κατάλληλα πήλινα αγγεία. Η ατέρμονη περιστροφή του τροχού έδινε κίνηση στην διπλή αλυσίδα και τα προσαρτημένα δοχεία κατέρχονταν στο φρεάτιο και βυθίζονταν κάτω από την υδάτινη στάθμη. Το καθένα από αυτά διέθετε ένα άνοιγμα στο πάνω μέρος μίας εκ των πλευρών του, από όπου εισέρχονταν το αντλούμενο νερό και από το ίδιο σημείο άδειαζε το περιεχόμενο του σε ένα ξύλινο αύλακα – υποδοχέα, και κατόπιν μέσω μίας προέκτασης του διοχετεύονταν στον παρακείμενο λίθινο αγωγό.
Εξαιτίας του εκτενούς βάθους των ορυγμάτων, οι αλυσιδωτές περιελίξεις σίγουρα θα χαλάρωναν και θα ταλαντεύονταν κατά την αμφίδρομη διαδρομή τους, ενώ θα ήταν αρκετά δυσχερής η κατάδυση των κάδων χωρίς υποβοήθηση. Συνεπώς είναι πολύ πιθανόν είτε οι τελευταίοι να είχαν ενσωματωμένο κάποιο έρμα στον πάτο τους, είτε κατά μία πιο δόκιμη θεώρηση, ίσως να υπήρχε άλλος ένας ρυθμιστικός τροχός, ανάλογης διαμέτρου με τον υπεράνω κινητήριο, περί το ύψος του πυθμένα των φρεατίων, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ισορροπία της τάσης και να σταθεροποιείται η ταλάντωση των αλυσίδων. Ωστόσο, η δεύτερη εκδοχή δεν δύναται να ελεγχθεί και έτσι να επιβεβαιωθεί ή να απορριφθεί, καθόσον τα τοιχώματα των υδροσυλλεκτικών ταμιευτήρων έχουν καταρρεύσει, ενώ έχουν δεχτεί και καταπίπτουσες επιχωματώσεις, με αποτέλεσμα να έχουν γεμίσει περίπου τα δύο τρίτα του εσωτερικού τους.
Σύμφωνα πάντα με την πρόταση του Richard Tomlinson, η διάμετρος του επιφανειακού τροχού θα έπρεπε να ήταν συγκρίσιμη με το μήκος κάθε φρεατίου, προκειμένου να δικαιολογηθεί το ευρύ στόμιο τους. Αυτό σημαίνει με βάση τις διαστάσεις τους, ότι στα τρία ανοίγματα χρησιμοποιούνταν τροχοί διαφορετικών μεγεθών, που η μέγιστη διάμετρος τους θεωρείται ότι ανέρχονταν σε 15 μέτρα για το ανατολικό και σε 12 μέτρα για τα υπόλοιπα δύο. Όμως στην πραγματικότητα ίσως να ήταν κάπως μικρότερη, αν λάβουμε υπόψη ορισμένες ενδείξεις, οι οποίες θα μας οδηγήσουν σε αληθοφανείς παραδοχές. Στο εσωτερικό του δυτικού και του κεντρικού φρεατίου παρατηρούνται λίθινες γεφυρώσεις των μακρών πλευρών, σε ένα ίδιο βάθος γύρω στα 3 μέτρα, που εντοπίζονται σε απόσταση για το πρώτο 3 μέτρων και για το δεύτερο 2 μέτρων αντίστοιχα από τα δυτικά άκρα τους. Μολονότι ο σκοπός αυτών των «περίεργων» γεφυρών είναι ακαθόριστος, εντούτοις καθίσταται απόλυτα σαφές πως δεν θα μπορούσε να κινούνταν ένας πελώριος τροχός, καταλαμβάνοντας διαμετρικά όλη την έκταση εντός του λαξευμένου τμήματος. Συνεπώς είναι ορθότερο να υποτεθεί ότι περιστρέφονταν εντελώς πάνω από τα λογιζόμενα εμπόδια, διερχόμενος από ένα αποδεκτό βάθος γύρω στα 2,50 μέτρα. Η δε αλυσίδα με τους κάδους ενδεχομένως να περνούσε ανάμεσα στην γέφυρα και το άκρο του κάθε φρεατίου, μάλλον από το κέντρο της ενδιάμεσης απόστασης. Από διαλαμβανόμενα δεδομένα υπολογίζεται ότι η επιτρεπόμενη διάμετρος του τροχού στο δυτικό και το κεντρικό όρυγμα πρέπει να ήταν 5 μέτρα, ενώ αποκλείεται να υπερέβαινε τα 10 μέτρα σε κάποιο από αυτά. Στην τελευταία περίπτωση θα απαιτούνταν η κατασκευή ενός ξύλινου πλαισίου στήριξης ύψους 2,50 μέτρων, προσαρμοσμένου επί του λειασμένου περιθωρίου. Εκ πρώτης όψεως αυτή η αριθμητική αποτίμηση φαντάζει απολύτως λογική. Στο ανατολικό φρεάτιο είναι ανέφικτο να διαπιστωθεί αν σχηματίζονταν μια παρόμοια λίθινη γεφύρωση, αφού τα εσωτερικά του τοιχώματα έχουν καταρρεύσει σχεδόν ολοσχερώς. Εφόσον υπήρχε έστω και μόνο για λόγους τεχνοτροπικής ομοιομορφίας, τότε η διάμετρος του τροχού πιθανότατα θα ήταν αντίστοιχη με εκείνη των άλλων δύο, δηλαδή 5 με 10 μέτρα. Ωστόσο, ενδεχομένως αυτή η διάσταση του να δύναται να αυξηθεί το πολύ κατά 3 ή 4 μέτρα, αλλά σίγουρα όχι σε όλο το μήκος του ανοίγματος, έτσι ώστε να μπορούσε να περιφέρεται ελεύθερα ανάμεσα στα στενά άκρα(21).
Ο μηχανισμός ανέλκυσης του ύδατος από τα βαθιά φρεάτια αναμφισβήτητα θα ήταν λίαν δυσκίνητος, συνεκτιμώντας το συνδυαστικό βάρος του τροχού, των μακριών αλυσιδωτών περιελίξεων, των πολλαπλών κάδων και του περιεχομένου τους. Άρα θα απαιτούνταν μία ισχυρή ώθηση για την λειτουργία της εφαρμογής, η οποία θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κατορθωθεί χειρωνακτικά, καθώς θα απαιτούσε την δέσμευση πολλών εργατών, χωρίς να είναι εγγυημένο ότι με αυτό τον τρόπο θα επιτυγχάνονταν και το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κατά πάσα πιθανότητα, η απαιτούμενη δύναμη για την περιστροφή του τροχού εξασφαλίζονταν με την χρήση εύσωμων ζώων, αλόγων ή καλύτερα βοδιών, που θα ενεργοποιούσαν έναν συναφή κινητήριο αυτοματισμό. Προς αυτή την εκδοχή συνηγορεί η παρουσία ενός ευρέος ομαλού αναβαθμού δίπλα από την νότια πλευρά του κάθε φρεατίου, αισθητά ψηλότερου από το κανονικό επίπεδο του εδάφους, ο οποίος δημιουργήθηκε σκόπιμα από την εναπόθεση και προσεκτική διευθέτηση των προϊόντων εκσκαφής των σκαμμάτων και ίσως να υποβαστάζονταν από ξύλινο τείχισμα, προκειμένου να συγκρατείται η κατολίσθηση των χωμάτων προς το στόμιο. Ο Richard Tomlinson υποστηρίζει ότι στην εν λόγω τεχνητή πλατφόρμα πρέπει ήταν τοποθετημένος ένας παρακείμενος μηχανισμός με σκελετό από ξυλοδοκούς, αποτελούμενος από δύο ευμεγέθη γρανάζια, που συμπλέκονταν κάθετα στις οδοντώσεις τους. Αυτά τα εξαρτήματα γύριζαν από τον κυκλικό βηματισμό ενός ζεύγους ζώων, προσδεμένων σε ένα οριζόντιο δοκάρι, ενώ η περιστροφική κίνηση στον τεράστιο τροχό με τους κάδους, μεταδίδονταν μέσω μίας εγκάρσιας ξύλινης ατράκτου από το κατακόρυφο γρανάζι.
Ένα ακανθώδες πρόβλημα αποτελεί η χρονολόγηση της διάνοιξης του του υπόγειου υδροσυλλεκτικού συμπλέγματος και κατ’ επέκταση ολόκληρου του δικτύου υδροδότησης στην τοποθεσία του πολίσματος του Ηραίου. Κατά τις ανασκαφές στο μέρος των βαθιών φρεατίων αποκομίστηκαν κεραμικά θραύσματα, που ανάγονται από τους Αρχαϊκούς χρόνους έως την μετάβαση στην Ελληνιστική εποχή, παρέχοντας ένα τελευταίο χρονικό όριο στην κατασκευή των υδραυλικών έργων περί τα τέλη του 4ου αιώνα π. Χ.. Όμως η αντίστοιχη τεχνολογία φαίνεται ότι αναπτύχθηκε κάπως μεταγενέστερα στον Ελληνικό χώρο, όπως προκύπτει από τις βιογραφίες των αρχαίων εφευρετών. Ο Αρχιμήδης (287 – 212 π. Χ.), ο Κτησίβιος (285 – 222 π. Χ.) και ο Ήρων (μέσα 3ου – 2ου αιώνα π. Χ.;), έζησαν και διέπρεψαν στον 3ο αιώνα π. Χ ή λίγο αργότερα. Το ίδιο ισχύει και για τον Φίλωνα τον Βυζάντιο (280 – 220/180 π. Χ.), ο οποίος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με μηχανικές εφαρμογές άντλησης υδάτων μέσω της περιστροφής τροχών ή τυμπάνων. Επίσης, είναι αποδεδειγμένο ότι στην αρχαιότητα για την λειτουργία υποτυπωδών αρδευτικών συστημάτων χρησιμοποιούνταν η δύναμη ζώων, καθώς σε μία τοιχογραφία που ανακαλύφθηκε σε έναν τάφο στην Δυτική Νεκρόπολη της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, μάλλον του 3ου – 2ου αιώνα π. Χ., απεικονίζεται ένα ζεύγος βοδιών προσδεμένων σε ένα οριζόντιο κοντάρι, να δίνει κίνηση σε έναν τροχό ανέλκυσης νερού. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το αρχαιότερο πιστοποιημένο γρανάζι βρέθηκε στη Ολβία της Σαρδηνίας και χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π. Χ., αλλά δεν αποκλείεται τέτοια εξαρτήματα να είχαν ήδη επινοηθεί από τις απαρχές της Ελληνιστικής εποχής ή και ακόμα πρωτύτερα.
Αν λοιπόν ασπαστούμε την εισήγηση του Βρετανού αρχαιολόγου για την εγκατάσταση μηχανισμών τροχών άντλησης ύδατος στα βαθιά φρεάτια, με μία ενδεικνυόμενη χρονολόγηση περί τα τέλη του 4ου αιώνα π. Χ., τότε πρόκειται για το πρωιμότερο δείγμα της προόδου στον τομέα της υδραυλικής μηχανικής κατά την Ελληνιστική εποχή. Μάλιστα τα συγκεκριμένα υδρευτικά έργα στην τοποθεσία του Ηραίου, προλαμβανόμενα στο σύνολο τους, αποκτούν μια απαράμιλλη επιστημονική αξία, καθόσον στην Ελληνική επικράτεια δεν απαντάται κανένα άλλο συγκρίσιμο κατασκευαστικό σύστημα, που να είναι προγενέστερης χρονολόγησης. Εξαιτίας του πρωτοποριακού σχεδιασμού του για ανέλκυση νερού από μεγάλο βάθος, το θεωρητικό πρότυπο του τροχού της Περαχώρας αποκαλέστηκε «αλυσιδωτή αντλία», όπως καταγράφεται στην πληροφοριακή πινακίδα του αρχαιολογικού χώρου του ιερού της Ήρας Ακραίας, και κάλλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας θεμελιώδης πρόδρομος των αντίστοιχων αυτοματισμών του Φίλωνα.
Στο εξαιρετικό Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας Κώστα Κοτσανά εκτίθεται ένα παραλλαγμένο μοντέλο του μηχανισμού άντλησης νερού του οικιστικού τομέα του Ηραίου, κατασκευασμένο υπό κλίμακα, το οποίο είναι αρκετά διαδεδομένο λόγω της παρουσίασης του σε θεματικές περιοδεύουσες εκθέσεις, ενώ αναπαράγεται σε διάφορες έντυπες εκδόσεις και πηγές του διαδικτύου. Το πρωτότυπο ονομάζεται «υδραυλικός τροχός Περαχώρας» και σε αυτό δεν χρησιμοποιείται η διπλή αλυσίδα, παρά οι κάδοι είναι προσαρμοσμένοι απ’ ευθείας στην ξύλινη στεφάνη του τροχού σε όρθια στάση και παρουσιάζονται να αδειάζουν στον παράπλευρο ξύλινο αύλακα με την παρέμβαση ενός κάθετου ξύλινου ανατροπέα. Όμως ακόμα και αν οι τροχοί διέθεταν διάμετρο 12 ή 15 μέτρων, θα ήταν αδύνατον να φτάσουν στο κατώτερο σημείο της περιστροφής τους έως στην υδάτινη στάθμη των φρεατίων βάθους 30 μέτρων, που εκτιμάται ότι φυσιολογικά δεν θα υπερέβαινε ποτέ το ύψος των διόδων από τις σήραγγες επικοινωνίας, ακόμα και στις πιο παραγωγικές συνθήκες υδρομάστευσης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Κατά την γνώμη του γράφοντος, το υπόψη υπόδειγμα χρήζει αναθεώρησης, έτσι ώστε να εναρμονιστεί με το προτεινόμενο πρότυπο του Richard Tomlinson.
Στον αντίποδα, κατά την επιφανειακή ανασκαφή στην θέση των βαθιών φρεατίων το έτος 1973, τα λειασμένα περιθώρια των στομίων δεν κρίθηκαν ως ικανές διευθετήσεις για την προσαρμογή εκτενών ξύλινων πλαισίων, τα οποία θα υποστήριζαν έναν τεράστιο τροχό ανέλκυσης ύδατος, με δεδομένο ότι μέχρι στιγμής δεν έχουν εντοπιστεί υπολείμματα δοκών, αλυσίδων ή κάδων(22). Αυτή η ετυμηγορία φαντάζει να καταρρίπτει εκ βάθρων την θεωρία του Richard Tomlinson και βρήκε πολλούς θιασώτες ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Για να δικαιολογηθεί η κατασκευή των κολοσσιαίων ορυγμάτων και του συμπλέγματος των υπόγειων σηράγγων, προτάθηκαν δύο διαφορετικές εκδοχές της χρήσης τους, με γνώμονα ότι λειτουργούσαν κυρίως ως αποθηκευτικές δεξαμενές. Κατά μία επιπόλαια εξήγηση, οι κάτοικοι προσέγγιζαν τον πυθμένα των φρεατίων μέσω του καθοδικού κλιμακοστασίου και μετέφεραν το νερό με δοχεία είτε με τα χέρια τούς, είτε επί των ώμων τους προσδεμένα στις άκρες κονταριών. Όμως θα επρόκειτο για μία μάλλον πολύ κοπιώδη διαδικασία και προφανώς ατελέσφορη, εφόσον ο επιδιωκόμενος σκοπός ήταν μία κοινωφελής υδροδότηση.
