ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΓΟΝΟΥΣΣΑΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ

0


Μία φρουριακή υποδομή της Σικυώνιας χώρας των Κλασικών χρόνων και η επίμαχη τοπογραφική ταυτοποίηση της Ομηρικής πόλης Γονόεσσας (Γονούσσας)




Εικόνα 1: Διατηρούμενο τμήμα των δυτικών τειχών του αρχαιοελληνικού οχυρού, που βρίσκεται στην κορυφή μίας εδαφικής έξαρσης σε απόσταση περίπου 400 μ. νότια του οικισμού της Γονούσσας Κορινθίας.


Στην εγγύτερη περιοχή της σημερινής Γονούσσας του Δήμου Σικυωνίων, βρίσκονται τα αθέατα κατάλοιπα ενός ιδιότυπου μικρού οχυρού, κατασκευασμένου στα πλαίσια της γενικότερης αμυντικής οργάνωσης της αρχαίας Σικυώνας κατά την Κλασική εποχή. Η πρόσβαση στην τοποθεσία είναι ευχερής μέσω της επαρχιακής οδού Κιάτου–Κρυονέρι–Τιτάνη– Νεμέα, η οποία διέρχεται από τις δυτικές παρυφές του οικισμού. Μετά την έξοδο από αυτόν διανύοντας περίπου 400 μ. νοτιότερα, απαντάται μία διασταύρωση με έναν κατερχόμενο χωματόδρομο, η οποία περιτρέχει τους πρόποδες της παρακείμενης βραχώδους και κατάφυτης εδαφικής έξαρσης (υψόμετρο 755 μ.) με το τοπωνύμιο «Κάστριζα» ή «Κάστρο», που η κορυφή της περιχαρακώνεται από τα αρχαιοελληνικά τείχη(1). Όμως πάρα την πολύ κοντινή απόσταση η προσέγγιση προς την ακρώρεια είναι εξαιρετικά δύσκολη λόγω της πυκνής και σχεδόν αδιάβατης βλάστησης από ακανθώδη πουρνάρια και της απουσίας ενός στοιχειώδους μονοπατιού. Ο δε εντοπισμός του διατηρούμενου φρουριακού περιβόλου είναι πρακτικά αδύνατος εκ του μακρόθεν, καθόσον αποκρύβονται πλήρως από τα δέντρα και τους θάμνους, ενώ η λιθοδομή του καθίσταται αντιληπτή αποσπασματικά και μόνο εξ’ επαφής, χωρίς να είναι εφικτή η δυνατότητα της απρόσκοπτης ανίχνευσης ολόκληρης της περιμέτρου του.




Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης περιοχής της σημερινής Γονούσσας. (1): αρχαίο φρούριο Γονούσσας, (2): Σικυώνιο φρούριο Τιτάνης, (3) αρχαίος πύργος–φρυκτωρία του υψώματος Προφήτης Ηλίας Παραδεισίου, (4): Ιερά Μονή Λέχοβας, (5): σύγχρονο ημιτελές φράγμα ποταμού Ασωπού


Το συγκεκριμένο οχυρό μνημονεύεται για πρώτη φορά από τον στρατιωτικό και αρχαιοδίφη William Martin Leake (1777–1860), ο οποίος πέρασε από την περιοχή στα τέλη Απριλίου του 1806, κατά τη δεύτερη περιοδεία του στην Πελοπόννησο, αναζητώντας μνημεία της αρχαιότητας. Ο Βρετανός περιηγητής απλώς περιλαμβάνει στο οδοιπορικό του την πληροφορία ότι στην κορυφή του λόφου νότια από το Λιόπεσι, όπως ήταν η πρότερη ονομασία της σημερινής Γονούσσας, υπήρχαν τα κατάλοιπα ενός «μικρού ελληνικού κάστρου». Αν και δεν είχε τη δυνατότητα να μεταβεί επιτόπου, εντούτοις υποθέτει ορθά ότι ενδεχομένως να ήταν ένα εξαρτώμενο στρατιωτικό έργο της Σικυώνας. Tη δε Ομηρική Γονόεσσα (Γονούσσα), ο Leake την τοποθετεί με επιφύλαξη στο ύψωμα της Παναγίας της Κορφιώτισσας στο Καμάρι Ξυλοκάστρου.




Εικόνα 3: Τοπιογραφία της Γονούσας στις αρχές του 19ου αιώνα, φιλοτεχνημένη από τον Εσθονό βαρόνο και αρχαιολόγο Otto Magnus von Stackelberg. Προέρχεται από το λεύκωμα «La Grèce. Vues Pittoresques et Topographiques» (Paris, 1830).


Λίγο πριν το 1840, επισκέφτηκε τη φρουριακή υποδομή ο Γερμανός ελληνιστής Ludwig Ross (1896–1859), ο οποίος τότε διατελούσε πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σε ένα επιστημονικό άρθρο του σχετικά με τις διατηρούμενες οχυρές θέσεις της αρχαίας Σικυωνίας, την επονομάζει ως «ελληνικό παλαιόκαστρον», ακανόνιστου σχήματος, που τα τείχη του ακολουθούσαν το εδαφικό ανάγλυφο του εξάρματος και ήταν οικοδομημένα από σχεδόν συμμετρικούς ογκόλιθους. Επιπλέον επισημαίνει την ύπαρξη της βάσης ενός μεμονωμένου τετράγωνου πύργου, διαστάσεων πλευράς 8 μ., έξω από τον κυρίως αμυντικό περίβολο και σε απόσταση 20 βημάτων (15 μ.) απέναντι από την είσοδό του. Ο δε Ross τόνιζε ότι δεν μπορούσαν να συσχετιστούν τα υπόψη ερείπια με κανένα τοπωνύμιο, που αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς, συμπληρώνοντας πως η Γονούσσα βρισκόταν πιο δυτικά, πλησιέστερα προς την Πελλήνη. Ωστόσο, από το διαλαμβανόμενο σχόλιο του συνάγεται ότι η πιθανή αντιστοίχιση της τοποθεσίας περί το Λιόπεσι με την Ομηρική Γονόεσσα, είχε αρχίσει να απασχολεί τους ακαδημαϊκούς κύκλους ήδη από τον πρώιμο 19ο αιώνα, έστω και πολύ διστακτικά. Σε αυτό το συμπέρασμα συνηγορεί έμμεσα ένα χαρακτικό του αρχαιολόγου Otto Magnus von Stackelberg (1786–1837), ο οποίος περιηγήθηκε στην Κορινθία το 1810. Στη θαυμάσια τοπιογραφία του Εσθονού βαρόνου με τον εμφατικό τίτλο «Άποψη της Γονούσας (Gonousa), χωριό της Κορινθιακής επαρχίας στο όρος Κυλλήνη», απεικονίζεται το ειδυλλιακό μέρος του οικισμού, ενώ στο βάθος διαγράφεται ο Κορινθιακός κόλπος και η ακτογραμμή της Στερεάς Ελλάδας(2). Πάντως αυτή η τοπωνυμική ταυτοποίηση θεωρήθηκε ως μάλλον αυθαίρετη, καθώς δεν συμβάδιζε με τα ενδεικτικά γεωγραφικά δεδομένα των αρχαίων πηγών και αντιμετωπιζόταν πάντοτε με εύλογη δυσπιστία και απορριπτική τάση, αλλά στάθηκε ικανή να επιφέρει μία ατέρμονη σύγχυση ανάμεσα στους διάφορους μελετητές, η οποία συνεχίζεται ακόμα και στη σύγχρονη εποχή.




Εικόνα 4: Τμήμα των βόρειων τειχών του αρχαίου οχυρού της Γονούσσας (πρώην Λιόπεσι), το οποίο μνημονεύεται από διάφορους περιηγητές και αρχαιολόγους ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα.


Περί το 1836–1840 το αρχαίο οχυρό στο Λιόπεσι προσελκύει το ενδιαφέρον και του Ernst Curtius (1814–1896), που τότε εργαζόταν ως παιδαγωγός στην Αθήνα. Ο νεαρός Γερμανός αρχαιολόγος σε ένα ιστορικογεωγραφικό σύγγραμμά του για την Πελοπόννησο το χαρακτηρίζει επίσης ως «μεγάλο παλαιόκαστρον» και παραθέτει ότι τα τείχη του διακόπτονταν από πύργους, παρατηρώντας ότι είχαν διπλή λιθοδομή με εσωτερικό γέμισμα από αργούς λίθους και κονίαμα. Γύρω στο 1855 φαίνεται ότι διέρχεται από την περιοχή ο Γερμανός αρχαιολόγος και φιλόλογος Conrad Bursian (1830–1883), ο οποίος σε ένα κατοπινό πόνημά του για τη γεωγραφία της Ελλάδας, καταγράφει ότι σε μία προεξοχή πάνω από την αριστερή όχθη του ποταμού Ασωπού, κοντά στο εν λόγω χωριό της Κορινθίας, έχουν διατηρηθεί υπολείμματα αδιευκρίνιστων αρχαίων τειχών. Όμως παράλληλα σημειώνει πως ίσως σε αυτό το μέρος να βρισκόταν η «Γονούσσα, η υπέρ Σικυώνος», που αναφέρεται από τον Παυσανία, όπως θα δούμε παρακάτω, πυροδοτώντας τις συναφείς εικοτολογικές συζητήσεις, λόγω της ευρείας κυκλοφορίας του βιβλίου του.




Εικόνα 5: Σχεδιαστική εκδοχή της κάτοψης του αρχαίου οχυρωματικού περιβόλου στο ύψωμα «Κάστριζα» της Γονούσσας (πρώην Λιόπεσι), εκπονημένο από τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή. Το βέλος κατάδειξης του βορρά έχει αντίστροφη φορά (Πηγή σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 5, plate XIII, figure. 3).


Περίπου την ίδια χρονική περίοδο, ο πολυπράγμων λόγιος και αρχαιολόγος Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809–1892) προέβη αυτοπροσώπως σε μία πιο επιστάμενη εξέταση των δομικών καταλοίπων της φρουριακής υποδομής, εκπονώντας μία πρωτότυπη αποτύπωση της κάτοψής της. Μολονότι η σχεδιαστική εκδοχή του είναι αρκετά ανακριβής, εντούτοις αποτέλεσε πιλοτικό υπόδειγμα για τους μελλοντικούς ερευνητές. Σύμφωνα με την περιγραφή του, ο αμυντικός περίβολος είχε οριζόντιες διαστάσεις 140 βήματα (105 μ.) μήκος και 40 βήματα (30 μ.) πλάτος, ενώ δεν ήταν περιχαρακωμένα τα απόκρημνα σημεία του βραχώδους γήλοφου στο Λιόπεσι. Ο Ραγκαβής προσδιορίζει την τοιχοποιία της οχύρωσης ως «σχεδόν πολυγωνική» και ατημέλητης κατασκευής με πάχος 1,06 μ, ενώ υποστηρίζει ότι η είσοδος στο εσωτερικό διενεργούνταν διαγωνίως μέσα από έναν πύργο, που διαμορφωνόταν στον νοτιοδυτικό τμήμα των τειχών, πλην όμως η παρατιθέμενη κάτοψή του παραδόξως εμφανίζει αντίστροφο προσανατολισμό. Επιπλέον, θεωρεί εσφαλμένα ότι υπήρχε ακόμα ένας πύργος στη νοτιοανατολική γωνία της περιμέτρου, μπροστά από τον οποίο διέκρινε έναν εξωτερικό ανεξάρτητο τετράγωνο πύργο με πλευρά 8 μ., διατηρούμενο σε ύψος 2 μ., που τον είχε επισημάνει παλαιότερα και ο Ludwig Ross.




