ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟΝ (του ατυχούς βιβλίου)
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
Το να προσπαθούμε να αποδώσουμε ευθύνες για τα βάσανά μας σε κάποιο πολιτικό κόμμα, μπορεί να είναι έγκυρο ΜΟΝΟ όταν εμείς δεν συμμετέχουμε στις εκλογικές διαδικασίες και στη διαμόρφωση της ιδεολογικής πλατφόρμας των κομμάτων αυτών.
Όμως, ο κάθε λαός σε μια Δυτική Δημοκρατική Κοινωνία, έχει τις κυβερνήσεις και τα κόμματα που του αξίζουν, συνεπώς πρέπει να εξετάσουμε και τις δικές μας ευθύνες για όλα όσα έγιναν τα τελευταία 47 χρόνια, δηλαδή μετά τη Μεταπολίτευση.
Εάν μελετήσει κανείς τις βιογραφίες σημαντικών Ελλήνων επιστημόνων, καλλιτεχνών, λογοτεχνών και στρατιωτικών του 20ου αιώνα, ανακαλύπτει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών προέρχονταν από φτωχές αγροτικές περιοχές, που για να μάθει ένα παιδί πέντε κολλυβογράμματα έπρεπε να προσπαθήσει σκληρά και κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Το δικό μου παράδειγμα είναι ο πατέρας μου, Μιλτιάδης, 5ο και τελευταίο παιδί μιας αγροτικής οικογένειας, που ορφάνεψε από πατέρα στον 4ο μήνα της ζωής του και από μάνα στα 11 του χρόνια, μένοντας να εργάζεται στα χωράφια ξένων και να πηγαίνει στο σχολείο, με την πίστη ότι η μόρφωση θα τον έβγαζε από αυτή τη δυστυχία.
Στα 15 του βρίσκεται μόνος στην Αθήνα να συνεχίζει τις σπουδές του και χωρίς να έχει απολύτως καμία βοήθεια από το Ελληνικό Κράτος, σπούδασε, υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός, παραιτήθηκε ΔΥΟ φορές από θέσεις του Δημόσιου Τομέα (ΔΕΗ και Αγροτική Τράπεζα), υπήρξε ο Δάσκαλος χιλιάδων τεχνικών της χώρας, ίδρυσε Τεχνικές Σχολές, εξέδωσε 26 τεχνικά και ιστορικά βιβλία, ασχολήθηκε με τα Δημόσια Έργα, σπούδασε δύο παιδιά δικά του και δεκάδες φτωχά παιδιά με υποτροφίες που τους έδινε στη Σχολή του, βγήκε στη σύνταξη στα 84 του και τώρα, στα 90 του έχει αφήσει ιστορία πίσω του ως ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους της Τεχνικής Εκπαίδευσης στη χώρα.
Και το παράδειγμα του πατέρα μου, βέβαια, δεν είναι το μοναδικό. Χιλιάδες παιδιά της γενιάς του ακολούθησαν αυτόν τον δύσκολο δρόμο μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια του επαγγελματικού ή ακαδημαϊκού τους πεδίου, σε συνθήκες πολύ πιο αντίξοες απ’ όσες αντιμετωπίσαμε ως Λαός την τελευταία δεκαετία. Συνθήκες στέρησης, πείνας, ανισότητας, απόρριψης αλλά και αγώνων. Ακόμα και οι άνθρωποι που δεν επέλεξαν κάποιο επιστημονικό πεδίο, οι απλοί εργαζόμενοι στις φάμπρικες, στα καταστήματα, στις διάφορες υπηρεσίες, γνώριζαν ότι οποιαδήποτε πρόοδος και εξασφάλιση θα προερχόταν από τη δουλειά τους και όχι από κάποια «κεκτημένα» δικαιώματα που θα τους επέτρεπαν να πλουτίσουν χωρίς κόπο.
