Στις 20 Ιουλίου 1974, το αρματαγωγό «Λέσβος» (L–172) έπλεε στα ανοιχτά της νότιας ακτογραμμής της Κύπρου, μεταφέροντας επαναπατριζόμενους οπλίτες της ΕΛΔΥΚ με προορισμό την Ελλάδα, υλοποιώντας απερίσπαστο την καθορισθείσα αποστολή του. Ωστόσο, έμελλε να βρεθεί συγκυριακά στη δίνη του πολέμου, καθώς εκείνη την ημέρα εκδηλώθηκε η επαίσχυντη τουρκική αποβατική επιχείρηση ΑΤΤΙΛΑΣ Ι στην περιοχή της Κερύνειας, με τη σύμπραξη των Τουρκοκυπρίων της μεγαλονήσου. Ο κυβερνήτης του πλοίου, Πλωτάρχης (M) Ελευθέριος Χανδρινός, αφού αποβίβασε το προσωπικό της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) στην Πάφο, έπειτα και κατόπιν σχετικής αιτήσεως από τον τοπικό στρατιωτικό διοικητή, αποφάσισε αυτοβούλως να εκτελέσει σφοδρό βομβαρδισμό με τα ναυτικά πυροβόλα, εναντίον του ισχυρού τουρκοκυπριακού θύλακα της πόλης συμβάλλοντας καίρια στη διάσωσή της. Η ενεργή παρουσία του ελληνικού πολεμικού πλοίου προκάλεσε έμμεσα μία ενδοτουρκική αεροναυμαχία, με ολέθρια αποτελέσματα για τους ιταμούς εισβολείς, καταδεικνύοντας τις επιτελικές αδυναμίες της τουρκικής πλευράς.
Εικόνα 1: Το αρματαγωγό «Λέσβος» (L–172) προσαιγιαλωμένο πιθανώς στην ακτή του όρμου των Κεγχρεών. Υπήρξε το μοναδικό πλοίο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, που ενεπλάκη ενεργά κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού).
Στα μέσα του 1974, οι διμερείς σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας ήταν ιδιαίτερα τεταμένες, έχοντας φτάσει σε οριακό σημείο ρήξης. Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’, τηρούσε μία διφορούμενη πολιτική στάση απέναντι στον επιδιωκόμενο σκοπό της Ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα, υποδηλώνοντας μία ροπή προς την πλήρη απεξάρτηση. Παράλληλα, ο Κύπριος ηγέτης αντιμετωπιζόταν από τις ΗΠΑ με πρόδηλο σκεπτικισμό, καθώς εμφανιζόταν ως φίλα προσκείμενος σε κουμμουνιστικές και αδέσμευτες χώρες, προσλαμβάνοντας μάλιστα και το δεικτικό προσωνύμιο «Κάστρο της Μεσογείου», μία προαίρεση που δεν ήταν καθόλου αρεστή στους διπλωματικούς κύκλους του ΝΑΤΟ. Αυτές ήταν και οι δύο βασικές αιτίες, οι οποίες τον οδήγησαν σε ευθεία σύγκρουση με το στρατοκρατικό καθεστώς της Ελλάδας, με συνέπεια να διακοπεί κάθε γέφυρα επικοινωνίας με την Κυπριακή Κυβέρνηση. Ο «αόρατος δικτάτορας» Δημήτριος Ιωαννίδης, που κινούσε παρασκηνιακά τα πολιτικά νήματα και λοιποί σκληροπυρηνικοί Έλληνες αξιωματούχοι, εξέφραζαν ανοιχτά την έντονη αντιπάθειά τους προς το πρόσωπο του Μακάριου, μηχανογραφώντας δολίως την ανατροπή του από την εξουσία, ενώ διέθεταν και τη συγκαλυμμένη συναίνεση του αμερικάνικου παράγοντα στη διαπλεκόμενη σκευωρία. Ο αρχιεπίσκοπος έχοντας υποψιαστεί ότι εξυφαινόταν μία επίβουλη ενέργεια εναντίον του, στις 2 Ιουλίου 1974, απέστειλε μία εκτενή επιστολή προς τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, αξιώνοντας να ανακληθούν άπαντες οι Έλληνες αξιωματικοί, που στελέχωναν τις μονάδες της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου. Όμως, αυτή η απαίτηση θα επιτάχυνε καταλυτικά τις διαδικασίες ενός υποκινούμενου πραξικοπήματος. Η δε Τουρκία παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις στο κυπριακό ζήτημα, εποφθαλμιώντας να επέμβει στρατιωτικά προς κατάληψη εδαφών της μεγαλονήσου, μόλις παρουσιαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία. Υπό αυτή την προοπτική, προετοιμαζόταν τουλάχιστον επί μία δεκαετία για μία αποβατική επιχείρηση στις κυπριακές ακτές, ενώ οι πολεμικές προπαρασκευές κορυφώθηκαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1974.
Εικόνα 2: Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ (1913–1977). Τον Ιούλιο του 1974 είχε έρθει σε οξεία ρήξη με το δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών, το οποίο σχεδίαζε την ανατροπή του από τον κυπριακό κυβερνητικό θώκο (churchofcyprus.org.cy).
Από τις Κεγχρεές Κορινθίας στην Κύπρο
Παρά το ζοφερό πολιτικό σκηνικό, οι καθημερινές δραστηριότητες συνεχίζονταν με μάλλον κανονικούς ρυθμούς τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο, σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής. Το ίδιο ίσχυε και για τους κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων, που δεν παρέκκλιναν από τη συνήθη λειτουργία και κινητικότητά τους. Μία τέτοια κοινότυπη αποστολή ανατέθηκε στο αρματαγωγό (Α/Γ) «Λέσβος» (L–172) με κυβερνήτη τον έμπειρο Πλωτάρχη Ελευθέριο Χανδρινό, ο οποίος καταγόταν από την Κέρκυρα και ανέλαβε τα διοικητικά καθήκοντά του στις 1 Αυγούστου 1973, έχοντας ως ύπαρχο τον Ανθυποπλοίαρχο (ΠΥ) Αχιλλέα Βουτσά. Το πλοίο είχε προγραμματιστεί για τη μεταφορά προσωπικού και υλικού της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο, με προβλεπόμενη ημερομηνία απόπλου το μεσημέρι της 12ης Ιουλίου 1974.
Εικόνα 3: Το αρματαγωγό «Λέσβος» (L–172) εν πλω. Το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου 1974, είχε προγραμματιστεί να μεταφέρει προσωπικό και υλικό της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο, έχοντας κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Ελευθέριο Χανδρινό (Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού).
Την Πέμπτη 11 Ιουλίου, το Α/Γ «Λέσβος» βρισκόταν ελλιμενισμένο στην Αμφιάλη, όπου από το πρωί είχε ξεκινήσει η φόρτωση 95 κιβώτιων οπλισμού (τυφέκια Μ1 Garand) και απαρτίων διαβιβάσεων, συσκευασίες πυρομαχικών και λοιπά υλικά, η οποία περατώθηκε τις βραδινές ώρες εκείνης της ημέρας. Ο δε υπεύθυνος αξιωματικός συνοδός ήταν ο Υπολοχαγός (ΠΖ) Πραγματιώτης Κωνσταντίνος. Όμως δεν θα αναχωρούσε για τον όρμο των Κεγχρεών Κορινθίας για να παραλάβει τους άνδρες της ΕΛΔΥΚ, καθόσον από μεσημέρι ο Πλωτάρχης Χανδρινός είχε ενημερωθεί από το Αρχηγείο Ναυτικού (σημερινό ΓΕΝ) ότι ο απόπλους αναβάλλονταν για 24 ώρες, λόγω καθυστέρησης στην παραλαβή του διακομιζόμενου φορτίου. Σχετικό σήμα ελήφθη και το πρωί της 12ης Ιουλίου, ημέρα κατά την οποία το πλοίο παρέμενε σταθμευμένο στην Αμφιάλη.
Τελικά το αρματαγωγό απέπλευσε για τον φυσικό λιμένα των Κεγχρεών το μεσημέρι του Σαββάτου 13 Ιουλίου, όπου προσαιγιαλώθηκε και επιβιβάστηκαν 450 νέοι στρατιώτες της 73 Γ’ ΕΣΣΟ (107η σειρά) προοριζόμενοι για την ΕΛΔΥΚ, προκειμένου να αντικαταστήσουν αντίστοιχους απολυόμενους συναδέλφους τους της παλαιότερης 72 Γ’ ΕΣΣΟ (103η σειρά), οι οποίοι θα επαναπατρίζονταν με το ίδιο πλοίο. Ο συγκεκριμένος αριθμός οπλιτών αναλογούσε στη μισή δύναμη της ελληνικής μονάδας στην Κύπρο. Επικεφαλής συνοδός αξιωματικός του μετατιθέμενου προσωπικού ήταν ο Αντισυνταγματάρχης (ΠΖ) Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος, ο οποίος υπηρετούσε ως αξιωματικός στο 2ο Επιτελικό Γραφείο (ΕΓ) του Αρχηγείου Στρατού (σημερινό ΓΕΣ) με βοηθό τον κυπριακής καταγωγής Λοχαγό (ΠΖ) Λούη Ιωαννίδη. Η δε αναχώρηση πραγματοποιήθηκε στις 22:00΄ της ίδιας ημέρας με προορισμό την Αμμόχωστο της Κύπρου, με προβλεπόμενη ημερομηνία άφιξης την 17η Ιουλίου και ώρα 07:00΄. Σημειώνεται ότι το πλοίο δεν ήταν επανδρωμένο πλήρως, αλλά διέθετε το εν ειρήνη οργανικό πλήρωμά του, δηλαδή 8 αξιωματικούς και περί τους 75 υπαξιωματικούς και ναύτες, με κυριότερες ελλείψεις στους χειριστές των ναυτικών πυροβόλων.
Εικόνα 4: Άποψη του όρμου των Κεγχρεών Κορινθίας. Από τον φυσικό λιμένα της Κορινθίας απέπλευσε το αρματαγωγό «Λέσβος» (L–172) την 13η Ιουλίου 1974, έμφορτο με προσωπικό και υλικό της ΕΛΔΥΚ, με προορισμό την Αμμόχωστο της Κύπρου (Γεώργιος Λόης).
Έπειτα από ένα ημερονύχτιο απερίσπαστης πλεύσης, το πρωί της Δευτέρας 15 Ιουλίου, ο Πλωτάρχης Χανδρινός βρισκόταν στο κύριο κατάστρωμα του Α/Γ «Λέσβος», συζητώντας ανέμελα με τον Αντισυνταγματάρχη Σταυρουλόπουλο, με τον οποίο είχε συχνή επαφή και αγαστή συνεργασία από την αρχή του ταξιδιού, παρουσία και του Λοχαγού Ιωαννίδη. Περί τις 09:30΄ προσήλθε ο υπόλογος τηλεγραφητής και ενημέρωσε τον κυβερνήτη και την ομήγυρη, πως ο ραδιοφωνικός σταθμός της Λευκωσίας (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου–ΡΙΚ) σε έκτακτη εκπομπή του, μετέδωσε ότι κατά τις πρωινές είχε διενεργηθεί πραξικόπημα από την Εθνική Φρουρά ενάντια στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και πως ο Κύπριος θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης ήταν νεκρός. Αμέσως, ο ξαφνιασμένος Χανδρινός, όντας αμύητος στη συνωμοσία, ανέβηκε στη γέφυρα του πλοίου, όπου επιβεβαίωσε την ορθότητα της πληροφορίας, αποφασίζοντας να συνεχίσει την πορεία του με βάση τον αρχικό σχεδιασμό, έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη του Σταυρουλόπουλου. Κατόπιν ανέφερε με σήμα την πρόθεσή του στο Αρχηγείο Ναυτικού, το οποίο ενέκρινε την εκπλήρωση της αποστολής του. Ταυτόχρονα διέταξε να ανέλθει επί του καταστρώματος ένα μέρος των πυρομαχικών μάχης, τηρώντας σε ετοιμότητα όσα πυροβόλα Μπόφορς (Bofors) 40 mm ήταν δυνατόν να επανδρωθούν, καθόσον θεώρησε ότι ενδεχομένως να εισερχόταν σε ένα ταραχώδες και απειλητικό περιβάλλον, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν γνώριζε τίποτα απολύτως για τη διαμορφωθείσα κατάσταση στην Κύπρο.
Εικόνα 5: Το προεδρικό μέγαρο της Κύπρου στη Λευκωσία έχοντας δεχτεί πυρά από δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς, κατά το πραξικόπημα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, που εκδηλώθηκε κατ’ εντολή του δικτατορικού καθεστώτος των Αθηνών στις 15 Ιουλίου 1974 (reporter.com.cy).
Πράγματι, στις 08:15΄ της 15ης Ιουλίου 1974, εκδηλώθηκε το διαλαμβανόμενο πραξικόπημα στην Κύπρο από μονάδες της Εθνικής Φρουράς (πεζικού, αρμάτων και καταδρομών), που ήταν στελεχωμένες με Έλληνες αξιωματικούς και με τη συμμετοχή δύο λόχων της ΕΛΔΥΚ. Η εντολή δόθηκε από το δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών, εφαρμόζοντας το συναφές σχέδιο Αφροδίτη 3, το οποίο είχε εκπονηθεί από αδιάλλακτους στρατιωτικούς επιτελείς, έχοντας και τη συγκατάθεση του Δημήτριου Ιωαννίδη και προέβλεπε τη βίαιη καθαίρεση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Οι επιθέσεις των στασιαστών στη Λευκωσία επικεντρώθηκαν στην εξουδετέρωση της Προεδρικής Φρουράς και του Εφεδρικού Σώματος(1), που ήταν έμπιστα ένοπλα τμήματα ταγμένα στο πλευρό του εκλεγμένου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ένας από τους κυριότερους στόχους ζωτικής σημασίας ήταν η κατάληψη του προεδρικού μεγάρου, από το οποίο φυγαδεύτηκε εσπευσμένα ο Μακάριος και κατέληξε στην Πάφο, από όπου απηύθυνε διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό διαψεύδοντας την αναγγελία του θανάτου του. Έως το απόγευμα, οι πραξικοπηματίες άρχισαν να επικρατούν σταδιακά ύστερα σκληρές συγκρούσεις, χρίζοντας αυθαίρετα ως διάδοχο του ανατραπέντος ηγέτη της Κύπρου, τον δημοσιογράφο και βουλευτή Νίκο Σαμψών. Ο δε Πλωτάρχης Χανδρινός αγνοούσε τη δραματική πλοκή των γεγονότων και ήταν προσηλωμένος στην εκτέλεση της αποστολής του, ενώ έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η 24ωρη καθυστέρηση του απόπλου του Α/Γ «Λέσβος» στην Αμφιάλη είχε διαταχθεί σκόπιμα από το Αρχηγείο Ναυτικού, έτσι ώστε ο κατάπλους στην Αμμόχωστο να πραγματοποιηθεί αφού περατωθεί το πραξικόπημα.
Εικόνα 6: Ο Ελευθέριος Χανδρινός με τον βαθμό του Πλωτάρχη. Διατέλεσε κυβερνήτης του αρματαγωγού «Λέσβος» (L–172) από 1 Αυγούστου 1973 έως τις 30 Αυγούστου 1974, το οποίο υπήρξε το μοναδικό πλοίο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, που ανέπτυξε ενεργό δράση κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (amaliagavriil.wixsite.com).
Προσεγγίζοντας τις βορειοδυτικές ακτές της Κύπρου το πρωί της Τρίτης 16 Ιουλίου, ο Πλωτάρχης Χανδρινός αντιλήφθηκε ένα μικρό πολεμικό σκάφος, που έφερε αναρτημένες την κυπριακή και την ελληνική σημαία, να διέρχεται σε κοντινή απόσταση από το αρματαγωγό κατευθυνόμενο προς τα δυτικά, έχοντας αναπτύξει αρκετά υψηλή ταχύτητα. Μολονότι ο Έλληνας κυβερνήτης προσπάθησε επίμονα επικοινωνήσει μαζί του με οπτικά σήματα προβολέα, εντούτοις δεν έτυχε καμίας απολύτως ανταπόκρισης. Μετά τον κατάπλου στην Αμμόχωστο, πληροφορήθηκε ότι το υπόψη κυπριακό σκάφος που προσπέρασε τάχιστα το πλοίο του, επρόκειτο για το παράκτιο περιπολικό (Π/Π) «Λεβέντης», υπό τον Υποπλοίαρχο Σταύρο Ταυλαρίδη, το οποίο μετέβαινε στην Πάφο, προκειμένου να εκτελέσει μία ειδική αποστολή, συνδράμοντας στην επιχείρηση σύλληψης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και είχε εντολές να μην απαντά σε οποιοδήποτε ναυτικό σήμα επιφανείας.
Εικόνα 7: Το αρματαγωγό «Λέσβος» (L–172) εισέρχεται σε κάποιον ελληνικό λιμένα. Όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974, το πλοίο έλαβε διαταγή να συνεχίσει την πλεύση του προς Αμμόχωστο και να εκπληρώσει την αποστολή του (amaliagavriil.wixsite.com).
Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, το Α/Γ «Λέσβος» περιέπλεε στα ανοιχτά της νότιας ακτογραμμής της Κύπρου, απέχοντας 10 ν.μ. από την Πάφο με πορεία προς τη Λεμεσό. Τότε ελήφθη ένα σήμα από το Αρχηγείο Ναυτικού, που επίτασσε ότι έπρεπε να πραγματοποιήσει αναστροφή και να κατευθυνθεί βορειοδυτικά εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, όπου και να αγκυροβολήσει στον όρμο Λάρδο στην περιοχή της Λίνδου στη Ρόδο. Ο Πλωτάρχης Χανδρινός πειθάρχησε άμεσα στα καθοριζόμενα αλλάζοντας τη ρότα του, μολονότι το πλοίο είχε διατεθεί στην αρμοδιότητα του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ) για τη συγκεκριμένη μεταφορική αποστολή. Η υπόψη διαταγή εκδόθηκε αυτοβούλως από τον τότε Αρχηγό Ναυτικού Αντιναύαρχο Πέτρο Αραπάκη, προκειμένου να αποτραπεί τυχόν χρησιμοποίηση του επιβαίνοντος προσωπικού και του υλικού της ΕΛΔΥΚ εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, καθώς φέρεται ότι δεν ήταν ενήμερος σχετικά με τους υποκινητές και την εξέλιξη του εκδηλωθέντος πραξικοπήματος. Ο δε εκδιωχθείς Κύπριος ιεράρχης είχε αποχωρήσει από την Πάφο και μεταφερόταν με βρετανικό μεταγωγικό αεροπλάνο στη Μάλτα, από όπου το βράδυ εκείνης της ημέρας θα διαπεραιωνόταν στο Λονδίνο.
Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, το Α/Γ «Λέσβος» περιέπλεε στα ανοιχτά της νότιας ακτογραμμής της Κύπρου, απέχοντας 10 ν.μ. από την Πάφο με πορεία προς τη Λεμεσό. Τότε ελήφθη ένα σήμα από το Αρχηγείο Ναυτικού, που επίτασσε ότι έπρεπε να πραγματοποιήσει αναστροφή και να κατευθυνθεί βορειοδυτικά εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, όπου και να αγκυροβολήσει στον όρμο Λάρδο στην περιοχή της Λίνδου στη Ρόδο. Ο Πλωτάρχης Χανδρινός πειθάρχησε άμεσα στα καθοριζόμενα αλλάζοντας τη ρότα του, μολονότι το πλοίο είχε διατεθεί στην αρμοδιότητα του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ) για τη συγκεκριμένη μεταφορική αποστολή. Η υπόψη διαταγή εκδόθηκε αυτοβούλως από τον τότε Αρχηγό Ναυτικού Αντιναύαρχο Πέτρο Αραπάκη, προκειμένου να αποτραπεί τυχόν χρησιμοποίηση του επιβαίνοντος προσωπικού και του υλικού της ΕΛΔΥΚ εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, καθώς φέρεται ότι δεν ήταν ενήμερος σχετικά με τους υποκινητές και την εξέλιξη του εκδηλωθέντος πραξικοπήματος. Ο δε εκδιωχθείς Κύπριος ιεράρχης είχε αποχωρήσει από την Πάφο και μεταφερόταν με βρετανικό μεταγωγικό αεροπλάνο στη Μάλτα, από όπου το βράδυ εκείνης της ημέρας θα διαπεραιωνόταν στο Λονδίνο.
Εικόνα 8: Ο μελλοντικός κυβερνήτης του θρυλικού αρματαγωγού «Λέσβος» (L–172) Ελευθέριος Χανδρινός (δεύτερος από αριστερά), μαζί με συμμαθητές του, σε εκπαιδευτικό ταξίδι της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, από την οποία αποφοίτησε στις 30 Ιουνίου 1958 με τον βαθμό του Μάχιμου Σημαιοφόρου (amaliagavriil.wixsite.com).
Τις μεσημβρινές ώρες της Τετάρτης 17 Ιουλίου, το αρματαγωγό ευρισκόμενο περί τα 20 ν.μ. νοτιοανατολικά της Λίνδου, διατάχθηκε από το Αρχηγείο Ναυτικού να πλεύσει και πάλι προς την Κύπρο, καθώς ο Αντιναύαρχος Αραπάκης είχε βεβαιωθεί ότι ο Μακάριος είχε διαφύγει πλέον στο εξωτερικό, επιτρέποντας την επαναδρομολόγησή του προς τον τελικό προορισμό του. Ο δε Πλωτάρχης Χανδρινός έπρεπε να ρυθμίσει τη ρότα του έτσι ώστε να αφιχθεί στην Αμμόχωστο στις 05:00΄ της 19ης Ιουλίου. Το απόγευμα εκείνης της ημέρας λήφθηκε νέο σήμα από το Αρχηγείο Ναυτικού, όπου διευκρινιζόταν πως τα προς εκφόρτωση υλικά θα υποδεικνύονταν επιτόπου από τον Αντισυνταγματάρχη (ΠΖ) Χρήστο Φαρμάκη, της 4ης Μικτής Επιτελικής Ομάδας (ΜΕΟ) του ΑΕΔ, ο οποίος θα μετέβαινε στην Κύπρο για τον συγκεκριμένο σκοπό. Επίσης, καθοριζόταν ότι ο απόπλους του πλοίου για την επιστροφή του στην Ελλάδα θα εκτελείτο αυθημερόν, ενώ το αρχικό πρόγραμμα ταξιδιού προέβλεπε παραμονή δύο ημερών στην Κύπρο.