Εικόνα 6: Τμήμα των τειχών του οχυρού της Γονούσσας σε φωτογραφία του 1955 (Πηγή φωτογραφίας: https://gr.pinterest.com).


Ο καθηγητής αρχαιολογίας Νικόλαος Φαράκλας (1939–2021) συγκαταλέγει το οχυρό της Γονούσσας (πρώην Λιόπεσι) ανάμεσα στις εντοπισμένες θέσεις της αρχαίας Σικυωνίας, σε μία σχετική πραγματεία του το 1971, αλλά οι διαπιστώσεις του είναι κάπως δυσνόητες. Στο δε επισυναπτόμενο πρόχειρο σχεδιάγραμμά του αποτυπώνονται μόνο τα βόρεια τείχη και ο ανεξάρτητος πύργος, που καταδεικνύεται στη δυτική πλευρά της εδαφικής έξαρσης.




Εικόνα 7: Κατάλοιπα των βόρειων τειχών της φρουριακής υποδομής με λιθοδομή από ακανόνιστους τραπεζοειδείς ογκόλιθους.


Με την αρχαία οχύρωση ασχολήθηκε και ο ιστορικός ερευνητής Ιωάννης Πέππας στο σύγγραμμά του για τα μεσαιωνικά κάστρα και μνημεία της Κορινθίας (χρονολογία έκδοσης: 1993), καθώς ισχυρίζεται αόριστα ότι επεκτάθηκε προς τα βόρεια κατά τον 14ο αιώνα, περικλείοντας ολόκληρο το ύψωμα. Όμως αυτή η μεταγενέστερη τροποποίηση δεν καθίσταται κατανοητή στο εμπειρικό σκαρίφημά του(3), το οποίο είναι μάλλον προβληματικό τόσο σχεδιαστικά και ως προς τον προσανατολισμό του. Ο δε Πέππας ανάγει τα αρχικά αμυντικά τείχη στους Ελληνιστικούς χρόνους και εντοπίζει την κύρια είσοδο του περιβόλου στο διαγώνιο άνοιγμα εύρους 0,60 μ. στη βάση ενός μικρού τετράγωνου πύργου, όπως διατεινόταν και ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ενώ κάνει λόγο και για μία δεύτερη «σπηλαιώδη» είσοδο.




Εικόνα 8: Σχεδιάγραμμα της κάτοψης του οχυρού της Γονούσσας, εκπονημένο από τον καθηγητή αρχαιολογίας Γιάννη Λώλο. (ΑΠ): Ανεξάρτητος πύργος, (Π): Πύργος της βορειοδυτικής γωνίας του περιβόλου, (Ε): Πιθανή είσοδος, (Ο): Οπή στη βραχώδη προεξοχή, (Τ): Αδιάγνωστοι τοίχοι. (Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 12, σελίδα 227, εικόνα 4.56).


Τον Δεκέμβριο του 1997, ο καθηγητής αρχαιολογίας Γιάννης Λώλος πραγματοποίησε μία συστηματική επισκόπηση του φρουριακού έργου, στα πλαίσια του ευρύτερου προγράμματος της εκτατικής επιφανειακής έρευνας στην επικράτεια της αρχαίας Σικυώνας, που διεξήγαγε τα χρονικά διαστήματα 1996–1998 και 2000–2002. Μάλιστα προέβη στη ακριβή χαρτογράφηση των διακρινόμενων δομικών μερών του με τη χρήση αποστασιόμετρου lazer theodolite, λαμβάνοντας συνολικά 80 μετρήσεις μετά από επιλεκτική αποψίλωση της καλύπτουσας βλάστησης, με συνέπεια να είναι δυνατή η αποτύπωση της κάτοψής του, υπό μία περισσότερο πραγματική προσέγγιση. Σύμφωνα με την ενδελεχή περιγραφή του Λώλου, ο ακανόνιστος αμυντικός περίβολος δεν περιβάλλει πλήρως την κορυφή, καθώς δεν είναι οχυρωμένες οι νότιες–νοτιοανατολικές υπώρειες του υψώματος, λόγω των απότομων και απροσπέλαστων καταπτώσεών τους. Ουσιαστικά απαρτίζεται από τρία τμήματα τειχών, που ακολουθούν τη διαμόρφωση του εδάφους και απολήγουν σε βραχώδεις προεξοχές, ενώ στη βορειοδυτική γωνία διαφαίνεται να σχηματίζεται ένας ατελής πύργος. Επιπρόσθετα, πιστοποιήθηκε η ύπαρξη ενός ανεξάρτητου τετράγωνου πύργου έξω από την κυρίως οχύρωση, τον οποίο μνημονεύουν οι Ludwig Ross και Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής.




Εικόνα 9: Διατηρούμενο τμήμα των δυτικών τειχών, τα οποία εκτείνονται σε μήκος γύρω στα 17,50 μ. Τα τείχη του οχυρού είναι κατασκευασμένα από ευμεγέθεις τραπεζοειδείς δόμους.


Το βόρειο τμήμα των τειχών φθάνει σε μήκος περί τα 28 μ., ενώ το δυτικό εκτείνεται γύρω στα 17,50 μ. Αντίστοιχα το νοτιοανατολικό αναγνωρίστηκε από τον Γιάννη Λώλο μόλις για 10 μ περίπου, καθώς η περαιτέρω εξέτασή του ήταν αδύνατη εξαιτίας των πυκνών πουρναριών. Διατηρούνται από τρεις έως πέντε σειρές δόμων με το μέγιστο τωρινό ύψος τους να ανέρχεται στα 2 μ., έχοντας πλάτος 1,60 μ. Ενδεχομένως στην αρχική μορφή τους να διέθεταν περίδρομο με στηθαίο ή επάλξεις. Η τοιχοποιία της οχύρωσης είναι διπλή και συνίσταται από δύο παράλληλα μέτωπα ασύμμετρων τραπεζοειδών ογκόλιθων, κροκαλοπαγούς πετρώματος, προσαρμοσμένων χωρίς συνδετικό κονίαμα, ενώ το ενδιάμεσο γέμισμα αποτελείται από χώμα και αργούς λίθους(4). Αυτή η τεχνική δόμησης σε φρουριακές υποδομές ήταν δημοφιλής στην αρχαία Ελλάδα, καθώς προσέδιδε ανθεκτικότητα και αντικραδασμική προστασία στην κατασκευή, αν και η εκτέλεση ενός τέτοιου έργου απαιτούσε μία αξιοσέβαστη χρηματική δαπάνη. Πάντως η λιθοδομή στην προκειμένη περίπτωση της Γονούσσας δεν χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα επιμελής, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν διαπιστώνεται μία τυποποιημένη κατεργασία στους δόμους, οι οποίοι παρουσιάζονται σε διάφορα μεγέθη και μόνο τα μεγαλύτερα κενά ανάμεσά τους πληρώνονται από πέτρινες σφήνες. Η δε σταθερότητά της εξασφαλίζεται από συγκρατητικούς δόμους σχήματος «L». Επίσης εκτιμάται ότι το οικοδομικό υλικό προέρχεται από κάποια κοντινή τοποθεσία λατόμευσης.




Εικόνα 10: Υπολείμματα αδιάγνωστης λιθοδομής στη νοτιοανατολική πλευρά της βραχώδους ακρώρειας, τα οποία δεν μπορούν να προσδιοριστούν αν ανήκουν σε ερειπωμένο τμήμα του αρχαίου οχυρωματικού περιβόλου ή αν πρόκειται για νεότερους αναλημματικούς τοίχους.


Στην νοτιοανατολική πλευρά της βραχώδους ακρώρειας εντοπίζονται δύο αδιάγνωστα τμήματα λιθοδομής, λίγο πριν τις κρημνώδεις καταπτώσεις. Ωστόσο, ο Γιάννης Λώλος κρίνει αυτά τα κατάλοιπα ως σποραδικά και ανεπαρκή για να προσδιορίσει αν ανήκουν σε τυχόν ερειπωμένα τείχη του νοτιοανατολικού περιβόλου ή αν πρόκειται για αναλημματικούς τοίχους τεχνητών πλατωμάτων, που διευθετήθηκαν σε νεότερους αιώνες για την καλλιέργεια δημητριακών.




Εικόνα 11: Τα κατάλοιπα του αμυντικού πύργου της βορειοδυτικής γωνίας του οχυρωματικού περιβόλου, όπως αποκαλύφθηκαν κατά την επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα το 1997 (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 12, σελίδα 228, εικόνα 4.58).


Ο αμυντικός πύργος στη βορειοδυτική αμβλεία γωνία του οχυρωματικού περιβόλου είναι κτισμένος σε υπερυψωμένο έδαφος. Εμφανίζει μία ελαφρώς τραπεζοειδή κάτοψη, χωρίς να διαθέτει λιθοδομή στην οπίσθια νότια πλευρά του προς το εσωτερικό, ενώ το μήκος εκάστης εκ των υπολοίπων πλευρών υπολογίζεται περί τα 5 μ.

Η θέση της πύλης του φρουρίου παραμένει αδιευκρίνιστη. Ορισμένοι από τους παλαιούς μελετητές θεωρούν ότι η κύρια είσοδος διαμορφωνόταν στον διαλαμβανόμενο βορειοδυτικό πύργο. Πράγματι, στη βόρεια πλευρά του διακρίνεται ένα κενό στην τοιχοποιία, αλλά οι σωζόμενοι δόμοι εκατέρωθεν του ανοίγματος, δεν είναι επαρκείς ώστε να είναι δυνατόν να πιστοποιηθεί αύτη η εκδοχή με απόλυτη βεβαιότητα. Ωστόσο, ο Γιάννης Λώλος διατυπώνει ότι η πύλη θα μπορούσε να τεθεί σε αυτό το σημείο με κάθε επιφύλαξη, καθώς φαίνεται να απουσιάζει κάποια άλλη εναλλακτική δομική ένδειξη στον οχυρωματικό περίβολο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη βραχώδη προεξοχή όπου απολήγουν τα βόρεια τείχη, σχηματίζεται μία αξιοπερίεργη οπή, αρκετά μεγάλη να περάσει ένα άτομο. Πρέπει να πρόκειται για ένα μάλλον φυσικό άνοιγμα, το οποίο εκλαμβάνεται από πολλούς ερευνητές ως «σπηλαιώδης» είσοδος ή τεχνητή πυλίδα διόδου στο εσωτερικό, χωρίς να αποκλείεται αυτό το ενδεχόμενο αν υποθέσουμε ότι υπήρχε και στην αρχαιότητα.





