Μία διακριτική επαρχιακή εκκλησία του Δήμου Βέλου – Βόχας, που διαφυλάσσει σπουδαίους καλλιτεχνικούς θησαυρούς και μνήμες από τους αρχαίους χρόνους
Εικόνα 1: Ο μονόχωρος ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου βρίσκεται σε μία ειδυλλιακή τοποθεσία, κατάφυτη με πεύκα και κυπαρίσσια, περίπου ένα χιλιόμετρο νοτίως του οικισμού των Ταρσινών.
Πολλές φορές ορισμένα ξωκλήσια της Ελληνικής υπαίθρου, που φαντάζουν μάλλον συνηθισμένα ή ακόμα και αδιάφορα στην αρχιτεκτονική τους, κατέχουν πολύτιμα κοσμήματα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, τα οποία περνούν απαρατήρητα από τα μάτια ενός βιαστικού επισκέπτη. Μία τέτοια ενδιαφέρουσα περίπτωση αποτελεί και ο σεπτός ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην περιοχή των Ταρσινών Κορινθίας. Παρά το ταπεινό παρουσιαστικό του, κρύβει αρκετά μυστικά τόσο στον περιβάλλοντα χώρο του, όσο και στο εσωτερικό του, που του προσδίδουν μία εικαστική αύρα με ιστορικές προεκτάσεις, κάνοντας τον να ξεχωρίζει από ένα απλό θρησκευτικό προσκύνημα.
Η εκκλησία της Ευαγγελίστριας, όπως είναι γνωστή στη τοπική κοινωνία, βρίσκεται σε ένα πλευρικό πλάτωμα μίας χαμηλής εδαφικής έξαρσης με υψόμετρο 98 μέτρα, που έχει διευθετηθεί τεχνητά με εκσκαφή, ανάμεσα σε μία μικρή ρεματιά και το ρέμα του Περιστερώνα, περίπου ένα χιλιόμετρο νοτίως των Ταρσινών. Πρόκειται για ένα πραγματικά ειδυλλιακό μέρος, καθώς περιστοιχίζεται από πεύκα, λυγερόκορμα κυπαρίσσια και ελαιόδεντρα. Η δε θέα προς τον παραλιακό διάδρομο και τον Κορινθιακό κόλπο είναι σαγηνευτική. Η πρόσβαση στην τοποθεσία είναι εύκολη ακολουθώντας τον αγροτικό δρόμο, ο οποίος εξέρχεται από τις νότιες παρυφές του οικισμού και κατευθύνεται προς τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, περνώντας κάτω από τον λοφίσκο της Ευαγγελίστριας με τα χαρακτηριστικά πανύψηλα κυπαρίσσια.
Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της περιοχής των Ταρσινών Κορινθίας. (1): Ναός Ευαγγελίστριας, (2): Ενοριακός ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, (3): Βυζαντινός ναός Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (κοιμητήριο Ταρσινών). Με μπλε διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται το δρομολόγιο πρόσβασης στην τοποθεσία.
Οι πληροφορίες σχετικά με το ιστορικό του ναού είναι ελάχιστες και συγκεχυμένες. Φημολογείται ότι σε αυτή την θέση προϋπήρχε ένα επαρχιακό αρχαιοελληνικό ιερό της θεάς Άρτεμης, εξαιτίας της παρουσίας διάφορων αρχαίων μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών, που διακρίνονται τοποθετημένα περιμετρικά στο προαύλιο, αλλά και ενσωματωμένα στην τοιχοποιία του κτιρίου, για τα οποία θα αναφερθούμε κάπως αναλυτικότερα παρακάτω. Ωστόσο, αυτή η αρκετά διαδεδομένη αντίληψη δεν τεκμηριώνεται μέσα από τις γραπτές πηγές, ούτε έχουν ανακαλυφθεί κάποια συναφή ενεπίγραφα ευρήματα, αναθηματικά αντικείμενα, ή έστω επιφανειακή κεραμική γύρω από την εκκλησία, που να παραπέμπει σε μία αναμφισβήτητη χρήση του χώρου στην αρχαιότητα.
Επί του υπόψη επίμαχου ζητήματος, ο καθηγητής αρχαιολογίας Γιάννης Λώλος διατυπώνει μία πιο εύλογη εκδοχή, η οποία έχει μία σχετικά αληθοφανή υπόσταση. Κατά με την εκτίμηση του, το υφιστάμενο αρχαίο υλικό στην Ευαγγελίστρια, όπως και τα εντοιχισμένα τμήματα από κιονόκρανα και κίονες στον Βυζαντινό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο σημερινό κοιμητήριο των Ταρσινών(1), ενδεχομένως να προέρχονται από κάποια ναόσχημα ταφικά μνημεία της περιφέρειας της αρχαίας Σικυώνας (σημερινό Βασιλικό). Σε αυτή την θεώρηση συνηγορεί τόσο η ποικιλομορφία τους, καθώς φαίνεται ότι ανήκαν σε διαφορετικά οικοδομήματα, όσο και το μικρό μέγεθος τους, που δεν αρμόζει σε ένα μεγαλοπρεπές αρχαιοελληνικό ιερό. Ο δε Παυσανίας διερχόμενος από την εγγύτερη περιοχή με προορισμό την πόλη της Σικυώνας, μνημονεύει τρεις μνημειώδεις τάφους επιφανών προσωπικοτήτων και έναν ομαδικό τύμβο γηγενών πολεμιστών(2), αλλά δεν επισημαίνει κανένα ιερό της θεάς Άρτεμης. Επίσης διηγείται χαρακτηριστικά ότι οι Σικυώνιοι ενταφίαζαν εθιμοτυπικά τους νεκρούς τους στο χώμα, οικοδομώντας από πάνω ένα λίθινο κρηπίδωμα με κίονες, επί των οποίων στηρίζονταν μία ανωδομή παρόμοια με τα αετώματα των ναών. Ίσως λοιπόν, αυτή η μαρτυρία του σχολαστικού αρχαίου περιηγητή να αποτελεί μία έμμεση απόδειξη, ότι τα διακρινόμενα αρχαία δομικά μέλη στην τοιχοποιία και στις τοποθεσίες των δύο Χριστιανικών εκκλησιών, ίσως πράγματι να αποσπάστηκαν στην πλειονότητα τους από μνημειώδη ταφικά κτίσματα της αρχαίας Σικυωνίας.
Εικόνα 3: Το νεότερο ηρώο «Πεσόντων Ταρσινών» στον προαύλιο χώρο του ναού της Ευαγγελίστριας. Ακριβώς πίσω και εκατέρωθεν ενός μαγγανοπήγαδου διακρίνονται τοποθετημένοι δύο μονολιθικοί κίονες, που ενδεχομένως να προέρχονται από ναόσχημα ταφικά μνημεία της αρχαίας Σικυωνίας.
Σύμφωνα με τον διακεκριμένο αρχιτέκτονα – αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο (1887 – 1979), στον λοφίσκο της Ευαγγελίστριας υπήρχε ένας παλαιότερος ερειπωμένος ναός, πιθανόν του 12ου αιώνα, τιμώμενος στην μνήμη του Αγίου Ερμολάου, ο οποίος θεωρείται προστάτης και γιατρός των μικρών παιδιών. Περί το 1895, οι ευλαβείς κάτοικοι των Ταρσινών αποφάσισαν να τον ανοικοδομήσουν εκ βάθρων, χωρίς να τον αποκαταστήσουν στην αυθεντική μορφή του, ενώ τον αφιέρωσαν στην Θεομητορική εορτή του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου». Μάλιστα, σε μία τοπική θρησκευτική παράδοση αναφέρεται επιγραμματικά ότι στην τοποθεσία εμφανίστηκε θαυματουργικά η Παναγία το έτος 1940. Ο δε ανακατασκευασμένος ναός της Ευαγγελίστριας κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο, με βάση την Υπουργική Απόφαση ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ31/2328146/11-2-1992 (ΦΕΚ 420/Β/1-7-1992), και με την αιτιολογία ότι «πρόκειται για μονόχωρο ναϋδριο του τέλους του 19ου αιώνα, που διατηρεί εντοιχισμένα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη Βυζαντινής εποχής, προερχόμενα από προϋπάρχοντα ναό». Ωστόσο, όπως αποφαίνεται ο Γιάννης Λώλος, τουλάχιστον οι κίονες που σήμερα είναι τοποθετημένοι στον προαύλιο χώρο ανάγονται το αργότερο στην ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο, και συνεπώς θα πρέπει να ανήκουν σε κάποια αρχαιότερα κτίσματα και ίσως να επαναχρησιμοποιήθηκαν στην προγενέστερη εκκλησία του Αγίου Ερμολάου των μέσων Βυζαντινών χρόνων.
Εικόνα 4: Ο υφιστάμενος ναός της Ευαγγελίστριας Ταρσινών ανοικοδομήθηκε περί το 1895, πάνω στα ερείπια μίας προγενέστερης εκκλησίας, πιθανόν του 12ου αιώνα, η οποία ήταν αφιερωμένη στην μνήμη του Αγίου Ερμολάου.
Από αρχιτεκτονικής άποψης ο ναός της Ευαγγελίστριας κατατάσσεται στον απλουστευμένο τύπο της μονόκλιτης βασιλικής, διαθέτοντας δίριχτη κεραμοσκεπή στέγη και ημικυκλική αψίδα Ιερού Βήματος, που καταλαμβάνει το ήμισυ της ανατολικής πλευράς. Οι δε οριζόντιες διαστάσεις του είναι 6,50 X 12 μ. περίπου και το ύψος του φτάνει γύρω στα 4,50 μ. στην γωνία του αετώματος της δυτικής πλευράς. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στην δυτική πρόσοψη και φέρει ένα τοξωτό υπέρθυρο, σχηματιζόμενο από δύο επάλληλα πώρινα τόξα. Επίσης στη βόρεια πλευρά υπάρχει άλλη μία θύρα, της οποίας το ανώφλι διαμορφώνεται από αρχαία μαρμάρινα μέλη με διακοσμητικές γλυφές. Ακριβώς από επάνω της διαγράφεται μία τυφλή αβαθής κόγχη με την εικόνα του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου», που πλαισιώνεται από ορθογώνια τεμάχια μαρμάρου και επιστέφεται από τμήμα λοξότμητου επιστυλίου με φυτική διακόσμηση σε δεύτερη χρήση, ενδεχομένως προερχόμενο από το μαρμάρινο εικονοστάσι της προγενέστερης εκκλησίας του Αγίου Ερμολάου των μέσων Βυζαντινών χρόνων. Στα αριστερά της πλευρικής θύρας ανοίγονται σε διαφορετικό ύψος δύο τετράγωνα παράθυρα, τα οποία είναι μάλλον ανεπαρκή για τον φυσικό φωτισμό του εσωτερικού, ενώ στο μέσο της ημικυκλικής αψίδας του Ιερού διαρρυθμίζεται ακόμα ένα μικρό δίλοβο παράθυρο.
