Ένα στρατηγικό συνοριακό οχυρό της αρχαίας Σικυώνιας χώρας του 4ου αιώνα π.Χ., που εντοπίζεται στην περιφέρεια του σημερινού οικισμού Μποζικάς Κορινθίας
Εικόνα 1: Διατηρούμενο τμήμα των βόρειων τειχών του αρχαιοελληνικού φρουρίου, τα κατάλοιπα του οποίου εντοπίζονται στη μεσαία ακρώρεια του υψώματος Κοκκινόβραχος στα δυτικά του οικισμού Μποζικάς Σικυωνιών.
Κατά την Κλασική εποχή (5ος–4ος αιώνες π.Χ.), η αρχαία πόλη της ευημερούσας Σικυώνας εξέλιξε και παγιοποίησε σταδιακά την αμυντική οργάνωση της επικράτειάς της, με την ανέγερση στιβαρών οχυρών και πύργων φυλακίων–φρυκτωριών σε εδάφη τακτικής σημασίας των ορεινών περιοχών. Με την παρουσία αυτών των στρατιωτικών υποδομών διασφαλιζόταν πρωτίστως ο έλεγχος των συνόρων με όμορες πολιτείες, όπως ήταν η αρκαδική Στύμφαλος, ο Φλιούντας και η αχαϊκή Πελλήνη. Επίσης, από τις συνήθως περίοπτες θέσεις τους επιτηρούνταν πλήρως τα εισδύοντα δρομολόγια στην ενδοχώρα και οι κόμβοι συγκοινωνιών, ενώ μέσω της μεταξύ τους οπτικής διασύνδεσης αναπτυσσόταν ένα δίκτυο επικοινωνιών με τη μετάδοση φωτεινών σημάτων δια πυράς τη νύκτα και προκαθορισμένων συνθημάτων με κάτοπτρα ή καπνό την ημέρα, με τελικό αποδέκτη το πρωτεύον άστυ. Ίσως το σημαντικότερο από τα μεθοριακά έργα της Σικυώνιας χώρας ήταν το αρκετά εκτενές φρούριο του Κοκκινόβραχου, που τα δυσδιάκριτα κατάλοιπά του εντοπίζονται στο ομώνυμο επίμηκες ύψωμα, το οποίο σχηματίζεται ανάμεσα στα όρη Βέσιζα και Γαβριάς, στα δυτικά του σημερινού οικισμού Μποζικάς Κορινθίας(1) και εντός της κτηματολογικής περιφέρειάς του. Ουσιαστικά πρόκειται για μία βραχώδη λοφοσειρά, που διαθέτει τρεις κορυφές, με τη μεσαία να είναι η ψηλότερη αγγίζοντας τα 1.009 μέτρα, ενώ οι άλλες δύο (ανατολική–δυτική) έχουν υψόμετρο 998 μέτρα εκάστη.
Η πρόσβαση στην τοποθεσία πραγματοποιείται από δύο διαδρομές. Ο επίδοξος επισκέπτης μπορεί να ακολουθήσει την επαρχιακή οδό Κιάτου–Σουλίου–Κρυονερίου–Νεμέας με προορισμό τον Μποζικά. Στην πρώτη διασταύρωση αμέσως μετά την έξοδο από τον οικισμό, θα πρέπει να πάρει τον δεξιό ασφαλτόστρωτο δρόμο, που οδηγεί στο κοιμητήριο, στρίβοντας δεξιά έπειτα από 130 μέτρα σε ένα βατό χωματόδρομο, ο οποίος κατευθύνεται δυτικά. Ύστερα από πορεία 2.100 μέτρων θα συναντήσει μία διακλάδωση, αντικρίζοντας μπροστά του την ανατολική πλαγιά του υψώματος του Κοκκινόβραχου. Κατόπιν δύναται να συνεχίσει και επί των δύο εκατέρωθεν χωματόδρομων διανύοντας μία απόσταση 800 και 1.200 μέτρων, φθάνοντας περί το ύψος του μέσου των παρυφών της βόρειας και νότιας πλευράς της λοφοσειράς αντίστοιχα, όπου και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν αμπελώνες. Από αυτά τα σημεία απαιτείται πεζοπορία περίπου 20 λεπτών, μέτριας δυσκολίας, προς τη μεσαία ακρώρεια, επί της οποίας βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου φρουρίου(2), πλην όμως δεν υφίσταται κάποιο σημασμένο μονοπάτι, με συνέπεια να χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά την ανάβαση.
Η δεύτερη διαδρομή προσέγγισης είναι η πλέον προσφορότερη και διενεργείται μέσω της επαρχιακής οδού Κιάτου–Σουλίου–κάμπου Κλημεντοκαισαρίου–Νεμέας με προορισμό τον Ασπρόκαμπο. Αφού διανύσει 1.200 μέτρα μετά το χωριό προς τον επόμενο οικισμό Καστράκι (πρώην Μάζι), ο ενδιαφερόμενος αρχαιόφιλος θα συναντήσει μία διασταύρωση και θα στρίψει αριστερά σε ένα χωματόδρομο. Από το υπόψη σημείο φαίνεται καθαρά στον ορίζοντα το τρίκορφο ύψωμα του Κοκκινόβραχου, με τις χαρακτηριστικές κατακρημνίσεις ογκωδών βράχων περί το μέσο της νότιας πλαγιάς. Στη δεύτερη διακλάδωση μετά από 700 μέτρα θα πρέπει να ακολουθήσει το δεξί χωμάτινο δρομολόγιο, το οποίο κατευθύνεται προς τα βορειοανατολικά μέσα από καλλιεργημένες εκτάσεις. Έπειτα από απόσταση 800 μέτρων θα φτάσει στους προαναφερθέντες αμπελώνες στις νότιες παρυφές της λοφοσειράς, συνεχίζοντας πλέον οδοιπορικώς προς την επιζητούμενη κορυφή για να ανιχνεύσει τα αρχαία οχυρωματικά κατάλοιπα(3).