Εικόνα 12: Η οπή στη βραχώδη προεξοχή όπου απολήγουν τα βόρεια τείχη. Αυτό το μάλλον φυσικό άνοιγμα εκλαμβάνεται από πολλούς ερευνητές ως «σπηλαιώδης» είσοδος ή τεχνητή πυλίδα διόδου στο οχυρό. Με κόκκινο βέλος καταδεικνύεται η ένωση των τειχών με τη βραχώδη προεξοχή.


Περίπου 13 μ. εξωτερικά του οχυρωματικού περιβόλου προς τα βορειοδυτικά εντοπίζονται τα κατάλοιπα ενός ογκώδους τετράγωνου πύργου. Είναι ανεγερμένος πάνω σε ένα γήλοφο, έχοντας διαστάσεις 8 Χ 8 μ. Διατηρείται σε ένα μέγιστο ύψος 2 μ. στη νοτιοανατολική πλευρά του, που αντιστοιχεί σε έξι σειρές δόμων. Διαθέτει πανομοιότυπη ακανόνιστη τραπεζοειδή τοιχοποιία με το παρακείμενο φρούριο, πάχους περί το 1,50 μ., η οποία επίσης συνίσταται από δύο παράλληλα μέτωπα συνταιριασμένων ογκόλιθων με ενδιάμεσο χωμάτινο γέμισμα.

Κατά την επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα του 1997, εντός των αμυντικών τειχών που περικλείουν μία έκταση γύρω στα 2.000 τ.μ., δεν παρατηρήθηκε κανένα ίχνος αρχαίων κτιριακών θεμελιώσεων. Ανασύρθηκαν μόνο λιγοστά κεραμικά όστρακα από αγγεία και ένα κωνικό βαρίδιο αργαλειού (αγνύθα), τα οποία ανάγονται στο φάσμα των Κλασσικών χρόνων. Επίσης, ανακαλύφθηκαν μερικοί κέραμοι οροφής Λακωνικού τύπου, που μπορεί να προέρχονται από τη στέγη των ξύλινων εγκαταστάσεων στρατωνισμού της φρουράς του Σικυώνιου οχυρού.





Εικόνα 13: Η διατηρούμενη νοτιοανατολική πλευρά του ανεξάρτητου τετράγωνου πύργου, που βρίσκεται εκτός του οχυρωματικού περιβόλου του αρχαίου φρουρίου της Γονούσσας, όπως εντοπίστηκε κατά την επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα το 1997 (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 12, σελίδα 230, εικόνα 4.62).


Λίγα μέτρα νοτιότερα από τη βορειοανατολική γωνία του οχυρωματικού περιβόλου διακρίνεται μία λαξευμένη διαρρύθμιση, η οποία εκτιμάται ότι αποτελούσε το βασικό τμήμα της εγκατάστασης ενός ιδιάζοντος πιεστηρίου ελαίων (ελαιοτριβείο) ή αμπέλου (ληνός), όπως υποστηρίζει εύλογα ο Γιάννης Λώλος Στο συγκεκριμένο σημείο το βραχώδες υπόστρωμα υπέστη μία αρκετά επιμελή επεξεργασία, προκειμένου να διαμορφωθεί μία κάθετη γωνιακή διαμερισμάτωση. Στην κατακόρυφη επιφάνεια που προσμετράται σε 1 Χ 1 μ., είναι διανοιγμένη μία ορθογώνια υποδοχή, διαστάσεων 0,14 Χ 0,11 μ. και βάθους 0,10 μ., ενώ στην κάτωθεν οριζόντια επιφάνεια έχει λαξευτεί μία κυκλική λεκάνη διαμέτρου 0,45 μ. και βάθους 0,40 μ., που φαίνεται να διαθέτει και λαξευμένο περίζωμα. Σύμφωνα λοιπόν με την εργονομική ερμηνεία, στην ορθογώνια υποδοχή προσαρμοζόταν το ένα άκρο ενός ξύλινου μοχλού, κάτω από τον οποίο τοποθετούνταν εύκαμπτα καλάθια ή κοφίνια γεμάτα με ελιές ή σταφύλια στερεωμένα επί του περιζώματος και κατόπιν συμπιέζονταν με τη χρήση βαρέων αντίβαρων, που αγκιστρώνονταν στο άλλο άκρο. Το δε παραγόμενο υγρό προϊόν μπορούσε να αντληθεί από τη λεκάνη με μικρούς κάδους και διοχετευτεί σε πήλινα αγγεία.

Ο Ιωάννης Πέππας παραθέτει μία εναλλακτική εκδοχή για την υπόψη διαρρύθμιση, καθώς διατείνεται ότι η λεκάνη πληρωνόταν με την υγρή καύσιμη ύλη της φρυκτωρίας του οχυρού και στο λαξευμένο περίζωμά της εφαπτόταν ένα ξύλινο κάλυμμα. Επίσης, ισχυρίζεται ότι η άνωθεν ορθογώνια οπή προοριζόταν για τη στήριξη μίας ξύλινης στέγης. Αν καταστεί αποδεκτή αυτή αρκετά ευφάνταστη υπόθεση, τότε η λαξευμένη κατασκευή συνιστά ένα ιδιαιτέρως σπάνιο εύρημα. Μολονότι, αναμφίβολα η κορυφή του βραχώδους εξάρματος υπείχε ρόλο φρυκτωρίας, εντούτοις είναι εξαιρετικά αμφίβολο να ισχύει η άποψη του Πέππα, με δεδομένο ότι στην αρχαιότητα για τη μετάδοση φωτεινών σημάτων χρησιμοποιούνταν αναμμένοι πυρσοί ή πυρές ξύλων. Επιπλέον, η κάθετη γωνιακή διαμερισμάτωση της θέσης, θα περιόριζε αισθητά την παρατήρηση της φλόγας από όλες τις κατευθύνσεις, λαμβάνοντας υπόψη ότι επισκιάζεται και από τα παρακείμενα τείχη.



Εικόνα 14: Η λαξευμένη διαρρύθμιση νοτιότερα από τη βορειοανατολική γωνία του οχυρωματικού περιβόλου, η οποία εκτιμάται ότι αποτελούσε τμήμα της εγκατάστασης ενός ιδιάζοντος ελαιοτριβείου ή ληνού (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 12, σελίδα 43, εικόνα 1.20).


Όπως συνάγεται από το είδος της τοιχοποιίας σε συνάρτηση με την απουσία λείανσης στους δόμους(5), οι οχυρώσεις της Γονούσσας δύναται να χρονολογηθούν στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Ωστόσο, η συνύπαρξη του ανεξάρτητου πύργου και του οχυρού είναι αρκούντως αινιγματική, καθόσον έχουν το ίδιο περιμετρικό οπτικό πεδίο. Σύμφωνα με τη συναφή αρχαιολογική εξήγηση, ενδεχομένως να προηγήθηκε η ανέγερση του πύργου στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., ο οποίος σύντομα να κρίθηκε ως ανεπαρκής, με συνέπεια λίγο αργότερα να κατασκευαστεί το διπλανό οχυρωματικό έργο(6).

Ο σκοπός του αρχαίου φρουρίου ήταν πολλαπλός, προσδίδοντας σε αυτό μία αρκετά σημαίνουσα στρατηγική αξία. Πρωτίστως είχε στρατιωτική αποστολή στα επιχειρησιακά πλαίσια της αμυντικής οργάνωσης της Σικυώνιας χώρας. Από τη θέση του ελεγχόταν άμεσα ένα ορεινό δρομολόγιο, που έβαινε από τους ανατολικούς πρόποδες του υψώματος και οδηγούσε από την πόλη της Σικυώνας απευθείας στον Φλιούντα, διερχόμενο από το φημισμένο Ασκληπιείο της Τιτάνης. Από στρατιωτικής άποψης πρόκειται για έδαφος τακτικής σημασίας, καθώς παρέχεται άριστη εποπτεία σε ικανοποιητικό βάθος της κοιλάδας του ποταμού Ασωπού, του Φλιάσιου πεδίου και μέρους του παράκτιου διαδρόμου της σημερινής Βόχας, με αποτέλεσμα να γίνονται έγκαιρα αντιληπτές οι κινήσεις στρατευμάτων στον μεμακρυσμένο ορίζοντα και ιδιαίτερα από την κατεύθυνση του Φλιούντα. Επιπρόσθετα, η αμυντική υποδομή ήταν ενταγμένη στο τοπικό σύστημα εγκαίρου προειδοποιήσεως και συναγερμού μέσω φρυκτωριών σε επιλεγμένα μέρη, έχοντας ανταπόκριση στα νότια με το μεθοριακό οχυρό της Τιτάνης(7) σε απόσταση περί τα 1.180 μ. και στα βορειοανατολικά με τον μεμονωμένο πύργο που υπήρχε στην κορυφή του λόφου του Προφήτη Ηλία Παραδεισίου σε απόσταση γύρω στα 2.230 μ, ενώ έχει οπτική επαφή και με την περιοχή της Θυαμίας. Τέλος, εκτιμάται ότι χρησίμευε και για την προστασία των κατοίκων του σημαντικού αρχαίου οικισμού, ο οποίος εντοπίστηκε 350 μ. νοτιότερα στη χαμηλότερη τοποθεσία «Γκουργκιώνη», σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής, λειτουργώντας παράλληλα ως ακρόπολη.




Εικόνα 15: Από το αρχαίο φρούριο της Γονούσσας παρέχεται άριστη παρατήρηση προς Φλιάσιο πεδίο. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η θέση του μεθοριακού οχυρού της Τιτάνης, με το οποίο βρισκόταν σε άμεση οπτική επικοινωνία.


