Επισκόπηση τριών αμυντικών έργων στην περιοχή του Καισαρίου Κορινθίας, τα οποία κατά την αρχαιότητα συσχετίζονταν με το νοτιοδυτικό όριο της Σικυώνιας επικράτειας
Εικόνα 1: Η βόρεια όψη της λιθόκτιστης βάσης του αρχαίου κυκλικού πύργου, που εντοπίζεται στην κορυφή του ελλειψοειδούς υψώματος Τσακούθι Καισαρίου.
Ορισμένοι τόποι διατηρούν ακόμα αποσπάσματα από την κληρονομιά του πολιτισμικού παρελθόντος τους, έστω και πενιχρά, χωρίς φαινομενικά να παρουσιάζουν κανένα απολύτως ενδιαφέρον για τους ανυποψίαστους περιηγητές. Ακριβώς σε αυτή την περιφρονημένη κατηγορία εντάσσονται τρεις αρχαιοελληνικές οχυρώσεις, που τα κατάλοιπά τους απαντώνται σε γειτονικές εξέχουσες θέσεις στην εγγύτητα του γραφικού χωριού Καίσαρι Κορινθίας(1). Με βάση τις αρχαιολογικές ενδείξεις, ανάγονται μάλλον στους ύστερους Κλασσικούς/πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους, δηλαδή εντός του φάσματος του 4ου αιώνα π.Χ.. Τα διαλαμβανόμενα αμυντικά έργα βρίσκονταν στη διοικητική επικράτεια της αρχαίας Σικυώνας και ειδικότερα πρέπει να προφύλασσαν τα νοτιοδυτικά σύνορά της με την πόλη της Στυμφάλου, η οποία κατά την αρχαιότητα ανήκε στην περιφέρεια της Αρκαδίας. Η δε μορφολογία της περιοχής ήταν διαφορετική μέχρι και τη νεότερη εποχή, καθώς στον σημερινό κάμπο του Κλημεντοκαισαρίου σχηματιζόταν η λίμνη Πελλήνη, που η επιφάνειά της καταλάμβανε ολόκληρο το νοτιοδυτικό τμήμα της πεδινής έκτασης, τουλάχιστον τους χειμερινούς μήνες φθάνοντας ενίοτε μέχρι την τοποθεσία Τούρμουζα, ενώ το καλοκαίρι μειωνόταν κατά το ήμισυ, αλλά το έδαφος παρέμενε αρκετά βαλτώδες(2). Το υδάτινο κώλυμα σε συνδυασμό με την περίκλειστη διαμόρφωση των κείμενων ορεινών κρασπέδων, δημιουργούσαν μία υποχρεωτική στενή δίοδο στο συγκεκριμένο μέρος με ζωτική στρατηγική σημασία, αφού ουσιαστικά συνιστούσε τη μοναδική ευχερή πρόσβαση στο δίκτυο των εισδυόντων δρομολογίων, τα οποία κατευθύνονταν σε νευραλγικούς τομείς της Σικυώνιας χώρας και τον παραλιακό διάδρομο του Κορινθιακού κόλπου.
Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της περιοχής του Καισαρίου, όπου αποτυπώνονται οι θέσεις των αρχαίων οχυρώσεων και η έκταση της αποστραγγισθείσας λίμνης Πελλήνης κατά την αρχαιότητα. (1): Κυκλικός πύργος Τσακούθι, (2): Οχυρό Αγίου Βλασίου, (3): Κυκλοτερής οχύρωση Γουλά. Με κίτρινη διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται το εκτιμώμενο αρχαίο σύνορο μεταξύ της Σικυώνιας χώρας και της επικράτειας της Στυμφάλου.
Η πλέον αναγνωρίσιμη οχύρωση επιστέφει την κορυφή του χαρακτηριστικού ελλειψοειδούς λοφίσκου Τσακούθι, με την χαμηλή χορτάρινη βλάστηση, που υψώνεται ομαλά μόλις 20 μέτρα πάνω από το επίπεδο του κάμπου, ελαφρώς νοτιοανατολικά του Καισαρίου και ακριβώς δίπλα από την επαρχιακή οδό Κιάτου–Σουλίου– Στυμφαλίας. Πρόκειται για έναν κυκλικό πύργο, με διάμετρο 8,30 μέτρα και περιφέρεια 26,08 μέτρα, από τον οποίο διασώζεται το λίθινο κρηπίδωμά του απαρτιζόμενο από δύο σειρές δόμων, φθάνοντας σε ένα μέγιστο ύψος 1,20 μέτρα(3). Καταλαμβάνει ένα εμβαδόν 54 τετραγωνικών μέτρων και το άνοιγμα της εισόδου του διακρίνεται στη βορειοδυτική περίμετρό του, έχοντας ένα εύρος κατωφλιού 1 μέτρου, ενώ διατηρεί τις πλευρικές παραστάδες της θύρας. Η δε βάση του διαμορφώνεται από διπλά τοιχώματα, με διάκενο 15–20 εκατοστών ανάμεσα στην εξωτερική και εσωτερική περιφέρεια, που πληρώνεται με χωμάτινο γέμισμα, προσδίδοντας ένα συνολικό οικοδομικό πάχος 1,30 μέτρων. Η τοιχοποιία συνίσταται κυρίως από κατεργασμένους τραπεζοειδείς και λίγους πολυγωνικούς δόμους, τοπικού κροκαλοπαγούς πετρώματος, αρμολογημένους με αρκετή επιμέλεια χωρίς συνδετικό κονίαμα, μάλλον κατά απομίμηση του ισόδομου συστήματος. Οι λίθοι της ανώτερης σειράς φαίνονται να είναι περαιτέρω επεξεργασμένοι στα ακραία περιθώρια της εξωτερικής πλευράς τους, αλλά στην υπόλοιπη όψη τους δεν έχουν υποστεί κάποια ιδιαίτερη λείανση, εμφανίζοντας ένα ανεπιτήδευτο παρουσιαστικό.