Κατά μία δεύτερη εναλλακτική ερμηνεία, στο λαξευμένο περιθώριο στα στόμια των φρεατίων υπήρχαν προσαρμοσμένα στηθαία, που είχαν διπλό ρόλο. Αφενός μεν να αποτρέψουν την τυχαία πτώση κάποιου ανθρώπου εντός των ορυγμάτων, αφετέρου δε εικάζεται ότι κατά μήκος της κορυφής των μακρών πλευρών τοποθετούνταν διαδοχικά μαγγάνια, με τα οποία ανελκύονταν το νερό με μεμονωμένους κάδους από τους υδρομαστευτικούς ταμιευτήρες. Κατόπιν οι εργάτες άδειαζαν το περιεχόμενο τους σε υπερυψωμένα κινητά ρείθρα και μέσω αυτών διοχετεύονταν στον κυρίως κτιστό αγωγό. Ωστόσο, αυτός αντίλογος στην μηχανική θεωρία του Richard Tomlinson φαντάζει μάλλον εξαιρετικά απλουστευμένος, σε σχέση με την σχεδιαστική πολυπλοκότητα και το μέγεθος του υδροσυλλεκτικού συμπλέγματος, που παραπέμπει περισσότερο σε μία μαζική και αυτοματοποιημένη εκμετάλλευση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Άλλωστε γιατί να διανοιχτούν τόσο πελώρια φρεάτια και σήραγγες επικοινωνίας μεταξύ τους, αν η επιδίωξη ήταν η χρονοβόρα χειρωνακτική άντληση και μεταφορά του νερού; Στην καλύτερη περίπτωση απαιτούνταν η δέσμευση τριών συνεργείων από χειριστές στα μαγγάνια, εργαζόμενων ανά ημερήσιες βάρδιες, ενώ η παραγωγικότητα τους λογίζεται ως μάλλον περιορισμένη και δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ενός εκτεταμένου δικτύου ύδρευσης, αν υποθέσουμε ότι το νερό διανέμονταν και πέρα από το πόλισμα και το κρηναίο οικοδόμημα, φθάνοντας έως το ιερό της Ήρας Ακραίας. Επίσης, θα ήταν εντελώς περιττή η εκσκαφή της βορειοδυτικής σήραγγας και του καταληκτικού πηγαδιού, από το οποίο φαίνεται ότι προσπορίζονταν νερό οι ένοικοι των οικημάτων γύρω από τον μικρό ναό (συστάδα κτιρίων Ζ), αφού βρίσκονταν σε πολύ κοντινή απόσταση με τα φρεάτια.
Το καθοδικό κλιμακοστάσιο κατασκευάστηκε για να προσεγγιστεί το επίπεδο του βάθους των ορυγμάτων και όχι για την ανέλκυση ύδατος, καθώς οι στενές διαστάσεις της στοάς καθιστούν αδύνατη την μεταφορά δοχείων είτε στο κεφάλι ενός ατόμου, είτε αγκιστρωμένα στις άκρες ενός κονταριού ή ακόμα και απλώς συγκρατούμενα με τα χέρια. Η πρόσβαση στον πυθμένα των υδροσυλλεκτικών ταμιευτήρων διενεργούνταν από τις σήραγγες επικοινωνίας, ενδεχομένως για να γίνεται ο καθαρισμός τους από φερτά υλικά σε περιόδους ξηρασίας. Οι δε επιβεβαιωμένες δύο δίοδοι τόσο στο κεντρικό, όσο και στο δυτικό φρεάτιο, δημιουργούν την υπόνοια ότι πράγματι κατέβαιναν αλυσιδωτές περιελίξεις και οι διπλές είσοδοι διαρρυθμίστηκαν με σκοπό την πραγματοποίηση της περιστασιακής συντήρησης και τυχόν επισκευών στο κατώτερο τμήμα του μηχανισμού της «αλυσιδωτής αντλίας» της Περαχώρας, που πιθανώς να περιλάμβανε και έναν ρυθμιστικό τροχό. Με αυτό το σκεπτικό, ίσως θα έπρεπε να επαναξιολογηθεί η εκτίμηση του Richard Tomlinson με μία πιο θετική επισκόπηση, μέσα από το πρίσμα μίας μελλοντικής αρχαιολογικής έρευνας στην τοποθεσία, προκειμένου να τεκμηριωθεί απόλυτα ο τρόπος άντλησης ύδατος από το υπόγειο υδρομαστευτικό σύμπλεγμα και να εξαλειφθεί κάθε αινιγματική απορία.
Εικόνα 25: Τμήματα του αγωγού ύδατος, όπως αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές του έτους 1965. Μέσω της υδάτινης αρτηρίας διοχετεύονταν νερό από το σύμπλεγμα των τριών βαθιών φρεατίων στο κρηναίο οικοδόμημα. (Πηγή φωτογραφιών: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 6, plates 53d & b).
Η βασική αρτηρία του προηγμένου δικτύου υδροδότησης στο πόλισμα του Ηραίου είναι ένας αγωγός, που η όδευση του ανιχνεύτηκε με στοχευμένες ανασκαφικές τομές το έτος 1965. Αποτελεί ένα ουσιώδες τμήμα των υδραυλικών έργων, καθώς διασυνδέει την πηγή εφοδιασμού με νερό, δηλαδή τα τρία υδρομαστευτικά φρεάτια, με τις υπόγειες δεξαμενές του εντυπωσιακού κρηναίου οικοδομήματος στο βόρειο μέρος της τοποθεσίας, το οποίο αντιστοιχούσε στον κεντρικό πάροχο υδραγωγείου για τον οικιστικό τομέα. Το μήκος του αγωγού υπολογίζεται κατά προσέγγιση στα 193 μέτρα έως το δυτικό φρεάτιο, αλλά η αφετηρία του δεν μπορεί να εξακριβωθεί, αφού το ανατολικότερο κομμάτι του που έρχονταν πλησιέστερα προς την επιφάνεια έχει καταστραφεί ολοσχερώς, πιθανότατα εξαιτίας της άροσης του εδάφους για γεωργική εκμετάλλευση. Το δε βάθος της αυλάκωσης του κυμαίνονταν από 10 έως 15 εκατοστά, ενώ το μέγιστο πλάτος του έφτανε τα 25 εκατοστά.
Η πορεία του αγωγού δεν είναι ευθύγραμμη, αλλά παρουσιάζει δυο αρκετά απότομες καμπές αμέσως μετά το ξεκίνημα του, για να αποφύγει την συστάδα κτιρίων Ζ με τον μικρό ναό και έπειτα κατευθύνεται απευθείας σε μία μικρή λαξευμένη στέρνα ή δεξαμενή καθίζησης, διαστάσεων 1,40 Χ 1,05 μέτρα, πίσω από την νότια δεξαμενή του κρηναίου οικοδομήματος. Πλησιάζοντας προς δυτικό τέλος του, η αυλάκωση του έχει λαξευτεί επάνω στο βραχώδες υπόστρωμα, όμως ανατολικότερα είναι λιθόκτιστη διαθέτοντας εσωτερική επένδυση από στεγανωτικό κονίαμα και διέτρεχε το πεδίο κάτω από την στρώση του κοκκινοχώματος. Η γραμμή του ανοίγματος καλύπτονταν με τεμάχια από κεραμίδια οροφής του 5ου αιώνα π. Χ., κομμένα στο κατάλληλο μέγεθος και συγκολλημένα με παχύ ασβεστοκονίαμα(23). Κοντά στα βαθιά φρεάτια ο αγωγός μετατρέπονταν σε επιφανειακό ρείθρο, έτσι ώστε να προσδοθεί μία μεγαλύτερη κλίση και να υποβοηθηθεί η φυσική ροή του νερού προς την κατωφέρεια(24). Ακόμα πλησιέστερα προς την αφετηρία του, ενδεχομένως να διακλαδώνονταν σε τρία επιμέρους ρυάκια, στα οποία έβαινε ο πλευρικός ξύλινος αύλακας τροφοδοσίας εκάστου από τους τρεις τροχούς άντλησης ύδατος.
Ο τελικός αποδέκτης του διοχετευόμενου νερού ήταν τρεις υπόγειες δεξαμενές, πίσω από την ανατολική πλευρά ενός κρηναίου οικοδομήματος στον θεωρητικό βόρειο τομέα του πολίσματος του Ηραίου, το οποίο αποτελεί την τρίτη διαπιστωμένη ενότητα των υδραυλικών έργων. Οι συγκεκριμένοι αποθηκευτικοί θάλαμοι είναι επιμήκεις και παρουσιάζουν ελαφρές διαφορές ως προς το μέγεθος τους, με μόνη ίδια διάσταση το ύψος τους, που φτάνει τα 2,46 μέτρα. Ο βόρειος θάλαμος διαθέτει μήκος 29 μέτρα και πλάτος 1,67 μέτρα. Διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, όντας ο μοναδικός προσβάσιμος με σχετική ασφάλεια, ενώ στο εσωτερικό των άλλων δύο είναι συσσωρευμένος μεγάλος όγκος χωμάτων. Ο μεσαίος θάλαμος έχει διαστάσεις 28,30 Χ 1,79 μέτρα και στο ανατολικό άκρο του περιλαμβάνει ένα γύρισμα προς τον βορρά, εύρους μόλις 1,18 μέτρων. Ο νότιος θάλαμος είναι κοντύτερος εκτεινόμενος σε ένα μήκος 26 μέτρων και έχοντας πλάτος 1,77 μέτρα. Μετά τον ανατολικό τοίχο του τελευταίου, σχηματίζεται ένα μικρότερο εγκάρσιο διαμέρισμα διαστάσεων 6,70 Χ 1,17 μέτρα, το οποίο συνδέονταν με την παρακείμενη λαξευμένη στέρνα ή δεξαμενή καθίζησης, όπου κατέληγε ο αγωγός παροχής ύδατος.
Οι αποθηκευτικοί θάλαμοι έχουν κατασκευαστεί με λάξευση και παρουσιάζουν ελαφρώς καμπυλωτή οροφή. Ωστόσο, πλευρικά πλαισιώνονται βαριά τοιχοποιία, αποτελούμενη από ογκώδεις ορθογώνιους δόμους τοποθετημένους κατά το ισοδομικό σύστημα, που διατάσσονται σε τέσσερις σειρές και καλύπτονταν με στεγανωτικό κονίαμα. Το δάπεδο τους ήταν κυρτό και στρωμένο με χαλίκια, τα οποία είχαν σκεπαστεί με παχύ επίχρισμα τσιμεντοκονίας. Αν θεωρήσουμε ότι οι ταμιευτήρες πληρώνονταν μέχρι την κορυφή της λιθοδομής, δηλαδή 2,05 μέτρα πάνω από το δάπεδο, τότε η μέγιστη χωρητικότητα τους υπολογίζεται σε 99,30 κ.μ. για τον βόρειο ταμιευτήρα, 112,34 κ.μ. για τον μεσαίο συμπεριλαμβανομένου και του γυρίσματος και 94,34 κ.μ. για τον νότιο.
Στην έκταση του δυτικού άκρου των τριών υπόγειων δεξαμενών, το φυσικό βραχώδες ανάγλυφο έχει λαξευτεί κάθετα σε κατώτερο επίπεδο, προκείμενου να δημιουργηθεί επαρκής χώρος για την ανέγερση ενός μνημειώδους κρηναίου οικοδομήματος με οριζόντιες διαστάσεις 11,37 Χ 5,63 μέτρα(25). Η υποδομή διέθετε μια πρόστυλη πρόσοψη, που διαμορφώνονταν από έξι κίονες Ιωνικού ρυθμού, εκτιμώμενου ύψους 3,87 μέτρων, οι οποίοι έβαιναν επί ενός στυλοβάτη πλάτους 72 εκατοστών. Η ανωδομή της απαρτίζονταν από ένα απλό επιστήλιο και μία οδοντωτή ζωοφόρο με γείσο, ενώ δεν φαίνεται να σχηματίζονταν ένα αέτωμα, παρουσιάζοντας περισσότερο την εικόνα μίας στοάς με κιονοστοιχία. Οι κίονες είχαν είκοσι ραβδώσεις και στηρίζονταν σε βάσεις Αττικού τύπου. Επίσης, τα κιονόκρανα προσδιορίζονται ως Πελοποννησιακής τεχνοτροπίας και ήταν διακοσμημένα με φοινικόφυλλα, φέροντας Ιωνικές σπείρες στις δύο άκρες τους(26). Η δε κεραμοσκεπή του κτίσματος ήταν μονόριχτη και επικλινής, καταλήγοντας πάνω από την πρόσοψη σε μία πήλινη υδρορροή με ακροκέραμα σε σχήμα φοινικόφυλλου.
Η ανατολική πλευρά του εντυπωσιακής κρήνης ήταν λιθόκτιστη, κατασκευασμένη με την χρήση ευμεγεθών ορθογώνιων δόμων, κατά το ισοδομικό σύστημα, έτσι ώστε να κλείνονται πλήρως τα ανοίγματα των αποθηκευτικών θαλάμων. Σήμερα ο υπόψη οπίσθιος τοίχος διατηρείται αποσπασματικά, αλλά πιστεύεται ότι έφτανε τα 6,76 μέτρα, προσμετρούμενο από την στάθμη του αυθεντικού δαπέδου. Το περίγραμμα του κτίσματος συμπληρώνονταν με βραχείς πλευρικούς τοίχους ακανόνιστης τοιχοποιίας με δόμους διαφορετικών μεγεθών, ενώ το δάπεδο ήταν παρόμοιο με εκείνο των υπόγειων ταμιευτήρων. Εσωτερικά τα τοιχώματα πρέπει να ήταν διακοσμημένα, καθώς εντοπίστηκαν θραύσματα μαύρου και πράσινου γυαλιστερού επιχρίσματος, που στην κανονική του μορφή φάνταζε σαν ορθομαρμάρωση.
Μπροστά από το διατηρούμενο τμήμα του οπίσθιου τοίχου, διαρρυθμίζονται τρεις λεκάνες βάθους 2,05 μέτρων εκάστη, με τοιχώματα από λίθινους δόμους και διαχωριστικές πλάκες, που επιστρώνονταν εσωτερικά με στεγανωτικό κονίαμα. Έχουν όλες εύρος 90 εκατοστά και τα μήκη τους είναι 2,93 μέτρα για την βόρεια, 3,22 μέτρα για την μεσαία και 2,94 μέτρα για την νότια. Η κάθε λεκάνη συνδέεται με τον αντίστοιχο αποθηκευτικό θάλαμο ύδατος με μία μικρή οπή στο επίπεδο του πυθμένα, η οποία επέτρεπε την εισροή του νερού. Άλλη μία παρεμφερής οπή ανοίγονταν σχεδόν αντιδιαμετρικά στο μπροστινό τοίχωμα τους, που παρέμενε κλειστή και ενεργοποιούνταν για να αποστραγγιστούν, προκειμένου να καθαριστούν και να συντηρηθούν ή ενδεχομένως ακόμα και για να μεταβιβαστεί το νερό σε άλλες υποδομές μέσω υπόγειων αγωγών. Η δε πρόσβαση στον πυθμένα τους υποβοηθούνταν από μία σειρά εγκοπών για τα πόδια, λαξευμένες στο νότιο άκρο τους επί του νότιου άκρου τους.
Αναμφισβήτητα το κρηναίο οικοδόμημα και οι τρεις κείμενες υπόσκαφες δεξαμενές συνιστούν ένα ενιαίο υδρευτικό σύμπλεγμα, το οποίο λειτουργούσε με την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων. Το νερό αφού διοχετεύονταν από τον αγωγό στην μικρή στέρνα ή δεξαμενή καθίζησης, κατόπιν περνούσε μέσω ενός διπλανού φρεατίου στο εγκάρσιο υπόγειο διαμέρισμα πριν εισέλθει στον νότιο αποθηκευτικό θάλαμο μέσω μίας οπής, διαμέτρου 8 εκατοστών, ανοιγμένης στο κέντρο του διαχωριστικού τοίχου και στην κορυφή της δεύτερης σειράς δόμων, περίπου 90 εκατοστά πάνω από το δάπεδο. Μαζί με τον εν λόγω ταμιευτήρα πληρώνονταν και η νότια λεκάνη μέσω της επιδαπέδιας οπής απορροής στον οπίσθιο τοίχο της. Καθώς το νερό έφθανε σε ένα ύψος 90 εκατοστών εντός της νότιας λεκάνης, συναντούσε μία έτερη οπή, διαμέτρου 6 εκατοστών, επί του πλευρικού τοιχώματος, από όπου έρεε εντός της μεσαίας λεκάνης και έπειτα μεταβιβάζονταν στην κεντρική δεξαμενή. Μόλις η δεύτερη γέμιζε σε μία στάθμη 90 εκατοστών, τότε η ροή του νερού μεταφέρονταν από την μεσαία λεκάνη στην βόρεια μέσω μίας ακόμα παρόμοιας οπής στο μεταξύ τους ενδιάμεσο τοίχωμα, που βρίσκονταν στο ίδιο ύψος και έπειτα μεταφέρονταν στον βόρειο αποθηκευτικό θάλαμο με τον ίδιο τρόπο. Όταν υπόψη ταμιευτήρας γέμισε έως την κομβική στάθμη των 90 εκατοστών, ακολούθως το επίπεδο του νερού μπορούσε να ανυψωθεί ταυτόχρονα και στις τρεις υπόγειες δεξαμενές μέχρι να φτάσει στην κορυφή της λιθοδομής των τοιχωμάτων τους, δηλαδή σε ύψος 2,05 μέτρων, που ισοδυναμεί με το βάθος των λεκανών(27).