Όπως προαναφέρθηκε, εκτός από το ιδιότυπο ανώφλι της βόρειας θύρας του ναού, στον αύλειο χώρο διακρίνονται και άλλα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη, που χρονολογούνται στους ύστερους Ρωμαϊκούς χρόνους (2ος – 4ος αιώνας μ. Χ.). Τρεις αρράβδωτοι μονολιθικοί κίονες διαμέτρου 0,28 μ. και κυμαινόμενου ύψους 1,40 – 1,58 μ., εντοπίζονται στα ανατολικά της αψίδας του Ιερού Βήματος. Οι δύο εξ’ αυτών είναι τοποθετημένοι εκατέρωθεν ενός γραφικού μαγγανοπήγαδου, ακριβώς πίσω από την μαρμάρινη πλάκα του νεότερου ηρώου «Πεσόντων Ταρσινών», ενώ ένας ακόμα έχει ενσωματωθεί στην ανατολική άκρη του παρακείμενου μαντρότοιχου. Επίσης ένα ακόμα τμήμα από έναν μεγαλύτερο αρράβδωτο κίονα, διαμέτρου 0,50 μ., διασώζεται σε ύψος 1,10 μ. στο βορειοδυτικό μέρος του προαυλίου.
Εικόνα 5: Η βόρεια θύρα του ναού της Ευαγγελίστριας, που το ανώφλι της διαμορφώνεται από αρχαία μαρμάρινα μέλη με διακοσμητικές γλυφές. Διακρίνεται η άνωθεν αβαθής κόγχη, η οποία επιστέφεται από ανάγλυφο λοξότμητο επιστύλιο σε δεύτερη χρήση.
Το δάπεδο του παλαιότερου ναού του Αγίου Ερμολάου φαίνεται ότι ήταν επιστρωμένο με περίτεχνα μαρμαροθετήματα, από τα οποία σήμερα διατηρείται μόνο μία σπασμένη μαρμάρινη πλάκα μετά το κατώφλι της βόρειας θύρας, με το σμιλεμένο περίγραμμα ενός πτηνού που κατασπαράσσει ένα δρακόμορφο φίδι. Οι δε εσοχές της λάξευσης πληρώνονταν με πολύχρωμες ψηφίδες, τονίζοντας γλαφυρά την απεικόνιση. Η θεματολογία του συγκεκριμένου μαρμαροθετήματος συνάδει απόλυτα με τα συνήθη καλλιτεχνικά πρότυπα των μέσων Βυζαντινών χρόνων, παρέχοντας ένα ενδεικτικό χρονολογικό όριο για την πρωταρχική εκκλησία, το οποίο δεν μετατίθεται πέρα από τον 12ο αιώνα. Το πτηνό μπορεί να εκληφθεί ότι αντιπροσωπεύει αλληγορικά τον Ιησού Χριστό να νικά το ακάθαρτο πνεύμα, που αντιστοιχεί στο φίδι. Ο δε Αναστάσιος Ορλάνδος αναφέρει την ύπαρξη και μίας ακόμα επιδαπέδιας διακόσμησης στα 1935, όπου εμφανίζονταν η παραβολική σύνθεση του «πενταόμφαλου», δηλαδή ενός συμπλέγματος πέντε κύκλων, τεσσάρων περιμετρικών και ενός στο κέντρο, εντός τετραγώνου περιθωρίου, που συμβόλιζαν τους πέντε άρτους της τελετής της αρτοκλασίας. Ωστόσο αυτή η παράσταση δεν διακρίνεται στο υφιστάμενο πλακόστρωτο δάπεδο του ναού. Επίσης, μπροστά από την βόρεια θύρα είναι αποτυπωμένος ένας δικέφαλος αετός, ο οποίος προφανώς φιλοτεχνήθηκε όταν κατασκευάστηκε ο νεότερος εξωτερικός λιθόστρωτος διάδρομος.
Εικόνα 6: Η διατηρούμενη παράσταση ενός πτηνού να κατασπαράσσει δρακόμορφο φίδι, μετά το κατώφλι της βόρειας θύρας του ναού της Ευαγγελίστριας, που μαρτυρά ότι το δάπεδο του πρωτύτερου ναού των μεσοβυζαντινών χρόνων ήταν στρωμένο με πολυτελή μαρμαροθετήματα.
Από τα διαφαινόμενα πολυτελή μαρμαροθετήματα του δαπέδου, μπορούμε να προβούμε στην δυνητική εικασία ότι η πρωτύτερη μεσοβυζαντινή εκκλησία του Αγίου Ερμολάου ανεγέρθηκε με την χορηγία ενός τοπικού άρχοντα εντός των ορίων της ιδιοκτησίας του. Αύτη η πιθανότητα αντικατοπτρίζει, έστω και εντελώς συμβατικά, το ημιφεουδαρχικό σύστημα των «προνοιών», που εφάρμοσαν οι Κομνηνοί αυτοκράτορες τον 12ο αιώνα, παραχωρώντας εκτάσεις γαιών μαζί με τους αγρότες καλλιεργητές αυτών σε ισχυρές αριστοκρατικές οικογένειες, παρέχοντας σε αυτές και το δικαίωμα είσπραξης φόρων, με αντάλλαγμα τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες, χωρίς τυπικά αυτό το κτηματικό καθεστώς να είναι κληρονομικό. Ίσως λοιπόν ο κτήτορας του πρωταρχικού ναού να ήταν ένας «προνοιάριος», δηλαδή ένας πλούσιος γαιοκτήμονας της περιοχής, ο οποίος να θέλησε να ικανοποιήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των υποτακτικών του και παράλληλα να επιδείξει το κύρος του, μία υπόθεση που ισχύει και για την περίπτωση της Βυζαντινής εκκλησίας της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο σημερινό κοιμητήριο των Ταρσινών. Πάντως θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ήταν το καθολικό ενός παλαίφατου μοναστηριού, καθόσον δεν έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα άλλων κτιριακών εγκαταστάσεων στην τοποθεσία.
Εικόνα 7: Το δυτικό τμήμα του εσωτερικού του ναού της Ευαγγελίστριας, που διακοσμείται μερικώς από καλαίσθητες σύγχρονες αγιογραφίες, φιλοτεχνημένες περί το 2008, με δαπάνες των κατοίκων των Ταρσινών.
Ο εξοπλισμός του σημερινού ναού της Ευαγγελίστριας είναι κοινότυπος, όπως ακριβώς θα αναμέναμε να συναντήσουμε σε ένα ευπρεπές εξωκλήσι. Η επίπλωση του συνίσταται από μερικά ξύλινα καθίσματα, ένα τραπέζι, ένα αναλόγιο για τους ψάλτες, δύο προσκυνητάρια στην νότια πλευρά, ένα παγκάρι για τα κεριά, ένα απλό μανουάλι και ένα δοχείο αποκέρων, ενώ στους τοίχους έχουν προσαρμοστεί ξύλινα στασίδια.
Ο κυρίως ναός κοσμείται από καλαίσθητες σύγχρονες αγιογραφίες Βυζαντινού ύφους, οι οποίες φιλοτεχνήθηκαν περί το 2008, ως αφιερώματα των κατοίκων των Ταρσινών, αλλά δεν καλύπτουν την έκταση όλων των επιφανειών. Στον νότιο τοίχο απεικονίζονται οι ολόσωμες μορφές του Αποστόλου Παύλου και των Αγίων Γεωργίου, Δημήτριου, Θεοδώρου του στρατηλάτη, Νεκταρίου και Νικολάου. Στην βόρεια πλευρά διακρίνονται οι Αγίες Μαρίνα, Αναστασία η φαρμακολύτρια, Αικατερίνη, Παρασκευή, η Αγία Σοφία με τις τρεις κόρες της Αγάπη, Πίστη και Ελπίδα, όπως επίσης τρεις εικονογραφικές εκδοχές της Θεοτόκου, ως «Βρεφοκρατούσας», ως «Αγίας Σκέπης» και ως «Αγίας Ζώνης» πάνω από την βόρεια θύρα. Στον δυτικό τοίχο παριστάνονται οι Άγιοι Αθανάσιος, Θεωνάς, Κωνσταντίνος και Ελένη, οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ και ο «αναπεσών Χριστός»(3) πάνω από την δυτική είσοδο. Επίσης, αρκετές φορητές εικόνες έχουν τοποθετηθεί περιμετρικά, συμπληρώνοντας την εκκλησιαστική διακόσμηση, ιδιαίτερα στον χώρο του Ιερού Βήματος. Αξιοπρόσεκτη είναι και η ξύλινη πλαισιωτή οροφή του ναού, η οποία αποτελεί τυπικό δείγμα ξυλόστεγης επικάλυψης των τελών του 19ου αιώνα.
Εικόνα 8: Το θαυμάσιο κτιστό τέμπλο της εκκλησίας εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε περί το 1905 και φέρει γύψινη ανάγλυφη επένδυση με επιχρυσωμένα διακοσμητικά στοιχεία.
Όμως εκείνο που μαγνητίζει αμέσως το βλέμμα του εκάστοτε επισκέπτη είναι το εξαιρετικό πολύχρωμο τέμπλο της εκκλησίας, το οποίο είναι κτιστό και διαθέτει γύψινη ανάγλυφη επένδυση με επιχρυσωμένα διακοσμητικά στοιχεία. Εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε περί το 1905, όπως διαπιστώνεται από την αναγραφόμενη χρονολογία στην θεμελιώδη παράσταση του «Μυστικού Δείπνου» πάνω από την Ωραία Πύλη, ενώ στην τεχνοτροπία του παρατηρούνται εμφανείς επιρροές από το αρχιτεκτονικό ρεύμα του νεοκλασικισμού, που ήταν πολύ δημοφιλές στις αρχές του 20ου αιώνα.
Το κυρίως χαμηλότερο τμήμα του εικονοστασίου καταλαμβάνεται από την ζώνη με τις Δεσποτικές εικόνες, κάτω από τις οποίες διαμορφώνονται γύψινες απομιμήσεις θωρακίων, που διακοσμούνται στο κέντρο τους από ευμεγέθεις ανάγλυφους ανθούς λωτού, καφεκίτρινου χρώματος σε κεραμιδί φόντο, φέροντας επιζωγραφισμένα φυτικά σχέδια στις ακραίες παραστάδες. Οι υπόψη εικόνες είναι τέσσερις και σε αυτές παριστάνονται, από τα αριστερά προς τα δεξιά, η Θεομητορική σκηνή του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου» και οι ολόσωμες μορφές της Θεοτόκου Παντάνασσας (1946), του Ιησού Χριστού ευλογούντος ως Παντοκράτορα (1946) και του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου (1946)(4). Ανάμεσα στα τοξοειδή ανοίγματα του τέμπλου σχηματίζονται γύψινοι αρράβδωτοι ημικιονίσκοι και ημικίονες εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης, σε μαύρη απόχρωση, έχοντας επιχρυσωμένα κιονόκρανα Ιωνικού ρυθμού με ανθέμια, ενώ οι υποδοχές των παραστάσεων, καθώς και των δύο πλευρικών εισόδων της Ιεράς Προθέσεως(5) και του Διακονικού, επιστέφονται από μία επιχρυσωμένη προτομή αγγέλου. Τα δε κυανόχρωμα διάχωρα κοσμούνται με διπλά άνθη λωτού εντός φυλλοειδούς συμπλέγματος, εκτός από της Ωραίας Πύλης όπου το τόξο της κορυφής πλαισιώνεται από δύο αγγελικές μορφές σε ρόλο σαλπιγκτών, οι οποίες με το ένα τους χέρι βαστούν από μία σάλπιγγα, ενώ με το άλλο εμφανίζονται να κρατούν στερεωμένο ανάμεσα τους ένα δάφνινο στεφάνι. Στο δε κεντρικό ξύλινο παραπέτασμα απεικονίζεται ο Ιησούς Χριστός ως «Μέγας Αρχιερέας».
