Δύο σημαντικές ταφικές θέσεις των Υστεροελλαδικών χρόνων, που υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός αξιόλογου μυκηναϊκού οικισμού
Εικόνα 1: Η είσοδος ενός υπόσκαφου θαλαμοειδή τάφου του εκτενούς Μυκηναϊκού νεκροταφείου στη θέση «Παναγιά» Κρυονερίου Κορινθίας. Διακρίνεται η συσσώρευση φερτών υλικών στο εσωτερικό του.
Στα περίχωρα του ορεινού χωριού Κρυονέρι (πρώην Μάτσανι) Κορινθίας, που ανήκει στον Δήμο Σικυωνίων, υπάρχουν δύο σχετικά άγνωστοι αρχαιολογικοί χώροι, στους οποίους εντοπίζονται υπόσκαφα ταφικά μνημεία των λεγόμενων Μυκηναϊκών χρόνων. Παραδόξως στα συγκεκριμένα μέρη δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ μια συστηματική ανασκαφική έρευνα, με συνέπεια να είναι ελάχιστες οι ακαδημαϊκές βιβλιογραφικές αναφορές για τα μνημεία, τα οποία ουσιαστικά παραμένουν αχαρτογράφητα ως προς τη χωροταξική διαρρύθμιση και τις διαστάσεις τους. Δυστυχώς έχουν αφεθεί σε πλήρη εγκατάλειψη, ίσως γιατί θεωρούνται εντελώς συλημένα και δεν μπορούν πλέον να αποδώσουν κανένα αξιόλογο κινητό εύρημα, ενώ αρκετά από αυτά υπέστησαν σοβαρές φθορές από ανθρώπινη παρέμβαση. Εντούτοις κρίνεται σκόπιμη μία περαιτέρω πρακτική μελέτη τους, μέσω της οποίας δύναται να αποκομιστούν χρήσιμες επιστημονικές πληροφορίες, εμπλουτίζοντας τη δεξαμενή γνώσεων περί των Μυκηναϊκών νεκροταφείων και αναβαθμίζοντας παράλληλα τις δύο τοποθεσίες σε ελκυστικά επαρχιακά αξιοθέατα.
Το σπουδαιότερο μέρος αρχαίων ενταφιασμών βρίσκεται στη θέση «Παναγιά», έξω από τις βορειοανατολικές παρυφές του Κρυονερίου και στα κράσπεδα πάνω από την αριστερή όχθη του ποταμού Ελισσώνα(1). Η πρόσβαση είναι εύκολη μέσω του ασφαλτόστρωτου δρόμου, που διασταυρώνεται εντός του χωριού με την επαρχιακή οδό Σικυώνος (Κιάτου)–Νεμέας και οδηγεί έπειτα από 350 μ. στο Χριστιανικό κοιμητήριο με την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Κατόπιν ο επίδοξος ενδιαφερόμενος θα πρέπει να διανύσει οδοιπορικώς μία απόσταση μόλις 100 μ. προς τα νότια μέσα από καλλιεργημένα και χέρσα κτήματα, αναζητώντας τα ανοίγματα των ταφικών μνημείων στα κείμενα πρανή, καθώς δεν υφίσταται καμία απολύτως σήμανση ή ενδεικτική πινακίδα.
Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της θέσης «Παναγιά» Κρυονερίου, όπου επισημαίνεται ο αρχαιολογικός χώρος του Μυκηναϊκού νεκροταφείου. (1): πρώτο εδαφικό επίπεδο τάφων, (2): δεύτερο επίπεδο τάφων, (3): τρίτο εδαφικό επίπεδο τάφων. Με πράσινη διακεκομμένη γραμμή υποδεικνύεται το ενδεικτικό δρομολόγιο πρόσβασης.
Το Μυκηναϊκό νεκροταφείο στη θέση «Παναγία» Κρυονερίου καταλαμβάνει μία έκταση περίπου 10 στρεμμάτων σε υψόμετρο 643 μ., υποδηλώνοντας την παρουσία ενός αξιόλογου γειτονικού οικισμού των Υστεροελλαδικών χρόνων (16ος–12ος αιώνας π.Χ.). Εκτιμάται ότι απαρτίζεται ενδεχομένως από 15 υπόσκαφους θαλαμοειδείς τάφους, λαξευμένους στο μαλακό ασβεστολιθικό πέτρωμα, που κατανέμονται σε τρία εδαφικά επίπεδα με μέτωπο προς την κοίτη του ποταμού Ελισσώνα(2). Όπως συνάγεται από τις αρχαιολογικές ενδείξεις, η εγγύτερη περιοχή κατοικήθηκε περιστασιακά κατά την Κλασσική εποχή (490/80 – 323 π.Χ.), τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους (4ος–7ος αιώνας μ.Χ.) και τη Μεταβυζαντινή περίοδο (1453–1821).