Η πρόσβαση στο εσωτερικό του βόρειου και του μεσαίου αποθηκευτικού θαλάμου πραγματοποιούνταν από ένα κοινό φρεάτιο, λαξευμένο στο ανατολικό άκρο τους ακριβώς πάνω από τον διαχωριστικό τοίχο μεταξύ του πρώτου και του βόρειου γυρίσματος του δεύτερου. Αυτό το όρυγμα έχει ελλειπτικό σχήμα και στις πλευρές του διακρίνονται λαξευμένα στηρίγματα για τα πόδια, από όπου κατέρχονταν οι εργάτες για τη συντήρηση των ταμιευτήρων. Όμως, δεν εντοπίζεται μία ανάλογη είσοδος και για τον νότιο αποθηκευτικό θάλαμο, εκτός από το μικρό φρεάτιο στην νοτιοδυτική γωνία της, μέσω του οποίου το νερό διοχετεύονταν στο εγκάρσιο διαμέρισμα, το οποίο διαθέτει εγκοπές στήριξης. Ίσως η προσπέλαση στον ταμιευτήρα του να διενεργούνταν από κάποιο παράθυρο στον οπίσθιο τοίχο του κρηναίου οικοδομήματος.
Στο ανατολικό άκρο της μεσαίας δεξαμενής ανοίγεται μία δίοδος, μήκους περί τα 2,50 μέτρα, στρεφόμενη προς βορρά, οδηγώντας σε έναν ακανόνιστα κυκλοτερή θάλαμο, χωρητικότητας 20 – 25 κ.μ., που πληρώνονταν ταυτόχρονα με νερό, συνιστώντας ουσιαστικά μία επιπρόσθετη κινστέρνα. Πάνω από τον υπόγειο χώρο έχει λαξευτεί ένα μακρόστενο ορθογώνιο φρεάτιο, διαστάσεων περίπου 0,50 Χ 5 μέτρα(28). Ο σκοπός αυτής της προέκτασης δεν έχει πιστοποιηθεί με σαφήνεια, με δεδομένο ότι οι ανάγκες για πόσιμο νερό εξυπηρετούνταν ικανοποιητικά από τις λεκάνες του κρηναίου οικοδομήματος. Εικάζεται ότι ίσως να χρησιμοποιούνταν για το πότισμα των ζώων ή ακόμα και για την άρδευση καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Μάλιστα, στην βραχώδη επιφάνεια ανακαλύφθηκαν έξι μικρές οπές, διατασσόμενες ανά ζεύγη εκατέρωθεν του στομίου, υποδηλώνοντας ότι σε αυτές στερεώνονταν ένας μηχανισμός ανέλκυσης ύδατος, που μπορεί να ήταν είτε ένας υδραυλικός τροχός με προσαρμοσμένους κάδους, περιστρεφόμενος με την δύναμή βοδιών ή εργατών, είτε απλώς τρία διαδοχικά χειροκίνητα μαγγάνια.
Για να προσδιορίσουμε την διάρκεια της τροφοδοσίας του κρηναίου συμπλέγματος, χρειάζεται να λάβουμε υπόψη την συνολική χωρητικότητα των τριών υπόγειων αποθηκευτικών θαλάμων, των εμπρόσθιων λεκανών εκροής και του επιπρόσθετου οπίσθιου κυκλοτερούς θαλάμου, που υπολογίζεται σε 350 κ. μ. περίπου, σύμφωνα με τον Richard Tomlinson. Αν λοιπόν υποθέσουμε πως οι τροχοί ανέλκυσης ύδατος στα βαθιά φρεάτια περιστρέφονταν ακατάπαυστα, τότε όλοι αυτοί οι ταμιευτήρες θα μπορούσαν να γεμίσουν σε ένα χρονικό διάστημα 97 ωρών μέσω του αγωγού παροχής. Συνεπώς, με δεδομένο ότι μία εργασιακή ημέρα ενδεχομένως να διαρκούσε 12 ώρες, τότε οι υδραυλικοί μηχανισμοί θα έπρεπε να δούλευαν επί οκτώ μέρες. Ωστόσο, μάλλον δεν λειτουργούσαν συνεχώς, αλλά μόνο για σύντομες περιόδους, καθόσον επαρκούσαν οι αποθηκευμένες ποσότητες ύδατος. Επίσης, φαίνεται ότι ο πυθμένας των βαθιών φρεατίων δεν κρατούσε νερό επί μονίμου βάσεως, αφού τα τοιχώματα τους δεν ήταν στεγανά. Η δε υδρομάστευση εξαρτιόνταν από την ανάλογη παραγωγικότητα του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, που προφανώς είναι περιορισμένη εξαιτίας της μειωμένης συχνότητας των βροχοπτώσεων στην περιοχή της Περαχώρας, σε σύγκριση άλλες περιοχές της Ελληνικής επικράτειας. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, καθίστατο απαραίτητη η σταθερή πλήρωση των τριών δεξαμενών του κρηναίου οικοδομήματος και η περιστασιακή αναπλήρωση τους, ενώ εξηγείται και η αναγκαιότητα της παρουσία των τριών υδραυλικών τροχών, καθόσον απαιτούνταν το νερό να αντλείται όσο το δυνατόν ταχύτερα από τα βαθιά φρεάτια.
Από την τεχνοτροπία των ευρεθέντων αρχιτεκτονικών μελών και το είδος των κεραμιδιών, τεκμαίρεται ότι η ανέγερση του κρηναίου οικοδομήματος ανάγεται στον ύστερο 4ο αιώνα π. Χ.. Μάλιστα, παρουσιάζει μορφολογικές ομοιότητες με την στοά σχήματος «Γ» του ιερού της Ήρας Ακραίας, που η κατασκευή της τοποθετείται στο ίδιο χρονολογικό πλαίσιο. Η διαφαινόμενη τεχνοτροπική συνάφεια των δύο κτισμάτων ίσως να καταδεικνύει ότι ήταν ενταγμένα σε ένα φιλόδοξο και μακρόπνοο πρόγραμμα ευρύτερης ανάπλασης του λατρευτικού και οικιστικού τομέα του Ηραίου, που φέρεται να περατώθηκε στην αυγή της Ελληνιστικής εποχής, περιλαμβάνοντας στον ρηξικέλευθο σχεδιασμό του και την υλοποίηση ενός ζωτικού δικτύου υδροδότησης.
Ορισμένοι ερευνητές προτείνουν τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (337 – 283 π. Χ.) ως υπεύθυνο αυτής της θαλερής ανακαινιστικής δραστηριότητας στην Περαχώρα, ο οποίος το 303 π. Χ. είχε θέσει την Κορινθία στην σφαίρα της κυριαρχίας του, χωρίς να επιβεβαιώνεται μία σχετική χορηγία του ιδίου από κάποια φιλολογική ή επιγραφική πηγή. Κατά την άποψη του Richard Tomlinson, ο Μακεδόνας ηγέτης είναι ο πιο πιθανός υποκινητής των προηγμένων υδραυλικών έργων από οποιοδήποτε άλλο γνωστό ιστορικό πρόσωπο, με δεδομένο το ανελλιπές ενδιαφέρον του για τις μηχανικές εφαρμογές. Υπογραμμίζεται δε ότι το σύμπλεγμα του κρηναίου οικοδομήματος του Ηραίου με τους υπόγειους αποθηκευτικούς θαλάμους, είναι ανάλογο στην λειτουργική του διαρρύθμιση με τις κρήνες της Γλαύκης και της Κάτω Πειρήνης στην αρχαία Κόρινθο, που επίσης διαθέτουν πανομοιότυπες λαξευμένες επιμήκεις δεξαμενές, πίσω από την θέση των λεκανών ή των δωματίων άντλησης ύδατος αντίστοιχα(29).
Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές ενδείξεις, οι εγκαταστάσεις του ιερού της Ήρας Ακραίας καταστράφηκαν από πυρκαγιά περί τα μέσα του 2ου αιώνα π. Χ.. Αυτό το ολέθριο γεγονός εκτιμάται ότι οφείλεται σε μία ενδεχόμενη επιδρομή των Ρωμαίων στην τοποθεσία, παράλληλα με την σαρωτική δήωση της Κορίνθου, κατόπιν διαταγής του Ρωμαίου ύπατου Λεύκιου Μόμμιου το 146 π. Χ.. Ενδεχομένως τότε λεηλατήθηκε απηνώς και το πόλισμα του Ηραίου, με αποτέλεσμα να υποστούν ανεπανόρθωτες φθορές οι μηχανισμοί των τροχών ανέλκυσης ύδατος στα βαθιά φρεάτια και να απαξιωθεί σταδιακά το σπουδαίο υδραυλικό σύστημα. Μολονότι αυτή η υπόθεση δεν δύναται να επιβεβαιωθεί με απόλυτη ακρίβεια, εντούτοις στην Περαχώρα παρατηρείται μία αξιοσημείωτη παρακμή κατά την ύστερη Ελληνιστική περίοδο, όπως συνάγεται από την έλλειψη ανασκαφικών ευρημάτων.
Αναμφισβήτητα το εξεζητημένο υδραυλικό δίκτυο του πολίσματος είχε περιέλθει σε αχρηστία στα πρώιμα Ρωμαϊκά χρόνια, καθώς το ερειπωμένο κρηναίο οικοδόμημα ενσωματώθηκε πρακτικά ολόκληρο σε ένα κτίριο υποδεέστερης αρχιτεκτονικής, που είχε τον χαρακτήρα πιθανότατα μίας αγροτοκτηνοτροφικής κατοικίας. Κατά την αλλαγή χρήσης, η μεσαία και η νότια λεκάνη θάφτηκαν κάτω από το υστερότερο δάπεδο, ενώ εγκαταλείφθηκαν και δυο αντίστοιχες υπόγειες δεξαμενές. Ο βόρειος αποθηκευτικός θάλαμος καθαρίστηκε και μπορούσε να πληρωθεί με όμβρια ύδατα, προερχόμενα από την οροφή της του κτίσματος, τουλάχιστον μέχρι την κορυφή ενός τοιχίου, που χτίστηκε πάνω στην μισογεμισμένη βόρεια λεκάνη. Η Ρωμαϊκή αγροικία απαρτίζονταν από μία σειρά δωματίων, δυο εκ των οποίων καταλάμβαναν τον χώρο του κρηναίου οικοδομήματος, διαθέτοντας έναν κοινό δυτικό τοίχο, ο οποίος είχε κατασκευαστεί περίπου 1,28 μέτρα μπροστά από την Ελληνιστική πρόσοψη. Φαίνεται ότι υπήρχαν ακόμα δύο δωμάτια εκτός της αρχικής θεμελίωσης, στην δυτική και βορειοδυτική πλευρά. Η δε κύρια είσοδος εικάζεται ότι πρέπει να ανοίγονταν στην νότια – νοτιοδυτική πλευρά. Επίσης, φαίνεται ότι είχαν καταλυθεί οι κίονες της πρόσοψης και η μάλλον επίπεδη οροφή στηρίζονταν σε ξύλινες δοκούς και είτε καλύπτονταν με τα επαναχρησιμοποιημένα κεραμίδια της κρήνης, είτε διέθετε απλώς αχυροσκεπή ή κάποιο πήλινο επίχρισμα. Στο εσωτερικό βρέθηκαν 10 υφαντικά βάρη αργαλειού, κωνικού και πυραμιδοειδούς σχήματος, υποδηλώνοντας ότι οι ένοικοι διατηρούσαν αιγοπρόβατα και επεξεργάζονταν το μαλλί τους(30). Από το είδος της κεραμικής και των λοιπών ευρεθέντων αντικειμένων, η χρονολόγηση της αγροτικής κατοικίας προσδιορίζεται στο δεύτερο τέταρτο του 1ου αιώνα μ. Χ..
Περιφερειακά του οικιστικού τομέα του Ηραίου ανακαλύφθηκαν και άλλες υδροσυλλεκτικές υποδομές. Η πιο απομακρυσμένη εντοπίζεται γύρω στα 180 μέτρα δυτικά από την βορειοδυτική όχθη της λίμνης Βουλιαγμένης, απέναντι από την εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Πρόκειται για μία υπόγεια σύνθετη κινστέρνα, που διαμορφώνεται από ένα καθοδικό κλιμακοστάσιο πρόσβασης προς έναν υπόσκαφο αποθηκευτικό θάλαμο, πάνω από τον οποίο ανοίγεται ένα πηγάδι. Φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν από τους περιοίκους, πιθανόν μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, καθώς το εσωτερικό της επιχρίστηκε με τσιμέντο μετά το 1933, αλλά την δεκαετία του 1960 παρουσιάζεται πλήρως εγκαταλειμμένη(31). Η επιφανειακή είσοδος της περιστοιχίζεται από μία σειρά ορθογώνιων δόμων, που δεν επεκτείνονταν περαιτέρω καθ’ ύψος, έτσι ώστε να δημιουργείται κάποιο τοιχίο. Η στοά του κλιμακοστασίου βαίνει σε ένα οριζόντιο μήκος 9,50 μέτρων, έχοντας πλάτος 80 εκατοστών, και το ύψος της ανέρχεται σε 2,20 μέτρα, παρέχοντας αρκετό χώρο για την κίνηση ατόμων, τα οποία μεταφέρουν μεσαία δοχεία με νερό στα κεφάλια τους. Τα διατηρούμενα σκαλοπάτια είναι 24, ενώ πρέπει να έφταναν τα 28, αφού η κλίμακα διακόπτεται απότομα στο τέλος. Εξαιτίας της επικάλυψης με τσιμέντο, δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε αν τα σκαλοπάτια ήταν λαξευμένα στον βράχο ή να είναι μεμονωμένοι ένθετοι δόμοι.
Ο υπόγειος αποθηκευτικός θάλαμος βρίσκεται σε βάθος 7,50 μέτρων κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και διαθέτει θολωτή οροφή. Οι διαστάσεις του υπολογίζονται περί τα 5,50 μέτρα σε μήκος, 80 εκατοστά σε πλάτος και γύρω στα 2 μέτρα σε ύψος, δίνοντας μία χωρητικότητα 8,80 κ.μ. περίπου. Κατά την αρχική αρχαιολογική έρευνα στην τοποθεσία του Ηραίου, διακρίνονταν στα τοιχώματα ίχνη από αρχαίο στεγανωτικό κονίαμα, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο υδραυλικό έργο ήταν μάλλον μία κανονική υδροσυλλεκτική και αποθηκευτική δεξαμενή, πλην όμως υπό τις παρούσες συνθήκες δεν μπορεί να αποσαφηνιστεί αν αποτελούσε μέρος ενός εκτενέστερου υδρευτικού συστήματος με υπόγειες σήραγγες υδραγωγείου ή αγωγούς διασύνδεσης. Το στόμιο του άνωθεν πηγαδιού είναι κυκλικού σχήματος, ενώ στο ανοιγόμενο όρυγμα έχουν λαξευτεί εγκοπές στήριξης για αναρρίχηση – καταρρίχηση. Σε κοντινή απόσταση διαρρυθμίζεται μία τετράγωνη δεξαμενή καθίζησης, στην οποία καταλήγει ένα κανάλι λαξευμένο και κτιστό κατά τμήματα, επιχρισμένο πλέον και αυτό με τσιμέντο. Η δε μικρή επιφανειακή δεξαμενή ενώνεται με το στόμιο μέσω ενός ρείθρου σκεπασμένου με πλάκες.