Εικόνα 9: Ιστορικό και τεχνικά χαρακτηριστικά του αρματαγωγού «Λέσβος» (L–172) (Γεώργιος Λόης).
Κατάπλους στην Αμμόχωστο
Συνεχίζοντας απρόσκοπτα την πορεία του επί μία ημέρα, το Α/Γ «Λέσβος» κατέπλευσε στην Αμμόχωστο στις 04:00΄ της Παρασκευής 19 Ιουλίου 1974 και αγκυροβόλησε μπροστά από τον λιμένα της αναμένοντας τον υπεύθυνο πλοηγό, ο οποίος επιβιβάστηκε στις 05:00΄. Ακολούθως έπειτα από μισή ώρα προσέδεσε στο υφιστάμενο κεκλιμένο επίπεδο της προκυμαίας. Το πλοίο υποδέχτηκε ο Υποδιοικητής της ΕΛΔΥΚ, Αντισυνταγματάρχης (ΠΖ) Κωνσταντίνος Παπαγιάννης, διαθέτοντας το απαιτούμενο προσωπικό και τα οχήματα για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων ασφαλείας, την εκφόρτωση των υλικών και τη μετακίνηση των νεοτοποθετημένων στρατιωτών στην έδρα ελληνικής της μονάδας στη Λευκωσία. Παρόντες ήταν ο Διοικητής της Ναυτικής Διοίκησης Κύπρου (ΝΔΚ) Αντιπλοίαρχος Γεώργιος Παπαγιάννης(2), προκειμένου να επιβλέψει τη διαδικασία και ο Υποπλοίαρχος Σταύρος Γουλέας, επικεφαλής Ομάδας Υποβρυχίων Καταστροφών (ΟΥΚ), που ήταν επιφορτισμένη με τον έλεγχο των υφάλων του αρματαγωγού. Λίγο αργότερα κατέφθασε και ο Αντισυνταγματάρχης Φαρμάκης, ο οποίος ενημέρωσε τον Πλωτάρχη Χανδρινό και τον επικεφαλής συνοδό Αντισυνταγματάρχη Σταυρουλόπουλο ότι δεν θα ξεφορτωθούν οπλισμός και πυρομαχικά ως πλεονάζοντα, διότι κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος κατασχέθηκαν από τις αποθήκες του Εφεδρικού Σώματος μεγάλες ποσότητες σύγχρονων όπλων τσέχικης προελεύσεως και πυρομαχικών. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε στον Έλληνα κυβερνήτη, η υποχρεωτική παρουσία στον καταπέλτη του πλοίου δύο αξιωματικών της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ (UNFICYP), προς έλεγχο του διακινούμενου υλικού, γεγονός που συνέβαινε για πρώτη φορά.
Εικόνα 10: Το αρματαγωγό «Λέσβος» (L–172) προσδεμένο πιθανώς στον λιμένα της Αμμοχώστου στις 19 Ιουλίου 1974, μάλλον πριν την έναρξη της φορτοεκφόρτωσης του προσωπικού και υλικού της ΕΛΔΥΚ, σύμφωνα με την ιδιόχειρη ημερολογιακή σημείωση στο σχετικό λεύκωμα της Αμαλίας Γαβριήλ–Χανδρινού (amaliagavriil.wixsite.com).
Το πρωινό της 19ης Ιουλίου, οι μετατιθέμενοι στρατιώτες της 73 Γ’ ΕΣΣΟ, ταλαιπωρημένοι από το εξαήμερο ακτοπλοϊκό ταξίδι, αποβιβάστηκαν από το αρματαγωγό και μεταφέρθηκαν με οχήματα στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, όπου θα εντάσσονταν στις οργανικές υπομονάδες της, ενώ παράλληλα εκφορτωνόταν και τα λοιπά υλικά χωρίς να προκύψουν προβλήματα. Περί τις 11:30΄, ο Πλωτάρχης Χανδρινός συζητούσε στην καμπίνα του με τον Υποδιοικητή της ΕΛΔΥΚ, όταν παρουσιάστηκε ένας τελωνειακός υπάλληλος, ο οποίος ανέφερε στους δύο Έλληνες αξιωματικούς ότι συναθροίζονταν ένοπλοι Τούρκοι(3) στο παλαιό ενετικό φρούριο της πόλης. Επιπλέον, στο εσωτερικό του εισέρχονταν και Τουρκοκύπριοι λιμενεργάτες, εγκαταλείποντας τις εργασίες τους. Η δεδομένη φρουριακή υποδομή εκτιμάται ότι πιθανότατα πρόκειται για το επάκτιο τετράγωνο οχυρό, που αποκαλείται ως «πύργος του Οθέλο» και είναι προσαρτημένο στη βορειοανατολική πλευρά του οχυρωματικού περιβόλου της αλλοτινής μεσαιωνικής καστροπολιτείας της Αμμοχώστου (Famagusta), παρέχοντας άμεση εποπτεία στον λιμένα.
Εικόνα 11: Η επάκτια φρουριακή υποδομή επί της βορειοανατολικής πλευράς του μεσαιωνικού οχυρωματικού περιβόλου της ενετικής καστροπολιτείας της Αμμοχώστου (Famagusta), όπου είχαν συγκεντρωθεί ένοπλοι Τούρκοι κατά τη διάρκεια της εκφόρτωσης του αρματαγωγού «Λέσβος» (L–172) την 19η Ιουλίου 1974 (www.google.com/maps/εικόνες).
Ο Χανδρινός θεώρησε εύλογα αυτή την ξαφνική κινητικότητα ως ύποπτη και εξέφρασε την ανησυχία του, πλην όμως τον διαβεβαίωσαν ότι δεν συνέτρεχε κανένας λόγος αναστάτωσης, αποδίδοντας την παρατηρούμενη δραστηριότητα στην επιθυμία των Τουρκοκυπρίων να δημιουργήσουν θέμα, με αφορμή την αντικατάσταση του προσωπικού της ΕΛΔΥΚ. Ωστόσο, εξαιτίας της μάλλον τεταμένης ατμόσφαιρας και της διαπίστωσης πως υπήρχε ένα επανδρωμένο στοιχείο πολυβόλου όπλου, επιμελώς κρυμμένο επί των επάλξεων του επάκτιου ενετικού οχυρού, διέταξε να εξοπλιστεί μέρος των πυροβόλων του πλοίου και οι ομοχειρίες(4) να βρίσκονται μέσα σε αυτά, προσποιούμενες ότι εργάζονται. Κατόπιν γενόμενων συνεννοήσεων με τις κυπριακές πολιτειακές αρχές, οι Τουρκοκύπριοι λιμενεργάτες επανήλθαν στις θέσεις απασχόλησής τους γύρω στις 13:00΄–13:30΄, χωρίς να προκληθεί κάποιο επεισόδιο.
Περί τις 14:00΄ επιβιβάστηκε στο Α/Γ «Λέσβος», ο Διευθυντής Πληροφοριών (2ου Γραφείου) της ΕΛΔΥΚ, Υπολοχαγός (ΠΖ) Ευστάθιος Σουβλάκης, ο οποίος προσκάλεσε τον Πλωτάρχη Χανδρινό στο Κέντρο Αναψυχής Οικογενειών Αξιωματικών (ΚΑΟΑ) της Αμμοχώστου για του προσφερθεί ένα αναψυκτικό. Μολονότι ο δεύτερος αρχικά αρνήθηκε ευγενικά την πρόσκληση, ύστερα από λίγο την αποδέχτηκε για καθαρά τυπικούς λόγους. Κατά την ενδιαφέρουσα συνομιλία που διαμείφθηκε μεταξύ τους στο θέρετρο των αξιωματικών, ο Διευθυντής Πληροφοριών γνωστοποίησε στον κυβερνήτη ότι σύμφωνα με πληροφορίες τουρκικά στρατεύματα, υλικά και μέσα μάχης επιβιβάζονταν σε πλοία, μαρτυρώντας πως προετοιμάζονταν για μία επικείμενη αποβατική επιχείρηση στην Κύπρο. Όμως, συμπλήρωσε ότι κατόπιν εκτίμησης της κατάστασης, αλλά και πρότερης σχετικής εμπειρίας, η υπόψη πληροφορία δεν ήταν πλήρως αξιόπιστη, καθόσον αυτή η αποβατική δραστηριότητα των Τούρκων επαναλαμβανόταν συχνά τα προηγούμενα έτη, αλλά τελικά αποδεικνυόταν πως εκτελούνταν τακτικές ασκήσεις. Δυστυχώς, δεν αξιολογήθηκαν σωστά οι εχθρικές κινήσεις, με συνέπεια να μην τεθεί σε πλήρη εγρήγορση ο κυπριακός αμυντικός μηχανισμός απέναντι στην επερχόμενη τουρκική λαίλαπα, η οποία σύντομα θα ξεσπούσε στο μέσο της βόρειας ακτογραμμής της μαρτυρικής μεγαλονήσου.
Εικόνα 12: Ακριβές αντίγραφο σε μικρογραφία του αρματαγωγού «Λέσβος» (L–172), που εκτίθεται στο Ναυτικό Μουσείο Κρήτης στα Χανιά, ως φόρος τιμής για την ηρωική πολεμική δράση του στην Πάφο, κατά την ημέρα της τουρκικής απόβασης στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 (mar-mus-crete.gr).
Επιπλέον, κατά τη σύντομη συζήτηση στο ΚΑΟΑ Αμμοχώστου ειπώθηκε ότι νωρίς το μεσημέρι εκείνης της ημέρας, ο ραδιοφωνικός σταθμός της βρετανικής βάσης του Ακρωτηρίου Λεμεσού είχε μεταδώσει τη φήμη πως οι Τούρκοι προέβησαν σε επιθετικές ενέργειες, πλησίον της Πράσινης Γραμμής στη Λευκωσία. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί πανικός στην πρωτεύουσα της Κύπρου, να κλείσουν όλα τα καταστήματα και οι έντρομοι κάτοικοι να κλειστούν στις οικίες τους. Εντούτοις, όπως επισήμανε ο Διευθυντής Πληροφοριών της ΕΛΔΥΚ, διαπιστώθηκε ότι αυτή η είδηση ήταν ανακριβής και αποτελούσε ένα σαθρό κατασκεύασμα. Σε μεταγενέστερη υπηρεσιακή αναφορά του, ο Πλωτάρχης Χανδρινός εξέφρασε τη γνώμη ότι ενδεχομένως με την εσκεμμένη ή μη διάδοση αυτής της ψευδούς πληροφορίας, οι Άγγλοι ίσως να θέλησαν να αφυπνίσουν έμμεσα τους Έλληνες περί της ενδεχόμενης απόβασης των Τούρκων, για την οποία γνώριζαν ότι επρόκειτο να συμβεί την επόμενη ημέρα, χωρίς να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τις αρμόδιες ελληνοκυπριακές υπηρεσίες, αν και κατά την εξέλιξη της ακόλουθης εχθρικής επιχείρησης τήρησαν μία άδηλη φιλοτουρκική στάση.
Ο Χανδρινός παρέμεινε στο ΚΑΟΑ μόλις μισή ώρα και κατόπιν επέστρεψε στο πλοίο του. Η επιβίβαση των επαναπατριζόμενων 450 παλαιών οπλιτών της ΕΛΔΥΚ είχε ήδη ξεκινήσει και ολοκληρώθηκε τις απογεματινές ώρες, υπό την επίβλεψη του επικεφαλής αξιωματικού συνοδού Αντισυνταγματάρχη Σταυρουλόπουλου. Περί τις 18:00΄ την 19η Ιουλίου 1974, το αρματαγωγό απέπλευσε από τον λιμένα της Αμμοχώστου για το ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα. Όμως, η μοίρα του επεφύλασσε να εμπλακεί αναπάντεχα σε εχθροπραξίες, αναπτύσσοντας πολεμική δράση.
Εικόνα 13: Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εκφωνεί τον περίφημο λόγο του στη συνέλευση του Συμβούλιου Ασφαλείας του ΟΗΕ την 19η Ιουλίου 1974, στον οποίο προέτρεπε το υπόψη όργανο διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας να αποκαταστήσει με κάθε τρόπο τη συνταγματική τάξη στην Κύπρο (armyvoice.gr).
Γύρω στις 19:00΄ της ίδιας ημέρας (12:00΄ ώρα Νέας Υόρκης), ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, με την ιδιότητα του νόμιμου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκφώνησε τον περίφημο επικριτικό λόγο του στη συνέλευση του Συμβούλιου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Στην πύρινη ομιλία του κατηγόρησε το ελληνικό δικτατορικό καθεστώς για την οργάνωση του πραξικοπήματος της ανατροπής του, αποδίδοντάς του επανειλημμένα τον δηκτικό χαρακτηρισμό του εισβολέα. Στον δε επίλογό του κατέληγε ως εξής: «Ποιώ έκκλησιν εις τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας να πράξουν ότι δύναται δια να θέσουν τέρμα εις την ανώμαλον κατάστασιν, η οποία εδημιουργήθη δια του πραξικοπήματος των Αθηνών. Καλώ το Συμβούλιον Ασφαλείας να χρησιμοποιήσει όλους τους τρόπους και τα εις την διάθεσίν του μέσα, ώστε η συνταγματική τάξις εν Κύπρω και τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού της Κύπρου να αποκατασταθούν άνευ καθυστερήσεως (…)». Αυτή η προτροπή του Μακαρίου αποτέλεσε το έναυσμα για την Τουρκία, έτσι ώστε να πραγματοποιήσει άμεσα την προαποφασισμένη στρατιωτική επέμβαση στη μεγαλόνησο, με πρόφαση τον ρόλο της ως μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις της ανεξαρτησίας του κυπριακού κράτους, χωρίς να διαβουλευτεί με τις άλλες δύο (Ελλάδα και Ηνωμένο Βασίλειο), επικαλούμενη μονομερώς το άρθρο IV της Συνθήκης Εγγυήσεων(5), η οποία ήταν απότοκος των Συμφωνιών Ζυρίχης–Λονδίνου, που υπογράφηκαν τον Φεβρουάριο του 1959.
Στις 20:00΄ την 19η Ιουλίου 1974, ένας τουρκικός στόλος πολεμικών πλοίων απέπλεε από τον λιμένα της Μερσίνας της Κιλικίας στη νότια Τουρκία, με κατεύθυνση προς τα βόρεια παράλια της Κύπρου, μεταφέροντας ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Αυτή τη φορά, οι Τούρκοι δεν διενεργούσαν μία εκπαιδευτική άσκηση, αλλά υλοποιούσαν το πραγματικό σχέδιο αποβατικών επιχειρήσεων ΑΤΤΙΛΑΣ, το οποίο θα άνοιγε την αυλαία της πρώτης πράξης της κυπριακής τραγωδίας (ΑΤΤΙΛΑΣ Ι).
Εικόνα 14: Τούρκοι στρατιώτες του Ναυτικού Αμφίβιου Συντάγματος με πλήρη φόρτο μάχης και το πλήρωμα του αρματαγωγού «Ερτουρούλ» (TCG «Ertugrul»), βρίσκονται παραταγμένοι επί του καταστρώματος του πλοίου στον λιμένα της Μερσίνας, κατά τις πολεμικές προετοιμασίες για την τουρκική απόβαση στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974 (www.usmcu.edu/Attila_web).
Το Α/Γ «Λέσβος» συνδράμει στη διάσωση της Πάφου
Τα χαράματα του Σαββάτου της 20ης Ιουλίου 1974, το Α/Γ «Λέσβος» διερχόταν πλησίον των νοτίων ακτών της Κύπρου, έχοντας βάλει ρότα για τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Περί τις 05:45΄, ο Πλωτάρχης Χανδρινός ξύπνησε στην καμπίνα του και άνοιξε ανυποψίαστος το ραδιόφωνο για να ενημερωθεί από τις πρωινές ειδήσεις του ΡΙΚ, οι οποίες μεταδιδόταν στις 06:00΄. Όμως παραξενεύτηκε όταν διαπίστωσε ότι αντί για ελαφρά μουσική και τραγούδια, ακούγονταν εμβατήρια. Αρχικά θεώρησε ότι είχε αναζωπυρωθεί ο εμφύλιος πολιτειακός αλληλοσπαραγμός στη μεγαλόνησο, όμως η σκέψη του διαψεύστηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λευκωσίας, ο οποίος ανακοίνωσε την ύπουλη τουρκική εισβολή, που έλαβε χώρα από τις 05:00΄ στην περιοχή της Κερύνειας, καθώς και τις εχθρικές αεροπορικές προσβολές στον τομέα της Λευκωσίας και σε διάφορα άλλα μέρη. Επίσης, αναγγελλόταν πως η Κυπριακή Κυβέρνηση είχε κηρύξει γενική επιστράτευση, παρακινώντας άπαντες τους Ελληνοκύπριους να ξεχάσουν τις διαφορές τους και να αντιμετωπίσουν ενωμένοι τον κοινό προαιώνιο εχθρό. Διατηρώντας την ψυχραιμία του και χωρίς χρονοτριβή, ο Χανδρινός ανέβηκε στην γέφυρα και διέταξε να στραφεί το πλοίο και να πάρει νοτιοδυτική πορεία, προκειμένου να απομακρυνθεί από τα παράλια της Κύπρου και ουσιαστικά από το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων. Συγχρόνως σήμανε συναγερμό, ενώ κάλεσε άμεσα τον Αντισυνταγματάρχη Σταυρουλόπουλο, τον οποίο ενημέρωσε για τη διενεργηθείσα τουρκική απόβαση και τον παρακάλεσε να διαθέσει μερικούς οπλίτες της ΕΛΔΥΚ, για να συμπληρώσουν τη στελέχωση ορισμένων εκ των ναυτικών πυροβόλων, καθόσον υπήρχαν ελλείψεις σε οργανικούς ναύτες–χειριστές.
Εικόνα 15: Τουρκικό αποβατικό σκάφος μεταφέροντας φορτηγά οχήματα προσεγγίζει την παραλία Πεντεμίλι Κερύνειας (ακτή Πλατάνια), πιθανώς κατά το δεύτερο κύμα αποβίβασης στρατευμάτων του σχεδίου ΑΤΤΙΛΑΣ τον Ιούλιο του 1974 (ar.pinterest.com).
Ο Σταυρουλόπουλος κάλεσε σε προσκλητήριο τους μεταφερόμενους άνδρες της ΕΛΔΥΚ, στους οποίους γνωστοποίησε επίσημα τα τεκταινόμενα στην Κύπρο, αν και ήταν ήδη ενημερωμένοι από τα ραδιόφωνα που είχαν στην κατοχή τους. Οι στρατιώτες σάστισαν αναλογιζόμενοι ότι επαναπατρίζονταν στην Ελλάδα για να απολυθούν και να επιστρέψουν στις οικογένειές τους, ενώ τώρα το μέλλον τους ήταν αβέβαιο. Ο Σταυρουλόπουλος επέλεξε έναν αριθμό εξ’ αυτών και τους έθεσε υπό διοίκηση του ύπαρχου Σημαιοφόρου Βουτσά, ο οποίος σε συνεργασία με τον οπλονόμο κατάρτισαν άμεσα τις ομοχειρίες των πυροβόλων του πλοίου. Οι περισσότεροι από τους διατιθέμενους οπλίτες της ΕΛΔΥΚ φέρονται να τοποθετήθηκαν στα δίδυμα πυροβόλα Μπόφορς 40 mm, λαμβάνοντας μία ταχύρρυθμη εκπαίδευση στον τρόπο χειρισμού τους, εκτελώντας και δοκιμαστικές βολές. Τα συγκεκριμένα όπλα χρησιμοποιούνταν κυρίως για αντιαεροπορική προστασία, αλλά εφόσον ήταν αναγκαίο μπορούσαν να πλήξουν στόχους επιφανείας και να εκτοξεύσουν έμμεσα πυρά βομβαρδισμού στην ξηρά.
Οι υπόλοιποι οπλίτες της 72 Γ’ ΕΣΣΟ εξακολούθησαν να διακατέχονται από ένα αίσθημα αμηχανίας, η οποία μετατράπηκε σε οργή όταν άκουσαν σε ραδιοφωνική μετάδοση περί τις 07:30΄, ότι βομβαρδίστηκαν οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις της ΕΛΔΥΚ από τουρκικά αεροπλάνα. Τότε διαλύθηκαν όλοι οι ενδοιασμοί τους και αποφάσισαν θαρραλέα και ομόψυχα να επανέλθουν στην πρωτύτερη έδρα τους και να βοηθήσουν τους συναδέλφους τους της 73 Γ’ ΕΣΣΟ, οι οποίοι μόλις είχαν αφιχθεί στην Κύπρο και δεν είχαν προλάβει καν να προσαρμοστούν, ούτε γνώριζαν τα τοπογραφικά δεδομένα της περιοχής. Έτσι συγκρότησαν μία επιτροπή που μετέβη στη γέφυρα του αρματαγωγού, απαιτώντας από τον Αντισυνταγματάρχη Σταυρουλόπουλο να τους επιτρέψει να αποβιβαστούν για να γυρίσουν στη Λευκωσία, προκειμένου να υπερασπιστούν το στρατόπεδό τους.
Εικόνα 16: Το αρματαγωγό «Λέσβος» (L–172) κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικής άσκησης. Όταν εκδηλώθηκε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974, το πλοίο διατάχθηκε να αποβιβάσει στην Πάφο τους μεταφερόμενους οπλίτες της ΕΛΔΥΚ, που επέστρεφαν στην Ελλάδα για να απολυθούν (Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού).