Εικόνα 9: Λεπτομέρεια από την περίτεχνη διακόσμηση του εικονοστασίου, όπου διακρίνεται μέρος του ενδιάμεσου διαζώματος με την συμβολική παράσταση της ανεπτυγμένης «Αμπέλου» σε έντονο πορφυρό φόντο.
Στο επόμενο διάζωμα εμφανίζεται το έξοχο ανάγλυφο της «Αμπέλου» σε οριζόντιο ανάπτυγμα και σε έντονο πορφυρό φόντο, που αναδεικνύει την εικαστική χροιά ολόκληρου του εικονοστασίου. Η αλληγορική παράσταση συμβολίζει τον «καρποφόρο» Χριστό και από τα προεκτεινόμενα κλήματα αναφύονται μικρά μετάλλια με τις προτομές των τεσσάρων Ευαγγελιστών, Ιωάννη, Λουκά, Μάρκου και Ματθαίου και των Αποστόλων Ανδρέα και Παύλου, ως οι «ένσαρκοι καρποί» της διδασκαλίας του Κυρίου, μέσω των οποίων διαδόθηκε ο Χριστιανισμός σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως αναπτύσσονται τα κλαδιά και σταφύλια μίας κληματαριάς.
Εικόνα 10: Τρεις εικόνες από την ζώνη του λεγόμενου «Δωδεκάορτου» με τις μικρογραφικές σκηνές της «Βάπτισης του Χριστού», της «Υπαπαντής του Κυρίου» και της «Βαϊοφόρου».
Αμέσως μετά καθ’ ύψος του νεοκλασικού τέμπλου διατάσσεται η ζώνη του «Δωδεκάορτου», δηλαδή μία σειρά θαυμάσιων μικρογραφικών σκηνών, στις οποίες αποτυπώνονται οι δώδεκα σημαντικότερες εορτές του Ορθόδοξου λειτουργικού έτους, εκατέρωθεν της κεντρικής παράστασης του «Μυστικού Δείπνου» (1905). Συγκεκριμένα, από αριστερά προς τα δεξιά απεικονίζονται όπως εορτάζονται χρονολογικά ο «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», η «Γέννηση του Ιησού», η «Βάπτιση του Χριστού», η «Υπαπαντή του Κυρίου», η «Βαϊοφόρος», ο «Νυμφίος», η «Σταύρωση», η «Ανάσταση», η «Ανάληψη», η «Μεταμόρφωση του Σωτήρος» και η «Κοίμηση της Θεοτόκου». Οι παραστάσεις διαχωρίζονται με ημικιονίσκους με χρυσοπόρφυρες ραβδώσεις και επιχρυσωμένα κιονόκρανα, διαθέτοντας πρασινωπά άνθη λωτού επί των τοξοειδών κορυφών τους. Επίσης, η δεσπόζουσα σκηνή του «Μυστικού Δείπνου» βρίσκεται μέσα σε ιδιαίτερο πλαίσιο, που κοσμείται με εκατέρωθεν ανάγλυφους σταυρούς εντός μεταλλίου και ανθέμια, σε εναλλασσόμενο πορφυρό και μαύρο χρώμα, καθώς και με επιζωγραφισμένα φυτικά σχέδια περιμετρικά, ενώ πάνω στην τοξοειδή υποδοχή της απεικόνισης διακρίνεται μία επιχρυσωμένη αρχιερατική μίτρα.
Εικόνα 11: Άποψη του κεντρικού μέρους του «Δωδεκάορτου» με την παράσταση του «Μυστικού Δείπνου» (1905) εντός ιδιαίτερου πλαισίου και την επίστεψη του εικονοστασίου με την θρησκευτική σύνθεση των επονομαζόμενων «Λυπηρών».
Η επίστεψη του εικονοστασίου αποτελείται από μία γύψινη κυματοειδή γιρλάντα με φυτική διακόσμηση κατά διαστήματα, πάνω στην οποία φέρεται η τελευταία θεματική ενότητα με τα επονομαζόμενα «Λυπηρά», δηλαδή η κορύφωση του «Θείου Πάθους». Στο κέντρο της θρησκευτικής σύνθεσης υψώνεται ένας σταυρός με τρίλοβα άκρα, πλαισιωμένος από δύο αρπακτικά πτηνά, μάλλον αετούς, με ανεστραμμένα τα κεφάλια τους προς τα νώτα, κοιτάζοντας προς τις παραστάσεις των θλιμμένων ολόσωμων μορφών της Θεοτόκου και του νεαρού Ιωάννη, του αγαπημένου μαθητή του Χριστού, που ατενίζουν τον Εσταυρωμένο. Στο δε μέσο των δύο πτερύγων της γιρλάντας είναι τοποθετημένα δύο οβάλ μετάλλια, εκ των όποιων στο δεξιό εμφανίζεται ένα «Άγιο Ποτήριο», ενώ στο δεξιό η απεικόνιση έχει σκεπαστεί πρόχειρα με ένα λευκό κάλυμμα και δεν διακρίνεται.
Εικόνα 12: Οι Δεσποτικές εικόνες με τις ολόσωμες μορφές του Χριστού Παντοκράτορος και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Φιλοτεχνήθηκαν το έτος 1946 και αποτελούν έργα της Αγιορείτικης αδελφότητας των Αβραμαίων, όπως και η έτερη παράσταση του τέμπλου με την Θεοτόκο Παντάνασσα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το υποβλητικό τέμπλο της Ευαγγελίστριας παρουσιάζει αρκετές μορφολογικές ομοιότητες, με το επίσης κτιστό τέμπλο του Βυζαντινού ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο σημερινό κοιμητήριο των Ταρσινών. Μάλιστα θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι δημιουργήθηκαν από την ίδια ομάδα μαστόρων σε διαδοχικά χρονικά διαστήματα ή έστω από διαφορετικούς τεχνίτες, προερχόμενους όμως από ένα κοινό κατασκευαστικό συνεργείο με εξειδίκευση στον νεοκλασικό ρυθμό, το οποίο άκμαζε στις αρχές του 20ου αιώνα. Ένα ακόμα παρεμφερές στοιχείο μεταξύ των δύο εκκλησιών είναι ότι οι κομψές Δεσποτικές εικόνες των τέμπλων τους φιλοτεχνήθηκαν από την μοναστική αδελφότητα των Αβραμαίων της Νέας Σκήτης του Αγίου Όρους. Τα υπόψη ζωγραφικά έργα αποτελούν εξαίρετα δείγματα της καλλιτεχνικής ωριμότητας του εν λόγω ονομαστού αγιογραφικού οίκου(6), σε μία περίοδο που δύναται να προσδιοριστεί περί την δεκαετία του 1940. Χαρακτηρίζονται δε από ένα ελαφρώς δυτικότροπο καλλιτεχνικό ύφος, καθώς τότε οι μοναχοί της υπόψη συνοδείας εικονογραφούσαν ακόμα σύμφωνα με την αναγεννησιακή τεχνοτροπία, επηρεασμένοι από την Ρωσική εικαστική σχολή, ενώ άρχισαν να ακολουθούν και τα Βυζαντινά πρότυπα από το 1972.
Αυτός «εκμοντερνισμένος» εξωραϊσμός και των δύο ναών, της ανοικοδομημένης Ευαγγελίστριας και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, προφανώς μαρτυρά την αγάπη των κατοίκων των Ταρσινών εκείνης της εποχής για τα θρησκευτικά μνημεία του τόπου τους. Επιπλέον ίσως αντανακλά και το προοδευτικό πνεύμα τους, αφού φαίνεται ότι ήταν εξοικειωμένοι και ενστερνίζονταν καλλιτεχνικές τάσεις, που αποκλίναν ελαφρώς από τα αυστηρά Ορθόδοξα πρότυπα, όπως ήταν το ρεύμα του νεοκλασικισμού ή το Ρωσικό εικονογραφικό ύφος στην εκκλησιαστική τέχνη, κάτι μάλλον σπάνιο για παραδοσιακές επαρχιακές κοινωνίες. Μάλιστα ορισμένα μέλη από την μικρή τοπική κοινότητα, πρέπει να συνδέονταν με ιδιαίτερους δεσμούς με την περίφημη αγιογραφική αδελφότητα των Αβραμαίων, όπως διαπιστώνεται από την παραγγελία των Δεσποτικών εικόνων για τα τέμπλα των δύο εκκλησιών.
Εικόνα 13: Άποψη του περιποιημένου Ιερού Βήματος της Ευαγγελίστριας. Στην κόγχη πίσω από την Αγία Τράπεζα είναι προσαρμοσμένο το παλαιό βημόθυρο του τέμπλου μαζί με το προγενέστερο παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης με την μορφή του Χριστού ως «Μέγα Αρχιερέα».
Ο χώρος του Ιερού Βήματος είναι επιμελώς περιποιημένος, διαθέτοντας τον στοιχειώδη εξοπλισμό, έτσι να μπορεί να διεξαχθεί ανά πάσα στιγμή οποιαδήποτε ακολουθία. Εκτός από την αρχιτεκτονική κόγχη της Αγία Τράπεζας, στα παράπλευρα τοιχώματα υπάρχουν εσοχές, οι οποίες υπέχουν τον λειτουργικό ρόλο των εδράνων της Διακονικού και της Ιεράς Προθέσεως. Στην δε κοιλότητα της τελευταίας διακρίνεται μία μεμονωμένη παλαιά τοιχογραφία με την απεικόνιση του Χριστού ως «Νυμφίου». Η παρουσία της ίσως να υποδηλώνει μία πρώτη προσπάθεια αγιογράφησης του ναού της Ευαγγελίστριας, που όμως δεν ευδοκίμησε. Στους τοίχους έχουν τοποθετηθεί πολλές εικόνες διαφόρων μεγεθών, προκειμένου να προσδοθεί η αρμόζουσα ιεροπρέπεια. Στην κόγχη πίσω από την Αγία Τράπεζα είναι προσαρμοσμένο το παλαιό ξύλινο βημόθυρο του τέμπλου, με τις ολόσωμες παραστάσεις των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στα δύο φύλλα του(7), ανάμεσα στα οποία βρίσκεται το προγενέστερο παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης από μουσαμά, με την μορφή του Χριστού ως «Μέγα Αρχιερέα».