Αυτή ήταν η συλλογική νοοτροπία ενός λαού που μετέτρεψε μια φτωχή αγροτική χώρα, διαλυμένη από τον Εμφύλιο σπαραγμό, σε μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη Βαλκανική Δύναμη, με βιομηχανία, τουρισμό, αγροτική παραγωγή, τέχνες, πολιτισμό και προοπτικές εξέλιξης. Και μέσα σε μια τέτοια κοινωνία, ο «γραμματιζούμενος», ο δάσκαλος, ο γιατρός, ο δικηγόρος ή ο μηχανικός, αποτελούσαν ένα πρότυπο για τα μικρά παιδιά που ήθελαν να ξεφύγουν από τη μοίρα των μεροκαματιάρηδων γονιών τους. Υπήρχαν στόχοι και ιδανικά, παρόλες τις αντιξοότητες και τις στερήσεις.
Η προοπτική μιας καριέρας στο Δημόσιο φάνταζε ελκυστική μόνο για ανθρώπους που δεν είχαν τα μέσα ή τις αντοχές να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους στην Αγορά. Ήταν μια εξασφάλιση ενός πενιχρού μισθού που θα σε βοηθούσε μεν να μην πεινάσεις, αλλά δεν θα σου εξασφάλιζε με κανένα (νόμιμο) τρόπο μια άνετη ζωή για εσένα και τα παιδιά σου. Αν ήθελες να «προκόψεις», ένας δρόμος υπήρχε και αυτός ήταν να δοκιμάσεις τα δόντια σου στον αναπτυσσόμενο Ιδιωτικό Τομέα.
Με λίγα λόγια, ήταν μια Κοινωνία που για να επιβιώσεις και να προοδεύσεις μάθαινες να είσαι δυνατός και αυτάρκης.
Όλα αυτά, από το 1977 και μετά, άλλαξαν δραματικά.
Από τη μία, η συρρικνούμενη Γεωργική παραγωγή, η απροθυμία των νέων ανθρώπων να ασκήσουν ένα χειρωνακτικό επάγγελμα, η αποβιομηχάνιση της χώρας και οι αλλοπρόσαλλοι νόμοι για την Παιδεία γενικότερα και την Τεχνική-Επαγγελματική Εκπαίδευση ειδικότερα, έστρεψε τις δραστηριότητες της πλειοψηφίας των Ελλήνων στον τομέα των Υπηρεσιών και του Εμπορίου. Νέοι άνθρωποι έφευγαν από τους τόπους καταγωγής τους για να έλθουν στην Πρωτεύουσα, εγκαταλείποντας τις οικογενειακές ασχολίες της Γεωργίας και της Κτηνοτροφίας για διάφορα «αεριτζήδικα» επαγγέλματα που οδηγούσαν σε αδιέξοδο.
Τα αδιέξοδα αυτά, σε συνδυασμό με την διαρκή οικονομική κρίση που βίωνε η χώρα, οδήγησαν πολλούς νέους να κυνηγήσουν το όνειρο μιας «θεσούλας» στο Δημόσιο, που ναι μεν ήταν άχαρη και κακοπληρωμένη, αλλά τους άφηνε χρόνο και για κάποια «εξτραδάκια» από άλλες δουλειές του ποδαριού. Έτσι, για πολλούς το επάγγελμα του Δημόσιου Υπαλλήλου έγινε πάρεργο που απλά τους εξασφάλιζε τα προς το ζην, τη στιγμή που η σαθρή νομοθεσία τους επέτρεπε πολλές φορές να λειτουργούν ανταγωνιστικά προς τον Ιδιωτικό Τομέα (π.χ. ο υπάλληλος της ΔΕΗ έκανε τα απογεύματα και ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις, αν και κάτι τέτοιο απαγορευόταν, λόγω ασυμβίβαστου, πολλοί καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης έκαναν αδήλωτα ιδιαίτερα φροντιστήρια, ή πολλοί ΔΥ είχαν διάφορες μικρές επιχειρήσεις στο όνομα των παιδιών ή της γυναίκας τους).
Με την έλευση του ΠΑΣΟΚ θεσμοθετήθηκε ο «Κοινωνικός Μισθός», δηλαδή η αμοιβαία κατανόηση μεταξύ Κυβέρνησης και ΔΥ ότι ναι μεν οι μισθοί ήταν χαμηλοί, αλλά η Κυβέρνηση έκανε τα στραβά μάτια σε τακτικές λαδώματος και «γρηγορόσημου», που αυγάτιζαν τους χαμηλούς μισθούς πολλών «αρμοδίων» υπαλλήλων.