Ακόμα ένα αρτεσιανό όρυγμα εντοπίστηκε περί τα 400 μέτρα δυτικά του κρηναίου οικοδομήματος, κοντά στο σημερινό μέρος στάθμευσης αυτοκινήτων του οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου. Το βάθος του έφτανε γύρω στα 11 μέτρα και ήταν παρόμοιο μορφολογικά και σε διαστάσεις με το πηγάδι της βορειοδυτικής διακλάδωσης της ενότητας των βαθιών φρεατίων. Η παρουσία αυτού του μεμονωμένου υδραυλικού έργου στην κατεύθυνση του ιερού της Ήρας Ακραίας, έδωσε τη αφορμή για την διατύπωση μίας λίαν ελκυστικής θεωρίας. Έτσι λοιπόν, έχει υποστηριχτεί η πιθανότητα να επεκτείνονταν το υδρευτικό δίκτυο του πολίσματος, μέσω μίας μακρύτερης σήραγγας, μέχρι την ανατολική ζώνη του λατρευτικού συγκροτήματος και έπειτα μέσω επιφανειακών αγωγών να τροφοδοτούσε την αψιδωτή δεξαμενή, και κατόπιν την Ελληνιστική στοά σχήματος «Γ» του παραλιακού επιπέδου. Μάλιστα προτάθηκε ότι πάνω στην όδευση αυτής της εικαζόμενης υδρευτικής στοάς, ίσως να διανοίγονταν ορύγματα υδροληψίας ανά διαστήματα, προσιδιάζοντας σε ένα σύστημα υδραγωγείου τύπου «Κανάτ (Qanat)»(32), ανάλογο με εκείνο που παρατηρείται στην κρήνη της Λέρνας του Ασκληπιείου της αρχαίας Κορίνθου, όπως αποφαίνεται ο Richard Tomlinson, ένα κτιριακό συγκρότημα το οποίο ανακαινίστηκε στις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα π. Χ.. Ωστόσο, αυτή η περίπτωση δεν έχει ακόμα αποδειχτεί, καθώς δεν έχει ανιχνευτεί μία επιπρόσθετη σήραγγα διοχέτευσης ύδατος, που να προεκτείνεται από το υπόγειο σύμπλεγμα των βαθιών φρεατίων προς ιερό, ούτε έχουν ανακαλυφθεί άλλα ενδιάμεσα πηγάδια, εκτός του αρτεσιανού ορύγματος στην εγγύτητα του μέρους στάθμευσης αυτοκινήτων.
Κατά διάρκεια μίας στοχευμένης ανασκαφής το έτος 1982, σε απόσταση περίπου 230 μέτρων νοτιοδυτικά του κρηναίου οικοδομήματος, αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα μίας πελώριας κυκλικής δεξαμενής με διάμετρο 28 μέτρα(33). Στην αρχαιότητα η υδραυλική υποδομή βρίσκονταν κοντά στον κύριο δρόμο, ο οποίος κατέρχονταν στο υπερυψωμένο επίπεδο του ιερού μέσω των νοτιοδυτικών καταπτώσεων της τοποθεσίας και η πορεία του ήταν διαφορετική από εκείνη της σύγχρονης ασφαλτόστρωτης οδού. Επίσης, στα ανατολικά της θέσης διέρχεται το μονοπάτι προς το παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου, που έχει ανεγερθεί σε αναβαθμό αρχαίας οχύρωσης.
Το ανάπτυγμα της κυκλικής δεξαμενής δημιουργήθηκε με προσεκτική εκσκαφή και κατόπιν κτίστηκε το συμπαγές περιμετρικό τοίχωμα. Η λιθοδομή της ήταν εξαιρετικά επιμελημένη και συνίστατο από έναν στυλοβάτη από τετράγωνους λιθόπλινθους, πάνω στον οποίο εδράζονταν τρείς παράλληλες σειρές μεγάλων ορθογώνιων δόμων, ενώ το χείλος της κορυφής τους επιστέφονταν από γείσωμα. Ο πυθμένας της βρίσκονταν σε ένα εκτιμώμενο βάθος περί τα 2,15 μέτρα από ύψος του τελευταίου δόμου και στα 2,43 μέτρα από την ακμή του γεισώματος. Το δάπεδο είχε κατασκευαστεί από ένα παχύ στρώμα χαλικιών με την χρήση τσιμεντοκονιάματος, και διέθετε μία σταθερή κλίση από την περιφέρεια προς το κέντρο, όπου εντοπίστηκε ένα άνοιγμα. Η δε εσωτερική όψη των τοιχωμάτων ήταν επιχρισμένη με στεγανωτικό κονίαμα. Η πρόσβαση στον πυθμένα για συντήρηση φαίνεται πως πραγματοποιούνταν με μία αποσπώμενη ξύλινη σκάλα, αφού δεν εντοπίστηκε κανένα ίχνος λιθόκτιστου κλιμακοστασίου, όπως συμβαίνει με την αψιδωτή δεξαμενή στο μεσαίο επίπεδο του ιερού.
Σύμφωνα με τις ανασκαφικές ενδείξεις, η κυκλική υποδομή δεν έφερε κάποιου είδους οροφή. Η απουσία σκεπής και το ευρύ μέγεθος της φανερώνουν ότι σχεδιάστηκε για να συγκεντρώνει τις ποσότητες των όμβριων υδάτων, που έπεφταν στο εσωτερικό της και ενδεχομένως να ήταν αρκούντως σημαντικές ιδιαίτερα κατά την διάρκεια σφοδρών χειμερινών καταιγίδων. Όμως εφόσον θεωρήσουμε ότι το συλλεγόμενο νερό παρέμενε στον πυθμένα της, τότε πιθανότατα θα εξατμίζονταν τους θερινούς μήνες, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών. Υπό αυτή την οπτική, είναι δυνατόν να δοθούν δύο αληθοφανείς ερμηνείες ως προς την λειτουργία της κατασκευής. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, ίσως το νερό να διοχετεύονταν σε έναν υπόγειο αγωγό μέσω του διαφαινόμενου ανοίγματος στο κέντρο του πυθμένα της και να μεταφέρονταν σε κάποιο ταμιευτήρα κλειστού τύπου. Έχει διατυπωθεί ότι ο δυνητικός τελικός αποδέκτης μπορεί να ήταν η αψιδωτή δεξαμενή στο μεσαίο επίπεδο του λατρευτικού συγκροτήματος, αλλά ο Richard Tomlinson απορρίπτει αυτή την περίπτωση, με την αιτιολογία ότι τα δύο υδρευτικά κτίσματα παρουσιάζουν τεχνικές διαφορές, που δηλώνουν πως ανήκουν σε ξεχωριστά υδρευτικά συστήματα. Επιπρόσθετα δεν έχει ανακαλυφθεί μία αναμενόμενη σήραγγα διασύνδεσης, ενώ δεν υπάρχει κανένα απολύτως ίχνος ενός επιφανειακού ρείθρου προς αυτή την κατεύθυνση. Συνεπώς είναι πιο εύλογο να υποθέσουμε ότι το νερό μεταβιβάζονταν μέσω ενός οριζόντιου αγωγού κατασκευασμένου στο βάθος του πυθμένα, προς έναν αποθηκευτικό θάλαμο στα βορειοανατολικά, ο οποίος να συνιστούσε ένα πρόδρομο υδραυλικό έργο στην εγγύτητα του κρηναίου οικοδομήματος των Ελληνιστικών χρόνων.
Κατά μία δεύτερη εξήγηση, η κυκλική δεξαμενή είχε αποκλειστικά υδροσυλλεκτικό σκοπό, καθώς το νερό παρέμενε συγκεντρωμένο στο εσωτερικό της και προορίζονταν να καταναλωθεί πριν τους θερμούς καλοκαιρινούς μήνες. Αυτή η περίπτωση προϋποθέτει μία μαζική κάλυψη αναγκών ύδρευσης και ίσως να ανταποκρίνεται στην εξυπηρέτηση του πλήθους των προσκυνητών, που διανυκτέρευαν στον οικιστικό τομέα κατά την διάρκεια της ετήσιας εορτής προς τιμήν της θεάς Ήρας Ακραίας, η οποία λάμβανε χώρα στο τέλος της άνοιξης ή στις αρχές του καλοκαιριού.
Όπως υποδηλώνεται από τα ανασκαφικά ευρήματα, το κυκλικό κτίσμα κατασκευάστηκε μάλλον τον 5ο αιώνα π. Χ., αλλά παραδόξως δεν πρέπει να χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα(34). Εκτιμάται ότι καταστράφηκε από άγνωστη αιτία και εγκαταλείφθηκε το αργότερο έως τα τέλη του 4ου αιώνα π. Χ., και αντικαταστάθηκε από το προηγμένο υδραυλικό σύστημα των βαθιών φρεατίων και του κρηναίου οικοδομήματος. Στην θέση παρατηρείται μία ανθρώπινη δραστηριότητα κατά τα ύστερα Ρωμαϊκά χρόνια, όταν λειτούργησε περιστασιακά μία ασβεστοκάμινος κοντά στην δυτική περιφέρεια της δεξαμενής, που τροφοδοτούνταν με τους ερειπωμένους λίθινους δόμους της(35).
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, η συγκεκριμένη υποδομή δύναται να ταυτιστεί με ένα κτίσμα, που μνημονεύει ο Ξενοφών στο έργο του «Ελληνικά», περιγράφοντας τα γεγονότα της επιδρομής του βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαου στο Πειραίο (Περαχώρα) την άνοιξη του 390 π. Χ., κατά την διάρκεια μίας ευκαιριακής εκστρατείας του εναντίον των Κορινθίων(36). Ο αρχαίος ιστορικός διηγείται ότι οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν το Ηραίο, στο οποίο είχαν καταφύγει οι οπλίτες της Κορινθιακής φρουράς και ο άμαχος πληθυσμός. Ο δε Αγησίλαος επιθεωρούσε την έξοδο των αιχμαλώτων και των λαφύρων από το ιερό, καθισμένος πάνω σε ένα κυκλοτερές οικοδόμημα περί την λίμνη, που πιθανότατα αντιστοιχεί στην ανακαλυφθείσα κυκλική δεξαμενή του πολίσματος. Σε αυτή την αντίληψη συνηγορεί και η χωροταξική θέση της τελευταίας, κοντά στον αρχαίο δρόμο πρόσβασης προς το λατρευτικό συγκρότημα, από τον οποίο φυσιολογικά θα διέρχονταν η πορεία των δεσμωτών, υπό την άμεση επιτήρηση του Σπαρτιάτη ηγεμόνα. Επιπλέον, όταν την επόμενη μέρα απαιτήθηκε ο ίδιος να μεταβεί στα Θερμά (σημερινό Λουτράκι) αφήνοντας στο Ηραίο ένα ολιγάριθμο στρατιωτικό απόσπασμα, εικάζεται ότι διέταξε τον περιορισμό των κρατουμένων εντός της τεράστιας υδρευτικής κατασκευής, που μάλλον θα είχε ελάχιστο νερό εκείνη την περίοδο. Πράγματι, η κυκλική δεξαμενή θα αποτελούσε μία ιδανική προσωρινή φυλακή, αφού από το εσωτερικό της δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να αναρριχηθεί χωρίς βοήθεια, ενώ ήταν εύκολη η περιφρούρηση των φυλακισμένων από έναν μικρό αριθμό στρατιωτών. Η δε αναφορά του Ξενοφώντα πως το κτίσμα βρίσκονταν «περί την λίμνη», εκλαμβάνεται ως ένα εκ παραδρομής τοπογραφικό λάθος του ιστορικού ή ότι βασίζονταν σε μία εσφαλμένη πληροφορία.
Εκτός από το κτιριακό συγκρότημα του ιερού της Ήρας Ακραίας και τον οικιστικό τομέα, στο ακρωτήριο του Ηραίου παρατηρούνται και δύο καθαρά στρατιωτικές θέσεις. Η κυριότερη εντοπίζεται στην περιοχή του φάρου Μελαγκάβι και πρόκειται για μία φρουριακή εγκατάσταση, που θεωρείται ότι είχε τον ρόλο μίας συμβατικής ακρόπολης. Σε αύτη η εδαφική έξαρση οι νότιες και ανατολικές υπώρειες είναι απόκρημνες και απροσπέλαστες και έτσι δεν απαιτούνταν καμία οχύρωση. Αντίθετα περιχαρακώθηκαν οι βόρειες και ανατολικές παρυφές, οι οποίες είναι και οι περισσότερο προσβάσιμες και ευάλωτες. Σήμερα διασώζεται ένα ουσιώδες τμήμα των βόρειων τειχών, με τοιχοποιία από τραπεζοειδείς δόμους. Διατηρείται σε ένα μάκρος 30 μέτρων, βαίνοντας παράλληλα με το μονοπάτι που οδηγεί στο φάρο και αναμφίβολα συνέχιζε περαιτέρω, αλλά το συνολικό μήκος του τειχίσματος δεν μπορεί να διευκρινιστεί, αφού στην διαφαινόμενη δυτική προέκταση του έχει υπονομευτεί το βραχώδες κράσπεδο. Επίσης, σε ορισμένα σημεία διακρίνονται και τα ίχνη των τειχών, τα οποία έκλειναν τον ανατολικό λαιμό του τριγωνικού ακρωτηρίου, αλλά τα κατάλοιπα τους καταστράφηκαν ευρέως κατά την διάνοιξη της σύγχρονης ατραπού. Σε αυτή την πλευρά φέρεται να υπήρχε και η πύλη της ακρόπολης, διαθέτοντας και ένα δωμάτιο προς το άκρο των νότιων καταπτώσεων, όπως συνάγεται από τις αμυδρές δομικές ενδείξεις. Κοντά στην υφιστάμενη γραμμή των βόρειων τειχών ανασκάφηκαν τα υπολείμματα μίας σειράς μικρών θαλάμων με ακανόνιστη λιθοδομή, που ο λειτουργικός σκοπός τους δεν έχει εξακριβωθεί. Εδώ βρέθηκαν κεραμικά όστρακα των Ελληνιστικών χρόνων, παραπέμποντας την ανέγερση τους σε εκείνη την εποχή. Ωστόσο, ανακαλύφθηκε ένα κομμάτι Ιωνικού ημικίονα σε δεύτερη χρήση, προερχόμενο από την γωνιακή στοά του ιερού, η οποία τεκμαίρεται ότι καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 146 π. Χ., φανερώνοντας ότι οι υπόψη θάλαμοι μάλλον ανακαινίστηκαν ή και να κτίστηκαν έπειτα από αυτή την χρονολογία, χωρίς να καθίσταται σαφές αν τότε η ακρόπολη εξακολουθούσε να έχει στρατιωτική σημασία ή είχε απαξιωθεί.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το υψηλότερο μέρος της εδαφικής έξαρσης του ακρωτηρίου, που προσεγγίζεται από τον νότο μέσω μίας κλίμακας λαξευμένης στον βράχο, στην δυτική πλευρά της οποίας υπάρχει ένα λαξευμένο ρείθρο απορροής όμβριων υδάτων, εύρους 10 εκατοστών. Η σχετικά επίπεδη κορυφή οριοθετούνταν από έναν τειχισμένο περίβολο, μήκους περίπου 15 μέτρων και κυμαινόμενου πλάτους 3,40 μέτρων στην ανατολική πλευρά και 5,75 μέτρων στην δυτική. Στο εσωτερικό του εντοπίστηκε μία υπόσκαφη κινστέρνα σε σχήμα μπουκαλιού, από την οποία ανασύρθηκαν κεραμικά όστρακα του 4ου και 3ου αιώνα π. Χ., μαζί με παλαιότερα κεραμίδια. Ενδεχομένως τουλάχιστον ένα μέρος του περιβόλου να ήταν στεγασμένο και τα συλλεγόμενα όμβρια ύδατα στην σκεπή να τροφοδοτούσαν την κινστέρνα. Αυτή η περίκλειστη υποδομή εικάζεται πως ήταν ένα παρατηρητήριο, καθόσον βρίσκονταν στο πλέον δεσπόζον σημείο της ακρόπολης, ενώ θα μπορούσε χρησιμοποιηθεί και ως φρυκτωρία.