Στο επόμενο χρονικό διάστημα, κατέφθαναν συνεχώς αστραπιαία σήματα από το Αρχηγείο Ναυτικού, που αφορούσαν σε μέτρα συναγερμού και ασφάλειας κινήσεων των ελληνικών πολεμικών πλοίων. Ωστόσο, κανένα από αυτά δεν έδινε στοιχεία για την εξελισσόμενη τουρκική απόβαση, ούτε παρείχε διευκρινίσεις αν η Ελλάδα είχε περιέλθει σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία. Στις 09:20΄ λήφθηκε σήμα που καθόριζε όπως το αρματαγωγό κατευθυνθεί προς τη Λεμεσό και να αποβιβάσει τους επαναπατριζόμενους οπλίτες, αλλά η εντολή ακυρώθηκε αμέσως. Στις 09:40’ και ενώ το πλοίο βρισκόταν 40 ν.μ. νοτιοδυτικά της Πάφου, το πλοίο διατάχθηκε με νέο ανέκκλητο σήμα από το Αρχηγείο Ναυτικού(6) να πλεύσει προς τη συγκεκριμένη πόλη και να κατεβάσει το προσωπικό της ΕΛΔΥΚ, το οποίο από εκεί θα διέρρεε από δρομολόγιο του όρους Τρόοδος στη Λευκωσία, με μεταφορικά μέσα που θα εξασφάλιζε ο τοπικός στρατιωτικός διοικητής, ενώ το αρματαγωγό θα αναχωρούσε αυθημερόν. Ο Πλωτάρχης Χανδρινός ανέστρεψε πάραυτα την πορεία του και γνωστοποίησε στο πλήρωμα και στους επιβαίνοντες τη νέα αποστολή, δίνοντας σαφείς οδηγίες για τις απαιτούμενες προπαρασκευαστικές ενέργειες. Επίσης, ζήτησε από τον Αντισυνταγματάρχη Σταυρουλόπουλο να προετοιμάσει τους στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ για την αποβίβαση, οι οποίοι θα παραλάμβαναν μόνο τους ατομικούς σάκους τους. Η δε επιχείρηση θα διενεργούταν υπό πολεμικές συνθήκες με τη χρήση των αποβατικών ακάτων (ΑΒΑΚ), έτσι ώστε να αποφευχθεί ο κατάπλους στην προκυμαία, καθώς ο Χανδρινός εκτίμησε ορθά ότι πιθανότατα στην Πάφο να διεξάγονταν εχθροπραξίες.
Μόλις ο Χανδρινός από κοινού με τον Σταυρουλόπουλο ανακοίνωσαν στους επαναπατριζόμενους οπλίτες πως θα αποβιβάζονταν στον λιμένα της Πάφου, για να ενισχύσουν τους μαχόμενους συναδέλφους τους στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ στη Λευκωσία, άπαντες αποδέχτηκαν την είδηση με έξαλλο ενθουσιασμό και ζητωκραυγές. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή, επέδειξαν αξιοθαύμαστη γενναιότητα και ύψιστη αυταπάρνηση, ισάξια των Ελλήνων ηρώων πολεμιστών του έπους του 1940, έχοντας ακμαιότατο ηθικό, μολονότι έπρεπε να διανύσουν μία μεγάλη και δύσκολη ορεινή διαδρομή υπό τη διαρκή απειλή του εχθρού, όντας πρακτικά άοπλοι. Παρόμοια αισθήματα ευθύνης και ένθερμου πατριωτισμού διακατείχαν και το πλήρωμα του Α/Γ «Λέσβος», ενστερνιζόμενο με απαράμιλλη ψυχραιμία και γενναιότητα τη διαμορφωθείσα επικίνδυνη περίσταση.
Εικόνα 17: Η πρώτη σελίδα από την υπηρεσιακή αναφορά του Πλωτάρχη Ελευθέριου Χανδρινού, στην οποία παραθέτει το πολεμικό ημερολόγιο του αρματαγωγού «Λέσβος», για τη χρονική περίοδο από 1 έως 23 Ιουλίου 1974, συμπεριλαμβάνοντας λεπτομερώς και την ενεργό εμπλοκή του στη διάσωση της Πάφου κατά τον ΑΤΤΙΛΑ Ι (amaliagavriil.wixsite.com).
Στις 12:50΄, ο Πλωτάρχης Χανδρινός απέστειλε σήμα προς το Αρχηγείο Στόλου, αιτούμενος να διευκρινιστεί αν η αποβίβαση έπρεπε να εκτελεστεί το ταχύτερο δυνατό ή κατά τη διάρκεια της νύκτας και υπό την κάλυψη του σκότους. Όμως δεν έλαβε καμία απάντηση και ανέλαβε την πρωτοβουλία να ενεργήσει χωρίς καθυστέρηση. Στη συνέχεια, περί τις 14:00΄, το Α/Γ «Λέσβος» χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο απρόοπτο, αγκυροβόλησε σε κάποια απόσταση από την Πάφο, στην οποία επικρατούσε πολεμικός αναβρασμός. Αμέσως άρχισε η επιχείρηση της αποβίβασης του προσωπικού της ΕΛΔΥΚ με υποδειγματική πειθαρχία και τάξη, υπό την επίβλεψη του Αντισυνταγματάρχη Σταυρουλόπουλου, χρησιμοποιώντας τα τρία από τα τέσσερα ΑΒΑΚ του πλοίου, ενώ έσπευσαν αυθόρμητα να συνδράμουν και παρακείμενα αλιευτικά σκάφη με ασυγκράτητο ενθουσιασμό. Μάλιστα, ο Χανδρινός ενεργώντας αυτοβούλως, διέταξε να ανοιχτούν επτά από τα μεταφερόμενα κιβώτια οπλισμού και να διανεμηθούν τα συσκευασμένα τυφέκια Μ1 Garand (70 τεμάχια) στους οπλίτες, προφανώς μαζί με ικανή ποσότητα φυσιγγίων, έτσι ώστε να μην είναι εντελώς άοπλοι και να έχουν κάποια υποτυπώδη ασφάλεια, τόσο κατά την άφιξη τους στον λιμένα της κυπριακής πόλης, όπου η τρέχουσα κατάσταση ήταν ρευστή, όσο και κατά την όδευσή τους προς τη Λευκωσία.
Στην Πάφο ήδη από τις 11:00΄ της ίδιας ημέρας, το κυπριακό 356 Τάγμα Πεζικού (ΤΠ) της V Ανωτέρας Τακτικής Διοίκησης (ΑΔΤ) είχε ξεκινήσει την επίθεσή του προς εκκαθάριση του τουρκοκυπριακού θύλακα της συνοικίας Μούτταλος, στην οποία έδρευε τοπικό αρχηγείο και επανδρωνόταν από ένα ενισχυμένο τάγμα ένοπλων Τουρκοκυπρίων (TMT BAF Sancagı), στελεχωμένο με αξιωματικούς εκ Τουρκίας. Διέθετε πολύ καλή αμυντική οργάνωση, καθώς περιμετρικά και σε καίρια σημεία είχαν κατασκευαστεί από τα προηγούμενα έτη πολυβολεία και θέσεις μάχης από οπλισμένο σκυρόδεμα, υπόγειες αποθήκες πυρομαχικών και καταφύγια, ενώ διανοίχτηκαν δίοδοι επικοινωνίας στις μεσοτοιχίες των οικιών για την αθέατη μετακίνηση των στρατευμένων. Ουσιαστικά η συνοικία είχε μετατραπεί σε ένα ισχυρότατο κέντρο αντιστάσεως, που αποκαλείτο από τους Τουρκοκύπριους ως «φρούριο».
Παρά τη σθεναρή αντίσταση που αντιμετώπισαν, οι στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς κατόρθωσαν να φτάσουν έως την πλατεία του Μουττάλου, αλλά κατόπιν παρέμβασης των ανδρών της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ ανακόπηκε η περαιτέρω προώθησή τους. Επιπλέον στις 12:00΄, τέσσερα τουρκικά αεροπλάνα άρχισαν να προσβάλλουν στόχους στον ελληνοκυπριακό τομέα της Πάφου, υπό την καθοδήγηση της Ομάδας Επαφής του τουρκοκυπριακού θύλακα, δυσχεραίνοντας την επιθετική ενέργεια της V ΑΔΤ.
Εικόνα 18: Σχεδιάγραμμα πολεμικών ενεργειών του αρματαγωγού «Λέσβος» στην Πάφο την 20η Ιουλίου 1974 (σχεδίαση Γεώργιος Λόης).
Ενόσω συνεχιζόταν η αποβατική διεκπεραίωση των οπλιτών της ΕΛΔΥΚ, ο Διοικητής της V ΑΔΤ, Συνταγματάρχης (ΠΖ) Ευάγγελος Γραβάνης επικοινώνησε ραδιοτηλεφωνικά από την Πάφο με τον Πλωτάρχη Χανδρινό περί τις 14:30΄ και αιτήθηκε την εκτέλεση πυρών εναντίον ενός κτιρίου, το οποίο έφερε υψωμένη την τουρκική σημαία, αποτελώντας το διοικητήριο των τουρκοκυπριακών δυνάμεων στον θύλακα του Μουττάλου. Ο Έλληνας κυβερνήτης βρέθηκε προ ενός σοβαρού διλλήματος. Αφενός μεν δεν υπήρχε καμία πληροφορία περί κήρυξης πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αφετέρου δε είχε την πεποίθηση ότι από τη στιγμή που διατάχθηκε να κατευθυνθεί στην Πάφο και να αποβιβάσει το προσωπικό της ΕΛΔΥΚ, το πλοίο του συμμετείχε πλέον ενεργά σε οποιοδήποτε είδος επιχειρήσεων, αμυντικών ή επιθετικών, που λάμβαναν χώρα στην Κύπρο, ανεξάρτητα αν έφερε την ελληνική σημαία. Έτσι, αναλαμβάνοντας πλήρως τις απορρέουσες ευθύνες, αποφάσισε με τόλμη να ικανοποιήσει το αίτημα του στρατιωτικού διοικητή της περιοχής, αν και θεωρούσε ότι οι βολές ενδεχομένως να μην απόβαιναν ακριβείς. Ήταν μία πραγματικά ηρωική πρωτοβουλία του Χανδρινού, η οποία θα ενίσχυε σημαντικά την προσπάθεια του 356 ΤΠ για την εξάλειψη του τουρκοκυπριακού θύλακα, λειτουργώντας καταλυτικά για την τύχη της κυπριακής πόλης,
Εικόνα 19: Εκτέλεση πυρών από δίδυμο πυροβόλο Μπόφορς 40 mm του Α/Γ «Λέσβος» (L–172) εναντίον του τουρκοκυπριακού θύλακα της συνοικίας Μούτταλος της Πάφου, την 20η Ιουλίου 1974, σύμφωνα με την ιδιόχειρη ημερολογιακή σημείωση στο λεύκωμα της Αμαλίας Γαβριήλ–Χανδρινού (amaliagavriil.wixsite.com).
Από τις 15:30΄, το Α/Γ «Λέσβος» άρχισε να πλήττει τη συνοικία του Μουττάλου με τα πυροβόλα Μπόφορς 40 mm, διατηρώντας σταθερό ρυθμό βολής. Ένας από τους πρώτους στόχους που επλήγησαν ήταν ο μιναρές ενός τζαμιού, εξυψώνοντας ακόμα περισσότερο το ηθικό των αποβιβαζόμενων οπλιτών της ΕΛΔΥΚ και του πληρώματος, δίνοντας κουράγιο στους Κύπριους κατοίκους της Πάφου. Περί τις 16:00΄ μετέβη στο πλοίο ο Διοικητής του Ναυτικού Σταθμού Πάφου, Σημαιοφόρος (ΣΕΑ/Μ) Α. Παλαίστρος, παρέχοντας οδηγίες στον Πλωτάρχη Χανδρινό σχετικά με τη συγκέντρωση των πυρών σε σημεία ζωτικής σημασίας και αποχώρησε λίγο αργότερα. Γύρω στις 16:30΄, το προσωπικό της ΕΛΔΥΚ είχε πλέον διαπεραιωθεί στον λιμένα της πόλης. Ο Χανδρινός είχε σαφείς οδηγίες να αποπλεύσει αμέσως μετά το πέρας της αποβατικής διαδικασίας, όμως στις 16:45΄ πρόλαβε και επιβιβάστηκε στο αρματαγωγό ο Συνταγματάρχης Γραβάνης, αιτούμενος να συνεχιστεί ο βομβαρδισμός προς υποστήριξη του 356 ΤΠ, το οποίο είχε εξαπολύσει μία δεύτερη επιθετική ενέργεια κατά του τουρκοκυπριακού θύλακα από τις 16:00΄.
Σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις, ο Χανδρινός μετακίνησε το πλοίο βορειότερα, αγκυροβολώντας σε ένα κολπίσκο κάτω από τον αρχαιολογικό χώρο των «Τάφων των Βασιλέων», προκειμένου έλθει εγγύτερα προς τον Μούτταλο και να αποκτήσει καλύτερο πεδίο βολής. Από εκεί εκτόξευσε καταιγιστικά πυρά σαρώνοντας το εχθρικό κέντρο αντιστάσεως, περατώνοντας τον βομβαρδισμό περί τις 17:30΄–17:40΄. Ο Διοικητής της V ΑΔΤ αποβιβάστηκε στην ξηρά στις 17:45΄, πιθανότατα παίρνοντας μαζί του και τους οπλίτες της ΕΛΔΥΚ, που είχαν διατεθεί στις ομοχειρίες των πυροβόλων. Το αρματαγωγό απέπλευσε από την Πάφο στις 18:00΄, έχοντας βάλει με τα πυροβόλα Μπόφορς περί τα 900 βλήματα των 40 mm, όμως ο κυβερνήτης και το πλήρωμα δεν γνώριζαν τα αποτελέσματα της επιτυχούς ναυτικής προσβολής.
Εικόνα 20: Τούρκοι στρατιώτες εξέρχονται από αποβατικό σκάφος την παραλία Πεντεμίλι Κερύνειας (ακτή Πλατάνια), μάλλον κατά το δεύτερο κύμα αποβίβασης των δυνάμεων εισβολής στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974 (flight.com.gr).
Τα δραστικά πυρά υποστηρίξεως του Α/Γ «Λέσβος», έφεραν σε δεινή κατάσταση τους Τουρκοκύπριους στον Μούτταλο, καθώς κατέστρεφαν απροσδόκητα τα οχυρωματικά έργα τους, ενώ συγχρόνως δέχονταν ασφυκτική πίεση από τα επιτιθέμενα τμήματα του 356 ΤΠ. Η διοίκησή τους ανέφερε απεγνωσμένα προς το προϊστάμενο κλιμάκιο στη Λευκωσία, μέσω ασυρμάτου και του ενδιάμεσου σταθμού αναμετάδοσης Σταυροκόννου, ότι ελληνικά πολεμικά πλοία εκτελούσαν απόβαση στην Πάφο και έπλητταν το «φρούριο» με πυροβόλα, τονίζοντας πως θα έπεφτε σύντομα αν δεν αποστελλόταν εγκαίρως βοήθεια. Σε αυτή την αγωνιώδη έκκληση, η απάντηση των ανωτέρων τους ήταν να αμυνθούν για μερικές ώρες ακόμα, προσθέτοντας ότι λαμβανόταν μέριμνα για αποτελεσματική αεροπορική υποστήριξη. Ωστόσο, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κανένα διαθέσιμο τουρκικό αεροσκάφος εκείνες τις ώρες, καθόσον ήταν απασχολημένα σε σοβαρότερες αποστολές. Η εχθρική αντίσταση στον Μούτταλο άρχισε να κάμπτεται σταδιακά. Οι οχυρές θέσεις καταλαμβάνονταν διαδοχικά από τους στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς, καθώς οι απογοητευμένοι Τουρκοκύπριοι ύψωναν λευκή σημαία και παραδίδονταν μαζί με τον σύγχρονο οπλισμό τους. Μέχρι τις πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας, ο ισχυρός τουρκοκυπριακός θύλακας είχε εκκαθαριστεί πλήρως. Η Πάφος θα παρέμενε οριστικά στα ελληνοκυπριακά χέρια και στη διάσωσή της είχε συνδράμει δυναμικά το Α/Γ «Λέσβος».
Εικόνα 21: Το Α/Γ «Λέσβος» (L–172) προσδεμένο στην ειδική προβλήτα αρματαγωγών στον λιμένα της Αμφιάλης στις 24 Ιούλιου 1974, μετά την επάνοδό του από τον περιπετειώδη πλου στην Κύπρο, σύμφωνα με την ιδιόχειρη ημερολογιακή σημείωση στο λεύκωμα της Αμαλίας Γαβριήλ–Χανδρινού (amaliagavriil.wixsite.com).
Ο πλους της επιστροφής
Αναχωρώντας από την Πάφο, ο Πλωτάρχης Χανδρινός προέβη σε εκτίμηση της γενικότερης τακτικής κατάστασης, επιλέγοντας να κινηθεί πρόσω ολοταχώς νότια με κατεύθυνση προς την Αίγυπτο, έτσι ώστε να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν συντομότερα από την περιοχή δράσης των τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών, καθόσον αν προχωρούσε προς βορρά κατευθείαν στα ελληνικά χωρικά ύδατα, υπήρχε κίνδυνος να εντοπιστεί το αργοκίνητο αρματαγωγό και να δεχθεί κεραυνοβόλα αεροπορική επίθεση. Επίσης, ενδεχομένως να γινόταν στόχος εχθρικών υποβρυχίων ή καταδρομικών πλοίων. Η συγκεκριμένη απόφαση φανερώνει τη στρατηγική αντίληψη του Έλληνα κυβερνήτη και εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε σωτήρια. Το πλοίο έπλευσε επί 6ώρο σε αυτή την πορεία, τηρώντας αυστηρή σιγή ασυρμάτου και κατόπιν στράφηκε δυτικά συνεχίζοντας μέχρι της εισόδου του στην ελληνική Περιοχή Πληροφοριών Πτήσεων (FIR). Δυστυχώς, στις 03:15΄ της Κυριακής 21 Ιουλίου συνέβη ένα δυσάρεστο γεγονός, καθώς απεβίωσε ο πολιτικός υπάλληλος Μιχαήλ Δαμιανός από καρδιακή προσβολή, μάλλον λόγω της συγκινησιακής φόρτισης από την πολεμική ένταση της προηγούμενης ημέρας. Ο εκλιπών ήταν οδηγός περονοφόρου οχήματος στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας και μάλλον είχε προσκολληθεί προσωρινά στο πλήρωμα για τη φορτοεκφόρτωση των μεταφερόμενων πυρομαχικών. Το λυπηρό περιστατικό έπρεπε αναγκαστικά να διαβιβαστεί δια σήματος στο Αρχηγείο Ναυτικού και έκτοτε το αρματαγωγό έδινε τακτικά το θαλάσσιο στίγμα του.
Στις 04:30΄ της 21ης Ιουλίου, το Α/Γ «Λέσβος» βρισκόταν περίπου 80 ν.μ. νοτιοδυτικά της Πάφου, όταν παρατηρήθηκε μία παραπλέουσα αμερικάνικη νηοπομπή αποτελούμενη από ένα αεροπλανοφόρο, δύο αντιτορπιλικά και ένα βοηθητικό πλοίο. Όπως διαπιστώθηκε από την ταυτοποίηση των διακριτικών σημάνσεων, αυτή η πολεμική ναυτική δύναμη κρούσης ανήκε στον 6ο Αμερικανικό Στόλο, ενώ η παρουσία της αναφέρθηκε στο Αρχηγείο Ναυτικού. Από το αεροπλανοφόρο απογειώθηκε ένα αεροσκάφος ναυτικής συνεργασίας Lockheed P–3 Orion, το οποίο διενέργησε δύο ή τρεις αναγνωριστικές διελεύσεις σε κοντινή απόσταση από το ελληνικό αρματαγωγό, αλλά δεν υπήρξε καμία περαιτέρω αμερικανική ενόχληση.
Ακολούθως, το Α/Γ Λέσβος έβαλε ρότα προς τα βόρεια έπειτα από σχετική διαταγή και διερχόμενο ανατολικά της Κρήτης κατάπλευσε στη Σητεία στις 14:50΄ της Δευτέρας 22 Ιουλίου, όπου αποβίβασε τη σορό του θανόντος πολιτικού υπαλλήλου και αναχώρησε στις 22:00΄, με προορισμό τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, στον οποίο αφίχθηκε στις 21:00΄ της Τρίτης 23 Ιουλίου. Το δε πρωί της Τετάρτης 24 Ιουλίου 1974, προσέδεσε στην ειδική προβλήτα των αρματαγωγών στην Αμφιάλη, ολοκληρώνοντας τον περιπετειώδη δεκαήμερο πλου του από την Ελλάδα στην Κύπρο και αντιστρόφως. Εκεί ο Πλωτάρχης Χανδρινός και το καταπονημένο πλήρωμα πληροφορήθηκαν τα καταστροφικά πλήγματα του ναυτικού βομβαρδισμού στον τουρκοκυπριακό θύλακα του Μουττάλου της Πάφου. Αυθόρμητα οι ναύτες ξέσπασαν σε ζωηρούς πανηγυρισμούς, αισθανόμενοι υπερήφανοι που συνέβαλαν ουσιαστικά στην επικράτηση της κυπριακής Εθνικής Φρουράς, υπό την εμπνευσμένη διοίκηση του κυβερνήτη τους. Τις επόμενες ημέρες το αρματαγωγό επανδρώθηκε από εφέδρους, φθάνοντας στην πλήρη πολεμική δύναμή του και μετακινήθηκε στον προβλεπόμενο χώρο διασποράς στα ανοιχτά της Πάχης Μεγάρων.
Εικόνα 22: Ο Αντισυνταγματάρχης (ΠΖ) Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος, ο οποίος κατά την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, οδήγησε τους παλαιούς οπλίτες της ΕΛΔΥΚ από την Πάφο στη Λευκωσία στις 20–21 Ιούλιου 1974, με την ιδιότητα του επικεφαλής αξιωματικού συνοδού τους (autochthonesellhnes.blogspot.com).
Η επάνοδος των παλαιών οπλιτών της ΕΛΔΥΚ στη Λευκωσία
Οι επαναπατριζόμενοι 450 οπλίτες της ΕΛΔΥΚ μετά την αποβίβασή τους στον λιμένα της Πάφου, συγκεντρώθηκαν στον αστυνομικό σταθμό της πόλης, που είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από τις προηγηθείσες εμφύλιες συγκρούσεις του πραξικοπήματος εναντίον του Μακαρίου. Η ξαφνική άφιξή τους προκάλεσε την προσέλευση αρκετών κατοίκων, στους οποίους ανακοίνωναν ότι ανήκαν σε στρατιωτικές ενισχύσεις, που κατέφθαναν από την Ελλάδα, προκειμένου να εξυψωθεί το ηθικό τους. Η διάδοση αυτής της φήμης έγινε κατόπιν προτροπής του Αντισυνταγματάρχη Σταυρουλόπουλου, ο οποίος τέθηκε ως περιστασιακός διοικητής τους για τη διαδρομή έως το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ στη Λευκωσία. Προς το σούρουπο και αφού πραγματοποιήθηκε προσκλητήριο, κατόπιν επιβιβάστηκαν σε επιταγμένα λεωφορεία και φορτηγά οχήματα, ξεκινώντας τη παράτολμη πορεία τους μέσω των δύσβατων οδεύσεων του όρους Τρόοδος. Η ολονύκτια κίνησή τους διακόπηκε αρκετές φορές από άνδρες της Εθνικής Φρουράς, που πρότειναν στους αξιωματικούς συνοδούς να αλλάξουν δρομολόγιο, διότι διεξάγονταν συμπλοκές στα εγγύτερα τουρκοκυπριακά χωριά, αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό λόγω του σκότους και του άγνωστου ορεινού εδάφους.