Όταν όμως μια κυβέρνηση δεν επιδείξει μηδενική ανοχή σε τέτοιες τακτικές, αυτές έχουν την τάση να διογκώνονται και να γίνονται ακλόνητο καθεστώς, σε όλο το φάσμα του Δημόσιου Τομέα. Και αυτό συνέβη με τα χρόνια και στην Ελλάδα, με τη διαφθορά να ξεκινάει από τα υψηλότερα κλιμάκια και να απλώνει τις ρίζες της μέχρι τη βάση της πυραμίδας.
Ένας Γερμανός συνάδελφος μου είχε πει κάποτε «και στη Γερμανία συμβαίνει αυτό, αλλά εκεί λαδώνεις την κεφαλή της Υπηρεσίας και γίνεται η δουλειά σου. Στις τριτοκοσμικές χώρες, όμως, ο κάθε υπάλληλος απλώνει το χέρι για να εισπράξει το μπαξίσι του» και αυτό ακριβώς το φαινόμενο βιώνουμε εδώ και 5 σχεδόν δεκαετίες στην Πατρίδα μας.
Η διάβρωση των συναλλακτικών ηθών υπήρξε εντονότερη στις Υπηρεσίες που είχαν να κάνουν με την περισσότερη διακίνηση χρήματος ή τη μεγαλύτερη ανάγκη των πολιτών, όπως οι Πολεοδομίες για να σου εκδώσουν κάποια οικοδομική άδεια, οι Τράπεζες για να σου εγκρίνουν κάποιο δάνειο, οι νοσοκομειακοί γιατροί για να παρακάμψουν τη σειρά αναμονής για κάποια επέμβαση, οι εξεταστές για χορήγηση αδειών οδήγησης και πάει λέγοντας.
Έτσι, η διαφθορά απλώθηκε σαν καρκίνωμα που κανείς δεν έδειχνε διάθεση να θεραπεύσει και προκάλεσε ολική μετάλλαξη στην Κοινωνία μας.
Το πρώτο που πλήττεται σε μια Κοινωνία που διαφθείρεται με αυτό τον τρόπο, είναι οι κανόνες και οι Νόμοι. Ενώ η Ελλάδα διαθέτει μια από τις ογκωδέστερες νομολογίες στη Γη, πάντα υπήρχε ένα παραθυράκι ή ένας τρόπος να παρακαμφθούν οι όποιες απαγορευτικές διατάξεις, αρκεί το κίνητρο να ήταν δελεαστικό. Άλλωστε, όπως αποδείχθηκε, οι παρανομούντες ΔΥ ποτέ δεν πιάνονταν στα δίχτυα της Δικαιοσύνης, ακριβώς επειδή οι κανονισμοί που έφτιαχναν προέβλεπαν δεκάδες εγκρίσεις, εισηγήσεις, υπογραφές και δικαιολογητικά, σε βαθμό που οποιοσδήποτε ήθελε να βγάλει άκρη, απλά «έχανε τη μπάλα». Έτσι, η Γραφειοκρατία διογκώθηκε σε βαθμό που στην ουσία προστάτευε τους διεφθαρμένους ΔΥ από οποιαδήποτε ποινική ή πειθαρχική δίωξη. Κι έτσι μάθαμε, ως πολίτες, ότι η οποιαδήποτε συναλλαγή με το Δημόσιο μπορεί να είναι ψυχοφθόρα, κοστοβόρα και μάταιη, εάν δεν ήμασταν προετοιμασμένοι να λαδώσουμε το μηχανισμό, ο οποίος προστατευόταν από τους Κέρβερους κομματικούς συνδικαλιστές.
Με αυτό τον τρόπο, η άσκηση πολιτικής στην Ελλάδα δεν είχε απολύτως καμία σχέση με κάποιο ιδεολογικό υπόβαθρο, αλλά με την ικανότητα ενός πολιτικού να εξυπηρετήσει παράτυπα τα συμφέροντα του εκλογικού του κοινού, με μεταθέσεις, διορισμούς και άλλα ρουσφέτια που γίνονταν «κατόπιν ενεργειών του», όπως έγραφε στα μπιλιετάκια που έστελνε στους αιτούντες το ρουσφέτι, όταν τελείωνε η διαδικασία.