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, οι θαλαμοειδείς τάφοι χρησιμοποιούνταν διαχρονικά ως ασφαλές καταφύγιο των χωρικών σε περιπτώσεις ληστρικών επιδρομών. Στη διάρκεια της Γερμανοϊταλικής κατοχής 1941–1944 αναφέρεται ότι αποτέλεσαν ευκαιριακό κρησφύγετο Ελλήνων ανταρτών, ενώ κατά τη μαρτυρία του αείμνηστου ιερέα Χρήστου Παπανικολάου το ίδιο διάστημα τελούνταν Θείες Λειτουργίες στο εσωτερικό μίας εκ των «σπηλιών», όπως αποκαλούνταν στη λαϊκή γλώσσα τα υπόσκαφα μνημεία, στις οποίες συμμετείχαν τουλάχιστον 60 πιστοί. Βέβαια, η υπόψη χωρητικότητα σαφώς δεν συνάδει με το διαφαινόμενο μέγεθος των θαλάμων, εκτός αν θεωρήσουμε ότι είχαν διανοιχτεί δίοδοι επικοινωνίας σε κάποιους εξ’ αυτών που ήταν σε άμεση επαφή. Όμως ένα τέτοιο ενδεχόμενο χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Εικόνα 3: Ο ανατολικότερος υπόσκαφος τάφος του πρώτου εδαφικού επίπεδου στο Μυκηναϊκό νεκροταφείου Κρυονερίου Κορινθίας. Διακρίνεται η δρομική διαμόρφωση της εισόδου.
Ο χώρος εξετάστηκε τη δεκαετία του 1960 από τον Δημήτριο Πάλλα (1907–1995), ο οποίος προφανώς εστίασε την προσοχή του σε ορισμένους τάφους του πρώτου επιπέδου. Ο διακεκριμένος αρχαιολόγος πιστοποίησε την επαναχρησιμοποίησή τους ως διασκευασμένα νεκρικά δώματα (cubicula) κατά τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους, όπου είχαν λαξευτεί κόγχες και κιβωτιόσχημες εσοχές, υπό τύπο λάρνακας (arcosolium) για την εναπόθεση των σωρών των θανόντων. Επιπλέον, παρατήρησε μέσα στον περίβολο του παρακείμενου νεότερου κοιμητηρίου κατάλοιπα Παλαιοχριστιανικών μαρμάρινων θραυσμάτων και τοιχωμάτων, από τα οποία πλέον έχει χαθεί κάθε ίχνος τους.
Εικόνα 4: Άποψη από το εσωτερικό ενός κατεστραμμένου υπόσκαφου θαλάμου στο πρώτο εδαφικό επίπεδο, όπου έχει λαξευτεί μία κιβωτιόσχημη εσοχή υπό τύπο λάρνακας για την εναπόθεση νεκρών, πιθανώς κατά τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους.
Η θέση «Παναγιά» Κρυονερίου συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα της εκτατικής επιφανειακής έρευνας στην επικράτεια της αρχαίας Σικυώνας, που διεξήγαγε ο Γιάννης Λώλος τα έτη 1996–1998 και 2000–2002. Ο δραστήριος καθηγητής αρχαιολογίας επικύρωσε την ταυτότητα του Μυκηναϊκού νεκροταφείου, ανάγοντας την αρχική χρήση του στην Υστεροελλαδική περίοδο ΙΙΙ (1400–1100 π.Χ.), με γνώμονα και τη δεδομένη χρονολόγηση της αδημοσίευτης κεραμικής, η οποία αποκομίστηκε παλαιότερα από τους θαλαμοειδείς τάφους και φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σικυώνας. Επιπλέον, κατά την επισκόπησή του διαπιστώθηκε μέτρια πυκνότητα διάσπαρτων φθαρμένων αγγειακών θραυσμάτων, κυρίως από κοινά δοχεία και μαγειρικά σκεύη των Υστερορρωμαϊκών χρόνων (4ος–6ος αιώνας μ.Χ.), ενώ περισυλλέχθηκε μία λαβή από μελάμβαφη κοτύλη, πιθανώς των Κλασσικών χρόνων, καθώς και ένα μάλλον Μεταβυζαντινό όστρακο με πράσινη εφυάλωση. Από αυτά τα ευρήματα σε συνδυασμό με την ύπαρξη στην τοποθεσία μερικών λιθοσωρών από αδιάγνωστους ακανόνιστους δόμους τοιχοποιίας και κομματιών από κυρτούς κεράμους Λακωνικού τύπου με καφέ στίλβωση, τεκμαίρεται και η οικιστική δραστηριότητα στην εγγύτερη περιοχή στα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα.