Εικόνα 14: Η εσοχή της Ιεράς Προθέσεως με την παλαιά τοιχογραφία του Χριστού ως «Νυμφίου», η οποία ίσως να υποδηλώνει μία πρώτη ατελέσφορη προσπάθεια αγιογράφησης του ναού της Ευαγγελίστριας.
Ανάμεσα στις εικόνες του Ιερού Βήματος συγκαταλέγονται και δύο δημιουργίες του σύγχρονου ζωγράφου Νικόλαου Σαντοριναίου με καταγωγή από το Ξυλόκαστρο. Η μία εξ’ εξ’ αυτών πρόκειται για την ευμεγέθη Θεομητορική παράσταση σε καμβά της «Υψηλοτέρας των Ουρανών», που είναι στερεωμένη στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας πίσω από την Αγία Τράπεζα και απεικονίζει την Θεοτόκο ένθρονη με τα χέρια σε στάση δέησης και με τον μικρό Ιησού καθισμένο στα πόδια της, ενώ πλαισιώνεται από δύο αγγέλους. Η δεύτερη εντοπίζεται στον ανατολικό τοίχο του Διακονικού και έχει θέμα την Αγία Τριάδα σε ξύλινη επιφάνεια, παρουσιάζοντας ένθρονους τον «Άναρχο Πατέρα» και τον «Συνάναρχο Υιό», με το Άγιο Πνεύμα σε μορφή περιστεριού να υπερίπταται από πάνω τους και από κάτω τους διακρίνονται τρεις προτομές αγγελικών μορφών. Σύμφωνα με τις υφιστάμενες επιγραφές με το όνομα του διαπρεπή καλλιτέχνη στην βάση των εικόνων, και οι δύο μάλλον φιλοτεχνήθηκαν στο Κιάτο, ενώ στην παράσταση της Αγίας Τριάδας διακρίνεται ο αριθμός «911», ο οποίος ενδεχομένως να αντιστοιχεί στην χρονολογία 1911, συνιστώντας μία ένδειξη ότι πρόκειται για ένα έργο από την πρώιμη φάση της λαμπρής ζωγραφικής σταδιοδρομίας του, αποκτώντας έτσι μία ξεχωριστή αξία. Ίσως να ισχύει το ίδιο και για την απεικόνιση της «Υψηλοτέρα των Ουρανών, μολονότι δεν επισημαίνεται κάποιο συναφές στοιχείο.
Εικόνα 15: Η εικόνα της «Υψηλοτέρας των Ουρανών» που είναι στερεωμένη στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του Ιερού Βήματος, έχει φιλοτεχνηθεί από τον διαπρεπή ζωγράφο Νικόλαο Σαντοριναίο με καταγωγή από το Ξυλόκαστρο.
Ο Νικόλαος Σαντοριναίος γεννήθηκε στο Ξυλόκαστρο το 1889. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών ζωγραφική και γλυπτική. Ασχολήθηκε στην αρχή με αγιογραφήσεις ναών περιοχών της Κορινθίας και στη συνέχεια διορίστηκε εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διατελώντας καθηγητής καλλιτεχνικών και στο Γυμνάσιο του Ξυλοκάστρου. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1910. Από το 1938 και εξής, έλαβε μέρος σε πολλές Πανελλήνιες εκθέσεις και σε διεθνείς διοργανώσεις, όπως στην Μπιενάλε Σάο Πάολο το 1960, ενώ έως το 1963 συμμετείχε σε διεθνείς εκθέσεις στη Σερβία, στη Ρουμανία και στη Ρωσία. Πέθανε στην Αθήνα το 1966. Στους πίνακες του αποτυπώνονται τοπία, ηθογραφικά θέματα και προσωπογραφίες, που ξεκινούν από το ρεαλισμό για να περάσουν στον εξπρεσιονισμό και την συγκρατημένη γεωμετρική αφαίρεση.
Εικόνα 16: Η παράσταση της Αγίας Τριάδας επί του ανατολικού τοίχου του Διακονικού είναι έργο του Νίκου Σαντοριναίου, και ενδεχομένως να πρόκειται για μία δημιουργία από τα πρώτα χρόνια της λαμπρής ζωγραφικής σταδιοδρομίας του.
Η ταπεινή εκκλησία της Ευαγγελίστριας είναι αναμφίβολα ένα νεότερο εκκλησιαστικό μνημείο της Κορινθίας. Μπορεί να μην έχει να επιδείξει τίποτα το ενδιαφέρον, όσον αφορά την ναοδομία του κτιρίου, όμως διατηρεί πολιτιστικούς και καλλιτεχνικούς θησαυρούς, που εντυπωσιάζουν σταδιακά τον επισκέπτη, όταν με μια πιο παρατηρητική ματιά αρχίζει πλέον να τους ανακαλύπτει. Η διαχρονική αύρα του μέρους γίνεται αντιληπτή από τους αρχαίους κίονες στο προαύλιο και το μωσαϊκό με το πτηνό που σπαράσσει το δρακόμορφο φίδι, από το μαρμαροθετημένο δάπεδο του προηγούμενου ναού του Αγίου Ερμολάου των μέσων Βυζαντινών χρόνων, έως το επιβλητικό πολύχρωμο και τορευτό τέμπλο των αρχών του 20ου αιώνα, με τις Δεσποτικές εικόνες της αδελφότητας των Αβραμαίων και τους αγιογραφικούς πίνακες του Νικόλαου Σαντοριναίου. Οι δε κάτοικοι των Ταρσινών μεριμνούν για τον διαρκή ευπρεπισμό του προσκυνήματος της Ευαγγελίστριας, ενώ η γραφική τοποθεσία του προτείνεται ανεπιφύλακτα ως μία ελκυστική επιλογή για μία σύντομη εκδρομική απόδραση από την καθημερινότητα, για όσους διαμένουν σε κοντινά μέρη.
Εικόνα 17: Σχέδιο του μωσαϊκού με την παράσταση του πτηνού που κατασπαράσσει ένα δρακόμορφο φίδι, από το μαρμαροθετημένο δάπεδο του ναού του Αγίου Ερμολάου, εκπονημένο από τον αρχιτέκτονα – αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο στα 1935. (Πηγή σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, σελίδα 98).
Κείμενο – Φωτογραφίες
Γεώργιος Λόης
Δημοσίευση: Μαΐου 12, 2020
- Κατηγορία:
ΛΟΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Πολλές φορές ορισμένα ξωκλήσια της Ελληνικής υπαίθρου, που φαντάζουν μάλλον συνηθισμένα ή ακόμα και αδιάφορα στην αρχιτεκτονική τους, κατέχουν πολύτιμα κοσμήματα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, τα οποία περνούν απαρατήρητα από τα μάτια ενός βιαστικού επισκέπτη. Μία τέτοια ενδιαφέρουσα περίπτωση αποτελεί και ο σεπτός ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην περιοχή των Ταρσινών Κορινθίας. Παρά το ταπεινό παρουσιαστικό του, κρύβει αρκετά μυστικά τόσο στον περιβάλλοντα χώρο του, όσο και στο εσωτερικό του, που του προσδίδουν μία εικαστική αύρα με ιστορικές προεκτάσεις, κάνοντας τον να ξεχωρίζει από ένα απλό θρησκευτικό προσκύνημα.
Η εκκλησία της Ευαγγελίστριας, όπως είναι γνωστή στη τοπική κοινωνία, βρίσκεται σε ένα πλευρικό πλάτωμα μίας χαμηλής εδαφικής έξαρσης με υψόμετρο 98 μέτρα, που έχει διευθετηθεί τεχνητά με εκσκαφή, ανάμεσα σε μία μικρή ρεματιά και το ρέμα του Περιστερώνα, περίπου ένα χιλιόμετρο νοτίως των Ταρσινών. Πρόκειται για ένα πραγματικά ειδυλλιακό μέρος, καθώς περιστοιχίζεται από πεύκα, λυγερόκορμα κυπαρίσσια και ελαιόδεντρα. Η δε θέα προς τον παραλιακό διάδρομο και τον Κορινθιακό κόλπο είναι σαγηνευτική. Η πρόσβαση στην τοποθεσία είναι εύκολη ακολουθώντας τον αγροτικό δρόμο, ο οποίος εξέρχεται από τις νότιες παρυφές του οικισμού και κατευθύνεται προς τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, περνώντας κάτω από τον λοφίσκο της Ευαγγελίστριας με τα χαρακτηριστικά πανύψηλα κυπαρίσσια.
Οι πληροφορίες σχετικά με το ιστορικό του ναού είναι ελάχιστες και συγκεχυμένες. Φημολογείται ότι σε αυτή την θέση προϋπήρχε ένα επαρχιακό αρχαιοελληνικό ιερό της θεάς Άρτεμης, εξαιτίας της παρουσίας διάφορων αρχαίων μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών, που διακρίνονται τοποθετημένα περιμετρικά στο προαύλιο, αλλά και ενσωματωμένα στην τοιχοποιία του κτιρίου, για τα οποία θα αναφερθούμε κάπως αναλυτικότερα παρακάτω. Ωστόσο, αυτή η αρκετά διαδεδομένη αντίληψη δεν τεκμηριώνεται μέσα από τις γραπτές πηγές, ούτε έχουν ανακαλυφθεί κάποια συναφή ενεπίγραφα ευρήματα, αναθηματικά αντικείμενα, ή έστω επιφανειακή κεραμική γύρω από την εκκλησία, που να παραπέμπει σε μία αναμφισβήτητη χρήση του χώρου στην αρχαιότητα.