Σε ένα ελαφρώς χαμηλότερο πλάτωμα λίγα μέτρα δυτικά από την κορυφή, διαμορφώνονταν ένα μικρό κτίσμα ακανόνιστου σχήματος, οριζόντιων διαστάσεων 5,80 Χ 3,50 μέτρα, στο οποίο πρέπει να στρατωνίζονταν η φρουρά. Ακόμα δυτικότερα υπήρχε ένα μεγαλύτερο οίκημα με πρόστεγο στην είσοδο του, μάλλον του 3ου αιώνα π. Χ., που απαρτίζονταν από έναν αριθμό στενών δωματίων, που ίσως να χρησίμευαν ως αποθηκευτικοί χώροι. Επιπλέον σε κοντινή απόσταση είχε κατασκευαστεί μία δεξαμενή με κτιστά τοιχώματα, προσαρμοσμένη επί του βράχου στην ανατολική πλευράς της. Το μήκος της ήταν 8 μέτρα και μέγιστο πλάτος της έφτανε γύρω στα 7 μέτρα. Η δε οροφή της υποστηρίζονταν από κιονίσκους Δωρικού ρυθμού με είκοσι ραβδώσεις στον κορμό τους, από τους οποίους διασώθηκαν τρία θραύσματα. Η κτιστή δεξαμενή χρονολογείται επίσης περί τον 3ο αιώνα π. Χ., έχοντας δεχτεί κάποιες επιδιορθώσεις στα Ρωμαϊκά χρόνια.
Η δεύτερη οχύρωση του Ηραίου εντοπίζεται στον χώρο του παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου, το οποίο είναι κτισμένο σε έναν τεχνητό αναβαθμό, διαμορφωμένο από την αρχαιότητα, στο δυτικό άκρο της βραχώδους λοφοσειράς στα νότια του οικιστικού τομέα. Η δε πρόσβαση στην τοποθεσία πραγματοποιείται από ένα ευδιάκριτο μονοπάτι, που καταδεικνύει την όδευση ενός αρχαίου δρομολογίου. Από την φρουριακή εγκατάσταση διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση το τείχος της βόρειας πλευράς με μήκος περί τα 31 μέτρα, κατασκευασμένο από ευμεγέθεις δόμους με πολυγωνική τοιχοποιία. Κατά την αρχική αρχαιολογική έρευνα στις αρχές της δεκαετίας του 1930, στον τεχνητό αναβαθμό ανακαλύφθηκαν οι θεμελιώσεις ενός κτιρίου ογκολιθικής τοιχοποιίας με διαστάσεις περίπου 6,60 Χ 3,80 μέτρα, που η οπίσθια πλευρά του ήταν λαξευμένη στον βράχο. Αξιοσημείωτο είναι ότι μία μικρή σπηλαίωση στα ανατολικά είχε μετατραπεί σε κινστέρνα. Ο στρατιωτικός χαρακτήρας αυτής της οχύρωσης παραμένει αμφίβολος. Ίσως να αποτελούσε ένα σημείο στηρίγματος έκτακτης ανάγκης για τους μόνιμους κατοίκους του πολίσματος, στο οποίο θα μπορούσαν να αντιτάξουν μία στοιχειώδη άμυνα, σε περίπτωση μίας αιφνιδιαστικής εχθρικής προσβολής, καθώς η ασφαλέστερη ακρόπολη του ακρωτηρίου βρίσκεται αρκετά μακρύτερα. Κατά μία άλλη ερμηνεία, ενδεχομένως εδώ να ορθώνονταν ένας επιπρόσθετος πύργος διόπτευσης ή να λειτουργούσε ένας σταθμός φωτοσήμανσης, με πεδίο ευθύνης τον κόλπο του Λεχαίου.
Η χρονολόγηση των οχυρώσεων στην τοποθεσία του Ηραίου είναι αμφίβολη. Αν και ένα μεγάλο μέρος των κινητών ευρημάτων από την ακρόπολη ανήκει στον 3ο αιώνα π. Χ., όπως και αρκετές από τις κτιριακές υποδομές, εντούτοις το ακρωτήριο πρέπει να είχε ανέκαθεν μία στρατηγική σπουδαιότητα για τους Κορινθίους. Μετά τα μέσα του 8ου αιώνα π. Χ. η χερσόνησος της Περαχώρας αποτελούσε το βόρειο γεωγραφικό σύνορο της Κορινθιακής επικράτειας, καθιστώντας μάλλον επιβεβλημένη την αμυντική οργάνωση ορισμένων καίριων εδαφών τακτικής σημασίας. Ένα από αυτά σίγουρα ήταν και το βραχώδες έξαρμα της ακρόπολης, καθώς από την κορυφή του εποπτεύεται συνδυαστικά και σε μεγάλο βάθος, ο Κορινθιακός κόλπος και οι θαλάσσιες εσοχές των επιμέρους κόλπων του Λεχαίου και των Αλκυονιδών, με αποτέλεσμα κάθε ναυτική κίνηση να γίνεται άμεσα αντιληπτή. Επιπλέον, υπό κατάλληλες καιρικές συνθήκες, παρέχεται άριστη παρατήρηση επί των ακτογραμμών τόσο της της Κορινθίας, όσο και της Αττικοβοιωτίας.
Έτσι λοιπόν, είναι πολύ πιθανόν στο μέρος του ακρωτηρίου να υπήρχε αρχικά ένα προκεχωρημένο φυλάκιο θαλάσσιας επιτήρησης ήδη από τα Αρχαϊκά χρόνια και μεταγενέστερα να οχυρώθηκαν οι προσβάσιμες πλευρές στα βόρεια και δυτικά της βραχώδους έξαρσης, αποκτώντας επιπρόσθετα και την φυσιογνωμία ενός μεθοριακού φρουρίου. Από το είδος της τραπεζοειδούς λιθοδομής του διατηρούμενου βόρειου τείχους της ακρόπολης, παρέχεται ένα πρώιμο χρονικό όριο κατασκευής στα τέλη του 5ου αιώνα π. Χ., ενώ σε ταυτόσημη αναγωγή παραπέμπει και η σωζόμενη πολυγωνική τοιχοποιία της στρατιωτικής εγκατάστασης στην θέση του παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου(37). Από τους αρχαιολόγους έχουν προταθεί και άλλες εναλλακτικές χρονολογήσεις έως την Ελληνιστική εποχή, συσχετίζοντας τον εκτιμώμενο σκοπό των οχυρώσεων του Ηραίου με κάποια πολεμικά γεγονότα, στα οποία ενεπλάκη η Κόρινθος. Όμως αυτή η διαφαινόμενη αναγκαιότητα ίσως απλά να υποδηλώνει μία διαρκή αμυντική επάνδρωση της τοποθεσίας.
Όπως προαναφέρθηκε αρκετά από τα κατάλοιπα κτιρίων και τα ευρεθέντα αντικείμενα στην ακρόπολή προέρχονται από τον 3ο αιώνα π. Χ., φανερώνοντας μία αυξημένη δραστηριότητα την περίοδο της Μακεδονικής κυριαρχίας στην περιοχή (338 – 243 π. Χ), που συνδέεται με την κατοχή της Κορινθίας από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή και τον γιό του Αντίγονο. Κατά την άποψη του Richard Tomlinson, τότε το περιχαρακωμένο ακρωτήριο πρέπει να εξυπηρετούσε ξανά ως ένα εποπτικό φρούριο, ενταγμένο σε ένα σύστημα συναγερμού και εγκαίρου προειδοποιήσεως για μία επικείμενη θαλάσσια επίθεση, με βασικούς ανταποκριτές την ακρόπολη της αρχαίας Σικυώνας και τον Ακροκόρινθο, με προεκτάσεις στο εσωτερικό της χερσονήσου της Περαχώρας και στην απέναντι Βοιωτική ακτή. Μετά το 146 π. Χ., μερικές υποδομές στην ακρόπολη του Ηραίου φαίνεται ότι επισκευάστηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν, χωρίς να πιστοποιείται η διατήρηση μίας στρατιωτικής ταυτότητας.
Η φύση του οικιστικού τομέα του Ηραίου συνιστά ένα ακανθώδες ζήτημα. Οι πρώτοι ανασκαφείς Humfry Payne και Thomas Dunbabin θεωρούσαν ότι επρόκειτο για μία πραγματική πόλη με πολυάριθμο πληθυσμό. Μάλιστα, είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι στην αρχαιότητα, το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής μεταξύ της λίμνης Βουλιαγμένης και του φάρου Μελαγκάβι καταλαμβάνονταν από κατοικίες. Ωστόσο, οι μεταγενέστερες αρχαιολογικές έρευνες απέδειξαν ότι αυτή η αντίληψη είναι εσφαλμένη, καθώς η διαπιστωμένη πολεοδομική ανάπτυξη είναι πολύ περιορισμένη. Ο οικισμός φαίνεται ότι συγκροτούνταν μόνο από τις συστάδες κτιρίων, που διατάσσονται στην τοποθεσία στα βορειοανατολικά του ιερού της Ήρας Ακραίας. Η απώτερη ίδρυση του ενδεχομένως να ανάγεται στην περίοδο 720 – 630 π. Χ., όπως εξυπονοείται από την ανακτηθείσα Πρωτοκορινθιακή κεραμική, ενώ κατοικούνταν συνεχόμενα από την Αρχαϊκή έως και την Ελληνιστική εποχή. Ανατολικότερα έχουμε την παρουσία δύο όμορων αγροικιών, της λεγόμενης «κατοικίας Dunbabin» και μίας δεύτερης παρόμοιας εγκατάστασης, η οποία εκτιμάται ότι υπήρχε δίπλα από μία ανακαλυφθείσα κινστέρνα. Τα εξαρτώμενα κτήματα τους διαχωρίζονταν από έναν μαντρότοιχο, που τα κατάλοιπα του αρχικά εκλήφθηκαν ως ένα εξωτερικό αμυντικό διατείχισμα της πόλης. Επίσης, δεν είναι απίθανο να υποθέσουμε ότι ακόμα μία μεμονωμένη αγροικία βρίσκονταν περί την υφιστάμενη υπόγεια δεξαμενή, κοντά στην βορειοδυτική όχθη της λίμνης, καθώς στην εγγύτητα της υφίστανται αρχαία οικοδομικά κατάλοιπα.
Τα κτίσματα του οικιστικού τομέα είναι μάλλον ολιγάριθμα και εμφανίζονται κυρίως ανάμεσα στην όδευση του σύγχρονου δρόμου και την βραχώδη λοφοσειρά στα νότια. Η χωροταξία τους σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπει σε έναν αστικό ιστό, αλλά υποδηλώνει μία συνοικιακή διασπορά υποδομών, προερχόμενων από διαφορετικές χρονικές περιόδους με συχνά επικαλυπτόμενα κατάλοιπα. Επιπλέον, απουσιάζουν τα δημόσια οικοδομήματα που αποτελούν τον κοινωνικό πυρήνα μίας αρχαιοελληνικής πόλης, όπως μία αγορά, ένα θέατρο, ένα γυμνάσιο και λοιπά δημόσια κτίρια. Η ύπαρξη του λιτού ναού της συστάδας κτιρίων Ζ, εκτιμάται πως δεν είναι ικανή για να καταδείξει μία αστική εξάπλωση. Το ίδιο ισχύει και για το εκλεπτυσμένο κρηναίο οικοδόμημα και γενικότερα για τα θαυμαστά υδραυλικά έργα, για τον ρόλο των οποίων θα αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα παρακάτω. Ακόμα ένα ενισχυτικό δεδομένο προς αυτή αντίληψη πηγάζει από την έλλειψη ενός οργανωμένου νεκροταφείου στην τοποθεσία, αφού έχουν εντοπιστεί μόνο ελάχιστοι τάφοι κοντά στο ακρωτήριο του Ηραίου. Συνεπώς κρίνεται ως πιο δόκιμο να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για ένα πόλισμα, στο οποίο διαβίωνε μία μικρή κοινότητα ανθρώπων, ίσως κάποιοι από αυτούς περιστασιακά, έχοντας άμεση σχέση με την λειτουργία του ιερού της Ήρας Ακραίας.
Σύμφωνα με τον Richard Tomlinson, τα κτίρια του πολίσματος προορίζονταν για την φιλοξενία των προσκυνητών του δημοφιλούς λατρευτικού συγκροτήματος, οι οποίοι πιθανώς δεν θα μπορούσαν να μπορούσαν να επιστρέψουν αυθημερόν πίσω στις οικίες τους, στην Κόρινθο ή σε κάποια άλλη πόλη. Ενδεχομένως σε ορισμένες επιφανείς προσωπικότητες και σε μύστες να επιτρέπονταν να διαμείνουν στις εγκαταστάσεις του ιερού, αλλά η πλειονότητα τους απαιτούνταν να διανυκτερεύσει σε άλλο μέρος. Ίσως λοιπόν μερικά από τα οικοδομήματα να εξυπηρετούσαν ως ξενώνες, αλλά σίγουρα δεν επαρκούσαν για την στέγαση του πλήθους των προσερχόμενων, τουλάχιστον κατά τις ημέρες των ετήσιων πανηγυρικών εκδηλώσεων προς τιμήν της Ήρας Ακραίας. Ωστόσο, επειδή η εορτή της θεάς φέρεται να πραγματοποιούνταν στο τέλος της άνοιξης ή στις αρχές του καλοκαιριού, οι πιστοί μπορούσαν να κατασκηνώσουν στην ύπαιθρο περί τον οικιστικό τομέα. Οι δε υποδομές που διαθέτουν δωμάτια τύπου «ανδρώνα», παρά τον συγκριτικά ταπεινό τους χαρακτήρα, θεωρείται πιθανότερο να είχαν την υπόσταση εστιατορίων και όχι ιδιωτικών κατοικιών, στα οποία θα γευμάτιζαν λιγότερο σημαντικοί επισκέπτες, αλλά και άνδρες της φρουράς του Ηραίου. Από τα ευρεθέντα αναθήματα εικάζεται ότι κάποια από τα κτίσματα ήταν εμπορικά καταστήματα, που πουλούσαν αφιερώματα στους προσκυνητές, καθώς διαπιστώνεται ότι οι προσφορές συναφών τεχνουργημάτων προς την θεά γίνονταν σε μεγάλη κλίμακα.
Η οικονομία του πολίσματος στηρίζονταν αποκλειστικά στην λατρευτική απήχηση του ιερού της Ήρας Ακραίας. Σίγουρα θα υπήρχαν μόνιμοι κάτοικοι που εργάζονταν στο λατρευτικό συγκρότημα, ενώ μερικές από τις οικογένειες θα ασχολούνταν με την αλιεία, την γεωργία και την κτηνοτροφία, έστω και σε μειωμένη κλίμακα, τροφοδοτώντας με τα προϊόντα τους τα πολλαπλά εστιατόρια του Ηραίου. Ενδεχομένως αρκετοί από τους επαγγελματίες να διέμεναν σε άλλες πόλεις της χερσονήσου της Περαχώρας, και να άνοιγαν τα καταστήματα τους εποχιακά, όταν αναμένονταν μεγαλύτερες ροές επισκεπτών. Αν όμως θεωρήσουμε ότι ο σταθερός πληθυσμός του ακρωτηρίου ήταν μικρός, τότε πως δικαιολογούνται τα εκτενή υδραυλικά έργα, είτε αυτά αφορούν την συγκέντρωση των όμβριων υδάτων στην τεράστια κυκλική δεξαμενή του 5ου αιώνα π. Χ., είτε το πολύπλοκο σύστημα υδροδότησης μέσω των βαθιών φρεατίων της Ελληνιστικής εποχής; Προφανώς λόγω της έλλειψης φυσικών πηγών στην τοποθεσία, η εξασφάλιση επαρκούς ποσότητας πόσιμου νερού θα πρέπει να ήταν το κύριο μέλημα των κατοίκων. Αλλά αυτός ο σκοπός μπορούσε άνετα να επιτευχθεί από μικρότερες επιφανειακές κινστέρνες συλλογής όμβριων υδάτων σε κάθε ιδιοκτησία ή ανά συνοικισμό, όπως και με την δημιουργία ενός ανεξάρτητου δικτύου ύδρευσης στον χώρο του ιερού με κεντρικό ταμιευτήρα την αψιδωτή δεξαμενή. Η πιο εύλογη εξήγηση για τα εντυπωσιακά υδραυλικά έργα είναι ότι κατασκευάστηκαν πρωτίστως για ικανοποιήσουν τις σχετικές ανάγκες του πλήθους των πιστών, που προσέρχονταν για να συμμετάσχουν στην ετήσια εορτή της θεάς και δευτερευόντως για την καθημερινή υδροδότηση των κτιριακών εγκαταστάσεων του πολίσματος και του λατρευτικού συγκροτήματος. Το δε μνημειώδες κρηναίο οικοδόμημα δεν ανεγέρθηκε για την άρδευση καλλιεργειών, ούτε επ’ ωφελεία μίας στρατιωτικής φρουράς. Κατά μία άποψη, αυτή η ογκώδης συσσώρευση και εναποθήκευση ύδατος στους τρεις αποθηκευτικούς θαλάμους του, ίσως να καταδεικνύει την αθρόα προσέλευση προσκυνητών στο Ηραίο καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου, μαρτυρώντας έμμεσα το ιδεώδες θρησκευτικό κύρος του ιερού.