Εικόνα 23: Το διοικητήριο του Συντάγματος της ΕΛΔΥΚ μετά τον απηνή βομβαρδισμό του στρατοπέδου από την τουρκική αεροπορία, κατά την τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου 1974 (Παναγιώτης Δ. Σταυρουλόπουλος, Το χρονικό της μάχης της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου).
Περί τις 06:00΄ της 21ης Ιουλίου, η φάλαγγα έφτασε στη δυτική πλευρά του Διεθνή Αερολιμένα Λευκωσίας, όταν δέχτηκε επίθεση από τουρκικά αεροσκάφη. Αμέσως οι έμπειροι στρατιώτες αποβιβάστηκαν από τα μεταφορικά μέσα και ακροβολίστηκαν, αναζητώντας θέσεις κάλυψης και απόκρυψης. Μετά το πέρας της εχθρικής προσβολής, κατόπιν διαταγής του Αντισυνταγματάρχη Σταυρουλόπουλου, χωρίστηκαν σε ομάδες των 50–100 ατόμων έχοντας επικεφαλής από έναν αξιωματικό συνοδό και άρχισαν να εισέρχονται τμηματικά πεζή στο βομβαρδισμένο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ από την πίσω πύλη, εκμεταλλευόμενοι τις πτυχώσεις του αναπεπταμένου εδάφους. Ωστόσο, έφεραν μόνο τα τυφέκια Μ1 Garand που τους είχε διανείμει ο Πλωτάρχης Χανδρινός, όντας οι περισσότεροι άοπλοι, χωρίς να διαθέτουν εξάρτηση και κράνος, ενώ φορούσαν τη θερινή στολή εξόδου. Το πρόβλημα του οπλισμού λύθηκε με αντισυμβατικό τρόπο. Ορισμένοι από τους στρατιώτες, οι οποίοι προφανώς είχαν υπηρετήσει στη μονάδα ως αποθηκάριοι ή σιτιστές, γνώριζαν για την ύπαρξη μίας αποθήκης, όπου φυλασσόταν μεγάλη ποσότητα σύγχρονων βέλγικων τυφεκίων FN FAL, τα οποία προορίζονταν για να χορηγηθούν σε μονάδες της Εθνικής Φρουράς. Άνευ καθυστερήσεως μετέβησαν σε αυτή και αφού παραβίασαν την πόρτα σπάζοντας τα λουκέτα, άνοιξαν τις συσκευασίες και πήραν τα όπλα. Μάλιστα, τα καθάρισαν από τα λίπη συντήρησης με σχισμένα τεμάχια από το πουκάμισο ή το παντελόνι της στολής τους, μαθαίνοντας τον χειρισμό και τη λύση–αρμολόγησή τους σε ελάχιστο χρόνο, με τη βοήθεια ενός οπλουργού, φροντίζοντας να προμηθευτούν και πυρομαχικά. Στη συνέχεια λίγο μετά τις 08:00΄, αναζήτησαν τις παλαιές οργανικές υπομονάδες ή τα αντίστοιχα τμήματά τους, που βρίσκονταν σε θέσεις μάχης στα περιβάλλοντα υψώματα. Οι αξιωματικοί και οπλίτες της ΕΛΔΥΚ αντίκρυσαν έκπληκτοι τους τους επαναπατριζόμενους στρατιώτες, οι οποίοι είχαν αναχωρήσει για την Ελλάδα πριν 48ώρες, να έχουν επανέλθει στο στρατόπεδο για να το υπερασπιστούν με αυταπάρνηση. Ήταν μία εντελώς απρόσμενη εξέλιξη που αναπτέρωσε το ηθικό τους, καθόσον η δύναμη του συντάγματος αυξήθηκε κατά 450 ψυχωμένους άνδρες.
Εικόνα 24: Κατεστραμμένη εγκατάσταση τύπου ΤΟΛ του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ στη Λευκωσία από τον σφοδρό βομβαρδισμό την τουρκικής αεροπορίας, κατά το αρχικό στάδιο των πολεμικών επιχειρήσεων του ΑΤΤΙΛΑ Ι στις 20 Ιουλίου 1974 (Παναγιώτης Δ. Σταυρουλόπουλος, Το χρονικό της μάχης της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου).
Ο Αντισυνταγματάρχης Σταυρουλόπουλος παρουσιάστηκε στον Διοικητή της ΕΛΔΥΚ, Συνταγματάρχη (ΠΖ) Νικόλαο Νικολαΐδη, προκειμένου να λάβει οδηγίες για τις περαιτέρω ενέργειές του. Λόγω της εξελισσόμενης τουρκικής εισβολής παρέμεινε στην Κύπρο και διετέλεσε Υποδιοικητής της ΕΛΔΥΚ από τις 10 Αυγούστου. Έπειτα από τρεις μέρες τοποθετήθηκε Στρατοπεδάρχης της ΕΛΔΥΚ, τιθέμενος ως επικεφαλής των παραμενουσών υπομονάδων άμυνας (2ος και 4ος Λόχος, Λόχος Διοικήσεως και μέρος του Λόχου Βαρέων Όπλων) κατά την κρίσιμη μάχη του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ, που έλαβε χώρα από 14 ως 16 Αυγούστου 1974, στις πολεμικές επιχειρήσεις της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής (ΑΤΤΙΛΑΣ ΙΙ). Ο δε βοηθός του Σταυρουλόπουλου στη μετακίνηση των οπλιτών της ΕΛΔΥΚ με το Α/Γ «Λέσβος», Λοχαγός Ιωαννίδης επίσης δεν επέστρεψε στην Ελλάδα, αναλαμβάνοντας διοικητής του 4ου Λόχου του Συντάγματος ΕΛΔΥΚ.
Η ολέθρια ενδοτουρκική αεροναυμαχία
Ο βομβαρδισμός του οχυρωμένου θύλακα της συνοικίας Μούτταλος από το Α/Γ «Λέσβος» τις απογευματινές ώρες της 20ης Ιουλίου 1974, σε συνδυασμό με την αποβίβαση των παλαιών στρατιωτών της ΕΛΔΥΚ στην Πάφο, δημιούργησαν την εσφαλμένη εντύπωση στον εχθρό ότι η Ελλάδα επενέβαινε πλέον στρατιωτικά στην Κύπρο. Σε αύτη τη στρεβλή εικόνα συνέβαλλαν και οι διαδοχικές αιτήσεις αεροπορικής υποστηρίξεως που διαβιβάζονταν προς το τουρκικό Γενικό Επιτελείο στην Άγκυρα από την τουρκοκυπριακή διοίκηση της ΤΜΤ (Türk Mukavemet Teşkilatı) στη Λευκωσία, στις οποίες διατυπώνονταν με απελπισμένο ύφος πως ελληνικά πολεμικά πλοία διενεργούσαν αποβατική επιχείρηση στην Πάφο, ενώ ταυτόχρονα εκτελούσαν μαζικά πυρά εναντίον του τουρκοκυπριακού «φρουρίου» στον Μούτταλο, διαλύοντας τις αμυντικές θέσεις. Επιπλέον στις 19:00΄, ένας παράκτιος σταθμός παρατήρησης του Τάγματος Στρατοχωροφυλακής των Μούγλων (Muğla Jandarma) ενημέρωσε μάλλον επιπόλαια την τουρκική ναυτική διοίκηση, ότι μια ελληνική νηοπομπή είχε εισέλθει στη Μεσόγειο θάλασσα από το Αιγαίο πέλαγος, επιτείνοντας τη σύγχυση.
Εικόνα 25: Αεροσκάφος ναυτικής περιπολίας S–2Ε Tracker, που εκτίθεται στο Μουσείο Πολεμικής Αεροπορίας της Κωνσταντινούπολης. Την 21η Ιουλίου 1974, τουρκικά αεροσκάφη του ιδίου τύπου (S–2Α) απέστειλαν διαδοχικές αναγνωριστικές αναφορές στην Άγκυρα, στις οποίες πιστοποιούσαν την υποτιθέμενη κίνηση ελληνικών αποβατικών πλοίων προς την Κύπρο (en.wikipedia.org).
Τις επόμενες ώρες άρχισε να εδραιώνεται η πεποίθηση της ηγεσίας των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, περί εκτέλεσης μίας αμφίβιας μεταφοράς ελληνικών στρατιωτικών ενισχύσεων στην Κύπρο από ορισμένες αξιοπερίεργες πληροφορίες μάχης, οι οποίες αργότερα αποδείχθηκαν ανυπόστατες. Στις 02:00΄ της 21ης Ιουλίου, ένα αεροσκάφος ναυτικής περιπολίας S–2A Tracker, ανέφερε στο τουρκικό Γενικό Επιτελείο στην Άγκυρα τον εντοπισμό μίας άδηλης νηοπομπής, που έπλεε από τη Ρόδο προς την Πάφο. Αυτό το δεδομένο επιβεβαιώθηκε περί τις 05:50΄, τόσο από μία δεύτερη συναφή αεροπορική αναγνώριση ενός ετέρου αεροσκάφους S–2A Tracker, όσο και από ένα παράκτιο ραδιοεντοπιστή (ραντάρ), που προσδιόρισαν ότι η επίμαχη νηοπομπή συγκροτείτο από οκτώ έως έντεκα πλοία συμπεριλαμβανομένων και τριών αντιτορπιλικών, σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές ή από οκτώ με εννέα μεταγωγικά έμφορτα με στρατεύματα και οχήματα, συνοδευόμενα από πέντε πολεμικά πλοία, όπως παρατίθεται στην ελληνική βιβλιογραφία. Σε κάθε περίπτωση, η τουρκική στρατιωτική ηγεσία θεώρησε ότι ήταν μία ελληνική ναυτική μοίρα, που κατευθυνόταν προς τις δυτικές κυπριακές ακτές με εχθρικές προθέσεις. Ωστόσο, επρόκειτο για μία εντελώς απατηλή πληροφορία, η οποία έχρηζε περαιτέρω διερεύνησης καθώς μόνο το Α/Γ «Λέσβος» είχε αναπτύξει δράση στην Πάφο, ευρισκόμενο πλέον σε μεγάλη απόσταση από τη μεγαλόνησο και έχοντας χαράξει ρότα προς το ελληνικό FIR. Είναι πολύ πιθανό, οι Τούρκοι πιλότοι των αναγνωριστικών αεροσκάφων να διέκριναν κάποια παραπλέοντα εμπορικά ή επιβατηγά πλοία και λόγω του σκότους να θεώρησαν εκ παραδρομής, ότι συνιστούσαν μία ελληνική αποβατική μοίρα, με το στίγμα τους να πιστοποιείται και από τον παράκτιο ραδιοεντοπιστή.
Εικόνα 26: Το τουρκικό αντιτορπιλικό «Μαρεσάλ Φεβζί Τσακμάκ» (TCG «Mareşal Fevzi Çakmak» D–351). Ήταν η ναυαρχίδα της ναυτικής μοίρας των τριών αντιτορπιλικών, που απεστάλησαν για να παρεμποδίσουν την υποτιθέμενη ελληνική αποβατική νηοπομπή στα ανοιχτά της Πάφου στις 21 Ιουλίου 1974 (www.shipspotting.com).
Ακολούθησε ένα συμβούλιο στο τουρκικό Γενικό Επιτελείο σε τεταμένο κλίμα, μεταξύ των παριστάμενων αξιωματικών επιτελών και του αξιωματικού συνδέσμου του ναυτικού, καταλήγοντας ότι ήταν επιβεβλημένη η ανάληψη μίας συνδυασμένης αεροναυτικής επιχείρησης κατά της υποτιθέμενης ελληνικής νηοπομπής. Σημειώνεται ότι δεν είχε συσταθεί μία κοινή διακλαδική αίθουσα επιχειρήσεων, αλλά τα επιτελεία του Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας συσκέπτονταν σε διαφορετικές κτιριακές εγκαταστάσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργείται έλλειμα άμεσης συνεννόησης και να μην επιτυγχάνεται ο απαραίτητος συντονισμός ενεργειών. Μεταξύ 06:45΄ και 09:45΄, τέθηκε σε επιφυλακή την 172η Μοίρα Μαχητικών–Βομβαρδιστικών F–100D Super Sabre στο αεροδρόμιο (Α/Δ) της Μαλάτειας (Malatya Erhac), ενώ ελήφθησαν άλλες δύο αναγνωριστικές αναφορές από αεροσκάφη S–2A Tracker, οι οποίες όμως παρέθεταν αντιφατικά στοιχεία ως προς τον αριθμό και τη γεωγραφική θέση των ελληνικών πλοίων, συσκοτίζοντας τα δεδομένα και επιβαρύνοντας την κρισιμότητα της κατάστασης. Κάτω από αυτές τις αμφίσημες και πιεστικές συνθήκες, περί τις 10:00΄ της 21ης Απριλίου, κατόπιν σχετικής εντολής της Ανώτατης Διοίκησης Ναυτικών Δυνάμεων, ο Τούρκος Αρχηγός Στόλου Αντιναύαρχος Νεζάτ Τουμέρ (Nejat Tümer) διέταξε τη 2η Πολεμική Ναυτική Μοίρα, που περιπολούσε σε ανιχνευτική αποστολή στα ανοιχτά των βορειοδυτικών ακτών της Κύπρου, να πλεύσει ταχέως προς το επιδιωκόμενο σημείο συνάντησης, το οποίο προσδιοριζόταν στα 52,5 ν.μ. δυτικά της Πάφου και να παρεμποδίσει την ελληνική πολεμική ενέργεια. Ο υπόψη τουρκικός στολίσκος είχε αποσπαστεί από την προηγούμενη μέρα από τη Ναυτική Ομάδα Πυρών Υποστηρίξεως της τουρκικής αποβατικής επιχείρησης στην Κερύνεια. Συγκροτείτο από τρία αντιτορπιλικά (κλάσης Gearing), το «Αντάτεπε» (TCG «Adatepe» D–353, FRAM I), υπό τον Αντιπλοίαρχο Ριζά Νουρ Ορζού (Rizah Nur Ontzu), το «Κοτζάτεπε» (TCG «Kocatepe» D–354, FRAM II), υπό τον Αντιπλοίαρχο Γκιουβέν Ερκαγιά (Güven Erkaya) και το «Μαρεσάλ Φεβζί Τσακμάκ» (TCG «Mareşal Fevzi Çakmak» D–351, FRAM I) με κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Ιρφάν Τινάζ (İrfan Tınaz), ο οποίος ήταν και ο επικεφαλής της ομάδας των τριών πλοίων(7).
Εικόνα 27: Το τουρκικό αντιτορπιλικό «Αντάτεπε» (TCG «Adatepe» D–353), το οποίο συμμετείχε στη ναυτική μοίρα αναχαίτισης της υποτιθέμενης ελληνικής αποβατικής νηοπομπής, που φερόταν να προσεγγίζει τις ακτές της Πάφου στις 21 Ιουλίου 1974 (www.pinterest.ca)
Παράλληλα, το τουρκικό Αρχηγείο Αεροπορίας έθεσε επιπρόσθετα σε επιφυλακή για μία επικείμενη σειρά προβολών τις 111η και 181η Μοίρες Μαχητικών–Βομβαρδιστικών F–100D Super Sabre, που έδρευαν στα Α/Δ του Εσκί Σεχήρ (Eskişehir) και της Αττάλειας (Antalya) αντίστοιχα, καθώς και την 141η Μοίρα Μαχητικών Αεροσκαφών F–104G Starfighters στην αεροπορική βάση της Μιούρτε (Mürted Hava Üssü), που βρίσκεται 35 χλμ. βορειοδυτικά της Άγκυρας(8). Οι δε αναφορές αεροπορικών αναγνωρίσεων εξακολουθούσαν να καταφθάνουν έχοντας συγκεχυμένες πληροφορίες.
Σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές, περί τις 11:00΄–11:30΄, καθώς η πολεμική ναυτική μοίρα διερχόταν από τα ανοιχτά του κόλπου Χρυσοχούς, οι ραδιοεντοπιστές (ραντάρ) του αντιτορπιλικού (Α/Τ) «Τσακμάκ» ανίχνευσαν μία κινητικότητα κοντά στο ακρωτήριο Αρναούτης (Ακάμας) στο δυτικότερο άκρο της Κύπρου. Εκτιμώντας ότι το στίγμα καταδείκνυε σαφώς μία εχθρική ναυτική δραστηριότητα, ο Πλοίαρχος Τινάζ διέταξε τα υπό διοίκηση πλοία του να προετοιμαστούν για εμπλοκή σε ένα βεληνεκές μάχης 14.000–15.000 γιαρδών. Οι αρχικές εντολές που είχε λάβει από τον Αρχηγό Στόλου, καθόριζαν πως τα τρία αντιτορπιλικά θα επιτίθονταν και θα κατάστρεφαν μόνο πλοία με κυπριακά διακριτικά, ενώ όσον αφορά τη φερόμενη ελληνική νηοπομπή έπρεπε να διαμηνύσουν προς αυτή να κάνει αναστροφή και να αποχωρήσει από την περιοχή. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ο Τινάζ είχε εξουσιοδοτηθεί να προχωρήσει στην καταβύθιση των μεταγωγικών και των συνοδών πολεμικών. Ωστόσο στην πορεία, διατάχθηκε να ανοίξει πυρ χωρίς προειδοποίηση ενάντια σε κάθε ελληνικό και κυπριακό πλοίο, το οποίο θα συναντούσε εντός της απαγορευμένης ζώνης επιχειρήσεων.
Εικόνα 28: Αναμνηστική φωτογραφία του τουρκικού αντιτορπιλικού «Κοτζάτεπε» (TCG «Kocatepe» D–354), υπογεγραμμένη από τον κυβερνήτη του Αντιπλοίαρχο Γκιουβέν Ερκαγιά (Güven Erkaya). Βυθίστηκε εκ παραδρομής από αδελφοκτόνα σφοδρή προσβολή τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών έξω από την Πάφο στις 21 Ιουλίου 1974 (www.navsource.org).
Στις 12:00΄ τα τρία αντιτορπιλικά προσπέρασαν το ακρωτήριο Αρναούτης και κατευθύνθηκαν νότια. Γύρω στις 12:30΄–12:48΄ φέρονται να εντόπισαν τρεις ελληνοκυπριακές ακταιωρούς να πλέουν κοντά στον κόλπο της Λάρας. Κατόπιν άμεσης διαταγής του Πλοίαρχου Τινάζ στις 12:57΄, τα πλοία εκτέλεσαν ραγδαία πυρά κατά των ταχύπλοων περιπολικών με τα κύρια πυροβόλα τους των 5 ιντσών και μέχρι τις 13:07΄ είχαν βυθίσει τα δύο εξ’ αυτών, προκαλώντας φθορές στο τρίτο, που κατάφερε να διαφύγει. Ωστόσο, στην πραγματικότητα αυτό το περιστατικό δεν συνέβη ποτέ, καθώς είναι απολύτως επιβεβαιωμένο ότι δεν βρισκόταν κανένα κυπριακό πολεμικό σκάφος στον υπόψη θαλάσσιο τομέα την 21η Ιουλίου 1974, αλλά παρέπλεαν τρία εμπορικά πλοία, δύο με ρότα προς την Πάφο και ένα προς την Λιβύη, τα οποία επισημάνθηκαν από τους Τούρκους, αλλά δεν παρενοχλήθηκαν με οιονδήποτε τρόπο. Οι δε μοναδικές ναυτικές απώλειες κατά το αρχικό στάδιο των τουρκικών αποβατικών επιχειρήσεων, σημειώθηκαν την προηγούμενη ημέρα στην Κερύνεια. Συγκεκριμένα από προσβολές της εχθρικής αεροπορίας ανατινάχθηκε και βυθίστηκε αύτανδρη η τορπιλάκατος Τ3 του Υποπλοίαρχου Ελευθέριου Τσομάκη, που προετοιμαζόταν να εκτοξεύσει τις τορπίλες της, ενώ υπέστη σοβαρές ζημιές και αχρηστεύτηκε η τορπιλάκατος Τ1 του Επίκουρου Σημαιοφόρου Νικόλαου Βερύκιου, η οποία προσάραξε στην παραλία Καράκουμι–Βόσπορο. Κατά πάσα πιθανότητα, το γεγονός της διαλαμβανόμενης καταστροφικής προσβολής των τριών κυπριακών ακταιωρών περί τον κόλπο Χρυσοχούς από τη ναυτική μοίρα του Τινάζ, επρόκειτο για μία τουρκική επινόηση, που διαδόθηκε σκόπιμα περιβαλλόμενη με αρκετή αληθοφάνεια για προπαγανδιστικούς λόγους.
Όπως παρατίθεται στην τουρκική βιβλιογραφία, οι αναφορές του Πλοίαρχου Τινάζ σχετικά με την επίμαχη επίθεση δια πυρών της ναυτικής μοίρας του κατά των τριών ελληνοκυπριακών ακταιωρών, συνέγειρε το Γενικό Επιτελείο στο κέντρο επιχειρήσεων στην Άγκυρα. Ο Τούρκος Αρχηγός Αεροπορίας Πτέραρχος Εμίν Αλπκαγιά (Emin Alpkaya) ενημέρωσε τις τακτικές αεροπορικές δυνάμεις ότι είχε προκύψει μία ναυτική μαχητική εμπλοκή και εξουσιοδότησε τη διενέργεια αεροπορικών προσβολών εναντίον εχθρικών πλοίων, που εκτιμάτο πως κινούνταν περίπου 17 ν.μ. νοτιοδυτικά από το ακρωτήριο Αρναούτης. Ακολούθως, ο διοικητής της 2ης Τακτικής Αεροπορικής Δύναμης Αντιπτέραρχος Χουλουσί Καϊμακλί (Hulusi Kaymakli), που είχε αναλάβει την διεύθυνση της αεροπορικής επιχείρησης, πληροφόρησε το προσωπικό του ότι είχε αναφερθεί η παρουσία τριών πλοίων δυτικά της Πάφου και συγχρόνως διέταξε να απογειωθούν 16 μαχητικά–βομβαρδιστικά αεροσκάφη F–100D από την 111η Μοίρα στις 14:15΄ και να κατευθυνθούν προς την περιοχή ενδιαφέροντος.