Επί του υπόψη επίμαχου ζητήματος, ο καθηγητής αρχαιολογίας Γιάννης Λώλος διατυπώνει μία πιο εύλογη εκδοχή, η οποία έχει μία σχετικά αληθοφανή υπόσταση. Κατά με την εκτίμηση του, το υφιστάμενο αρχαίο υλικό στην Ευαγγελίστρια, όπως και τα εντοιχισμένα τμήματα από κιονόκρανα και κίονες στον Βυζαντινό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο σημερινό κοιμητήριο των Ταρσινών(1), ενδεχομένως να προέρχονται από κάποια ναόσχημα ταφικά μνημεία της περιφέρειας της αρχαίας Σικυώνας (σημερινό Βασιλικό). Σε αυτή την θεώρηση συνηγορεί τόσο η ποικιλομορφία τους, καθώς φαίνεται ότι ανήκαν σε διαφορετικά οικοδομήματα, όσο και το μικρό μέγεθος τους, που δεν αρμόζει σε ένα μεγαλοπρεπές αρχαιοελληνικό ιερό. Ο δε Παυσανίας διερχόμενος από την εγγύτερη περιοχή με προορισμό την πόλη της Σικυώνας, μνημονεύει τρεις μνημειώδεις τάφους επιφανών προσωπικοτήτων και έναν ομαδικό τύμβο γηγενών πολεμιστών(2), αλλά δεν επισημαίνει κανένα ιερό της θεάς Άρτεμης. Επίσης διηγείται χαρακτηριστικά ότι οι Σικυώνιοι ενταφίαζαν εθιμοτυπικά τους νεκρούς τους στο χώμα, οικοδομώντας από πάνω ένα λίθινο κρηπίδωμα με κίονες, επί των οποίων στηρίζονταν μία ανωδομή παρόμοια με τα αετώματα των ναών. Ίσως λοιπόν, αυτή η μαρτυρία του σχολαστικού αρχαίου περιηγητή να αποτελεί μία έμμεση απόδειξη, ότι τα διακρινόμενα αρχαία δομικά μέλη στην τοιχοποιία και στις τοποθεσίες των δύο Χριστιανικών εκκλησιών, ίσως πράγματι να αποσπάστηκαν στην πλειονότητα τους από μνημειώδη ταφικά κτίσματα της αρχαίας Σικυωνίας.
Σύμφωνα με τον διακεκριμένο αρχιτέκτονα – αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο (1887 – 1979), στον λοφίσκο της Ευαγγελίστριας υπήρχε ένας παλαιότερος ερειπωμένος ναός, πιθανόν του 12ου αιώνα, τιμώμενος στην μνήμη του Αγίου Ερμολάου, ο οποίος θεωρείται προστάτης και γιατρός των μικρών παιδιών. Περί το 1895, οι ευλαβείς κάτοικοι των Ταρσινών αποφάσισαν να τον ανοικοδομήσουν εκ βάθρων, χωρίς να τον αποκαταστήσουν στην αυθεντική μορφή του, ενώ τον αφιέρωσαν στην Θεομητορική εορτή του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου». Μάλιστα, σε μία τοπική θρησκευτική παράδοση αναφέρεται επιγραμματικά ότι στην τοποθεσία εμφανίστηκε θαυματουργικά η Παναγία το έτος 1940. Ο δε ανακατασκευασμένος ναός της Ευαγγελίστριας κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο, με βάση την Υπουργική Απόφαση ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ31/2328146/11-2-1992 (ΦΕΚ 420/Β/1-7-1992), και με την αιτιολογία ότι «πρόκειται για μονόχωρο ναϋδριο του τέλους του 19ου αιώνα, που διατηρεί εντοιχισμένα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη Βυζαντινής εποχής, προερχόμενα από προϋπάρχοντα ναό». Ωστόσο, όπως αποφαίνεται ο Γιάννης Λώλος, τουλάχιστον οι κίονες που σήμερα είναι τοποθετημένοι στον προαύλιο χώρο ανάγονται το αργότερο στην ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο, και συνεπώς θα πρέπει να ανήκουν σε κάποια αρχαιότερα κτίσματα και ίσως να επαναχρησιμοποιήθηκαν στην προγενέστερη εκκλησία του Αγίου Ερμολάου των μέσων Βυζαντινών χρόνων.
Από αρχιτεκτονικής άποψης ο ναός της Ευαγγελίστριας κατατάσσεται στον απλουστευμένο τύπο της μονόκλιτης βασιλικής, διαθέτοντας δίριχτη κεραμοσκεπή στέγη και ημικυκλική αψίδα Ιερού Βήματος, που καταλαμβάνει το ήμισυ της ανατολικής πλευράς. Οι δε οριζόντιες διαστάσεις του είναι 6,50 X 12 μ. περίπου και το ύψος του φτάνει γύρω στα 4,50 μ. στην γωνία του αετώματος της δυτικής πλευράς. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στην δυτική πρόσοψη και φέρει ένα τοξωτό υπέρθυρο, σχηματιζόμενο από δύο επάλληλα πώρινα τόξα. Επίσης στη βόρεια πλευρά υπάρχει άλλη μία θύρα, της οποίας το ανώφλι διαμορφώνεται από αρχαία μαρμάρινα μέλη με διακοσμητικές γλυφές. Ακριβώς από επάνω της διαγράφεται μία τυφλή αβαθής κόγχη με την εικόνα του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου», που πλαισιώνεται από ορθογώνια τεμάχια μαρμάρου και επιστέφεται από τμήμα λοξότμητου επιστυλίου με φυτική διακόσμηση σε δεύτερη χρήση, ενδεχομένως προερχόμενο από το μαρμάρινο εικονοστάσι της προγενέστερης εκκλησίας του Αγίου Ερμολάου των μέσων Βυζαντινών χρόνων. Στα αριστερά της πλευρικής θύρας ανοίγονται σε διαφορετικό ύψος δύο τετράγωνα παράθυρα, τα οποία είναι μάλλον ανεπαρκή για τον φυσικό φωτισμό του εσωτερικού, ενώ στο μέσο της ημικυκλικής αψίδας του Ιερού διαρρυθμίζεται ακόμα ένα μικρό δίλοβο παράθυρο.
Όπως προαναφέρθηκε, εκτός από το ιδιότυπο ανώφλι της βόρειας θύρας του ναού, στον αύλειο χώρο διακρίνονται και άλλα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη, που χρονολογούνται στους ύστερους Ρωμαϊκούς χρόνους (2ος – 4ος αιώνας μ. Χ.). Τρεις αρράβδωτοι μονολιθικοί κίονες διαμέτρου 0,28 μ. και κυμαινόμενου ύψους 1,40 – 1,58 μ., εντοπίζονται στα ανατολικά της αψίδας του Ιερού Βήματος. Οι δύο εξ’ αυτών είναι τοποθετημένοι εκατέρωθεν ενός γραφικού μαγγανοπήγαδου, ακριβώς πίσω από την μαρμάρινη πλάκα του νεότερου ηρώου «Πεσόντων Ταρσινών», ενώ ένας ακόμα έχει ενσωματωθεί στην ανατολική άκρη του παρακείμενου μαντρότοιχου. Επίσης ένα ακόμα τμήμα από έναν μεγαλύτερο αρράβδωτο κίονα, διαμέτρου 0,50 μ., διασώζεται σε ύψος 1,10 μ. στο βορειοδυτικό μέρος του προαυλίου.
Το δάπεδο του παλαιότερου ναού του Αγίου Ερμολάου φαίνεται ότι ήταν επιστρωμένο με περίτεχνα μαρμαροθετήματα, από τα οποία σήμερα διατηρείται μόνο μία σπασμένη μαρμάρινη πλάκα μετά το κατώφλι της βόρειας θύρας, με το σμιλεμένο περίγραμμα ενός πτηνού που κατασπαράσσει ένα δρακόμορφο φίδι. Οι δε εσοχές της λάξευσης πληρώνονταν με πολύχρωμες ψηφίδες, τονίζοντας γλαφυρά την απεικόνιση. Η θεματολογία του συγκεκριμένου μαρμαροθετήματος συνάδει απόλυτα με τα συνήθη καλλιτεχνικά πρότυπα των μέσων Βυζαντινών χρόνων, παρέχοντας ένα ενδεικτικό χρονολογικό όριο για την πρωταρχική εκκλησία, το οποίο δεν μετατίθεται πέρα από τον 12ο αιώνα. Το πτηνό μπορεί να εκληφθεί ότι αντιπροσωπεύει αλληγορικά τον Ιησού Χριστό να νικά το ακάθαρτο πνεύμα, που αντιστοιχεί στο φίδι. Ο δε Αναστάσιος Ορλάνδος αναφέρει την ύπαρξη και μίας ακόμα επιδαπέδιας διακόσμησης στα 1935, όπου εμφανίζονταν η παραβολική σύνθεση του «πενταόμφαλου», δηλαδή ενός συμπλέγματος πέντε κύκλων, τεσσάρων περιμετρικών και ενός στο κέντρο, εντός τετραγώνου περιθωρίου, που συμβόλιζαν τους πέντε άρτους της τελετής της αρτοκλασίας. Ωστόσο αυτή η παράσταση δεν διακρίνεται στο υφιστάμενο πλακόστρωτο δάπεδο του ναού. Επίσης, μπροστά από την βόρεια θύρα είναι αποτυπωμένος ένας δικέφαλος αετός, ο οποίος προφανώς φιλοτεχνήθηκε όταν κατασκευάστηκε ο νεότερος εξωτερικός λιθόστρωτος διάδρομος.
Από τα διαφαινόμενα πολυτελή μαρμαροθετήματα του δαπέδου, μπορούμε να προβούμε στην δυνητική εικασία ότι η πρωτύτερη μεσοβυζαντινή εκκλησία του Αγίου Ερμολάου ανεγέρθηκε με την χορηγία ενός τοπικού άρχοντα εντός των ορίων της ιδιοκτησίας του. Αύτη η πιθανότητα αντικατοπτρίζει, έστω και εντελώς συμβατικά, το ημιφεουδαρχικό σύστημα των «προνοιών», που εφάρμοσαν οι Κομνηνοί αυτοκράτορες τον 12ο αιώνα, παραχωρώντας εκτάσεις γαιών μαζί με τους αγρότες καλλιεργητές αυτών σε ισχυρές αριστοκρατικές οικογένειες, παρέχοντας σε αυτές και το δικαίωμα είσπραξης φόρων, με αντάλλαγμα τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες, χωρίς τυπικά αυτό το κτηματικό καθεστώς να είναι κληρονομικό. Ίσως λοιπόν ο κτήτορας του πρωταρχικού ναού να ήταν ένας «προνοιάριος», δηλαδή ένας πλούσιος γαιοκτήμονας της περιοχής, ο οποίος να θέλησε να ικανοποιήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των υποτακτικών του και παράλληλα να επιδείξει το κύρος του, μία υπόθεση που ισχύει και για την περίπτωση της Βυζαντινής εκκλησίας της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο σημερινό κοιμητήριο των Ταρσινών. Πάντως θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ήταν το καθολικό ενός παλαίφατου μοναστηριού, καθόσον δεν έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα άλλων κτιριακών εγκαταστάσεων στην τοποθεσία.
Ο εξοπλισμός του σημερινού ναού της Ευαγγελίστριας είναι κοινότυπος, όπως ακριβώς θα αναμέναμε να συναντήσουμε σε ένα ευπρεπές εξωκλήσι. Η επίπλωση του συνίσταται από μερικά ξύλινα καθίσματα, ένα τραπέζι, ένα αναλόγιο για τους ψάλτες, δύο προσκυνητάρια στην νότια πλευρά, ένα παγκάρι για τα κεριά, ένα απλό μανουάλι και ένα δοχείο αποκέρων, ενώ στους τοίχους έχουν προσαρμοστεί ξύλινα στασίδια.