Εικόνα 45: Τμήμα της στοάς του καθοδικού κλιμακοστασίου προς τον πυθμένα των βαθιών φρεατίων. Τα καινοτόμα και προηγμένα υδραυλικά έργα του Ηραίου Περαχώρας αποτελούν ένα απαράμιλλο τεχνολογικό επίτευγμα της Ελληνιστικής εποχής.
Σήμερα η τοποθεσία του πολίσματος του Ηραίου παραμένει στην αφάνεια, σε αντίθεση με τον εξαιρετικά οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο του ιερού. Μόνο αν κάποιος διερχόμενος προσέξει τυχαία την πληροφοριακή πινακίδα επί του δρόμου με την επιγραφή «Αρχαία Κρήνη», ίσως να σταματήσει για να παρατηρήσει απλώς τα πενιχρά ερείπια του κρηναίου οικοδομήματος και ενδεχομένως να ανακαλύψει και την προσβάσιμη βόρεια υπόσκαφη δεξαμενή. Όμως δεν θα μπορέσει να αντιληφθεί ότι στην αρχαιότητα σε αυτό το μέρος υπήρχε μία μεγαλειώδης υδρευτική υποδομή, η οποία αποτελούσε μία βασική κατασκευαστική ενότητα ενός καινοτόμου δικτύου υδροδότησης, πιθανότατα μοναδικού στο είδος του στην Ελληνική επικράτεια. Αν θελήσει να περιηγηθεί περαιτέρω στην περιοχή προς τα νότια θα συναντήσει σκόρπιους δόμους και θεμελιώσεις αρχαίων κτισμάτων, με αποτέλεσμα να του δημιουργούνται πλείστα ερωτήματα για την ταυτότητα του διαφαινόμενου οικισμού. Φθάνοντας στα τρία βαθιά φρεάτια θα απορήσει με τα αινιγματικά χάσματα, χωρίς να καταλάβει την χρησιμότητα τους. Μάλιστα όταν ο ανυποψίαστος επισκέπτης αντικρύσει την λιθόκτιστη είσοδο του καθοδικού κλιμακοστασίου, τότε η φαντασία του πιθανότατα θα οργιάσει. Θα νομίσει ότι πρόκειται για ένα μυστικό πέρασμα που οδηγεί σε έναν άγνωστο και παράξενο υπόγειο κόσμου με δαιδαλώδεις στοές. Απολύτως τίποτα δεν τον προϊδεάζει ότι στέκεται μπροστά στην αφετηρία ενός ανεπανάληπτου τεχνολογικού επιτεύγματος της Ελληνιστικής εποχής, ενός πολυσύνθετου υδροσυλλεκτικού έργου, που ο μηχανισμός της αυτοματοποιημένης λειτουργίας του ακόμα δεν έχει πλήρως αποκωδικοποιηθεί.
Κείμενο – Φωτογραφίες:
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
22 Φεβρουαρίου 2020
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Οι αρχαιολογικές έρευνες στο ιερό της Ήρας Ακραίας και στην ευρύτερη περιοχή έχουν διεξαχθεί με μέριμνα της Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών (British School at Athens), σε συνεργασία με την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία.
2. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 1935, ο E. J. Andre Kenny είχε ασχοληθεί με την επισκόπηση των πολυσύνθετων αποστραγγιστικών έργων των αρχαίων Μινύων στην λεκάνη της λίμνης Κωπαΐδας στην Βοιωτία, που είχε αποξηρανθεί από το 1931, συντάσσοντας την σχετική πραγματεία: «the Ancient Drainage of the Copais» (Liverpool Annals of Archaeology and Anthropology 22, pages 189 – 206, 1935).
3. Το πρωτότυπο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα από την σχετική μελέτη του Richard Tomlinson, όπου αποτυπώνεται αναλυτικά το σύνολο των κτιριακών καταλοίπων, παρατίθεται στην εικόνα 46 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό με τις επεξηγήσεις να έχουν μεταφραστεί στην Ελληνική γλώσσα.
4. Ανάμεσα στα ευρήματα του εδαφικού στρώματος του πρώιμου κτιρίου, συγκαταλέγονται πήλινα θραύσματα από έντεκα κωνικές οινοχόες, δύο πυξίδες, δύο δοχεία, μία κοτύλη και ένας κάλαθος, όπως επίσης και ένας οβελός, ένα σκεύος και δύο δακτυλίδια από χαλκό, ενώ ανασύρθηκε και μία σιδερένια ράβδος ή «χρηματικός» οβελός.
5. Δεν είναι απολύτως βέβαιο αν οι ανασκαμμένοι τοίχοι ανήκουν σε ένα κτίσμα ή σε δύο ξεχωριστά. Υφίστανται δύο διακριτές πτέρυγες, που όμως συνδέονται μεταξύ τους, ενώ δεν είναι εμφανές ότι αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές οικοδομικές φάσεις και έτσι προσλαμβάνεται σαν ενιαία κτιριακή εγκατάσταση. Η ανατολική πτέρυγα ίσως να διέθετε και τρίτο δωμάτιο στο βορειοανατολικό τμήμα της.
6. Στα αντικείμενα που συλλέχτηκαν περιλαμβάνονται μία μπρούτζινη λαβή καθρέπτη, ένας πήλινος κορμός ειδωλίου και λύχνος, καθώς και πήλινα αγγεία, όπως πυξίδες, πιάτο, πιατέλα, οινοχόη, υδρία και μικρογραφίες δοχείων.
7. Βρέθηκε νόμισμα με παράσταση Πήγασου του 400 – 300 π. Χ..
8. Το τέμενος στην αρχαιότητα αποτελούσε μία οριοθετημένη έκταση, με περίβολο ή όχι, που αφιερώνονταν σε μία θεότητα ή σε έναν ήρωα. Συνήθως ήταν ιερά άλση ή δάση, χωρίς να αποκλείονται και οι αύλειοι χώροι.
9. Οι αρχαιοελληνικοί ναοί είχαν προσανατολισμό από ανατολή προς δύση. Ωστόσο από αυτή την αρχή φαίνεται ότι διαφοροποιούνταν ορισμένοι ναοί, που ήταν αφιερωμένοι στην θεά Άρτεμη, πλην όμως είχαν κατεύθυνση από νότο προς βορρά, όπως στις περιπτώσεις της Αρτέμιδας Ορθασίας στις Βάσσες Φιγαλείας ή της Λιμνιάτιδας Αρτέμιδας στην Τριφυλία.
10. Ενδεικτικά από τις ανασκαφές στην συστάδα κτιρίων Ζ βρέθηκαν τρία πλήρη μπρούτζινα δακτυλίδια, ένα πήλινο ειδώλιο αλόγου με ιππέα, Αρχαϊκή κεραμική και μικρογραφικά αγγεία, όπως μεσόμφαλες φιάλες, κύπελλο, πιάτο και οινοχόη, καθώς και υστερότερη κεραμική Κλασσικών χρόνων, όπως πιάτα, σκεύη, υδρία, πιατέλα, κύπελο και θραύσματα από χονδροειδή αποθηκευτικά δοχεία.
11. Αυτά τα κτίσματα όπως και τα δύο οικήματα της συστάδας κτιρίων F, δεν υποδεικνύονται στο τοπογραφικό διάγραμμα του οικιστικού τομέα της σχετικής μελέτης του Richard Tomlinson (σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 6, plate 50), με αποτέλεσμα να μην μπορούν να προσδιοριστούν χωροταξικά από τον γράφοντα στην δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας (εικόνα 4) του παρόντος άρθρου.
12. Βλέπε εικόνα 49 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.
13. Η θέση της «κατοικίας Dunbabin» βρίσκεται εκτός της καλυπτόμενης έκτασης των διαθέσιμων τοπογραφικών διαγραμμάτων της ευρύτερης περιοχής του Ηραίου, που περιλαμβάνονται στις προσβάσιμες αρχαιολογικές μελέτες και εκθέσεις.
14. Ανακαλύφθηκαν ένας Αττικός λύχνος και μία Κορινθιακή κοτύλη του ύστερου 5ου – πρώιμου 4ου αιώνα π. Χ., καθώς και κεραμίδια του 4ου αιώνα π. Χ..
15. Το καθοδικό κλιμακοστάσιο και οι υπόγειες σήραγγες επικοινωνίας των βαθιών φρεατίων με την δυτική διακλάδωση, μελετήθηκαν ενδελεχώς το έτος 1933 και την περίοδο 1964 – 1966 από τον E. J. Andre Kenny, ο οποίος προέβη στην ακριβή σχεδιαστική αποτύπωση του συμπλέγματος τους. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο κάθε επίδοξος εξερευνητής του υπόγειου τμήματος του συστήματος υδροδότησης θα πρέπει να διαθέτει την ανάλογη εμπειρία και λάβει τα δέοντα μέτρα προφύλαξης, γνωρίζοντας πως ένα τέτοιο εγχείρημα είναι αρκετά επικίνδυνο, εγκυμονώντας αυξημένη πιθανότητα ατυχήματος.
16. Το σχεδιάγραμμα της πλάγιας τομής του κλιμακοστασίου προσέγγισης των βαθιών φρεατίων παρατίθεται στην εικόνα 53 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.
17. Βλέπε εικόνα 54 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.
18. Αξιοπρόσεκτο είναι ένα εκ των στρωμάτων που απαντάται περίπου στο μέσο της διαδρομής, καθώς συνίσταται από απολιθωμένα κελύφη θαλάσσιων οργανισμών.
19. Εκτός από την εικόνα 16, ορισμένα τμήματα από το υπόγειο σύμπλεγμα σηράγγων παρουσιάζονται στις εικόνες 55 και 56 του επιπλέον φωτογραφικού υλικού.
20. Βιτρούβιος (Marcus Vitruvius Pollio), «Περί αρχιτεκτονικής (De architectura)», βιβλίο Χ, κεφάλαια 4 έως 8. Οι βασικοί τύποι μηχανών ανέλκυσης ύδατος των αρχαίων χρόνων είναι οι εξής: ο ατέρμονας κοχλίας του Αρχιμήδη και διάφορές μορφές τροχού και αντλίας, που επινοήθηκαν από τον Φίλωνα και τον Κτησίβιο.
21. Ο Richard Tomlinson αποφεύγει να προσδιορίσει ρητά την διάμετρο των τροχών ανέλκυσης του ύδατος. Από την υπόνοια ότι το μέγεθος τους αναλογούσε στην διάσταση του μήκους τους, σε ορισμένες νεότερες πηγές παρατίθεται αρκετά υπερβολικά πως η διάμετρος του τροχού στο ανατολικό φρεάτιο έφτανε τα 15 μέτρα, καταλαμβάνοντας ασφυκτικά σχεδόν ολόκληρη την έκταση του στομίου, ένα ενδεχόμενο που μάλλον θα δημιουργούσε προβλήματα στην κίνηση της διπλής αλυσίδας με τους προεξέχοντες κάδους.
22. Ίσως μερικά λείψανα των θεωρούμενων υδραυλικών μηχανισμών, να βρίσκονται θαμμένα κάτω από το παχύ γέμισμα των συντριμμιών στο εσωτερικό των βαθιών φρεατίων. Πάντως δεν παράλογο να υποτεθεί ότι όταν σταμάτησε η υδροσυλλεκτική λειτουργία, αποσυναρμολογήθηκαν οι ξύλινοι σκελετοί με τους κινητήριους τροχούς και τα απάρτια τους χρησιμοποιήθηκαν για μία άλλη κατασκευή ή απλά αποτέλεσαν εύκολη καύσιμη ύλη, τουλάχιστον τα ξύλινα μέρη τους, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί κάθε ίχνος τους.
23. Εντοπίστηκαν τεμάχια κυρτών κεραμιδιών και ραχιαίων κορυφών. Τα πρώτα ανάγονται στον πρώιμο 5ο αιώνα π. Χ. και τα δεύτερα στον ύστερο. Σίγουρα τοποθετήθηκαν στον αγωγό σε δεύτερη χρήση και εικάζεται ότι προέρχονταν από κάποιο άλλο κτίριο του πολίσματος, μετά από μία ανακαίνιση ή ερείπωση του. Ο δε Richard Tomlinson διατυπώνει την αμφίβολη άποψη ότι ίσως να ανήκαν στον γειτονικό μικρό ναό της συστάδας κτιρίων Ζ.
24. Η διαπιστωμένη τεχνητή κλίση του αγωγού στο επιφανειακό κομμάτι του αγωγού, συνιστά άλλη μία ένδειξη ότι τα βαθιά φρεάτια είχαν υδροσυλλεκτικό και υδροδοτικό σκοπό και όχι αποθηκευτικό, καθώς φανερώνει έναν προσεκτικό σχεδιασμό για την αδιάλειπτη μεταβίβαση του αντλούμενου νερού.
25. Στην δορυφορική αποτύπωση της διαδικτυακής εφαρμογής google.maps, τα κατάλοιπα της κρήνης του πολίσματος επισημαίνονται εσφαλμένα ως «αρχαία πηγή Ηραίου».
26. Από την πρόσοψη ανακαλύφθηκαν μία βάση και δύο τύμπανα κιόνων, που έχουν παραμείνει στην θέση της κρήνης, ένα θραύσμα από κιονόκρανό, ένα θραύσμα από το επιστήλιο και τρία θραύσματα από την ζωοφόρο και το γείσο.
27. Αν θεωρήσουμε ότι η στάθμη στους τρεις αποθηκευτικούς θαλάμους υπερέβαινε αυτό το ύψος, τότε οι λεκάνες θα υπερχείλιζαν και το διοχετευόμενο νερό θα έρεε ακατάσχετα στο δάπεδο του κρηναίου οικοδομήματος.
28. Βλέπε εικόνα 62 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.
29. Η κρήνη της Γλαύκης ανάγεται στην Ελληνιστική εποχή, ενώ της Κάτω Πειρήνης φέρεται να κατασκευάστηκε στα Αρχαϊκά χρόνια και βελτιώνονταν έως τον 2ο αιώνα π. Χ..
30. Τα υφαντικά βάρη ανάγονται στα Ελληνιστικά χρόνια και θεωρούνται ως κληρονομικά αποκτήματα. Ανάμεσα στα ευρήματα από την Ρωμαϊκή περίοδο συμπεριλαμβάνονται τρία νομίσματα, δύο χάλκινα δακτυλίδια, ένα κουτάλι, ένα μεγάλο μαχαίρι, 11 πήλινοι και 2 χυτοί λύχνοι, όπως και 6 ρύγχη λύχνων, πιθανότατα των μέσων του 1ου αιώνα π. Χ..
31. Δυστυχώς στο κλιμακοστάσιο της υπόγειας κινστέρνας έχουν συσσωρευτεί φερτά υλικά και απορρίμματα, δυσχεραίνοντας την πρόσβαση στο εσωτερικό της, ενώ ο πυθμένας του αποθηκευτικού θαλάμου της σκεπάζεται από παχύ λασπώδες ίζημα.