Εικόνα 29: Μαχητικό–βομβαρδιστικό αεροσκάφος F–100D Super Sabre, που εκτίθεται στο Μουσείο Πολεμικής Αεροπορίας της Κωνσταντινούπολης. Την 21η Ιουλίου 1974, συνολικά 28 τουρκικά αεροσκάφη του ιδίου τύπου προσβάλαν με καταστροφικά αδελφοκτόνα πυρά τη ναυτική μοίρα αναχαίτισης του Πλοίαρχου Ιρφάν Τινάζ (www.airhistory.net).
Γύρω στις 14:20΄, η τουρκική ναυτική μοίρα αναχαίτισης βρισκόταν στα ανοιχτά δυτικά του ακρωτηρίου Δρέπανο της Πέγειας, αναμένοντας την εκδήλωση της αεροπορικής επιδρομής κατά των ελληνικών πλοίων, για την οποία είχε ενημερωθεί ο Πλοίαρχος Τινάζ. Τα δύο από τα τρία αντιτορπιλικά έγιναν αντιληπτά από τον Διοικητή του Ναυτικού Σταθμού της Πάφου, τον Σημαιοφόρο Παλαίστρο, ο οποίος ενημέρωσε τηλεφωνικά το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) για την εμφάνισή τους, ζητώντας να ενημερωθεί για την εθνικότητά τους. Από την κυπριακή αίθουσα επιχειρήσεων αποκρίθηκε ο Διευθυντής 2ου–3ου ΕΓ της ΝΔΚ Υποπλοίαρχος Γεώργιος Παπαργύρης και του είπε ότι τα πολεμικά πλοία ήταν ελληνικά και αν χρειαζόταν να τους παρείχε κάθε δυνατή βοήθεια(9). Ο εύστροφος επιτελής αξιωματικός έδωσε σκόπιμα ψευδή απάντηση, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τηλεφωνικές επικοινωνίες υποκλέπτονται, θέλοντας να παραπλανήσει τους Τουρκοκύπριους και να τους κάνει να θεωρήσουν πως κατέφθαναν ελληνικές ενισχύσεις, ενώ ενδεχομένως να γνώριζε για την απόσπαση και τον πλου των τουρκικών πολεμικών πλοίων προς την Πάφο. Πιθανότατα αυτή η παραπειστική πληροφορία να διαβιβάστηκε στην Άγκυρα, συνιστώντας μία απατηλή έμμεση απόδειξη για την αναζητούμενη ελληνική νηοπομπή.
Εικόνα 30: Μαχητικό αεροσκάφος F–104G Starfighter, που εκτίθεται στο Μουσείο Πολεμικής Αεροπορίας της Κωνσταντινούπολης. Την 21η Ιουλίου 1974, σμήνος 12 τουρκικών αεροσκάφων του ιδίου τύπου της 141ης Μοίρας επιτέθηκε με σφοδρότητα κατά των τριών φίλιων αντιτορπιλικών, που διοικούσε ο Πλοίαρχος Ιρφάν Τινάζ (www.jetphotos.com).
Στις 14:25΄, το τουρκικό κέντρο επιχειρήσεων έλαβε μία αναφορά αεροπορικής αναγνώρισης, με την οποία πιστοποιείτο η ύπαρξη τριών πολεμικών πλοίων στα 13 με 16 ν.μ. βορειοδυτικά της Πάφου. Επρόκειτο όμως για τα τρία τουρκικά αντιτορπιλικά, που ερευνούσαν για τα ανύπαρκτα ελληνικά αποβατικά πλοία. Η δε παράλειψη της διευκρίνισης της ταυτότητάς τους από το αναγνωριστικό αεροσκάφος, παρότρυνε εφελκυστικά τους Τούρκους επιτελείς να τα εκτιμήσουν ως εχθρικά. Στις 14:30΄ στον ραδιοεντοπιστή του Α/Τ «Κοτζάτεπε» φάνηκε το στίγμα δύο μεγάλων σκαφών, με συνέπεια ο Αντιπλοίαρχος Ερκαγιά να αιτηθεί εκ νέου αεροπορική αναγνώριση, ως κυβερνήτης του πλοίου εναέριου συνδέσμου. Πράγματι, διήλθε ένα αεροσκάφος ναυτικής περιπολίας S–2A Tracker, που ανέφερε ότι ήταν δύο εμπορικά πλοία υπό ιταλική σημαία, ένα εκ των οποίων έφερε πλευρικά το εταιρικό λογότυπο Messina Line. Η εξαιρετικά ασαφής τακτική κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο από την επιπλέον παρουσία στον ευρύτερο θαλάσσιο τομέα αμερικανικών και σοβιετικών πολεμικών σκαφών, άγνωστων ελικοπτέρων και μίας αγγλικής θαλαμηγού αναψυχής.
Στις 14:43΄ κατέφθασαν στον εναέριο χώρο 12 μαχητικά αεροσκάφη F–104G της 141ης Μοίρας, εκτελώντας διερευνητικές πτήσεις. Στις 15:00΄ αφίχθηκαν και τα αεροσκάφη F–100D της 111ης Μοίρας, ενώ την ίδια στιγμή ο Πλοίαρχος Τινάζ απέστειλε ένα επείγον σήμα στην Άγκυρα, επισημαίνοντας τις επικρατούσες συνθήκες σύγχυσης και δηλώνοντας ότι στην πραγματικότητα δεν υφίσταντο άλλα ελληνικά πολεμικά πλοία στην περιοχή. Ωστόσο, όταν λήφθηκαν οι προειδοποιήσεις του από το τουρκικό Γενικό Επιτελείο, δεν υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος για να διαβιβαστούν στα αεροπορικά σμήνη, που ετοιμάζονταν να εφορμήσουν τα αμέσως επόμενα λεπτά. Περί τις 15:03΄ προσήλθαν άλλα 12 αεροσκάφη F–100D της 181ης Μοίρας, ανεβάζοντας σε 40 το σύνολο των επιχειρούντων αεροσκαφών(10). Το σκηνικό μίας προδικασμένης καταστροφής είχε πλέον στηθεί. Τα τουρκικά αντιτορπιλικά χρησιμοποίησαν τις συσκευές IFF (Identification Friend of Foe) για να αναγνωρίσουν τα διερχόμενα αεροσκάφη, όμως δεν έλαβαν καμία απολύτως απόκριση και προσδιορίστηκαν ως επικείμενη απειλή, ενώ τα πληρώματα τέθηκαν σε συναγερμό. Παρομοίως, στα αεροπορικά σμήνη δεν είχαν δοθεί οι κωδικοί αναγνώρισης των πολεμικών πλοίων, με αποτέλεσμα αμφότερες οι φίλιες πλευρές να εκλαμβάνουν η μία την άλλη ως εχθρικές.
Εικόνα 31: Το αντιτορπιλικό «Κοτζάτεπε» φλέγεται έπειτα από σφοδρές αδελφοκτόνες προσβολές των φίλιων τουρκικών αεροσκαφών, το απόγευμα της 21ης Ιουλίου 1974 (www.navsource.org).
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα τρία αντιτορπιλικά είχαν αναρτημένες τις τουρκικές σημαίες τους, αλλά οι πιλότοι των μαχητικών τις θεώρησαν ως πολεμικό τέχνασμα (ruse de guerre), καθώς κατά την επιχειρησιακή ενημέρωσή τους πριν την απογείωση, οι αρμόδιοι επιτελείς της αεροπορίας τόνισαν ότι τα ελληνικά πλοία ενδεχομένως να έφεραν πλαστούς πλευρικούς κωδικούς αριθμούς ταυτότητας και τουρκικά σύμβολα, εφαρμόζοντας ένα σχέδιο παραπλάνησης προκειμένου να μην παρενοχληθούν. Επίσης, ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί μορφολογική αναγνώριση των πολεμικών σκαφών εκ του μακρόθεν, καθόσον η Ελλάδα και η Τουρκία διέθεταν πανομοιότυπα αντιτορπιλικά κλάσης Gearing, εκσυγχρονισμένα σε FRAM I & II, τα οποία είχαν προμηθευτεί πρόσφατα από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ), ενώ το ίδιο ίσχυε και για τους τύπους των μαχητικών αεροσκαφών.
Χωρίς πλέον κανένα ανασταλτικό δισταγμό, στις 15:05΄, το σμήνος αεροσκάφων F–100D της 111ης Μοίρας επιτέθηκε πρώτο εκτοξεύοντας πυραύλους αέρος–εδάφους και βόμβες Μ–117 των 750 λιβρών εναντίον των τριών αντιτορπιλικών, ενώ ακολούθησαν διαδοχικές σαρωτικές βυθίσεις από τα άλλα δύο σμήνη των F–104G της 141ης Μοίρας και των F–100D της 181ης Μοίρας. Με την έναρξη της αδελφοκτόνας επιδρομής, τόσο ο Πλοίαρχος Τινάζ, όσο και οι επικεφαλής των αεροπορικών σχηματισμών, ανέφεραν σχετικά με την εμπλοκή στις αντίστοιχες αίθουσες επιχειρήσεων στην Άγκυρα, όπου οι επιτελείς τήρησαν μία αμήχανη στάση σιωπής. Παρά τον πρόδηλο αιφνιδιασμό και το γεγονός ότι τα μαχητικά αεροσκάφη έφεραν τουρκικά διακριτικά, ο Τινάζ έδωσε εντολή στα πολεμικά πλοία να ανταποδώσουν τα πυρά και να εκτελέσουν ελιγμούς αποφυγής. Κατά το αρχικό στάδιο των αεροπορικών προσβολών, το Α/Τ «Κοτζάτεπε» επλήγη σοβαρά στην οπίσθια υπερκατασκευή και στο δεύτερο φουγάρο του. Το Α/Τ «Αντάτεπε» υπέστη μηχανικές ζημιές, με συνέπεια να αχρηστευτεί ο ένας κινητήρας του και η ταχύτητα του να μειωθεί στους 8 κόμβους. Το δε Α/Τ «Τσακμάκ» απάντησε στις εφορμήσεις με καταιγιστικά πυρά, χωρίς να πάθει κάποια φθορά.
Εικόνα 32: Ο Ναύαρχος Ιρφάν Τινάζ (İrfan Tınaz), ως Αρχηγός του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού (1990–1992). Κατά τις αποβατικές επιχειρήσεις του ΑΤΤΙΛΑ Ι, έφερε τον βαθμό του Πλοιάρχου και υπήρξε ο επικεφαλής της ναυτικής μοίρας των τριών αντιτορπιλικών, που απεστάλη στην Πάφο για να αναχαιτίσει την υποτιθέμενη ελληνική νηοπομπή στις 21 Ιουλίου 1974 (yasamoykusu.com).
Κατά εξέλιξη της αεροπορικής επίθεσης, από το Α/Τ «Τσακμάκ» έγινε μία απεγνωσμένη απόπειρα επικοινωνίας με τα μαινόμενα αεροπορικά σμήνη. Την επαφή ανέλαβε να διεκπεραιώσει ένας νεαρός πιλότος μαχητικού ευρισκόμενος στη γέφυρα, που το αεροπλάνο του είχε καταρριφθεί στην Κερύνεια την προηγούμενη ημέρα από ελληνοκυπριακά αντιαεροπορικά πυρά και ο ίδιος είχε ανασυρθεί εκ της θάλασσας από το τουρκικό αντιτορπιλικό. Μόλις διαβίβασε τα στοιχεία του από το ραδιοτηλέφωνο και ανέφερε στους Τούρκους συναδέλφους του ότι έπλητταν φίλια πολεμικά πλοία, εκείνοι ζήτησαν να τους πει το ισχύον ημερήσιο αεροπορικό σύνθημα, το οποίο φυσιολογικά και δεν γνώριζε, καθώς είχε τεθεί εκτός δράσης πριν την απογείωση των αεροσκαφών. Έτσι εκλήφθηκε ως ένας Έλληνας χειριστής που γνώριζε εξαιρετικά την τουρκική γλώσσα και ήθελε να τους εξαπατήσει. Άλλωστε, οι πιλότοι ήταν προϊδεασμένοι ότι πιθανότατα να συγκαταλέγονταν πολύ καλοί τουρκόφωνοι ανάμεσα στο προσωπικό της ελληνικής αποβατικής νηοπομπής.
Στο μεταξύ, από τα μανιώδη αεροπορικά πλήγματα εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο Α/Τ «Κοτζάτεπε», από την οποία προξενήθηκαν σημαντικές φθορές στα ηλεκτρονικά κυκλώματά του και καταστράφηκε ολοσχερώς το Κέντρο Πληροφοριών Μάχης (ΚΠΜ) στην υπερκατασκευή της γέφυρας, ενώ από την ταχεία επέκτασή της στο μηχανοστάσιο απονεκρώθηκε η γενική γεννήτρια του πλοίου. Η δε ταχύτητά του έπεσε αυτόματα στους 3 κόμβους. Ουσιαστικά, το τουρκικό αντιτορπιλικό τέθηκε εκτός μάχης και κατέστη εύκολος στόχος στα επιτιθέμενα αεροσκάφη. Έως τις 15:30΄, τα συνεργεία των μηχανικών προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τις βλάβες, αλλά οι ζημιές ήταν ανεπανόρθωτες. Ήταν φανερό ότι το μοιραίο τέλος του Α/Τ «Κοτζάτεπε» ήταν πλέον προδιαγεγραμμένο, καθώς είχε χαθεί κάθε επισκευαστική δυνατότητα. Κάτω από αυτές τις δυσμενείς περιστάσεις, ο κυβερνήτης του Αντιπλοίαρχος Ερκαγιά(11) έδωσε εντολή άμεσης εγκατάλειψης, προκειμένου να διασωθεί το πλήρωμα. Πράγματι εντός 15 λεπτών, σύσσωμο το προσωπικό συγκεντρώθηκε στο κατάστρωμα και άρχισαν να ρίπτονται στη θάλασσα οι σωστικές λέμβοι και παρεμφερή σωσίβια πλωτά μέσα.
Εικόνα 33: Αεροφωτογραφία του αντιτορπιλικού «Κοτζάτεπε» κατά τη διάρκεια της ενδοτουρκικής αεροναυμαχίας, το απόγευμα της 21ης Ιουλίου 1974. Διακρίνονται οι στήλες πυκνού καπνού να εξέρχονται από τα σημεία των καίριων πληγμάτων από τα δραστικά πυρά των φίλιων τουρκικών αεροσκαφών (www.navsource.org).
Το ίδιο χρονικό διάστημα, στο τουρκικό Γενικό Επιτελείο στην Άγκυρα επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση, λόγω των αντικρουόμενων αναφορών πολεμικής εμπλοκής από τον Πλοίαρχο Τινάζ και τους επικεφαλής των αεροπορικών σμηνών. Το ίδιο συνέβαινε και στις ξεχωριστές αίθουσες επιχειρήσεων της Αεροπορίας και του Ναυτικού. Στις 16:00΄ ο Πτέραρχος Αλπκαγιά διέταξε να σταματήσουν οι αεροπορικές προσβολές, προκειμένου να αποσαφηνιστεί η τακτική κατάσταση. Τα αεροσκάφη πριν επιστρέψουν πίσω προς τις καθορισμένες βάσεις ανεφοδιασμού, άδειασαν τις εναπομείνασες ρουκέτες και βόμβες τους σε στόχους στην περιοχή της Πάφου, καθόσον κρινόταν ως επικίνδυνη η προσγείωσή τους με φόρτο πυρομαχικών, σύμφωνα με την τουρκική εκδοχή. Ένας από αυτούς ήταν ένα εμπορικό πλοίο, που βρισκόταν προσαραγμένο και ημιβυθισμένο από πολλών ετών στον ύφαλο Μουλιά νοτιοδυτικά της πόλης, αν και στις ελληνικές πηγές η υπόψη ενέργεια αποδίδεται στο πάθος των Τούρκων πιλότων, οι οποίοι εξέλαβαν το παλαιό ναυάγιο ως εφοδιαστικό σκάφος της υποτιθέμενης ελληνικής νηοπομπής.
Από την Πάφο, ο αποκαρδιωμένος Σημαιοφόρος Παλαίστρος παρατηρούσε τις μανιώδεις εφορμήσεις των τουρκικών αεροσκαφών κατά των τριών αντιτορπιλικών, για τα οποία είχε πληροφορηθεί εσκεμμένα ότι είναι ελληνικά. Έντρομος διαβίβασε τα τεκταινόμενα στο ΓΕΕΦ στη Λευκωσία. Από την κυπριακή αίθουσα επιχειρήσεων απάντησε και πάλι ο Υποπλοίαρχος Παπαργύρης, λέγοντάς του χαρακτηριστικά ατάραχος «άστα να χτυπάνε!», συνεχίζοντας να συντηρεί μία παραπλανητική εικόνα, λόγω των ενδεχόμενων εχθρικών υποκλοπών.
Εικόνα 34: Δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας «Birlik» την 25η Ιουλίου 1974 με τίτλο: «Χάσαμε το Κοτζάτεπε. Αεροπλάνα και πλοία των ναυτικών μας δυνάμεων αναζητούν το επιζών πλήρωμα του αντιτορπιλικού Κοτζάτεπε». Αντίστοιχα στη λεζάντα της φωτογραφίας αναγράφεται: «Μερικοί από το πλήρωμα του Kocatepe βρέθηκαν σε σκάφος και διασώθηκαν» (www.navsource.org).
«
Μόλις έληξε η πρώτη αεροπορική επίθεση, το Α/Τ «Τσακμάκ» αποκατέστησε την επικοινωνία με το Α/Τ «Αντάτεπε», προκειμένου ο Πλοίαρχος Τινάζ να ενημερωθεί για τη μαχητική ικανότητά του έπειτα από τα αεροπορικά πλήγματα. Το δεύτερο αντιτορπιλικό εκτός από την αχρήστευση ενός εκ των κινητήρων του, απώλεσε και τη λειτουργικότητα των ραδιοεντοπιστών (ραντάρ) του, ενώ φαίνεται ότι είχε προλάβει επίσης να εκτελέσει αποτρεπτικές βολές με τα πυροβόλα του, κατά των τουρκικών αεροσκαφών σε δεύτερο χρόνο. Αξιολογώντας αυτά τα αρνητικά δεδομένα, ο Τινάζ διέταξε τον κυβερνήτη του Αντιπλοίαρχο Ορζού να κάνει αναστροφή προς βορρά και να κατευθύνει το πληγωμένο πλοίο του προς την Αναμούρ (Anamur) της Μερσίνας, ενώ ο ίδιος θα έσπευδε με το Α/Τ «Τσακμάκ» να βοηθήσει το φλεγόμενο Α/Τ «Κοτζάτεπε», στο οποίο η διαδικασία αποχώρησης του πληρώματός του ολοκληρώθηκε στις 16:28΄.
Το τουρκικό Γενικό Επιτελείο στην Άγκυρα εξακολουθούσε να τελεί σε καθεστώς σύγχυσης και άγνοιας περί των πραγματικών γεγονότων. Η Διοίκηση Χερσαίων Δυνάμεων επέμενε ότι η απειλή της ελληνικής αποβατικής νηοπομπής δεν είχε εξαλειφθεί, να απογειωθούν ξανά τα σμήνη των μαχητικών αεροσκαφών και να επέμβουν δραστικά πριν να είναι πολύ αργά. Κατόπιν του διαλαμβανόμενου επιτακτικού αιτήματος, ήρθαν σε τηλεφωνική επικοινωνία οι Διευθυντές Επιχειρήσεων της Πολεμικής Αεροπορίας και των Ναυτικών Δυνάμεων και συμφώνησαν να ξεκινήσουν οι αεροπορικές επιδρομές για δεύτερη φορά, έχοντας κατατοπιστεί εσφαλμένα ότι τα τρία τουρκικά αντιτορπιλικά κινούνταν με ασφάλεια στα βόρεια του ακρωτηρίου Αρναούτης, ενώ τα αναφερόμενα ελληνικά πλοία στα νότια μπορούσαν να βομβαρδιστούν ελεύθερα.
Εικόνα 35: Ο Ναύαρχος Γκιουβέν Ερκαγιά (Güven Erkaya) ως Αρχηγός του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού (1995–1997). Κατά τις αποβατικές επιχειρήσεις του ΑΤΤΙΛΑ Ι, έφερε τον βαθμό του Αντιπλοιάρχου και διατέλεσε κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Κοτζάτεπε», που βυθίστηκε εκ παραδρομής από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη στις 21 Ιουλίου 1974 (www.haber7.com).
Η δεύτερη φάση της ενδοτουρκικής αεροναυμαχίας ξεκίνησε στις 16:43΄ της 21ης Ιουλίου 1974. Τα μαχητικά αεροσκάφη επανήλθαν δριμύτερα στη θαλάσσια περιοχή της Πάφου και εφόρμησαν με μανία εναντίον των τριών αντιτορπιλικών. Το βάρος της αεροπορικής επίθεσης δόθηκε στο Α/Τ «Κοτζάτεπε», από το οποίο έβγαιναν πυκνοί καπνοί και έπλεε ακυβέρνητο, αποτελώντας εύκολη λεία. Τα φονικά πυρά τους στράφηκαν άνανδρα και κατά των σωστικών λέμβων που είχαν επιβιβαστεί τα μέλη του πληρώματος, σκοτώνοντας πολλούς συμπατριώτες τους, καθώς πιστεύαν ότι σκοπεύουν Έλληνες ναύτες(12). Μάλιστα οι Τούρκοι ναυαγοί στην εφιαλτική προσπάθειά τους να σωθούν έλυσαν τα σωσίβια πλωτά μέσα, που ήταν προσδεμένα μεταξύ τους, έτσι ώστε να παρουσιάζουν μικρότερο στόχο, ενώ ορισμένοι εξ’ αυτών φέρονται να έπεσαν στη θάλασσα και να βρήκαν τραγικό θάνατο από πνιγμό, καταλαμβανόμενοι από κρίση πανικού. Τα άλλα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά αμύνθηκαν βάλλοντας με τα οπλικά συστήματά τους, υφιστάμενα αρκετές υλικές ζημιές, αλλά μόνο από το Α/Τ «Τσακμάκ» καταγράφονται δύο τραυματίες. Περί τις 17:20΄ τα αεροπορικά σμήνη αποχώρησαν, έχοντας καταναλώσει όλα τα πυρομαχικά τους. Το Α/Τ «Αντάτεπε» συνέχισε λαβωμένο την πορεία του προς την Αναμούρ, ενώ ο Πλοίαρχος Τινάζ αφού βεβαιώθηκε για την επιχειρησιακή ετοιμότητα του Α/Τ «Τσακμάκ» στις 17:44΄, εκδήλωσε και πάλι την πρόθεσή του να προσεγγίσει και να συνδράμει το καιόμενο Α/Τ «Κοτζάτεπε», χωρίς να γνωρίζει τη δεινή θέση του διαλυμένου πληρώματός του.