Σύμφωνα με τον καθηγητή αρχαιολογίας Γιάννη Λώλο, που εξέτασε και χαρτογράφησε το μνημείο τον Δεκέμβριο του 1997, ενδεχομένως να διέθετε μία μόνιμη διαμερισμάτωση, με δεδομένο ότι υφίσταται ένας δόμος προσαρμοσμένος κάθετα στην εσωτερική πλευρά της περιφέρειάς του(4). Όμως αυτή η εκδοχή δεν δύναται να πιστοποιηθεί με ασφάλεια, καθώς το κέντρο του κυκλικού αμυντικού οικοδομήματος έχει διαταραχτεί ανεπανόρθωτα από λαθρανασκαφές, οι οποίες εξαφάνισαν οποιοδήποτε άλλο ίχνος κτιριολογικής διαρρύθμισης.
Εικόνα 3: Τα κατάλοιπα του πύργου Τσακούθι από τα νοτιοδυτικά. Διακρίνεται η μικτή τραπεζοειδής–πολυγωνική τοιχοποιία από ευμεγέθεις κατεργασμένους δόμους.
Εκτιμάται ότι ήταν λιθόκτιστο μόνο το διατηρούμενο κρηπίδωμα του πύργου, καθόσον στον περιβάλλοντα χώρο δεν παρατηρείται πλήθος διάσπαρτων δόμων στην κατωφέρεια του γήλοφου, παραπέμποντας στην επέκταση των σειρών τους καθ’ ύψος, παρά εντοπίζονται ελάχιστοι που προέρχονται από την κατάρρευση της βορειοανατολικής πλευράς της κατώτερης περιφέρειάς του. Συνεπώς κατά πάσα πιθανότητα, η ανωδομή του πρέπει να ήταν κατασκευασμένη από στρώσεις ωμόπλινθων, όπως συνάγεται και για την περίπτωση του κοντινού εποπτικού πύργου στη θέση Κατσαμπάθι Θέκριζας Κρυονερίου(5). Άλλωστε, αυτή η οικοδομική μέθοδος εφαρμοζόταν συχνά σε οχυρωματικά έργα στην αρχαία Ελλάδα, κυρίως την Κλασσική εποχή, αντί της εξ’ ολοκλήρου λίθινης τοιχοποιίας, καθώς εξοικονομούνταν χρόνος και χρήματα. Άλλωστε μία πλίνθινη κατασκευή άντεχε σε υψηλές θερμοκρασίες, δεν επηρεαζόταν από μικρής έντασης σεισμούς και προσέφερε αντικραδασμική προστασία, απορροφώντας ικανοποιητικά την κρουστική ενέργεια των προσβολών από εχθρικούς καταπέλτες. Μετά το πέρας της ανέγερσης τα τοιχώματα λειαίνονταν και επιχρίζονταν, έτσι ώστε να μην διεισδύουν τα όμβρια ύδατα μέσα από τους αρμούς.
Το αυθεντικό ύψος του πύργου Τσακούθι δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς. Ωστόσο, θεωρείται βέβαιο ότι διέθετε πάνω από ένα όροφο, με γνώμονα το πάχος των τοιχωμάτων, την μεγάλη διάμετρό του και αντίστοιχα παραδείγματα μεμονωμένων αρχαίων οχυρώσεων στην Ελλάδα. Κατά την πλέον αληθοφανή άποψη, υπολογίζεται πως είχε ύψος περί τα 12 μέτρα και αναπτυσσόταν σε τρεις ορόφους. Μάλιστα, το σχήμα του ήταν μάλλον κωνικό, όπως υποδηλώνεται από την κλίση προς τα μέσα της διατηρούμενης λιθοδομής του πύργου. Η δε διαλαμβανόμενη στρατιωτική κατασκευή έφερε κεραμοσκεπή στην οροφή της, πιθανώς δίρριχτη, καθώς στο εσωτερικό εντοπίστηκαν πολλά θραύσματα από κυρτούς κεράμους Λακωνικού τύπου και από ένα Κορινθιακό καλυπτήριο κέραμο.
Εικόνα 4: Ο ελλειψοειδής γήλοφος Τσακούθι στην κορυφή του οποίου εντοπίζονται τα κυκλικά κατάλοιπα του αρχαίου πύργου και ένθετο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα της θέσης. (Πηγή ένθετου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 242, εικόνα 4.81).