Μετατρέποντας λοιπόν το Δημόσιο σε δυνάστη του Πολίτη, ο πολίτης αυτός αντιλαμβανόταν ότι η πραγματική εξουσία και ο αφορολόγητος πλουτισμός δεν θα προερχόταν από την άσκηση κάποιας ιδιωτικής επαγγελματικής δραστηριότητας, αλλά από την θέση ενός «δημόσιου λειτουργού», γεγονός που ενέτεινε την Πελατειακή φύση της πολιτικής στην Ελλάδα. Όταν ιδρύθηκε η πάλαι ποτέ ΥΠ.Ε.ΔΑ., είχε καθιερωθεί ταρίφα πολλών εκατομμυρίων δραχμών προς κάποιους «αρμοδίους», που έπρεπε να καταβάλλει κάποιος εφοριακός για να μετατεθεί στην Υπηρεσία αυτή.
Όταν όμως ο μέσος Πολίτης έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με τέτοια φαινόμενα διαφθοράς, νεποτισμού, ευνοιοκρατίας και ατιμώρητου δημοσιοϋπαλληλικού αυταρχισμού, μοιραία θα σκεφτεί «κάτσε ρε συ, εγώ μαλάκας είμαι, να πηγαίνω με το σταυρό στο χέρι;». Κι έτσι, η διαφθορά αυτή απλώνεται ανεξέλεγκτη σε κάθε έκφανση της ζωής μας.
Με λίγα λόγια, εάν υπήρχε κάποια ανώτερη δικαστική Αρχή που θα μπορούσε να μας κρίνει ως Κοινωνία, θα μας είχε παραπέμψει όλους για σύσταση και λειτουργία εγκληματικής συμμορίας. Μια συμμορία 11 εκατομμυρίων ανθρώπων που είτε ενεργά, είτε παθητικά, είχαν συστήσει ένα πολιτικό σύστημα που εξυπηρετούσε τα προσωπικά συμφέροντά τους με το αζημίωτο.
Ακόμα μιλάτε για «ιδεολογία», φίλοι και συναγωνιστές; Καλά, ας συνεχίσω τότε.
Στη Νότια Ιταλία, τόσο στη Σικελία όσο και γύρω από τη Νάπολη, υπάρχουν κάποια χωριουδάκια που όλοι οι κάτοικοι έχουν άμεση σχέση με την τοπική Μαφία. Χωριά πάμπλουτα, με πανάκριβα ακίνητα και εντυπωσιακά αυτοκίνητα παρκαρισμένα στο δρόμο, όπου βέβαια δεν τολμάει κανείς ξένος να πλησιάσει. Οι άνθρωποι εκεί μπορεί να είναι ευγενικοί, πρόσχαροι, φιλόξενοι, αλλά έχουν μάθει να ζουν με τους κανόνες της «δικής τους υπόθεσης» (Cosa Nostra), που καμία σχέση δεν έχουν με τους θεσμοθετημένους νόμους του Κράτους.
Κάτι ανάλογο μεγάλωσε και γιγαντώθηκε κατά την περίοδο 1995-2010 στη χώρα μας. Οι πολίτες απλά ξέχασαν να τηρούν τους νόμους. Νόμοι είχαν γίνει οι αρπαχτές, το γρήγορο και εύκολο κέρδος, οι αεριτζήδικες δουλειές, οι πολιτικές και επιχειρηματικές γνωριμίες που είχες και οι κομματικές σου προσβάσεις.
Το τι είχες δημιουργήσει στη ζωή σου, τι είχες καταφέρει, τι αξία είχες ως πνευματική οντότητα, είχαν χάσει εντελώς τη συναλλακτική τους αξία στο χρηματιστήριο της αρπαχτής. Το μέτρο του επιτυχημένου συμπολίτη μας ήταν τι περιουσία είχε αποκτήσει (με νόμιμους ή όχι τόσο νόμιμους τρόπους), πόσα έβγαζε, πόσα ακουμπούσε στις γνωστές μπουζουκλερί, τι πέραση είχε στην παραλία της Ψαρούς και με ποιους έκανε μπίζνες. Δεν έχει νόημα να ξανά-αναφερθώ στην περίοδο του «Ξεβλαχέματος των Ελλήνων» (κατά Πέτρο Κωστόπουλο), αρκεί μόνο να πω ότι όταν η ώρα του λογαριασμού έφτασε, το 2010, η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων δεν ένιωσε την παραμικρή συμπόνια για τα βάσανα που περίμεναν ένα αμετροεπή, τρακαδόρο και σπάταλο λαό που είχε μάθει να ζει σε βάρος των εταίρων του επί δεκαετίες.