Εικόνα 36: Σωστική λέμβος με μέλη του πληρώματος του τουρκικού αντιτορπιλικού «Κοτζάτεπε», που βυθίστηκε από αδελφοκτόνα πυρά της τουρκικής αεροπορίας, εντοπίζεται πιθανότατα από τη βρετανική φρεγάτα «Ανδρομέδα» (HMS «Andromeda») ή τη «Μπράιτον» (HMS «Brighton»), περί τις 24 Ιουλίου 1974 (www.navsource.org).
Κατά την επιστροφή τους, οι επικεφαλής των τουρκικών αεροπορικών σμηνών ανέφεραν προς τη διοίκηση της 2ης Τακτικής Αεροπορικής Δύναμης ότι είχαν καταστρέψει ένα ελληνικό αντιτορπιλικό και επέφεραν καίρια πλήγματα σε άλλα δύο. Η είδηση της επιτυχημένης προσβολής διαβιβάστηκε αστραπιαία στην αίθουσα επιχειρήσεων της Πολεμικής Αεροπορίας στην Άγκυρα και από εκεί διαδόθηκε μέχρι το γραφείο του Τούρκου Πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ (Mustafa Bülent Ecevit), όπου άπαντες οι παριστάμενοι ξέσπασαν σε ξέφρενους πανηγυρισμούς και ζητωκραυγές. Μάλιστα το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Τύπου του Τουρκικού Γενικού επιτελείου εξέδωσε σχετική διθυραμβική ανακοίνωση, η οποία κατέληγε ως εξής: «Οι επιθέσεις της αεροπορίας μας προξένησαν βαριές απώλειες στα πολεμικά και τα αποβατικά πλοία της ελληνικής νηοπομπής».
Θέλοντας να επιφέρουν τη χαριστική βολή στα απεικαζόμενα ελληνικά πλοία, οι ενθουσιασμένοι Τούρκοι εξαπέλυσαν ένα τρίτο κύμα αεροπορικών εφορμήσεων στις 18:43΄. Τα αεροσκάφη επιδίωξαν να προσβάλουν περισσότερο το Α/Τ «Τσακμάκ», που πλησίαζε το ακυβέρνητο Α/Τ «Κοτζάτεπε». Ο Πλοίαρχος Τινάζ ανέφερε επανειλημμένα με το ραδιοτηλέφωνο ότι δεχόταν επίθεση από τουρκικά αεροσκάφη, προβληματίζοντας τελικά τους επιτελείς της αίθουσας επιχειρήσεων των Ναυτικών Δυνάμεων, οι οποίοι του απεύθυναν ακόμα και ερωτήσεις προσωπικής φύσεως, θέλοντας να πιστοποιήσουν την ταυτότητά του. Κατόπιν βάσιμων αμφιβολιών, ζητήθηκε επειγόντως η παύση της δράσης των μαχητικών αεροσκαφών, ανεξάρτητα της εθνικότητας των πλοίων, αλλά το επιτελείο της Πολεμικής Αεροπορίας δεν είχε ακόμα πειστεί και εξέφραζε δισταγμούς να προβεί σε μία τέτοια ενέργεια. Σε μία ανάπαυλα των αεροπορικών εφόδων, το Α/Τ «Τσακμάκ» στράφηκε προς τον βορρά περί τις 18:51΄ και άρχισε να απομακρύνεται από το εγκαταλειμμένο Α/Τ «Κοτζάτεπε». Μετά την παρέλευση είκοσι λεπτών, ο ραδιοεντοπιστής (ραντάρ) του εντόπισε ένα πλοίο που αποδείχτηκε ότι ήταν το φίλιο Α/Τ «Τινάζτεπε» (TCG «Tınaztepe» D–355, κλάσης Gearing), το οποίο κατέπλευσε στην περιοχή για να υποστηρίξει τα τρία αντιτορπιλικά, ενώ υπέπεσε και στην αντίληψη των πιλότων. Καθώς τα μαχητικά αεροσκάφη ετοιμάζονταν να εκτελέσουν βυθίσεις και επί του νεοφερμένου πολεμικού πλοίου, ενημερώθηκαν για τον ειδικό κωδικό αναγνώρισής του, από τον επιβαίνοντα σε αυτό Διοικητή του Πολεμικού Στόλου, Υποναύαρχο Νεζάτ Τουμέρ (Nejat Tümer). Στη συνέχεια, έθεσαν στο στόχαστρό τους το Α/Τ «Τσακμάκ» βάλλοντας εναντίον του με τα πολυβόλα τους, καθόσον δεν ήταν πλέον φορτωμένα με ρουκέτες και βόμβες. Το τουρκικό αντιτορπιλικό απάντησε με καταιγισμό αντιαεροπορικών πυρών και εξακολούθησε να κινείται με βόρεια κατεύθυνση με ρότα προς την Αναμούρ. Στις 19:26΄, ο Πλοίαρχος Τινάζ διαβίβασε ιεραρχικά με έντονο ύφος ότι δέχτηκε εκ νέου αεροπορική επίθεση. Στην Άγκυρα πραγματοποιήθηκαν ξανά έντονες τηλεφωνικές διακλαδικές συνδιαλέξεις, με τους ανώτατους αξιωματικούς των Ναυτικών δυνάμεων να αξιώνουν επίμονα να μην προσβληθεί κανένα πλοίο, και κυρίως να μην βυθιστεί. Το Τουρκικό Γενικό Επιτελείο είχε πλέον κατανοήσει ότι ουσιαστικά διενεργήθηκε μία αδελφοκτόνα και κοστοβόρα αεροναυμαχία υπό την επιχειρησιακή αιγίδα του. Μετά τη μοιραία διαπίστωση, οι αεροπορικές επιδρομές έληξαν οριστικά στις 19:51΄, την ώρα που έπεφτε η νύχτα. Τα επίπλαστα θριαμβολογήματα μετατράπηκαν σε βουβό οδυρμό.
Εικόνα 37: Το τουρκικό αντιτορπιλικό «Τινάζτεπε» συμμετέχει σε ναυτική άσκηση του ΝΑΤΟ το 1979. Το απόγευμα της 21ης Ιουλίου 1974 έσπευσε στην θαλάσσια περιοχή της Πάφου, προς υποστήριξη της ναυτικής μοίρας του Πλοίαρχου Ιρφάν Τινάζ, που δεχόταν επίθεση από την φίλια αεροπορία (U.S. Navy Naval History and Heritage Command).
Τις επόμενες ώρες τα Α/Τ «Τσακμάκ» και «Αντάτεπε» συνέχισαν την πλεύση τους προς την Αναμούρ και από εκεί θα κατευθύνονταν αργότερα στον λιμένα της Μερσίνας. Το δε Α/Τ «Τινάζτεπε» μετακινήθηκε περί τις 21:00΄ προς το μέρος του χειμαζόμενου Α/Τ «Κοτζάτεπε», προκειμένου να βοηθήσει το πλήρωμά του, αφού δεν είχε καταστεί γνωστή η εκκένωσή του πλοίου και η επιβίβαση των ανδρών στις σωστικές λέμβους. Ωστόσο στις 22:00΄, σημειώθηκαν ισχυρές εκρήξεις στις αποθήκες πυρομαχικών και καυσίμων του φλεγόμενου τουρκικού αντιτορπιλικού, το οποίο διαχωρίστηκε στα δύο και βυθίστηκε περί τις 01:20΄ της 22ας Ιουλίου 1974. Τότε αποσύρθηκε και το Α/Τ «Τινάζτεπε», χωρίς να ερευνήσει για τυχόν επιζώντες, καθόσον κρίθηκε μάλλον επικίνδυνη η περαιτέρω παραμονή του εντός της χαρακτηρισμένης ως «απαγορευμένης περιοχής».
Αρχικά, η τουρκική ηγεσία επιδίωξε να αποκρύψει το γεγονός της καταστροφικής εμφύλιας συμπλοκής, εργαλειοποιώντας πλήρως τα μέσα ενημέρωσης, προκειμένου να μην έχει αρνητικό αντίκτυπο στους πολίτες της χώρας. Ενδεικτικά, το πρωί της 22ας Ιουλίου, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Άγκυρας μετέδωσε ότι ανοιχτά της Πάφου διεξήχθη αεροναυμαχία μεταξύ φίλιων πλοίων και αεροπλάνων και ελληνικής νηοπομπής, με σοβαρές απώλειες των ελληνικών δυνάμεων». Ο δε τουρκοκυπριακός ραδιοφωνικός σταθμός Μπαϊράκ (Bayrak) πανηγύριζε δεόντως για την καταβύθιση των ελληνικών πλοίων από την τουρκική αεροπορία, χλευάζοντας χυδαία την Ελλάδα. Αυτή η ασύστολη φημολογία προκάλεσε την αντίδραση των κυβερνητικών κύκλων του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών, που διέψευσαν κατηγορηματικά την αναληθή είδηση δηλώνοντας απερίφραστα ότι οι τουρκικοί ισχυρισμοί ήταν τελείως ανυπόστατοι και προφανώς κατασκευάστηκαν για εσωτερική κατανάλωση και προς παραπλάνηση της διεθνούς κοινής γνώμης.
Εικόνα 38: Στιγμιότυπο από τις προσπάθειες έρευνας και διάσωσης των ναυτών του βυθισμένου τουρκικού αντιτορπιλικού «Κοτζάτεπε» στα ανοιχτά της Πάφου, πιθανώς την 24η Ιουλίου 1974 (www.navsource.org).
Μετά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στην Κύπρο, που συνήφθη στις 16:00΄ της 22ας Ιουλίου, οι Τούρκοι ξεκίνησαν άμεσα την επιχείρηση έρευνας και διάσωσης των ανδρών του Α/Τ «Κοτζάτεπε», οι οποίοι έδιναν αγώνα για να επιβιώσουν στις σωστικές λέμβους και στα λοιπά σωσίβια πλωτά μέσα. Μάλιστα είχαν την αμέριστη συμπαράσταση από αμερικανικά και βρετανικά πολεμικά πλοία, που περιέπλεαν στην περιοχή της Πάφου. Ωστόσο, οι προσπάθειές τους εκείνη την ημέρα απέβησαν άκαρπες. Στις 23 Ιουλίου, το διερχόμενο ισραηλινό σκάφος «Μεβότ Γιάμ» («Mevot Yam») με καπετάνιο τον Ρεουβάν Πινχάσι (Reuvan Pinhasi) περισυνέλλεξε μία ομάδα 42 ατόμων, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και ο κυβερνήτης του αντιτορπιλικού, Αντιπλοίαρχος Ερκαγιά και αφού οδηγήθηκαν πρώτα στη Χάιφα, κατόπιν απεστάλησαν στην Άγκυρα. Στις 24 και 25 Ιουλίου διασώθηκαν άλλοι 150 ναυαγοί από το τουρκικό αντιτορπιλικό «Μπερκ» (TCG «Berk» D–355) και τη βρετανική φρεγάτα «Ανδρομέδα» (HMS «Andromeda»), που υποστηριζόταν από δύο σκάφη διάσωσης και ένα ελικόπτερο, καθώς και από ένα φορτηγό πλοίο με σημαία Λιβάνου(13), ανεβάζοντας τους επιζώντες στους 192 ανθρώπους. Σύμφωνα με επίσημα ονομαστικά τουρκικά αρχεία, από το πλήρωμα του Α/Τ «Κοτζάτεπε» έχασαν τη ζωή τους συνολικά 54 άνδρες (3 αξιωματικοί, 14 υπαξιωματικοί και 37 υπαξιωματικοί), εκ των οποίων 29 φονεύθηκαν επί του πλοίου, 24 σκοτώθηκαν επιβαίνοντες στις σωστικές λέμβους ή πνίγηκαν στη θάλασσα και 1 επιζών πέθανε από τα τραύματά του στο Α/Τ «Μπερκ»(14). Αν υπολογίσουμε ότι η δύναμη του απολεσθέντος αρματαγωγού ήταν συμπληρωμένη στην πολεμική σύνθεσή της, δηλαδή απαρτιζόταν από 247 άνδρες, όπως προβλεπόταν μετά τον εκσυγχρονισμό του σε Fram II, τότε προκύπτει ότι θα πρέπει να αναζητηθεί και ένας αγνοούμενος, εκτός και αν υπηρετούσε ένας ναύτης λιγότερος. Ο δε αριθμός των τραυματιών και από τα τρία εμπλεκόμενα αντιτορπιλικά είναι άγνωστος.
Εικόνα 39: Δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας «The Detroit News» της 25ης Ιουλίου 1974, όπου γνωστοποιείται η βύθιση του τουρκικού αντιτορπιλικού «Κοτζάτεπε» από φίλια βομβαρδιστικά αεροπλάνα και αναφέρονται απώλειες 80 νεκρών ναυτών κατ’ εκτίμηση (www.harwood861.org).
Τελικά, η Τουρκική Κυβέρνηση αναγκάστηκε να παραδεχτεί με καθυστέρηση το πολύ δυσάρεστο και εξευτελιστικό πολεμικό συμβάν, που έλαβε χώρα στα θαλάσσια ύδατα της Πάφου, συγκλονίζοντας δραματικά τον εγχώριο πληθυσμό. Στις 24 Ιουλίου 1974, το τουρκικό Γενικό Επιτελείο ανακοίνωσε την απώλεια του Α/Τ «Κοτζάτεπε», το οποίο βυθίστηκε από ένα τουρκικό μαχητικό–βομβαρδιστικό στα ανοιχτά της Κύπρου, ενώ άλλες πηγές διατύπωναν ότι επλήγησαν και άλλα δύο αντιτορπιλικά και έκαναν λόγο για ένα σφάλμα που εκτιμάται ότι κόστισε τη ζωή έως και 80 ναυτών. Την επόμενη μέρα, η είδηση αναπαράχθηκε από τα δημοσιογραφικά πρακτορεία ως πρωτοσέλιδο, εκπλήσσοντας αμήχανα τους διεθνείς πολιτικοστρατιωτικούς παράγοντες και τους αξιωματούχους του ΝΑΤΟ.
Εκτός από τις θλιβερές ανθρώπινες απώλειες, που ήταν οι μεγαλύτερες για τις Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις κατά την αποβατική επιχείρηση ΑΤΤΙΛΑΣ Ι (20–22 Ιουλίου 1974), ο υλικός απολογισμός της ενδοτουρκικής αεροναυμαχίας υπήρξε κυριολεκτικά ολέθριος. Το Α/Τ «Κοτζάτεπε» χάθηκε για πάντα στα θαλάσσια ύδατα της Κύπρου, το Α/Τ «Αντάτεπε» υπέστη σοβαρότατες βλάβες και τέθηκε εκτός επιχειρησιακής ετοιμότητας για αρκετούς μήνες, ενώ το Α/Τ «Τσακμάκ» είχε ελαφρότερες φθορές, οι οποίες έπρεπε να επισκευαστούν άμεσα. Επίσης, από τα αντιαεροπορικά πυρά των πολεμικών πλοίων φέρονται να καταρρίφθηκαν από ένα έως πέντε αεροσκάφη, χωρίς να πιστοποιείται απόλυτα ο ακριβής αριθμός τους. Το δε υπερφίαλο γόητρο της Τουρκίας είχε τρωθεί ανεπανόρθωτα, καταδεικνύοντας απερίφραστα τις εγγενείς στρατηγικές αδυναμίες των τουρκικών διακλαδικών επιτελείων και ειδικότερα την έλλειψη συντονισμού στις ενέργειές τους, την επιπολαιότητά τους στον επιχειρησιακό σχεδιασμό και την ανεπάρκειά τους στην αξιολόγηση και επιβεβαίωση των λαμβανόμενων πληροφοριών μάχης, η οποία οδήγησε στην εσφαλμένη εκτίμηση τακτικής καταστάσεως, αρχομένης από την παρερμηνεία της πολεμικής εμπλοκής του ελληνικού αρματαγωγού «Λέσβος στην Πάφο, επιφέροντας τα αδελφοκτόνα καταστροφικά αποτελέσματα.
Εικόνα 40: Ο Ελευθέριος Χανδρινός με τον βαθμό του Πλοίαρχου. Κατά τους μεταπολιτευτικούς χρόνους αντιμετωπίστηκε με ανεξήγητη μεροληψία από την ηγεσία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού (infognomonpolitics.gr).
Η απαξίωση και η αναγνώριση του ήρωα Ελευθέριου Χανδρινού
Μετά την ολοκλήρωση της επεισοδιακής αποστολής του αρματαγωγού «Λέσβος» στην Κύπρο, παραδόξως ο Πλωτάρχης Ελευθέριος Χανδρινός δεν έγινε αποδεκτός επαινετικά από την ανώτατη ηγεσία του Αρχηγείου Ναυτικού, όπως θα άρμοζε σε έναν Έλληνα αξιωματικό ο οποίος είχε επιδείξει παροιμιώδη αποφασιστικότητα και επιχειρησιακή πρωτοβουλία, ανταποκρινόμενος με άριστο τρόπο απέναντι σε αιφνίδιες πολεμικές συνθήκες. Το ίδιο ισχύει και για το γενναίο πλήρωμα του πλοίου, που εκτέλεσε υποδειγματικά τα καθήκοντά του, έχοντας ύψιστο αίσθημα ευθύνης, καθώς άπαντες οι αξιωματικοί και οι ναύτες τέθηκαν στο περιθώριο της ιστορίας, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πολιτικές σκοπιμότητες. Μολονότι, το περιστατικό της ουσιαστικής μαχητικής συνδρομής του αρματαγωγού στη διάσωση της Πάφου είχε πλέον διαδοθεί ευρύτατα, εντούτοις η αντιμετώπιση του Χανδρινού από την ιεραρχία Πολεμικού Ναυτικού, αλλά και άλλους υπηρεσιακούς φορείς, υπήρξε μάλλον μεροληπτική, αγγίζοντας τα όρια της απαξίωσης. Η αρχή έγινε από τις 30 Σεπτεμβρίου 1975, όταν διατάχθηκε Ένορκη Διοικητική Εξέταση (ΕΔΕ) εις βάρος του, προκειμένου να απολογηθεί γιατί επέστρεψε 7 κιβώτια οπλισμού λιγότερα από το συναφές φορτίο του Α/Γ «Λέσβος». Υπενθυμίζεται ότι τo περιεχόμενό τους (περίπου 70 τυφέκια M1 Garand) το είχε διανείμει αυτοβούλως στους άοπλους παλαιούς στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ για την αυτασφάλισή τους, κατά την επικίνδυνη πορεία της επανόδου τους από την Πάφο στο στρατόπεδό τους στη Λευκωσία. Αντί λοιπόν να επιδοκιμαστεί ανεπιφύλακτα αυτή η πράξη του εν ώρα πολέμου, παρουσιαζόταν ως επιλήψιμη και μόνο με την έκδοση της διαταγής διενέργειας της υπόψη ΕΔΕ, που το πόρισμά της και οι όποιες απορρέουσες συνέπειές του παραμένουν άγνωστες.
Εικόνα 41: Απόσπασμα του έγγραφου αιτήματος λήψης κατάθεσης κατά παραγγελία από τον Κυβερνήτη του Α/Γ «Λέσβος», Πλωτάρχη Ελευθέριο Χανδρινό, προκειμένου να απολογηθεί για την επιστροφή από την Κύπρο 7 λιγότερων κιβωτίων οπλισμού, από το μεταφερόμενο φορτίο του πλοίου (amaliagavriil.wixsite.com).
Από τον πρώτο καιρό της μεταπολίτευσης, ο Ελευθέριος Χανδρινός συνάντησε μία αρνητική προδιάθεση από μία μεγάλη μερίδα υστερόβουλων αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, που ασκούσαν κακόβουλη κριτική στις ενέργειές του, τονίζοντας ότι είχε εκθέσει άσκοπα το Α/Γ «Λέσβος» σε απρόβλεπτους κινδύνους, υποβαθμίζοντας ζηλόφθονα την ηρωική δράση του κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η εμπαθής συμπεριφορά της ναυτικής ιεραρχίας απέναντι στο πρόσωπό του, αποτυπώνεται από το γεγονός ότι έλαβε συνολικά δέκα διαδοχικές μεταθέσεις σε χρονικό διάστημα δέκα ετών, αρχομένων από τις 30 Αυγούστου 1974, όταν παρέδωσε τη διοίκηση του ιστορικού αρματαγωγού. Οι δε μετακινήσεις του ήταν σε επιτελικές υπηρεσίες, στη Ναυτική Σχολή Πολέμου ως σπουδαστής (επί δίμηνο) και σε μη επιχειρησιακά πολεμικά πλοία, υποδηλώνοντας μία ανεξήγητη τάση εσκεμμένου παραγκωνισμού του από μάχιμες διοικητικές θέσεις, που θα προσέδιδαν κύρος στη σταδιοδρομία του. Επίσης, τουλάχιστον τρείς φορές σε συνταχθείσες τακτικές εκθέσεις ικανότητός του, έλαβε απροσδόκητα δυσμενείς βαθμολογίες από τον εκάστοτε προϊστάμενό του, οι οποίες ήταν προφανέστατα σαθρές, χωρίς να παρατίθενται σχετικές δικαιολογητικές σκέψεις, ενώ ο Χανδρινός προσπαθούσε να τις αντικρούσει με εύλογη επιχειρηματολογία μέσω αλλεπάλληλων υπηρεσιακών αναφορών.
Εικόνα 42: Ο Πλοίαρχος Ελευθέριος Χανδρινός (στο μέσο) σε συνάντηση με Ρώσους αξιωματικούς του Σοβιετικού Πολεμικού Ναυτικού, πιθανότατα επί του εκπαιδευτικού πλοίου «Άρης» (Α–74), στο οποίο διατέλεσε κυβερνήτης κατά τα έτη 1982–1983 (https://national-pride.org).