Ο Ιωάννης Πέππας υποστηρίζει ότι το αρχαίο φρούριο της Γονούσσας χρησιμοποιήθηκε και κατά τη μεσαιωνική εποχή, με το επιχείρημα ότι στην περιοχή φέρονται να εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες, μάλλον περί τα τέλη του 14ου αιώνα, οι οποίοι ίδρυσαν τον οικισμό με την αρβανίτικη επωνυμία Λιόπεσι. Επίσης, παραθέτει ότι τότε ο οχυρωματικός περίβολος διευρύνθηκε, περιχαρακώνοντας τη νότια κλιτύ του υψώματος, ενώ αποτύπωσε την υπόψη επέκταση στο αμφισβητούμενο σχεδιάγραμμά του. Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή, τα διαφαινόμενα μεσαιωνικά τείχη έχουν πάχος 1,50 μ. και είναι δομημένα από αργούς λίθους και ογκόλιθους με αμελή τοιχοποιία, αλλά είναι δύσκολο να ανιχνευτούν λόγω της πυκνής βλάστης από πουρνάρια. Όμως αυτά τα δεδομένα δεν επιβεβαιώνονται από την επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα του 1997 στην τοποθεσία, δημιουργώντας αμφιβολίες ως προς αξιοπιστία τους. Πάντως, στους νοτιοανατολικούς πρόποδες υφίστανται αδιάγνωστοι τοίχοι από αργολιθοδομή, νεότερης περιόδου από την αρχαιότητα, για τα οποία είναι απαραίτητη η αποσαφήνιση της χρονολόγησης και της χρηστικότητάς τους (νεότεροι αναλημματικοί τοίχοι ή τμήμα μεσαιωνικής οχύρωσης;), προκειμένου να εξακριβωθούν ή να απορριφθούν οριστικά οι πληροφορίες του Πέππα.




Εικόνα 16: Αδιάγνωστος τοίχος από αργολιθοδομή, που εντοπίζεται στους νότιους πρόποδες του υψώματος του φρουρίου της Γονούσας, ο οποίος δεν χρονολογείται στους αρχαίους χρόνους, παραπέμποντας εφελκυστικά σε μία μεσαιωνική κατασκευή.


Όσον αφορά την ακριβή γεωγραφική ταύτιση της θέσης της Ομηρικής Γονόεσσας (Γονούσσας), πρόκειται για ένα ιδιαίτερα επίμαχο ζήτημα, που έχει προκαλέσει πλείστες συζητήσεις και διχογνωμίες στους επιστημονικούς και ερευνητικούς κύκλους. Η πόλη περιλαμβάνεται στον λεγόμενο «κατάλογο των νηών» της «Ιλιάδας», μαζί με τις πόλεις του βασιλείου των Μυκηνών, οι οποίες έλαβαν μέρος στην Τρωική εκστρατεία υπό τον Αγαμέμνονα. Οι σχετικοί στίχοι έχουν ως εξής: «Εκείνοι που είχαν τις Μυκήνες, την καλοχτισμένη πολιτεία, και την πλούσια Κόρινθο και τις καλοχτισμένες Κλεωνές, και ζούσαν στις Ορνειές και στην όμορφη Αραιθυρέη και στην Σικυώνα, όπου πρώτα βασίλευε ο Άδραστος, και εκείνοι που είχαν την Υπερησία και την ψηλή Γονούσα και την Πελλήνη, και όσοι κατοικούσαν στο Αίγιο και σε όλη την έκταση του Αιγιαλού, και γύρω στην πλατιά Ελίκη, σ᾿ αυτών τα εκατό καράβια αρχηγός ήταν ο βασιλιάς Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα»(8).

Από την παραπάνω καταγραφή του Ομήρου εξάγονται δύο τοπογραφικά στοιχεία σχετικά με τη Γονούσσα. Το πρώτο είναι ότι η πόλη πρέπει να βρισκόταν σε ορεινό μέρος, καθόσον χαρακτηρίζεται στο πρωτότυπο κείμενο ως «αιπεινή Γονόεσσα», που αποδίδεται στα νέα ελληνικά ως «ψηλή Γονούσσα». Εννοιολογικά, το επίθετο «αιπεινής/ός» όταν συνόδευε ονόματα πόλεων προσδιόριζε πως ήταν κτισμένες σε μεγάλο υψόμετρο με ενδεχομένως δύσκολη πρόσβαση, ενώ όταν αφορούσε βουνά σήμαινε ότι ήταν απόκρημνα(9). Το δεύτερο στοιχείο προκύπτει έμμεσα από τη σειρά των Ομηρικών πόλεων στους στίχους. Η Γονούσσα απαριθμείται μετά την Υπερησία (Αίγειρα) και πριν την Πελλήνη, υποδηλώνοντας έμμεσα ότι η θέση της θα πρέπει να αναζητηθεί ανάμεσά τους, όπως υποστηρίζουν αρκετοί μελετητές. Ωστόσο, αυτή η άποψη κρίνεται μάλλον ως αμφίσημη, καθώς η διαδοχή των προηγούμενων πόλεων (Μυκήνες, Κόρινθος, Κλεωνές, Ορνειές, Αραιθυρέη και Σικυώνα) δεν φαίνεται να υποδηλώνει κάποια σαφή χωροταξική αλληλουχία. Ίσως θα ήταν πιο δόκιμη η παραδοχή ότι η περιφέρεια της Γονούσσας ήταν απλώς όμορη με την επικράτεια είτε της Υπερησίας, είτε της Πελλήνης, αλλά δεν συνόρευε και με τις δύο.




Εικόνα 17: Τμήμα των δυτικών τειχών του αρχαίου οχυρού της Γονούσσας, η ανέγερση του οποίου χρονολογείται στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ.


Ορισμένες πληροφορίες για την Γονούσσα λαμβάνουμε από τον διάσημο αρχαίο περιηγητή Παυσανία σε τρία αποσπάσματα του συγγράμματός του «Ελλάδος Περιήγησις». Σε δύο από αυτά αναφέρεται στον τύραννο της Κορίνθου Κύψελο (π. 695–627 π.Χ.), επισημαίνοντας ότι ο πατέρας του Μέλανας και οι πρόγονοι του κατάγονταν «εκ Γονούσσης της υπέρ Σικυώνος»(10). Από τη συγκεκριμένη μαρτυρία επιβεβαιώνεται ότι η επιζητούμενη Ομηρική πόλη βρισκόταν σε ορεινή τοποθεσία και μάλιστα σε κάποιο υψηλότερο σημείο πάνω από τη Σικυώνα, με την οποία συνάγεται πως την περίοδο του Τρωικού πολέμου είχαν διαφορετικές όμορες επικράτειες. Υπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να συνόρευε η Γονούσσα με τη μεμακρυσμένη Υπερησία (Αίγειρα), με δεδομένο ότι ανάμεσα στην τελευταία και τη Σικυώνα εκτεινόταν η επικράτεια της Πελλήνης, που το επίνειο της στον Κορινθιακό κόλπο ήταν οι Αριστοναύτες στην περιοχή «Γιαρένη» ανατολικά του σημερινού Καμαρίου Ξυλοκάστρου.

Στο τρίτο εδάφιο του Παυσανία το όνομα της Γονούσσας εμφανίζεται ελαφρώς παραλλαγμένο. Ειδικότερα παρατίθεται ότι: «Ανάμεσα στην Αίγειρα και στην Πελλήνη υπήρχε μία πόλη που υποτάχθηκε στη Σικυώνα. Αποκαλείτο ως Δονούσσα και ερημώθηκε από τους Σικυώνιους. Λένε ότι τη μνημόνευσε ο Όμηρος στον κατάλογο εκείνων που μαζί με τον Αγαμέμνονα δημιούργησαν ένα έπος: ¨Αυτοί από την Υπερησία και την υψηλή Δονόεσσαν¨. Το όνομα της το μεταποίησε ο Πεισίστρατος ή κάποιος εταίρος του από άγνοια, όταν ο πρώτος συνάθροιζε όλα τα έργα του Ομήρου, τα οποία μέχρι τότε ήταν άλλα διάσπαρτα και άλλα απομνημονευμένα»(11). Από την υπόψη αφήγηση δεν καθίσταται σαφές αν η αυθεντική ονομασία της Ομηρικής πόλης ήταν Δονούσσα (Δονόεσσα) και αλλάχτηκε από τον τύραννο των Αθηνών Πεισίστρατο (π. 600–527 π.Χ.) σε Γονούσσα (Γονόεσσα) ή το αντίστροφο. Ο δε αρχαίος περιηγητής την τοποθετεί μεταξύ της Αίγειρας και της Πελλήνης, αποδεχόμενος τη σειρά των πόλεων στον «κατάλογο των νηών» ως γεωγραφικό δεδομένο. Επίσης, αντλείται η ουσιώδης πληροφορία ότι είχε καταστραφεί από τους Σικυώνιους, χωρίς να παρέχεται κάποιο χρονολογικό στοιχείο για αυτό το γεγονός. Πάντως, σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις, ο Παυσανίας δεν επισκέφτηκε την περιοχή της Γονούσσας ή Δονούσσας κατά τις περιοδείες του στην Πελοπόννησο, για να έχει ιδία τοπογραφική άποψη, ίσως γιατί η πόλη δεν υφίστατο πλέον στην εποχή του τον 2ο αιώνα μ.Χ., καθώς φαίνεται να αναφέρεται αόριστα σε ένα οικισμό του απώτερου παρελθόντος.




Εικόνα 18: Τμήμα των βόρειων τειχών του οχυρωματικού περιβόλου, που διασώζεται από τρεις έως πέντε σειρές λίθινων δόμων, ενώ το μέγιστο διακρινόμενο ύψος του ανέρχεται στα 2 μ.


Από τον πρώιμο 19ο αιώνα πλείστοι Ευρωπαίοι περιηγητές επιδόθηκαν σε μία αναζήτηση των Ομηρικών πόλεων, αρχαιοελληνικών τοποθεσιών και μνημείων, που μνημονεύονταν στις πρωτογενείς πηγές(12). Σε μία από τις περιηγήσεις του στην Πελοπόννησο μεταξύ των ετών 1804–1806, ο Βρετανός αρχαιολόγος William Gell (1777–1836) διερχόμενος από τις Καμάρες (Καμάρι Ξυλοκάστρου), καταγράφει στο οδοιπορικό του ότι «σε μία ψηλή κορυφή πάνω από τις Καμάρες υπάρχει μία εκκλησία, αποκαλούμενη ως Παναγία της Κορυφής, στην θέση της οποίας μερικοί υποθέτουν ότι βρισκόταν η Γονόεσσα»(13). Πρόκειται για το πυργοειδές ύψωμα της σημερινής Ιεράς Μονής της Παναγίας της Κορφιώτισσας (υψόμετρο 731 μ.), που δεσπόζει πάνω από το παράκτιο πεδίο. Με αυτή την εκδοχή συντάχθηκαν κατόπιν και οι William Martin Leake, ο Ernst Curtius, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής και άλλοι ακαδημαϊκοί, βασιζόμενοι στη φιλολογική διαδοχή των πόλεων στην «Ιλιάδα» και τη συναφή εικασία του Παυσανία.