Για το ιστορικό του αρχαίου Σικυώνιου φρουρίου δεν υπάρχει καμία πληροφορία στις πηγές. Μία πρωταρχική παρουσίαση της αρχιτεκτονικής διαρρύθμισής του επιχειρήθηκε από τον ιστορικό ερευνητή Ιωάννη Πέππα, στο σύγγραμμά του για τα μεσαιωνικά κάστρα και αμυντικά μνημεία της Κορινθίας. Ωστόσο είναι ελλιπής και περισσότερο εμπειρική, δημιουργώντας μία εσφαλμένη εντύπωση(4). Η πραγματική διαμόρφωση των σωζόμενων οχυρώσεων αποκαλύφθηκε από τον καθηγητή αρχαιολογίας Ιωάννη Λώλο, ο οποίος προέβη σε επιστάμενη χαρτογράφηση της θέσης με επιστημονικές μετρήσεις, στα πλαίσια της συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας επιφανείας στην επικράτεια της αρχαίας Σικυώνας, που διεξήγαγε τα χρονικά διαστήματα 1996–1998 και 2000–2002.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Λώλο, η μεσαία κορυφή του υψώματος του Κοκκινόβραχου επιστέφεται στις τρείς πλευρές της (δυτική, βόρεια, ανατολική) από έναν οχυρωματικό περίβολο, καθώς η νότια πλευρά φαίνεται ότι ήταν ατείχιστη λόγω της φυσικής προστασίας που παρέχεται από τις απόκρημνες καταπτώσεις. Έχει σχεδόν παραλληλόγραμμη κάτοψη και διασώζεται σε κακή κατάσταση, κυρίως σε μία σειρά δόμων, εκτός από ορισμένα τμήματα που διατηρούνται δύο σειρές δόμων, φθάνοντας σε ένα μέγιστο ύψος 1–1,20 μέτρα. Όμως τα υφιστάμενα κατάλοιπά του καλύπτονται στο μεγαλύτερο μέρος τους από θαμνώδη βλάστηση και βελανιδιές, αλλά και επιχωματώσεις, με αποτέλεσμα να καθίσταται εξαιρετικά δύσκολος ο εντοπισμός τους. Κατά διαστήματα ενισχυόταν από έξι προεξέχοντες πύργους, διαφορετικών διαστάσεων και ορθογώνιου σχήματος, ενώ στο κέντρο της ακρώρειας ορθωνόταν ένας ευμεγέθης τετράγωνος πύργος.
Η συνολική δομημένη περίμετρος του φρουρίου ανέρχεται περί τα 285 μέτρα(5), συμπεριλαμβανομένων και των διαστάσεων των πύργων, περικλείοντας μία έκταση με εμβαδόν 5.580 τετραγωνικά μέτρα. Τα τείχη διαθέτουν πάχος 2,20–2,30 μέτρα και είναι κατασκευασμένα με διπλή τοιχοποιία από ακανόνιστους τραπεζοειδείς δόμους, κροκαλοπαγούς πετρώματος και ποικίλων μεγεθών, οι οποίοι έχουν υποστεί μερική κατεργασία για να εφαρμόζουν μεταξύ τους, χωρίς τη χρήση συνδετικού κονιάματος(6). Το διάκενο ανάμεσα στα παράλληλα κτιστά τοιχώματα έχει ένα εύρος περίπου 1,30 μέτρων και πληρώνεται από αργούς λίθους και χώμα. Το δε οικοδομικό υλικό πρέπει να προσπορίστηκε επιτόπου από τη θέση του Κοκκινόβραχου, με δεδομένο ότι η δυτική κορυφή του λόφου εμφανίζει ενδείξεις εργασιών λατόμευσης.
Η δυτική πλευρά του οχυρού συνίσταται από δύο ορατά τμήματα αμυντικού τείχους, που επικαλύπτονταν στα άκρα τους, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα διάδρομο πλάτους περί τα 4,75–5 μέτρα. Το ένα εξ’ αυτών έχει μήκος 39 μέτρων και περιζώνει τη νοτιοδυτική υπώρεια, ενσωματώνοντας ένα ευμεγέθη βράχο, ενώ ενισχύεται από ένα μικρό ορθογώνιο πύργο, διαστάσεων 2,60 Χ 3 Χ 2,40 μέτρα. Το δεύτερο τμήμα βρίσκεται 4 μέτρα χαμηλότερα από το βόρειο τέλος του προηγούμενου, εκτεινόμενο κατά 24 μέτρα, περιλαμβάνοντας έναν μεγαλύτερο ορθογώνιο πύργο στη νότια απόληξη του, διαστάσεων 4,50 Χ 6 Χ 4 μέτρα.
Κατά την εκτίμηση του Γιάννη Λώλου, η διαμορφούμενη δίοδος ανάμεσα στους επάλληλους βραχίονες των δυτικών τειχών αντιστοιχεί στη δρομική είσοδο της φρουριακής υποδομής(7). Εδώ θα σχηματιζόταν και η κύρια πύλη, προστατευόμενη από τους δύο πύργους, μέσω των οποίων οι υπερασπιστές μπορούσαν να βάλλουν στα πλευρά και στα νώτα των εγκλωβισμένων εισβολέων. Ανάλογη αρχιτεκτονική διαρρύθμιση εισόδου διαθέτουν οι πύλες των πολεοδομικών οχυρώσεων της Στυμφάλου και της Μαντινείας, που ανάγονται περί το 371/370–350 π.Χ.
Εικόνα 8: Τμήμα των βόρειων τειχών, που διατηρείται σε δύο σειρές δόμων, φθάνοντας σε ένα ύψος 1,20 μέτρων.