Την 1η Αυγούστου 1984, ο Ελευθέριος Χανδρινός φέροντας τον βαθμό του Πλοιάρχου, τοποθετείται ως Ναυτικός Ακόλουθος της Ελληνικής Πρεσβείας στην Άγκυρα, εισερχόμενος σε ένα ενδεχομένως εχθρικό περιβάλλον, καθόσον οι Τούρκοι γνώριζαν την αποφασιστική πολεμική εμπλοκή του στην Κύπρο το 1974 ως κυβερνήτης του Α/Γ «Λέσβος»(15). Υπό αυτή την οπτική, δεν αποκλειόταν η παρουσία του στην τουρκική πρωτεύουσα να ενείχε ένα υψηλό ποσοστό επικινδυνότητας, με γνώμονα τον έκδηλο ακραίο φανατισμό των εθνικιστικών οργανώσεων της γείτονος χώρας. Αντίθετα, ο Χανδρινός με την ευστροφία που τον διέκρινε, κατάφερε να αναπτύξει αγαστές επαφές με Τούρκους αξιωματούχους, στα πλαίσια της σύσφιξης των διακρατικών διπλωματικών σχέσεων, εκπροσωπώντας επάξια την Ελλάδα. Η δε επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων του φαίνεται ότι δεν ήταν αρεστή στην ηγεσία του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (ΓΕΝ)(16). Κατά τις έκτακτες κρίσεις του έτους 1985–1986, το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο Κρίσεων αποστράτευσε πρόωρα τον Χανδρινό ως «ευδοκίμως τερματίσαντα τη σταδιοδρομία του», ενώ με Προεδρικό Διάταγμα της 28ης Ιανουαρίου 1986 προαγόταν στον βαθμό του Αρχιπλοιάρχου. Ωστόσο, στις 4 Μαρτίου η δυσάρεστη απόφαση ανεκλήθη και επανήλθε ως εν ενεργεία αξιωματικός στον προηγούμενο κατεχόμενο βαθμό. Πολύ σύντομα, στις 13 Μαρτίου ετέθη εκ νέου σε αποστρατεία, λαμβάνοντας και πάλι τον επόμενο βαθμό. Αισθανόμενος κατάφορα αδικημένος ο Χανδρινός υπέβαλε ιεραρχικά αιτιολογημένη αίτηση επανάκρισης στις 11 Απριλίου, η οποία απεστάλη με επίσημο διαβιβαστικό έγγραφο στις 15 Απριλίου 1986, από την Ελληνική Πρεσβεία της Άγκυρας προς την αρμόδια διεύθυνση του Πολεμικού Ναυτικού.
Εικόνα 43: Ο Ελευθέριος Χανδρινός με τον βαθμό του Πλοιάρχου, παρευρισκόμενος σε κάποια εκδήλωση ως Ναυτικός Ακόλουθος της Ελληνικής Πρεσβείας στην Άγκυρα, μεταξύ των ετών 1984–1986 (amaliagavriil.wixsite.com).
Μέσα σε ένα απογοητευτικό κυκεώνα διοικητικών παλινδρομήσεων, η μοίρα επεφύλασσε ένα οδυνηρό παιχνίδι στον Πλοίαρχο Χανδρινό. Στις 13:45΄ την 17η Μαΐου 1986, ενεπλάκη σε ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα στη Θράκη, καθώς επέστρεφε στην Άγκυρα από την Αθήνα, όπου είχε μεταβεί για υπηρεσιακούς λόγους, οι οποίοι πιθανότατα αφορούσαν το ακανθώδες θέμα της επανάκρισής του. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση συμβάντος της εντεταλμένης Διεύθυνσης Τροχαίας Ροδόπης, το αυτοκίνητό του εξετράπη της πορείας του στο 10ο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού Κομοτηνής–Αλεξανδρούπολης, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και ανατράπηκε εντός παρακείμενου αγροτικού κτήματος, με αποτέλεσμα τον βαρύτατο τραυματισμό του ιδίου και την πρόκληση υλικών ζημιών στο όχημα. Κατά μία ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, ο Χανδρινός βγήκε εκτός δρόμου εξαιτίας της παρεμπόδισής του από κάποιο άγνωστο φορτηγό, ερχόμενο από το αντίθετο ρεύμα, που στη συνέχεια εγκατέλειψε τον τόπο του δυστυχήματος και κατευθύνθηκε στην Τουρκία. Αυτή η εκδοχή στάθηκε ικανή να διατυπωθεί η απεικαζόμενη θεωρία συνομωσίας περί δολοφονικής απόπειρας του ανεπιθύμητου Έλληνα αξιωματικού, κατόπιν μυστικής τουρκικής υποκίνησης, χωρίς όμως να υπάρχουν ακράδαντα αποδεικτικά στοιχεία(17).
Εικόνα 44: Στις 17 Μαΐου 1986, ο Πλοίαρχος Ελευθέριος Χανδρινός ενεπλάκη σε ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα στην περιοχή της Κομοτηνής, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί βαρύτατα και να απαιτηθεί η πολύμηνη και επίπονη νοσηλεία του, χωρίς να επιτευχθεί η πλήρης ανάρρωσή του. (www.militaire.gr).
Λόγω της εξαιρετικά κρίσιμης κατάστασής του, ο Πλοίαρχος Χανδρινός διακομίστηκε από το Γενικό Νοσοκομείο Κομοτηνής στο 424 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Εκπαιδεύσεως (ΓΣΝΕ) στη Θεσσαλονίκη, με αρκετή καθυστέρηση, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί πολλαπλές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και κατάγματα σε δώδεκα θωρακικά πλευρά με διάρρηξη πνευμόνων, ενώ διαπιστώθηκε και θραύση στη σπονδυλική στήλη του, ενέχοντας τον κίνδυνο να καταστεί παράλυτος. Αξιοσημείωτο είναι ότι την επόμενη ημέρα, η Τουρκική Πρεσβεία απέστειλε στον Έλληνα αξιωματικό μία ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα, συνοδευόμενη από σημείωμα με ευχές για ταχεία ανάρρωση, μία πράξη αβροφροσύνης που καταδεικνύει υποδειγματική εκτέλεση των καθηκόντων του ως Ναυτικός Ακόλουθος στην Άγκυρα. Ακολούθως κρίθηκε σκόπιμη η εισαγωγή του σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας ειδικού Νοσοκομείου Αποκατάστασης Βαρέων Περιπτώσεων Ατυχημάτων στη Φρανκφούρτη της Δυτικής Γερμανίας, όπου μεταφέρθηκε άμεσα με μέριμνα της οικογένειάς του και υποβλήθηκε στην επίπονη διαδικασία της σπονδυλόδεσης. Με την πάροδο του χρόνου και με τη διαρκή φροντίδα της συζύγου του Αμαλίας Γαβριήλ–Χανδρινού, διέφυγε τον κίνδυνο για τη ζωή του και η υγεία του βελτιωνόταν αργά αλλά σταθερά. Διάγοντας το στάδιο της νοσηλείας, έλαβε στις 28 Νοεμβρίου 1986 την κοινοποίηση του Προεδρικού Διατάγματος (6–11–1986), με το οποίο ανακαλείτο στην ενεργό υπηρεσία με τον βαθμό του Αρχιπλοιάρχου.
Έπειτα από την παρέλευση έξι ημερών, στις 4 Δεκεμβρίου, ο Έλληνας Ναυτικός Ακόλουθος στην Γερμανία ειδοποίησε τον νεοπροαχθέντα αρχιπλοίαρχο Χανδρινό και τη σύζυγό του, ότι κατόπιν διαταγής του ΓΕΝ, θα έπρεπε να επιστρέψουν στην Ελλάδα, προκειμένου να νοσηλευτεί ο πολυτραυματίας στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών ή σε κάποιο κέντρο αποκατάστασης αναπήρων. Όμως, κατά την άφιξή τους στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, τους υποδέχτηκε ένας αξιωματικός εκπρόσωπος από το ΓΕΝ και παραδόξως τους μετέφερε στην οικία τους, όπου ο Χανδρινός θα συνέχιζε την αποθεραπεία του μόνος του και χωρίς την απαιτούμενη νοσοκομειακή περίθαλψη και ιατρική παρακολούθηση.
Εικόνα 45: Ο Ελευθέριος Χανδρινός ως τριτοετής Ναυτικός Δόκιμος. Ο ηρωικός κυβερνήτης του θρυλικού αρματαγωγού «Λέσβος» (L–172) απεβίωσε στις 27 Ιουλίου 1994, έπειτα από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο, σε ηλικία μόλις 57 ετών, φέροντας τον βαθμό του Αντιναυάρχου (www.politikalesvos.gr).
Κατά τις τακτικές κρίσεις του έτους 1986–1987, το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο Κρίσεων έθεσε για άλλη μία φορά σε αποστρατεία τον Αρχιπλοίαρχο Χανδρινό (πρακτικό Νο 10/5–3–1987, μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 14 μηνών, ο οποίος προήχθη στον βαθμό του Υποναυάρχου με Προεδρικό Διάταγμα της 29 Απριλίου 1987. Αυτή η δυσμενής μεταβολή τον κατέβαλε σε μεγάλο βαθμό, καθώς συνέβη σε μία περίοδο που η διαφαινόμενη αναπηρία του παρουσίαζε σημαντική καλυτέρευση, έχοντας κατορθώσει να κάνει μερικά βήματα μετά από κοπιώδη σωματική και ψυχική προσπάθεια, στηριζόμενος σε μπαστούνι. Στις 22 Ιουλίου, ο Χανδρινός υπέβαλε προς το ΓΕΝ αίτηση επανάκρισης, λαμβάνοντας αρνητική απάντηση στις 16 Νοεμβρίου. Κατόπιν σχετικής προσφυγής του στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) και της θετικής γνωμοδότησης του ανώτατου οργάνου υπέρ του προσώπου του, το ΓΕΝ ακύρωσε την αποστράτευσή του στις 16 Οκτωβρίου 1991 και τον προήγαγε κανονικά σε Υποναύαρχο, αλλά ταυτόχρονα τον συνταξιοδότησε και πάλι στον κατεχόμενο βαθμό. Ο Χανδρινός προσέφυγε εκ νέου στο ΣτΕ και δικαιώθηκε, με συνέπεια στις 26 Μαρτίου 1992 το ΓΕΝ να ανακαλέσει την προηγούμενη απόφασή του, να τον προάγει ξανά σε Υποναύαρχο και να τον αποστρατεύσει για πέμπτη και τελευταία φορά με τον βαθμό του Αντιναυάρχου.
Στις αρχές Ιουλίου του 1994, ο Αντιναύαρχος Χανδρινός υπέστη οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο και εισήχθη στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου περιήλθε σε κωματώδη κατάσταση. Δυστυχώς, παρά τις ενέργειες των ιατρών, ο αλλοτινός κυβερνήτης του Α/Γ «Λέσβος» απεβίωσε την Τετάρτη 27 Ιουλίου σε ηλικία μόλις 57 ετών, ακριβώς είκοσι χρόνια μετά την ηρωική στάση του κατά την έναρξη της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974, χωρίς να έχει εκφράσει ανοιχτά την πικρία του για την άδικη και μεροληπτική μεταχείρισή του από την ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού.
Εικόνα 46: Η μνημειακή μαρμάρινη στήλη προς τιμήν του κυβερνήτη του αρματαγωγού «Λέσβος» (L–172) και των επαναπατριζόμενων οπλιτών της ΕΛΔΥΚ, που τοποθετήθηκε στη Λεωφόρο Ευρώπης στην Πάφο τον Ιανουάριο του 1998, κατόπιν σχετικής πρωτοβουλίας του Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων Επαρχίας Πάφου (kypseli.ouc.ac.cy).
Η πολεμική δράση του Ελευθέριου Χανδρινού και η καθοριστική συνδρομή του Α/Γ «Λέσβος» στη διάσωση της Πάφου, στην αρχική φάση της επαίσχυντης τουρκικής εισβολής στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974, αναγνωρίστηκε επίσημα για πρώτη φορά από την Κυπριακή Δημοκρατία ύστερα από τρεισήμισι χρόνια. Με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων Επαρχίας Πάφου, διοργανώθηκε ένα διήμερο εορταστικών εκδηλώσεων προς τιμή του γενναιόψυχου Κυβερνήτη και των επαναπατριζόμενων οπλιτών της ΕΛΔΥΚ με το αρματαγωγό, οι οποίοι αποβιβάστηκαν οικειοθελώς στη μεγαλόνησο για να πολεμήσουν. Στις 10 Ιανουαρίου 1998, διενεργήθηκε ένα φιλολογικό μνημόσυνο με αφιερωματικές ομιλίες στο Μαρκίδειο Θέατρο της Πάφου, παρουσία του Κύπριου Υπουργού Άμυνας Γεώργιου Χαραλαμπίδη, του Δήμαρχου της Πόλης Φειδία Σαρίκα και της συζύγου του Έλληνα ήρωα Αμαλίας Γαβριήλ–Χανδρινού. Την επόμενη ημέρα, 11 Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκαν από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκο Κληρίδη τα αποκαλυπτήρια μίας μνημειακής μαρμάρινης στήλης, σε χώρο που παραχώρησε το Δημοτικό Συμβούλιο Πάφου επί της Λεωφόρου Ευρώπης, στην οποία αναγράφεται «ΑΡΜΑΤΑΓΩΓΟ ΛΕΣΒΟΣ L–172, ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΧΑΝΔΡΙΝΟΣ, ΕΛΔΥΚ, Η ΚΥΠΡΟΣ ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΣΑ, ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΦΕΔΡΩΝ ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΩΝ ΠΑΦΟΥ». Κατά την πανηγυρική τελετή εψάλη τρισάγιο στη μνήμη του Χανδρινού, χοροστατούντος του Μητροπολίτη Πάφου Χρυσόστομου, και αποδόθησαν τιμές από αποσπάσματα του Πολεμικού Ναυτικού και της ΕΛΔΥΚ, με τη συμμετοχή τμήματος της Στρατιωτικής Μουσικής της Εθνικής Φρουράς, ενώ παρέστησαν οι Κύπριοι Υπουργοί Δικαιοσύνης και Εμπορίου, Νίκος Κόσιης και Μιχαλάκης Μιχαηλίδης αντίστοιχα, ο Αρχηγός της Κυπριακής Αστυνομίας Πανίκος Χατζηλοΐζου, καθώς και πλήθος κόσμου. Ιδιαίτερη συγκίνηση προκάλεσε η παραλαβή της Ελληνικής Σημαίας που κάλυπτε το μνημείο, από την Αμαλία Γαβριήλ–Χανδρινού και τις κόρες της Ευαγγελία (Εύη) και Μαρία Χανδρινού.
Εικόνα 47: Στιγμιότυπο από την τελετή της απονομής τιμητικής διαμνημόνευσης στον ήρωα Αντιαναυάρχο Ελευθέριο Χανδρινό, την οποία παρέδωσε ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Πάνος Καμμένος στη σύζυγο του εκλιπόντος Αμαλία Γαβριήλ–Χανδρινού στις 19 Νοεμβρίου 2015 (www.mod.mil.gr).
Η Κύπρος τίμησε για δεύτερη φορά τον Έλληνα αξιωματικό έπειτα από δύο χρόνια και πάλι με πρωτοβουλία του τοπικού Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων Επαρχίας Πάφου, σε αγαστή συνεργασία με τον Δήμο Πάφου. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του διαλαμβανόμενου συνδέσμου που δημοσιεύτηκε στον κυπριακό τύπο το Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2000: «Η Πάφος ευγνωμονούσα τον Αντιναύαρχον Ελ. Χανδρινό, Κυβερνήτη του αρματαγωγού Λέσβος κατά το 1974, για την τεράστια Εθνική προσφορά και τον απαράμιλλο πατριωτισμό, τον οποίο επέδειξε εν ώρα κρίσεως και υπηρεσίας του, τον τίμησε εκ δευτέρου με την ονομασία σημαντικής οδού εις την Κάτω Πάφο ως Οδό Αντιναυάρχου Ελ. Χανδρινού». Τα αποκαλυπτήρια της οδωνυμικής πινακίδας τέλεσε ο τότε Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, αείμνηστος Αντιστράτηγος Ευάγγελος Φλωράκης. Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν η Αμαλία Γαβριήλ–Χανδρινού, Κύπριοι κρατικοί επίσημοι και στρατιωτικές αντιπροσωπείες του Πολεμικού Ναυτικού και της ΕΛΔΥΚ, ενώ παρατηρήθηκε και αθρόα προσέλευση πολιτών.
Η αποφασιστική συνεισφορά του τότε Πλωτάρχη Ελευθέριου Χανδρινού στα μαχόμενα ελληνοκυπριακά τμήματα στην Πάφο στις 20 Ιουλίου 1974, εκτιμήθηκε ως εξαίρετη πράξη από την Ελληνική Πολιτεία με καθυστέρηση 41 ετών, σε μία περίοδο που οι πεσόντες και συμμετέχοντες Έλληνες στρατιωτικοί στα συγκλονιστικά γεγονότα της Κύπρου βγήκαν και τυπικά από το περιθώριο της ιστορίας και χαρακτηρίστηκαν ως θύματα και αγωνιστές εν καιρώ πολέμου. Η σχετική απόφαση του Συμβουλίου Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (ΣΑΓΕ) για τη δικαίωση του Κυβερνήτη του Α/Γ «Λέσβος» λήφθηκε την 16η Δεκεμβρίου 2014 μετά από παρέμβαση του Υφυπουργού Εθνικής Άμυνας Ιωάννη Λαμπρόπουλου και την ουσιαστική συμβολή του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ αείμνηστου Στρατηγού Μιχαήλ Κωσταράκου. Η δε τελετή βράβευσης πραγματοποιήθηκε στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας στις 19 Νοεμβρίου 2015. Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Πάνος Καμμένος απένειμε μετά θάνατον στον εκλιπόντα Αντιναύαρχο Χανδρινό τη διαμνημόνευση του «Αστέρα Τιμής και Αξίας για τις όλως διακεκριμένες υπηρεσίες που πρόσφερε στις Ένοπλες Δυνάμεις και στην πατρίδα». Την ηθική αμοιβή παρέλαβε η σύζυγός του Αμαλία Γαβριήλ–Χανδρινού, παρουσία της ανώτατης ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ στη σεμνή τελετή παρέστησαν και οι δύο κόρες του με τις οικογένειες τους.
Εικόνα 48: Η προτομή του Αντιναυάρχου Χανδρινού που βρίσκεται στην πλατεία Παλαιού Λιμανιού της Σπηλιάς στην Κέρκυρα. Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου πραγματοποιήθηκαν στις 9 Νοεμβρίου 2019 (Γεώργιος Λόης).
Ως εξέχων φόρος τιμής στον Αντιναύαρχο Χανδρινό, τοποθετήθηκε η προτομή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κέρκυρα, και συγκεκριμένα στον χώρο της πλατείας Παλαιού Λιμανιού της Σπηλιάς, απέναντι από το Ναυτικό Σταθμό Κέρκυρας (ΝΑΣΚΕ). Το γλυπτό έργο φιλοτεχνήθηκε με δαπάνη του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και τη συνδρομή του Οργανισμού Λιμένος Κέρκυρας. Στα αποκαλυπτήρια του μνημείου που πραγματοποιήθηκαν στις 9 Νοεμβρίου 2019, παραβρέθηκαν ο Αρχηγός ΓΕΝ Αντιναύαρχος Νικόλαος Τσούνης, μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου, οι τοπικές αυτοδιοικητικές και θρησκευτικές αρχές, εκπρόσωποι των Γενικών Επιτελείων των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας και λοιποί προσκεκλημένοι.
Αντί επιλόγου
Η ουσιώδης εμπλοκή του θρυλικού Α/Γ «Λέσβος» (L–172) σε μία επιτυχή αμφίβια πολεμική επιχείρηση, κατά την πρώτη ημέρα της άνανδρης τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, αποτελεί μία ένδοξη σελίδα στη μακρά ιστορία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Η θαρραλέα απόφαση του Πλωτάρχη Ελευθέριου Χανδρινού να εκτελέσει δραστικές βολές με τα πυροβόλα Μπόφορς (Bofors) 40 mm, εναντίον του ισχυρού εχθρικού θύλακα του Μουττάλου, υπήρξε ζωτικής σημασίας συνδράμοντας καίρια τα τμήματα της Εθνικής Φρουράς στην εκκαθάρισή του από τους φανατισμένους Τουρκοκύπριους και στη διατήρηση της Πάφου σε ελληνοκυπριακά χέρια. Παράλληλα, πραγματοποίησε μία απρόσκοπτη αποβατική ενέργεια χωρίς καμία υποστήριξη, μέσα σε ένα λίαν επισφαλές τακτικό περιβάλλον, όπου ήταν απόλυτη η εχθρική αεροπορική υπεροχή, αποβιβάζοντας στον λιμένα της κυπριακής πόλης με τα ΑΒΑΚ τους 450 παλαιούς επαναπατριζόμενους στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ, αφού τους χορήγησε αυτοβούλως οπλισμό ασφαλείας από το μεταφερόμενο φορτίο του πλοίου. Η δε συνετή επιλογή του να ακολουθήσει πορεία αποχώρησης από τη μεγαλόνησο με κατεύθυνση αρχικά νότια προς την Αίγυπτο, αντί να πλεύσει άμεσα βόρεια προς τα ελληνικά χωρικά ύδατα, διακινδυνεύοντας να διέλθει από την επικίνδυνη περιοχή δράσεως των τουρκικών δυνάμεων, είχε ως αποτέλεσμα την ασφαλή επάνοδο του αρματαγωγού και του πληρώματος στη βάση του στην Αμφιάλη, έπειτα από ένα δεκαήμερο περιπετειώδη πλου.
Εικόνα 49: Το αρματαγωγό «Λέσβος» (L–172) προσδεμένο στη μαρίνα του Φλοίσβου στο Παλαιό Φάληρο. Το ιστορικό πλοίο παροπλίστηκε το 1990, ενώ αργότερα εκποιήθηκε, πωλήθηκε και διαλύθηκε για προσπορισμό ανακυκλώσιμων μεταλλικών υλικών (Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού).