Μολονότι η κωνική και απότομη εδαφική έξαρση της Παναγίας της Κορφιώτισσας ταιριάζει με τον Ομηρικό χαρακτηρισμό «ψηλή Γονόεσσα», η ταυτοποίησή της αποδεικνύεται αρκετά προβληματική. Από τις επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην επίπεδη κορυφή, από τον Αμερικανό αρχαιολόγο John K. Anderson(14) το 1974 και μεταγενέστερα από τον Γιάννη Λώλο, δεν ανακαλύφθηκαν κεραμικά όστρακα ή κάποιο άλλο αντικείμενο της αρχαιότητας. Αυτή η παντελής απουσία θα μπορούσε να αποδοθεί στη σύγχρονη χωματουργική διευθέτηση του πλατώματος, προκειμένου να ανεγερθούν οι εγκαταστάσεις του μοναστηριού, η οποία εξάλειψε κάθε ίχνος αρχαίας κατοίκησης. Εντούτοις, η διαλαμβανόμενη έκταση κρίνεται ως πολύ περιορισμένη για να αναπτυχθεί μια πρωτεύουσα ευμεγέθης πόλη των ύστερων Μυκηναϊκών χρόνων (14ος–12ος αιώνες π.Χ.), όπως θεωρητικά θα πρέπει να ήταν η Ομηρική Γονόεσσα (Γονούσσα). Επιπλέον, το επιβλητικό ύψωμα της Κορφιώτισσας βρίσκεται ξεκάθαρα εντός της επικράτειας της Πελλήνης, καθώς παρεμβάλλεται στο ζωτικό έδαφος ανάμεσα στην πολεοδομική θέση της τελευταίας και το επίνειο αυτής, τους Αριστοναύτες, καθιστώντας παράδοξη την πιθανή παρουσία μίας ενδιάμεσης αυτόνομης πόλης, η οποία θα έπρεπε να διαθέτει ξεχωριστό παρακείμενο λιμένα.



Εικόνα 19: Δορυφορική αποτύπωση της περιοχής της σημερινής Γονούσσας, όπου επισημαίνονται οι εντοπισμένες αρχαίες θέσεις των Κλασσικών χρόνων. (1): Σικυώνιο φρούριο. (2): οικισμός θέσης «Γκουργκιώνη», (3): οικισμός θέσης «Άγιος Δημήτριος».


Ως εναλλακτική λύση του τοπογραφικού προσδιορισμού της Γονόεσσας ή Δονόεσσας έχει υποδειχθεί η θέση «Ταράτσες», μεταξύ του υψώματος της Κορφιώτισσας και του Καμαρίου. Στο ευρύ πλάτωμα (υψόμετρο 100 μ.) εντοπίστηκαν το 1959 τα κατάλοιπα ορισμένων αρχαίων κτισμάτων του 5ου–4ου αιώνα π.Χ. από τον τότε έφορο αρχαιοτήτων Αργολιδοκορινθίας Νικόλαο Βερδελή, ο οποίος πρότεινε κάπως επιπόλαια την ταύτιση του χώρου με την Ομηρική πόλη. Κατά την επιτόπια εξέταση του Γιάννη Λώλου, εδραιώθηκε η ύπαρξη ενός εκτενούς οικισμού της Κλασσικής εποχής, αλλά ανάμεσα στην πληθώρα της κεραμικής δεν παρατηρήθηκε κανένα αγγειακό θραύσμα, που να μπορεί να θεωρηθεί ως Μυκηναϊκό, αναιρώντας πρακτικά την εισήγηση του Βερδελή. Την ίδια χρονολογική διαπίστωση για τις «Ταράτσες» έκανε και ο John K. Anderson, ο οποίος εξέφρασε την γνώμη ότι η Γονούσσα θα έπρεπε να τοποθετηθεί στον λόφο του Αγίου Παντελεήμονα, περί τα 900 μ. δυτικότερα, όπου είχε ανακαλύψει μερικά κεραμικά όστρακα, πιθανώς της Πρωτοελλαδικής (3200/3000–2000 π.Χ.) και της Υστεροελλαδικής περιόδου (1600–1050/1025 π.Χ.). Όμως η έκταση του υπόψη μέρους είναι πολύ μικρή για να αντιστοιχιστεί με μία πολιτεία τόσο εύρωστη, ώστε να συμπεριληφθεί στον «κατάλογο των νηών».

Στον αντίποδα ο Conrad Bursian στα μέσα του 19ου αιώνα, προέβη στην ενδεχόμενη διασύνδεση του αρχαίου φρουρίου στο Λιόπεσι με την Ομηρική Γονόεσσα, ίσως έχοντας υπόψη του και το σχετικό χαρακτικό του Otto Magnus von Stackelberg. Αν και ήταν ήδη τεκμηριωμένο ότι οι οχυρώσεις χρονολογούνταν στους Κλασσικούς χρόνους, εντούτοις η εικασία του περιέπλεξε περισσότερο το τοπογραφικό ζήτημα στους επιστημονικούς κύκλους και η καταλυτική επίδρασή της φαίνεται ότι επέφερε τη μετονομασία του χωριού σε Γονούσσα, σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα της 11ης Σεπτεμβρίου 1928 (ΦΕΚ 193 Α’/20–9–1928), κατόπιν γνωμοδότησης της Επιτροπείας Τοπωνυμίων της Ελλάδος του Υπουργείου Εσωτερικών. Αυτή την εκδοχή ασπάζεται και ο τοπικός ιστορικός ερευνητής Γεώργιος Κασκαρέλης, συνεκτιμώντας τον βαθμό αβεβαιότητας ταυτοποίησης του υψώματος της Κορφιώτισσας και με ενδεικτικό επιχείρημα τα ευρήματα της επιφανειακής αρχαιολογικής έρευνας στην ευρύτερη αγροτική περιοχή.



Εικόνα 20: Απόσπασμα του ΦΕΚ 193 Α’/20–9–1928 στο οποίο δημοσιεύεται η μετονομασία του οικισμού Λιόπεσι σε Γονούσσα.


Κατά την ενδελεχή επισκόπηση του Γιάννη Λώλου εντοπίστηκαν τα ίχνη ενός ευμεγέθους αρχαίου οικισμού στη θέση «Γκουργκιώνη» (υψόμετρο 550–600 μ.), σε απόσταση περί τα 350 μ. νότια του υψώματος του οχυρού της σημερινής Γονούσσας, ο οποίος καταλάμβανε ένα εμβαδόν περί τα 19,50 στρέμματα, με εδαφική κλίση ανατολικά προς την κοιλάδα του ποταμού Ασωπού(15). Σε ολόκληρη τη διαλαμβανόμενη έκταση διακρίνονται διάσπαρτοι πολυάριθμοι κατεργασμένοι λίθινοι δόμοι εντός των ελαιώνων και αμπελώνων, προερχόμενοι σαφώς από κτιριακές εγκαταστάσεις της αρχαιότητας. Σε δύο σημεία αναγνωρίστηκαν τα κατάλοιπα δύο μνημειωδών αναλημματικών τοίχων, που θεωρούνται βασικές κατασκευές αντιστήριξης για οικισμούς, οι οποίοι αναπτύσσονται σε επικλινείς πλαγιές. Ο ένας εξ’ αυτών απαρτίζεται από τρεις σειρές δόμων, ακανόνιστης τοιχοποιίας, έχοντας μέγιστο ορατό ύψος 1,30 μ., αλλά το σωζόμενο μήκος του δεν κατέστη δυνατόν να προσμετρηθεί, καθόσον στο μεγαλύτερο μέρος του καλύπτεται από πυκνή βλάστηση. Περίπου 60 μ. νοτιότερα βρίσκεται ο δεύτερος αναλημματικός τοίχος μήκους τουλάχιστον 23 μ., αποτελούμενος επίσης από τρεις σειρές δόμων, όμως τραπεζοειδούς τοιχοποιίας, με ανταποκρινόμενο ύψος 1,45 μ. Επιπλέον, έξι μέτρα νοτιότερα από τον πρώτο τοίχο υφίσταται μία κυκλική λεκάνη (δεξαμενή;), διαμέτρου 1,28 μ., της Υστερορρωμαϊκής–Βυζαντινής περιόδου. Είναι κτισμένη από αργούς λίθους και τούβλα, ενώ η εσωτερική επιφάνεια της επικαλύπτεται από αδιάβροχο κονίαμα(16).




Εικόνα 21: Τμήμα αρχαίου αναλημματικού τοίχου όπως επισημάνθηκε κατά την επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα του 1997 στη θέση «Γκουργκιώνη», όπου εντοπίζονται τα ίχνη ενός ευμεγέθη οικισμού, οποίος άκμασε στους Κλασσικούς χρόνους (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 12, σελίδα 315, εικόνα 5.34).


Στη θέση «Γκουργκιώνη» παρατηρήθηκε αρκετή επιφανειακή κεραμική. Σε έναν ελαιώνα που τότε είχε φυτευτεί πρόσφατα, η πυκνότητά της ήταν μεγάλη και το αρχαιολογικό υλικό ήταν σε καλή κατάσταση διατήρησης. Ειδικότερα αποκομίστηκαν ένας πόδας Μυκηναϊκού κύλικα, ένα Γεωμετρικό όστρακο σώματος αγγείου με γραμμική διακόσμηση, μία βάση Αττικού κύλικα (6ος–5ος αιώνας π.Χ.), ένας Κορινθιακός κρατήρας και θραύσματα από πίθο με ανάγλυφη διακόσμηση των Κλασσικών χρόνων, πολλά μελάμβαφα και καφέ–μελάμβαφα όστρακα σώματος, το κάτω άκρο ενός Κορινθιακού αμφορέα (τύπου Α’), τμήμα από μία λεκάνη της πρώιμης Ρωμαϊκής περιόδου, ένας λαιμός από ένα Ρωμαϊκό αμφορέα μεταφοράς, τεμάχια από Ρωμαϊκά πιάτα, κούπες με χοντρά τοιχώματα, στάμνες, κρατήρες ανάμειξης κρασιού, καθώς και από μαγειρικά σκεύη, ραβδωτά όστρακα σώματος δοχείων της ύστερης αρχαιότητας και των Μεσαιωνικών χρόνων, ένα Μεσοβυζαντινό όστρακο με κρεμ εφυάλωση και ένα θραύσμα από εφυαλωμένο σκεύος με έγχρωμη εγχάρακτη διακόσμηση (sgrafittto ware), των μέσων του 12ου αιώνα, και λίγα εφυαλωμένα όστρακα των ύστερων Μεσαιωνικών χρόνων, ένα εκ των οποίων με λευκή εφυάλωση, πιθανώς του 17ου αιώνα. Επίσης, στην τοποθεσία βρέθηκαν κωνικά βαρίδια αργαλειού (αγνύθες) του πρώιμου 5ου αιώνα π.Χ., δύο θραύσματα λύχνων, εκ των οποίων ένα χερούλι προέρχεται από Ρωμαϊκό λύχνο της αυτοκρατορικής περιόδου (27 π.Χ.–476 μ.Χ.), καθώς και κέραμοι στέγασης, κυρτοί και καλυπτήριοι, που η πλειονότητα τους ανάγεται στη Ρωμαϊκή–Υστερορρωμαϊκή και Μεσαιωνική εποχή.