Ο κυρίως ναός κοσμείται από καλαίσθητες σύγχρονες αγιογραφίες Βυζαντινού ύφους, οι οποίες φιλοτεχνήθηκαν περί το 2008, ως αφιερώματα των κατοίκων των Ταρσινών, αλλά δεν καλύπτουν την έκταση όλων των επιφανειών. Στον νότιο τοίχο απεικονίζονται οι ολόσωμες μορφές του Αποστόλου Παύλου και των Αγίων Γεωργίου, Δημήτριου, Θεοδώρου του στρατηλάτη, Νεκταρίου και Νικολάου. Στην βόρεια πλευρά διακρίνονται οι Αγίες Μαρίνα, Αναστασία η φαρμακολύτρια, Αικατερίνη, Παρασκευή, η Αγία Σοφία με τις τρεις κόρες της Αγάπη, Πίστη και Ελπίδα, όπως επίσης τρεις εικονογραφικές εκδοχές της Θεοτόκου, ως «Βρεφοκρατούσας», ως «Αγίας Σκέπης» και ως «Αγίας Ζώνης» πάνω από την βόρεια θύρα. Στον δυτικό τοίχο παριστάνονται οι Άγιοι Αθανάσιος, Θεωνάς, Κωνσταντίνος και Ελένη, οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ και ο «αναπεσών Χριστός»(3) πάνω από την δυτική είσοδο. Επίσης, αρκετές φορητές εικόνες έχουν τοποθετηθεί περιμετρικά, συμπληρώνοντας την εκκλησιαστική διακόσμηση, ιδιαίτερα στον χώρο του Ιερού Βήματος. Αξιοπρόσεκτη είναι και η ξύλινη πλαισιωτή οροφή του ναού, η οποία αποτελεί τυπικό δείγμα ξυλόστεγης επικάλυψης των τελών του 19ου αιώνα.
Όμως εκείνο που μαγνητίζει αμέσως το βλέμμα του εκάστοτε επισκέπτη είναι το εξαιρετικό πολύχρωμο τέμπλο της εκκλησίας, το οποίο είναι κτιστό και διαθέτει γύψινη ανάγλυφη επένδυση με επιχρυσωμένα διακοσμητικά στοιχεία. Εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε περί το 1905, όπως διαπιστώνεται από την αναγραφόμενη χρονολογία στην θεμελιώδη παράσταση του «Μυστικού Δείπνου» πάνω από την Ωραία Πύλη, ενώ στην τεχνοτροπία του παρατηρούνται εμφανείς επιρροές από το αρχιτεκτονικό ρεύμα του νεοκλασικισμού, που ήταν πολύ δημοφιλές στις αρχές του 20ου αιώνα.
Το κυρίως χαμηλότερο τμήμα του εικονοστασίου καταλαμβάνεται από την ζώνη με τις Δεσποτικές εικόνες, κάτω από τις οποίες διαμορφώνονται γύψινες απομιμήσεις θωρακίων, που διακοσμούνται στο κέντρο τους από ευμεγέθεις ανάγλυφους ανθούς λωτού, καφεκίτρινου χρώματος σε κεραμιδί φόντο, φέροντας επιζωγραφισμένα φυτικά σχέδια στις ακραίες παραστάδες. Οι υπόψη εικόνες είναι τέσσερις και σε αυτές παριστάνονται, από τα αριστερά προς τα δεξιά, η Θεομητορική σκηνή του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου» και οι ολόσωμες μορφές της Θεοτόκου Παντάνασσας (1946), του Ιησού Χριστού ευλογούντος ως Παντοκράτορα (1946) και του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου (1946)(4). Ανάμεσα στα τοξοειδή ανοίγματα του τέμπλου σχηματίζονται γύψινοι αρράβδωτοι ημικιονίσκοι και ημικίονες εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης, σε μαύρη απόχρωση, έχοντας επιχρυσωμένα κιονόκρανα Ιωνικού ρυθμού με ανθέμια, ενώ οι υποδοχές των παραστάσεων, καθώς και των δύο πλευρικών εισόδων της Ιεράς Προθέσεως(5) και του Διακονικού, επιστέφονται από μία επιχρυσωμένη προτομή αγγέλου. Τα δε κυανόχρωμα διάχωρα κοσμούνται με διπλά άνθη λωτού εντός φυλλοειδούς συμπλέγματος, εκτός από της Ωραίας Πύλης όπου το τόξο της κορυφής πλαισιώνεται από δύο αγγελικές μορφές σε ρόλο σαλπιγκτών, οι οποίες με το ένα τους χέρι βαστούν από μία σάλπιγγα, ενώ με το άλλο εμφανίζονται να κρατούν στερεωμένο ανάμεσα τους ένα δάφνινο στεφάνι. Στο δε κεντρικό ξύλινο παραπέτασμα απεικονίζεται ο Ιησούς Χριστός ως «Μέγας Αρχιερέας».
Στο επόμενο διάζωμα εμφανίζεται το έξοχο ανάγλυφο της «Αμπέλου» σε οριζόντιο ανάπτυγμα και σε έντονο πορφυρό φόντο, που αναδεικνύει την εικαστική χροιά ολόκληρου του εικονοστασίου. Η αλληγορική παράσταση συμβολίζει τον «καρποφόρο» Χριστό και από τα προεκτεινόμενα κλήματα αναφύονται μικρά μετάλλια με τις προτομές των τεσσάρων Ευαγγελιστών, Ιωάννη, Λουκά, Μάρκου και Ματθαίου και των Αποστόλων Ανδρέα και Παύλου, ως οι «ένσαρκοι καρποί» της διδασκαλίας του Κυρίου, μέσω των οποίων διαδόθηκε ο Χριστιανισμός σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως αναπτύσσονται τα κλαδιά και σταφύλια μίας κληματαριάς.
Αμέσως μετά καθ’ ύψος του νεοκλασικού τέμπλου διατάσσεται η ζώνη του «Δωδεκάορτου», δηλαδή μία σειρά θαυμάσιων μικρογραφικών σκηνών, στις οποίες αποτυπώνονται οι δώδεκα σημαντικότερες εορτές του Ορθόδοξου λειτουργικού έτους, εκατέρωθεν της κεντρικής παράστασης του «Μυστικού Δείπνου» (1905). Συγκεκριμένα, από αριστερά προς τα δεξιά απεικονίζονται όπως εορτάζονται χρονολογικά ο «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», η «Γέννηση του Ιησού», η «Βάπτιση του Χριστού», η «Υπαπαντή του Κυρίου», η «Βαϊοφόρος», ο «Νυμφίος», η «Σταύρωση», η «Ανάσταση», η «Ανάληψη», η «Μεταμόρφωση του Σωτήρος» και η «Κοίμηση της Θεοτόκου». Οι παραστάσεις διαχωρίζονται με ημικιονίσκους με χρυσοπόρφυρες ραβδώσεις και επιχρυσωμένα κιονόκρανα, διαθέτοντας πρασινωπά άνθη λωτού επί των τοξοειδών κορυφών τους. Επίσης, η δεσπόζουσα σκηνή του «Μυστικού Δείπνου» βρίσκεται μέσα σε ιδιαίτερο πλαίσιο, που κοσμείται με εκατέρωθεν ανάγλυφους σταυρούς εντός μεταλλίου και ανθέμια, σε εναλλασσόμενο πορφυρό και μαύρο χρώμα, καθώς και με επιζωγραφισμένα φυτικά σχέδια περιμετρικά, ενώ πάνω στην τοξοειδή υποδοχή της απεικόνισης διακρίνεται μία επιχρυσωμένη αρχιερατική μίτρα.
Η επίστεψη του εικονοστασίου αποτελείται από μία γύψινη κυματοειδή γιρλάντα με φυτική διακόσμηση κατά διαστήματα, πάνω στην οποία φέρεται η τελευταία θεματική ενότητα με τα επονομαζόμενα «Λυπηρά», δηλαδή η κορύφωση του «Θείου Πάθους». Στο κέντρο της θρησκευτικής σύνθεσης υψώνεται ένας σταυρός με τρίλοβα άκρα, πλαισιωμένος από δύο αρπακτικά πτηνά, μάλλον αετούς, με ανεστραμμένα τα κεφάλια τους προς τα νώτα, κοιτάζοντας προς τις παραστάσεις των θλιμμένων ολόσωμων μορφών της Θεοτόκου και του νεαρού Ιωάννη, του αγαπημένου μαθητή του Χριστού, που ατενίζουν τον Εσταυρωμένο. Στο δε μέσο των δύο πτερύγων της γιρλάντας είναι τοποθετημένα δύο οβάλ μετάλλια, εκ των όποιων στο δεξιό εμφανίζεται ένα «Άγιο Ποτήριο», ενώ στο δεξιό η απεικόνιση έχει σκεπαστεί πρόχειρα με ένα λευκό κάλυμμα και δεν διακρίνεται.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το υποβλητικό τέμπλο της Ευαγγελίστριας παρουσιάζει αρκετές μορφολογικές ομοιότητες, με το επίσης κτιστό τέμπλο του Βυζαντινού ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο σημερινό κοιμητήριο των Ταρσινών. Μάλιστα θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι δημιουργήθηκαν από την ίδια ομάδα μαστόρων σε διαδοχικά χρονικά διαστήματα ή έστω από διαφορετικούς τεχνίτες, προερχόμενους όμως από ένα κοινό κατασκευαστικό συνεργείο με εξειδίκευση στον νεοκλασικό ρυθμό, το οποίο άκμαζε στις αρχές του 20ου αιώνα. Ένα ακόμα παρεμφερές στοιχείο μεταξύ των δύο εκκλησιών είναι ότι οι κομψές Δεσποτικές εικόνες των τέμπλων τους φιλοτεχνήθηκαν από την μοναστική αδελφότητα των Αβραμαίων της Νέας Σκήτης του Αγίου Όρους. Τα υπόψη ζωγραφικά έργα αποτελούν εξαίρετα δείγματα της καλλιτεχνικής ωριμότητας του εν λόγω ονομαστού αγιογραφικού οίκου(6), σε μία περίοδο που δύναται να προσδιοριστεί περί την δεκαετία του 1940. Χαρακτηρίζονται δε από ένα ελαφρώς δυτικότροπο καλλιτεχνικό ύφος, καθώς τότε οι μοναχοί της υπόψη συνοδείας εικονογραφούσαν ακόμα σύμφωνα με την αναγεννησιακή τεχνοτροπία, επηρεασμένοι από την Ρωσική εικαστική σχολή, ενώ άρχισαν να ακολουθούν και τα Βυζαντινά πρότυπα από το 1972.