Η ενεργή παρουσία του Α/Γ «Λέσβος» στην Κύπρο δημιούργησε την παραπλανητική εντύπωση στο Τουρκικό Γενικό Επιτελείο, περί της υποτιθέμενης κίνησης μίας ελληνικής αποβατικής νηοπομπής, με τελικό προορισμό την Πάφο. Αυτή η εσφαλμένη εκτίμηση οδήγησε σε μία σφοδρή ενδοτουρκική αεροναυμαχία, με ολέθριο απολογισμό τη βύθιση του Α/Τ «Κοτζάτεπε» και τον θάνατο 54 μελών του πληρώματός του, την πρόκληση σοβαρών ζημιών σε άλλα δύο αντιτορπιλικά, το «Τσακμάκ» και το «Αντάτεπε», ενώ καταρρίφθηκε ένας αδιευκρίνιστος αριθμός τουρκικών αεροσκαφών. Πρόκειται για τις μεγαλύτερες ανθρώπινες και υλικές απώλειες των Τούρκων, κατά το πρώτο στάδιο της επιχείρησης ΑΤΤΙΛΑΣ Ι, δηλώνοντας σαφώς τον κακό συντονισμό και τις σχεδιαστικές αδυναμίες των διακλαδικών τουρκικών επιτελείων, δύο κρίσιμα στρατηγικά μειονεκτήματα που θα μπορούσε να είχε εκμεταλλευτεί η ελληνική πλευρά, η οποία όμως εκείνο το χρονικό διάστημα είχε περιέλθει σε μία νοσηρή πολιτικοστρατιωτική περιδίνηση.
Εικόνα 50: Δύο αναθηματικές πινακίδες που βρίσκονται εντοιχισμένες στο τουρκικό ναυτικό μνημείο πεσόντων της Κερύνειας (Girne Deniz Şehitliği ve Anıtı), όπου αναγράφονται τα ονόματα των θανόντων αξιωματικών και ναυτών κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Από τους 69 νεκρούς οι 54 ανήκουν στο πλήρωμα του αντιτορπιλικού «Κοτζάτεπε», το οποίο βυθίστηκε από τα σφοδρά πυρά της φίλιας τουρκικής αεροπορίας (www.google.com/maps/εικόνες)..
Οι διαλαμβανόμενες πράξεις του Πλωτάρχη Ελευθέριου Χανδρινού καταδεικνύουν αναμφίβολα ότι διέθετε τα ψυχικά χαρίσματα και τις ικανότητες που διακρίνουν έναν ηγήτορα, καθώς σε δυσχερείς επιχειρησιακές συνθήκες επέδειξε αποτελεσματική πρωτοβουλία, θάρρος και ψυχραιμία, ενεργητικότητα, ορθή τακτική αντίληψη, ναυτοσύνη, επαγγελματική ευσυνειδησία και ανάληψη ευθυνών. Μολονότι η Ελληνική Πολιτεία καθυστέρησε πάρα πολύ να αναγνωρίσει την πολεμική προσφορά του, έστω και μετά θάνατον, ο ανδρείος κυβερνήτης κατατάχθηκε στο πάνθεον των Ελλήνων ηρώων. Δυστυχώς, το Α/Γ «Λέσβος» παροπλίστηκε στις 15 Μαΐου 1990, ενώ αργότερα εκποιήθηκε και πωλήθηκε για προσπορισμό ανακυκλώσιμων μεταλλικών υλικών από τη διάλυση των μερών του, αντί να αξιοποιηθεί ως μουσειακό ιστορικό πλοίο. Η δε Κυπριακή Δημοκρατία περί το 1998 επιθυμούσε να μεταφερθεί και να ελλιμενιστεί το αρματαγωγό στην Κύπρο τιμής ένεκεν, αλλά η πρότασή της φαίνεται ότι δεν έτυχε θετικής ανταπόκρισης για άγνωστο λόγο.
Σημείωση του συγγραφέα: Στις φωτογραφίες 10, 19 και 21 αναφέρεται ότι απεικονίζεται το Α/Γ «Λέσβος» και το πλήρωμά του σε στιγμιότυπα από τον πλου στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974, σύμφωνα με τις συναφείς ιδιόχειρες ημερολογιακές σημειώσεις στο λεύκωμα της Αμαλίας Γαβριήλ–Χανδρινού, ενώ οι ίδιες χρονολογίες αναπαράγονται και σε άλλα δημοσιευμένα έντυπα, όπως και σε διάφορα άρθρα του διαδικτύου. Ωστόσο, ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές αμφισβητούν τη χρονική και τοπική ακρίβειά τους, θεωρώντας ότι λήφθηκαν κατά τη διάρκεια κάποιας προγενέστερης άσκησης ή άλλης μεταγενέστερης δραστηριότητας του αρματαγωγού.
Γεώργιος Λόης
Σχης (ΤΘ) ε.α.
20 Ιουνίου 2024.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η Εφεδρική Τακτική Μονάς, αποκαλούμενη κοινώς ως Εφεδρικό Σώμα, ήταν νόμιμο ένοπλο τμήμα, το οποίο συστήθηκε με απόσπαση αστυνομικών της Κυπριακής Αστυνομίας έχοντας σκοπό την καταστολή της υπονομευτικής δράσης της οργάνωσης ΕΟΚΑ Β’. Ο οπλισμός του σώματος προερχόταν από την Τσεχοσλοβακία, ενώ οι άνδρες του είχαν πολιτικά φρονήματα προσκείμενα προς την παράταξη του Αρχιεπισκόπου Μακάριου, υπερασπιζόμενοι με σθένος το προεδρικό αξίωμά του κατά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974.
2. Ο Αντιπλοίαρχος Γεώργιος Παπαγιάννης είχε διατελέσει παλαιότερα κυβερνήτης του Α/Γ «Λέσβος».
3. Ενδεχομένως να επρόκειτο για στρατιώτες της Τουρκικής Δύναμης Κύπρου (ΤΟΥΡΔΥΚ), οι οποίοι παρατηρούσαν την δραστηριότητα αντικατάστασης του προσωπικού της ΕΛΔΥΚ, ενώ παράλληλα προπαρασκεύαζαν θέσεις μάχης ενόψει της επικείμενης τουρκικής αποβατικής ενέργειας την 20 Ιουλίου 1974.
4. Σύμφωνα με την ορολογία του Πολεμικού Ναυτικού, η ομοχειρία αντιστοιχεί σε μία ομάδα ανδρών, που υπηρετούν και χειρίζονται ένα πυροβόλο πλοίου και διοικούνται συνήθως από υπαξιωματικό.
5. Το άρθρο IV της Συνθήκης Εγγυήσεων προέβλεπε ότι σε περίπτωση που απειλείτο η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας «(…) η Ελλάς, η Τουρκία και το Ηνωμένον Βασίλειον αναλαμβάνουσι την υποχρεώσιν όπως διαβουλεύονται μετ’ αλλήλων όσον αφορά τας παραστάσεις ή τα μέτρα, τα αναγκαία δια την διασφάλισιν της τηρήσεως των εν λόγω διατάξεων. Εφ’ όσον κοινή ή συντονισμένη ενέργεια δεν ήθελεν αποδειχθεί δυνατή, έκαστη των τριών εγγυητριών δυνάμεων επιφυλάσσει εαυτή το δικαίωμα όπως ενεργήση, με μόνον σκοπόν την επαναφοράν της δια της παρούσης συνθήκης δημιουργηθείσης κατάστασης».
6. Σχετικά με τον τελικό προορισμό των μεταφερόμενων παλαιών οπλιτών της ΕΛΔΥΚ, το Αρχηγείο Ναυτικού φέρεται να απευθύνθηκε για οδηγίες στο Αρχηγείο Στρατού, από το οποίο απάντησε ο Αντισυνταγματάρχης (ΠΖ) Δημήτριος Λούκουτος από το 3ο ΕΓ, προσδιορίζοντας την Πάφο ως τόπο αποβίβασής τους.
7. Στην τουρκική 2η Πολεμική Ναυτική Μοίρα ήταν ενταγμένο και το αντιτορπιλικό «Τινάζτεπε» (TCG «Tınaztepe» D–355), επίσης κλάσης Gearing, το οποίο πρωτύτερα την ίδια ημέρα, είχε διαταχθεί να επιστρέψει στην Κερύνεια και να επανενωθεί με την Ναυτική Ομάδα Πυρών Υποστηρίξεως.
8. Η 141η Μοίρα ανήκε στην 1η Τακτική Αεροπορική Δύναμη, ενώ οι 111η και 181η Μοίρες υπάγονταν στη 2η Τακτική Αεροπορική Δύναμη.
9. Σε διάφορα άρθρα παρατίθεται ότι ο Γεώργιος Παπαργύρης έφερε τον βαθμό του Πλωτάρχη. Όμως σύμφωνα με τη αδιάψευστη μαρτυρία του Διοικητή της ΝΔΚ το 1974, Αντιπλοίαρχου Γεώργιου Παπαγιάννη, ο συγκεκριμένος αξιωματικός ήταν Υποπλοίαρχος Μηχανικών και εκτελούσε χρέη αρχιμηχανικού της διοικήσεως, έχοντας και τη μέριμνα της καλής λειτουργίας του θαλάμου επιχειρήσεων, ασκώντας παράλληλα και τα καθήκοντα του Διευθυντή 2ου–3ου ΕΓ.
10. Σε ορισμένες ελληνικές πηγές αναφέρεται ότι η τουρκική αεροπορική δύναμη κρούσης ανέρχονταν σε συνολικά 48 αεροσκάφη, χωρίς να κατανέμονται ξεχωριστά στις αεροπορικές μοίρες τους.
11. Σημειώνεται ότι κατά την ελληνοτουρκική κρίση των Ιμίων στις 25–31 Ιανουαρίου 1996, ο Γκιουβέν Ερκαγιά διατελούσε Αρχηγός του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού, κατέχοντας τον βαθμό του Ναυάρχου.
12. Επίσημα, η τουρκική πλευρά αρνείται ότι τα μαχητικά αεροσκάφη εκτόξευσαν πυρά εναντίον των σωστικών λέμβων του Α/Τ «Κοτζάτεπε».
13. Ορισμένοι από τους ναυαγούς που διασώθηκαν από τους Άγγλους διακομίσθηκαν στο Α/Τ Μπερκ και οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στις βρετανικές βάσεις στην Κύπρο για περίθαλψη και κατόπιν απεστάλησαν στη Μερσίνα. Παρομοίως, όσοι περισυνελέγησαν από το λιβανέζικο πλοίο αποδόθηκαν στην τουρκική πρεσβεία στη Βηρυτό και κατόπιν μετέβησαν στην Άγκυρα.
14. Ορισμένες πηγές οι ανεβάζουν τις συνολικές απώλειες του Α/Τ «Κοτζάτεπε» σε 71 φονευθέντες (3 αξιωματικούς, 19 υπαξιωματικούς και 49 ναύτες) ή σε 77 σκοτωμένους (13 αξιωματικούς και 64 ναύτες) ή ακόμα και σε 80 θανόντες, όμως αυτές οι εκδοχές δεν συνάδουν με τον ονομαστικό κατάλογο των νεκρών του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού, ούτε το άθροισμα τους με τον αριθμό των επιζώντων αντιστοιχίζεται με την προβλεπόμενη πολεμική επάνδρωση του βυθισθέντος αντιτορπιλικού.
15. Στα μέσα του 1982, όταν κατείχε τον βαθμό του Αντιπλοιάρχου, είχε προταθεί για πρώτη φορά η συγκεκριμένη θέση εξωτερικού, αλλά ο ίδιος είχε αρνηθεί να την αποδεχθεί, λόγω της ενεργού παρεμβάσεώς του στα πολεμικά γεγονότα της Πάφου στις 20 Ιουλίου 1974.
16. Από την 1η Αυγούστου 1977, το Αρχηγείο Ναυτικού είχε μετονομαστεί σε Γενικό Επιτελείο Ναυτικού.
17. Σε ορισμένες ελληνικές πηγές αναφέρεται αόριστα ότι ο Ελευθέριος Χανδρινός είχε επικηρυχθεί από τους Τούρκους, αλλά μία τέτοια πιθανότητα πρέπει να ανήκει στη σφαίρα της εικοτολογίας.
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ
ΑΠ Αρ. Πρωτ. 900/6/74/Αρ. Σχ. 012/27–8–74/ Στόλος/Α/Γ «Λέσβος» (Πλους Α/Γ «Λέσβος» εις Αλλοδαπήν).
ΑΠ Φ.453/86/432/Σ.28/30–9–75/651 ΑΒΥΠ/1ον Γρ./1/Θέμα: Δικαστικαί Πράξεις (Διαταγή διεξαγωγής ΕΔΕ για απολεσθέντα κιβώτια οπλισμού από το φορτίο του Α/Γ «Λέσβος» κατά τον πλου του στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974)
Χανδρινός Ελ., ΑΑΠ (ΕΧ) Υπηρεσιακή Αναφορά, Θέμα: Πολεμικά Ημερολόγια, 23 Δεκ 1974 (προς ΑΕΔ/ΔΙΚ).
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αραπάκης Π., Το τέλος της σιωπής, Εκδόσεις Νέα Σύνορα–Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2000.
Αργυρόπουλος Φ. Α., Οι ένοχοι, Εκδόσεις Ενδοχώρα, Αλεξανδρούπολη, 2022.
Βουτσάς Αχ., Υποπλοίαρχος ε.α., Α/Γ «Λέσβος» στην Κύπρο το 1974, περιοδικό Θαλασσινοί Απόηχοι, τεύχος 132, Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Ναυτικού, Αθήνα, Μαρ–Απρ 2016.
Γεωργίου Γ., Η δράση του αρματαγωγού «Λέσβος» κατά την τουρκική εισβολή 1974, περιοδικό Εθνική Φρουρά και Ιστορία, τεύχος 15, ΥΠΑΜ, ΓΕΕΦ, Διεύθυνση Ιστορίας Εθνικής Φρουράς, Λευκωσία, Ιουλ–Αυγ–Σεπ 2007.
Γιακουβάκης Χ., Ελευθέριος Χανδρινός, Α/Γ «Λέσβος» (L–172)–20 Ιουλίου 1974–40 χρόνια, ιστορικό λεύκωμα, ψηφιακή έκδοση, 2014.
Γιακουβάκης Χ., Ελευθέριος Χανδρινός, Α/Γ «Λέσβος» (L–172). Η αναγνώριση ήρθε μετά από 41 χρόνια, περιοδικό Θαλασσινοί Απόηχοι, τεύχος 132, Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Ναυτικού, Αθήνα, Μαρ–Απρ 2016.
Γρεβενιώτης–Μυλωνάς Ν., Ελευθέριος Χανδρινός. Πορεία τιμής και τιμωρίας, Εκδόσεις Αρχύτας, Ραφήνα, 2017.
Δελλής Σ., Υποστράτηγος ε.α., Η αυτοθυσία της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ). Μία μαρτυρία, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2000.
Deniz Harp Akademisi (Turkish Naval General Staff College), 1974: Kıbrıs Barış Harekâtı (Deniz Harekâtı). Yenilevent, Turkey: Harp Akademileri, Komutanlığı, n.d.
Δημητριάδης Α. Κ., Η μεγάλη προδοσία, έκδοση 4η, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα, 2017.
Erickson J. E., Phase line ATTILA. The Amphibious Campaign for Cyprus, 1974, Marine Corps University Press, Quantico, Virginia, 2020.
Καρδιανός Δ., Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον, Εκδόσεις Λαδιάς Γ., Αθήνα, 1976.
Κιοτζέκλογλου Μ., Η δράση του αρματαγωγού «Λέσβος». Κύπρος 1974, περιοδικό Ιστορικές Σελίδες, τεύχος 34, Αμυντική Γραμμή ΕΠΕ, Δεκέμβριος 2008.
Korkmaz A. E., Şahin G., Kıbrıs Barış Harekâtı’nin, ikinci gununde yunan konvoyu meselesi ve TCG Kocatepe’nin batisi (The Greek Convoy Issue and the Sinking of TCG Kocatepe on the Second Day of the Cyprus Peace Operation), Araştırma Makalesi, Yazıt Kültür Bilimleri Dergisi, 3(2): 242-261, TOKÜAD-Society and Cultural Research Association, 2023.
Μπήτος Γ. Ι., Από την Πράσινη Γραμμή στους δύο Αττίλες, Β’ Έκδοση, Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, Αθήνα, 1998.
Mütercimler E., Satılık Ada Kıbrıs, Kıbrıs Barış Harekâtının Bilinmeyen Yönleri, Istanbul, Turkey: Alfa Basım Yayım Dağıtım, 2007.
Μπιράντ Μ. Α., Απόφαση–Απόβαση, Εκδόσεις Φλώρος Ι., Αθήνα, 1984.
Παλουμπής Ι., Το «Λέσβος» και η αεροναυμαχία της Πάφου, περιοδικό Περίπλους Ναυτικής Ιστορίας, τριμηνιαία έκδοση Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, Μαρίνα Ζέας, Πειραιάς, Ιαν–Φεβ–Μαρ 2007.
Παπαγεωργίου Σ., Πεθαίνοντας στην Κύπρο, Εκδόσεις Επιφανείου, Αθήνα, 1977.
Σέργης Π. Γ., Η μάχη της Κύπρου, Ιούλιος Αύγουστος 1974. Η ανατομία της τραγωδίας, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Βλάσση, Αθήνα, 1996.
Σταυρουλόπουλος Δ. Π., Ταξίαρχος ε.α., Το χρονικό της μάχης της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ), 14–16/8/1974, επιμέλεια Δημητριάδης Α. Κ., Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα, 2016.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ
https://amaliagavriil.wixsite.com/el-handrinos.
https://amaliagavriil.wixsite.com/Ο βομβαρδισμός της Πάφου, η βύθιση του «Kocatepe» και το αυθεντικό Πολεμικό Ημερολόγιο του ηρωικού Πλωτάρχη Χανδρινού.
http://www.yin.mil.gr/ Αρματαγωγό «Λέσβος».
https://www.spartorama.gr/Ο Κυβερνήτης του Α/Γ «Λέσβος» Πλωτάρχης Ελευθέριος Χανδρινός και το Πλήρωμα του/Θεοφάνης Λάζαρης/1 Μαΐου 2023.
https://slpress.gr/Ελευθέριος Χανδρινός: Ο ηρωικός πλωτάρχης του αρματαγωγού «Λέσβος»/Παντελής Καρύκας/19 Ιουλίου 2021.
https://www.korinthia.net.gr/Αντιναύαρχος Ελευθέριος Χανδρινός–Ένας λησμονημένος ήρωας.
https://hellenicrevenge.blogspot.com/Αποστολή στην Κύπρο–Ο Αντιναύαρχος Χανδρινός–Η απίστευτη συνομωσία σιωπής και ο παραγκωνισμός του.
https://de-facto.gr/category/Ελευθέριος Χανδρινός. Ο ηρωικός πλωτάρχης του αρματαγωγού «Λέσβος». Πώς έσωσε την Πάφο.
https://www.corfuland.gr/Ελευθέριος Χανδρινός: Ο Κερκυραίος ήρωας κατά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.
https://infognomonpolitics.gr/Η άγνωστη δράση του Α/Γ «Λέσβος» και οι δραματικές συνέπειες στο Τουρκικό Ναυτικό/Σάββας Καλεντερίδης/1 Ιουλίου 2009.
https://www.istorikathemata.com/Η άγνωστη δράση του αρματαγωγού "Λέσβος" κατά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974/Μιχάλης Βάρδας/22 Ιουλίου 2013.
https://www.olympia.gr/ Η άγνωστη δράση του αρματαγωγού Λέσβος κατά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
https://doureios.com/Κύπρος 1974: εκτελέσεις Ελλήνων αιχμαλώτων και το «έγκλημα πολέμου» με τους ναυαγούς του «Kocatepe»/Σάββας Βλάσσης/28 Αυγούστου 2022.
https://enimerosi.com/Κύπρος 1974: Ο ήρωας Ε. Χανδρινός του αρματαγωγού «Λέσβος»/Βασίλειος Γεωργάτος/18 Ιουλίου 2023.
https://www.militaire.gr/Κύπρος 1974: Ο ήρωας Ε. Χανδρινός και πως οδήγησε τους Τούρκους να βυθίσουν δικό τους πλοίο!
https://www.fosonline.gr/Κύπρος 1974: Πώς το αρματαγωγό «Λέσβος» μπέρδεψε τους Τούρκους και χτύπησαν δικά τους πλοία.
https://www.history-point.gr/Κύπρος 1974: Το αρματαγωγό που οδήγησε τους Τούρκους σε «εμφύλια» σφαγή.
https://elamcy.com/Ο ηρωικός Πλωτάρχης Ελευθέριος Χανδρινός και η πολεμική δράση του Αρματαγωγού «Λέσβος».
https://www.impantokratoros.gr/Ο Θεμιστοκλής της Πάφου, Ελευθέριος Χανδρινός (1937 – 27/7/1994)/Ευαγγελία Κ. Λάππα/15 Σεπτεμβρίου 2023.
https://www.onalert.gr/Πλωτάρχης Ελευθέριος Χανδρινός: Ο ήρωας της Κύπρου που η Ελλάδα άργησε να τιμήσει.
https://pluton22.blogspot.com/Α/Γ «Λέσβος»: Αποστολή στην Κύπρο.
https://cyprustimes.com/Το αρματαγωγό «Λέσβος» έγινε θρύλος τις ημέρες της ντροπής.
https://neaproini.us/Το Κυπριακό (Ελληνικό) Ναυτικό μέχρι το1974.
https://national-pride.org/Ο βομβαρδισμός της Πάφου από το αρματαγωγό «Λέσβος» κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1974 στην Κύπρο.
https://www.mod.mil.gr/Απονομή Διαμνημόνευσης Αστέρα Αξίας και Τιμής από τον ΥΕΘΑ Πάνο Καμμένο στον αποβιώσαντα Αντιναύαρχο ε.α. Ελευθέριο Χανδρινό.
https://en.wikipedia.org/Eleftherios Handrinos.
https://el.wikipedia.org/Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος.
https://yelkenciningazetesi.com/21 Temmuz 1974. Tarihinde İnfilak Ederek Battı.
https://www.academia.edu/Απομνημόνευμα του αντιπλοιάρχου του Πολεμικού Ναυτικού και Ναυτικού Διοικητή Κύπρου (1972-1974) Γεωργίου Παπαγιάννη/Κωνσταντίνος Μπέλσης/Μάιος 2014.
https://kypseli.ouc.ac.cy/Μνημείο Αρματαγωγό «Λέσβος» (Πάφος).
https://armyvoice.gr/Ελευθέριος Χανδρινός: Η πατρίδα τον τιμά με προτομή στην Κέρκυρα .
https://flight.com.gr/Προτομή του Κερκυραίου ήρωα Ελ. Χανδρινού για τη δράση του κατά της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974.
Τα θέματα των αναρτήσεων δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των διαχειριστών και των συντακτών του ιστολογίου μας. Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των σχολιαστών και μόνο αυτών.
Σχόλια που περιέχουν ύβρεις ή απρεπείς χαρακτηρισμούς διαγράφονται κατά τον έλεγχο από την ομάδα διαχείρισης. Ευχαριστούμε.