Εικόνα 5: Το εσωτερικό ενός υπόσκαφου θαλαμοειδή τάφου στο πρώτο εδαφικό επίπεδο του Μυκηναϊκού νεκροταφείου Κρυονερίου. Το δάπεδο του καλύπτεται από μεγάλο όγκο φερτών υλικών και απορρίμματα.
Στο πρώτο πλάτωμα του Μυκηναϊκού νεκροταφείου διατάσσονται επτά υπόσκαφοι τάφοι, εκ των οποίων ο ανατολικότερος διαθέτει τον δρόμο της εισόδου του και ο αμέσως επόμενος διατηρεί τον νεκρικό θάλαμο του. Ωστόσο, οι υπόλοιποι πέντε που βρίσκονται κατά μήκος της βορειοανατολικής πλευράς ενός αμπελώνα, έχουν καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό στη σύγχρονη εποχή από τη μηχανική εκσκαφή του πρανούς, έτσι ώστε να αποκτηθεί περισσότερο καλλιεργήσιμο έδαφος. Επίσης, το εσωτερικό τους καλύπτεται από συσσωρεύσεις φερτών υλικών, πλαστικούς σωλήνες και απορρίμματα, δημιουργώντας μία πολύ αλγεινή εικόνα στον φιλάρχαιο επισκέπτη. Τα συγκεκριμένα μνημεία φέρονται να χρησιμοποιήθηκαν πιθανότατα και στους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους, όπως αποφάνθηκε ο Δημήτριος Πάλλας, καθώς στα σωζόμενα τοιχώματά τους και πλησίον αυτών διακρίνονται λαξευμένες κόγχες και υποδοχές, που δεν συνάδουν σε μία ταφική διαρρύθμιση της Υστεροελλαδικής περιόδου.
Εικόνα 6: Διατηρούμενη κοιλότητα από τον κατεστραμμένο θάλαμο ενός Μυκηναϊκού τάφου του πρώτου εδαφικού επιπέδου, που φέρεται να είχε επαναχρησιμοποιηθεί κατά τους Παλαιοχριστιανικούς. Στο εσωτερικό διακρίνεται μία λαξευμένη αψιδωτή κόγχη.
Το δεύτερο επίπεδο διευθετείται σε ένα μικρό αμπελώνα στις νοτιοανατολικές καταπτώσεις, όπου καθίστανται αντιληπτές οι κοιλότητες τριών υπόσκαφων τάφων, αλλά διατηρούνται σε κακή κατάσταση, καθώς έχουν καθαιρεθεί τα τοιχώματά τους από σύγχρονες χωματουργικές εργασίες. Το επόμενο πλάτωμα σχηματίζεται ακριβώς από κάτω και σκεπάζεται από χαμηλή βλάστηση και πουρνάρια. Εδώ διακρίνονται με μεγάλη δυσκολία τα ανοίγματα μάλλον πέντε ταφικών μνημείων, τα οποία είναι σχεδόν πλήρως επιχωματωμένα.
Εικόνα 7: Διατηρούμενο τμήμα του νεκρικού θαλάμου ενός υπόσκαφου τάφου στο δεύτερο εδαφικό επίπεδου του Μυκηναϊκού Νεκροταφείου Κρυονερίου.
Άλλος ένας άγνωστος χώρος προϊστορικών ενταφιασμών επισημάνθηκε από τον Γιάννη Λώλο στη θέση «Άγιος Νικόλαος», μετά τη δεξιά όχθη του ποταμού Ελισσώνα, απέχοντας περί τα 850 μ. στην ευθεία νότια από το διαλαμβανόμενο Μυκηναϊκό νεκροταφείο Κρυονερίου. Πρόκειται για μία συστάδα τουλάχιστον τεσσάρων θαλαμοειδών τάφων, λαξευμένων στο μαλακό ασβεστολιθικό υπόστρωμα, οι οποίοι διατάσσονται γραμμικά στην ανατολική πλευρά ενός χέρσου εδαφικού αναβαθμού, πάνω από μία ρεματιά και σε υψόμετρο περίπου 670 μ. Η προσέγγισή τους πραγματοποιείται ακολουθώντας την επαρχιακή οδό Σικυώνας (Κιάτου)–Νεμέας για 2,5 χιλιόμετρα μετά την έξοδο του Κρυονερίου προς το Παραδείσι και στη συνέχεια στρίβοντας σε μία αριστερή διασταύρωση, που κατευθύνεται ανατολικά σε κτήματα αμπελώνων, μέσα από τα οποία διέρχεται ένας χωματόδρομος καταλήγοντας έπειτα από μία κυκλική πορεία γύρω στα 500 μ. στο επίπεδο μέρος των τάφων, ακριβώς απέναντι από την επαρχιακή οδό(3).