Αυτός «εκμοντερνισμένος» εξωραϊσμός και των δύο ναών, της ανοικοδομημένης Ευαγγελίστριας και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, προφανώς μαρτυρά την αγάπη των κατοίκων των Ταρσινών εκείνης της εποχής για τα θρησκευτικά μνημεία του τόπου τους. Επιπλέον ίσως αντανακλά και το προοδευτικό πνεύμα τους, αφού φαίνεται ότι ήταν εξοικειωμένοι και ενστερνίζονταν καλλιτεχνικές τάσεις, που αποκλίναν ελαφρώς από τα αυστηρά Ορθόδοξα πρότυπα, όπως ήταν το ρεύμα του νεοκλασικισμού ή το Ρωσικό εικονογραφικό ύφος στην εκκλησιαστική τέχνη, κάτι μάλλον σπάνιο για παραδοσιακές επαρχιακές κοινωνίες. Μάλιστα ορισμένα μέλη από την μικρή τοπική κοινότητα, πρέπει να συνδέονταν με ιδιαίτερους δεσμούς με την περίφημη αγιογραφική αδελφότητα των Αβραμαίων, όπως διαπιστώνεται από την παραγγελία των Δεσποτικών εικόνων για τα τέμπλα των δύο εκκλησιών.
Ο χώρος του Ιερού Βήματος είναι επιμελώς περιποιημένος, διαθέτοντας τον στοιχειώδη εξοπλισμό, έτσι να μπορεί να διεξαχθεί ανά πάσα στιγμή οποιαδήποτε ακολουθία. Εκτός από την αρχιτεκτονική κόγχη της Αγία Τράπεζας, στα παράπλευρα τοιχώματα υπάρχουν εσοχές, οι οποίες υπέχουν τον λειτουργικό ρόλο των εδράνων της Διακονικού και της Ιεράς Προθέσεως. Στην δε κοιλότητα της τελευταίας διακρίνεται μία μεμονωμένη παλαιά τοιχογραφία με την απεικόνιση του Χριστού ως «Νυμφίου». Η παρουσία της ίσως να υποδηλώνει μία πρώτη προσπάθεια αγιογράφησης του ναού της Ευαγγελίστριας, που όμως δεν ευδοκίμησε. Στους τοίχους έχουν τοποθετηθεί πολλές εικόνες διαφόρων μεγεθών, προκειμένου να προσδοθεί η αρμόζουσα ιεροπρέπεια. Στην κόγχη πίσω από την Αγία Τράπεζα είναι προσαρμοσμένο το παλαιό ξύλινο βημόθυρο του τέμπλου, με τις ολόσωμες παραστάσεις των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στα δύο φύλλα του(7), ανάμεσα στα οποία βρίσκεται το προγενέστερο παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης από μουσαμά, με την μορφή του Χριστού ως «Μέγα Αρχιερέα».
Ανάμεσα στις εικόνες του Ιερού Βήματος συγκαταλέγονται και δύο δημιουργίες του σύγχρονου ζωγράφου Νικόλαου Σαντοριναίου με καταγωγή από το Ξυλόκαστρο. Η μία εξ’ εξ’ αυτών πρόκειται για την ευμεγέθη Θεομητορική παράσταση σε καμβά της «Υψηλοτέρας των Ουρανών», που είναι στερεωμένη στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας πίσω από την Αγία Τράπεζα και απεικονίζει την Θεοτόκο ένθρονη με τα χέρια σε στάση δέησης και με τον μικρό Ιησού καθισμένο στα πόδια της, ενώ πλαισιώνεται από δύο αγγέλους. Η δεύτερη εντοπίζεται στον ανατολικό τοίχο του Διακονικού και έχει θέμα την Αγία Τριάδα σε ξύλινη επιφάνεια, παρουσιάζοντας ένθρονους τον «Άναρχο Πατέρα» και τον «Συνάναρχο Υιό», με το Άγιο Πνεύμα σε μορφή περιστεριού να υπερίπταται από πάνω τους και από κάτω τους διακρίνονται τρεις προτομές αγγελικών μορφών. Σύμφωνα με τις υφιστάμενες επιγραφές με το όνομα του διαπρεπή καλλιτέχνη στην βάση των εικόνων, και οι δύο μάλλον φιλοτεχνήθηκαν στο Κιάτο, ενώ στην παράσταση της Αγίας Τριάδας διακρίνεται ο αριθμός «911», ο οποίος ενδεχομένως να αντιστοιχεί στην χρονολογία 1911, συνιστώντας μία ένδειξη ότι πρόκειται για ένα έργο από την πρώιμη φάση της λαμπρής ζωγραφικής σταδιοδρομίας του, αποκτώντας έτσι μία ξεχωριστή αξία. Ίσως να ισχύει το ίδιο και για την απεικόνιση της «Υψηλοτέρα των Ουρανών, μολονότι δεν επισημαίνεται κάποιο συναφές στοιχείο.
Ο Νικόλαος Σαντοριναίος γεννήθηκε στο Ξυλόκαστρο το 1889. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών ζωγραφική και γλυπτική. Ασχολήθηκε στην αρχή με αγιογραφήσεις ναών περιοχών της Κορινθίας και στη συνέχεια διορίστηκε εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διατελώντας καθηγητής καλλιτεχνικών και στο Γυμνάσιο του Ξυλοκάστρου. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1910. Από το 1938 και εξής, έλαβε μέρος σε πολλές Πανελλήνιες εκθέσεις και σε διεθνείς διοργανώσεις, όπως στην Μπιενάλε Σάο Πάολο το 1960, ενώ έως το 1963 συμμετείχε σε διεθνείς εκθέσεις στη Σερβία, στη Ρουμανία και στη Ρωσία. Πέθανε στην Αθήνα το 1966. Στους πίνακες του αποτυπώνονται τοπία, ηθογραφικά θέματα και προσωπογραφίες, που ξεκινούν από το ρεαλισμό για να περάσουν στον εξπρεσιονισμό και την συγκρατημένη γεωμετρική αφαίρεση.
Η ταπεινή εκκλησία της Ευαγγελίστριας είναι αναμφίβολα ένα νεότερο εκκλησιαστικό μνημείο της Κορινθίας. Μπορεί να μην έχει να επιδείξει τίποτα το ενδιαφέρον, όσον αφορά την ναοδομία του κτιρίου, όμως διατηρεί πολιτιστικούς και καλλιτεχνικούς θησαυρούς, που εντυπωσιάζουν σταδιακά τον επισκέπτη, όταν με μια πιο παρατηρητική ματιά αρχίζει πλέον να τους ανακαλύπτει. Η διαχρονική αύρα του μέρους γίνεται αντιληπτή από τους αρχαίους κίονες στο προαύλιο και το μωσαϊκό με το πτηνό που σπαράσσει το δρακόμορφο φίδι, από το μαρμαροθετημένο δάπεδο του προηγούμενου ναού του Αγίου Ερμολάου των μέσων Βυζαντινών χρόνων, έως το επιβλητικό πολύχρωμο και τορευτό τέμπλο των αρχών του 20ου αιώνα, με τις Δεσποτικές εικόνες της αδελφότητας των Αβραμαίων και τους αγιογραφικούς πίνακες του Νικόλαου Σαντοριναίου. Οι δε κάτοικοι των Ταρσινών μεριμνούν για τον διαρκή ευπρεπισμό του προσκυνήματος της Ευαγγελίστριας, ενώ η γραφική τοποθεσία του προτείνεται ανεπιφύλακτα ως μία ελκυστική επιλογή για μία σύντομη εκδρομική απόδραση από την καθημερινότητα, για όσους διαμένουν σε κοντινά μέρη.
Κείμενο – Φωτογραφίες
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
12 Μάϊου 2020
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Το ιστορικό και η αρχιτεκτονική περιγραφή του εν λόγω Βυζαντινού εκκλησιαστικού μνημείου παρουσιάζεται στο σχετικό άρθρο του γράφοντος www.parakato.gr/Ιερός Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ταρσινών Κορινθίας/3 Απριλίου 2020.
2. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», τόμος ΙΙ (Κορινθιακά), κεφάλαιο 7, εδάφια 2, 3 & 4. Η όδευση του βασικού αρχαίου δρομολογίου που ακολούθησε ο Παυσανίας για να έρθει από την Κόρινθο στην Σικυώνα, θεωρείται ότι συμπίπτει σε γενικές γραμμές με την χάραξη της νέας Εθνικής οδού Κορίνθου – Πατρών, η οποία περνάει ανάμεσα από τις τοποθεσίες των εκκλησιών της Ευαγγελίστριας και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος των Ταρσινών.
3. Στην αγιογραφική σκηνή του «Αναπεσόντος», παριστάνεται ο Χριστός σε παιδική ηλικία να κοιμάται, παρομοιάζοντας τον μελλοντικό θάνατο του με έναν μακάριο ύπνο, από τον οποίο αναμένεται να εγερθεί ακμαιότατος.
4. Εντός παρενθέσεως παρατίθενται οι χρονολογίες, που αναγράφονται πάνω στις συγκεκριμένες Δεσποτικές εικόνες και αφορούν την φιλοτέχνηση τους.
5. Στο κατώφλι της εισόδου της Ιεράς Προθέσεως διακρίνεται ενσωματωμένο ένα μαρμάρινο τεμάχιο σε δεύτερη χρήση, με ανάγλυφη διακόσμηση πλοχμού, αλλά δεν έχει εξακριβωθεί αν πρόκειται για αρχαίο αρχιτεκτονικό μέλος ή αν προέρχεται από κάποιο τμήμα του ναού του Αγίου Ερμολάου των μέσων Βυζαντινών χρόνων, όπως το εκτιμώμενο μαρμάρινο τέμπλο του.
6. Από τις τέσσερις Δεσποτικές εικόνες του ναού της Ευαγγελίστριας, εκείνες που φέρουν επιγραφή με την επωνυμία της μοναστικής αδελφότητας είναι του Χριστού, της Παναγίας και του Τιμίου Προδρόμου. Ωστόσο εκτιμάται από τον γράφοντα, ότι η εικόνα με την σκηνή του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου», η οποία βρίσκεται τοποθετημένη στο προσκυνητάρι του βόρειου τοίχου, προέρχεται και αυτή από το αγιογραφικό εργαστήριο των Αβραμαίων, αν και δεν διακρίνεται μία αφιερωματική επιγραφή λόγω του πλαισίου, καθόσον είναι πανομοιότυπη με τις προαναφερθείσες τόσο στο καλλιτεχνικό ύφος, όσο και στους χρωματισμούς. Ενδεχομένως δε η αρχική θέση της να ήταν στο τέμπλο και να αντικαταστάθηκε μεταγενέστερα από την υφιστάμενη νεότερη εικονογραφική σκηνή.
7. Στην τοξωτή είσοδο της Ωραίας Πύλης υπάρχουν ακόμα πλευρικά οι ξύλινοι πήχεις, στους οποίους στηρίζονταν τα φύλλα του βημόθυρου.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος», Εξαμηνιαίον Περιοδικόν Σύγγραμμα, συντασσόμενου υπό Αναστασίου Κ. Ορλάνδου, τόμος Α’, σελίδες 94 – 95, «Οι ναοί των Ταρσινών και της Λέχοβας», τυπογραφείον «Εστία», Αθήναι, 1935.
2. «Ναός Ευαγγελίστριας Ταρσινών», Κωνσταντίνα Σκαρμούτσου – Δημητροπούλου, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 49, μέρος Β1 – Χρονικά (1994), σελίδα 258, Αθήνα, 1999.