Στη βορειοδυτική γωνία της περιμέτρου, διακρίνονται οι θεμελιώσεις ενός τρίτου πύργου με ευρεία πρόσοψη, διαστάσεων περίπου 3 Χ 7 Χ 3 μέτρων, ο οποίος ήταν προσαρμοσμένος λοξά σε σχέση με τα προσκείμενα μεταπύργια. Η δε βόρεια πλευρά του οχυρωματικού περιβόλου διατρέχει το κράσπεδο της κορυφής σε ένα μήκος 120 μέτρων, ακολουθώντας το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους επί της υψομετρικής γραμμής των 1.000 μέτρων. Στα σημεία που η όδευση των τειχών υποχωρεί ήταν κτισμένοι άλλοι δύο αμυντικοί πύργοι, διαστάσεων 2,70 Χ 4,10 Χ 5,80 μέτρα (δυτικός) και 4,10 Χ 6,20 Χ 7,30 μέτρα (ανατολικός) κατά προσέγγιση, των οποίων διατηρείται το κρηπίδωμά.
Η βορειοανατολική γωνία του Σικυώνιου φρουρίου υποκαθίσταται από μία ογκώδη βραχώδη προεξοχή και δίπλα από το νότιο άκρο της βρίσκονται τα κατάλοιπα του έκτου πύργου με ευρύ μέτωπο προς τα ανατολικά, διαστάσεων 2,70 Χ 7 Χ 2,50 μέτρα. Από αυτόν το ίχνος των προσκολλημένων ανατολικών τειχών βαίνει για περίπου 25 μέτρα, καταλήγοντας στην κρημνώδη νότια πλευρά του υψώματος, η οποία φαίνεται ότι παρέμεινε ανοχύρωτη, καθόσον είναι εντελώς απροσπέλαστη. Ωστόσο, ο Γιάννης Λώλος αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να ήταν μερικώς τειχισμένη και η αμυντική δομή της να κατέρρευσε κάποια χρονική στιγμή, είτε εξαιτίας της φυσικής αποσάθρωσης του βραχώδους υποστρώματος, είτε από κάποια σεισμική δόνηση, όπως υποδηλώνεται αμυδρά από τις υφιστάμενες κατολισθήσεις βράχων, που έχουν αποκολληθεί από τα νοτιά κράσπεδα του υψώματος του Κοκκινόβραχου(8).
Εικόνα 9: Άποψη των σωζόμενων καταλοίπων του αμυντικού πύργου της ανατολικής πλευράς του Σικυώνιου φρουρίου του Κοκκινόβραχου.
Στο υψηλότερο σημείο της κορυφής, περί τα 9 μέτρα πάνω από το διαφαινόμενο δομικό περίγραμμα του οχυρωματικού περιβόλου, εντοπίζονται τα κατάλοιπα ενός ευμεγέθους τετράγωνου πύργου, οριζόντιων διαστάσεων 8 Χ 8 μέτρων, εντός των οποίων βρίσκεται το τριγωνομετρικό κολωνάκι της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Από τη βάση του διατηρείται σχετικά ικανοποιητικά μόνο η δυτική πλευρά σε ύψος δύο δόμων, καθώς και μέρος της βόρειας και νότιας πλευράς. Όπως διαπιστώνεται ήταν επιμελώς κτισμένος με διπλή γραμμή τοιχοποιίας πάχους 1,20 μέτρων από κατεργασμένους ορθογώνιους δόμους, προσιδιάζοντας στο ισόδομο σύστημα. Πιθανότατα αποτελούσε το ακροπύργιο του φρουρίου του Κοκκινόβραχου και διέθετε τουλάχιστον δύο ορόφους. Στο εσωτερικό του διακρίνονται αδιάγνωστα οικοδομικά υπολείμματα, παραπέμποντας αόριστα σε μία επιπρόσθετη μεταγενέστερη κατασκευή από αργολιθοδομή, τα οποία ο Ιωάννης Πέππας αποδίδει στα θεμέλια μίας μεσαιωνικής κυκλικής φρυκτωρίας, διαμέτρου 5 μέτρων, που ανεγέρθηκε μέσα στα ερείπια του αρχαίου κτίσματος. Ωστόσο, ο Γιάννης Λώλος δεν προβαίνει σε κάποια σχετική εκτίμηση στη σχολαστική μελέτη του για την Σικυώνια χώρα, αλλά μάλλον αντιπαρέρχεται ως αμελητέα μια τέτοια εκδοχή.
Αξιοσημείωτη είναι η ύπαρξη ενός επιμήκους ορύγματος στη νοτιοανατολική γωνία της περιμέτρου, διαστάσεων 3 Χ 8 μέτρων περίπου και βάθους γύρω στα 5 μέτρα, το οποίο μοιάζει ως μία τεχνητή λαξευμένη τομή, αν και μπορεί να πρόκειται απλώς για μία ασυνήθιστη φυσική διαμόρφωση του βραχώδους εδάφους. Πάντως, ο Ιωάννης Πέππας ερμηνεύει αυτό το άνοιγμα ως ένα είδος ιδιότυπης σήραγγας, που είχε τον ρόλο μυστικής εξόδου από το οχυρό, ενώ ο Γιάννης Λώλος δεν το μνημονεύει καθόλου θεωρώντας ενδεχομένως ότι δεν έχει κανένα πρακτικό ενδιαφέρον.
Εικόνα 10: Τα διατηρούμενα κατάλοιπα της βάσης του κεντρικού πύργου (ακροπύργιο) επί της ακρώρειας του υψώματος του Κοκκινόβραχου. Δεξιά διακρίνεται το τριγωνομετρικό κολωνάκι της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού.