Εικόνα 8: Δορυφορική αποτύπωση της περιοχής νοτιοανατολικά του χωριού Κρυονέρι, όπου επισημαίνονται τα Μυκηναϊκά νεκροταφεία στις θέσεις «Παναγιά» (1) και «Άγιος Νικόλαος» (2), καθώς και το δρομολόγιο πρόσβασης στην τελευταία θέση με πράσινη διακεκομμένη γραμμή.
Και στην προκειμένη περίπτωση, στην ανατολική πλευρά του υπόψη πλατώματος πραγματοποιήθηκε παλαιότερα χωματουργική διευθέτηση από εκσκαφικό μηχάνημα, που ισοπέδωσε το πρανές σε μία μέγιστη εδαφική εισχώρηση 5 μ. Αυτή η ενέργεια είχε ως αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν τα αρχαία ταφικά μνημεία, αλλά εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι υπέστησαν ανεξακρίβωτες φθορές οι είσοδοι και τα υπόσκαφα διαμερίσματά τους. Επίσης, πρέπει να αποτέλεσαν στόχο σύγχρονων αρχαιοκάπηλων και να απογυμνώθηκαν πλήρως από τα κτερίσματά τους, καθώς επισημάνθηκαν ίχνη λαθρανασκαφής στην τοποθεσία.
Οι τέσσερις θαλαμοειδείς τάφοι στη θέση «Άγιος Νικόλαος» εκτιμάται ότι πιθανώς συνδέονταν μεταξύ τους με μικρές σήραγγες. Ωστόσο, η εσωτερική διαρρύθμισή τους δεν έχει εξακριβωθεί μέσω μίας ενδελεχούς αρχαιολογικής έρευνας. Σήμερα μόνο ένας εξ’ αυτών είναι επαρκώς εκτεθειμένος σε ένα διατηρούμενο εύρος περίπου 2 Χ 3 μ., ενώ οι υπόλοιποι βρίσκονται σε κακή κατάσταση. Μορφολογικά προσομοιάζουν με τους αντίστοιχους Μυκηναϊκούς τάφους στη θέση «Παναγιά» Κρυονερίου και ανάγονται παρομοίως στην Υστεροελλαδική περίοδο ΙΙΙ, όπως πιστοποιείται και από τη χρονολόγηση των αναφερόμενων λιγοστών κεραμικών οστράκων.
Εικόνα 9: Διατηρούμενο τμήμα εύρους 2 Χ 3 μ. από το υπόσκαφο διαμέρισμα ενός θαλαμοειδή Μυκηναϊκού τάφου στη θέση «Άγιος Νικόλαος» Κρυονερίου. Διακρίνεται ένα άνοιγμα που πιθανόν να οδηγεί σε επόμενο εσωτερικό νεκρικό χώρο.
Αναμφισβήτητα το εκτενές Μυκηναϊκό νεκροταφείο στη θέση «Παναγιά», που ισοδυναμεί με μία οργανωμένη νεκρόπολη και η κοντινή συστάδα των υπόσκαφων θαλαμοειδών τάφων στη θέση «Άγιος Νικόλαος», προϋποθέτουν σαφέστατα την ύπαρξη ενός σημαντικού και εύρωστου οικισμού στην εγγύτερη περιοχή. Όμως,, η ακριβής τοποθεσία του παραμένει ακόμα απροσδιόριστη, λόγω της απουσίας δομικών ή άλλων πολιτιστικών καταλοίπων. Ίσως θα πρέπει να αναζητηθεί σε κάποιο δεσπόζον υψίπεδο αμέσως ανατολικά και ανάμεσα από τα δύο ταφικά μέρη, ενδεχομένως πάνω από τη δεξιά όχθη του ποταμού Ελισσώνα, λαμβάνοντας υπόψη την τοπική διαμόρφωση του περιφερειακού ανάγλυφου του εδάφους.
Εικόνα 10: Το διακρινόμενο άνοιγμα ενός θαλαμοειδή Μυκηναϊκού τάφου στη θέση «Άγιος Νικόλαος» Κρυονερίου, που έχει δεχτεί μεγάλο όγκο επιχωματώσεων.