Από στρατιωτικής απόψεως, ο γήλοφος Τσακούθι αποτελούσε έδαφος ιδιαίτερης τακτικής σημασίας στην αρχαιότητα, που επιβαλλόταν να χρησιμοποιηθεί και να εξασφαλιστεί με την ανέγερση ενός πύργου με εποπτική φυσιογνωμία. Από την καίρια θέση του ελεγχόταν άμεσα το κύριο δρομολόγιο, το οποίο οδηγούσε από τη Σικυώνα στη Στύμφαλο και από εκεί στην Αρκαδία και στην Αργολίδα, μέσω των ορεινών διαβάσεων του όρους Απέλαυρος (Ολίγυρτος). Η δε όδευσή του συμπίπτει με τον παρακείμενο σύγχρονο επαρχιακό δρόμο Κιάτου–Σουλίου–Στυμφαλίας στη συγκεκριμένη περιοχή. Επίσης, τοπογραφικά βρισκόταν στο βορειοανατολικό άκρο της αρχαίας λίμνης Πελλήνης, που καθιστούσε υποχρεωτική τη διέλευση από την εγγύτητά του τόσο ταξιδιωτών και εμπορευόμενων, όσο και εκστρατευτικών σωμάτων. Εκτός από τον προφανή επιτηρητικό σκοπό της, η κυκλική υποδομή λειτουργούσε και ως φρυκτωρία για την αναμετάδοση φωτεινών μηνυμάτων ή σημάτων καπνού μέσω ανάματος πυράς στην οροφή του, όντας ενταγμένος στο επιχώριο σύστημα εγκαίρου προειδοποιήσεως και συναγερμού της Σικυωνίας. Προς τα βορειοανατολικά είχε ανταπόκριση με τον αμυντικό πύργο στο Κατσαμπάθι Θέκριζας (απόσταση περίπου 5.060 μέτρα) και προς τα βορειοδυτικά με το οχυρό που περιέβαλλε την σημερινή εκκλησία του Αγίου Βλασίου στο παλαιό κοιμητήριο του Καισαρίου (απόσταση περί τα 1.000 μέτρα), ενώ προς τα νοτιοδυτικά επικοινωνούσε με την έτερη εκτιμώμενη οχύρωση στην τοποθεσία Γουλάς Καισαρίου (απόσταση γύρω στα 1.750 μέτρα). Οι δύο τελευταίες φρουριακές εγκαταστάσεις θα εξεταστούν στη συνέχεια του παρόντος άρθρου.
Κατά την επιφανειακή έρευνα ανακαλύφθηκαν λιγοστά επιφανειακά όστρακα, καθώς και θραύσματα από ένα δοχείο με λεπτά τοιχώματα, που ανάγονται στην ύστερη Κλασσική/πρώιμη Ελληνιστική περίοδο. Επίσης, σύμφωνα με τον Γιάννη Λώλο, ο τρόπος της κατεργασίας των διατηρούμενων δόμων καταδεικνύει μία χρονολόγηση για την κατασκευή της οχύρωσης στο Τσακούθι μετά τον 5ο αιώνα π.Χ., όπως ισχύει και για την πλειονότητα των ανεξάρτητων αρχαίων πύργων στον Ελλαδικό χώρο, η οποία ενδεχομένως δύναται να ενταχθεί εντός του 4ου αιώνα π.Χ.
Εικόνα 5: Η βορειοδυτική πλευρά του πύργου–φρυκτωρία Τσακούθι. Με κόκκινο βέλος καταδεικνύεται το άνοιγμα της εισόδου.
Όπως προαναφέρθηκε, στο μέρος του παλαιού εγκαταλειμμένου κοιμητηρίου του Καισαρίου, που βρίσκεται στις δυτικές του οικισμού, εντοπίζεται μία ακόμα αμυντική θέση της Σικυωνίας(6). Συγκεκριμένα, στο πλάτωμα της εκκλησίας του Αγίου Βλασίου διακρίνονται τα κατάλοιπα αρχαίας οχύρωσης, η οποία περίζωνε την περιφέρειά του από τα ανατολικά, δυτικά και νότια, καταλαμβάνοντας μία διαφαινόμενη έκταση τουλάχιστον 300 τετραγωνικών μέτρων κατά προσέγγιση. Το τείχος καθίσταται ευχερέστερα αντιληπτό στις νοτιοανατολικές επικλινείς καταπτώσεις της εδαφικής προεξοχής, όπου ανιχνεύεται σε ένα μήκος περίπου 40 μέτρων, φθάνοντας σε ένα μέγιστο ύψος 1,60 μέτρων. Η σωζόμενη λιθοδομή συνιστάται τμηματικά από δύο σειρές ογκωδών κατεργασμένων δόμων, ασβεστολιθικού πετρώματος και ενδεικτικών διαστάσεων 1,65 Χ 0,75 Χ 0,95 μέτρων. Αντίθετα στη δυτική πλευρά του πλατώματος οι υφιστάμενοι διακοπτόμενοι δόμοι είναι δυσδιάκριτοι, καθώς πάνω από τη θεμελίωση του τείχους κατασκευάστηκε ο περίβολος του κοιμητηρίου με τοιχοποιία από ξερολιθιά.
Εικόνα 6: Κατάλοιπα αρχαίου οχυρωματικού τείχους στη νοτιοανατολική πλευρά του πλατώματος της εκκλησίας του Αγίου Βλασίου Καισαρίου. Στο βάθος διακρίνεται ο σύγχρονος οικισμός. (Φωτογραφία: Δημήτριος Περσέας Λουκίσσας).
Αν και δεν έχει προσδιοριστεί επακριβώς το σχήμα και το συνολικό μήκος της περιμέτρου, καθώς δεν έχει διενεργηθεί μία εξειδικευμένη αρχαιολογική έρευνα στον χώρο, εντούτοις θεωρείται εύλογα ότι αντιστοιχεί ένα μικρό οχυρό. Ενδεχομένως μάλιστα να αποτελούσε μία συνοριακή στρατιωτική εγκατάσταση της αρχαίας Σικυώνας, λαμβάνοντας υπόψη ότι το νοτιοδυτικό όριό της με τη Στύμφαλο(7) φέρεται να καθοριζόταν από τη γραμμή των κοντινών υψωμάτων Βράχος και Λαγοβούνι, που από το βόρειο άκρο του διέρχεται η αποστραγγιστική σήραγγα Παππαρηγόπουλου (Ράχη Νέζι–Τρύπα Λίμνης). Μέσα από σύγκριση των τοπικών αρχαιολογικών δεδομένων, ο Γιάννης Λώλος διατυπώνει πως το διατηρούμενο τείχος ανάγεται στην Κλασσική/Ελληνιστική εποχή. Δυστυχώς όμως το πλάτωμα της εκκλησίας του Αγίου Βλασίου είναι υπερβολικά διαταραγμένο από εκσκαφές, καθόσον είχε χρησιμοποιηθεί για μεγάλο διάστημα ως Χριστιανικό νεκροταφείο του Καισαρίου, με συνέπεια να απουσιάζουν οι απτές ευρηματικές αποδείξεις και να μην μπορεί να εξαχθεί ένα ασφαλές χρονικό συμπέρασμα.