Κατά την επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα στην έκταση της κορυφής του υψώματος επισημάνθηκε διάσπαρτη κεραμική, μέτριας προς χαμηλής πυκνότητας, η οποία προερχόταν από μεγάλα χονδροειδή δοχεία, ενώ ανακαλύφθηκαν λίγα εκλεπτυσμένα μελάμβαφα όστρακα από αγγεία, πιθανώς της Κλασικής εποχής και τρεις φολίδες οψιδιανού. Εντός του πύργου στο δυτικό εξωτερικό τείχος ανασύρθηκαν κέραμοι Κορινθιακού και Λακωνικού τύπου, που υποδεικνύουν ότι οι πύργοι διέθεταν κεραμοσκεπή και μας προσανατολίζουν στην υπόθεση ότι διέθεταν δύο ορόφους, σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά πρότυπα πλείστων αρχαιοελληνικών οχυρώσεων. Επίσης, από κατοίκους του χωριού Μποζικά αναφέρθηκε η ανεύρεση πολλών σιδερένιων αιχμών από βέλη, γύρω από τον κεντρικό πύργο (ακροπύργιο), αλλά αγνοείται η τύχη τους. Μολονότι αυτά τα στοιχεία είναι ανεπαρκή για να τεκμηριώσουν τη χρονολόγηση της ανέγερσης της στρατιωτικής υποδομής του Κοκκινόβραχου, όπως και το διάστημα της επάνδρωσής της, εντούτοις ο Γιάννης Λώλος την εντάσσει στον 4ο αιώνα π.Χ., όταν ήταν ευρέως διαδεδομένη η πολιτική της κατασκευής φρουρίων στα περιφερειακά σύνορα μίας πόλης–κράτους. Στην πιστοποίηση της άποψής του συνηγορεί και η διαρρύθμιση της δρομικής εισόδου από τα δύο επικαλυπτόμενα δυτικά τείχη, η οποία δύναται να αναχθεί συγκριτικά στο πρώτο μισό του υπόψη αιώνα, καθώς είναι παρόμοια με τις πύλες των αμυντικών τειχών της Στυμφάλου και της Μαντινείας, που εκτιμάται ότι οικοδομήθηκαν μεταξύ του 371/370 και 350 π.Χ.
Εικόνα 11: Η ακρώρεια του υψώματος του Κοκκινόβραχου. Με κόκκινο βέλος επισημαίνονται οι διασωζόμενοι δόμοι της νότιας πλευράς του αρχαίου πύργου, ενώ με κίτρινο βέλος καταδεικνύεται η αδιάγνωστη συσσώρευση από αργούς λίθους, που ο ερευνητής Ιωάννης Πέππας αποδίδει στα θεμέλια μίας μεσαιωνικής κυκλικής φρυκτωρίας.
Αναμφίβολα η ισχυρή στρατιωτική υποδομή στο ύψωμα του Κοκκινόβραχου συνιστούσε ένα σημαντικό νευραλγικό οχυρό της αρχαίας Σικυωνίας, έχοντας πρωτεύουσα επιχειρησιακή αποστολή ως αμυντική προφυλακή μάχης. Από τη δεσπόζουσα θέση του επιτηρούνταν τα σύνορα με τις δύο γειτονικές επικράτειες, τη Φλιασία προς τα νοτιοανατολικά και τη Στυμφαλία προς τα νοτιοδυτικά, καθώς από τον κεντρικό πύργο (ακροπύργιο) παρεχόταν εξαιρετική παρατήρηση σε βάθος προς αυτές τις περιοχές(9). Συγκεκριμένα, η μεθόριος επί του εδάφους με την πολιτεία του Φλιούντα προσδιορίζεται τυπικά αμέσως νοτιότερα από τον τρίκορφο βραχώδη λόφο, βαίνοντας προ της γραμμής χωριό Ασπρόκαμπος–όρος Γαβριάς–χωριό Καστράκι(10). Το αντίστοιχο σύνορο με την αρκαδική Στύμφαλο τοποθετείται συμβατικά προς τα δυτικά–βορειοδυτικά, διατρέχοντας όπισθεν της γραμμής θέση Σταυροδρόμι–ύψωμα Λαγοβούνι–Ισιώματα Κεφαλαρίου–ύψωμα Βράχος, κλείνοντας το νοτιοδυτικό άκρο του σημερινού κάμπου του Κλημεντοκαισαρίου, όπου τότε σχηματιζόταν η λίμνη Πελλήνη(11). Η δε θέαση του μεμακρυσμένου ορίζοντα προς τα βορειοανατολικά από τη μεσαία ακρώρεια είναι μακρά, φθάνοντας έως τον Ακροκόρινθο και τον ανατολικό μυχό του Κορινθιακού κόλπου.
Επιπρόσθετα, μέσω του συνοριακού φρουρίου ασκούνταν εποπτεία στις τοπικές αρχαίες οδούς προς την ενδοχώρα της Σικυωνίας. Ειδικότερα, εξασφαλιζόταν απόλυτα η ορεινή διαδρομή που περνούσε από τις βόρειες παρυφές του υψώματος του Κοκκινόβραχος, η οποία ξεκινούσε από την πόλη της Σικυώνας και ακολουθούσε την πορεία στα βόρεια της όχθης του ποταμού Ελισσώνα–ύψωμα Προφήτη Ηλία Σουλίου–Ιερά Μονή Λέχοβας–νοτιοανατολικές υπώρειες του όρους Βέσιζα–θέση Αναβάρα Μποζικά–εξωκλήσι Αγίας Τριάδας στους βόρειους πρόποδες του Κοκκινόβραχου, καταλήγοντας στην πεδινή θέση Σταυροδρόμι(12). Στο τελευταίο μέρος δημιουργούταν ένας συγκοινωνιακός κόμβος, ο οποίος βρισκόταν σε απόσταση μόλις 1.200 μέτρων δυτικά από το Σικυώνιο οχυρό και συνεπώς ελεγχόταν άμεσα από τη στρατιωτική φρουρά του. Ενδεικτικά, περί το μέσο της τοποθεσίας του Σταυροδρομίου διασταυρώνονταν τέσσερα αρχαία δρομολόγια, με κυριότερο εκείνο που κατερχόταν από τα βορειοανατολικά, διερχόμενο από το οχυρό του Αγίου Βλασίου Καισαρίου και συναντούσε διαδοχικά πρώτα τη βασική οδική αρτηρία Σικυώνας–Στυμφάλου στα νοτιοδυτικά του φυλακίου του Γουλά Καισαρίου και έπειτα την προαναφερθείσα διαδρομή από τον Κοκκινόβραχο στο διαλαμβανόμενο υψίπεδο, ενώ κατόπιν κατευθυνόταν νότια εισερχόμενο στη Φλιασία ανάμεσα από τους πρόποδες του όρους Γαβριάς και το σύγχρονο χωριό Καστράκι.