32. Το υδρευτικό σύστημα Κανάτ φέρεται να επινοήθηκε από τους Πέρσες πριν το 500 π. Χ. και σταδιακά η εφαρμογή του διαδόθηκε ευρέως στον αρχαίο κόσμο. Η βασική δομή του αποτελείται από μία υπόγεια σήραγγα υδραγωγείου, που μεταφέρει το νερό με ελεύθερη ροή από υδρομαστευτικά φρεάτια ή ορεινούς ταμιευτήρες προς πεδινές και άγονες περιοχές κοντά σε οικισμούς, με πλήρη εκμετάλλευση των κλίσεων του εδάφους και χωρίς να επιβαρύνεται ο υδροφόρος ορίζοντας. Κατά μήκος της διαδρομής διανοίγονται πηγάδια σε επιλεγμένα σημεία, προκειμένου να προσεγγίζεται το εσωτερικό της για συντήρηση και για περιστασιακή υδροληψία, ενώ στην απόληξη της το νερό συχνά είτε αποθηκεύονταν σε δεξαμενές για εξυπηρετηθούν οι ανάγκες ύδρευσης των κατοίκων, είτε διοχετεύονταν περαιτέρω σε κανάλια για την άρδευση των καλλιεργειών. Πάντως, όπως τονίζει ο Richard Tomlinson δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε αν οι αρχαίοι Έλληνες υιοθέτησαν τα υπόγεια υδραυλικά συστήματα από τους Πέρσες ως απόρροια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή αν κατείχαν ήδη την απαιτούμενη τεχνογνωσία.
33. Η υπόψη ανασκαφή διενεργήθηκε από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή υπό την επίβλεψη του καθηγητή Richard Tomlinson, σε συνεργασία τις αρχαιολόγους Καίτη Δημακοπούλου και Ελισάβετ Χατζηπούλιου της τότε Δ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων. Σε ορισμένες πηγές αναφέρεται ότι η κυκλική κατασκευή είχε διάμετρο περί τα 30 μέτρα, όμως από την κλίμακα του αρχιτεκτονικού σχεδίου της στην σχετική Αγγλική μελέτη του BSA (σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 7, page 265, Figure 3) προκύπτει ότι ανέρχονταν σε 28 μέτρα, όπως αναγράφεται και στα αρχαιολογικά χρονικά του έτους 1982 (σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 9, σελίδα 101).
34. Στις διερευνητικές τομές ανακαλύφθηκαν κεραμικά θραύσματα πιθανότατα από Κορινθιακούς σκύφους του 5ου αιώνα π. Χ., τρία χάλκινα νομίσματα της Κορίνθου με την παράσταση Πήγασου, ένα μπρούτζινο μικρό αγγείο και μία περόνη. Απουσιάζουν τα ευρήματα έπειτα από την Κλασσική εποχή και παρουσιάζονται ξανά την ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο, από την οποία προέρχονται μερικά πήλινα τεμάχια από χονδροειδή δοχεία.
35. Σήμερα δεν διακρίνεται σχεδόν κανένα ίχνος της κυκλικής δεξαμενής, αφού τα ανακαλυφθέντα κατάλοιπα επιχωματώθηκαν μετά το πέρας των ανασκαφών του έτους 1982, κατόπιν σχετικής συμφωνίας της αρχαιολογικής υπηρεσίας με τον ιδιοκτήτη του αγροτεμαχίου.
36. Ξενοφών, «Ελληνικά», βιβλίο Δ’, κεφάλαιο V, εδάφια 1 – 6.
37. Η τραπεζοειδής λιθοδομή εμφανίστηκε στα τέλη του 5ου αιώνα π. Χ. και αξιοποιήθηκε ευρέως για στρατιωτικούς σκοπούς, ιδιαίτερα τα πρώτα εκατό χρόνια. Η δε πολυγωνική τοιχοποιία παρουσιάστηκε αρχικά τον πρώιμο 6ο αιώνα π. Χ., αλλά δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιείται, κυρίως σε οχυρώσεις, δεδομένου ότι μεγάλοι ογκόλιθοι μπορούσαν να βρεθούν επιτόπου και να κατεργαστούν ανάλογα ως προς το μέγεθος τους. [«Οι οχυρώσεις στην αρχαία Ελλάδα», Nic Fields, σειρά «Ο Πελοποννησιακός πόλεμος», τόμος V, σελίδες 17 – 18, Osprey publishing (Ελληνική έκδοση «4π»), Χαλάνδρι, 2011].
Ενδεικτική Βιβλιογραφία Μέρους Γ’– Πηγές Διαδικτύου
1. «Perachora I. The Sanctuaries of Hera Akraia and Limenia, excavations of the British School of Archaeology at Athens 1930-1933, Architecture Bronze terracottas», Humfry. Payne, Clarendon Press, Oxford, 1940.
2. «The Oracle of Hera Akraia at Perachora», Thomas J. Dunbabin, Annual of the British School of Athens 46, p. 61 – 71, 1951.
3. «Perachora, the Heraion», Richard Tomlinson, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 20, μέρος Β1 – Χρονικά (1965), σελίδα 152 – 154, Αθήνα, 1967.
4. «Perachora», Richard Tomlinson, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 21, μέρος Β1 – Χρονικά (1966), σελίδα 145 – 147, Αθήνα, 1968.
5. «Perachora», Richard Α. Tomlinson, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 22, μέρος Β1 – Χρονικά (1967), σελίδα 190 – 192, Αθήνα, 1968.
6. «Perachora: The remains outside the two sanctuaries», Richard Α. Tomlinson, Annual of the British School of Athens 64, p. 155 – 258, 1969.
7. «Excavations at the circular building, Perachora», Richard Α. Tomlinson – Κ. Demakopoulou, Annual of the British School of Athens 80, p. 261 – 279, 1985.
8. «Water supplies and ritual at the Heraion Perachora», Richard A. Tomlinson, Early Greek Cult Practice, Proceedings of the Fifth International Symposium at the Swedish Institute at Athens, p. 167 – 171, 26 – 29 June 1986, Stockholm, 1986.
9. «Περαχώρα», Κ. Δημακοπούλου – Richard Α. Tomlinson, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 37, μέρος Β1 – Χρονικά (1982), σελίδα 101, πίνακας 50γ, Αθήνα, 1989.
10. «Τα μυστικά της Περαχώρας», Πετρόχειλος Νικόλαος, άρθρο στο ένθετο έντυπο «Nature» της εφημερίδας Έθνος, Νοέμβριος 2009
11. «The circular building at Perachora», Richard A. Tomlinson, in «The Corinthia and the Northeast Peloponnese: topography and history from prehistoric times until the end of antiquity: proceedings of the international conference, organized by the Directorate of Prehistoric and Classical Antiquities, the LZ' Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities and the German Archaeological Institute, Athens, held at Loutraki, March 26-29, 2009», p. 175 – 177, München: Hirmer, 2013.
12. «Αρχαία Ελληνική τεχνολογία. Οι εφευρέσεις των αρχαίων Ελλήνων», Κώστας Κοτσανάς, σελίδες 102 έως 107, ιδιοέκδοση, Πύργος, 2013.
13. «Ηραίο Περαχώρας», Βασιλική Πλιάτσικα, άρθρο από το συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία», σελίδες 1 – 9, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
14. http://urbanspeleology.blogspot.com/Τα υπόγεια μυστικά στην Περαχώρα (κείμενο: Παναγιώτης Δευτεραίος).
15. http://www.self.gutenberg.org/Heraion of Perachora.
Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 46: Τοπογραφικό διάγραμμα του οικιστικού τομέα του Ηραίου, στο οποίο καταδεικνύονται τα ανακαλυφθέντα κτίρια και το υπόγειο σύστημα υδροδότησης. (Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 6, plate 50).
Εικόνα 47: Στην τοποθεσία του οικιστικού τομέα του Ηραίου διακρίνονται διάσπαρτα κτιριακά κατάλοιπα, αρκετά τα οποία δεν έχουν ταυτοποιηθεί.
Εικόνα 48: Οι θεμελιώσεις της μεγαλύτερης κατοικίας από την συστάδα κτιρίων Α, που εκτιμάται ότι ανεγέρθηκε τον 5ο – 4ο αιώνα π. Χ., όπως αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές του έτους 1964. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται το πλακόστρωτο κατώφλι. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 6, plate 52α).
Εικόνα 49: Σχεδιάγραμμα των καταλοίπων από δύο κτίσματα, που ανασκάφηκαν στον σημερινό χώρο στάθμευσης του αρχαιολογικού χώρου του Ηραίου και πλέον δεν υφίστανται. (Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 6, page 192, figure 12).
Εικόνα 50: Η είσοδος της στοάς του καθοδικού κλιμακοστασίου, μέσω του οποίου πραγματοποιούνταν η πρόσβαση στον πυθμένα των βαθιών υδροσυλλεκτικών φρεατίων.
Εικόνα 51: Η αρχή του καθοδικού κλιμακοστασίου προς τα βαθιά φρεάτια, η οποία είναι λιθόκτιστη και ακολουθεί ένα δρομικό υπόδειγμα.
Εικόνα 52: Άποψη από το εσωτερικό της στοάς του καθοδικού κλιμακοστασίου, που κατέρχεται σε ένα βάθος περίπου 30 μέτρων.
Εικόνα 53: Σχεδιαστική τομή της στοάς του καθοδικού κλιμακοστασίου, όπου παρατίθεται η κατάσταση του εσωτερικού της, όπως ήταν κατά τις αρχαιολογικές έρευνες του έτους 1964. (Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 6, figure 18).
Εικόνα 54: Μία από τις κόγχες έχουν λαξευτεί κατά διαστήματα στην στοά του καθοδικού κλιμακοστασίου για την τοποθέτηση λύχνων (λυχνοστάτης), προκειμένου να επιτυγχάνεται ο φωτισμός της διαδρομής.
Εικόνα 55: Άποψη της αφετηρίας της αριστερής υπόγειας σήραγγας επικοινωνίας, που κατέληγε στο ανατολικό βαθύ φρεάτιο υδρομάστευσης. Σήμερα το εσωτερικό της στοάς καλύπτεται από ένα στρώμα προσχώσεων και ιζημάτων μέχρι το μέσο της διάστασης του ύψους της
Εικόνα 56: Άποψη του φραγμένου πρώτου σημείου εισόδου (Α) στο δυτικό φρεάτιο υδρομάστευσης μέσω της δεξιάς υπόγειας σήραγγας επικοινωνίας και της κάθετης διακλάδωσης της (Β) περαιτέρω προς τα βορειοδυτικά.
Εικόνα 57: Άποψη του στομίου του πηγαδιού, στο οποίο καταλήγει η παράπλευρη βορειοδυτική διακλάδωση, του υπόγειου συμπλέγματος των στοών επικοινωνίας των βαθιών φρεατίων.
Εικόνα 58: Το στόμιο του ανατολικού φρεατίου, όπως καθαρίστηκε κατά τις ανασκαφικές εργασίες της περιόδου των ετών 1964 – 1966. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 6, plate).
Εικόνα 59: Η μικρή στέρνα ή δεξαμενή καθίζησης πίσω από το κρηναίο οικοδόμημα, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές της περιόδου 1964 – 1966. Σε αυτήν κατέληγε ο αγωγός ύδατος που ξεκινούσε από τα βαθιά φρεάτια. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 6, plate 55b).
Εικόνα 60: Το δυτικό άκρο του βόρειου αποθηκευτικού θαλάμου (υπόγειας δεξαμενής) του κρηναίου οικοδομήματος. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται το άνοιγμα του ελλειψοειδούς φρεατίου, μέσω του οποίου πραγματοποιούνταν η πρόσβαση στο εσωτερικό του βόρειου, αλλά και του νότιου αποθηκευτικού θαλάμου για καθαρισμό και συντήρηση.
Εικόνα 61: Άποψη των καταλοίπων και σχεδιαστική τομή του μνημειώδους κρηναίου οικοδομήματος, το οποίο διέθετε τρεις υπόσκαφους αποθηκευτικούς θαλάμους ύδατος σε επαφή με τον οπίσθιο τοίχο του. (Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 6, page 209, figure 23).
Εικόνα 62: Το μακρόστενο βοηθητικό φρεάτιο πίσω από τον μεσαίο αποθηκευτικό θάλαμο. Εκτιμάται ότι στο στόμιο του ήταν προσαρμοσμένος ένας μηχανισμός ανέλκυσης ύδατος, ίσως κάποιος τύπος υδραυλικού τροχού. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται το φρεάτιο πρόσβασης στο εσωτερικό του μεσαίου και βόρειου αποθηκευτικού θαλάμου.
Εικόνα 63: Άποψη του διατηρούμενου βόρειου τείχους της ακρόπολης του Ηραίου, που η οχύρωση της ανάγεται πιθανότατα στον 5ο αιώνα π. Χ..
Εικόνα 64: Άποψη του παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου στο άκρο της βραχώδους λοφοσειράς νοτίως οικιστικού τομέα του Ηραίου, που έχει ανεγερθεί πάνω σε αναβαθμό αρχαίας οχύρωσης, από την οποία διατηρείται το βόρειο τείχος.
22 Φεβρουαρίου 2020
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Οι αρχαιολογικές έρευνες στο ιερό της Ήρας Ακραίας και στην ευρύτερη περιοχή έχουν διεξαχθεί με μέριμνα της Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών (British School at Athens), σε συνεργασία με την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία.
2. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 1935, ο E. J. Andre Kenny είχε ασχοληθεί με την επισκόπηση των πολυσύνθετων αποστραγγιστικών έργων των αρχαίων Μινύων στην λεκάνη της λίμνης Κωπαΐδας στην Βοιωτία, που είχε αποξηρανθεί από το 1931, συντάσσοντας την σχετική πραγματεία: «the Ancient Drainage of the Copais» (Liverpool Annals of Archaeology and Anthropology 22, pages 189 – 206, 1935).
3. Το πρωτότυπο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα από την σχετική μελέτη του Richard Tomlinson, όπου αποτυπώνεται αναλυτικά το σύνολο των κτιριακών καταλοίπων, παρατίθεται στην εικόνα 46 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό με τις επεξηγήσεις να έχουν μεταφραστεί στην Ελληνική γλώσσα.
4. Ανάμεσα στα ευρήματα του εδαφικού στρώματος του πρώιμου κτιρίου, συγκαταλέγονται πήλινα θραύσματα από έντεκα κωνικές οινοχόες, δύο πυξίδες, δύο δοχεία, μία κοτύλη και ένας κάλαθος, όπως επίσης και ένας οβελός, ένα σκεύος και δύο δακτυλίδια από χαλκό, ενώ ανασύρθηκε και μία σιδερένια ράβδος ή «χρηματικός» οβελός.
5. Δεν είναι απολύτως βέβαιο αν οι ανασκαμμένοι τοίχοι ανήκουν σε ένα κτίσμα ή σε δύο ξεχωριστά. Υφίστανται δύο διακριτές πτέρυγες, που όμως συνδέονται μεταξύ τους, ενώ δεν είναι εμφανές ότι αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές οικοδομικές φάσεις και έτσι προσλαμβάνεται σαν ενιαία κτιριακή εγκατάσταση. Η ανατολική πτέρυγα ίσως να διέθετε και τρίτο δωμάτιο στο βορειοανατολικό τμήμα της.
6. Στα αντικείμενα που συλλέχτηκαν περιλαμβάνονται μία μπρούτζινη λαβή καθρέπτη, ένας πήλινος κορμός ειδωλίου και λύχνος, καθώς και πήλινα αγγεία, όπως πυξίδες, πιάτο, πιατέλα, οινοχόη, υδρία και μικρογραφίες δοχείων.
7. Βρέθηκε νόμισμα με παράσταση Πήγασου του 400 – 300 π. Χ..
8. Το τέμενος στην αρχαιότητα αποτελούσε μία οριοθετημένη έκταση, με περίβολο ή όχι, που αφιερώνονταν σε μία θεότητα ή σε έναν ήρωα. Συνήθως ήταν ιερά άλση ή δάση, χωρίς να αποκλείονται και οι αύλειοι χώροι.
9. Οι αρχαιοελληνικοί ναοί είχαν προσανατολισμό από ανατολή προς δύση. Ωστόσο από αυτή την αρχή φαίνεται ότι διαφοροποιούνταν ορισμένοι ναοί, που ήταν αφιερωμένοι στην θεά Άρτεμη, πλην όμως είχαν κατεύθυνση από νότο προς βορρά, όπως στις περιπτώσεις της Αρτέμιδας Ορθασίας στις Βάσσες Φιγαλείας ή της Λιμνιάτιδας Αρτέμιδας στην Τριφυλία.