3. «Land of Sicyon: Archaeology and history of a Greek city-state», Lolos Yannis, Hesperia Supplement 39, pages 405 & 524 – 525, American School of Classical Studies at Athens, 2011, Athens.
4. «Οι ψυχές των τόπων. Οδοιπορικό σε μίαν άλλη Κορινθία», Κώστας Παππής, σελίδες 56 – 57 & 65 – 70, εκδόσεις Βασδέκη, Αθήνα, 2019.
5. https://www.myvillage.gr/villages/tarsina-korinthias.
6. http://odysseus.culture.gr/ Ιερός Ναός Ευαγγελίστριας (τ. Αγίου Ερμολάου).
7. http://costaspappis.blogspot.com/Η δική μου Μεταμόρφωση: η Ευαγγελίστρια και τα κυπαρίσσια της, ο ίσκιος τους και ο Σεφέρης, η Άρτεμις./17-8-2018.
8. https://konxenopoulosagiografos.wordpress.com/Αγιογραφικός οίκος αδελφότητος Αβραμαίων ο άγιος Ανδρέας.
9. http://www.nikias.gr/Σαντοριναίος Νικόλαος.
Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 18: Άποψη του ναού της Ευαγγελίστριας από τα νοτιοδυτικά. Σε πρώτο πλάνο διακρίνεται τμήμα αρχαίου κίονα τοποθετημένο στον προαύλιο χώρο.
Εικόνα 19: Ένας από τους αρχαίους μονολιθικούς κίονες, που βρίσκονται στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας και ο οποίος είναι προσαρμοσμένος στην ανατολική άκρη του μαντρότοιχου.
Εικόνα 20: Η αβαθής κόγχη πάνω από την βόρεια είσοδο με την εικόνα του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου». Επιστέφεται από επιστύλιο με φυτική διακόσμηση σε δεύτερη χρήση, το οποίο ενδεχομένως να προέρχεται από το εκτιμώμενο μαρμάρινο τέμπλο του προγενέστερου μεσοβυζαντινού ναού του Αγίου Ερμολάου.
Εικόνα 21: Η λαξευτή παράσταση με τον δικέφαλο αετό, που διακρίνεται ακριβώς πριν το κατώφλι της βόρειας θύρας. Εκτιμάται ότι δημιουργήθηκε όταν κατασκευάστηκε ο νεότερος εξωτερικός λιθόστρωτος διάδρομος.
Εικόνα 22: Η λαξευμένη ψηφιδωτή παράσταση ενός πτηνού να κατασπαράσσει ένα δρακόμορφο φίδι, που βρίσκεται μετά το κατώφλι της βόρειας θύρας. Πρόκειται για το μοναδικό μαρμαροθέτημα που διατηρείται από την διακόσμηση του πολυτελούς μαρμάρινου δαπέδου, του προγενέστερου ναού του Αγίου Ερμολάου των μέσων Βυζαντινών χρόνων.
Εικόνα 23: Οι σύγχρονες αγιογραφίες της νότιας πλευράς (2008).
Εικόνα 25: Άποψη από το εσωτερικό του ναού της Ευαγγελίστριας με το εξαιρετικό κτιστό τέμπλο, νεοκλασικού ύφους, το οποίο εντυπωσιάζει με την περίτεχνη και πολύχρωμη διακόσμηση του.
Εικόνα 26: Το τμήμα του εικονοστασίου πάνω από την Ωραία Πύλη, όπου διακρίνονται δύο άγγελοι – σαλπιγκτές να κρατούν ένα δάφνινο στεφάνι, μέρος της ζώνης με την παράσταση της «Αμπέλου» και το διακοσμημένο πλαίσιο με την εικόνα του «Μυστικού Δείπνου».
Εικόνα 27: Το νότιο τμήμα του τέμπλου όπου διακρίνεται η προτομή του Αποστόλου Ανδρέα σε μετάλλιο επί της παραστάσεως της «Αμπέλου» και οι μικρογραφικές σκηνές της «Ανάληψης», της «Πεντηκοστής» και της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» στο διάζωμα του «Δωδεκάορτου».
Εικόνα 28: Η κεντρική εικόνα με την παράσταση του «Μυστικού Δείπνου» στο διάζωμα του «Δωδεκάορτου». Η διακρινόμενη χρονολογία 1905 αποτελεί ένα ενδεικτικό στοιχείο και για την περίοδο κατασκευής του κτιστού τέμπλου.
Εικόνα 29: Αταύτιστο μαρμάρινο μέλος με διακόσμηση ανάγλυφου πλοχμού, τοποθετημένο σε δεύτερη χρήση στο κατώφλι της εισόδου της Ιεράς Πρόθεσης.
Εικόνα 30: Η εφέστια εικόνα του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου» που είναι τοποθετημένη σε προσκυνητάρι στον βόρειο τοίχο. Λόγω της διαφαινόμενης τεχνοτροπίας της, εκτιμάται ότι ενδεχομένως να προέρχεται από το αγιογραφικό εργαστήριο της Αγιορείτικης αδελφότητας των Αβραμαίων.
Εικόνα 31: Το παλαιό ξύλινο βημόθυρο και το πρωτύτερο παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης του εικονοστασίου, που βρίσκονται προσαρμοσμένα στην βάση της αψίδας του Ιερού Βήματος.
Εικόνα 32: Οι Δεσποτικές εικόνες του Χριστού Παντοκράτορος και της Θεοτόκου Παντάνασσας, εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης, έχουν φιλοτεχνηθεί το 1946 από την αγιογραφική αδελφότητα των Αβραμαίων της Νέας Σκήτης του Αγίου Όρους.
Εικόνα 33: Η γραφική τοποθεσία του ναού της Ευαγγελίστριας αποτελεί έναν ελκυστικό εκδρομικό προορισμό.
12 Μάϊου 2020
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Το ιστορικό και η αρχιτεκτονική περιγραφή του εν λόγω Βυζαντινού εκκλησιαστικού μνημείου παρουσιάζεται στο σχετικό άρθρο του γράφοντος www.parakato.gr/Ιερός Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ταρσινών Κορινθίας/3 Απριλίου 2020.
2. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», τόμος ΙΙ (Κορινθιακά), κεφάλαιο 7, εδάφια 2, 3 & 4. Η όδευση του βασικού αρχαίου δρομολογίου που ακολούθησε ο Παυσανίας για να έρθει από την Κόρινθο στην Σικυώνα, θεωρείται ότι συμπίπτει σε γενικές γραμμές με την χάραξη της νέας Εθνικής οδού Κορίνθου – Πατρών, η οποία περνάει ανάμεσα από τις τοποθεσίες των εκκλησιών της Ευαγγελίστριας και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος των Ταρσινών.
3. Στην αγιογραφική σκηνή του «Αναπεσόντος», παριστάνεται ο Χριστός σε παιδική ηλικία να κοιμάται, παρομοιάζοντας τον μελλοντικό θάνατο του με έναν μακάριο ύπνο, από τον οποίο αναμένεται να εγερθεί ακμαιότατος.
4. Εντός παρενθέσεως παρατίθενται οι χρονολογίες, που αναγράφονται πάνω στις συγκεκριμένες Δεσποτικές εικόνες και αφορούν την φιλοτέχνηση τους.
5. Στο κατώφλι της εισόδου της Ιεράς Προθέσεως διακρίνεται ενσωματωμένο ένα μαρμάρινο τεμάχιο σε δεύτερη χρήση, με ανάγλυφη διακόσμηση πλοχμού, αλλά δεν έχει εξακριβωθεί αν πρόκειται για αρχαίο αρχιτεκτονικό μέλος ή αν προέρχεται από κάποιο τμήμα του ναού του Αγίου Ερμολάου των μέσων Βυζαντινών χρόνων, όπως το εκτιμώμενο μαρμάρινο τέμπλο του.
6. Από τις τέσσερις Δεσποτικές εικόνες του ναού της Ευαγγελίστριας, εκείνες που φέρουν επιγραφή με την επωνυμία της μοναστικής αδελφότητας είναι του Χριστού, της Παναγίας και του Τιμίου Προδρόμου. Ωστόσο εκτιμάται από τον γράφοντα, ότι η εικόνα με την σκηνή του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου», η οποία βρίσκεται τοποθετημένη στο προσκυνητάρι του βόρειου τοίχου, προέρχεται και αυτή από το αγιογραφικό εργαστήριο των Αβραμαίων, αν και δεν διακρίνεται μία αφιερωματική επιγραφή λόγω του πλαισίου, καθόσον είναι πανομοιότυπη με τις προαναφερθείσες τόσο στο καλλιτεχνικό ύφος, όσο και στους χρωματισμούς. Ενδεχομένως δε η αρχική θέση της να ήταν στο τέμπλο και να αντικαταστάθηκε μεταγενέστερα από την υφιστάμενη νεότερη εικονογραφική σκηνή.
7. Στην τοξωτή είσοδο της Ωραίας Πύλης υπάρχουν ακόμα πλευρικά οι ξύλινοι πήχεις, στους οποίους στηρίζονταν τα φύλλα του βημόθυρου.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος», Εξαμηνιαίον Περιοδικόν Σύγγραμμα, συντασσόμενου υπό Αναστασίου Κ. Ορλάνδου, τόμος Α’, σελίδες 94 – 95, «Οι ναοί των Ταρσινών και της Λέχοβας», τυπογραφείον «Εστία», Αθήναι, 1935.
2. «Ναός Ευαγγελίστριας Ταρσινών», Κωνσταντίνα Σκαρμούτσου – Δημητροπούλου, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 49, μέρος Β1 – Χρονικά (1994), σελίδα 258, Αθήνα, 1999.
3. «Land of Sicyon: Archaeology and history of a Greek city-state», Lolos Yannis, Hesperia Supplement 39, pages 405 & 524 – 525, American School of Classical Studies at Athens, 2011, Athens.
4. «Οι ψυχές των τόπων. Οδοιπορικό σε μίαν άλλη Κορινθία», Κώστας Παππής, σελίδες 56 – 57 & 65 – 70, εκδόσεις Βασδέκη, Αθήνα, 2019.
5. https://www.myvillage.gr/villages/tarsina-korinthias.
6. http://odysseus.culture.gr/ Ιερός Ναός Ευαγγελίστριας (τ. Αγίου Ερμολάου).
7. http://costaspappis.blogspot.com/Η δική μου Μεταμόρφωση: η Ευαγγελίστρια και τα κυπαρίσσια της, ο ίσκιος τους και ο Σεφέρης, η Άρτεμις./17-8-2018.
8. https://konxenopoulosagiografos.wordpress.com/Αγιογραφικός οίκος αδελφότητος Αβραμαίων ο άγιος Ανδρέας.
9. http://www.nikias.gr/Σαντοριναίος Νικόλαος.
Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 24: Οι σύγχρονες αγιογραφίες της βόρειας πλευράς (2008).
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.