Εικόνα 12: Το επίμηκες όρυγμα που εντοπίζεται στη νοτιοανατολική γωνία του φρουρίου, το οποίο φαντάζει να είναι τεχνητό, χωρίς να επιβεβαιώνεται αυτή η εκδοχή. Ο Ιωάννης Πέππας ερμηνεύει το βραχώδες άνοιγμα ως ένα είδος ιδιότυπης σήραγγας, η οποία αντιστοιχούσε σε μία μυστική έξοδο.
Η αμυντική εγκατάσταση του Κοκκινόβραχου ήταν ενταγμένη στο σύστημα εγκαίρου προειδοποιήσεως και συναγερμού της αρχαίας Σικυώνας, με συνέπεια να αυξάνεται κατακόρυφα η στρατηγική αξία της. Κατά πάσα πιθανότητα, ο κεντρικός πύργος (ακροπύργιο) λειτουργούσε ως φρυκτωρία για τη διαβίβαση οπτικών σημάτων με πυρά ή καπνό, έχοντας απευθείας ανταπόκριση με τα Σικυώνια οχυρά της Τιτάνης και της Γονούσσας, σε απόσταση 4.360 μέτρων και 4.910 μέτρων αντίστοιχα προς τα βορειοανατολικά, καθώς επίσης και με τον περιτειχισμένο λόφο της Ευαγγελίστριας (αρχαία Θυαμία), που απέχει 9.200 μέτρα προς τα ανατολικά. Με αυτή την κλιμακωτή διάταξη των στιβαρών φρουριακών υποδομών των Κλασσικών χρόνων, σε συνδυασμό με διάφορα φυλάκια, όπως οι πύργοι–φρυκτωρίες στα υψώματα Προφήτη Ηλία Στιμάγκας και Προφήτη Ηλία Παραδεισίου, διασφαλιζόταν πλήρως η μεθόριος με τη Φλιασία, ενώ ελέγχονταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα ανατολικά δρομολόγια, που διέσχιζαν την Σικυώνια επικράτεια, με κατεύθυνση προς τα νοτιοανατολικά. Επιπλέον από τον κεντρικό πύργο του Κοκκινόβραχου κατοπτευόταν εκ του μακρόθεν η περιοχή της Στυμφάλου προς τα νοτιοδυτικά, ενώ δεν αποκλείεται μέσω ενός άγνωστου πύργου–φρυκτωρίας εγκατεστημένου στην κορυφογραμμή του όρους Βέσιζα, να επικοινωνούσε με αναμετάδοση μηνυμάτων με το οχυρό του Αγίου Βλασίου Καισαρίου και τα λοιπά φυλάκια–φρυκτωρίες στην περιφέρεια του Κλημεντοκαισαρίου (Γουλά, Τσακούθι και Θέκριζας).
Εκτός από τον σαφή επιτηρητικό σκοπό του, το φρούριο του Κοκκινόβραχου εξυπηρετούσε και ως καταφύγιο έκτακτης ανάγκης για τον τοπικό πληθυσμό σε περίπτωση εχθρικών επιδρομών. Αν και στην περιβάλλουσα ύπαιθρο δεν έχει ανακαλυφθεί κάποιος οικισμός του 5ου–4ου αιώνα π.Χ., εντούτοις ενδεχομένως να υπήρχαν μεμονωμένα αγροκτήματα, από τα οποία να έχει πλέον χαθεί κάθε ίχνος τους, με τους ιδιοκτήτες τους να αισθάνονται ασφαλείς από την παρουσία της συνοριακής στρατιωτικής υποδομής.
Εικόνα 13: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης τοποθεσίας των χωριών Ασπρόκαμπος–Καστράκι–Μποζικά–Τιτάνης, όπου με καφέ διαγράμμιση επισημαίνονται συμβατικά τα αρχαία σύνορα μεταξύ των πόλεων κρατών και με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή τα αρχαία δρομολόγια. (1): Φρούριο Κοκκινόβραχου, (2): Εικαζόμενος αρχαίος ή αταύτιστος μεσαιωνικός οικισμός, (3): Θέση Σταυροδρόμι, (4): Οχυρό Τιτάνης, (5): Ασκληπιείο Τιτάνης, (6): Θέση Αναβάρα.
Το ύψωμα του Κοκκινόβραχου φαίνεται ότι αξιοποιήθηκε εκ νέου στρατιωτικά μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους σταυροφόρους. Κατά μήκος της βόρειας πλαγιάς του διακρίνονται τα κατάλοιπα ενός αμυντικού τείχους από αργολιθοδομή, που η ανέγερσή του ανάγεται στην περίοδο της Λατινοκρατίας (1204–1453) ή κατά μία άλλη διφορούμενη εκδοχή στους μεταβυζαντινούς χρόνους (1453–1821). Αν θεωρήσουμε ότι πρόκειται για έναν μεσαιωνικό οχυρωματικό περίβολο, τότε μπορούμε να την συσχετίσουμε χρονολογικά με τον απεικαζόμενο κυκλικό πύργο, ο οποίος φέρεται να οικοδομήθηκε με ίδια τοιχοποιία πάνω στα ερείπια του κεντρικού πύργου (ακροπυργίου) του αρχαίου φρουρίου. Ενδεχομένως λοιπόν οι δύο κατασκευές να συνιστούσαν ένα ενιαίο στρατιωτικό έργο, ευρισκόμενο σε άμεση οπτική επαφή με τη μεσαιωνική οχύρωση στην κορυφή του όρους Γαβριάς (υψόμετρο 1.208 μέτρα), έχοντας τη φυσιογνωμία δύο συνοριακών φυλακίων–φρυκτωριών της Φράγκικης καστελλανίας της Κορίνθου, που έλεγχαν το εισερχόμενο δρομολόγιο από την περιοχή του Κλημεντοκαισαρίου προς τον κάμπο της σύγχρονης κωμόπολης της Νεμέας (Φλιάσιο πεδίο) και το κάστρο του Πολυφέγγους.