Αινιγματική είναι και η ταυτοποίηση της άγνωστης αρχαίας πολίχνης. Ως μοναδικό αδιάσειστο δεδομένο μπορούμε να εκλάβουμε τη χρονολόγηση των υπόσκαφων ταφικών μνημείων στην Υστεροελλαδική περίοδο ΙΙΙ, η οποία θεωρητικά κορυφώνεται με την Τρωική εκστρατεία (τέλη 13ου/αρχές 12ου αιώνα π.Χ.). Αυτό το μείζον πολεμικό γεγονός περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο από τον Όμηρο στο έπος της «Ιλιάδας», όπου στον λεγόμενο «κατάλογο των νηών» παρατίθεται η πολιτειακή προέλευση όλων των συμμετεχουσών στρατιωτικών δυνάμεων των Αχαιών. Μεταξύ άλλων μνημονεύονται και δύο πόλεις του βασιλείου των Μυκηνών, που γεωγραφικά εντάσσονται μέσα στα διοικητικά όρια του σημερινού Δήμου Σικυωνίων, σύμφωνα με την ακαδημαϊκή άποψη αρχαιολόγων και ιστορικών. Η μία εξ’ αυτών είναι προφανώς η «Σικυώνα όπου πρώτα βασίλευε ο Άδραστος»(4), η οποία κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους τοποθετείται πιθανότατα στο πεδινό μέρος στα ανατολικά των υψιπέδων των χωριών Βασιλικό και Μούλκι, περίπου στο ύψος του οικισμού της Τραγάνας(5).
Εικόνα 11: Κατεστραμμένος θαλαμοειδής Μυκηναϊκός τάφος στη θέση «Άγιος Νικόλαος», από τον οποίο έχει καταρρεύσει η οροφή του υπόσκαφου διαμερίσματός του, πιθανώς εξαιτίας σύγχρονων χωματουργικών εργασιών.
Όσον αφορά την έτερη πόλη πρόκειται για τη Γονούσσα, που μνημονεύεται στο πρωτότυπο κείμενο του Ομηρικού έπους ως «αιπεινή Γονόεσσα», δηλαδή «ψηλή ή υψιτενής Γονούσα», υπονοώντας ότι βρισκόταν σε ορεινό μέρος. Θα πρέπει διευκρινιστεί ότι το αρχαιοελληνικό επίθετο «αιπεινής/ός» όταν συνόδευε ονόματα πόλεων προσδιόριζε πως ήταν κτισμένες σε μεγάλο υψόμετρο με ενδεχομένως δύσκολη πρόσβαση, ενώ όταν αφορούσε βουνά σήμαινε ότι ήταν απόκρημνα»(6). Η δε Γονούσα απαριθμείται στον «κατάλογο των νηών» ανάμεσα στην Υπερησία (Αίγειρα) και την Πελλήνη, χωρίς όμως αυτή η σειρά να παραπέμπει σε κάποια σαφή χωροταξική αλληλουχία, όπως διαφαίνεται μέσα από τη συνολική επισκόπηση των επίμαχων στίχων. Εντούτοις πολλοί μελετητές εξέλαβαν εφελκυστικά ως αληθοφανή έναν τέτοιο γεωγραφικό συσχετισμό, τοποθετώντας την επιζητούμενη πολιτεία στην περιοχή νότια του παραλιακού οικισμού Καμάρι Ξυλοκάστρου. Ειδικότερα, κατά τη δημοφιλέστερη εκδοχή έχει προταθεί το πλάτωμα της ακρώρειας του επιβλητικού υψώματος της σημερινής Ιεράς Μονής της Παναγίας της Κορφιώτισσας, ενώ ως εναλλακτικές λύσεις υποδεικνύονται η παρακείμενη θέση «Ταράτσες», ο γειτονικός λόφος του Αγίου Παντελεήμονα και ο πιο μεμακρυσμένος γήλοφος της «Μαγούλας» Θαλερού, καθώς εμφανίζουν έντονα ίχνη αρχαίας κατοίκησης.
Εικόνα 12: Η είσοδος ενός θαλαμοειδούς τάφου του δεύτερου εδαφικού επιπέδου της Μυκηναϊκής νεκρόπολης στη θέση «Παναγιά» Κρυονερίου, που αποκρύβεται από τη βλάστηση.