Σύμφωνα με τα παραπάνω ευρήματα, τεκμαίρεται μία πρόδηλη συνέχεια κατοίκησης στη θέση «Γκουρκιώνη» σχεδόν σε όλες τις ιστορικές περιόδους, από την Υστεροελλαδική (Μυκηναϊκή) εποχή έως και τη Μεταβυζαντινή περίοδο. Όμως, η ανακάλυψη μόνο ενός πόδα από Μυκηναϊκό κύλικα, αποτελεί εξαιρετικά πενιχρή υπόδειξη για πιστοποιηθεί η ύπαρξη μίας Μυκηναϊκής κώμης και πολύ περισσότερο μίας άλκιμης Ομηρικής πόλης, όπως η εξεταζόμενη περίπτωση της Γονόεσσας (Γονούσσα)/Δονόεσσας. Ο δε συγκεκριμένος οικισμός φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερη ακμή κυρίως στους Κλασσικούς χρόνους, στους οποίους ανάγεται και η ανέγερση του αρχαίου φρουρίου στο παρακείμενο ύψωμα.




Εικόνα 22: Αρχαία κτιριακή θεμελίωση στη θέση «Άγιος Δημήτριος», σε απόσταση περί τα 970 μ. βορειοανατολικά του αρχαίου φρουρίου, όπου σύμφωνα με τις επιφανειακές ενδείξεις αναπτυσσόταν ένας εκτενής οικισμός με ιερό, αναγόμενος κυρίως στην Κλασσική εποχή (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 12, σελίδα 408, εικόνα 6.22).


Τα κατάλοιπα ενός δεύτερου εκτενούς αρχαίου κατοικημένου τόπου ανιχνεύτηκαν στην ελαιόφυτη τοποθεσία «Άγιος Δημήτριος» (υψόμετρο 480 μ.), ισαπέχοντας περίπου 970 μ. στα βορειοανατολικά τόσο από το ύψωμα του φρουρίου, όσο και από τη θέση «Γκουργκιώνη». Απλωνόταν σε μία έκταση περί τα 28 στρέμματα, αντικρίζοντας επίσης την κοιλάδα του ποταμού Ασωπού προς τα ανατολικά(17). Σε μία συστάδα κυπαρισσιών γύρω στα 130 μ. δυτικά από το εξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου, διακρίνονται οι θεμελιώσεις δύο αρχαίων τοίχων εκατέρωθεν της όδευσης ενός διερχόμενου αγροτικού δρόμου. Η μία διατηρείται σε μήκος 6 μ., και συνίσταται από δύο σειρές ακανόνιστων λίθινων δόμων, φθάνοντας σε ένα ύψος 0,70 μ. Η δεύτερη διασώζεται πολύ αποσπασματικά σε μία σειρά δόμων, μήκους μόλις 1,76 μ. και ύψους 0,20 μ.(18). Το οικοδόμημα στο οποίο ανήκε το πρώτο λίθινο κρηπίδωμα εκτιμάται ότι ίσως να ήταν ένα αρχαιοελληνικό ιερό, καθώς εντός του αλσυλλίου κυπαρισσιών βρέθηκαν πολλά όστρακά από αναθηματικές μικρογραφίες αγγείων. Εκτός αυτών των αρχιτεκτονικών τμημάτων, σε διάφορα σημεία των υφιστάμενων ελαιώνων εντοπίζονται τετραγωνισμένοι ογκώδεις δόμοι, κροκαλοπαγούς πετρώματος, προερχόμενοι προφανώς από αρχαία κτίσματα.

Η διασκορπισμένη επιφανειακή κεραμική στην πλαγιά διαπιστώθηκε ότι ήταν υψηλή και σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης. Ανάμεσα στα δείγματα που περισυλλέχθηκαν συγκαταλέγονται ένα θραύσμα από Γεωμετρικό κρατήρα, μία Αρχαϊκή λαβή αγγείου με σταμπωτή διακόσμηση, λαβές αμφορέα, θραύσματα πίθων με ανάγλυφα σχέδια, τεμάχια από λεκάνες, θραύσματα από Ρωμαϊκά μαγειρικά σκεύη και λίγα ραβδωτά όστρακα σώματος δοχείων, καθώς και μερικά νεότερα κεραμικά όστρακα πιθανώς των Μεταβυζαντινών χρόνων. Στη δε συστάδα των κυπαρισσιών το συναφές υλικό ήταν πιο εκλεπτυσμένο, περιλαμβάνοντας ραβδωτά όστρακα από κανθάρους και οινοχόες, θραύσματα από κοτύλες και κύπελλα με διπλές λαβές (δίωτα), μερικά μελάμβαφα όστρακα και μικρογραφίες αγγείων (κρατήρες και κοτύλες) της Κλασσικής εποχής. Επιπλέον ανακαλύφθηκαν ένα κωνικό βαρίδι αργαλειού (αγνύθα) των Κλασσικών ή Ελληνιστικών χρόνων και ένα αντίστοιχο δισκοειδές 4ου–3ου αιώνα π.Χ., όπως και ένα κομμάτι από πήλινο αγαλματίδιο αλόγου, ενώ επισημάνθηκαν πολλά θραύσματα κυρτών κεράμων στέγασης Λακωνικού τύπου και λίγοι κέραμοι της Μεσαιωνικής περιόδου(19).

Από την χρονολόγηση των κεραμικών αντικειμένων, συμπεραίνεται ότι η τοποθεσία «Άγιος Δημήτριος» κατοικείτο από τους Γεωμετρικούς χρόνους έως τη Μεταβυζαντινή περίοδο, ενώ έφθασε στη μέγιστη αστική ανάπτυξη κατά την Κλασσική εποχή. Ωστόσο ο υπόψη αδιάγνωστος οικισμός με το εκτιμώμενο ιερό δεν συνδέεται με τη Γονόεσσα (Γονούσσα)/Δονόεσσα της «Ιλιάδας», με δεδομένο ότι απουσιάζει εντελώς οποιαδήποτε αρχαιολογική ένδειξη, που να παραπέμπει στους Μυκηναϊκούς χρόνους.




Εικόνα 23: Τμήμα των διατηρούμενων βόρειων αμυντικών τειχών του αρχαίου φρουρίου, το οποίο εκτός από τον καθαρά στρατιωτικό σκοπό του, ενδεχομένως να λειτουργούσε και ως ακρόπολη για τους κατοίκους του παρακείμενου οικισμού στη θέση «Γκουργκιώνη».


Συνοψίζοντας το τοπογραφικό πρόβλημα της ταύτισης της Ομηρικής πόλης παραμένει μετέωρο. Η διαδεδομένη εκδοχή του υψώματος της Παναγίας της Κορφιώτισσας μάλλον στερείται λογικοφανούς υπόβαθρου, επειδή το πλάτωμα της ακρώρειάς του είναι πολύ περιορισμένο, έτσι ώστε να φιλοξενήσει έναν πολυπληθή πολεοδομικό τομέα της θεωρητικής τάξεως της Γονόεσσας (Γονούσσας)/Δονόεσσας. Επιπρόσθετα, κατά την επιφανειακή έρευνα δεν παρατηρήθηκε κάποιο αρχαίο κεραμικό ή δομικό υλικό, γεγονός που υποδηλώνει ευθέως ότι το μέρος δεν εμφανίζει αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Η γειτονική θέση «Ταράτσες» Καμαρίου επίσης θα πρέπει να απορριφθεί, καθόσον δεν παρουσιάζει κανένα απολύτως ίχνος Μυκηναϊκής κατοίκησης. Λόγω της προφανούς στενότητας του χώρου αποκλείεται και η δυτικότερη τοποθεσία του λόφου του Αγίου Παντελεήμονα, επί του οποίου ενδεχομένως να είχε δημιουργηθεί ένας μικρός οικισμός την Πρωτοελλαδική και την Υστεροελλαδική περίοδο. Εξάλλου, και οι τρεις προαναφερθείσες θέσεις εκτιμάται ότι πιθανότατα περιλαμβάνονταν στην επικράτεια της Πελλήνης, με δεδομένο ότι βρίσκονται σε άμεση εγγύτητα του νοητού άξονα που ενώνει την τελευταία και τον λιμένα αυτής, τους Αριστοναύτες (περιοχή Καμαρίου Ξυλοκάστρου). Άρα λοιπόν αποτελούσαν εδάφη τακτικής σημασίας επηρεάζοντας στρατηγικά την αμυντική οργάνωση της Πελλήνης.

Αν θεωρήσουμε ότι η σειρά παράθεσης των Ομηρικών πόλεων στον «κατάλογο των νηών», δεν εμφαίνει απαραίτητα μία γεωγραφική διαδοχή και προβούμε στην παραδοχή ότι η Γονόεσσα (Γονούσσα)/Δονόεσσα ήταν όμορη με την Πελλήνη, τότε ίσως να είναι πιο εύλογο να αναζητηθεί το μέρος της πρώτης σε ανατολικότερη κατεύθυνση(20). Σε αυτή την άποψη συνηγορεί η μαρτυρία του Παυσανία ότι η πόλη βρισκόταν πάνω από τη Σικυώνα και συνεπώς συνόρευε με αυτή, ενώ ένας δεύτερος τοπογραφικός προσδιορισμός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση είναι ότι χαρακτηρίζεται ως «υψηλή», δηλαδή ήταν κτισμένη σε ορεινό έδαφος. Επιπλέον, σημειώνεται πως κατά τη Υστεροελλαδική (Μυκηναϊκή) εποχή η περιφέρεια της Πελλήνης φέρεται να εκτεινόταν προς τα νοτιοανατολικά έως το επίμηκες όρος Βέσιζα. Άλλωστε, είναι ενδεικτικό ότι κατά την αρχαιότητα στον σημερινό κάμπο του Κλημεντοκαισαρίου σχηματιζόταν μία ελώδης λίμνη, η οποία ονομαζόταν Πελλήνη, ακόμα και στους νεότερους χρόνους πριν την αποστράγγισή της στα 1884–1885. Ένα άλλο ιστορικό στοιχείο που υποδεικνύει την εγγύτητα της Γονόεσσας (Γονούσσας)/Δονόεσσας με τη Σικυώνα, είναι ότι κάποια μεταγενέστερη χρονική στιγμή καταστράφηκε από τους Σικυώνιους, οι οποίοι πιθανότατα ήθελαν να αυξήσουν την επικράτεια τους, ενώ ίσως λίγο αργότερα να επιτέθηκαν και στους Πελληναίους, σταθεροποιώντας το φυσικό σύνορο μεταξύ τους στον ποταμό Σύθα.