Με γνώμονα την παραπάνω χρονολόγηση, δεν αποκλείεται οι οπλίτες της μόνιμης φρουράς του οχυρού να επάνδρωναν και τον παρακείμενο πύργο–φρυκτωρία Τσακούθι, ασκώντας τον συγκεντρωτικό έλεγχο των οδικών συγκοινωνιών της τοποθεσίας. Αυτή η άποψη ενισχύεται από τη διαπίστωση της όδευσης ενός ετέρου εγκάρσιου αρχαίου δρομολογίου, που κατερχόταν από τα βορειοανατολικά, περνώντας ακριβώς κάτω από το περιτειχισμένο πλάτωμα με κατεύθυνση προς τη Φλιασία. Στην πορεία του διασταυρωνόταν με το κύριο δρομολόγιο Σικυώνας–Στυμφάλου βόρεια του υψώματος Λαγοβούνι και κατόπιν με τον παράλληλο δρόμο που διερχόταν βόρεια από το φρούριο του Κοκκινόβραχου(8), οδηγώντας από την Τιτάνη στη Στύμφαλο. Επιπλέον, από την υπερυψωμένη θέση του η παρατήρηση είναι πανοραματική, επιτρέποντας την οπτική επιτήρηση του τομέα της λίμνης Πελλήνης και του πεδινού μέρους στα βορειοανατολικά της (σημερινός κάμπος Κλημεντοκαισαρίου). Σύμφωνα λοιπόν με τις αποχρώσες ενδείξεις, το οχυρό του Αγίου Βλασίου, ίσως να συνιστούσε το συνοριακό διοικητικό κέντρο της Σικυώνας στη συγκεκριμένη περιοχή και να ήταν έδρα μίας στρατιωτικής μονάδας προφυλακής μάχης.
Εικόνα 7: Κατάλοιπα της αρχαίας οχύρωσης στη νότια πλευρά του πλατώματος της εκκλησίας του Αγίου Βλασίου Καισαρίου. Με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται η πορεία του αμυντικού τείχους.
Η τρίτη αρχαία αμυντική θέση στο εδαφικό διαμέρισμα του Καισαρίου φέρεται να υπήρχε επί του ομαλού κωνοειδούς υψώματος Γουλάς, το οποίο υψώνεται περί τα 60 μέτρα πάνω από την επαρχιακή οδό Κιάτου–Σουλίου–Στυμφαλίας και στα δυτικά από το εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου(9). Δυστυχώς η οχύρωση έχει καταστραφεί ολοσχερώς, με αποτέλεσμα να θεωρείται από διάφορους ιστοριοδίφες ως αμφισβητούμενη. Ωστόσο, κατά την επιφανειακή έρευνα που διεξήγαγε ο Γιάννης Λώλος, παρατήρησε στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου μία μονή σειρά τραπεζοειδών δόμων, μέσων διαστάσεων 0,50 Χ 0,50 μέτρων. Επιπλέον εντόπισε και λίγους διάσπαρτους κροκαλοπαγείς δόμους, ένας εκ των οποίων είχε διαστάσεις 0,44 Χ 0,36 Χ 0,23 μέτρα. Κατά τη γνώμη του καθηγητή αρχαιολογίας, αυτές οι κατασκευαστικές ενδείξεις παραπέμπουν βάσιμα στην παρουσία ενός τείχους ακανόνιστης λιθοδομής, που πιθανότατα συνεχιζόταν περικλείοντας την κορυφή. Άρα λοιπόν, θα πρέπει να εκλαμβάνεται μάλλον ως δεδομένη η παρουσία μίας αρχαιοελληνικής φρουριακής υποδομής στην τοποθεσία, χωρίς όμως να είναι δυνατός ο προσδιορισμός του πραγματικού σχήματός της, καθώς και της έκτασης που καταλάμβανε.
Στον δε περιβάλλοντα χώρο ανακαλυφθήκαν κυρτοί κέραμοι οροφής Λακωνικού τύπου με καφέ στίλβωση και ένας κυρτός Κορινθιακός κέραμος, που μπορούν να χρονολογηθούν μόνο ευρύτερα μεταξύ της Αρχαϊκής και της Ελληνιστικής εποχής, ενώ η ύπαρξη τους υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιου στεγασμένου κτίσματος. Τα δε ευρεθέντα κεραμικά όστρακα φαίνεται να είναι Κορινθιακής τεχνοτροπίας και ανάγονται στους Κλασσικούς χρόνους.