Στον αντίποδα, ορισμένοι ιστοριοδίφες και νεότεροι ερευνητές διατείνονται ότι η Ομηρική Γονόεσσα, κειτόταν νότια του σημερινού χωριού Γονούσσα (πρώην Λιόπεσι) του Δήμου Σικυωνιών. Αυτή η υπόθεση στηρίζεται φιλολογικά σε δύο σχετικά χωρία του Παυσανία, ο οποίος στο έργο του «Ελλάδος Περιήγησις» την χαρακτηρίζει ως «Γονούσσα υπέρ Σικυώνος», υποδηλώνοντας πως καταλάμβανε κάποιο ορεινό μέρος πάνω από τη Σικυώνα και όχι πλευρικά αυτής. Επίσης, ο διάσημος περιηγητής σε ένα τρίτο εδάφιο την αναφέρει ως «Δονόεσσα», αποδίδοντας την παράφραση του ονόματος της Ομηρικής πόλης στον Αθηναίο τύραννο Πεισίστρατο ή σε κάποιο από τους εταίρους του(7). Ως έμπρακτο ενισχυτικό στοιχείο παρουσιάζονται τα κατάλοιπα μίας ενδιαφέρουσας αρχαίας οχύρωσης, που περιβάλει την κορυφή ενός βραχώδους εξάρματος, αμέσως νότια από το χωριό, η οποία όμως χρονολογείται στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ σε διάφορες πηγές τα διατηρούμενα τείχη, τραπεζοειδούς λιθοδομής, καταγράφονται ως «κυκλώπεια» σε μία μάλλον αφελή προσπάθεια να αναχθεί η κατασκευή τους στους Μυκηναϊκούς χρόνους. Το κυριότερο συναφές επιχείρημα αποτελεί ο εντοπισμός ενός εκτενούς οικισμού λίγο νοτιότερα στη θέση «Γκουργκιώνη», που εκτιμάται ότι κατοικείτο σχεδόν σε όλες τις ιστορικές περιόδους και άκμασε στην Κλασσική εποχή. Όμως οι πολιτιστικές ενδείξεις από την Υστεροελλαδική (Μυκηναϊκή) περίοδο είναι πενιχρότατες και περιορίζονται στην περισυλλογή μόνο ενός πόδα από Μυκηναϊκό κύλικα.
Εικόνα 13: Το σωζόμενο άνοιγμα ενός υπόσκαφου τάφου στο τρίτο εδαφικό επίπεδο του νεκροταφείου στη θέση «Παναγιά» Κρυονερίου, το οποίο υποδηλώνει την ύπαρξη μίας σημαίνουσας Μυκηναϊκής πόλης στην εγγύτητά του.
Ωστόσο, οι προαναφερθείσες εκδοχές τοπογραφικής ταύτισης της Ομηρικής Γονόεσσας (Γονούσσας) θεωρούνται μάλλον προβληματικές και ακατάλληλες κατά περίπτωση, τόσο λόγω της εσφαλμένης γεωγραφικής εξομοίωσης, όσο και από αρχαιολογικής πλευράς, αφού σε καμία από τις προτεινόμενες τοποθεσίες δεν ανακαλύφθηκαν λείψανα υποδομών ή ικανοποιητικό υλικό των Υστεροελλαδικών χρόνων, έτσι ώστε να προδίδεται η ύπαρξη ενός σημαίνοντος Μυκηναϊκού κέντρου(8). Αντίθετα, τα πιστοποιημένα Μυκηναϊκά νεκροταφεία στις θέσεις «Παναγιά» και «Άγιος Νικόλαος» Κρυονερίου υποδεικνύουν με βεβαιότητα την ύπαρξη μίας ευμεγέθους πόλης στην εγγύτητά τους. Μάλιστα κάλλιστα θα μπορούσε να αντιστοιχιστεί με τη Γονούσσα, καθόσον πληρούνται όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, που εξάγονται από τις αρχαίες πηγές. Σε οποιοδήποτε από τα γειτνιάζοντα υψίπεδα και αν τοποθετήσουμε ιδεατά τη διαλαμβανόμενη πολίχνη, αυτόματα τίθεται σε ορεινό μέρος και άρα ταιριάζει απόλυτα με το Ομηρικό επίθετο «αιπεινής (ψηλή ή υψιτενής)», ενώ είναι υπερκείμενη της χαμηλότερης Μυκηναϊκής Σικυώνιας χώρας σε άμεσο χωροταξικό συσχετισμό, όπως ακριβώς μαρτυρά ο Παυσανίας. Ο δε τελευταίος παραθέτει την πληροφορία ότι σε κάποια χρονική στιγμή ερημώθηκε από τους Σικυώνιους, οι οποίοι πιθανότατα ήθελαν να αυξήσουν την επικράτεια τους, ενισχύοντας την αντίληψη πως εκείνη την εποχή οι επικράτειες των δύο πολιτειών ήταν όμορες. Τέλος, η χρονολόγηση των θαλαμοειδών ταφικών μνημείων του Κρυονερίου στην Υστεροελλαδική περίοδο ΙΙΙ έρχεται σε αρμονική αντιστοιχία με το χρονικό φάσμα της διεξαγωγής της Τρωικής εκστρατείας, στην οποία συμμετείχε η ακμάζουσα Γονόεσσα (Γονούσσα).