10. Ενδεικτικά από τις ανασκαφές στην συστάδα κτιρίων Ζ βρέθηκαν τρία πλήρη μπρούτζινα δακτυλίδια, ένα πήλινο ειδώλιο αλόγου με ιππέα, Αρχαϊκή κεραμική και μικρογραφικά αγγεία, όπως μεσόμφαλες φιάλες, κύπελλο, πιάτο και οινοχόη, καθώς και υστερότερη κεραμική Κλασσικών χρόνων, όπως πιάτα, σκεύη, υδρία, πιατέλα, κύπελο και θραύσματα από χονδροειδή αποθηκευτικά δοχεία.
11. Αυτά τα κτίσματα όπως και τα δύο οικήματα της συστάδας κτιρίων F, δεν υποδεικνύονται στο τοπογραφικό διάγραμμα του οικιστικού τομέα της σχετικής μελέτης του Richard Tomlinson (σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 6, plate 50), με αποτέλεσμα να μην μπορούν να προσδιοριστούν χωροταξικά από τον γράφοντα στην δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας (εικόνα 4) του παρόντος άρθρου.
12. Βλέπε εικόνα 49 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.
13. Η θέση της «κατοικίας Dunbabin» βρίσκεται εκτός της καλυπτόμενης έκτασης των διαθέσιμων τοπογραφικών διαγραμμάτων της ευρύτερης περιοχής του Ηραίου, που περιλαμβάνονται στις προσβάσιμες αρχαιολογικές μελέτες και εκθέσεις.
14. Ανακαλύφθηκαν ένας Αττικός λύχνος και μία Κορινθιακή κοτύλη του ύστερου 5ου – πρώιμου 4ου αιώνα π. Χ., καθώς και κεραμίδια του 4ου αιώνα π. Χ..
15. Το καθοδικό κλιμακοστάσιο και οι υπόγειες σήραγγες επικοινωνίας των βαθιών φρεατίων με την δυτική διακλάδωση, μελετήθηκαν ενδελεχώς το έτος 1933 και την περίοδο 1964 – 1966 από τον E. J. Andre Kenny, ο οποίος προέβη στην ακριβή σχεδιαστική αποτύπωση του συμπλέγματος τους. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο κάθε επίδοξος εξερευνητής του υπόγειου τμήματος του συστήματος υδροδότησης θα πρέπει να διαθέτει την ανάλογη εμπειρία και λάβει τα δέοντα μέτρα προφύλαξης, γνωρίζοντας πως ένα τέτοιο εγχείρημα είναι αρκετά επικίνδυνο, εγκυμονώντας αυξημένη πιθανότητα ατυχήματος.
16. Το σχεδιάγραμμα της πλάγιας τομής του κλιμακοστασίου προσέγγισης των βαθιών φρεατίων παρατίθεται στην εικόνα 53 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.
17. Βλέπε εικόνα 54 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.
18. Αξιοπρόσεκτο είναι ένα εκ των στρωμάτων που απαντάται περίπου στο μέσο της διαδρομής, καθώς συνίσταται από απολιθωμένα κελύφη θαλάσσιων οργανισμών.
19. Εκτός από την εικόνα 16, ορισμένα τμήματα από το υπόγειο σύμπλεγμα σηράγγων παρουσιάζονται στις εικόνες 55 και 56 του επιπλέον φωτογραφικού υλικού.
20. Βιτρούβιος (Marcus Vitruvius Pollio), «Περί αρχιτεκτονικής (De architectura)», βιβλίο Χ, κεφάλαια 4 έως 8. Οι βασικοί τύποι μηχανών ανέλκυσης ύδατος των αρχαίων χρόνων είναι οι εξής: ο ατέρμονας κοχλίας του Αρχιμήδη και διάφορές μορφές τροχού και αντλίας, που επινοήθηκαν από τον Φίλωνα και τον Κτησίβιο.
21. Ο Richard Tomlinson αποφεύγει να προσδιορίσει ρητά την διάμετρο των τροχών ανέλκυσης του ύδατος. Από την υπόνοια ότι το μέγεθος τους αναλογούσε στην διάσταση του μήκους τους, σε ορισμένες νεότερες πηγές παρατίθεται αρκετά υπερβολικά πως η διάμετρος του τροχού στο ανατολικό φρεάτιο έφτανε τα 15 μέτρα, καταλαμβάνοντας ασφυκτικά σχεδόν ολόκληρη την έκταση του στομίου, ένα ενδεχόμενο που μάλλον θα δημιουργούσε προβλήματα στην κίνηση της διπλής αλυσίδας με τους προεξέχοντες κάδους.
22. Ίσως μερικά λείψανα των θεωρούμενων υδραυλικών μηχανισμών, να βρίσκονται θαμμένα κάτω από το παχύ γέμισμα των συντριμμιών στο εσωτερικό των βαθιών φρεατίων. Πάντως δεν παράλογο να υποτεθεί ότι όταν σταμάτησε η υδροσυλλεκτική λειτουργία, αποσυναρμολογήθηκαν οι ξύλινοι σκελετοί με τους κινητήριους τροχούς και τα απάρτια τους χρησιμοποιήθηκαν για μία άλλη κατασκευή ή απλά αποτέλεσαν εύκολη καύσιμη ύλη, τουλάχιστον τα ξύλινα μέρη τους, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί κάθε ίχνος τους.
23. Εντοπίστηκαν τεμάχια κυρτών κεραμιδιών και ραχιαίων κορυφών. Τα πρώτα ανάγονται στον πρώιμο 5ο αιώνα π. Χ. και τα δεύτερα στον ύστερο. Σίγουρα τοποθετήθηκαν στον αγωγό σε δεύτερη χρήση και εικάζεται ότι προέρχονταν από κάποιο άλλο κτίριο του πολίσματος, μετά από μία ανακαίνιση ή ερείπωση του. Ο δε Richard Tomlinson διατυπώνει την αμφίβολη άποψη ότι ίσως να ανήκαν στον γειτονικό μικρό ναό της συστάδας κτιρίων Ζ.
24. Η διαπιστωμένη τεχνητή κλίση του αγωγού στο επιφανειακό κομμάτι του αγωγού, συνιστά άλλη μία ένδειξη ότι τα βαθιά φρεάτια είχαν υδροσυλλεκτικό και υδροδοτικό σκοπό και όχι αποθηκευτικό, καθώς φανερώνει έναν προσεκτικό σχεδιασμό για την αδιάλειπτη μεταβίβαση του αντλούμενου νερού.
25. Στην δορυφορική αποτύπωση της διαδικτυακής εφαρμογής google.maps, τα κατάλοιπα της κρήνης του πολίσματος επισημαίνονται εσφαλμένα ως «αρχαία πηγή Ηραίου».
26. Από την πρόσοψη ανακαλύφθηκαν μία βάση και δύο τύμπανα κιόνων, που έχουν παραμείνει στην θέση της κρήνης, ένα θραύσμα από κιονόκρανό, ένα θραύσμα από το επιστήλιο και τρία θραύσματα από την ζωοφόρο και το γείσο.
27. Αν θεωρήσουμε ότι η στάθμη στους τρεις αποθηκευτικούς θαλάμους υπερέβαινε αυτό το ύψος, τότε οι λεκάνες θα υπερχείλιζαν και το διοχετευόμενο νερό θα έρεε ακατάσχετα στο δάπεδο του κρηναίου οικοδομήματος.
28. Βλέπε εικόνα 62 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.
29. Η κρήνη της Γλαύκης ανάγεται στην Ελληνιστική εποχή, ενώ της Κάτω Πειρήνης φέρεται να κατασκευάστηκε στα Αρχαϊκά χρόνια και βελτιώνονταν έως τον 2ο αιώνα π. Χ..
30. Τα υφαντικά βάρη ανάγονται στα Ελληνιστικά χρόνια και θεωρούνται ως κληρονομικά αποκτήματα. Ανάμεσα στα ευρήματα από την Ρωμαϊκή περίοδο συμπεριλαμβάνονται τρία νομίσματα, δύο χάλκινα δακτυλίδια, ένα κουτάλι, ένα μεγάλο μαχαίρι, 11 πήλινοι και 2 χυτοί λύχνοι, όπως και 6 ρύγχη λύχνων, πιθανότατα των μέσων του 1ου αιώνα π. Χ..
31. Δυστυχώς στο κλιμακοστάσιο της υπόγειας κινστέρνας έχουν συσσωρευτεί φερτά υλικά και απορρίμματα, δυσχεραίνοντας την πρόσβαση στο εσωτερικό της, ενώ ο πυθμένας του αποθηκευτικού θαλάμου της σκεπάζεται από παχύ λασπώδες ίζημα.
32. Το υδρευτικό σύστημα Κανάτ φέρεται να επινοήθηκε από τους Πέρσες πριν το 500 π. Χ. και σταδιακά η εφαρμογή του διαδόθηκε ευρέως στον αρχαίο κόσμο. Η βασική δομή του αποτελείται από μία υπόγεια σήραγγα υδραγωγείου, που μεταφέρει το νερό με ελεύθερη ροή από υδρομαστευτικά φρεάτια ή ορεινούς ταμιευτήρες προς πεδινές και άγονες περιοχές κοντά σε οικισμούς, με πλήρη εκμετάλλευση των κλίσεων του εδάφους και χωρίς να επιβαρύνεται ο υδροφόρος ορίζοντας. Κατά μήκος της διαδρομής διανοίγονται πηγάδια σε επιλεγμένα σημεία, προκειμένου να προσεγγίζεται το εσωτερικό της για συντήρηση και για περιστασιακή υδροληψία, ενώ στην απόληξη της το νερό συχνά είτε αποθηκεύονταν σε δεξαμενές για εξυπηρετηθούν οι ανάγκες ύδρευσης των κατοίκων, είτε διοχετεύονταν περαιτέρω σε κανάλια για την άρδευση των καλλιεργειών. Πάντως, όπως τονίζει ο Richard Tomlinson δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε αν οι αρχαίοι Έλληνες υιοθέτησαν τα υπόγεια υδραυλικά συστήματα από τους Πέρσες ως απόρροια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή αν κατείχαν ήδη την απαιτούμενη τεχνογνωσία.
33. Η υπόψη ανασκαφή διενεργήθηκε από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή υπό την επίβλεψη του καθηγητή Richard Tomlinson, σε συνεργασία τις αρχαιολόγους Καίτη Δημακοπούλου και Ελισάβετ Χατζηπούλιου της τότε Δ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων. Σε ορισμένες πηγές αναφέρεται ότι η κυκλική κατασκευή είχε διάμετρο περί τα 30 μέτρα, όμως από την κλίμακα του αρχιτεκτονικού σχεδίου της στην σχετική Αγγλική μελέτη του BSA (σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 7, page 265, Figure 3) προκύπτει ότι ανέρχονταν σε 28 μέτρα, όπως αναγράφεται και στα αρχαιολογικά χρονικά του έτους 1982 (σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 9, σελίδα 101).
34. Στις διερευνητικές τομές ανακαλύφθηκαν κεραμικά θραύσματα πιθανότατα από Κορινθιακούς σκύφους του 5ου αιώνα π. Χ., τρία χάλκινα νομίσματα της Κορίνθου με την παράσταση Πήγασου, ένα μπρούτζινο μικρό αγγείο και μία περόνη. Απουσιάζουν τα ευρήματα έπειτα από την Κλασσική εποχή και παρουσιάζονται ξανά την ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο, από την οποία προέρχονται μερικά πήλινα τεμάχια από χονδροειδή δοχεία.
35. Σήμερα δεν διακρίνεται σχεδόν κανένα ίχνος της κυκλικής δεξαμενής, αφού τα ανακαλυφθέντα κατάλοιπα επιχωματώθηκαν μετά το πέρας των ανασκαφών του έτους 1982, κατόπιν σχετικής συμφωνίας της αρχαιολογικής υπηρεσίας με τον ιδιοκτήτη του αγροτεμαχίου.
36. Ξενοφών, «Ελληνικά», βιβλίο Δ’, κεφάλαιο V, εδάφια 1 – 6.
37. Η τραπεζοειδής λιθοδομή εμφανίστηκε στα τέλη του 5ου αιώνα π. Χ. και αξιοποιήθηκε ευρέως για στρατιωτικούς σκοπούς, ιδιαίτερα τα πρώτα εκατό χρόνια. Η δε πολυγωνική τοιχοποιία παρουσιάστηκε αρχικά τον πρώιμο 6ο αιώνα π. Χ., αλλά δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιείται, κυρίως σε οχυρώσεις, δεδομένου ότι μεγάλοι ογκόλιθοι μπορούσαν να βρεθούν επιτόπου και να κατεργαστούν ανάλογα ως προς το μέγεθος τους. [«Οι οχυρώσεις στην αρχαία Ελλάδα», Nic Fields, σειρά «Ο Πελοποννησιακός πόλεμος», τόμος V, σελίδες 17 – 18, Osprey publishing (Ελληνική έκδοση «4π»), Χαλάνδρι, 2011].
Ενδεικτική Βιβλιογραφία Μέρους Γ’– Πηγές Διαδικτύου
1. «Perachora I. The Sanctuaries of Hera Akraia and Limenia, excavations of the British School of Archaeology at Athens 1930-1933, Architecture Bronze terracottas», Humfry. Payne, Clarendon Press, Oxford, 1940.
2. «The Oracle of Hera Akraia at Perachora», Thomas J. Dunbabin, Annual of the British School of Athens 46, p. 61 – 71, 1951.
3. «Perachora, the Heraion», Richard Tomlinson, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 20, μέρος Β1 – Χρονικά (1965), σελίδα 152 – 154, Αθήνα, 1967.
4. «Perachora», Richard Tomlinson, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 21, μέρος Β1 – Χρονικά (1966), σελίδα 145 – 147, Αθήνα, 1968.
5. «Perachora», Richard Α. Tomlinson, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 22, μέρος Β1 – Χρονικά (1967), σελίδα 190 – 192, Αθήνα, 1968.
6. «Perachora: The remains outside the two sanctuaries», Richard Α. Tomlinson, Annual of the British School of Athens 64, p. 155 – 258, 1969.
7. «Excavations at the circular building, Perachora», Richard Α. Tomlinson – Κ. Demakopoulou, Annual of the British School of Athens 80, p. 261 – 279, 1985.
8. «Water supplies and ritual at the Heraion Perachora», Richard A. Tomlinson, Early Greek Cult Practice, Proceedings of the Fifth International Symposium at the Swedish Institute at Athens, p. 167 – 171, 26 – 29 June 1986, Stockholm, 1986.
9. «Περαχώρα», Κ. Δημακοπούλου – Richard Α. Tomlinson, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 37, μέρος Β1 – Χρονικά (1982), σελίδα 101, πίνακας 50γ, Αθήνα, 1989.
10. «Τα μυστικά της Περαχώρας», Πετρόχειλος Νικόλαος, άρθρο στο ένθετο έντυπο «Nature» της εφημερίδας Έθνος, Νοέμβριος 2009
11. «The circular building at Perachora», Richard A. Tomlinson, in «The Corinthia and the Northeast Peloponnese: topography and history from prehistoric times until the end of antiquity: proceedings of the international conference, organized by the Directorate of Prehistoric and Classical Antiquities, the LZ' Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities and the German Archaeological Institute, Athens, held at Loutraki, March 26-29, 2009», p. 175 – 177, München: Hirmer, 2013.
12. «Αρχαία Ελληνική τεχνολογία. Οι εφευρέσεις των αρχαίων Ελλήνων», Κώστας Κοτσανάς, σελίδες 102 έως 107, ιδιοέκδοση, Πύργος, 2013.
13. «Ηραίο Περαχώρας», Βασιλική Πλιάτσικα, άρθρο από το συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία», σελίδες 1 – 9, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
14. http://urbanspeleology.blogspot.com/Τα υπόγεια μυστικά στην Περαχώρα (κείμενο: Παναγιώτης Δευτεραίος).
15. http://www.self.gutenberg.org/Heraion of Perachora.
Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.