Η αρχαία αμυντική εγκατάσταση στο ύψωμα Γουλάς θα πρέπει να είχε άμεση στρατιωτική υπαγωγή στο γειτονικό οχυρό του Αγίου Βλασίου, το απεικαζόμενο μεθοριακό διευθυντήριο της περιοχής, από το οποίο απέχει 1.660 μέτρα, με την παραδοχή ότι εντάσσονται στην ίδια χρονική περίοδο, ενώ είχε οπτική επαφή και με τον πύργο–φρυκτωρία Τσακούθι. Ενδεχομένως να αποτελούσε το πιο προκεχωρημένο φυλάκιο προκαλύψεως της συνοριακής γραμμής της Σικυώνας με τη Στύμφαλο, τελώντας υπό τη διοικητική ευθύνη της μονάδας προφυλακής που έδρευε στον Άγιο Βλάσιο. Η δε περιφρούρηση της θέσης ήταν επιβεβλημένη για τον έλεγχο των οδικών συγκοινωνιών, καθώς με την επάνδρωσή της διασφαλιζόταν απόλυτα το στενό πέρασμα, που δημιουργείται ανάμεσα στον λόφο και στη βόρεια απόληξη του Λαγοβουνίου (Ράχη Νέζι). Επιπλέον από την κορυφή του Γουλά εποπτευόταν πλήρως και το προαναφερθέν εγκάρσιο δρομολόγιο από τη Σικυωνία προς τη Φλιασία, το οποίο έβαινε παράλληλα με τη νοτιοδυτική όχθη της λίμνης Πελλήνης και έπειτα διερχόταν σε κοντινή απόσταση δυτικά από το φρούριο του Κοκκινόβραχου.
Εικόνα 8: Τραπεζοειδής λιθοδομή από αρχαία οχύρωση, που εντοπίστηκε από την επιτόπια επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα στη βορειοανατολική πλευρά του υψώματος Γουλάς Καισαρίου. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 241, εικόνα 4.79).
Σήμερα στην κορυφή του λόφου διακρίνονται παχιές διαστρωματώσεις από ακανόνιστους λίθους μετρίου μεγέθους, που δίνουν την εντύπωση ότι κάποτε συνιστούσαν μία δομημένη τοιχοποιία. Δυστυχώς περί το έτος 2000 χρησιμοποιήθηκε ένας εκσκαφέας για να εκτελέσει χωματουργικές εργασίες στο συγκεκριμένο μέρος, με συνέπεια να διασκορπιστεί η τυχόν διατηρούμενη λιθοδομή και να μην είναι δυνατόν πλέον να ταυτοποιηθεί με οποιαδήποτε αμυντική υποδομή. Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή Ιωάννη Πέππα, το ύψωμα του Γουλά οχυρώθηκε εκ νέου από τους Φράγκους μετά το 1320, ενδεχομένως την περίοδο της κυριαρχίας των Φλωρεντίνων Ατζαγιόλι (Acciaiuoli) στην Κόρινθο (1358–1395), με σκοπό την προστασία της κοιλάδας του Κλημεντοκαισαρίου ενάντια στις εισβολές των Βυζαντινών από την κατεύθυνση της Αρκαδίας. Κατά τη μαρτυρία του, στην υπόψη θέση ήταν ορατά τα δομικά κατάλοιπά ενός ευμεγέθη κυκλικού πύργου, διαμέτρου περί τα 18 μέτρα, τουλάχιστον έως τη δεκαετία του 1990. Είχε κατασκευαστεί από μικρούς λίθους χαλικομιγούς πετρώματος και η θύρα του ανοιγόταν στη νοτιοδυτική πλευρά του. Επίσης, αναφέρει ότι περιβαλλόταν από τείχος με περίμετρο περίπου 200 μέτρων, κτισμένο από μικρούς ογκόλιθους, ποικίλων διαστάσεων, με την τεχνική της αργολιθοδομής, έχοντας την είσοδο μάλλον στα βορειοανατολικά, ενώ παραθέτει ότι σχηματιζόταν και δεύτερος εξωτερικός περίβολος, που το ίχνος του διασωζόταν μερικώς. Από την περιγραφή του Πέππα συμπεραίνεται ότι ουσιαστικά επρόκειτο για ένα αρκετά εκτενές οχυρό, που όπως επισημαίνει ο ίδιος είχε οπτική σύνδεση με τις μεσαιωνικές φρουριακές εγκαταστάσεις στις περιοχές του Ψαρίου και του Ασπρόκαμπου, καθώς και με το άνω κάστρο του Γαβριά. Πάντως δεν παραλείπει να μνημονεύσει πως παρατήρησε σε δύο σημεία του λόφου τα ενδεικτικά τμήματα ενός αρχαίου τείχους, τα οποία καταγράφει στο σχετικό τοπογραφικό σκαρίφημά του, δηλώνοντας ότι εμφαίνουν σαφώς ένα αρχαίο στρατιωτικό έργο ή ναό, πιθανώς των Ελληνιστικών χρόνων, που οι δόμοι του τεμαχίστηκαν σε μικρότερα κομμάτια για να αποτελέσουν οικοδομικό υλικό για την ανέγερση του πύργου και των περιβόλων κατά την ύστερη Βυζαντινή περίοδο (13ος–15ος αιώνας).