Εικόνα 14: Δύο είσοδοι υπόσκαφων τάφων στο τρίτο εδαφικό επίπεδο της εκτενούς νεκρόπολης Μυκηναϊκής στη θέση «Παναγιά» Κρυονερίου, όπως διακρίνονται μέσα στην πυκνή βλάστηση (επισημαίνονται με κόκκινα βέλη).
Η εκτενής νεκρόπολη στη θέση «Παναγιά» και η συστάδα των τεσσάρων θαλαμοειδών τάφων στη θέση «Άγιος Νικόλαος» στην περιοχή του Κρυονερίου, συνιστούν δύο αξιόλογα τοπόσημα των Μυκηναϊκών χρόνων στην περιφέρεια του σημερινού Δήμου Σικυωνιών και γενικότερα ολόκληρης της Κορινθίας. Αναμφίβολα αποτελούσαν ιερά νεκρικά μέρη μίας αδιάγνωστης παρακείμενης πόλης, η οποία δύναται να συσχετιστεί φιλολογικά με την Ομηρική Γονόεσσα (Γονούσσα), σύμφωνα με τις τοπογραφικές και χρονολογικές ενδείξεις, πλην όμως αυτή η ερμηνεία χρήζει περαιτέρω επιστημονικής τεκμηρίωσης. Μία γεωφυσική διερεύνηση του εδάφους με χρήση γεωραντάρ σε συνδυασμό με μία μελλοντική συστηματική ανασκαφή κρίνονται ως απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου να αποκτηθεί μία πλήρης εικόνα για τη διαρρύθμιση των υπόσκαφων ταφικών μνημείων και να διαπιστωθεί ο ακριβής αριθμός τους, ενώ ενδεχομένως να ανακαλύπτονταν ασύλητα κτερίσματα και αγγειακά αναθήματα. Κατά αυτό τον τρόπο, θα επιτυγχανόταν παράλληλα και η ανάδειξη των δύο αφανών αρχαιολογικών χώρων ως τοπικών πολιτιστικών αξιοθέατων.
Κείμενο – Φωτογραφίες
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε.α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
11 Οκτωβρίου 2023
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Το Κρυονέρι απέχει 16 χιλιόμετρα από την παραλιακή πόλη του Κιάτου, που είναι η έδρα του Δήμου Σικυωνίων. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) που προσδιορίζουν την ταφική θέση είναι 380705/4202264, 380744/4202286, 380815/4202261, 380797/4202208, 380804/4202176, 380764/4202143, 380735/4202170.
2. Στις διαδικτυακές πηγές αναφέρεται ότι έχουν ανακαλυφθεί 10 μυκηναϊκοί τάφοι, αλλά από την επιτόπια έρευνα του γράφοντος μαζί τον καλό φίλο και Κορίνθιο ιστοριοδίφη Άρη Γκότση διαπιστώθηκε ότι διακρίνονται τουλάχιστον άλλα πέντε ανοίγματα με ικανό βάθος, που η διαμόρφωσή τους προέκυψε μάλλον από λάξευση, παραπέμποντας σε είσοδο θαλαμοειδών ταφικών μνημείων. Ωστόσο, οι μεγάλες επιχώσεις του στομίου τους δεν επιτρέπουν την εισχώρηση στο εσωτερικό τους και την επιζητούμενη επισκόπησή τους.
3. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της ταφικής θέσης είναι 380972/4201353.
4. Ομήρου, «Ιλιάδα», ραψωδία Β’, στίχοι 570–578. Στους σχετικούς στίχους αναφέρεται: «Εκείνοι που είχαν τις Μυκήνες, την καλοχτισμένη πολιτεία, και την πλούσια Κόρινθο και τις καλοχτισμένες Κλεωνές, και ζούσαν στις Ορνειές και στην όμορφη Αραιθυρέη και στην Σικυώνα, όπου πρώτα βασίλευε ο Άδραστος, και εκείνοι που είχαν την Υπερησία και την ψηλή Γονούσα και την Πελλήνη, και όσοι κατοικούσαν στο Αίγιο και σε όλη την έκταση του Αιγιαλού, και γύρω στην πλατιά Ελίκη, σ᾿ αυτών τα εκατό καράβια αρχηγός ήταν ο βασιλιάς Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα». Η απόδοση στα νέα ελληνικά είναι της Όλγας Κομνηνού–Κακριδή και προέρχεται από την έκδοση της μετάφρασης της «Ιλιάδας» των Νίκου Καζαντζάκη και Ιωάννη Κακριδή.