Εικόνα 14: Ένας από τους λιθοσωρούς που διακρίνονται στην ακαλλιέργητη έκταση στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του υψώματος του Κοκκινόβραχου και εκτιμάται ότι προέρχονται από τα κτίσματα ενός μεσαιωνικού οικισμού. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η θέση του αρχαίου φρουρίου.
Κατά τους υστεροβυζαντινούς/μεταβυζαντινούς χρόνους θεωρείται ότι αναπτύχθηκε ένας αταύτιστος οικισμός, που τα οικοδομικά υπολείμματά του εντοπίζονται στο ομαλό μέρος κάτω από τους νοτιοδυτικούς πρόποδες του υψώματος του Κοκκινόβραχου, χωρίς όμως να αντλείται καμία απολύτως σχετική πληροφορία από τις φιλολογικές πηγές ή την προφορική παράδοση. Σε αυτή την ακαλλιέργητη έκταση περίπου 30 στρεμμάτων υπάρχουν πολλές στοιβάδες από πέτρες, μικρού και μεσαίου μεγέθους, οι οποίες φέρονται να συγκεντρώθηκαν από τους ντόπιους αγρότες, προκειμένου να εκκαθαρίσουν το έδαφος προς γεωργική εκμετάλλευση. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Πέππα, πρόκειται για οικοδομικό υλικό προερχόμενο από τα μεσαιωνικά κτίσματα, ενώ οι υπόψη λιθοσωροί περιέχουν πληθώρα πήλινων τεμαχίων. Εκτός από αυτές τις συσσωρεύσεις, στην τοποθεσία παρατηρούνται διασκορπισμένα κεραμικά θραύσματα, σε μεγάλη πυκνότητα, που ανήκουν προφανώς σε χονδροειδή σκεύη οικιακής χρήσης (πίθοι, κανάτες κ.λπ.), τα οποία φαίνεται να είναι μεσαιωνικής τεχνοτροπίας. Επίσης, διακρίνονται και αρκετά ακαθόριστα τμήματα τοιχίων από ξερολιθιά.
Ο Ιωάννης Πέππας αναφέρει την παρουσία και αρχαίων ογκολιθικών δόμων στο συγκεκριμένο μέρος, υποδηλώνοντας ότι προϋπήρχε ένα αρχαιοελληνικό πόλισμα, με το φρούριο του Κοκκινόβραχου του 4ου αιώνα π.Χ. να αποτελεί την ακρόπολή του. Μάλιστα διατείνεται πως είχε επισημάνει τα κατάλοιπα ενός τείχους στις νότιες παρυφές της επίμαχης έκτασης, το οποίο αποδίδει στον αμυντικό πολεοδομικό περίβολο, που έφτανε μέχρι την οχύρωση της μεσαίας κορυφής. Με αυτή την εκδοχή συντάσσονται και ορισμένοι ερευνητές, ερμηνεύοντας μία διαφαινόμενη γραμμική διαμόρφωση λίθων στο βορειοδυτικό μέρος του σχηματιζόμενου πεδίου ως τη θεμελίωση ενός ευμεγέθους αρχαίου κτιρίου. Ωστόσο, ο καθηγητής αρχαιολογίας Γιάννης Λώλος δεν συμπεριλαμβάνει τη θέση στον κατάλογο των κατοικημένων τόπων της Σικυώνιας χώρας, αποφεύγοντας να παραθέσει οποιοδήποτε συναφές στοιχείο για αρχαία ή μεσαιωνική χρήση, ενώ τα διακρινόμενα απομεινάρια εγκάρσιων τειχισμάτων, μοιάζουν να είναι πολύ νεότερα και να συνιστούν περισσότερο αναλημματικά αγροτικά τοιχία, παρά να αντιστοιχούν στα διατηρούμενα ερείπια ενός οχυρωματικού τείχους.
Εικόνα 15: Η εικαζόμενη θεμελίωση ενός αρχαίου κτιρίου (κόκκινη διακεκομμένη διαγράμμιση), που εντοπίζεται περίπου στο κέντρο της ακαλλιέργητης έκτασης στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του υψώματος του Κοκκινόβραχου. Με κίτρινο βέλος επισημαίνεται ένα τοιχίο από ξερολιθιά.