Σήμερα στην κορυφή του λόφου διακρίνονται παχιές διαστρωματώσεις από ακανόνιστους λίθους μετρίου μεγέθους, που δίνουν την εντύπωση ότι κάποτε συνιστούσαν μία δομημένη τοιχοποιία. Δυστυχώς περί το έτος 2000 χρησιμοποιήθηκε ένας εκσκαφέας για να εκτελέσει χωματουργικές εργασίες στο συγκεκριμένο μέρος, με συνέπεια να διασκορπιστεί η τυχόν διατηρούμενη λιθοδομή και να μην είναι δυνατόν πλέον να ταυτοποιηθεί με οποιαδήποτε αμυντική υποδομή. Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή Ιωάννη Πέππα, το ύψωμα του Γουλά οχυρώθηκε εκ νέου από τους Φράγκους μετά το 1320, ενδεχομένως την περίοδο της κυριαρχίας των Φλωρεντίνων Ατζαγιόλι (Acciaiuoli) στην Κόρινθο (1358–1395), με σκοπό την προστασία της κοιλάδας του Κλημεντοκαισαρίου ενάντια στις εισβολές των Βυζαντινών από την κατεύθυνση της Αρκαδίας. Κατά τη μαρτυρία του, στην υπόψη θέση ήταν ορατά τα δομικά κατάλοιπά ενός ευμεγέθη κυκλικού πύργου, διαμέτρου περί τα 18 μέτρα, τουλάχιστον έως τη δεκαετία του 1990. Είχε κατασκευαστεί από μικρούς λίθους χαλικομιγούς πετρώματος και η θύρα του ανοιγόταν στη νοτιοδυτική πλευρά του. Επίσης, αναφέρει ότι περιβαλλόταν από τείχος με περίμετρο περίπου 200 μέτρων, κτισμένο από μικρούς ογκόλιθους, ποικίλων διαστάσεων, με την τεχνική της αργολιθοδομής, έχοντας την είσοδο μάλλον στα βορειοανατολικά, ενώ παραθέτει ότι σχηματιζόταν και δεύτερος εξωτερικός περίβολος, που το ίχνος του διασωζόταν μερικώς. Από την περιγραφή του Πέππα συμπεραίνεται ότι ουσιαστικά επρόκειτο για ένα αρκετά εκτενές οχυρό, που όπως επισημαίνει ο ίδιος είχε οπτική σύνδεση με τις μεσαιωνικές φρουριακές εγκαταστάσεις στις περιοχές του Ψαρίου και του Ασπρόκαμπου, καθώς και με το άνω κάστρο του Γαβριά. Πάντως δεν παραλείπει να μνημονεύσει πως παρατήρησε σε δύο σημεία του λόφου τα ενδεικτικά τμήματα ενός αρχαίου τείχους, τα οποία καταγράφει στο σχετικό τοπογραφικό σκαρίφημά του, δηλώνοντας ότι εμφαίνουν σαφώς ένα αρχαίο στρατιωτικό έργο ή ναό, πιθανώς των Ελληνιστικών χρόνων, που οι δόμοι του τεμαχίστηκαν σε μικρότερα κομμάτια για να αποτελέσουν οικοδομικό υλικό για την ανέγερση του πύργου και των περιβόλων κατά την ύστερη Βυζαντινή περίοδο (13ος–15ος αιώνας).
Εικόνα 9: Τοπογραφικό σκαρίφημα της κυκλικής μεσαιωνικής οχύρωσης στο ύψωμα Γουλάς Καισαρίου, σχεδιασμένο από το ιστορικό ερευνητή Ιωάννη Πέππα (Πηγή σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, σχέδιο 45).
Στον αντίποδα, κατά την εκτίμηση του Γιάννη Λώλου, ένας κυκλοτερής πύργος με τόσο εκτενή διάμετρο, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να στεγαστεί από κεραμοσκεπή με ξύλινο σκελετό την περίοδο της αποδιδόμενης χρονικής ανέγερσής του, με δεδομένο ότι η περιφέρειά του υπολογίζεται σε 56,55 μέτρα και το εμβαδόν της καλυπτόμενης εσωτερικής επιφάνειάς του σε 254,47 τετραγωνικά μέτρα, ενώ θεωρητικά θα έφθανε σε αρκετά μεγάλο ύψος(10). Έτσι θα πρέπει να είχε μικρότερες διαστάσεις ή τα υφιστάμενα δομικά κατάλοιπα να αντιστοιχούν σε έναν απλό οχυρωματικό περίβολο. Παραδόξως στο κωνοειδές ύψωμα δεν εντοπίστηκε κανένα απολύτως θραύσμα μεσαιωνικής κεραμικής κατά την επιφανειακή αρχαιολογική επισκόπησή του, μία παρατηρούμενη έλλειψη που εγείρει ερωτήματα ως προς την ιδιοσυγκρασία της επίμαχης κατασκευής. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Λώλος εκφράζει μία ενδιαφέρουσα εναλλακτική εκδοχή, υποθέτοντας ότι οι χαλικοειδείς διαστρωματώσεις στην κορυφή ίσως να ανήκουν σε έναν αρχαίο τεχνητό πέτρινο τύμβο, ο οποίος να καταδείκνυε το νοτιοδυτικό όριο της πόλης–κράτους της Σικυώνας με την επικράτεια της Αρκαδικής Στυμφάλου. Το δε απεικαζόμενο τοπόσημο περιβαλλόταν μάλλον από ένα περιτείχισμα, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για αμυντικούς σκοπούς ως προωθημένο συνοριακό φυλάκιο. Βέβαια, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ονομασία «Γουλάς» προέρχεται από την Τουρκική λέξη «Kule», η οποία σημαίνει «πύργος», υποδηλώνοντας εμμέσως την παρουσία επί του λόφου μίας ανάλογης στρατιωτικής υποδομής της μεσαιωνικής εποχής, που διατηρήθηκε και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, έστω και σε ερειπιώδη κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση το θέμα χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, προκειμένου πραγματοποιηθεί η μορφολογική και χρονολογική πιστοποίηση των διακρινόμενων διαταραγμένων λιθοσωρών.