5. Απολύτως ενδεικτικό για αυτή την εκδοχή είναι ότι στη θέση «Παλαιοχώρι» Τραγάνας ανακαλύφθηκε μία σημαντική Μυκηναϊκή νεκρόπολη, κατά τις εργασίες κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής της προαστιακής σύνδεσης Αθήνα–Κόρινθος–Κιάτο το χρονικό διάστημα 2003–2007. Συνολικά ερευνήθηκαν τριάντα θαλαμοειδείς και διπλοί λακκοειδείς τάφοι.
6. Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας (Αρχαίας–Μεσαιωνικής–Νέας) εκδόσεις Πάπυρος, Τόμος 1, λήμμα «αιπεινός», Αθήνα, 2013.
7. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», ΙΙ (Κορινθιακά), 4.4, V (Ηλιακά Α’), 18.7, VII (Αχαϊκά), 26.13.
8. Μία πιο αναλυτική προσέγγιση του θέματος παρατίθεται στο άρθρο «Το αρχαίο φρούριο Γονούσσας Κορινθίας»/Γεώργιος Λόης/www.parakato.gr/6 Σεπτεμβρίου 2023.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Les monuments paléochrétiens de Grèce découverts de 1959 à 1973», Démétrios I. Pallas, Sussidi allo studio delle antichità Cristiane, V, p. 175–176, Pontificio Istituto di archeologia cristiana, Città del Vaticano, 1977.
2. «Land of Sicyon: Archaeology and history of a Greek city-state», Lolos Yannis, Hesperia Suppl. 39, pages 300, 453 (appendix I, HS–56) & 508 (appendix I, HS–142), American School of Classical Studies at Athens, 2011, Athens.
3. «Μυκηναϊκή Κορινθία», Κωνσταντίνος Π. Θεοδωρίδης, διδακτορική διατριβή, τόμος Α’, σελίδες 114–115 & 255, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας–Αρχαιολογίας, Ιωάννινα, 2014.
4. https://matsani.gr/Θολωτοί Τάφοι Μυκηναϊκής εποχής.
5. https://el.wikipedia.org/Κρυονέρι Κορινθίας.
Επιπρόσθετο Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 15: Η δρομική είσοδος του ανατολικότερου θαλαμοειδούς τάφου του πρώτου εδαφικού επιπέδου στο Μυκηναϊκό νεκροταφείο στη θέση «Παναγιά» Κρυονερίου.
Εικόνα 16: Η είσοδος ενός θαλαμοειδούς τάφου του πρώτου εδαφικού επιπέδου στο Μυκηναϊκό νεκροταφείο στη θέση «Παναγιά» Κρυονερίου.
Εικόνα 17: Το διατηρούμενο άνοιγμα ενός υπόσκαφου τάφου του πρώτου εδαφικού επιπέδου στο Μυκηναϊκό νεκροταφείο στη θέση «Παναγιά» Κρυονερίου. Το εσωτερικό του νεκρικού θαλάμου του καλύπτεται από επιχωματώσεις.
Εικόνα 18: Η επιχωματωμένη είσοδος ενός θαλαμοειδούς τάφου του δεύτερου εδαφικού επιπέδου στο Μυκηναϊκό νεκροταφείο στη θέση «Παναγιά» Κρυονερίου.
Εικόνα 19: Η επιχωματωμένη είσοδος ενός θαλαμοειδούς τάφου του τρίτου εδαφικού επιπέδου στο Μυκηναϊκό νεκροταφείο στη θέση «Παναγιά» Κρυονερίου.
Εικόνα 20: Η πύλη του Χριστιανικού κοιμητηρίου του χωριού Κρυονέρι. Το πρώτο εδαφικό επίπεδο του Μυκηναϊκού νεκροταφείου εντοπίζεται στο πρανές που σχηματίζεται κάτω από την ενδεικτική διακεκομμένη γραμμή, στο άκρο της διακρινόμενης ακαλλιέργητης έκτασης.
Εικόνα 21: Το επιχωματωμένο άνοιγμα ενός υπόσκαφου Μυκηναϊκού τάφου στη θέση «Άγιος Νικόλαος» Κρυονερίου.
Εικόνα 22: Το πλάτωμα της συστάδας των τεσσάρων θαλαμοειδών τάφων των Μυκηναϊκών χρόνων στη θέση «Άγιος Νικόλαος» Κρυονερίου, όπως φαίνεται από την επαρχιακή οδό Κιάτου–Κρυονερίου–Νεμέας. Με κόκκινα βέλη επισημαίνονται κατά προσέγγιση τα σημεία εντοπισμού των ταφικών μνημείων.
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.