Το ισχυρό συνοριακό φρούριο του Κοκκινόβραχου θεωρείται ως το σπουδαιότερο περιφερειακό στρατιωτικό έργο της αρχαίας Σικυώνιας χώρας, που διατηρείται μέχρι σήμερα, τόσο λόγω της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής του, όσο και από άποψης στρατηγικής σημασίας. Δυστυχώς όμως το μνημείο έχει καταδικαστεί στην αφάνεια και στην εγκατάλειψη. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, είναι επιβεβλημένη η περαιτέρω επισκόπησή του μέσω μίας συστηματικής ανασκαφικής έρευνας σε όλο το εύρος της τοποθεσίας, η οποία θα επίλυε τις απορρέουσες απορίες, όπως τη μεσαιωνική χρήση του, τον ρόλο της υποτιθέμενης «σήραγγας εξόδου κινδύνου» και την τυχόν ύπαρξη εντός του αμυντικού περιβόλου ορισμένων βοηθητικών εγκαταστάσεων, δηλαδή κάποιου κτιρίου στρατωνισμού ή εναποθήκευσης υλικών ή μίας δεξαμενής ύδατος(13). Επίσης θα αποσαφήνιζε την περίπτωση του εικαζόμενου οικισμού, της αρχαίας ή μεσαιωνικής εποχής, στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του τρίκορφου λόφου, πιστοποιώντας τη χρονολόγηση των δομικών καταλοίπων του και τον πολεοδομικό τομέα του. Τέλος, η ανάδειξη των σωζόμενων πύργων και των τειχών απλώς και μόνο με τη διενέργεια μίας αποψίλωσής τους από τη βλάστηση, του καθαρισμού τους από τις επιχωματώσεις και τη διευθέτηση ενός μονοπατιού πρόσβασης, θα αναβάθμιζε τον υφιστάμενο αρχαιολογικό χώρο και θα τον καθιστούσε ένα ελκυστικό προορισμό της ορεινής Κορινθίας για τους αρχαιόφιλους περιηγητές, στοχεύοντας παράλληλα και στην ευρύτερη προβολή του.
Κείμενο – Φωτογραφίες
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
3 Ιανουαρίου 2023
Εικόνα 16: Κατάλοιπα εγκάρσιου τειχίσματος στη νότια πλευρά της οικιστικής έκτασης στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του λόφου του Κοκκινόβραχου, το οποίο σύμφωνα με τον Ιωάννη Πέππα ανήκει στον αμυντικό περίβολο ενός εικαζόμενου αρχαίου πολίσματος, χωρίς να επιβεβαιώνεται αυτή η εκδοχή.
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Η Τοπική Κοινότητα Μποζικά ανήκει στη Δημοτική Ενότητα Σικυωνιών του ιδίου Δήμου στον Νομό Κορινθίας, σύμφωνα με το διοικητικό πρόγραμμα «Καλλικράτης». Ο οικισμός κείτεται στις νοτιοανατολικές παρυφές του όρους Βέσιζα και απέχει 28 χιλιόμετρα οδικώς από την παραλιακή πόλη του Κιάτου.
2. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης του φρουρίου είναι 374793/4196506, με τις οποίες εντοπίζεται στην εφαρμογή των επίσημων κτηματολογικών χαρτών https://maps.gov.gr.
3. Η διαδρομή πρόσβασης μέσω του Ασπρόκαμπου καταδεικνύεται στο σχεδιάγραμμα της εικόνας 18 στην ενότητα του επιπρόσθετου φωτογραφικού υλικού.
4. Ο Ιωάννης Πέππας κάνει λόγο για ένα οχυρωματικό τείχος, που κλείνει τη βόρεια πλευρά του υψώματος, διαθέτοντας τέσσερις παρόμοιους πύργους, ενώ καταγράφει μία τετράγωνη αρχαία κατασκευή στην κορυφή, την οποία ερμηνεύει ως βωμό ή ναό. Το συναφές σχεδιάγραμμά του παρουσιάζεται στην εικόνα 25 στην ενότητα του επιπρόσθετου φωτογραφικού υλικού.
5. Δεν προσμετράται το μήκος της ανοχύρωτης απόκρημνης νότιας πλευράς, το οποίο είναι γύρω στα 90–95 μέτρα.
6. Οι τυπικές διαστάσεις των δόμων υπολογίζονται σε περίπου 60 Χ 60 Χ 50 εκατοστά.
7. Ο Ιωάννης Πέππας τοποθετεί εσφαλμένα την πύλη του φρουρίου στο βορειοδυτικό τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου, παρασύροντας με την άποψή του και άλλους ερευνητές. Επίσης, αναφέρει ότι πλησίον της υποτιθέμενης εισόδου υπάρχει τετράγωνος χώρος, διαστάσεων 5,70 Χ 4,50 μέτρων, που η νότια και δυτική πλευρά του έχουν λαξευθεί επί του συμπαγούς βράχου και το οποίο το αντιστοιχίζει με ένα πιθανό φυλάκιο. Όμως ένα τέτοιο κτίσμα δεν διαπιστώθηκε από την επιτόπια εξέταση του Γιάννη Λώλου.
8. Σημειώνεται ότι ορισμένοι δόμοι από τις οχυρώσεις έχουν καταπέσει και στη βόρεια πλαγιά του υψώματος.
9. Η επιλογή της υψηλότερης μεσαίας ακρώρειας του λόφου ήταν απολύτως εύστοχη, καθώς από την ανατολική κορυφή δεν επιτρέπεται η παρατήρηση προς τη Στυμφαλία, ενώ από τη δυτική δεν είναι ορατή η Φλιασία.
10. Στο ύψωμα Λιμικό, περί τα 2,5 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του χωριού Καστράκι, εντοπίζονται τα κατάλοιπα ενός αρχαίου τετράγωνου πύργου, που πιθανότατα αποτελούσε συνοριακό φυλάκιο της Φλιασίας.
11. Η λίμνη Πελλήνη ή Καισαρίου ή Κλημεντοκαισαρίου αποστραγγίστηκε στα 1884–1885 από τον γεωπόνο–μηχανικό Κωνσταντίνο Ι. Παππαρηγόπουλο. Τα ύδατα της διοχετεύτηκαν προς τη μεγαλύτερη λίμνη Στυμφαλία, μέσω μίας τεχνητής σήραγγας μήκους 276 μέτρων, που διανοίχτηκε στους βόρειους πρόποδες του υψώματος Λαγοβούνι (ή Φρυγάνι) και την εκμετάλλευση του εκείθεν ρέματος του Σοφένετου.