Εικόνα 10: Τμήμα λίθινης διαστρωμάτωσης, χαλικομιγούς πετρώματος, στην κορυφή του υψώματος Γουλάς Καισαρίου, που φέρεται να ανήκει στην τοιχοποιία του κυκλικού μεσαιωνικού πύργου.
Τα τρία αρχαία οχυρωματικά έργα στην περιοχή του Καισαρίου είναι σημαντικά για τη μελέτη της οργανώσεως μάχης της πόλης–κράτους της Σικυώνας. Αν θεωρήσουμε ότι συνυπήρξαν το ίδιο διάστημα κατά τους ύστερους Κλασσικούς/πρώιμούς Ελληνιστικούς χρόνους, τότε φανερώνουν έναν ολοκληρωμένο επιχειρησιακό σχεδιασμό μεθοριακής επιτήρησης και ελέγχου συγκοινωνιών, παρόμοιο με τις σύγχρονες στρατιωτικές μεθόδους φύλαξης των συνόρων. Η φρουριακή εγκατάσταση στο πλάτωμα του Αγίου Βλασίου αποτελούσε το κέντρο διοίκησης και την έδρα της μονάδας προφυλακής, από την οποία επανδρώνονταν οι άλλες δύο υποδομές. Η κυκλοτερής οχύρωση στον Γουλά ήταν ένα φυλάκιο προκαλύψεως σε εγγύτητα με την όριο γραμμή και διασφάλιζε την είσοδο στον σημερινό κάμπο του Κλημεντοκαισαρίου, και κατ’ επέκταση στο εσωτερικό της Σικυώνιας χώρας, από τις κατευθύνσεις της Στυμφάλου και της Φλιασίας. Ο δε κυκλικός πύργος Τσακούθι επόπτευε άμεσα το κύριο δρομολόγιο, προσδίδοντας βάθος στην αμυντική τοποθεσία και ταυτόχρονα λειτουργούσε ως φρυκτωρία, ενταγμένη στο επιχώριο σύστημα εγκαίρου προειδοποιήσεως και συναγερμού.
Εικόνα 11: Λιθοσωρός στην κορυφή του υψώματος Γουλάς, ο οποίος θεωρείται ότι προέρχεται από το οικοδομικό υλικό του μεσαιωνικού πύργου.
Εκτός από την στρατηγική σπουδαιότητά τους, τα τρία μνημεία συνιστούν αναμφίβολα πολύτιμη ιστορική παρακαταθήκη της Σικυώνιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Είναι αναγκαία η ανάδειξη τους τόσο σε φιλολογικό επίπεδο, με την αναγραφή τους σε περιηγητικούς οδηγούς, έντυπους και διαδικτυακούς, όσο και πρακτικά με την τοποθέτηση συναφών πληροφοριακών πινακίδων σε ευδιάκριτα σημεία. Ιδιαίτερα θα πρέπει να αξιοποιηθεί ο πύργος Τσακούθι, που είναι ο πιο προσβάσιμος και κατανοητός αρχαιολογικός χώρος, με βασική επιδίωξη να καταστεί ένα ελκυστικό αξιοθέατο του Δήμου Σικυωνιών.
Κείμενο – Φωτογραφίες
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
13 Οκτωβρίου 2022
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Η Τοπική Κοινότητα Καισαρίου της Δημοτικής Ενότητας Στυμφαλίας ανήκει στον Δήμο Σικυωνιών, σύμφωνα με το διοικητικό πρόγραμμα «Καλλικράτης». Το χωριό βρίσκεται στις ανατολικές ορεινές προεκτάσεις του όρους Ζήρεια (Κυλλήνη), γειτνιάζοντας άμεσα με το Κλημέντι και απέχει 22 χιλιόμετρα από την παραλιακή πόλη του Κιάτου.
2. Η λίμνη Πελλήνη ή Καισαρίου ή Κλημεντοκαισαρίου αποστραγγίστηκε στα 1884–1885 από τον γεωπόνο–μηχανικό Κωνσταντίνο Ι. Παππαρηγόπουλο. Τα ύδατα της διοχετεύτηκαν προς τη μεγαλύτερη λίμνη Στυμφαλία, μέσω τεχνητής σήραγγας μήκους 276 μέτρων, που διανοίχτηκε στους βόρειους πρόποδες του υψώματος Λαγοβούνι (ή Φρυγάνι) και την εκμετάλλευση του εκείθεν ρέματος του Σοφένετου.
3. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης του πύργου Τσακούθι είναι 374087/4200518 και το υψόμετρό της ανέρχεται στα 785 μέτρα.
4. Ο Γιάννης Λώλος διεξήγαγε συστηματική αρχαιολογική έρευνα επιφανείας στην επικράτεια της αρχαίας Σικυώνας, κατά τα χρονικά διαστήματα 1996–1998 και 2000–2002. Όπως επισημαίνει ο ίδιος, ο αρχαίος πύργος Τσακούθι δεν αναφέρεται στη σύγχρονη βιβλιογραφία, εκτός από μία απλή μνεία στο χειρόγραφο σημειωματάριο του Γερμανού αρχαιολόγου Alexander Conze (1831–1914) με ημερομηνία 10 Δεκεμβρίου 1857.
5. Στην περιοχή βόρεια και ανατολικά του υπόψη πύργου αναπτυσσόταν μία ευμεγέθης αρχαία κώμη της Σικυωνίας, από την οποία έχουν επισημανθεί αρκετά οικιστικά κατάλοιπα επί της ράχης της Θέκριζας, στην οποία διακρίνεται πλήθος διάσπαρτης κεραμικής, κυρίως εντός των αμπελώνων. Περισσότερα παρατίθενται στο άρθρο του γράφοντος www.parakato.gr/Μία αμυντική οικιστική και οικιστική θέση της αρχαίας Σικυώνας/17 Δεκεμβρίου 2021.
6. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης της οχύρωσης στην εκκλησία του Αγίου Βλασίου είναι 373367/4201247 και το υψόμετρό της ανέρχεται περί τα 725 μέτρα.
7. Η Σικυώνια χώρα προς τα βορειοδυτικά συνόρευε με την Πελλήνη της Αχαΐας, προς τα νότια με τον Φλιούντα και προς τα ανατολικά με την Κόρινθο.
8. Το ύψωμα του Κοκκινόβραχου εντοπίζεται ανάμεσα στους οικισμούς Ασπρόκαμπος και Μποζικά. Η δε κορυφή του περιβάλλεται από αρχαία οχύρωση, η οποία χρονολογείται πιθανώς στους ύστερους Κλασσικούς χρόνους (4ος αιώνας π.Χ.).
9. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης της τοποθεσίας του Γουλά είναι 372442/4199919 και το υψόμετρό της ανέρχεται στα περί τα 720 μέτρα, ενώ βρίσκεται σε απόσταση 1.780 μέτρων στην ευθεία από το κέντρο του Καισαρίου στα νοτιοδυτικά.
10. Συγκριτικά παρατίθεται ότι με αυτές τις διαστάσεις ο μεσαιωνικός πύργος του Γουλά θα προσέγγιζε περίπου τα 2/3 του μεγέθους του γιγάντιου κυλινδρικού Λευκού Πύργου της Θεσσαλονίκης, ο οποίος έχει διάμετρο 22,70 μέτρων, περιφέρεια 71,30 μέτρα, εμβαδόν επιφανείας ορόφων 404,70 μέτρα και ύψος 33,90 μέτρα.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Μεσαιωνικές σελίδες της Κορινθίας και Μορέως», Ιωάννης Ε. Πέππας, σελίδες 183 – 184, εκδόσεις Ηλεκτρονικές Τέχνες, Αθήναι, 1993.
2. «Land of Sicyon: Archaeology and history of a Greek city-state», Lolos Yannis, Hesperia Suppl. 39, pages 240–244, 265–266, 537 (appendix I, DS–6), 538–539 (appendix I, DS–9) & 542 (appendix I, DS–16), American School of Classical Studies at Athens, 2011, Athens.
3. «Το Καίσαρι του Δήμου Σικυωνιών. Γεωγραφία, Ιστορία και Λαογραφία Παλαιά και Νέα», Γεώργιος Ν. Κασκαρέλης, σελίδες 8–9, 569 & 580, εκδόσεις Ίσθμιον, Κιάτο, 2013.
4. «Το Κλημέντι Κορινθίας (Ιστορία – Λαογραφία)», Κωνσταντίνος Γ. Κελλάρης, σελίδες 62, 100–101, 105, 718 & 721, εκδόσεις Lithos, Κιάτο, 2016.
5. «Οι ψυχές των τόπων. Οδοιπορικό σε μίαν άλλη Κορινθία», Κώστας Παππής, σελίδες 15–28 & 33– 35, εκδόσεις Βασδέκη, Αθήνα, 2019.
6. https://www.kastra.eu/Γουλάς Καισαρίου.
7. http://ecastles.culture.gr/Γουλάς Καισαρίου.
Επιπρόσθετο Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 12: Δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας του υψώματος Τσακούθι. Με κόκκινο βέλος επισημαίνονται τα κατάλοιπα του αρχαίου κυκλικού πύργου.
Εικόνα 13: Άποψη του υψώματος Τσακούθι από τα βόρεια. Διακρίνεται το λίθινο κρηπίδωμα του αρχαίου κυκλικού πύργου στην κορυφή του.
Εικόνα 14: Άποψη των καταλοίπων του αρχαίου κυκλικού πύργου Τσακούθι, διαμέτρου 8,30 μέτρων, που ανάγεται στους ύστερους Κλασσικούς/πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους.
Εικόνα 15: Δορυφορική φωτογραφία του χωριού Καίσαρι. Με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται κατά προσέγγιση το αναγνωρισμένο οχυρωματικό τείχος, που περιέβαλλε το πλάτωμα του παλαιού νεκροταφείου με την εκκλησία του Αγίου Βλασίου.
Εικόνα 16: Κατεργασμένος ογκώδης δόμος από τη νοτιοανατολική πλευρά της οχύρωσης στην τοποθεσία του παλαιού κοιμητηρίου του Καισαρίου. Διακρίνεται η εκκλησία του Αγίου Βλασίου.
Εικόνα 17: Τμήμα του δυτικού περιβόλου του παλαιού κοιμητηρίου του Αγίου Βλασίου. Πάνω από τα κατάλοιπα της αρχαίας οχύρωσης (κόκκινο βέλος) έχει κατασκευαστεί ο νεότερος τοίχος από ξερολιθιά. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 244, εικόνα 4.86).
Εικόνα 18: Δορυφορική φωτογραφία της τοποθεσίας του υψώματος Γουλάς. Με κόκκινο διακεκομμένο κύκλο επισημαίνεται η κορυφή του υψώματος, όπου φέρεται να υπήρχε μία κυκλοτερής μεσαιωνική οχύρωση, ενώ στο ίδιο μέρος μάλλον προϋπήρχε ένα αρχαίο περιτειχισμένο φυλάκιο.
Εικόνα 19: Κατάλοιπα τοιχοποιίας στο ύψωμα Γουλάς Καισαρίου, που φέρεται να ανήκει στη μεσαιωνική κυκλοτερή οχύρωση της κορυφής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.