Εικόνα 24: Τμήμα των δυτικών τειχών, ακανόνιστης τραπεζοειδούς τοιχοποιίας, έχοντας πλάτος περί τα 1,60 μ.


Σε αυτή την περίπτωση έρχονται στο προσκήνιο οι οικισμοί στις θέσεις «Γκουργκιώνη» και «Άγιος Δημήτριος», στην αγροτική περιοχή του τωρινού χωριού Γονούσσα, όπως έχει υποστηριχτεί πρόσφατα, με την υποτιθέμενη ακρόπολη να ανταποκρίνεται στο υφιστάμενο αρχαίο φρούριο. Τα δύο μέρη πληρούν τις τιθέμενες τοπογραφικές προϋποθέσεις για να αντιστοιχιστούν με την Γονόεσσα (Γονούσα)/Δονόεσσα, καθώς υπέρκεινται της Σικυώνας, ενώ κείτονται στις ανατολικές παρυφές του όρους Βέσιζα, γειτνιάζοντας με την εικαζόμενη Μυκηναϊκή επικράτεια της Πελλήνης. Ωστόσο, από τη συλλεχθείσα κεραμική και τα ευρεθέντα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δεν προκύπτουν αποδείξεις συστηματικής κατοίκησης στους Μυκηναϊκούς χρόνους, που να δικαιολογούν την παρουσία μία πρωτεύουσας πόλης, ενώ και οι δύο οικισμοί εκτιμάται ότι άκμασαν κατά την Κλασσική εποχή. Άρα λοιπόν θα πρέπει να αποκλειστεί αυτό το ελκυστικό ενδεχόμενο, στο οποίο προσέδωσε μία επίπλαστη εγκυρότητα η επισφαλής μετονομασία του χωριού Λιόπεσι το 1928, περιβάλλοντας και τα κατάλοιπα των οχυρώσεων, αφού παραβλέφθηκε η τεκμηριωμένη χρονολόγησή τους στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ.

Επιδιώκοντας να απαλείψει το τοπογραφικό αδιέξοδο, ο Γιάννης Λώλος προτείνει ως υποψήφια θέση για την Ομηρική πόλη τον λόφο της «Μαγούλας» (υψόμετρο 125 μ.), που υψώνεται αμέσως μετά τη βόρεια έξοδο του χωριού Θαλερό, με το επιχείρημα ότι είναι «υψιτενής» και «υπεράνω της Σικυώνας». Πράγματι, στο πλάτωμα της κορυφής του, εμβαδού περίπου 7,5 στρεμμάτων, διακρίνεται διάσπαρτη κεραμική σε υψηλή πυκνότητα, η οποία χρονολογείται στη Μεσοελλαδική και κυρίως στην Υστεροελλαδική (Μυκηναϊκή) εποχή, καταδεικνύοντας την παρουσία ενός σφριγηλού οικισμού. Μάλιστα το νεκροταφείο του ενδεχομένως να ήταν στην τοποθεσία «Φακές», γύρω στα 460 μ. βορειότερα, όπου ανακαλύφθηκαν τρεις προϊστορικοί θαλαμωτοί τάφοι. Όμως μάλλον και αυτή η εκδοχή τίθεται υπό αμφισβήτηση, καθόσον το ύψωμα της «Μαγούλας» απέχει περί τα 8 χιλιόμετρα σε εγκάρσια κατεύθυνση από το κεντρικό πεδίο της αρχαίας Σικυώνας και έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεσπόζει πάνω από αυτή.




Εικόνα 25: Τμήμα των δυτικών τειχών που καλύπτεται από πυκνή βλάστηση, όπως συμβαίνει και στο μεγαλύτερο μέρος του οχυρωματικού περιβόλου.


Κατά τη γνώμη του γράφοντος, ίσως θα πρέπει να εξεταστεί η περίπτωση να βρισκόταν η Γονόεσσα (Γονούσσα)/Δονούσα σε κάποιο ανεξερεύνητο μέρος στην περιοχή του Κρυονερίου, όπου υφίστανται αδιάσειστα Μυκηναϊκά πολιτιστικά μνημεία. Συγκεκριμένα, μόλις 100 μ. νότια από το Χριστιανικό κοιμητήριο εντοπίζονται τουλάχιστον 10 θαλαμοειδείς τάφοι, κλιμακούμενοι σε τρία εδαφικά επίπεδα με μέτωπο προς την κοιλάδα του ποταμού Ελισσώνα, που ανάγονται στην Υστεροελλαδική περίοδο ΙΙΙ (1400–1100 π.Χ.). Αναμφισβήτητα αυτή η διαρρυθμισμένη νεκρόπολη στο Κρυονέρι φανερώνει την ύπαρξη ενός σημαντικού οικισμού των Μυκηναϊκών χρόνων στην εγγύτητά της. Μάλιστα φαίνεται ότι αναπτύχθηκε εντός του χρονικού φάσματος στο οποίο εντάσσεται παραδοσιακά η Τρωική εκστρατεία, που θεωρείται ότι έλαβε χώρα γύρω στα τέλη του 13ου/αρχές 12ου αιώνα π.Χ.. Επιπλέον άλλη μία συστάδα 4 παρόμοιων τάφων της ίδιας χρονολόγησης, ανακαλύφθηκε στην κοντινή τοποθεσία «Άγιος Νικόλαος» περίπου 850 μ. νοτιότερα, ενισχύοντας αυτή την άποψη. Δεν είναι απίθανο να υποθέσουμε ότι η επιζητούμενη Ομηρική πόλη καταλάμβανε κάποιο υψίπεδο ανατολικά από τις δύο Μυκηναϊκές ταφικές θέσεις ή πλησίον αυτών, όντας σε ορεινό μέρος και ακριβώς πάνω από τη Σικυώνα, όπως μνημονεύεται η Γονόεσσα (Γονούσσα)/Δονούσα στις αρχαίες πηγές, αλλά με το πέρασμα των αιώνων απωλέσθηκε το πολεοδομικό αποτύπωμά της.

Το αρχαίο φρούριο στο σημερινό χωριό Γονούσσα αποτελεί μία αξιόλογη στρατιωτική υποδομή του πρώτου μισού του 4ου αιώνα π.Χ., καταδεικνύοντας την άρτια αμυντική οργάνωση της Σικυώνιας επικράτειας με την ανέγερση οχυρών και πύργων–φρυκτωριών σε υψώματα τακτικής σημασίας, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω οπτικών και φωτεινών σημάτων (φρυκτωριών). Δυστυχώς, τόσο ο οχυρωματικός περίβολος, όσο και ο ανεξάρτητος πύργος καλύπτονται από πυκνή βλάστηση, με αποτέλεσμα να καθίσταται σχεδόν αδύνατη η παρατήρησή τους, ενώ ακόμα και η προσέγγισή τους είναι λίαν δυσχερής, καθώς δεν υφίσταται κανένα σημασμένο μονοπάτι. Θα ήταν ευχής έργο η ανάδειξη του μνημείου με μία αποψίλωση του χώρου, τη διευθέτηση πρόσβασης για τους ενδιαφερόμενους επισκέπτες και την τοποθέτηση ενδεικτικών πινακίδων, με πρωτοβουλία της τοπικής αυτοδιοίκησης σε συνεργασία με την αρμόδια αρχαιολογική εφορεία, έτσι ώστε να μετατραπεί σε ένα εμβληματικό αξιοθέατο της περιοχής. Τέλος κρίνεται απαραίτητη η περαιτέρω αρχαιολογική έρευνα των εκτεταμένων γειτονικών οικισμών της Κλασσικής εποχής στις θέσεις «Γκουργκιώνη» και «Άγιος Δημήτριος», από την οποία ενδεχομένως να προκύψουν επιγραφικά ευρήματα, που θα οδηγήσουν στην αντιστοίχισή τους με κάποια από τις εξακριβωμένες πόλεις της Σικυωνίας χώρας των ιστορικών χρόνων, ενώ παράλληλα απαιτείται να διευκρινιστεί τόσο η σχέση μεταξύ τους, όσο και με το παρακείμενο φρούριο.


Κείμενο – Φωτογραφίες

Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
 
6 Σεπτεμβρίου 2023

Σημείωση του γράφοντος: Στην επιτόπια έρευνα στο ύψωμα του αρχαίου φρουρίου της Γονούσσας συμμετείχε ο καλός φίλος και Κορίνθιος ιστοριοδίφης Άρης Γκότσης.

Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές

1. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης είναι 379064/4198758 για το οχυρό και 379034/4198797 για τον εξωτερικό ανεξάρτητο πύργο, με τις οποίες εντοπίζονται τα κατάλοιπα στην εφαρμογή των επίσημων κτηματολογικών χαρτών. Ο οικισμός της Γονούσσας απλώνεται αμφιθεατρικά στην πλαγιά ενός ανατολικού πρόβουνου του όρους Βέσιζα και απέχει 23 χλμ. οδικώς από την παραλιακή πόλη του Κιάτου.

2. Η τοπιογραφία περιλαμβάνεται στο λεύκωμα «La Grèce. Vues Pittoresques et Topographiques», Otto Magnus Baron von Stackelberg, (planche 28: Gonousa), chez l'Éditeur, H. Rittner et Chaillou-Potrelle (a Londres chez Engelmann, Graff et Coindet), Paris, 1830.

3. Το σκαρίφημα του Πέππα παρουσιάζεται στην εικόνα 27 στην ενότητα του επιπρόσθετου φωτογραφικού υλικού.

4. Ο Γιάννης Λώλος δεν βρήκε κάποιου είδους κονίαμα στο γέμισμα, όπως αναφέρει ο Ernst Curtius.

5. Η διαπίστωση ότι οι δόμοι δεν έχουν υποστεί επιμελή επεξεργασία, ίσως να υποδηλώνει δεν διατέθηκε μεγάλη χρηματική δαπάνη για την κατασκευή των οχυρώσεων.

6. Το υστερότερο όριο για την ανέγερση του φρουρίου της Γονούσσας τοποθετείται στον 3ο αιώνα π.Χ.