12. Η υπόψη τοποθεσία διασχίζεται σήμερα από τον ασφαλτόστρωτο επαρχιακό δρόμο κάμπος Κλημεντοκαισαρίου–Ασπρόκαμπος–Καστράκι–Νεμέα.
13. Οι Σικυώνιοι οπλίτες της φρουράς μπορούσαν να προμηθευτούν με πόσιμο νερό από τις φυσικές πηγές, που βρίσκονται κοντά στην κοντινή εκκλησία της Αγίας Τριάδας και στην ειδυλλιακή θέση Αναβάρα, με τη δεύτερη να απέχει περίπου 2,5 χιλιόμετρα οδικώς από το ύψωμα του Κοκκινόβραχου.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Μεσαιωνικές σελίδες της Κορινθίας και Μορέως», Ιωάννης Ε. Πέππας, σελίδες 178–179, σχέδιον 39, εκδόσεις Ηλεκτρονικές Τέχνες, Αθήναι, 1993.
2. «Land of Sicyon: Archaeology and history of a Greek city-state», Lolos Yannis, Hesperia Suppl. 39, pages 23–24, 234–240 & 535–536 (appendix I, DS–4), American School of Classical Studies at Athens, 2011, Athens.
3. http://ecastles.culture.gr/Μποζικάς Κοκκινόβραχος.
4. http://extras.ha.uth.gr/Έρευνα Αρχαίας Σικυώνας/Εκτατική Επιφανειακή Έρευνα.
5. http://amfitreidhs.blogspot.com/Φρούριον Κοκκινόβραχου (Ασπρόκαμπος Κορινθίας)/26 Ιανουαρίου 2020.
6. https://www.kastra.eu/Φρούριο Κοκκινόβραχου ή Φρούριο Μποζικά.
Επιπρόσθετο Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 17: Άποψη του βραχώδους υψώματος του Κοκκινόβραχου από τα νότια, όπου επισημαίνονται οι τρεις κορυφές του. Επί της μεσαίας κορυφής εντοπίζονται τα κατάλοιπα του αρχαίου Σικυώνιου φρουρίου.
Εικόνα 18: Δορυφορική αποτύπωση της περιοχής υψώματος του Κοκκινόβραχου και του χωριού Ασπρόκαμπος. (1): Αρχαίο φρούριο επί της μεσαίας κορυφής, (2): Εικαζόμενος αρχαίος ή αταύτιστος μεσαιωνικός οικισμός, (3): Δυτική κορυφή, (4): Ανατολική κορυφή, (5): Κατακρημνίσεις βράχων, (6): Εξωκλήσι Αγίας Τριάδας, (7): Θέση Σταυροδρόμι, (8): Μεσαιωνική οχύρωση Γαβριά. Με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή καταδεικνύεται η επαρχιακή οδός κάμπος Κλημεντοκαισαρίου–Ασπρόκαμπος– Καστράκι–Νεμέα, με μπλε ο χωματόδρομος πρόσβασης προς το ύψωμα, με πράσινη η πεζοπορική διαδρομή προς το φρούριο και με μωβ η όδευση ενός αρχαίου δρομολογίου.
Εικόνα 19: Τμήμα ενός από τους αμυντικούς πύργους της βόρειας πλευράς του Σικυώνιου φρουρίου. Η τοιχοποιία του συνίσταται από ακανόνιστους τραπεζοειδείς δόμους.
Εικόνα 20: Θραύσματα από πήλινους κεράμους οροφής, οι οποίοι εντοπίζονται πλησίον των οχυρώσεων της δυτικής πλευράς του φρουρίου του Κοκκινόβραχου.
Εικόνα 21: Τμήμα του πύργου στο εσωτερικό δυτικό τείχος, που διατηρείται σε ύψος δύο σειρών δόμων (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 236, εικόνα 4.68).
Εικόνα 22: Καθαιρεμένοι αρχαίοι δόμοι από την τοιχοποιία της δυτικής πλευράς του κεντρικού πύργου (ακροπυργίου) στην ακρώρεια του υψώματος, ο οποίος εκτιμάται ότι λειτουργούσε ως παρατηρητήριο και φρυκτωρία.
Εικόνα 23: Άποψη της συγκέντρωσης αργών λίθων στο εσωτερικό του κεντρικού πύργου (ακροπυργίου) του αρχαίου φρουρίου, που ο ιστορικός ερευνητής Ιωάννης Πέππας ερμηνεύει ως τα θεμέλια ενός κυκλικού πύργου–φρυκτωρίας των μεσαιωνικών χρόνων.
Εικόνα 24: Άποψη του βραχώδους ορύγματος, που διακρίνεται στη νοτιοανατολική γωνία του οχυρωματικού περιβόλου και για το οποίο έχει διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι ίσως να αντιστοιχούσε σε μία «μυστική σήραγγα εξόδου κινδύνου» από το Σικυώνιο συνοριακό φρούριο.
Εικόνα 25: Σχεδιάγραμμα του αρχαίου φρουρίου του Κοκκινόβραχου εκπονημένο από τον ιστορικό ερευνητή Ιωάννη Πέππα, που αποτελεί την πρώτη προσπάθεια χαρτογράφησης των διατηρούμενων οχυρώσεων, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (Πηγή σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, σχέδιον 39).
Εικόνα 26: Άποψη της θεωρούμενης ως οικιστικής έκτασης στους νοτιοανατολικούς πρόποδες του λόφου του Κοκκινόβραχου, όπου με κίτρινα βέλη καταδεικνύονται ενδεικτικά ορισμένοι από τους υφιστάμενους λιθοσωρούς.
Εικόνα 27: Δείγματα από χονδροειδή αγγεία οικιακής χρήσης, που εντοπίζονται διάσπαρτα στην αταύτιστη οικιστική έκταση στους νοτιοανατολικούς πρόποδες του λόφου του Κοκκινόβραχου, που φαντάζουν να είναι μεσαιωνικής τεχνοτροπίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.