Η μεγαλύτερη καταστροφή, όμως, ήταν ότι μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό αυθαιρεσίας, κομπίνας και νεποτισμού, καταστράφηκαν εντελώς οι αξίες που παραδοσιακά μετάγγιζαν οι παλιότερες γενιές στα παιδιά τους.
Τα Ελληνόπουλα είχαν μάθει την τιμή του κάθε εισαγόμενου πράγματος, αλλά δεν έμαθαν ποτέ την αξία εννοιών όπως εργατικότητα, σεβασμός, στόχοι, εντιμότητα, ανθρωπιά, πατριωτισμός, ανιδιοτέλεια, εθελοντισμός και ταπεινοφροσύνη. Δημιουργήσαμε μια γενιά κακοφτιαγμένων γιάπηδων που παρασύρθηκαν από το ποτάμι της Κρίσης σαν φυλλαράκια και έχασαν τα πάντα.
Αν θέλουμε πραγματικά να κοιταχτούμε στο συλλογικό καθρέφτη μας, ας αναρωτηθούμε τι κάναμε με την Παιδεία, τι κάναμε με την προετοιμασία ικανών και άξιων Πολιτών και τι κάναμε για να βελτιώσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Η απάντηση σε όλα αυτά είναι απλά «Τίποτα».
Κι έτσι, η κρίση του 2010, βρίσκει τον Ελληνικό λαό εντελώς απροετοίμαστο, μια και είχε μείνει με την ψευδαίσθηση ότι τα λεφτόδεντρα δεν θα ξεραίνονταν ποτέ και το χρήμα θα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί ανεξέλεγκτα. Βλέπετε, όταν ένα μεγάλο ποσοστό της Οικονομίας είναι «μαύρο», οι κατέχοντες αυτό δεν διστάζουν να το ξοδέψουν αλόγιστα, συμπαρασύροντας προς τα πάνω τις τιμές και υπερθερμαίνοντας την Οικονομία, μέχρι να φτάσει σε σημείο «Meltdown», που λένε και οι πυρηνικοί μηχανικοί για τους αντιδραστήρες που χάνουν το σύστημα ψύξης τους.
Και φυσικά, με τη λογική και την Παιδεία που ΔΕΝ μας διακρίνει, αρχίσαμε να αναζητούμε τους λόγους που φτάσαμε στο τραγικό αυτό σημείο. Όμως, όσο αριθμητικά και λογικά απαίδευτοι είμαστε, άλλο τόσο είμαστε έτοιμοι να πιστέψουμε κάθε θεωρία συνωμοσίας που θα κυκλοφορήσει ο κάθε λαϊκιστής τραμπαρίφας, αρκεί να μη χρειαστεί να κοιτάξουμε ποτέ στον καθρέφτη και δούμε τις δικές μας ευθύνες.
Στα επόμενα Κεφάλαια θα σχολιάσουμε όλα αυτά που βιώσαμε, που ακούσαμε, που είδαμε και που πιστέψαμε, από το 2010 μέχρι το τέλος του 2021 και ελπίζω, καλοί μου σύντροφοι και συνοδοιπόροι, ότι θα μπορέσουμε επιτέλους να δούμε το δάσος και όχι το λεφτόδεντρο.
Ίσως, όλες αυτές οι συμπεριφορές που εκδηλώσαμε όλα αυτά τα χρόνια, να είναι ένα πολύτιμο μάθημα στους μελλοντικούς κυβερνήτες μας, για το τι πρέπει να περιμένουν από τον Έλληνα, του οποίου ως γνωστόν, ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει (με εξαίρεση ίσως τους τελευταίους 22 αιώνες και μέχρι πριν 200 χρόνια, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα και κακοκαρδιστούμε).
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.