7. Σε διάφορες έντυπες και διαδικτυακές πηγές, η υφιστάμενη οχύρωση της Τιτάνης αναφέρεται ως «ακρόπολη», πλην όμως ουσιαστικά ήταν ένα μεθοριακό φρούριο της Σικυωνίας στα σύνορα με τη Φλιασία, καθώς εκτός από το ονομαστό Ασκληπιείο, δεν φαίνεται να υπήρχε στην εγγύτερη περιοχή κάποιο εκτενές πόλισμα μη θρησκευτικού χαρακτήρα. Σχετικό άρθρο: Η αρχαία Τιτάνη και το Ασκληπιείο της/Γεώργιος Λόης/www.parakato.gr/20 Σεπτεμβρίου 2016.

8. Ομήρου, «Ιλιάδα», ραψωδία Β’, στίχοι 570–578. Η απόδοση των στίχων στα νέα ελληνικά είναι της Όλγας Κομνηνού–Κακριδή και προέρχεται από την έκδοση της μετάφρασης της «Ιλιάδας» των Νίκου Καζαντζάκη και Ιωάννη Κακριδή, η οποία θεωρείται ως η πλέον εύσχημη ως προς την ακριβή μεταγλώττιση των λέξεων του Ομηρικού έπους (έκδοση Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη, Μάϊος 2015).

9. Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας (Αρχαίας–Μεσαιωνικής–Νέας) εκδόσεις Πάπυρος, Τόμος 1, λήμμα «αιπεινός», Αθήνα, 2013.

10. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», ΙΙ (Κορινθιακά), 4.4 & V (Ηλιακά Α’), 18.7.

11. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», VII (Αχαϊκά), 26.13.

12. Η μοναδική μνεία για τη Γονούσσα κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους επισημαίνεται στο συλλεκτικό έργο «Παρεκβολαὶ εις την Ομήρου Ιλιάδα καὶ Οδύσσειαν (υπό Ματθαίου Δεβάρη, Λειψία, 1828)», του Αρχιεπίσκοπου Θεσσαλονίκης Ευστάθιου (1115– 195/96), όπου παρατίθεται συγκεχυμένα ότι «Γονόεσσα δε ακρωτήριον Πελλήνης». Σε αυτή την περίπτωση η λέξη «ακρωτήριο» μάλλον έχει την έννοια του ψηλού ή προεξέχοντος μέρους και όχι τμήματος ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα.

13. «Itinerary of the Morea», William Gell & J. P. Gandy, page 14, by S. Hamilton, Weybridge, Surrey, London, 1817.

14. «A lost city discovered;», J. G. T. Anderson & J. K. Anderson, California Studies in Classical Antiquity, Vol 8, pages 1–6, 1975.

15. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης είναι 379307/4198570, 379410/4198523, 379440/4198389, 379405/4198353, 379287/4198456.

16. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης του πρώτου αναλημματικού τοίχου είναι 379298/4198577, αντίστοιχα του δεύτερου 379328/4198505 και της κτιστής λεκάνης 379300/4198571.

17. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης είναι 380240/4199120, 380285/4199060, 380173/4198884, 380132/4198876, 380128/4199162. Στους κτηματολογικούς χάρτες εμφαίνεται με το τοπωνύμιο «Αμπέλια–Κοτσώνι».

18. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης της πρώτης θεμελίωσης είναι 380172/4198970 και της δεύτερης 380178/4198960.

19. Πλησίον του εξωκλησίου του Αγίου Δημητρίου παρατηρήθηκε συγκέντρωση κεραμικών οστράκων και θραυσμάτων από κεράμους στέγασης, που χρονολογούνται στη Ρωμαϊκή–Βυζαντινή περίοδο και δεν φαίνονται να σχετίζονται με την αρχαία οικιστική θέση των Κλασσικών χρόνων. Πιθανολογείται ότι προέρχονται από έναν μεταγενέστερο Χριστιανικό ναό, ο οποίος βρισκόταν στην εγγύτερη περιοχή.

20. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η Γονόεσσα της «Ιλιάδας» ήταν διαφορετική πόλη από τη Δονούσσα του Παυσανία, με την πρώτη να τοποθετείται στην περιοχή του σημερινού χωριού Γονούσσα και τη δεύτερη σε ένα από τα διαλαμβανόμενα μέρη νότια του Καμαρίου. Ωστόσο αυτή η αντίληψη δεν ευσταθεί αφού και οι δύο ονομασίες, αφορούν την ίδια ακριβώς καταγραφή στον «κατάλογο των νηών».


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

1. «Travels in the Morea», William Martin Leake, Vol. III, page 220 & 354, ed. John Murray, London, 1830.

2. «Les forteresses de la Sikyonie et le temple d’Asklepios à Titane», Ludwing Ross, Bulletin de l’Institut Decorrespondnce Archeologique pour l’an 1840, page. 26, Roma, 1840.

3. «Peloponnesos. Eine historisch-geographische Beschreibung der Halbinsel», Ernst Curtius, zeiter band, seite 500, Verlag Von Justus Perthes, Gotha, 1852.

4. «Τα Ελληνικά, ήτοι Περιγραφή Γεωγραφική, Ιστορική, Αρχαιολογική και Στατιστική της Αρχαίας και Νέας Ελλάδος», Ιάκωβος Ρ. Ραγκαβής, τόμος Β’ (Πελοπόννησος), σελίδες 43–44, εκ του τυπογραφείου Κ. Αντωνιάδου, Εν Αθήναις, 1853.

5. «Souvenirs d’une excursion d’Athènes en Arcadie», Alexandre Rizos Rangabé, Mémoires présentés par divers savants à l'Académie des inscriptions et belles-lettres de l'Institut de France. Première série, Sujets divers d'érudition. Tome 5, 1e partie, pages 409–410, Paris, 1857.

6. «Geographie von Griechenland», Conrad Burcian, zeiter band (Peloponnesos und Inseln), seite 32, n. 1, Druck und Verlag Von B. G. Teurner, Leipzig, 1868–1872.

7. «Σικυωνία», Νικόλαος Φαράκλας, Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις 8, θέσεις 142, 143 & 145 (παράρτημα ΙΙ, σελίδες 14–15, εικόνα 46), εκδότης: Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος, Αθήνα, 1971.

8. «A Lost City Discovered?», J. G. T. Anderson & J. K. Anderson, California Studies in Classical Antiquity, vol. 8, pages 1–6, plate 1, University of California Press, 1975.

9. «Greek aims in fortification», Arnold W. Lawrence, pages 247–248 & 469, plate 23, Oxford: Clarendon Press, 1979.

10. «Σικυών η ευδαίμων (Η ιστορία της αρχαίας Σικυώνας από τα μυθικά χρόνια ως το 146 π.Χ.)», Νίκος Γ. Αντωνίου, τόμος Α’, σελίδες 59–611, εκδόσεις Καταγράμμα, Κιάτο, 1992.

11. «Μεσαιωνικές σελίδες της Κορινθίας και Μορέως», Ιωάννης Ε. Πέππας, σελίδες 171–172, σχέδιον 34, φωτογραφία 34, εκδόσεις Ηλεκτρονικές Τέχνες, Αθήναι, 1993.

12. «Land of Sicyon: Archaeology and history of a Greek city-state», Lolos Yannis, Hesperia Suppl. 39, pages 42–43, 226–231, 302–303, 311–312, 315, 455–457 (appendix I, HS–59 & HS–60) & 535 (appendix I, DS–3), American School of Classical Studies at Athens, 2011, Athens.

13. «Μυκηναϊκή Κορινθία», Κωνσταντίνος Π. Θεοδωρίδης, διδακτορική διατριβή, τόμος Α’, σελίδες 112–113, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας–Αρχαιολογίας, Ιωάννινα, 2014.

14. «Η ιστορία της Γονούσσας του Δήμου Σικυωνίων: από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας», Γεώργιος Ν. Κασκαρέλης, σελίδες 14–24, εκδόσεις Ίσθμιον, Κιάτο, 2018.

15. http://extras.ha.uth.gr/Έρευνα Αρχαίας Σικυώνας/Εκτατική Επιφανειακή Έρευνα.

16. http://dim-kryon.kor.sch.gr/gonoussa_vil.html Γονούσσα Κορινθίας.


Επιπρόσθετο Φωτογραφικό Υλικό



Εικόνα 26: Άποψη της περιοχής του σημερινού χωριού Γονούσσα από τη θέση του αρχαίου φρουρίου. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η κορυφή του υψώματος του Προφήτη Ηλία Παραδεισίου, όπου στην αρχαιότητα υπήρχε εποπτικός πύργος–φρυκτωρία.




Εικόνα 27: Τοπογραφικό σκαρίφημα του αρχαίου φρουρίου της Γονούσσας, εκπονημένο από τον ιστορικό ερευνητή Ιωάννη Πέππα, το οποίο είναι εμπειρικό και δεν αποτυπώνει την πραγματική κάτοψη του οχυρωματικού περιβόλου (πηγή σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 11).




Εικόνα 28: Άποψη της διακρινόμενης οπής στη βραχώδη προεξοχή, όπου απολήγουν τα βόρεια τείχη από το εσωτερικό του φρουρίου, η οποία κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για ένα φυσικό και όχι τεχνητό άνοιγμα.




Εικόνα 29: Κοντινή άποψη της ακανόνιστης τραπεζοειδούς λιθοδομής των δυτικών τειχών.




Εικόνα 30: Κοντινή άποψη της ακανόνιστης τραπεζοειδούς λιθοδομής των δυτικών τειχών.




Εικόνα 31: Αδιάγνωστος τοίχος από αργολιθοδομή που εντοπίζεται στους νότιους πρόποδες του υψώματος του αρχαίου φρουρίου. Ο ιστορικός ερευνητής Ιωάννης Πέππας θεώρησε ότι ανήκει σε μία μεσαιωνική επέκταση του οχυρωματικού περιβόλου, μία εκδοχή που δεν επιβεβαιώνεται από την αρχαιολογική έρευνα του 1997.




Εικόνα 32: Άποψη της κοιλάδας του ποταμού Ασωπού από την κορυφή του υψώματος του αρχαίου φρουρίου της Γονούσσας. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται το ημιτελές σύγχρονο φράγμα του ποταμού.
Δημοσίευση: Σεπτεμβρίου 06, 2023

0 Σχόλια για την ανάρτηση: "ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΓΟΝΟΥΣΣΑΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ"

Όποιος πιστεύει ότι θίγεται από κάποια ανάρτηση ή θέλει να απαντήσει αρκεί ένα απλό mail στο parakato.blog@gmail.com να μας στείλει την άποψή του για δημοσίευση ή επανόρθωση. Οι αναρτήσεις αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα και καταστάσεις με δημόσιο χαρακτήρα και δεν αναφέρονται στην προσωπική ζωή κανενός που σεβόμαστε απολύτως. Δεν έχουμε προηγούμενα με κανέναν, δεν κρατάμε επόμενα για κανέναν.

Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.

Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.

 
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ Copyright © 2010 | ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | Converted by: Parakato administrator